Language of document : ECLI:EU:T:2023:862

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 20ής Δεκεμβρίου 2023 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Φορολόγηση των οργανισμών λιμένων στην Ιταλία – Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κρίνεται ασύμβατη με την εσωτερική αγορά – Υφιστάμενη ενίσχυση – Έννοια του όρου “επιχείρηση” – Έννοια του όρου “οικονομική δραστηριότητα” – Πλεονέκτημα – Επιλεκτικότητα – Στρέβλωση του ανταγωνισμού – Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών – Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση T‑166/21,

Autorità di sistema portuale del Mar Ligure occidentale, με έδρα τη Γένοβα (Ιταλία), και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων οι επωνυμίες παρατίθενται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενοι από τον F. Munari, την I. Perego, τον G. M. Roberti και τον S. Zunarelli, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

υποστηριζόμενοι από την

Associazione Porti Italiani (Assoporti), με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον F. Munari, την I. Perego, τον G. M. Roberti και τον S. Zunarelli, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον B. Stromsky και την F. Tomat,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, O. Porchia, L. Madise, P. Nihoul και S. Verschuur (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: P. Nuñez Ruiz, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Απριλίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή, οι προσφεύγοντες, ήτοι ο Autorità di sistema portuale del Mar Ligure Ouest (Οργανισμός Λιμένων Δυτικού Πελάγους της Λιγουρίας, Ιταλία) και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων οι επωνυμίες παρατίθενται στο παράρτημα, ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2021/1757 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.38399 – 2019/C (πρώην 2018/E) που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία – Φορολόγηση εταιριών για τους λιμένες στην Ιταλία (ΕΕ 2021, L 354, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Νομικό πλαίσιο

 Επί της ιταλικής νομοθεσίας περί διοικήσεως των ιταλικών λιμένων

2        Το άρθρο 28 του codice della navigazione (κώδικα ναυσιπλοΐας) προβλέπει ότι ο αιγιαλός, η παραλία, οι λιμένες και τα αγκυροβόλια που ανήκουν στο Δημόσιο βάσει του άρθρου 822 του codice civile (αστικού κώδικα) περιλαμβάνονται στα παραθαλάσσια δημόσια αγαθά.

3        Ο legge αριθ. 84 – Riordino della legislazione in materia portuale (νόμος αριθ. 84, περί αναδιοργανώσεως της λιμενικής νομοθεσίας), της 28ης Ιανουαρίου 1994 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 28, της 4ης Φεβρουαρίου 1994, στο εξής: νόμος 84/94), ρυθμίζει τις λιμενικές δραστηριότητες, καθώς και τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των autorità di sistema portuale (οργανισμών λιμένων, στο εξής: ΟΛ).

4        Οι ΟΛ είναι δημόσιοι οργανισμοί μη οικονομικού χαρακτήρα με νομική προσωπικότητα, οι οποίοι διαχειρίζονται έναν ή πλείονες λιμένες εθνικής ή διεθνούς σημασίας στην Ιταλία. Ο νόμος 84/94 προβλέπει τη σύσταση δεκαέξι ΟΛ που διαχειρίζονται τους 57 κύριους λιμένες στην Ιταλία (μεταξύ άλλων τους λιμένες της Τεργέστης, της Γένοβας, του Λιβόρνου, του Κάλιαρι και της Gioia Tauro).

5        Το άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχείο a, του νόμου 84/94 ορίζει ότι οι ΟΛ είναι αποκλειστικώς αρμόδιοι για τη διαχείριση των παραθαλάσσιων εκτάσεων και λοιπών ακινήτων της περιφέρειας δικαιοδοσίας τους.

6        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 5, του νόμου 84/94, οι ΟΛ υπόκεινται σε ειδική ρύθμιση και απολαύουν διοικητικής, οργανωτικής, κανονιστικής, δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής αυτονομίας. Οι παράγραφοι 7, 8 και 9 του εν λόγω άρθρου προβλέπουν, αντιστοίχως, ότι οι ΟΛ υπόκεινται στην καθοδήγηση και στην εποπτεία του Ιταλού Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, ότι η λογιστική και οικονομική διαχείρισή τους διέπεται από απόφαση που εγκρίνεται από τον εν λόγω υπουργό, κατόπιν συμφωνίας με τον Ιταλό Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, και ότι η οικονομική διαχείρισή τους υπόκειται στον έλεγχο του Corte dei conti (Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ιταλία).

7        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, του νόμου 84/94, οι ΟΛ επιτελούν πληθώρα καθηκόντων, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ο προσανατολισμός, ο προγραμματισμός, ο συντονισμός, η ρύθμιση και ο έλεγχος των λιμενικών εργασιών, όπως η φόρτωση, η εκφόρτωση, η μεταφόρτωση, η αποθήκευση και η εν γένει διακίνηση των εμπορευμάτων και κάθε άλλου υλικού, οι οποίες πραγματοποιούνται εντός του λιμένος (στο εξής: λιμενικές εργασίες).

8        Το άρθρο 6, παράγραφος 11, του νόμου 84/94 προβλέπει ότι οι ΟΛ δεν μπορούν να εκτελούν λιμενικές εργασίες ή να ασκούν δραστηριότητες που συνδέονται στενά με αυτές, είτε άμεσα είτε μέσω εταιριών στις οποίες μετέχουν.

9        Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, του νόμου 84/94, οι ΟΛ ρυθμίζουν και επιβλέπουν την εκτέλεση των λιμενικών εργασιών από τρίτους, ήτοι επιχειρήσεις, καθώς και την εφαρμογή των τιμολογίων που δημοσιοποιεί κάθε επιχείρηση. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα, οι ΟΛ υποβάλλουν ανά τακτά διαστήματα εκθέσεις στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών.

10      Κατά το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, του νόμου 84/94, οι ΟΛ είναι αρμόδιοι να χορηγούν άδειες για την εκτέλεση λιμενικών εργασιών στους λιμένες τους οποίους διαχειρίζονται. Οι εν λόγω άδειες χορηγούνται στις επιχειρήσεις οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών. Οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια εκτελέσεως λιμενικών εργασιών εγγράφονται σε μητρώα που τηρούν οι ΟΛ και υπόκεινται στην καταβολή ετήσιου τέλους καθώς και στη σύσταση εγγυήσεως.

11      Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 36 του κώδικα ναυσιπλοΐας, οι ΟΛ δύνανται να παραχωρούν σε επιχειρήσεις την κατοχή και χρήση δημοσίων αγαθών για ορισμένο χρονικό διάστημα. Οι παραχωρήσεις αυτές αφορούν τις δημόσιες εκτάσεις και τις αποβάθρες που περιλαμβάνονται στη λιμενική ζώνη (π.χ. την εκμίσθωση σε τρίτες επιχειρήσεις εκτάσεων και λιμενικών υποδομών).

12      Το άρθρο 37 του εν λόγω κώδικα προβλέπει, επίσης, ότι, σε περίπτωση πλειόνων αιτήσεων παραχωρήσεως, προτιμάται ο αιτών που παρέχει τα μεγαλύτερα εχέγγυα επικερδούς χρήσεως της παραχωρήσεως και ο οποίος σχεδιάζει να εφαρμόσει χρήση που ανταποκρίνεται στο σημαντικότερο δημόσιο συμφέρον.

13      Οι ΟΛ διαθέτουν διάφορους οικονομικούς πόρους, μεταξύ των οποίων καταλέγονται:

–        τα τέλη αγκυροβολήσεως και τα τέλη επί των εμπορευμάτων που εκφορτώνονται και φορτώνονται, τα οποία καταβάλλονται από πλοία ως αντίτιμο για την πρόσβαση στους λιμένες (στο εξής: λιμενικά τέλη)·

–        τα ποσά που εισπράττονται ως αντιπαροχή για τη χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες (στο εξής: τέλη αδείας)·

–        τα τέλη που εισπράττονται ως αντιπαροχή για την παραχώρηση δημόσιων εκτάσεων και αποβαθρών (στο εξής: τέλη παραχωρήσεως).

14      Για την κάλυψη του κόστους των εργασιών που εκτελούν, οι ΟΛ μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 8, του νόμου 84/94, να αυξάνουν τα τέλη παραχωρήσεως ή τα λιμενικά τέλη, επιβάλλοντας πρόσθετα τέλη επί των εμπορευμάτων που φορτώνονται ή εκφορτώνονται.

15      Εξάλλου, το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία d και e, του νόμου 84/94 προβλέπει ότι οι ΟΛ εισπράττουν εισφορές από τις περιφέρειες, τις τοπικές αρχές και άλλους δημόσιους φορείς και αρχές, καθώς και διάφορα άλλα έσοδα.

 Επί της ιταλικής νομοθεσίας περί φόρου εισοδήματος εταιριών

16      Ο τίτλος II του decreto del Presidente della Repubblica αριθ. 917 – Approvazione del testo unico delle imposte sui redditi (προεδρικού διατάγματος αριθ. 917, περί κυρώσεως του κωδικοποιημένου νόμου κειμένου περί φορολογίας εισοδήματος), της 22ας Δεκεμβρίου 1986 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 302, της 31ης Δεκεμβρίου 1986, στο εξής: TUIR), περιέχει τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στον τομέα του φόρου εισοδήματος εταιριών (στο εξής: ΦΕΕ).

17      Το άρθρο 73, παράγραφος 1, του TUIR προβλέπει ότι στον ΦΕΕ υπόκεινται:

«a)      οι ανώνυμες εταιρίες και οι ετερόρρυθμες κατά μετοχές εταιρίες, οι εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, οι συνεταιρισμοί και οι αλληλασφαλιστικές εταιρίες, καθώς και οι ευρωπαϊκές εταιρίες […] και οι ευρωπαϊκές συνεταιριστικές εταιρίες […], που έχουν την έδρα τους εντός της εθνικής επικράτειας·

b)      δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς, εκτός των εταιριών, […], οι οποίοι έχουν την έδρα τους εντός της εθνικής επικράτειας και των οποίων αποκλειστικός ή κύριος σκοπός είναι η άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων·

c)      οι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς, εκτός των εταιριών, […] που δεν έχουν ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων και οι οποίοι εδρεύουν εντός της εθνικής επικράτειας·

d)      πάσης φύσεως εταιρίες και φορείς, […] με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, που δεν έχουν την έδρα τους εντός της εθνικής επικράτειας.»

18      Το άρθρο 74, παράγραφος 1, του TUIR απαλλάσσει από τον ΦΕΕ πολλές οντότητες και οργανισμούς του Δημοσίου, όπως είναι οι κρατικοί φορείς και οι διοικητικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αυτόνομων οργανισμών, των περιφερειών, των επαρχιών, των δήμων, των ορεινών κοινοτήτων και των οργανισμών διαχειρίσεως «δημόσιας περιουσίας».

19      Το άρθρο 74, παράγραφος 2, στοιχείο a, του TUIR ορίζει ότι οι δραστηριότητες του Δημοσίου δεν συνιστούν εμπορικές δραστηριότητες.

20      Οι ιταλικές αρχές θεώρησαν ότι οι ΟΛ αποτελούν οργανισμούς διαχειρίσεως της δημόσιας περιουσίας, κατά την έννοια του άρθρου 74, παράγραφος 1, του TUIR, και έκριναν ότι ασκούν αποκλειστικώς κρατικές και, ως εκ τούτου, μη οικονομικές δραστηριότητες. Βάσει αυτού, απάλλαξαν τους ΟΛ από τον ΦΕΕ (στο εξής: απαλλαγή από τον ΦΕΕ).

 Ιστορικό της διαφοράς

 Διοικητική διαδικασία

21      Με έγγραφο της 3ης Ιουλίου 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε σε όλα τα κράτη μέλη αναλυτικό ερωτηματολόγιο σχετικά με τον φόρο εταιριών που ισχύει για τους λιμένες καθώς και σχετικά με άλλες πιθανές μορφές στηρίξεως για διάφορα είδη επενδύσεων που συνδέονται με τους λιμένες ή με τη διαχείριση των λιμένων.

22      Η Ιταλική Δημοκρατία απάντησε στο εν λόγω ερωτηματολόγιο με έγγραφα της 12ης Σεπτεμβρίου και της 1ης Οκτωβρίου 2013. Κατά τα έτη 2014 και 2017, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες, τις οποίες διαβίβασαν οι ιταλικές αρχές.

23      Με έγγραφο της 30ής Απριλίου 2018, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλική Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), ότι θεωρούσε την απαλλαγή από τον ΦΕΕ υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων ασύμβατο με την εσωτερική αγορά και την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

24      Εν συνεχεία, κατά τη διάρκεια του έτους 2018 πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της Επιτροπής και της Ιταλικής Δημοκρατίας πλείονες συναντήσεις, καθώς και ανταλλαγές ερωτήσεων και απαντήσεων.

25      Στις 8 Ιανουαρίου 2019 η Επιτροπή πρότεινε στην Ιταλική Δημοκρατία να λάβει κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του κανονισμού 2015/1589, προκειμένου να παύσει η απαλλαγή από τον ΦΕΕ όσον αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες των ΟΛ και, κατά συνέπεια, να διασφαλισθεί ότι οι συγκεκριμένες δραστηριότητες υπόκεινται στον ΦΕΕ κατά τον ίδιο τρόπο με τις λοιπές επιχειρήσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές να την ενημερώσουν γραπτώς, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της εν λόγω προτάσεως, σχετικά με την αποδοχή των προτεινόμενων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589.

26      Στις 7 Μαρτίου 2019 η Ιταλική Δημοκρατία απέρριψε την πρόταση της Επιτροπής.

27      Δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές δεν δέχθηκαν τα προτεινόμενα κατάλληλα μέτρα, η Επιτροπή αποφάσισε στις 15 Νοεμβρίου 2019 να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κάλεσε την Ιταλική Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

28      Οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή με έγγραφο της 4ης Φεβρουαρίου 2020. Εν συνεχεία, η Επιτροπή έλαβε επίσης παρατηρήσεις από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη.

29      Η επίσημη διαδικασία έρευνας περατώθηκε με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

30      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρώτον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι ΟΛ ασκούν τόσο οικονομικές όσο και μη οικονομικές δραστηριότητες.

31      Ειδικότερα, η Επιτροπή θεωρεί ότι τρεις δραστηριότητες των ΟΛ είναι οικονομικής φύσεως (αιτιολογικές σκέψεις 85 έως 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

–        η παροχή προσβάσεως στους λιμένες έναντι αμοιβής (ήτοι τα τέλη αγκυροβολήσεως και τα τέλη επί των εμπορευμάτων που φορτώνονται και εκφορτώνονται, στο εξής: παροχή προσβάσεως στους λιμένες)·

–        η χορήγηση αδειών έναντι αμοιβής για την εκτέλεση των λιμενικών εργασιών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 16 του νόμου 84/94 (στο εξής: χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες)·

–        η ανάθεση συμβάσεων παραχωρήσεως έναντι αμοιβής με αντικείμενο τη μίσθωση γεωτεμαχίων και λιμενικών υποδομών σε δημόσιες εκτάσεις, καθώς και αποβαθρών, ευρισκομένων εντός των λιμενικών ζωνών και εντός των ορίων της περιφέρειας δικαιοδοσίας των οργανισμών (στο εξής: ανάθεση συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιων εκτάσεων και αποβαθρών).

32      Δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ συνεπάγεται απώλεια φορολογικών εσόδων ισοδύναμη με ανάλωση κρατικών πόρων υπό μορφή φορολογικών δαπανών, στοιχείο που συνιστά μεταφορά κρατικών πόρων (αιτιολογικές σκέψεις 130 έως 134 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

33      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ συνιστά πλεονέκτημα σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις που δεν τυγχάνουν τέτοιας απαλλαγής, μολονότι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες στην Ιταλία (αιτιολογικές σκέψεις 135 έως 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

34      Τέταρτον, η Επιτροπή εκτιμά ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ μπορεί να ενισχύσει την ανταγωνιστική θέση των ΟΛ, στο μέτρο που αυτοί ενδέχεται να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και να ανταγωνίζονται άλλους λιμένες στην Ευρώπη. Κατά συνέπεια, η εν λόγω απαλλαγή είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και θα μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (αιτιολογικές σκέψεις 139 έως 157 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

35      Πέμπτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο έχει επιλεκτικό χαρακτήρα. Η απαλλαγή από τον ΦΕΕ παρεκκλίνει, χωρίς καμία βάσιμη δικαιολογία, από την αρχή του ιταλικού συστήματος φορολογήσεως των εταιριών, κατά την οποία ο ΦΕΕ εφαρμόζεται σε κάθε είδους εισόδημα που εισπράττεται από εταιρίες ή από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, πλην των εταιριών που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, οι ΟΛ ευνοούνται έναντι των λοιπών εταιριών που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες στην Ιταλία (αιτιολογικές σκέψεις 158 έως 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36      Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αιτιολογικές σκέψεις 175 και 176 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

37      Τέλος, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ δεν μπορεί να κριθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, είτε βάσει του άρθρου 93 ή του άρθρου 106, παράγραφος 2, είτε του άρθρου 107, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ (αιτιολογικές σκέψεις 177 έως 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

38      Δεδομένου ότι το φορολογικό καθεστώς που ίσχυε για τους ιταλικούς οργανισμούς λιμένων πριν από το 1958, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΛΕΕ, ήταν πανομοιότυπο με την απαλλαγή από τον ΦΕΕ και δεδομένου ότι οι εν λόγω οργανισμοί λιμένων ουδέποτε υπέκειντο στον ΦΕΕ ή στον φόρο εταιριών ο οποίος ίσχυε πριν από τον ΦΕΕ, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι επρόκειτο για υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2015/1589 (αιτιολογικές σκέψεις 195 έως 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διέταξε την κατάργηση της απαλλαγής από τον ΦΕΕ (άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

39      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η απαλλαγή των [ΟΛ] από τον [ΦΕΕ] συνιστά υφιστάμενο καθεστώς κρατικών ενισχύσεων το οποίο είναι ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

[Η Ιταλική Δημοκρατία] καταργεί την απαλλαγή από τον [ΦΕΕ] που αναφέρεται στο άρθρο 1. Το μέτρο με το οποίο η [Ιταλική Δημοκρατία] πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της θεσπίζεται εντός 2 μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης. Το εν λόγω μέτρο εφαρμόζεται από την αρχή του οικονομικού έτους που έπεται της θέσπισής του και το αργότερο το 2022.

Άρθρο 3

Η Ιταλία ενημερώνει την Επιτροπή, εντός προθεσμίας 2 μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε ώστε να συμμορφωθεί με αυτή.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.»

 Αιτήματα των διαδίκων

40      Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από την Associazione Porti Italiani (Assoporti), παρεμβαίνουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

41      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

42      Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από την παρεμβαίνουσα, προβάλλουν τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

43      Πρώτον, προβάλλουν ότι η Επιτροπή παρέβη τα άρθρα 107 και 296 ΣΛΕΕ, καθόσον χαρακτήρισε τους ΟΛ ως επιχειρήσεις. Δεύτερον, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ συνεπαγόταν μεταφορά κρατικών πόρων. Τρίτον, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107 ΣΛΕΕ καθόσον έκρινε ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ παρείχε επιλεκτικό πλεονέκτημα στους ΟΛ. Τέταρτον, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ δύναται να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των άρθρων 107 και 296 ΣΛΕΕ λόγω του χαρακτηρισμού των ΟΛ ως επιχειρήσεων

44      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από τέσσερα σκέλη.

45      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το νομικό καθεστώς των ΟΛ στην ιταλική έννομη τάξη. Με το δεύτερο σκέλος, αμφισβητούν την οικονομική φύση των λιμενικών δραστηριοτήτων των ΟΛ και προβάλλουν παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου. Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, αντιτίθενται στην εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση περί της φύσεως των λιμενικών τελών. Με το τέταρτο σκέλος, προβάλλουν διαδοχικώς παράβαση πλειόνων διατάξεων των Συνθηκών και κατάχρηση εξουσίας.

46      Πρέπει ευθύς εξαρχής να απορριφθεί το επιχείρημα που προέβαλαν επανειλημμένως οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των ΟΛ ως επιχειρήσεων.

47      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ αποτελεί χωριστό λόγο ακυρώσεως από εκείνον με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αβάσιμη. Ενώ ο πρώτος λόγος, ο οποίος αφορά έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, υπό την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, και αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αφορά το νόμω βάσιμο αποφάσεως, εμπίπτει στην παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης, υπό την έννοια του ίδιου άρθρου 263 ΣΛΕΕ, και ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να τον εξετάσει μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα. Συνεπώς, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί διαφορετικό ζήτημα από εκείνο του βασίμου της αιτιολογίας (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 67, και της 15ης Ιουνίου 2005, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, T‑349/03, EU:T:2005:221, σκέψη 52).

48      Εν προκειμένω, όμως, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, όχι μόνον, κατά τα λοιπά, οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα δεν προσδιόρισαν τα μέρη της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τα οποία προσάπτουν στην Επιτροπή παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, αλλά επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Πράγματι, οι αιτιολογικές σκέψεις 85 έως 129 της συγκεκριμένης αποφάσεως της Επιτροπής αφορούν τον χαρακτηρισμό των ΟΛ ως επιχειρήσεων, οπότε η εν λόγω απόφαση παρέσχε τη δυνατότητα, αφενός μεν, στους προσφεύγοντες και στην παρεμβαίνουσα να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το σχετικό μέτρο, κάτι που προκύπτει άλλωστε από την εξέταση των διαφόρων λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν, αφετέρου δε, στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο.

49      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγόντων περί παραβάσεως του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

50      Όσον αφορά τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει κατ’ αρχάς να εξετασθούν τα επιχειρήματα που προβάλλονται με το τέταρτο σκέλος.

 Επί του τετάρτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παράβαση πλειόνων διατάξεων της Συνθήκης και κατάχρηση εξουσίας

51      Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι συναφώς από την παρεμβαίνουσα, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 345 ΣΛΕΕ, καθόσον παρέβλεψε ότι οι Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ επέτρεπαν στα κράτη μέλη να διατηρούν τη δημόσια περιουσία τους, περιλαμβανομένων των λιμενικών υποδομών, και να αναθέτουν τη ρύθμιση και τη διαχείριση της περιουσίας αυτής αποκλειστικώς σε ενδοκρατικές οντότητες, όπως είναι οι ΟΛ. Τομείς που δεν έχουν ανοιχθεί στην αγορά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

52      Εξάλλου, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη τα άρθρα 3 ΣΕΕ και 7 ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 121, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, περιορίζοντας τα προνόμια του κράτους στον τομέα της οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής και εξαρτώντας τα φορολογικά καθεστώτα των κρατών μελών από προηγούμενη έγκρισή της.

53      Επιπλέον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, καθόσον επιδίωξε τον σκοπό της εναρμονίσεως εφαρμόζοντας αδιακρίτως το καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων στα διάφορα κράτη μέλη των οποίων οι μέθοδοι διαχειρίσεως των λιμενικών υποδομών έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα της Ιταλίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει επίσης τις αρχές της αναλογικότητας, της εγγύτητας, της επικουρικότητας, της διακρίσεως των εξουσιών και της δημοκρατικής διαδικασίας λήψεως αποφάσεων.

54      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

55      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, εξαρτά από την προηγούμενη έγκρισή της το σύνολο της οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής των κρατών μελών, κάτι που αντιβαίνει σε πλείονες κανόνες και αρχές του δικαίου της Ένωσης.

56      Αντιθέτως, όμως, προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση καταλείπει στην Ιταλική Δημοκρατία πλήρη ελευθερία οργανώσεως και ρυθμίσεως του ιταλικού λιμενικού τομέα, κατά την κρίση της, υπό την επιφύλαξη, μεταξύ άλλων, της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υποχρεώνει την Ιταλική Δημοκρατία να απελευθερώσει ή να ιδιωτικοποιήσει τον λιμενικό τομέα της και δεν επιβάλλει καμία μεταβολή του νομικού ή ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ΟΛ. Η προσβαλλόμενη απόφαση απαιτεί απλώς οι οικονομικής φύσεως δραστηριότητες των ΟΛ να φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι οικονομικές δραστηριότητες σε άλλους τομείς. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι το άρθρο 345 ΣΛΕΕ δεν εξαιρεί τους φορείς δημοσίου δικαίου από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Arriva Italia κ.λπ., C‑385/18, EU:C:2019:1121, σκέψη 67).

57      Επομένως, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 3 ΣΕΕ, τα άρθρα 7 και 121, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και δεν παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας, της εγγύτητας, της επικουρικότητας, της διακρίσεως των εξουσιών και της δημοκρατικής διαδικασίας λήψεως αποφάσεων.

58      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων περί καταχρήσεως εξουσίας, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι κατάχρηση εξουσίας υφίσταται όταν μια πράξη εκδίδεται με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τον προβαλλόμενο (βλ. απόφαση της 15ης Μαΐου 2008, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑442/04, EU:C:2008:276, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, η Επιτροπή απλώς εφάρμοσε τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων που συνδέονται με τη φορολογική μεταχείριση των ΟΛ στην Ιταλία, απαιτώντας να τροποποιηθεί η μεταχείριση αυτή, χωρίς ωστόσο να κάνει χρήση των εξουσιών της προς επίτευξη άλλων σκοπών.

59      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται πλάνη κατά την εκτίμηση του νομικού καθεστώτος των ΟΛ

60      Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι συναφώς από την παρεμβαίνουσα, προβάλλουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, κατά το ιταλικό δίκαιο, οι ΟΛ θεωρούνται ενδοκρατικές οντότητες, ήτοι δημόσιοι μη οικονομικού χαρακτήρα οργανισμοί εθνικής σημασίας, οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό του κράτους αποκλειστικώς προς το γενικό συμφέρον.

61      Υποστηρίζεται ότι οι ΟΛ είναι αντίστοιχοι άλλων τοπικών φορέων που ασκούν καθήκοντα δημόσιας εξουσίας και έχουν σχεδιασθεί για την εκπλήρωση των καθηκόντων που χαρακτηρίζουν τη δημόσια αρχή, όπως είναι η σύναψη συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιων εκτάσεων και η είσπραξη φόρων και τελών.

62      Υποστηρίζεται, επομένως, ότι ο Ιταλός νομοθέτης επέλεξε να απαγορεύσει την άσκηση οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας εκ μέρους των ΟΛ. Λόγω των ιδιαιτεροτήτων του καθεστώτος τους, οι ΟΛ δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

63      Επιπλέον, κατά τους προσφεύγοντες, το Δημόσιο είναι αποκλειστικώς υπεύθυνο για τη λειτουργία και την οικονομική βιωσιμότητα των ΟΛ. Οι ΟΛ είναι φορείς που δεν μπορούν να πτωχεύσουν, καθόσον το χρέος τους αποτελεί χρέος του Δημοσίου το οποίο, κατά το ιταλικό δίκαιο, δεν μπορεί να πτωχεύσει. Τα ως άνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ΟΛ έχουν επανειλημμένως επιβεβαιωθεί από τη νομολογία και από την ιταλική διοικητική πρακτική.

64      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

65      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η έννοια της «επιχειρήσεως» καταλαμβάνει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (απόφαση της 23ης Απριλίου 1991, Höfner και Elser, C‑41/90, EU:C:1991:161, σκέψεις 21 και 22· βλ., επίσης, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, AG2R Prévoyance, C‑437/09, EU:C:2011:112, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οικονομική δραστηριότητα αποτελεί κάθε δραστηριότητα η οποία συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε ορισμένη αγορά (απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987, Επιτροπή κατά Ιταλίας, 118/85, EU:C:1987:283, σκέψη 7· βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή και Σλοβακική Δημοκρατία κατά Dôvera zdravotná poist’ovňa (C‑262/18 P και C‑271/18 P, EU:C:2020:450, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Αντιθέτως, δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα οι δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, οπότε οι εν λόγω δραστηριότητες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1994, SAT Fluggesellschaft, C‑364/92, EU:C:1994:7, σκέψη 30, και της 24ης Μαρτίου 2022, GVN κατά Επιτροπής, C‑666/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:225, σκέψη 70).

68      Το γεγονός ότι ένας φορέας διαθέτει, για την άσκηση μέρους των δραστηριοτήτων του, προνόμια δημόσιας εξουσίας δεν εμποδίζει, αφ’ εαυτού, τον χαρακτηρισμό του ως επιχειρήσεως εφόσον ασκεί άλλες δραστηριότητες οικονομικής φύσεως (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C‑82/01 P, EU:C:2002:617, σκέψεις 74 και 75, και της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C‑138/11, EU:C:2012:449, σκέψη 37). Στο μέτρο που ένας δημόσιος φορέας ασκεί οικονομική δραστηριότητα η οποία μπορεί να διαχωρισθεί από την άσκηση των προνομίων δημόσιας εξουσίας που διαθέτει, ο εν λόγω φορέας ενεργεί, ως προς τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, ως επιχείρηση (αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2019, Aanbestedingskalender κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑687/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:932, σκέψη 18, και της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψη 82).

69      Επομένως, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το νομικό καθεστώς ενός φορέα κατά το εθνικό δίκαιο δεν ασκεί επιρροή για τον χαρακτηρισμό του φορέα αυτού ως επιχειρήσεως. Ακόμη και όργανο ενσωματωμένο στη διοίκηση του κράτους με το οποίο αποτελεί το ίδιο νομικό πρόσωπο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επιχείρηση (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987, Επιτροπή κατά Ιταλίας, 118/85, EU:C:1987:283, σκέψη 13). Επιπλέον, το γεγονός ότι ένας φορέας δεν μπορεί να πτωχεύσει, επί παραδείγματι, λόγω απεριόριστης κρατικής εγγυήσεως δεν μπορεί να αναιρέσει τον χαρακτηρισμό του ως επιχειρήσεως.

70      Ομοίως, το γεγονός ότι η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών δεν έχει σκοπό το κέρδος δεν εμποδίζει να θεωρηθούν οι πράξεις αυτές στην αγορά ως οικονομικές δραστηριότητες, εφόσον η προσφορά ανταγωνίζεται εκείνη άλλων επιχειρηματιών που έχουν σκοπό την επίτευξη κέρδους (βλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Επομένως, οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση του νομικού καθεστώτος των ΟΛ.

72      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση του οικονομικού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων των ΟΛ

73      Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις, οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι συναφώς από την παρεμβαίνουσα, προβάλλουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε ότι οι ΟΛ ασκούν οικονομικές δραστηριότητες λαμβανομένης υπόψη της ασκήσεως των τριών δραστηριοτήτων που μνημονεύονται στη σκέψη 31 ανωτέρω, ήτοι της αναθέσεων συμβάσεως παραχωρήσεως δημόσιων εκτάσεων και αποβαθρών, την παροχή προσβάσεως στους λιμένες και τη χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως διά παραπομπής στις προγενέστερες αποφάσεις σχετικά με τους βελγικούς, γαλλικούς και ολλανδικούς λιμένες

74      Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι συναφώς από την παρεμβαίνουσα, προβάλλουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον παρέπεμψε στις προγενέστερες αποφάσεις σχετικά με τους βελγικούς, γαλλικούς και ολλανδικούς λιμένες για να υποστηρίξει ότι οι ΟΛ ασκούν ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες.

75      Όπως υποστηρίζεται, όμως, οι διαχειριστές λιμένων στα κράτη μέλη τα οποία αφορούν οι εν λόγω αποφάσεις είναι ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες έναντι αμοιβής. Επιπλέον, οι λιμενικές εργασίες και υπηρεσίες (όπως η φόρτωση, εκφόρτωση, μεταφόρτωση, αποθήκευση και διακίνηση των εμπορευμάτων) παρέχονται απευθείας από τους λιμένες βάσει εκτιμήσεων σχετικών με την αγορά. Αγνοώντας αυτές τις θεμελιώδεις διαφορές, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

76      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

77      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε παρεμφερείς καταστάσεις ούτε όμοια μεταχείριση σε διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψεις 54 και 55).

78      Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα προσάπτουν στην Επιτροπή ότι επιφύλαξε όμοια μεταχείριση στους διαχειριστές των βελγικών, γαλλικών και ολλανδικών λιμένων, αφενός, και στους ΟΛ, αφετέρου. Επομένως, οι οικείες αποφάσεις πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα των διαφορών που προβάλλουν οι προσφεύγοντες.

79      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα, ο ενδεχόμενος χαρακτήρας των διαχειριστών των βελγικών, γαλλικών και ολλανδικών λιμένων ως φορέων ιδιωτικού δικαίου ουδόλως επηρέασε την εκτίμηση της Επιτροπής ως προς αυτούς. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, το νομικό καθεστώς ενός φορέα δεν ασκεί επιρροή για τον χαρακτηρισμό του οικονομικού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων που ασκεί. Ο χαρακτηρισμός αυτός εξαρτάται μόνον από τη φύση της οικείας δραστηριότητας.

80      Επιπλέον, το γεγονός ότι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν προηγουμένως οι αποφάσεις που αφορούσαν τους βελγικούς και τους γαλλικούς λιμένες, οι διαχειριστές των λιμένων αυτών πραγματοποιούσαν απευθείας ορισμένες λιμενικές εργασίες (όπως είναι η φόρτωση, η εκφόρτωση, η μεταφόρτωση, η αποθήκευση και η διακίνηση των εμπορευμάτων) δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, δεδομένου ότι πρόκειται για λιμενικές εργασίες για τις οποίες η Επιτροπή δεν θεώρησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι εκτελούνται και από τους ΟΛ.

81      Όσον αφορά, αντιθέτως, την παροχή προσβάσεως στους λιμένες και την ανάθεση συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιων εκτάσεων και αποβαθρών, διαπιστώνεται ότι, στις προγενέστερες αποφάσεις που αφορούσαν τους βελγικούς και τους γαλλικούς λιμένες, ήτοι στην αιτιολογική σκέψη 67 της αποφάσεως (ΕΕ) 2017/2115 της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2017, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων αριθ. SA.38393 (2016/C, πρώην 2015/E) που έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο – Φορολόγηση λιμένων στο Βέλγιο (ΕΕ 2017, L 332, σ. 1), και στην αιτιολογική σκέψη 61 της αποφάσεως (ΕΕ) 2017/2116 της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2017, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.38398 (2016/C, πρώην 2015/E) που τέθηκε σε εφαρμογή στη Γαλλία – Φορολόγηση λιμένων στη Γαλλία (ΕΕ 2017, L 332, σ. 24), η Επιτροπή χαρακτήρισε αντίστοιχες δραστηριότητες ως οικονομικές.

82      Το συμπέρασμα αυτό έχει επιβεβαιωθεί επανειλημμένως από το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Port autonome du Centre et de l’Ouest κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑673/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:643, σκέψεις 63 έως 65· της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Le Port de Bruxelles και Région de Bruxelles-Capitale κατά Επιτροπής, T‑674/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:651, σκέψεις 63 έως 65, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T‑696/17, EU:T:2019:652, σκέψεις 49 και 50).

83      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, παραπέμποντας με την προσβαλλόμενη απόφαση στις προγενέστερες αποφάσεις που αφορούσαν τους βελγικούς, τους γαλλικούς και τους ολλανδικούς λιμένες, δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις δραστηριότητες παροχής προσβάσεως και αναθέσεως συμβάσεων παραχωρήσεως, δεδομένου ότι αντιμετώπισε με ισότιμο τρόπο παρεμφερείς καταστάσεις.

84      Αντιθέτως, όσον αφορά τη χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες, διαπιστώνεται ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν έχει ακόμη εξετασθεί από την Επιτροπή. Επί του ζητήματος αυτού, όπως ορθώς υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα, η συλλογιστική που ακολουθήθηκε στις προγενέστερες αποφάσεις σχετικά με τους βελγικούς και τους γαλλικούς λιμένες δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής άνευ άλλου τινός στην περίπτωση των ΟΛ.

85      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι ούτε η απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (C‑82/01 P, EU:C:2002:617, σκέψη 2), στην οποία παραπέμπουν τόσο οι προσφεύγοντες όσο και η Επιτροπή, αφορά δραστηριότητες παρόμοιες με αυτήν της χορηγήσεως αδειών από τους ΟΛ. Μολονότι στην απόφαση εκείνη γίνεται λόγος για «άδειες» που χορηγήθηκαν από τον διαχειριστή των αερολιμένων του Orly και του Roissy-Charles-de-Gaulle, οι συγκεκριμένες άδειες δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τις επίμαχες εν προκειμένω.

86      Πράγματι, οι άδειες τις οποίες χορηγούσαν οι διαχειριστές αερολιμένων αντιστοιχούσαν σε εμπορικές παραχωρήσεις προς περιορισμένο αριθμό παρόχων υπηρεσιών τροφοδοσίας στον αερολιμένα του Orly και σε συμβάσεις παραχωρήσεως της κατοχής ακινήτων εντός της περιμέτρου του εν λόγω αερολιμένος. Σε αντάλλαγμα, οι ως άνω πάροχοι δεσμεύονταν να καταβάλλουν στον διαχειριστή του αερολιμένος αμοιβή αποτελούμενη από τέλος για την κατοχή το οποίο ήταν ανάλογο της κατεχόμενης επιφάνειας και τέλος ανερχόμενο σε ορισμένο ποσοστό του κύκλου εργασιών που πραγματοποιούνταν με τις αεροπορικές εταιρίες.

87      Με τις ως άνω παραχωρήσεις, ο ασκών οικονομική δραστηριότητα φορέας διαχειρίσεως του αερολιμένος εκμεταλλευόταν τον εμπορικό χώρο που βρισκόταν εντός της περιμέτρου του αερολιμένος, ενώ, στο πλαίσιο των αδειών που χορηγούν, οι ΟΛ, κάνοντας χρήση των προνομίων τους δημόσιας εξουσίας, ελέγχουν αν οι πάροχοι των λιμενικών εργασιών τηρούν τις εφαρμοστέες εκ του νόμου απαιτήσεις, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 100 έως 102 κατωτέρω.

88      Τούτου δοθέντος, από τα προεκτεθέντα δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αντιμετωπίζοντας διαφορετικές καταστάσεις με όμοιο τρόπο. Πράγματι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή ήταν απόρροια ειδικών για τη συγκεκριμένη περίπτωση ερευνών και της εφαρμογής των ίδιων αρχών δικαίου.

89      Επομένως, η πρώτη αιτίαση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται έλλειψη αγοράς εντός της οποίας παρέχουν τις υπηρεσίες τους οι ΟΛ

90      Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από την παρεμβαίνουσα, υποστηρίζουν ότι, ελλείψει αγοράς εντός της οποίας παρέχουν τις υπηρεσίες τους οι ΟΛ, οι εν λόγω οργανισμοί δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επιχειρήσεις. Η προσβαλλόμενη απόφαση προϋποθέτει θεωρητικώς την ύπαρξη αγοράς, ενώ συγχρόνως αγνοεί ότι η ιταλική νομοθεσία παρέχει νόμιμο μονοπώλιο στους ΟΛ, το οποίο αποκλείει κάθε ανταγωνισμό, έστω και δυνητικό, μεταξύ των διαφόρων λιμένων.

91      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

92      Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι κακώς υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα ότι ουδόλως είναι εκτεθειμένοι οι ΟΛ σε ανταγωνισμό. Πράγματι, μολονότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, κάθε ΟΛ κατέχει νόμιμο μονοπώλιο επί των λιμένων που διαχειρίζεται, εντούτοις, όπως ορθώς επισήμανε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ, αφενός, ορισμένων ιταλικών λιμένων και, αφετέρου, ορισμένων λιμένων ευρισκομένων σε άλλα κράτη μέλη.

93      Πράγματι, όσον αφορά την παροχή προσβάσεως στους λιμένες, όπως ορθώς διαπιστώνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 142 και 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ ορισμένων ιταλικών λιμένων και ορισμένων λιμένων άλλων κρατών μελών, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις παροχής λιμενικών υπηρεσιών μπορούν να χρησιμοποιούν πλείονες λιμένες για να αποκτήσουν πρόσβαση στην ίδια ενδοχώρα.

94      Επιπλέον, όσον αφορά την ανάθεση συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιων εκτάσεων και αποβαθρών, όπως ορθώς διαπιστώνεται στην αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διάφοροι λιμένες ανταγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να προσελκύουν παραχωρησιούχους οι οποίοι μπορούν να εκμεταλλεύονται τις δημόσιες εκτάσεις των λιμένων τους, δεδομένου ότι δυνητικοί παραχωρησιούχοι μπορούν να επιδιώκουν την παροχή λιμενικών υπηρεσιών και εντός άλλων λιμένων.

95      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγόντων και της παρεμβαίνουσας ότι η παροχή προσβάσεως στους λιμένες και η ανάθεση συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιων εκτάσεων και αποβαθρών δεν συνιστούν υπηρεσίες παρεχόμενες εντός συγκεκριμένης αγοράς.

96      Αντιθέτως, από την ανάλυση της χορηγήσεως αδειών για λιμενικές εργασίες, η οποία παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι πρόκειται για υπηρεσία παρεχόμενη εντός συγκεκριμένης αγοράς.

97      Πράγματι, όπως εκτίθεται στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, οι ΟΛ ρυθμίζουν και επιβλέπουν την εκτέλεση των λιμενικών εργασιών που πραγματοποιούνται από τρίτες επιχειρήσεις (μεταξύ άλλων, τη φόρτωση, εκφόρτωση, μεταφόρτωση, αποθήκευση και διακίνηση των εμπορευμάτων και κάθε υλικού σχετικού με τα πλοία), για την εκτέλεση των οποίων απαιτείται προηγούμενη άδεια.

98      Η άδεια αυτή χορηγείται από τον οικείο ΟΛ όταν η τρίτη επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με υπουργική απόφαση από τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών (αιτιολογική σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η διάρκεια ισχύος της άδειας συνδέεται με το προτεινόμενο από την τρίτη επιχείρηση επιχειρησιακό πρόγραμμα (αιτιολογική σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι τρίτες επιχειρήσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια εγγράφονται σε χωριστά μητρώα τα οποία τηρούν οι ΟΛ (αιτιολογική σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα δε τιμολόγιά τους δημοσιοποιούνται από τους ΟΛ (αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

99      Επιπλέον, ο μέγιστος αριθμός αδειών που μπορούν να χορηγηθούν καθορίζεται από τους ΟΛ (κατόπιν διαβουλεύσεως με τοπική συμβουλευτική επιτροπή), με βάση τις απαιτήσεις λειτουργίας του λιμένα και της κυκλοφορίας, διασφαλιζομένου του μέγιστου επιπέδου ανταγωνισμού στον τομέα (αιτιολογική σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

100    Τα καθήκοντα αυτά φαίνεται να αντιστοιχούν σε αποστολή ελέγχου η οποία συνίσταται στη διακρίβωση της ικανότητας των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων να εκτελούν τις λιμενικές εργασίες που προσφέρουν σύμφωνα με τις απαιτήσεις εκ του νόμου. Η άσκηση τέτοιων καθηκόντων αποτελεί, κατ’ αρχήν, προνόμιο δημόσιας εξουσίας μη οικονομικής φύσεως (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1997, Diego Calì & Figli, C‑343/95, EU:C:1997:160, σκέψη 22, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Port autonome du Centre et de l’Ouest κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑673/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:643, σκέψη 91).

101    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έφερε όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της χορηγήσεως αδειών για λιμενικές εργασίες ως υπηρεσίας παρεχόμενης εντός αγοράς (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T‑305/13, EU:T:2015:435, σκέψη 95).

102    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η δεύτερη αιτίαση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως όσον αφορά τη χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες και να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος κατά τα λοιπά.

 Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά τη φύση των τελών που εισπράττουν οι ΟΛ

103    Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι συναφώς από την παρεμβαίνουσα, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον δεν έλαβε υπόψη ότι τα τέλη που εισπράττουν οι ΟΛ αποτελούν φόρους και όχι αμοιβές για υπηρεσίες οικονομικής φύσεως. Τούτο προκύπτει όχι μόνον από τον χαρακτηρισμό των διαφόρων τελών κατά το ιταλικό δίκαιο, αλλά και από το ότι τα συγκεκριμένα τέλη καθορίζονται από το Δημόσιο και ουδόλως συνδέονται με την εμπορική αξία συγκεκριμένης υπηρεσίας.

104    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

105    Πρέπει να υπομνησθεί, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 69 ανωτέρω, ότι ο χαρακτηρισμός φορέα βάσει του εθνικού δικαίου δεν ασκεί επιρροή για τον χαρακτηρισμό του ως επιχειρήσεως κατά την έννοια των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

106    Ομοίως, ο τρόπος χρηματοδοτήσεως, ιδίως δε ο χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται από τα ενδιαφερόμενα μέρη ή το εθνικό δίκαιο στα έσοδα ενός φορέα, δεν είναι κρίσιμος για τον χαρακτηρισμό του φορέα ως επιχειρήσεως. Επομένως, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, ο όρος που χρησιμοποιείται σε εθνικό επίπεδο για εισπραττόμενα ποσά, είτε αυτά ονομάζονται τέλη είτε λιμενικά τέλη ή λιμενικοί φόροι, δεν επηρεάζει τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, Naviera Armas κατά Επιτροπής, T‑108/16, EU:T:2018:145, σκέψη 124).

107    Εξάλλου, οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους ότι τα τέλη παραχωρήσεως και τα λιμενικά τέλη πρέπει να θεωρηθούν φόρος οφειλόμενος στο κράτος και όχι αντίτιμο για την παροχή υπηρεσίας οικονομικής φύσεως. Ειδικότερα, το κύριο επιχείρημα που προβάλλεται συναφώς, ότι δηλαδή το Δημόσιο καθορίζει το ύψος των εν λόγω τελών, δεν ευσταθεί.

108    Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα τέλη παραχωρήσεως αποτελούνται από ένα σταθερό και από ένα μεταβλητό μέρος το οποίο μπορούν να αφαιρέσουν οι ΟΛ, με σκοπό να παρακινηθούν οι παραχωρησιούχοι να επιτύχουν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και γενικής πολιτικής. Κατά τον καθορισμό των εν λόγω τελών, οι ΟΛ μπορούν να προβλέπουν κριτήρια διαφορετικά από εκείνα που προβλέπει το εφαρμοστέο δίκαιο, πλην όμως, εν πάση περιπτώσει, το ύψος των τελών δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από εκείνο που προκύπτει από την εφαρμογή των προβλεπόμενων από τον νόμο κριτηρίων.

109    Επιπλέον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, προκειμένου να καλύψουν το κόστος των εργασιών που εκτελούν, οι ΟΛ μπορούν να επιβάλλουν πρόσθετα τέλη επί των εμπορευμάτων που φορτώνονται ή εκφορτώνονται καθώς και να αυξάνουν τα τέλη παραχωρήσεως.

110    Ως εκ τούτου, η επιρροή των ΟΛ επί του ύψους των τελών παραχωρήσεως και των λιμενικών τελών τείνει να επιβεβαιώσει την οικονομική φύση των υπηρεσιών που παρέχουν έναντι της καταβολής των συγκεκριμένων τελών (πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C‑82/01 P, EU:C:2002:617, σκέψη 78).

111    Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι τα τέλη παραχωρήσεως και τα λιμενικά τέλη αποτελούν το αντίτιμο για δραστηριότητες οικονομικής φύσεως που ασκούν οι ΟΛ.

112    Αντιθέτως, όπως επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δεν εξέτασε ούτε τη μέθοδο υπολογισμού των τελών χορηγήσεως αδειών ή το ύψος τους ούτε το επίπεδο ελέγχου που ασκεί συναφώς το κράτος.

113    Όπως υποστήριξαν οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα με το δικόγραφο της προσφυγής και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αμφισβητηθούν επ’ αυτού από την Επιτροπή, τα εν λόγω τέλη αφορούν ένα σταθερό και σχετικά χαμηλό ποσό, του οποίου οι βασικές παράμετροι καθορίζονται με υπουργική απόφαση και το οποίο θα μπορούσε να αυξηθεί ελαφρώς αναλόγως του κύκλου εργασιών του οικείου φορέα.

114    Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία κατά την οποία το γεγονός ότι ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που παρέχεται από δημόσιο οργανισμό και συνδέεται με την εκ μέρους του άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας παρέχεται έναντι αμοιβής προβλεπόμενης από τον νόμο δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί η ασκούμενη δραστηριότητα ως οικονομική, ο δε φορέας που την ασκεί ως επιχείρηση (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1997, Diego Calì & Figli, C‑343/95, EU:C:1997:160, σκέψεις 22 έως 25, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑347/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:418, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115    Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε με την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως, της μεθόδου υπολογισμού και του ύψους των τελών, ότι τα συγκεκριμένα τέλη αποτελούν αντίτιμο για την παροχή υπηρεσίας οικονομικής φύσεως, τo επιχείρημα των προσφευγόντων και της παρεμβαίνουσας ότι τα εν λόγω τέλη χορηγήσεως αδειών πρέπει να θεωρηθούν φόρος οφειλόμενος στο Δημόσιο και όχι τέτοιο αντίτιμο δεν μπορεί να απορριφθεί.

116    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 84 ανωτέρω, σε καμία προγενέστερη απόφασή της δεν αποφαίνεται η Επιτροπή επί της οικονομικής φύσεως μιας δραστηριότητας όπως η εκ μέρους των ΟΛ χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες.

117    Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 96 έως 102 ανωτέρω, ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η εν λόγω δραστηριότητα συνίσταται στην εντός αγοράς παροχή υπηρεσίας.

118    Επομένως, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι τα τέλη χορηγήσεως αδειών αποτελούν αντίτιμο για την παροχή οικονομικής φύσεως υπηρεσίας από τους ΟΛ.

119    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως όσον αφορά τη χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

120    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξετασθούν μόνον κατά το μέρος που αφορά την παροχή προσβάσεως στους λιμένες και την ανάθεση συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιων εκτάσεων και αποβαθρών.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της «μεταφοράς κρατικών πόρων» σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

121    Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι συναφώς από την παρεμβαίνουσα, υποστηρίζουν ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ δεν συνεπάγεται καμία οικονομική επιβάρυνση για το ιταλικό Δημόσιο, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες των ΟΛ υπόκεινται στον έλεγχο του Corte dei conti (Ελεγκτικού Συνεδρίου), τα αποτελέσματά τους εντάσσονται στο ενοποιημένο λογαριασμό αποτελεσμάτων του κράτους και οι οφειλές τους θεωρούνται οφειλές του Δημοσίου. Οι ιδιαιτερότητες αυτές του ιταλικού λιμενικού συστήματος δεν ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή.

122    Επιπλέον, οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι συναφώς από την παρεμβαίνουσα, επισημαίνουν ότι τα έσοδα των ΟΛ πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς για την εκπλήρωση της θεσμικής αποστολής τους, ιδίως δε για την ασφάλεια και την καλή κατάσταση των δημόσιων υποδομών. Για τον λόγο αυτόν, η απαλλαγή από τον ΦΕΕ δεν θα συνεπάγεται απώλεια πόρων για το κράτος, διότι, ελλείψει της συγκεκριμένης απαλλαγής, το κράτος θα έπρεπε να αυξήσει τις οικονομικές εισφορές του προς τους ΟΛ.

123    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

124    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, εκ προοιμίου, ότι η έννοια της «ενισχύσεως» δεν αφορά μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις εν στενή εννοία, έχουν ίδια φύση και όμοια αποτελέσματα με αυτές (βλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

125    Επιπλέον, για να μπορούν πλεονεκτήματα να χαρακτηρισθούν ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να ωφελούν μια επιχείρηση, δηλαδή μια οντότητα που ασκεί οικονομικές δραστηριότητες. Αν η συγκεκριμένη οντότητα είναι νομικά διακριτή από το κράτος, η παροχή σε αυτήν πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ συνεπάγεται κατ’ ανάγκην μεταφορά κρατικών πόρων.

126    Μολονότι οι ΟΛ είναι φορείς δημοσίου δικαίου κατά το ιταλικό δίκαιο, έχουν συσταθεί ως διακριτές νομικές οντότητες σε σχέση με το κράτος και με άλλους δημόσιους φορείς στην Ιταλία.

127    Λόγω της απαλλαγής από τον ΦΕΕ, οι ΟΛ απαλλάσσονται από την καταβολή των φόρων που θα οφείλονταν λόγω των οικονομικών δραστηριοτήτων τους. Ελλείψει της εν λόγω απαλλαγής, ορισμένα ποσά φόρου θα είχαν καταβληθεί από τους ΟΛ στο κράτος. Επομένως, η μη καταβολή των ποσών αυτών συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1994, Banco Exterior de España, C‑387/92, EU:C:1994:100, σκέψη 14, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑425/11, EU:T:2014:768, σκέψη 40).

128    Επιπλέον, υπενθυμίζεται, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, ότι κάθε επιχείρηση, ανεξαρτήτως του νομικού της καθεστώτος, μπορεί να είναι δικαιούχος κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Τυχόν αποδοχή της απόψεως ότι οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων δεν έχουν εφαρμογή επειδή ο δικαιούχος είναι δημόσια επιχείρηση και το παρεχόμενο πλεονέκτημα παραμένει στην οικονομική σφαίρα του κράτους εν ευρεία εννοία θα υπονόμευε την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών και θα εισήγε αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση μεταξύ των δικαιούχων που ανήκουν στον δημόσιο τομέα και των ιδιωτών δικαιούχων, κατά παραβίαση της κατά το άρθρο 345 ΣΛΕΕ αρχής της ουδετερότητας (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Arriva Italia κ.λπ., C‑385/18, EU:C:2019:1121, σκέψη 67).

129    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ιταλική φορολογική αρχή, απαλλάσσοντας τους ΟΛ από τον ΦΕΕ μολονότι αυτοί ασκούν οικονομική δραστηριότητα, παραιτείται από έσοδα που συνιστούν κρατικούς πόρους. Επομένως, η απαλλαγή από τον ΦΕΕ συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

130    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία του κριτηρίου περί επιλεκτικού χαρακτήρα

131    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος περιλαμβάνει πέντε σκέλη, οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι συναφώς από την παρεμβαίνουσα, υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως το κριτήριο περί επιλεκτικού χαρακτήρα.

 Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται σύγχυση μεταξύ του κριτηρίου περί πλεονεκτήματος και του κριτηρίου περί επιλεκτικού χαρακτήρα

132    Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από την παρεμβαίνουσα, υποστηρίζουν ότι, αντιθέτως προς πάγια νομολογία κατά την οποία το κριτήριο περί πλεονεκτήματος και το κριτήριο περί επιλεκτικού χαρακτήρα πρέπει να εκτιμώνται χωριστά, η προσβαλλόμενη απόφαση συγχέει τα δύο αυτά κριτήρια εφαρμόζοντας στο κριτήριο περί οικονομικού πλεονεκτήματος τη μέθοδο που προκρίνεται για την εξέταση του κριτηρίου περί επιλεκτικού χαρακτήρα.

133    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

134    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι πρέπει να γίνει διάκριση αναλόγως του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου ως «καθεστώτος ενισχύσεων» ή ως «ατομικής ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχεία δʹ και εʹ, του κανονισμού 2015/1589. Συγκεκριμένα, κατά την εξέταση μεμονωμένης ενισχύσεως, εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος, ο επιλεκτικός χαρακτήρας της ενισχύσεως μπορεί, κατ’ αρχήν, να τεκμαίρεται. Αντιθέτως, κατά την εξέταση καθεστώτος ενισχύσεων, πρέπει να εξακριβώνεται αν το επίμαχο μέτρο, μολονότι παρέχει πλεονέκτημα γενικής ισχύος, ευνοεί αποκλειστικώς ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους τομείς δραστηριοτήτων (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά MOL, C‑15/14 P, EU:C:2015:362, σκέψη 60· της 30ής Ιουνίου 2016, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑270/15 P, EU:C:2016:489, σκέψη 49, και της 6ης Οκτωβρίου 2021, World Duty Free Group και Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑51/19 P και C‑64/19 P, EU:C:2021:793, σκέψη 34).

135    Εν προκειμένω, το επίμαχο μέτρο, δηλαδή η απαλλαγή από τον ΦΕΕ, συνιστά καθεστώς ενισχύσεων.

136    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα, τα δύο κριτήρια περί επιλεκτικότητας και πλεονεκτήματος εξετάζονται χωριστά στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, τόσο στις αιτιολογικές σκέψεις 135 έως 138 όσο και στις αιτιολογικές σκέψεις 158 έως 176 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξηγεί διαδοχικώς ότι το παρεχόμενο στους ΟΛ πλεονέκτημα συνίσταται στην απαλλαγή των προβαλλόμενων ως οικονομικών δραστηριοτήτων τους από τον ΦΕΕ και ότι το συγκεκριμένο πλεονέκτημα παρέχεται αποκλειστικώς στους ΟΛ και όχι σε άλλους φορολογουμένους οι οποίοι βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει το φορολογικό σύστημα αναφοράς.

137    Εν προκειμένω, βεβαίως, οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα ορθώς παρατηρούν ότι η ουσία της αναλύσεως του πλεονεκτήματος και η ανάλυση του επιλεκτικού χαρακτήρα αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, πλην όμως η διαπίστωση αυτή είναι σύμφυτη με το γεγονός ότι οι μέθοδοι αναλύσεως των δύο αυτών ζητημάτων είναι παρόμοιες.

138    Πράγματι, η δυνητική ύπαρξη πλεονεκτήματος καθορίζεται επί τη βάσει παρεκκλίσεως από το κανονικό επίπεδο φορολογήσεως, δηλαδή σε σχέση με την απουσία φορολογικής απαλλαγής.

139    Χωρίς να υπάρχει αντίφαση επ’ αυτού, μια τέτοια παρέκκλιση από το κανονικό επίπεδο φορολογήσεως αποτελεί επίσης το σημείο αφετηρίας για την ανάλυση του επιλεκτικού χαρακτήρα, η οποία επικεντρώνεται στο ζήτημα αν το ίδιο πλεονέκτημα παρέχεται σε άλλους φορολογουμένους που βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει το φορολογικό σύστημα αναφοράς (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψεις 54 έως 57, και της 6ης Οκτωβρίου 2021, World Duty Free Group και Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑51/19 P και C‑64/19 P, EU:C:2021:793, σκέψη 60).

140    Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται εσφαλμένος καθορισμός του συστήματος αναφοράς

141    Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι συναφώς από την παρεμβαίνουσα, προβάλλουν ότι η Επιτροπή, καθόσον κακώς χαρακτήρισε τους ΟΛ ως εμπορικές οντότητες υποκείμενες στον ΦΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 73, παράγραφος 1, στοιχείο c, του TUIR, ενώ στην πραγματικότητα η περίπτωσή τους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 74 του TUIR και, επομένως, αυτοί απαλλάσσονται, κατ’ αρχήν, από τον ΦΕΕ, προσδιόρισε ένα σύστημα αναφοράς το οποίο ήταν τεχνητά ευρύ.

142    Κατά τους προσφεύγοντες και την παρεμβαίνουσα, οι ΟΛ βρίσκονται σε διαφορετική πραγματική και νομική κατάσταση από τους φορείς που διαλαμβάνονται στο άρθρο 73 του TUIR, καθόσον ασκούν αποκλειστικώς μη εμπορικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, το άρθρο 73 του TUIR, το οποίο έχει εφαρμογή στην περίπτωση των φορέων που ασκούν εμπορικές δραστηριότητες, και το άρθρο 74 του TUIR, το οποίο έχει εφαρμογή μόνο σε κρατικούς και δημόσιους φορείς που δεν ασκούν εμπορικές δραστηριότητες, έχουν διαφορετικά πεδία εφαρμογής και συνιστούν, ως εκ τούτου, χωριστά συστήματα αναφοράς. Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από την παρεμβαίνουσα, φρονούν ότι το σύστημα αναφοράς έπρεπε, επομένως, να περιορισθεί στο άρθρο 74 του TUIR.

143    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

144    Συναφώς, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, προκειμένου να χαρακτηρίσει ένα εθνικό φορολογικό μέτρο ως επιλεκτικό, η Επιτροπή πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να προσδιορίσει το σύστημα αναφοράς, ήτοι το κανονικό φορολογικό καθεστώς που ισχύει στο οικείο κράτος μέλος, και, σε δεύτερο στάδιο, να αποδείξει ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το εν λόγω σύστημα αναφοράς, καθόσον εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το σύστημα αυτό, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση (βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, World Duty Free Group και Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑51/19 P και C‑64/19 P, EU:C:2021:793, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

145    Επιπλέον, προκειμένου να καθορισθεί το σύστημα αναφοράς, πρέπει να προσδιορισθεί το σύνολο των κανόνων που επηρεάζουν τη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων [προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση Andres (Heitkamp BauHolding υπό πτώχευση) κατά Επιτροπής, C‑203/16 P, EU:C:2017:1017, σημείο 109]. Η προσέγγιση αυτή διασφαλίζει ότι ένα φορολογικό μέτρο εκτιμάται με γνώμονα πλαίσιο το οποίο περιλαμβάνει όλες τις σχετικές διατάξεις.

146    Το σύστημα αναφοράς δεν μπορεί να αποτελείται από ορισμένες διατάξεις του εθνικού δικαίου του οικείου κράτους μέλους οι οποίες έχουν τεθεί τεχνητά εκτός του ευρύτερου νομοθετικού πλαισίου [απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, Andres (Heitkamp BauHolding υπό πτώχευση) κατά Επιτροπής, C‑203/16 P, EU:C:2018:505, σκέψη 103].

147    Με άλλα λόγια, όταν το επίμαχο φορολογικό μέτρο δεν μπορεί να διαχωρισθεί από το συνολικό φορολογικό σύστημα του οικείου κράτους μέλους, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το συγκεκριμένο σύστημα (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, World Duty Free Group και Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑51/19 P και C‑64/19 P, EU:C:2021:793, σκέψη 63).

148    Εν προκειμένω, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 159 έως 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προσδιόρισε το προβλεπόμενο από τον TUIR σύστημα του ΦΕΕ ως σύστημα αναφοράς το οποίο εφαρμόζεται, κατ’ ουσίαν, στα έσοδα που πραγματοποιούν όλοι οι φορείς οι οποίοι ασκούν εμπορικές δραστηριότητες. Κατά την Επιτροπή, το εν λόγω σύστημα αναφοράς περιλαμβάνει τον ορισμό των υποκειμένων στον φόρο και του φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει από το άρθρο 72, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 73 του TUIR.

149    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 72 του TUIR καθιερώνει την αρχή ότι ο ΦΕΕ εφαρμόζεται σε όλα τα εισοδήματα. Κατά το άρθρο 73, παράγραφος 1, του TUIR, στον ΦΕΕ υπόκεινται οι εμπορικές εταιρίες καθώς και άλλοι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί οι οποίοι έχουν ή όχι ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων.

150    Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από την παρεμβαίνουσα, διατείνονται ότι το σύστημα αναφοράς αποτελείται αποκλειστικώς από το άρθρο 74 του TUIR.

151    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω άρθρο προβλέπει, αφενός, ότι ορισμένοι κρατικοί φορείς και ορισμένοι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως δεν υπόκεινται στον ΦΕΕ και, αφετέρου, ότι η άσκηση κρατικών καθηκόντων από δημόσιους οργανισμούς δεν θεωρείται εμπορικής φύσεως. Εν προκειμένω, κατά την ερμηνεία που προκρίνει η ιταλική φορολογική αρχή, οι ΟΛ επιτελούν αποκλειστικώς κρατικά καθήκοντα και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να υπόκεινται στον ΦΕΕ.

152    Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι το συγκεκριμένο άρθρο εντάσσεται σε ένα ευρύτερο φορολογικό σύστημα το οποίο καθορίζει το σύνολο των σχετικών με τον ΦΕΕ διατάξεων του ιταλικού δικαίου. Το εν λόγω σύστημα ορίζει, μεταξύ άλλων, τους υποκειμένους στον φόρο, το φορολογητέο κέρδος και τους φορολογικούς συντελεστές. Κατά το άρθρο 73, παράγραφος 1, στοιχεία b και c, του TUIR (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω), οι υποκείμενοι στον φόρο περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, δημόσιους οργανισμούς, ανεξαρτήτως αν οι δραστηριότητές τους είναι οικονομικής φύσεως.

153    Το άρθρο 74 του TUIR είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το σύστημα του ΦΕΕ που προβλέπεται από τον TUIR. Πράγματι, η διάταξη αυτή απαλλάσσει ορισμένους φορείς και ορισμένες δραστηριότητες από τον ΦΕΕ, κάτι που προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κύριου κανόνα ο οποίος προβλέπει τη φορολόγηση των εν λόγω φορέων και δραστηριοτήτων. Ο κύριος αυτός κανόνας προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 73, παράγραφος 1, στοιχεία b και c, του TUIR, στο οποίο διευκρινίζεται ότι η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας από φορέα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αποτελεί το καθοριστικό κριτήριο για την υπαγωγή στον ΦΕΕ. Χωρίς τον εν λόγω βασικό κανόνα, ο οποίος απορρέει από το ευρύτερο σύστημα του ΦΕΕ, και ειδικότερα από το άρθρο 73, παράγραφος 1, στοιχεία b και c, του TUIR, η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 74, παράγραφος 2, του TUIR θα στερούνταν κάθε χρησιμότητας.

154    Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι τα έσοδα από εμπορικές δραστηριότητες, κατά την έννοια του TUIR, τα οποία φαίνεται να αντιστοιχούν στην έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας» κατά τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να φορολογούνται βάσει του άρθρου 73, παράγραφος 1, του TUIR. Πράγματι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες επιβεβαίωσαν ότι, σε περίπτωση κατά την οποία μία ή περισσότερες δραστηριότητες των ΟΛ χαρακτηρισθούν ως οικονομικές, τα έσοδα από τις δραστηριότητες αυτές θα πρέπει να υπόκεινται στον ΦΕΕ.

155    Στην πραγματικότητα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα των προσφευγόντων, με τα οποία προβάλλεται εσφαλμένος ορισμός του συστήματος αναφοράς, στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην υπόθεση ότι οι ΟΛ δεν ασκούν καμία οικονομική δραστηριότητα. Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 95 και 111 ανωτέρω, η παροχή προσβάσεως στους λιμένες και η ανάθεση συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιων εκτάσεων και αποβαθρών ορθώς κατά νόμον χαρακτηρίσθηκαν από την Επιτροπή ως οικονομικές δραστηριότητες. Επομένως, η παραδοχή στην οποία στηρίζονται τα επιχειρήματα των προσφευγόντων δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

156    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς

157    Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι συναφώς από την παρεμβαίνουσα, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως το δεύτερο στάδιο της αναλύσεως του επιλεκτικού χαρακτήρα, εντοπίζοντας απλώς μια παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς χωρίς να προσδιορίσει τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση με τους ΟΛ.

158    Κατά τους προσφεύγοντες, στο μέτρο που το άρθρο 74 του TUIR αποτελεί το σύστημα αναφοράς, η απαλλαγή από τον ΦΕΕ δεν αποκλίνει από το εν λόγω σύστημα και, δεδομένου ότι όλοι οι φορείς τους οποίους αφορά το συγκεκριμένο άρθρο υπάγονται στο ίδιο σύστημα αναφοράς, δεν υφίσταται καμία παρέκκλιση υπέρ κάποιας από τις προμνημονευθείσες κατηγορίες φορέων.

159    Επιπλέον, σκοπός του προβλεπομένου από τον TUIR συστήματος του ΦΕΕ δεν είναι η φορολόγηση των εισοδημάτων των εταιριών και άλλων νομικών οντοτήτων, ανεξαρτήτως αν αυτές ασκούν οικονομικές δραστηριότητες. Σκοπός του άρθρου 74 του TUIR είναι να μην υπόκειται η δημόσια διοίκηση στον ΦΕΕ.

160    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

161    Συναφώς, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι το δεύτερο στάδιο προκειμένου να εκτιμηθεί ο δυνητικώς επιλεκτικός χαρακτήρας εθνικού φορολογικού μέτρου συνίσταται, κατά πάγια νομολογία, στο να καθορισθεί αν το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το σύστημα αναφοράς, καθόσον εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ επιχειρήσεων ευρισκόμενων, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το σύστημα αυτό, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, A-Brauerei, C‑374/17, EU:C:2018:1024, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162    Το ζήτημα αν οι ΟΛ βρίσκονται σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση με τις λοιπές οντότητες που υπόκεινται στον ΦΕΕ και δεν απαλλάσσονται από αυτόν δυνάμει του άρθρου 74 του TUIR πρέπει, επομένως, να εξετασθεί υπό το πρίσμα του σκοπού του συστήματος αναφοράς.

163    Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 153 ανωτέρω, σκοπός του συστήματος αναφοράς, ήτοι του συστήματος του ΦΕΕ και ειδικότερα των άρθρων 72 και 73 του TUIR, είναι κατ’ ουσίαν η υπαγωγή στον ΦΕΕ των εσόδων που πραγματοποιεί κάθε φορέας, είτε είναι ιδιωτικού είτε δημοσίου δικαίου, ο οποίος ασκεί οικονομικές δραστηριότητες, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ., C‑78/08 έως C‑80/08, EU:C:2011:550, σκέψη 54, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Port autonome du Centre et de l’Ouest κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑673/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:643, σκέψη 178).

164    Υπό το πρίσμα του ως άνω σκοπού, η πραγματική και νομική κατάσταση των ΟΛ, στο μέτρο που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, είναι παρεμφερής, αν όχι πανομοιότυπη, με εκείνη άλλων φορέων που υπόκεινται στον ΦΕΕ, και όχι με την κατάσταση του κράτους και των δημοσίων οργανισμών κατά την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Στο μέτρο αυτό, δεν υφίσταται καμία διαφορά μεταξύ των οικονομικών δραστηριοτήτων των ΟΛ και εκείνων των λοιπών φορέων που υπόκεινται στον ΦΕΕ. Επομένως, διαπιστώνεται ότι, απαλλάσσοντας από τον ΦΕΕ τα εισοδήματα των ΟΛ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από οικονομικές δραστηριότητες, το άρθρο 74 του TUIR, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από την ιταλική φορολογική αρχή, παρεκκλίνει από το σύστημα αναφοράς προς όφελος των ΟΛ.

165    Επιπλέον, επιβάλλεται εκ νέου η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα των προσφευγόντων, περί μη παρεκκλίσεως από το σύστημα αναφοράς, στηρίζονται κατ’ ουσίαν στην εσφαλμένη παραδοχή ότι οι ΟΛ δεν ασκούν καμία οικονομική δραστηριότητα. Όπως, όμως, επισημάνθηκε στις σκέψεις 95 και 111 ανωτέρω, η παραδοχή αυτή πρέπει να απορριφθεί. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 163 και 164 ανωτέρω, σε περίπτωση που μία ή περισσότερες δραστηριότητες των ΟΛ χαρακτηρισθούν ως οικονομικές δραστηριότητες, τα έσοδα από τις δραστηριότητες αυτές θα πρέπει να υπαχθούν στον ΦΕΕ.

166    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται δικαιολόγηση της παρεκκλίσεως βάσει της φύσεως ή της οικονομίας του συστήματος αναφοράς

167    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη, καθόσον κρίθηκε ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την οικονομία και τη φύση του φορολογικού συστήματος. Συγκεκριμένα, κατά τους προσφεύγοντες, η εν λόγω απαλλαγή είναι δικαιολογημένη, διότι απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του συστήματος αναφοράς, όπως είναι η αρχή κατά την οποία το Δημόσιο δεν φορολογείται, η αρχή «φόρος επί φόρου δεν επιβάλλεται» και η αρχή κατά την οποία οι οργανισμοί διαχειρίσεως της δημόσιας περιουσίας δεν υπόκεινται στον ΦΕΕ.

168    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

169    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι ένα μέτρο που παρεκκλίνει από το σύστημα αναφοράς μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση ή τη γενική οικονομία του συγκεκριμένου συστήματος, στοιχείο που θα καθιστούσε το μέτρο μη επιλεκτικού χαρακτήρα. Τούτο ισχύει οσάκις μέτρο απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του συστήματος αναφοράς ή οσάκις απορρέει από μηχανισμούς οι οποίοι είναι συμφυείς με το σύστημα και οι οποίοι είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητά του (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ., C‑78/08 έως C‑80/08, EU:C:2011:550, σκέψη 69).

170    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, στο κράτος μέλος και, ενδεχομένως, στα ενδιαφερόμενη μέρη απόκειται να αποδείξουν ότι η παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς δικαιολογείται πράγματι από τη φύση ή από τη γενική οικονομία του εν λόγω συστήματος (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 146).

171    Όπως, όμως, επισήμανε η Επιτροπή, ούτε οι ιταλικές αρχές ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη προέβαλαν επιχειρήματα προς τούτο κατά τη διοικητική διαδικασία, γεγονός το οποίο δεν αμφισβήτησαν, εξάλλου, ούτε οι ΟΛ ούτε η παρεμβαίνουσα. Η έλλειψη τέτοιων επιχειρημάτων αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο δεν δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος αναφοράς. Επομένως, το επιχείρημα των ΟΛ ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει την έλλειψη τέτοιας δικαιολογήσεως δεν λαμβάνει υπόψη την πάγια νομολογία επί του ζητήματος αυτού (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑159/01, EU:C:2004:246, σκέψη 43, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 103).

172    Βεβαίως, οι ΟΛ υποστήριξαν ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 74 του TUIR απαλλαγή απορρέει από τις γενικές αρχές του ιταλικού φορολογικού δικαίου, ήτοι από την αρχή κατά την οποία το Δημόσιο δεν φορολογείται, από την αρχή «φόρος επί φόρου δεν επιβάλλεται» και από την αρχή ότι οι οργανισμοί διαχειρίσεως της δημόσιας περιουσίας δεν υπόκεινται στον ΦΕΕ.

173    Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι το ως άνω επιχείρημα στηρίζεται εκ νέου στην εσφαλμένη παραδοχή ότι οι ΟΛ ασκούν αποκλειστικώς δραστηριότητες μη οικονομικής φύσεως. Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 85, 86, 107 και 111 ανωτέρω, η παραδοχή αυτή πρέπει ωστόσο να απορριφθεί.

174    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι οι προγενέστερες αποφάσεις σχετικά με τους βελγικούς, γαλλικούς και ολλανδικούς λιμένες δεν ασκούν εν προκειμένω επιρροή

175    Οι προσφεύγοντες υπογραμμίζουν τις διαφορές μεταξύ του συστήματος του ΦΕΕ που προβλέπει το TUIR, αφενός, και των φορολογικών συστημάτων τα οποία αφορούσαν οι προγενέστερες αποφάσεις σχετικά με τους βελγικούς, τους γαλλικούς και τους ολλανδικούς λιμένες, αφετέρου.

176    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

177    Διαπιστώνεται ότι η ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα της απαλλαγής από τον ΦΕΕ, η οποία εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 158 έως 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν στηρίζεται στις προγενέστερες αποφάσεις που αφορούσαν τους βελγικούς, γαλλικούς και ολλανδικούς λιμένες. Κατά συνέπεια, οι ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις, αφενός, και της υπό κρίση υποθέσεως, αφετέρου, δεν θίγουν τη νομιμότητα της εν λόγω αναλύσεως της Επιτροπής.

178    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το πέμπτο σκέλος και, ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη κατά την εκτίμηση των προϋποθέσεων περί στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και περί επιπτώσεων στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, καθώς και ανεπαρκής αιτιολογία

179    Οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα προβάλλουν ότι η απόφαση ενέχει πλάνη, καθόσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ συνεπάγεται στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

180    Κατά πρώτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι η Επιτροπή απλώς θεώρησε βάσει τεκμηρίου ότι το επίμαχο μέτρο νόθευε τον ανταγωνισμό και επηρέαζε το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, χωρίς ωστόσο να αποδείξει την ύπαρξη των δύο αυτών στοιχείων.

181    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγοντες και η παρεμβαίνουσα επισημαίνουν ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εφαρμόζεται μόνο στους τομείς που είναι ανοικτοί στον ανταγωνισμό, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στον ιταλικό λιμενικό τομέα, ο οποίος είναι κλειστός στον ανταγωνισμό και δεν έχει απελευθερωθεί.

182    Κατά τρίτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως επισημαίνοντας ότι οι επιχειρήσεις που επιθυμούσαν να εγκατασταθούν πλησίον λιμένος μπορούσαν να το πράξουν και εκτός του λιμένος σε περιοχή που ούτε ανήκε ούτε τελούσε υπό τη διαχείριση κάποιου ΟΛ, οπότε οι ΟΛ ανταγωνίζονται άλλες επιχειρήσεις που εκμισθώνουν εκτάσεις εκτός των λιμένων. Κατά τους προσφεύγοντες και την παρεμβαίνουσα, το σύνολο των παράκτιων περιοχών της Ιταλίας που μπορεί να αποτελέσει τον τόπο ασκήσεως λιμενικών δραστηριοτήτων ανήκει στο κράτος, οπότε κάθε επιχείρηση που επιθυμεί να ασκήσει τέτοια δραστηριότητα υπόκειται στην εξουσία των ΟΛ.

183    Κατά τέταρτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη τη νομολογία κατά την οποία, ελλείψει εναρμονισμένης φορολογικής πολιτικής στο επίπεδο της Ένωσης, η Επιτροπή δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των φορολογικών κανόνων που ισχύουν στα διάφορα κράτη μέλη. Επομένως, η ύπαρξη δυνητικής στρεβλώσεως του ανταγωνισμού πρέπει να εξετάζεται σε εθνικό επίπεδο και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη.

184    Κατά πέμπτον, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει κατάχρηση εξουσίας και αναρμοδιότητα, αντιβαίνει δε στα άρθρα 107, 116 και 117 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που, καθόσον η Επιτροπή είχε την πρόθεση να καταδικάσει τις στρεβλώσεις οι οποίες οφείλονται στις υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, έπρεπε να εκδοθεί βάσει των άρθρων 116 και 117 ΣΛΕΕ και όχι βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

185    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

186    Συναφώς, κατά πρώτον, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ λόγω ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

187    Πράγματι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 139 έως 157 η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα των επιπτώσεων στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και το ζήτημα της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού. Επιπλέον, από την εξέταση των διαφόρων λόγων ακυρώσεως προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέσχε τη δυνατότητα στους μεν προσφεύγοντες να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη συναφώς το μέτρο, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο.

188    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα των προσφευγόντων περί παραβάσεως του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να απορριφθεί.

189    Κατά δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί το επιχείρημα των προσφευγόντων και της παρεμβαίνουσας ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο ιταλικός λιμενικός τομέας δεν έχει απελευθερωθεί καθόσον υφίσταται νόμιμο μονοπώλιο σε κάθε ιταλικό λιμένα.

190    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 93 ανωτέρω, υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ ορισμένων ιταλικών λιμένων και ορισμένων λιμένων άλλων κρατών μελών, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις παροχής λιμενικών υπηρεσιών μπορούν να επιλέξουν μεταξύ πλειόνων λιμένων προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στην ίδια ενδοχώρα. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 94 ανωτέρω, οι ΟΛ ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση παραχωρησιούχων οι οποίοι θα μπορούν να εκμεταλλεύονται τις δημόσιες εκτάσεις εντός των λιμένων που διαχειρίζονται οι ΟΛ.

191    Η ύπαρξη του ως άνω δυνητικού ανταγωνισμού αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ είναι ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 65).

192    Κατά τρίτον, όσον αφορά ιδίως την ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ των ΟΛ και των επιχειρήσεων που εκμισθώνουν εκτάσεις εκτός των λιμένων, διαπιστώνεται ότι, βεβαίως, το γεωγραφικό και χωρικό πλαίσιο γύρω από τους οικείους λιμένες δεν φαίνεται να επιτρέπει σε τρίτους να εκμεταλλεύονται εκτάσεις κατά τρόπο ανταγωνιστικό προς τους ΟΛ, στοιχείο το οποίο δεν αμφισβητεί εξάλλου η Επιτροπή.

193    Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί για να κλονίσει το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

194    Πράγματι, οι λοιποί λόγοι που παρατίθενται συναφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση, ειδικότερα δε, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 92 έως 94 ανωτέρω, η ύπαρξη ορισμένου ανταγωνισμού στον οποίο εκτίθενται οι ιταλικοί λιμένες, αρκούν προς τεκμηρίωση του συγκεκριμένου συμπεράσματος της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, το υπό εξέταση επιχείρημα είναι αλυσιτελές.

195    Κατά τέταρτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, η έλλειψη εναρμονίσεως στον τομέα της άμεσης φορολογίας δεν συνεπάγεται ότι η δυνητική στρέβλωση του ανταγωνισμού πρέπει να εξετάζεται μόνο σε εθνικό επίπεδο. Πράγματι, ενώ η προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μπορεί να εκτιμάται αποκλειστικώς στο επίπεδο ενός μόνον κράτους μέλους και προκύπτει μόνον από την ανάλυση της διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ αποκλειστικώς των επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους, η εκτίμηση επί της προϋποθέσεως σχετικά με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, κατά την έννοια της ίδιας παραγράφου του εν λόγω άρθρου, δεν περιορίζεται κατ’ ανάγκην στις επιχειρήσεις ή στους κλάδους παραγωγής του οικείου κράτους μέλους, δεδομένου ότι, για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, ένα μέτρο ενισχύσεως πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό επηρεάζοντας το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑73/03, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2004:711, σκέψεις 28 και 29).

196    Επιπλέον, στην περίπτωση καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων, όπως είναι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να περιορισθεί στην εξέταση των χαρακτηριστικών του εν λόγω καθεστώτος προκειμένου να εκτιμήσει αν αυτό είναι ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, ευνοώντας κυρίως επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1987, Γερμανία κατά Επιτροπής, 248/84, EU:C:1987:437, σκέψη 18). Δεδομένου ότι ο λιμενικός τομέας χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη διασυνοριακών συναλλαγών, ορθώς διαπίστωσε η Επιτροπή ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ ήταν ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ ορισμένων ιταλικών λιμένων και ορισμένων λιμένων άλλων κρατών μελών.

197    Τέλος, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγόντων περί καταχρήσεως εξουσίας, τα οποία είναι αλυσιτελή λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 56 έως 58 ανωτέρω. Για τους ίδιους λόγους, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων περί αναρμοδιότητας πρέπει επίσης να απορριφθούν.

198    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

 Συμπέρασμα

199    Μολονότι το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι διατυπωμένο κατά τρόπο γενικό, καθόσον χαρακτηρίζει την απαλλαγή από τον ΦΕΕ ως υφιστάμενο καθεστώς κρατικών ενισχύσεων το οποίο δεν είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά και διατάσσει την Ιταλική Δημοκρατία να καταργήσει την εν λόγω απαλλαγή, από τις αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω αποφάσεως, βάσει των οποίων πρέπει να ερμηνευθεί το διατακτικό της (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2011, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑208/06, EU:T:2011:701, σκέψη 131), προκύπτει ότι η απόφαση αφορά αποκλειστικώς τις οικονομικές δραστηριότητες που ασκούν οι ΟΛ.

200    Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 118 και 119 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες συνιστά οικονομική δραστηριότητα. Λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας διαχωρισμού των δραστηριοτήτων των ΟΛ που χαρακτηρίσθηκαν ως οικονομικές με την προσβαλλόμενη απόφαση και προκειμένου να επιτευχθεί ασφάλεια δικαίου κατά την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως από την Ιταλική Δημοκρατία, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος με το οποίο χαρακτηρίζεται ως οικονομική δραστηριότητα η χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C‑82/01 P, EU:C:2002:617, σκέψη 77, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑239/01, EU:C:2003:514, σκέψη 33). Η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

201    Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 200 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος με το οποίο χαρακτηρίζεται ως οικονομική δραστηριότητα μία από τις τρεις δραστηριότητες που ασκούν οι ΟΛ, ήτοι η χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες.

202    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2, θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

203    Επισημαίνεται, πάντως, ότι τόσο οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από την παρεμβαίνουσα, όσο και η Επιτροπή ηττήθηκαν εν μέρει και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε εν μέρει.

204    Επιπλέον, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή ενημερώνει το Γενικό Δικαστήριο για τη δημοσίευση του υπομνήματος αντικρούσεως στον ιστότοπο «Shipping Italy». Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εν λόγω δημοσίευση συνιστά μη προσήκουσα χρήση των διαδικαστικών εγγράφων από τους προσφεύγοντες, η οποία πρέπει να έχει συνέπειες ως προς τα δικαστικά έξοδα, δυνάμει του άρθρου 135, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, στο οποίο διευκρινίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμη και τον νικήσαντα διάδικο σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του.

205    Εντούτοις, η Επιτροπή δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η δημοσίευση του υπομνήματος αντικρούσεως στο διαδίκτυο οφειλόταν στους προσφεύγοντες. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατό να προσδιορισθεί μετά βεβαιότητος η πηγή της διαρροής του εν λόγω εγγράφου. Κατά συνέπεια, μολονότι ένα τέτοιο περιστατικό είναι λυπηρό, το αίτημα της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτό ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τους ισχυρισμούς της.

206    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση (ΕΕ) 2021/1757 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.38399 – 2019/C (πρώην 2018/E) που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία – Φορολόγηση εταιριών για τους λιμένες στην Ιταλία, κατά το μέρος με το οποίο χαρακτηρίζεται ως οικονομική δραστηριότητα η χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Ο Autorità di sistema portuale del Mar Ligure occidentale και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων οι επωνυμίες παρατίθενται στο παράρτημα, η Associazione Porti Italiani (Assoporti) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του.

Παπασάββας

Porchia

Madise

Nihoul

 

      Verschuur

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Δεκεμβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


1      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγόντων παρατίθεται ως παράρτημα μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.