Language of document : ECLI:EU:T:2010:452

Υπόθεση T-23/09

Conseil national de l’Ordre des pharmaciens (CNOP) και Conseil central de la section G de l’Ordre national des pharmaciens (CCG)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση περί διενέργειας ελέγχου – Άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Έλλειψη νομικής προσωπικότητας ενός αποδέκτη – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έννοιες της επιχειρήσεως και της ενώσεως των επιχειρήσεων»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Απόφαση περί διενέργειας ελέγχου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Άρθρο 81 EΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Έκταση – Πρόσβαση στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων – Αντικείμενο

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

3.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Ενώσεις επιχειρήσεων – Έννοια – Σύλλογος των φαρμακοποιών και όργανά του – Εμπίπτει

(Άρθρα 81 EΚ, 82 EΚ και 86 EΚ)

1.      Όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής περί διενέργειας ελέγχου, το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, καθορίζει τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία πρέπει να περιέχει μια τέτοια απόφαση, επιβάλλοντας στην Επιτροπή την υποχρέωση να προσδιορίζει τόσο το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου όσο και την ημερομηνία ενάρξεώς του, καθώς και να επισημαίνει τόσο τις κυρώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 23 και 24 του εν λόγω κανονισμού όσο και τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νομολογία διευκρίνισε την έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων με τις οποίες διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου σε σχέση με το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής.

Λαμβανομένου υπόψη του σταδίου της διοικητικής διαδικασίας κατά το οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις περί διενέργειας ελέγχου, η Επιτροπή δεν διαθέτει, κατά τον χρόνον αυτόν, ακριβείς πληροφορίες, βάσει των οποίων μπορεί να αναλύσει αν η εν λόγω συμπεριφορά ή οι πράξεις μπορούν να θεωρηθούν ως αποφάσεις επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Ακριβώς λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης φύσεως των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου, η νομολογία σε θέματα αιτιολογήσεως τόνισε τις κατηγορίες πληροφοριών οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται σε μια απόφαση περί διενέργειας ελέγχου ώστε να καθίσταται δυνατό στους αποδέκτες να επικαλούνται τα δικαιώματά τους άμυνας στο εν λόγω στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Συναφώς η επιβολή υποχρεώσεως ευρύτερης αιτιολογήσεως στην Επιτροπή δεν λαμβάνει προσηκόντως υπόψη τον προκαταρκτικό χαρακτήρα του ελέγχου, σκοπός του οποίου ακριβώς είναι να καταστήσει δυνατό στην Επιτροπή να στοιχειοθετήσει μεταγενέστερα αν, ενδεχομένως, οι αποδέκτες αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου ή τρίτα πρόσωπα διέπραξαν παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 33, 41)

2.      Παρά το γεγονός ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατά το άρθρο 8 της ευρωπαϊκής συμβάσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου πρέπει να διαφυλάσσεται και η προστασία της κατοικίας επεκτείνεται στους εμπορικούς χώρους των εταιριών, είναι σημαντικό να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα των ελέγχων του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, ως σημαντικού μέσου για να δύναται η Επιτροπή να ασκεί τα καθήκοντά της ως θεματοφύλακας της Συνθήκης στον τομέα του ανταγωνισμού. Επομένως, για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος προσβάσεως της Επιτροπής στους εμπορικούς χώρους της επιχειρήσεως, την οποία αφορά διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ευχέρεια αναζητήσεως διάφορων πληροφοριακών στοιχείων που δεν είναι ακόμη γνωστά ή πλήρως εξακριβωμένα.

Οι έλεγχοι μπορούν να έχουν ευρεία έκταση και το δικαίωμα προσβάσεως σε όλες τις εγκαταστάσεις, ακίνητα και μεταφορικά μέσα των επιχειρήσεων έχει ιδιαίτερη σημασία καθόσον η Επιτροπή πρέπει να μπορεί να συλλέγει τα αποδεικτικά στοιχεία για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού στους χώρους όπου βρίσκονται υπό κανονικές συνθήκες.

(βλ. σκέψεις 40, 69)

3.      Η έννοια της επιχειρήσεως περιλαμβάνει κάθε οντότητα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα του νομικού καθεστώτος της οντότητας αυτής και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς της. Αποτελεί οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε μια δεδομένη αγορά.

Οι φαρμακοποιοί, τουλάχιστον οι ιδιώτες φαρμακοποιοί, προσφέρουν συγκεκριμένα, έναντι αντιπαροχής, υπηρεσίες λιανικής διανομής φαρμάκων και αναλαμβάνουν τους οικονομικούς κινδύνους της δραστηριότητας αυτής. Συνεπώς, συνάγεται ότι τα πρόσωπα αυτά ασκούν οικονομικές δραστηριότητες και, επομένως, αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ.

Η διαπίστωση ότι ο σύλλογος φαρμακοποιών και τα όργανά του είναι οργανισμοί οι οποίοι έχουν ως μέλη και αντιπροσωπεύουν πολλούς επαγγελματίες, οι οποίοι μπορούν να θεωρηθούν ως επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ αρκεί για να συναχθεί ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε τον σύλλογο φαρμακοποιών και τα όργανά του ως ενώσεις επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, και τους υπέβαλε νομίμως σε έλεγχο δυνάμει της διατάξεως αυτής. Το γεγονός και μόνον ότι ορισμένα μέλη δεν είναι επιχειρήσεις δεν αρκεί για να εκφύγει η εν λόγω ένωση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ.

Τα επιχειρήματα ότι οι δραστηριότητες του εν λόγω συλλόγου και των οργάνων του δεν έχουν σχέση με τη σφαίρα των οικονομικών συναλλαγών, δεδομένου ότι έχουν επίσης μια κοινωνική αποστολή στηριζόμενη στην αρχή της αλληλεγγύης και ασκούν τυπικά προνόμια δημοσίας αρχής, δεν δύνανται να μεταβάλουν το συμπέρασμα αυτό, διότι το ζήτημα αν, κατά την άσκηση των συγκεκριμένων προνομίων τους, ο επίδικος σύλλογος και τα όργανά του παρακάμπτουν την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ ή αν, αντιθέτως, ορισμένες από τις πράξεις τους πρέπει να θεωρηθούν ως αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι προδήλως πρόωρο και πρέπει να κριθεί, ενδεχομένως, στο πλαίσιο της τελικής αποφάσεως, η οποία θα εξετάσει τις αιτιάσεις που έκανε δεκτές η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 55, 70-71, 75-78)