Language of document : ECLI:EU:T:2023:375

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2023 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Σύμβαση πρόσληψης – Άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ – Απόρριψη υποψηφιότητας – Προαγωγή – Νέα κατάταξη – Νέα σύμβαση – Λήξη της σύμβασης – Άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 10, παράγραφος 3, του ΚΛΠ – Πλάνη περί το δίκαιο – Ίση μεταχείριση – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό»

Στην υπόθεση T‑223/21,

SE, εκπροσωπούμενος από την L. Levi, δικηγόρο,

προσφεύγων‑ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον T. Bohr, τον L. Vernier και την I. Melo Sampaio,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, S. Gervasoni, N. Półtorak (εισηγήτρια), I. Reine και T. Pynnä, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιανουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή‑αγωγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, ο προσφεύγων‑ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) SE ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 4ης Αυγούστου 2020, με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του για την πλήρωση της κενής θέσεως που προκηρύχθηκε με αριθμό αναφοράς COM/2020/1474 (στο εξής: απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας), και την ακύρωση της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020 στην αίτηση την οποία υπέβαλε βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) και η οποία αφορούσε το ζήτημα αν ο προσφεύγων πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για προαγωγή, νέα κατάταξη και τοποθέτηση σε άλλη θέση και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη εξαιτίας των αποφάσεων αυτών.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 16 Μαΐου 2018 ο προσφεύγων ανέλαβε καθήκοντα στην Επιτροπή ως έκτακτος υπάλληλος βαθμού AST 3, βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ), για τρία έτη (στο εξής: αρχική σύμβαση). Στις 18 Ιανουαρίου 2021 η αρχική σύμβαση παρατάθηκε με συμπληρωματική συμφωνία για χρονικό διάστημα δύο ετών, το οποίο έληγε στις 15 Μαΐου 2023.

3        Από την ημερομηνία της πρόσληψής του και μέχρι τις 30 Ιουνίου 2018, ο προσφεύγων είχε τοποθετηθεί στη μονάδα [εμπιστευτικό] (1) ως «[εμπιστευτικό]». Την 1η Ιουλίου 2018, κατόπιν αναδιοργανώσεως της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) [εμπιστευτικό], επανατοποθετήθηκε στην ίδια μονάδα ως «[εμπιστευτικό]».

4        Την 1η Απριλίου 2020 κενώθηκε στη μονάδα του προσφεύγοντος μόνιμη θέση της ομάδας καθηκόντων διοικητικών υπαλλήλων (AD). Ο προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα για τη συγκεκριμένη θέση, η οποία προκηρύχθηκε με την ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2020/816.

5        Στις 15 Μαΐου 2020 ο προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος τον ενημέρωσε ότι η ΓΔ «Ανθρώπινοι πόροι και ασφάλεια» είχε διατυπώσει αντίρρηση ως προς την υποψηφιότητά του, για τον λόγο ότι, δυνάμει του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, οι έκτακτοι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, όπως ο ίδιος, μπορούν να συνάψουν μία μόνον τέτοιου είδους σύμβαση κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους.

6        Στις 29 Ιουνίου 2020 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ (στο εξής: αίτηση της 29ης Ιουνίου 2020), ζητώντας από τη Διοίκηση να λάβει οριστική θέση επί του ζητήματος, μεταξύ άλλων, αν ο ίδιος πληρούσε τις προϋποθέσεις για προαγωγή, νέα κατάταξη ή τοποθέτηση σε θέση ανώτερου βαθμού και αν μπορούσε να υποβάλει υποψηφιότητα και να τοποθετηθεί σε άλλες θέσεις εκτάκτου υπαλλήλου εντός της Επιτροπής.

7        Στις 10 Ιουλίου 2020 ο προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα για άλλη μόνιμη θέση της ομάδας καθηκόντων AD η οποία κενώθηκε στη μονάδα του και η οποία προκηρύχθηκε με την ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2020/1474 (στο εξής: επίδικη θέση).

8        Στις 24 Ιουλίου 2020 ο προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος συνέταξε σημείωμα με το οποίο πρότεινε να προσληφθεί ο προσφεύγων στην επίδικη θέση, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι κανένας κατάλληλος εσωτερικός ή εξωτερικός υποψήφιος δεν είχε υποβάλει υποψηφιότητα.

9        Στις 29 Ιουλίου 2020 ο προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος του ανέφερε προφορικώς ότι η ΓΔ Ανθρώπινων πόρων και ασφάλειας εξέφρασε αντιρρήσεις ως προς την υποψηφιότητά του για την επίδικη θέση, λόγω της ιδιότητάς του ως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

10      Στις 4 Αυγούστου 2020, λόγω σφάλματος στην κωδικοποίηση του ονόματος του προσφεύγοντος, απεστάλη σε εσφαλμένη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος διαχειρίσεως του προσωπικού της Επιτροπής «SysPer 2», κοινοποίηση σχετικά με την απόρριψη της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος για την επίδικη θέση. Αντίγραφο της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως απεστάλη στον προσφεύγοντα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 4 Μαρτίου 2021.

11      Στις 10 Σεπτεμβρίου 2020, αφού ο προσφεύγων ζήτησε πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο της υποψηφιότητάς του, η αναπληρώτρια προϊσταμένη μονάδας της ΓΔ Ανθρώπινων πόρων και ασφάλειας τον ενημέρωσε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι «έκτακτος υπάλληλος της Επιτροπής δεν [μπορούσε] να συνάψει δεύτερη σύμβαση ως έκτακτος υπάλληλος της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του» και του συνέστησε να αναμείνει τα συμπεράσματα της αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχής (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) όσον αφορά την αίτηση της 29ης Ιουνίου 2020.

12      Στις 15 Σεπτεμβρίου 2020 ο προσφεύγων πληροφορήθηκε ότι κάποιος άλλος είχε αναλάβει καθήκοντα στην επίδικη θέση.

13      Στις 16 Σεπτεμβρίου 2020 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, βάλλοντας κατά της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας (στο εξής: διοικητική ένσταση R/440/20).

14      Στις 28 Οκτωβρίου 2020 ο προσφεύγων έλαβε από τη Διοίκηση απάντηση επί της αιτήσεως της 29ης Ιουνίου 2020 (στο εξής: απάντηση της 28ης Οκτωβρίου 2020).

15      Στις 2 Νοεμβρίου 2020 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020 (στο εξής: διοικητική ένσταση R/507/20).

16      Στις 3 Νοεμβρίου 2020 ο προσφεύγων διατύπωσε συμπληρωματικές παρατηρήσεις και συμπληρωματικούς ισχυρισμούς στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως R/440/20.

17      Με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2021, η Διοίκηση απέρριψε τη διοικητική ένσταση R/440/20 (στο εξής: απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως R/440/20).

18      Στις 19 Ιανουαρίου 2021, αφού έλαβε γνώση της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως R/440/20, ο προσφεύγων προσέφυγε στην υπηρεσία διαμεσολάβησης της Επιτροπής προκειμένου αυτή να παρέμβει στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως R/507/20 και να βεβαιωθεί ότι η Επιτροπή θα εξετάσει τα κύρια ζητήματα που προβάλλονται.

19      Στις 3 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε ως απαράδεκτη τη διοικητική ένσταση R/507/20, αλλά στην οποία εξέτασε, ωστόσο, επικουρικώς ορισμένα επιχειρήματα του προσφεύγοντος (στο εξής: απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως R/507/20).

 Αιτήματα των διαδίκων

20      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας·

–        να ακυρώσει την απάντηση της 28ης Οκτωβρίου 2020·

–        να ακυρώσει, καθόσον κρίνεται αναγκαίο, την απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως R/440/20 και την απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως R/507/20·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει την περιουσιακή ζημία που υπέστη ο προσφεύγων λόγω απώλειας της ευκαιρίας να διοριστεί ή να τοποθετηθεί στην επίδικη θέση από την 1η Σεπτεμβρίου 2020·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει την περιουσιακή ζημία που υπέστη ο προσφεύγων, εκτιμώμενη σε 24 245 ευρώ, λόγω απώλειας της ευκαιρίας προαγωγής του από τις 16 Μαΐου 2020·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει την περιουσιακή ζημία που υπέστη ο προσφεύγων λόγω απώλειας της ευκαιρίας να μονιμοποιηθεί, συμμετέχοντας σε εσωτερικούς διαγωνισμούς προοριζόμενους αποκλειστικά για έκτακτους υπαλλήλους προσληφθέντες βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

21      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή‑αγωγή ως προδήλως απαράδεκτη·

–        εν πάση περιπτώσει, να απορρίψει την προσφυγή‑αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

22      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, εκτός από την ακύρωση της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας και την ακύρωση της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020, την ακύρωση, καθόσον κρίνεται αναγκαίο, των αποφάσεων απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων R/440/20 και R/507/20.

23      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, αίτημα ακυρώσεως που στρέφεται τυπικώς κατά αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται διοικητική ένσταση έχει ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση που η απόφαση αυτή στερείται αυτοτελούς περιεχομένου, να υποβάλλεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου η πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2019, Bernaldo de Quirós κατά Επιτροπής, T‑273/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:371, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Πράγματι, κάθε απορριπτική διοικητικής ενστάσεως απόφαση, είτε ρητή είτε σιωπηρή, όταν είναι σαφής και αμιγής, επιβεβαιώνει απλώς την πράξη ή την παράλειψη για την οποία παραπονείται ο ενιστάμενος και δεν συνιστά αφ’ εαυτής πράξη δεκτική προσβολής και, ως εκ τούτου, τα αιτήματα που βάλλουν κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο έναντι της αρχικής αποφάσεως, πρέπει να θεωρείται ότι βάλλουν κατά της αρχικής πράξεως (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, XI κατά Επιτροπής, T‑528/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:594, σκέψη 20).

25      Ωστόσο, μια ρητή απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως μπορεί, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της προσβαλλομένης από τον προσφεύγοντα πράξεως. Τούτο συμβαίνει όταν η απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως περιέχει επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος βάσει νέων νομικών και πραγματικών στοιχείων ή όταν τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως συνιστά πράξη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, η οποία λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, και μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί βλαπτική πράξη η οποία αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη (πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, XI κατά Επιτροπής, T‑528/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:594, σκέψη 21).

26      Πρώτον, όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας, παρατηρείται ότι η απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως R/440/20 επιβεβαιώνει την άρνηση της Επιτροπής να θεωρήσει την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος για την επίδικη θέση ως επιλέξιμη, διευκρινίζοντας τους λόγους της απόρριψης. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η υπό κρίση προσφυγή‑αγωγή έχει ως αποτέλεσμα την υποβολή στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας, τη νομιμότητα της οποίας πρέπει να εξετάσει το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την αιτιολογία που περιλαμβάνεται στην απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως R/440/20.

27      Δεύτερον, όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020, επισημαίνεται ότι η ΑΣΣΠΑ απορρίπτει ως απαράδεκτη τη διοικητική ένσταση R/507/20, εξετάζει όμως, επικουρικώς, τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων κατά της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020. Για τους λόγους αυτούς, η ανωτέρω αιτιολογία πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτίμησης της νομιμότητας της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 25 ανωτέρω.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας

 Επί του παραδεκτού

28      Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά του εν λόγω αιτήματος δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη, κατ’ ουσίαν, ότι ο προσφεύγων δεν είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας.

29      Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δήλωσε ότι παραιτείται από το αίτημά της να κριθεί απαράδεκτο το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

 Επί της ουσίας

30      Προς στήριξη του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας, ο προσφεύγων προβάλλει τέσσερις λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράλειψη κοινοποιήσεως της αποφάσεως και έλλειψη αιτιολογίας, ο δεύτερος εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του ΚΛΠ και παράβαση των εν λόγω άρθρων, ο τρίτος μη τήρηση πάγιων διοικητικών πρακτικών, άνιση μεταχείριση και δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας και ο τέταρτος έλλειψη διαφάνειας, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως καθώς και του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής.

–       Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράλειψη κοινοποιήσεως της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας και έλλειψη αιτιολογίας

31      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ουδέποτε έλαβε επίσημη κοινοποίηση σχετικά με την έκβαση της υποψηφιότητάς του για την επίδικη θέση, κατά παράβαση της υποχρεώσεως που προβλέπει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ και της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Όπως υποστηρίζει, πληροφορήθηκε το πρώτον στις 15 Σεπτεμβρίου 2020 ότι η υποψηφιότητά του είχε απορριφθεί, όταν κάποιος άλλος ανέλαβε καθήκοντα στην επίδικη θέση ως έκτακτος υπάλληλος προσληφθείς βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως R/440/20 θεράπευσε την έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας.

32      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

33      Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αιτιολογία της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας δεν του γνωστοποιήθηκε, λόγω εσφαλμένης κοινοποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως. Επιδιώκει επομένως να αποδείξει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

34      Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως, η οποία συνιστά απλώς επανάληψη της γενικής υποχρεώσεως που θεσπίζει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις προκειμένου να εκτιμήσει τη βασιμότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, να παράσχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του όσον αφορά τη νομιμότητα της πράξης (βλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, ZV κατά Επιτροπής, T‑684/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:748, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Η επάρκεια της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως δε με το περιεχόμενο της πράξεως, με τη φύση των προβαλλομένων λόγων και με το συμφέρον προς παροχή διευκρινίσεων το οποίο ενδεχομένως έχουν οι αποδέκτες της πράξεως (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2019, VY κατά Επιτροπής, T‑253/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:488, σκέψη 49). Ειδικότερα, μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη όταν εκδίδεται εντός πλαισίου γνωστού στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, Napoli Buzzanca κατά Επιτροπής, T‑218/02, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2005:343, σκέψη 64).

36      Υπενθυμίζεται ότι η ΑΣΣΠΑ δεν υποχρεούται να αιτιολογεί τις αποφάσεις με τις οποίες απορρίπτει υποψηφιότητες. Αντιθέτως, οφείλει να αιτιολογήσει την απόφασή της με την οποία απορρίπτει διοικητική ένσταση την οποία υπέβαλε υποψήφιος βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η δε αιτιολογία της αποφάσεως αυτής θεωρείται ότι συμπίπτει με την αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας ασκήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2019, VY κατά Επιτροπής, T‑253/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:488, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε μέσω του SysPer 2 κοινοποίηση από τη μονάδα 5 «Κέντρο διαχειρίσεως λογαριασμών» της ΓΔ Ανθρώπινων πόρων και ασφάλειας, με την οποία να του γνωστοποιείται ότι δεν ήταν επιλέξιμος για την επίδικη θέση. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έλαβε τέτοια κοινοποίηση, το περιεχόμενό της θα ήταν ανεπαρκές για την ορθή ενημέρωσή του.

38      Συναφώς, επισημαίνεται ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι υπέπεσε σε σφάλμα κατά την καταχώριση στο SysPer 2 του αποδέκτη της κοινοποιήσεως της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας. Μολονότι η κοινοποίηση απεστάλη στις 4 Αυγούστου 2020, δεν περιήλθε στον προσφεύγοντα κατά την ημερομηνία αυτή, δεδομένου ότι του γνωστοποιήθηκε μόλις στις 4 Μαρτίου 2021.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί το ζήτημα αν, παρά την καθυστερημένη κοινοποίηση της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας, ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ως μη επιλέξιμη την υποψηφιότητά του για την επίδικη θέση.

40      Πρώτον, επισημαίνεται ότι ο προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος τον ενημέρωσε προφορικώς στις 29 Ιουλίου 2020 ότι η ΓΔ Ανθρώπινων πόρων και ασφάλειας εξέφρασε αντιρρήσεις ως προς την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος για την επίδικη θέση, λόγω της ιδιότητάς του ως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

41      Δεύτερον, στις 10 Σεπτεμβρίου 2020, αφού ο προσφεύγων ζήτησε πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο της υποψηφιότητάς του για την επίδικη θέση, έλαβε μια σύντομη ενημέρωση της ΓΔ Ανθρώπινων πόρων και ασφάλειας σχετικά την αίτηση αυτή (στο εξής: μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2020). Το μήνυμα αυτό επισήμαινε, μεταξύ άλλων, στον προσφεύγοντα ότι «έκτακτος υπάλληλος της Επιτροπής δεν [μπορούσε] να συνάψει δεύτερη σύμβαση ως έκτακτος υπάλληλος της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του».

42      Τρίτον, ο προσφεύγων, όπως αναγνωρίζει με το δικόγραφο της προσφυγής‑αγωγής του, πληροφορήθηκε την απόρριψη της υποψηφιότητάς του στις 15 Σεπτεμβρίου 2020, όταν ενημερώθηκε ότι κάποιος άλλος είχε αναλάβει καθήκοντα στην επίδικη θέση.

43      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, κατά τον χρόνο κατά τον οποίον ο προσφεύγων ενημερώθηκε για την ύπαρξη της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας, δηλαδή το αργότερο στις 15 Σεπτεμβρίου 2020, γνώριζε το πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθη η απορριπτική απόφαση, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 35 ανωτέρω.

44      Συναφώς, ειδικότερα, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2020 περιέχει αιτιολογία η οποία είναι παρά ταύτα ακριβής και εμπεριστατωμένη και εξηγεί τον λόγο για τον οποίο ο προσφεύγων δεν είναι επιλέξιμος για την επίδικη θέση, ήτοι ότι δεν είναι δυνατή η σύναψη δεύτερης σύμβασης εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ εντός της Επιτροπής.

45      Το γεγονός ότι ο προσφεύγων ήταν σε θέση να προσβάλει, με τη διοικητική ένσταση R/440/20, την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ αποδεικνύει ότι είχε κατανοήσει ότι ο λόγος απορρίψεως της υποψηφιότητάς του αφορούσε την ιδιότητά του ως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

46      Τέλος, δεδομένου ότι η απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας δεν έπρεπε κατ’ ανάγκη να είναι αιτιολογημένη, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 36 ανωτέρω, για να απορριφθεί η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας, η διαπίστωση ότι στις 18 Ιανουαρίου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε ρητή απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως R/440/20 και ότι, με την απόφαση αυτή, η ΑΣΣΠΑ παρέσχε στον προσφεύγοντα επαρκή στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει το βάσιμο της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας και να έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη νομιμότητά της. Ομοίως, η αιτιολογία που περιέχεται στην απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως R/440/20 παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας.

47      Όσον αφορά τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι ο συντάκτης του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2020 δεν ήταν αρμόδιος να εκδώσει την απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας, επισημαίνεται ότι το εν λόγω μήνυμα δεν αποτελεί απορριπτική απόφαση, αλλά επιβεβαιώνει και εξηγεί τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γνωστό στον προσφεύγοντα πλαίσιο, το οποίο του παρείχε τη δυνατότητα, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω, να κατανοήσει το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου. Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό δεν είναι λυσιτελές για τους σκοπούς της εξέτασης της επάρκειας της αιτιολογίας.

48      Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του ΚΛΠ

49      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, καθόσον έκρινε ότι ο ίδιος, ως έκτακτος υπάλληλος προσληφθείς βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, δεν μπορούσε να συνάψει δεύτερη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου προσλαμβανόμενου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ εντός της Επιτροπής.

50      Συναφώς, ο προσφεύγων ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν προκύπτει από καμία διάταξη του ΚΛΠ ότι έκτακτος υπάλληλος της Επιτροπής, ο οποίος προσελήφθη βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, δεν μπορεί να συνάψει δεύτερη σύμβαση με την ίδια ιδιότητα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Ειδικότερα, από το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ δεν προκύπτει ότι έκτακτος υπάλληλος ο οποίος προσελήφθη βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ μπορεί να συνάψει μία μόνον σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου βάσει της εν λόγω διατάξεως.

51      Ο προσφεύγων προσθέτει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ περιορίζει κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον αριθμό των συμβάσεων που μπορούν να συναφθούν στο πλαίσιο της αρχικής προσλήψεως, το εν λόγω άρθρο δεν έχει εντούτοις εφαρμογή, δεδομένου ότι ο ίδιος θα μπορούσε ούτως ή άλλως, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του ΚΛΠ, να διοριστεί σε νέα θέση βάσει συμπληρωματικής συμφωνίας, ακόμη και σε ανώτερο βαθμό, χωρίς επομένως να είναι αναγκαία η σύναψη νέας συμβάσεως.

52      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

53      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επίδικη θέση ήταν θέση μονίμου υπαλλήλου, η οποία, όσον αφορά τους εκτάκτους υπαλλήλους, μπορούσε να καλυφθεί μόνον από έκτακτους υπαλλήλους προσλαμβανόμενους βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, αποκλειομένων των λοιπών κατηγοριών εκτάκτων υπαλλήλων. Καθόσον ο προσφεύγων ήταν ήδη έκτακτος υπάλληλος προσληφθείς βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, δεν μπορούσε, σύμφωνα με το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, να προσληφθεί στην Επιτροπή με άλλη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, επί της ίδιας βάσεως. Πέραν τούτου, ο προσφεύγων ήταν δυνατόν να διοριστεί στη συγκεκριμένη θέση μόνον εφόσον δεν απαιτούνταν η σύναψη νέας συμβάσεως.

54      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων υπέβαλε την υποψηφιότητά του για την επίδικη θέση, ασκούσε τα καθήκοντά του στο πλαίσιο συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, βαθμού AST 3, η οποία είχε συναφθεί αρχικώς για τρία έτη, πριν παραταθεί για χρονικό διάστημα δύο ετών, το οποίο θα έληγε τον Μάιο του 2023. Επομένως, ο προσφεύγων υπέβαλε, εντός της διάρκειας ισχύος της αρχικής σύμβασής του, την υποψηφιότητά του για την επίδικη θέση, η οποία ήταν κενή θέση μονίμου διοικητικού υπαλλήλου στην υπηρεσία στην οποία αυτός εργαζόταν κατά τον χρόνο υποβολής της υποψηφιότητάς του.

55      Με την απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας, η ΑΣΣΠΑ έκρινε ότι η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος για την επίδικη θέση ήταν μη επιλέξιμη, λόγω του ότι για την πρόσληψή του θα απαιτούνταν η σύναψη νέας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, όπερ αντέκειτο, κατά την Επιτροπή, στο άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ. Επομένως, η Επιτροπή στηρίζει την απόφασή της αποκλειστικά στην ερμηνεία του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ την οποία έχει υιοθετήσει.

56      Ο προσφεύγων αμφισβητεί την ορθότητα της ερμηνείας αυτής και υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ έχει την έννοια ότι έκτακτος υπάλληλος ο οποίος προσελήφθη βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ και του οποίου η αρχική σύμβαση, όπως στην περίπτωση του προσφεύγοντος, δεν έχει λυθεί, δεν μπορεί να συνάψει άλλη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

57      Υπενθυμίζεται ότι από τον συνδυασμό του άρθρου 1α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και των άρθρων 2 έως 5 του ΚΛΠ προκύπτει ότι οι μόνιμες θέσεις στα θεσμικά όργανα προορίζονται, κατ’ αρχήν, να καλύπτονται από μονίμους υπαλλήλους και ότι, επομένως, μόνον κατ’ εξαίρεση μπορούν να καταλαμβάνονται από μη μονίμους υπαλλήλους (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2022, TL κατά Επιτροπής, T‑438/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:455, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Ως εκ τούτου, μολονότι το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων για την κάλυψη μόνιμης θέσης, διευκρινίζει ωστόσο επίσης ότι η πρόσληψη των εν λόγω υπαλλήλων μπορεί να είναι μόνον προσωρινή. Επιπλέον, κατά το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση διαφοράς, η διάρκεια για την οποία προσλαμβάνεται έκτακτος υπάλληλος ο οποίος εμπίπτει στο άρθρο 2, στοιχεία βʹ ή δʹ, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει την τετραετία, αλλά μπορεί να είναι συντομότερη, η δε σχετική σύμβαση μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για διάστημα δύο ετών το πολύ, εφόσον η αρχική σύμβαση προβλέπει δυνατότητα ανανέωσης και εντός των ορίων που προβλέπονται στη σύμβαση. Κατά τη λήξη της περιόδου αυτής, λύεται υποχρεωτικά η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου υπό την έννοια των εν λόγω διατάξεων. Μετά τη λήξη της σύμβασής του, ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να τοποθετηθεί σε μόνιμη θέση στο θεσμικό όργανο μόνον εάν μονιμοποιηθεί σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του ΚΥΚ.

59      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θέσπισης μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να παρέχει στοιχεία κρίσιμα για την ερμηνεία της (βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, LR κατά ΕΤΕπ, T‑529/20, EU:T:2022:523, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Πρώτον, όσον αφορά τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, η διατύπωση του οποίου παρατίθεται στη σκέψη 58 ανωτέρω, επισημαίνεται, εκ προοιμίου, ότι το εν λόγω άρθρο δεν προβλέπει ρητώς κανέναν περιορισμό όσον αφορά τον αριθμό των συμβάσεων εκτάκτου υπαλλήλου τις οποίες μπορεί να συνάψει ένας έκτακτος υπάλληλος ο οποίος εμπίπτει στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ κατά τη συνολική διάρκεια παροχής των υπηρεσιών του ως έκτακτος υπάλληλος προσληφθείς βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, την οποία το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ ορίζει σε έξι έτη. Εξάλλου, το αγγλικό κείμενο του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ αναφέρεται σε πλείονες συμβάσεις προσλήψεως και όχι σε μία και μόνη σύμβαση όσον αφορά έκτακτο υπάλληλο προσληφθέντα βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ. Συγκεκριμένα, το αγγλικό κείμενο χρησιμοποιεί ρητώς τον πληθυντικό αριθμό στις φράσεις «[t]heir contrats may be renewed» και «[o]n the expiry of their contracts».

61      Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ και, ειδικότερα, από τη χρήση των φράσεων «[κ]ατά τη λήξη της περιόδου αυτής» και «[μ]ετά τη λήξη της σύμβασής του» προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να καταστήσει αδύνατη την εκ μέρους εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ σύναψη, αφ’ ης στιγμής λήξει η σύμβασή του ως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, νέας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ. Τούτο σημαίνει, αναμφιβόλως, ότι έκτακτος υπάλληλος ο οποίος προσελήφθη βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ δεν μπορεί να συνάψει άλλη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου επί της ίδιας αυτής βάσεως κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης σταδιοδρομίας του. Υπό το πρίσμα αυτό, εφόσον αποτύχει σε διαγωνισμό ο οποίος του επιτρέπει να διοριστεί ως μόνιμος υπάλληλος υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει ο ΚΥΚ, έκτακτος υπάλληλος ο οποίος προσελήφθη βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ και ο οποίος υποβάλλει υποψηφιότητα για μόνιμη θέση είναι κατ’ ανάγκην μη επιλέξιμος, εκτός και αν μπορεί να αποδειχθεί ότι η τοποθέτησή του σε νέα θέση δεν προϋποθέτει τη σύναψη νέας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

62      Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, η λήξη της συμβάσεως πρέπει να διακρίνεται από την πρόωρη καταγγελία ή τη λύση της συμβάσεως. Συναφώς, θεωρεί ότι ο όρος «λήξη» της συμβάσεως δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει την πρόωρη καταγγελία ή τη λύση της συμβάσεως, ανεξαρτήτως της χρησιμοποιούμενης ερμηνευτικής μεθόδου. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το γράμμα του άρθρου 47, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

63      Πρώτον, επισημαίνεται ότι η φράση «της περιόδου αυτής» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ αναφέρεται στη διάρκεια της αρχικής συμβάσεως όπως μνημονεύεται στη δεύτερη περίοδο του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την τετραετία, χρονικό διάστημα το οποίο μπορεί να παραταθεί με ανανέωση της σύμβασης για δύο έτη το πολύ.

64      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η φράση «κατά τη λήξη της περιόδου αυτής» αναφέρεται στη λήξη της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ και νοείται, σε περίπτωση μη ανανεώσεώς της, ως η λήξη της αρχικής συμβάσεως, ή, σε περίπτωση ανανεώσεώς της, ως η λήξη της παρατάσεως της συμβάσεως αυτής.

65      Κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας, η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου που είχε συνάψει ο προσφεύγων βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, η οποία δεν είχε ακόμη ανανεωθεί, εξακολουθούσε να ισχύει και, ως εκ τούτου, αυτός δεν βρισκόταν στη «λήξη της περιόδου αυτής», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

66      Δεύτερον, όσον αφορά τη φράση του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ «μετά τη λήξη της σύμβασής του», η έννοια «λήξη», ελλείψει ορισμού της στον ΚΥΚ, θα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη συνήθη σημασία της στην καθημερινή γλώσσα (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, LR κατά ΕΤΕπ, T‑529/20, EU:T:2022:523, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Επισημαίνεται δε ότι ο όρος «λήξη», κατά τη συνήθη έννοιά του, αναφέρεται στη «λήξη μιας χρονικής περιόδου», ήτοι, εν προκειμένω, στη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο συνήφθη η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου.

68      Δεύτερον, η συστηματική ερμηνεία του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, τέταρτη περίοδος, του ΚΛΠ επιρρωννύει τη γραμματική ερμηνεία της διατάξεως αυτής.

69      Πράγματι, επισημαίνεται συναφώς ότι το άρθρο 47, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του ΚΛΠ ορίζει ότι, «[σ]ε περίπτωση λύσης της σύμβασης εκ μέρους του οργάνου, ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση ίσ[η] με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας λήξης των καθηκόντων του και της ημερομηνίας κατά την οποία θα έληγε η σύμβασή του». Καθιερώνει επομένως διάκριση μεταξύ της λύσης και της λήξης της συμβάσεως του έκτακτου υπαλλήλου.

70      Δεδομένου δε ότι στο πλαίσιο της ίδιας πράξης οι πανομοιότυπες εκφράσεις πρέπει να ερμηνεύονται κατά τον ίδιο τρόπο (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, Peters, C‑700/17, EU:C:2019:753, σκέψη 18), δεν συντρέχει λόγος να αμφισβητηθεί ότι ο νομοθέτης, με τις διατάξεις του ΚΥΚ, καθιερώνει διαφοροποίηση μεταξύ της λύσης και της λήξης της συμβάσεως.

71      Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η έννοια της «λήξης της σύμβασης» που μνημονεύεται στο άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, τέταρτη περίοδος, του ΚΛΠ δεν είναι ισοδύναμη με την έννοια της «λύσης της σύμβασης».

72      Επομένως, εάν, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, η πρόσληψη του προσφεύγοντος στην επίδικη θέση θα είχε κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα τη λύση της συναφθείσας βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου, το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, τέταρτη περίοδος, του ΚΛΠ δεν θα είχε εφαρμογή στην περίπτωση του προσφεύγοντος.

73      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, συνάγεται ότι από το γράμμα του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ δεν προκύπτει ότι έκτακτος υπάλληλος ο οποίος προσελήφθη βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ δεν θα μπορούσε να συνάψει νέα σύμβαση έκτακτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ κατά τη διάρκεια ισχύος της αρχικής σύμβασής του.

74      Τρίτον, η τελολογική ερμηνεία του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ επιβεβαιώνει τη γραμματική και συστηματική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως.

75      Κατά τη μνημονευόμενη στη σκέψη 59 ανωτέρω νομολογία, το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, των σκοπών τους οποίους επιδιώκει και των σκοπών οι οποίοι διαπνέουν γενικότερα το ΚΛΠ (πρβλ. απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Drakeford κατά EMA, F‑29/13, EU:F:2014:10, σκέψη 45).

76      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη μνημονευόμενη στη σκέψη 57 ανωτέρω νομολογία, οι μόνιμες θέσεις στα θεσμικά όργανα προορίζονται, κατ’ αρχήν, να καλύπτονται από τους μονίμους υπαλλήλους και, επομένως μόνον κατ’ εξαίρεση μπορούν να καταλαμβάνονται από το λοιπό προσωπικό, όπως είναι οι έκτακτοι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

77      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως C(2013) 9049 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την πολιτική για την πρόσληψη και την απασχόληση έκτακτου προσωπικού, ορίζει μεταξύ άλλων ότι, «[δ]εδομένου ότι οι μόνιμες θέσεις εργασίας προορίζονται για τον διορισμό μονίμων υπαλλήλων, ο συνολικός αριθμός των εκτάκτων υπαλλήλων του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3 % του συνολικού αριθμού των επιτρεπόμενων μονίμων θέσεων στην Επιτροπή». Περαιτέρω, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως ορίζει ότι «[η] χρήση της δυνατότητας τέτοιου είδους προσλήψεων μπορεί να εγκριθεί μόνον αφότου έχει αποβεί άκαρπη η προκήρυξη της θέσης σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 29 του ΚΥΚ».

78      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο βασικός σκοπός του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ είναι να περιοριστεί η χρήση προσλήψεων έκτακτων υπαλλήλων βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, οι οποίοι καταλαμβάνουν προσωρινώς μόνιμες θέσεις εργασίας προοριζόμενες να καλυφθούν από μονίμους υπαλλήλους, η δε εξαετής μέγιστη συνολική διάρκεια της σχέσης εργασίας των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται ως έκτακτοι υπάλληλοι βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ σκοπεί στην εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού.

79      Δεύτερον, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ειδική διάταξη η οποία να αποκλείει την ως άνω προσέγγιση, πρέπει για την ερμηνεία του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ να ληφθεί υπόψη η συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία‑πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43) (απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Drakeford κατά EMA, F‑29/13, EU:F:2014:10, σκέψη 44).

80      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι μια οδηγία δεν δεσμεύει, αυτή καθ’ εαυτήν, τα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς δεν αναιρεί το ότι τα εν λόγω όργανα ή οργανισμοί πρέπει να τη λαμβάνουν εμμέσως υπόψη στις σχέσεις τους με τους μονίμους υπαλλήλους ή το λοιπό προσωπικό τους (απόφαση της 13ης Απριλίου 2011, Scheefer κατά Κοινοβουλίου, F‑105/09, EU:F:2011:41, σκέψη 54).

81      Εξάλλου, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται την οδηγία 1999/70 και τη συμφωνία‑πλαίσιο την οποία αυτή σκοπεί να θέσει σε εφαρμογή, εντός των ορίων που έχει καθορίσει η νομολογία, έναντι των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, προκειμένου η ερμηνεία των κανόνων του ΚΥΚ και του ΚΛΠ να συνάδει κατά το δυνατόν με τις απαιτήσεις της συμφωνίας‑πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 57).

82      Επομένως, ο νομοθέτης, κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας που αντλεί από το άρθρο 336 ΣΛΕΕ για να θεσπίσει το ΚΛΠ, και η ΑΣΣΠΑ, κατά την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει στο πλαίσιο που έχουν ορίσει οι διατάξεις του ΚΛΠ, οφείλουν, όταν θεσπίζουν ή εφαρμόζουν τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των μη μονίμων υπαλλήλων της, να αποτρέπουν τις καταχρήσεις δικαιώματος που μπορούν να απορρεύσουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως για ορισμένο χρόνο, σύμφωνα με τους κατά το άρθρο 151 ΣΛΕΕ σκοπούς βελτιώσεως των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων καθώς και κατάλληλης κοινωνικής προστασίας των τελευταίων (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 61).

83      Η συμφωνία‑πλαίσιο καθιστά την εργασιακή σταθερότητα μείζον στοιχείο για την προστασία των εργαζομένων στην Ένωση (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2012, Huet, C‑251/11, EU:C:2012:133, σκέψεις 35 και 44). Πιο συγκεκριμένα, η ρήτρα 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας αυτής αποσκοπεί ειδικώς στην οριοθέτηση της διαδοχικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας. Ειδικότερα, η ρήτρα 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της σύμβασης‑πλαισίου επιτάσσει τον καθορισμό ενός μέγιστου αριθμού ανανεώσεων των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Drakeford κατά EMA, F‑29/13, EU:F:2014:10, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 8 του ΚΛΠ έχει κριθεί σύμφωνο με τη συμφωνία‑πλαίσιο, διότι δεν θίγει τους σκοπούς και τις ελάχιστες απαιτήσεις της συμφωνίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2012, AI κατά Δικαστηρίου, F‑85/10, EU:F:2012:97, σκέψη 140).

85      Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ προβλέπει, αφενός, το μέγιστο χρονικό διάστημα για το οποίο μπορεί να προσληφθεί έκτακτος υπάλληλος ο οποίος εμπίπτει στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ και, αφετέρου, θέτει ένα όριο όσον αφορά τον αριθμό των ανανεώσεων της συμβάσεώς του, ήτοι, εν προκειμένω, μία μόνον φορά.

86      Οι σκοποί που επιδιώκονται με τους δύο ως άνω περιορισμούς πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ.

87      Όσον αφορά το μέγιστο χρονικό διάστημα πρόσληψης, κατά τη νομολογία, το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, καθορίζοντας τη μέγιστη συνολική διάρκεια της σχέσεως εργασίας εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, περιλαμβάνει ένα από τα απαριθμούμενα στη ρήτρα 5 της συμφωνίας‑πλαισίου μέτρα για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εν προκειμένω το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1, στοιχείο βʹ, της ρήτρας αυτής (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2012, AI κατά Δικαστηρίου, F‑85/10, EU:F:2012:97, σκέψη 138).

88      Συναφώς, οι διάδικοι επιβεβαίωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η συνολική διάρκεια της πρόσληψης του προσφεύγοντος ως έκτακτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, ανεξαρτήτως του αν προσλαμβανόταν ή όχι στην επίδικη θέση εργασίας, δεν μπορούσε να υπερβεί το μέγιστο χρονικό διάστημα των έξι ετών που προβλέπεται στο άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ.

89      Όσον αφορά το όριο που τίθεται ως προς τον αριθμό των δυνατών ανανεώσεων, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, περιορίζοντας τον αριθμό των ανανεώσεων της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου ο οποίος εμπίπτει στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, περιλαμβάνει επίσης ένα από απαριθμούμενα στη ρήτρα 5 της συμφωνίας‑πλαισίου μέτρα για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εν προκειμένω το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω ρήτρας, επομένως δε η δυνατότητα ανανεώσεως μία μόνο φορά της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου ο οποίος εμπίπτει στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ αποσκοπεί στη διασφάλιση, εκ μέρους του θεσμικού οργάνου που τον προσλαμβάνει, της τηρήσεως της υποχρέωσης προστασίας του εν λόγω εκτάκτου υπαλλήλου από τις καταχρήσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη σύναψη πολλών διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 66).

90      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δυνατότητα του προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ εκτάκτου υπαλλήλου να συνάψει νέα σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου επί της ίδιας βάσεως για χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο στο άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ μέγιστο χρονικό διάστημα των έξι ετών δεν αντιβαίνει, αυτή καθ’ εαυτήν, στον σκοπό της συγκεκριμένης διατάξεως ο οποίος συνίσταται στον χρονικό περιορισμό της κατάληψης μόνιμων θέσεων από έκτακτους υπαλλήλους.

91      Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η σύναψη νέας συμβάσεως θα συνεπαγόταν κίνδυνο καταχρήσεως δικαιώματος σε βάρος του προσφεύγοντος λόγω της χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων προσλήψεως ορισμένου χρόνου.

92      Ως εκ τούτου, το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ δεν αντιτίθεται στη δυνατότητα εκτάκτου υπαλλήλου ο οποίος έχει προσληφθεί βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ να συνάψει νέα σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, εφόσον τηρείται ο προβλεπόμενος στην εν λόγω διάταξη χρονικός περιορισμός των έξι ετών.

93      Η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ συνάδει επίσης με την πρακτική άλλων θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης. Πράγματι, απαντώντας σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή προσκόμισε τα αποτελέσματα διαβουλεύσεως την οποία είχε κινήσει τον Ιούνιο του 2022 με άλλα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης όσον αφορά τη δυνατότητα εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ να συνάψει υπό την ίδια ιδιότητα νέα σύμβαση μη υπερβαίνουσα τη μέγιστη χρονική διάρκεια που προβλέπεται στο άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ. Από τα αποτελέσματα αυτά προκύπτει ότι η πλειονότητα των ερωτηθέντων θεσμικών οργάνων και οργανισμών προβλέπουν μια τέτοια δυνατότητα ή προτίθενται να την προβλέψουν.

94      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας με την οποία κρίθηκε μη επιλέξιμη η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ.

95      Ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και να ακυρωθεί η απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν τα λοιπά επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του λόγου αυτού καθώς και οι λοιποί λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020

 Επί του παραδεκτού

96      Η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά του υπό κρίση αιτήματος δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, για τον λόγο ότι η απάντηση της 28ης Οκτωβρίου 2020 δεν συνιστά πράξη βλαπτική για τον προσφεύγοντα.

97      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απάντηση της 28ης Οκτωβρίου 2020 αποτελεί απλή απάντηση στις ερωτήσεις που υπέβαλε ο προσφεύγων με την αίτηση της 29ης Ιουνίου 2020 και αποσκοπεί μόνο στην ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του ΚΥΚ. Επομένως, οι απαντήσεις που δόθηκαν δεν μεταβάλλουν τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος.

98      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η μη διεξαγωγή διαδικασίας προαγωγών για τους έκτακτους υπαλλήλους που προσελήφθησαν βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ δεν συνιστά παράλειψη ενέργειας και ότι, σε περίπτωση που ο προσφεύγων επιθυμούσε να προσβάλει την έλλειψη προαγωγής, έπρεπε να προσβάλει την απόφαση προαγωγής στην οποία δεν περιλαμβανόταν το όνομά του.

99      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσφυγή του είναι παραδεκτή.

100    Επισημαίνεται ότι, με την απάντηση της 28ης Οκτωβρίου 2020, η ΑΣΣΠΑ εκφράζει, κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος, τις απόψεις της επί της εφαρμογής ορισμένων νομικών διατάξεων ως προς τον ίδιο και επί τεσσάρων ζητημάτων τα οποία αφορούν κυρίως την εφαρμογή, στη δική του περίπτωση, του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, των άρθρων 10 και 15 του ΚΛΠ και της ρήτρας 4, παράγραφος 1, της συμφωνίας‑πλαισίου.

101    Συναφώς, πρώτον, η ΑΣΣΠΑ επισημαίνει ότι τα άρθρα 10 και 15 του ΚΛΠ δεν παρέχουν στα μέλη του προσωπικού «άμεσο δικαίωμα» προαγωγής ούτε δημιουργούν οποιαδήποτε υποχρέωση της Διοίκησης για τη διεξαγωγή διαδικασιών νέας κατατάξεως των εκτάκτων υπαλλήλων. Δεύτερον, η ΑΣΣΠΑ διευκρινίζει ότι η σύναψη δεύτερης συμβάσεως βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ δεν είναι δυνατή στην περίπτωση του προσφεύγοντος και ότι, κατά κανόνα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, η τοποθέτηση του προσφεύγοντος σε μόνιμη θέση διαφορετική από εκείνη που κάλυπτε δεν είναι δυνατή. Τρίτον, η ΑΣΣΠΑ εκθέτει ότι το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ δεν έχει άμεση εφαρμογή στην περίπτωση του προσφεύγοντος και, τέταρτον, ότι η συμφωνία‑πλαίσιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του προσφεύγοντος, καθόσον η πραγματική του κατάσταση, ως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, διαφέρει από την κατάσταση των εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται βάσει άλλων νομικών διατάξεων.

102    Επομένως, η απάντηση της 28ης Οκτωβρίου 2020 εξετάζει κατ’ ουσίαν δύο ζητήματα τα οποία αφορούν, πρώτον, τη δυνατότητα «προαγωγής» ή «νέας κατατάξεως» εκτάκτου υπαλλήλου ο οποίος έχει προσληφθεί βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ και, δεύτερον, τη δυνατότητα του εν λόγω υπαλλήλου να συνάψει νέα σύμβαση κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως προσλήψεώς του.

103    Κατά πάγια νομολογία, βλαπτική πράξη είναι εκείνη που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να επηρεάσουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, μια τέτοια δε πράξη πρέπει να προέρχεται από την αρμόδια αρχή και να περιέχει την οριστική θέση της Διοικήσεως (βλ. διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2021, Kühne κατά Κοινοβουλίου, T‑691/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:600, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

104    Όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020, κατά το μέρος που βάλλει κατά των λόγων για τους οποίους ο προσφεύγων δεν μπορεί, βάσει του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, να συνάψει άλλη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, επισημαίνεται ότι η σχετική αιτιολογία της ΑΣΣΠΑ επαναλαμβάνει απλώς τη θέση που διατύπωσε στην απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας. Επομένως, το μέρος αυτό της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020, της οποίας προηγήθηκε η έκδοση της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας, δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 103 ανωτέρω.

105    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αίτημα περί ακυρώσεως της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020, κατά το μέρος που βάλλει κατά των λόγων για τους οποίους ο προσφεύγων δεν μπορεί, βάσει του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, να συνάψει άλλη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

106    Όσον αφορά, κατά τα λοιπά, το αίτημα περί ακυρώσεως της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020, υπενθυμίζεται ότι o δικαστής της Ένωσης μπορεί να εκτιμήσει αν, υπό τις περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως, είναι δικαιολογημένη, από την άποψη της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής χωρίς προηγούμενη απόφαση επί του παραδεκτού (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C‑23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψη 52).

107    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και της αρχής της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει να εξεταστεί το αίτημα περί ακυρώσεως της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020 κατά το μέρος που αφορά τη δυνατότητα προαγωγής ή νέας κατατάξεως εκτάκτου υπαλλήλου στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, χωρίς να κριθεί προηγουμένως το παραδεκτό του αιτήματος αυτού καθόσον, εν πάση περιπτώσει και για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, είναι αβάσιμο.

 Επί της ουσίας

108    Προς στήριξη του αιτήματος περί ακυρώσεως της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020, ο προσφεύγων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και παράβαση του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του ΚΛΠ και ο δεύτερος παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

–       Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και παράβαση του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του ΚΛΠ

109    Ο προσφεύγων θεωρεί ότι η απάντηση της Διοίκησης, η οποία κατ’ αυτόν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως άρνηση προαγωγής, νέας κατάταξης ή διορισμού σε άλλη θέση, είναι προδήλως εσφαλμένη και συνιστά παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ και του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του ΚΛΠ.

110    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

111    Πρώτον, όσον αφορά τη δυνατότητα του προσφεύγοντος να προαχθεί, κατά την έννοια του άρθρου 45 του ΚΥΚ, διαπιστώνεται ότι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, το ΚΛΠ δεν μνημονεύει την προαγωγή. Κατά το άρθρο 45 του ΚΥΚ, η προαγωγή «απονέμεται αποκλειστικά με επιλογή μεταξύ των [μονίμων] υπαλλήλων που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δύο έτη στον βαθμό τους».

112    Το ΚΛΠ δεν προβλέπει επομένως δυνατότητα προαγωγής των εκτάκτων υπαλλήλων, αλλά αντιθέτως, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων του 15 και 16, την κατάταξή τους σε βαθμό ο οποίος αντιστοιχεί στα καθήκοντα που καλούνται να ασκήσουν κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεώς τους (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Todorova Androva κατά Συμβουλίου κ.λπ., T‑366/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:729, σκέψη 48).

113    Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή βασίμως έκρινε, με την απάντηση της 28ης Οκτωβρίου 2020, ότι η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 45 του ΚΥΚ προαγωγή αφορά μόνον τους μονίμους υπαλλήλους.

114    Δεύτερον, όσον αφορά τη δυνατότητα νέας κατάταξης κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 3, του ΚΛΠ επισημαίνεται ότι, με την απάντηση της 28ης Οκτωβρίου 2020, η Επιτροπή δεν υποστηρίζει, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, ότι το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ απαγορεύει τη νέα κατάταξη των εκτάκτων υπαλλήλων που προσλήφθηκαν βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ. Ισχυρίζεται απλώς ότι, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, έχει τη δυνατότητα να μην προβλέψει τη διεξαγωγή διαδικασίας νέας κατατάξεως των εκτάκτων υπαλλήλων που απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι έκτακτοι υπάλληλοι που έχουν προσληφθεί βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

115    Εξάλλου, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, του ΚΛΠ, το οποίο αφορά τη δυνατότητα νέας κατατάξεως, ουδόλως θεσπίζει δικαίωμα νέας κατατάξεως για κάθε έκτακτο υπάλληλο ο οποίος υποβάλλει σχετικό αίτημα.

116    Υπενθυμίζεται ότι ναι μεν, σύμφωνα με την αρχή της ενότητας της δημόσιας διοίκησης, όλοι οι μόνιμοι υπάλληλοι της Ένωσης υπόκεινται σε ενιαίο κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, πλην όμως η εν λόγω αρχή δεν συνεπάγεται ότι τα θεσμικά όργανα οφείλουν να χρησιμοποιούν με τον ίδιο τρόπο τη διακριτική ευχέρεια που τους αναγνωρίζεται από τον ΚΥΚ· αντιθέτως, μάλιστα, ως προς τη διαχείριση του προσωπικού τους ισχύει υπέρ αυτών η «αρχή της αυτονομίας» (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2021, KZ κατά Επιτροπής, T‑453/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:339, σκέψη 52). Ανάλογη συλλογιστική πρέπει να ακολουθηθεί και όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους που υπόκεινται στο ΚΛΠ.

117    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, δεδομένου ότι το ΚΛΠ δεν προβλέπει υποχρέωση της Διοικήσεως προς διεξαγωγή διαδικασίας νέας κατατάξεως των εκτάκτων υπαλλήλων, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 10, παράγραφος 3, του ΚΛΠ μη προβλέποντας, στο πλαίσιο της διοικητικής αυτονομίας της, τη διεξαγωγή διαδικασίας νέας κατατάξεως των εκτάκτων υπαλλήλων που έχουν προσληφθεί βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

118    Η ως άνω διαπίστωση δεν αναιρείται από το επιχείρημα του προσφεύγοντος κατά το οποίο, στις σκέψεις 60 έως 63 της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2021, Correia κατά ΕΟΚΕ (T‑843/19, EU:T:2021:221), το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι η έλλειψη γραπτών κανόνων και η πρακτική της έκδοσης αποφάσεων ad hoc, χωρίς αυτές να δημοσιεύονται, συνιστούν έλλειψη διαφάνειας η οποία παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

119    Συγκεκριμένα, η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 118 ανωτέρω αφορά την περίπτωση κατά την οποία ένα θεσμικό όργανο προβλέπει τη δυνατότητα νέας κατατάξεως των εκτάκτων υπαλλήλων του, αλλά δεν προβλέπει σαφή κριτήρια για τέτοιες διαδικασίες. Πλην όμως, τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Εξάλλου, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την αυτονομία την οποία απολαύει η Επιτροπή όσον αφορά την απόφαση να μην προβλέψει τη δυνατότητα νέας κατάταξης των εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

120    Περαιτέρω, ο προσφεύγων υποστηρίζει, λαμβάνοντας υπόψη ένα στιγμιότυπο οθόνης του SysPer 2, ότι η Επιτροπή διεξήγε, πιθανότατα έως το 2017, χωριστές διαδικασίες προαγωγών για τους μονίμους, για τους συμβασιούχους και για τους έκτακτους υπαλλήλους.

121    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αρνείται αυτή καθεαυτήν την ύπαρξη πρακτικής όσον αφορά τη διεξαγωγή τέτοιων χωριστών διαδικασιών προαγωγών για τους έκτακτους υπαλλήλους και διευκρινίζει ότι τα στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων προκύπτουν από τεχνικό σφάλμα στο SysPer 2, το οποίο επιλύθηκε. Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπήρξε τέτοια πρακτική, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να τη μεταβάλει, βάσει της αρχής της διοικητικής αυτονομίας, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 116 ανωτέρω.

122    Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

123    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, με την απάντηση της 28ης Οκτωβρίου 2020, παραβίασε από πολλές απόψεις την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

124    Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως έχει τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος προβάλλεται άνιση μεταχείριση και δυσμενής διάκριση μεταξύ των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα Pilot Junior Professionals (στο εξής: πρόγραμμα JPP) και των εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, με το δεύτερο σκέλος προβάλλεται άνιση μεταχείριση μεταξύ των εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ και των λοιπών εκτάκτων υπαλλήλων της Επιτροπής και με το τρίτο σκέλος προβάλλεται άνιση μεταχείριση μεταξύ των προσλαμβανόμενων βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ εκτάκτων υπαλλήλων διαφόρων θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.

125    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

126    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη και της οποίας ιδιαίτερη έκφανση αποτελεί η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων του άρθρου 21, παράγραφος 1, του Χάρτη. Η αρχή αυτή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2018, Hebberecht κατά ΕΥΕΔ, T‑315/17, EU:T:2018:842, σκέψεις 58 και 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

127    Η απαίτηση να είναι οι καταστάσεις συγκρίσιμες εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία αυτά πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως της Ένωσης που εισάγει την εν λόγω διάκριση. Πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η επίμαχη πράξη (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, HK κατά Επιτροπής, C‑460/18 P, EU:C:2019:1119, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128    Με το πρώτο σκέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι πρακτικές της Επιτροπής συνιστούν δυσμενή διάκριση σε βάρος του σε σχέση με τους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα JPP οι οποίοι, όπως και ο ίδιος, είναι έκτακτοι υπάλληλοι οι οποίοι προσλήφθηκαν βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που οι μετέχοντες στο πρόγραμμα JPP είναι έκτακτοι υπάλληλοι οι οποίοι θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε άλλες θέσεις στις υπηρεσίες της Επιτροπής, ουσιωδώς διαφορετικές ως προς τη φύση των προς εκτέλεση καθηκόντων, χωρίς να απαιτείται η σύναψη νέας συμβάσεως, οι υποψήφιοι αυτοί τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως σε σχέση με άλλους έκτακτους υπαλλήλους οι οποίοι προσελήφθησαν βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, για τους οποίους η Διοίκηση θεωρεί ότι η σύναψη νέας σύμβασης είναι αναγκαία και, συνεπώς, απαγορευμένη.

129    Κατ’ αρχάς, όπως εξήγησε η Επιτροπή στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως R/507/20, στην περίπτωση που έκτακτος υπάλληλος της ομάδας καθηκόντων AST ο οποίος προσελήφθη βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ επιλεγόταν για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα JPP, θα έπρεπε να συνάψει σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ και όχι σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

130    Στη συνέχεια, όσον αφορά τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω του ότι για τις τακτικές τοποθετήσεις των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα JPP σε νέες θέσεις δεν απαιτείται η σύναψη νέων συμβάσεων, υπενθυμίζεται ότι ο προσφεύγων έχει ήδη τοποθετηθεί σε νέα θέση βάσει συμπληρωματικής συμφωνίας, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 3 ανωτέρω, χωρίς επομένως να έχει συνάψει νέα σύμβαση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι δεν ήταν δυνατόν να τοποθετηθεί σε άλλη θέση χωρίς η νέα τοποθέτησή του να συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη σύναψη νέας σύμβασης.

131    Τέλος, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας, καθόσον οι υποψήφιοι του προγράμματος JPP είναι αποκλειστικά νέοι επαγγελματίες με επαγγελματική πείρα τριών ετών κατ’ ανώτατο όριο, πρέπει να απορριφθεί, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 129 και 130 ανωτέρω, δεν έχει αποδειχθεί διαφορετική μεταχείριση των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα JPP σε σχέση με τους λοιπούς έκτακτους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ όσον αφορά την τοποθέτηση σε νέα θέση χωρίς να απαιτείται η σύναψη νέας συμβάσεως.

132    Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ στο πλαίσιο του προγράμματος JPP τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε σχέση με τον ίδιο, έχοντας τη δυνατότητα να τοποθετηθούν σε νέα θέση εργασίας χωρίς να συνάψουν νέα σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

133    Με το δεύτερο σκέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η Διοίκηση δεν διεξάγει διαδικασίες προαγωγών ή δεν επιτρέπει ατομικές προαγωγές των εκτάκτων υπαλλήλων που έχουν προσληφθεί βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ έχει ως συνέπεια την άνιση μεταχείρισή του, ως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, σε σχέση με άλλες κατηγορίες εκτάκτων υπαλλήλων, ιδίως σε σχέση με τους έκτακτους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ και βάσει του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του ΚΛΠ.

134    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του ΚΛΠ υπηρετούν άμεσα παρά προσώπω το οποίο εκτελεί θητεία, ενώ οι έκτακτοι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ δεν έχουν τέτοια εξειδικευμένα καθήκοντα. Εντούτοις, το άρθρο 2 του ΚΛΠ δεν θεσπίζει καμία σημαντική διαφορά μεταξύ της φύσεως των καθηκόντων, η διαφοροποίηση δε αυτή μικρή σημασία έχει όσον αφορά την ίση μεταχείριση.

135    Επί του ζητήματος αυτού, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή επιχειρεί να δικαιολογήσει την άνιση μεταχείριση διευκρινίζοντας ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος του προσωπικού. Πέραν τούτου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ουσιώδης διάκριση μεταξύ των εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ και εκείνων που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ έγκειται στην κατάταξη της θέσεως από δημοσιονομική άποψη. Πλην όμως, τα κριτήρια αυτά στερούνται σημασίας για την ανάλυση του ζητήματος της άνισης μεταχείρισης.

136    Όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 126 ανωτέρω, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά συγκρίσιμες καταστάσεις ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά.

137    Όσον αφορά το ζήτημα της σύγκρισης των καταστάσεων των διαφόρων κατηγοριών εκτάκτων υπαλλήλων, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ, οι θέσεις τους περιλαμβάνονται στον πίνακα θέσεων και αντιστοιχούν σε μόνιμα καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας, τα οποία όμως, βάσει της επιλογής της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής, δεν αντιστοιχούν σε «μόνιμη θέση» (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Sipos κατά ΓΕΕΑ, F‑59/11, EU:F:2012:164, σκέψη 39).

138    Δεύτερον, οι έκτακτοι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του ΚΛΠ συνάπτουν σύμβαση εργασίας η οποία είναι προσωποπαγής, με κύριο στοιχείο την αμοιβαία εμπιστοσύνη (πρβλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2006, Bonnet κατά Δικαστηρίου, T‑406/04, EU:T:2006:322, σκέψεις 47 και 101).

139    Τρίτον, όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, μολονότι το ΚΛΠ ρητώς ορίζει ότι οι εν λόγω υπάλληλοι δύνανται να προσληφθούν για να καταλάβουν μόνιμη θέση, παρά ταύτα διευκρινίζει επίσης ότι τούτο μπορεί να γίνει μόνον προσωρινά (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 79).

140    Συναφώς, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο νομοθέτης θέσπισε διάφορες κατηγορίες εκτάκτων υπαλλήλων των οποίων οι συνθήκες εργασίας είναι διαφορετικές, λόγω δε του γεγονότος αυτού βρίσκονται σε καταστάσεις οι οποίες δεν είναι συγκρίσιμες και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί μεταξύ των κατηγοριών αυτών διαφορετική μεταχείριση η οποία να συνιστά δυσμενή διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, του Χάρτη.

141    Εντούτοις, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η πρακτική αυτή αντιβαίνει στη ρήτρα 4, παράγραφος 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, κατά την οποία οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

142    Ορθώς όμως η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ δεν βρίσκονται σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των λοιπών κατηγοριών εκτάκτων υπαλλήλων. Η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εκτάκτων υπαλλήλων έγκειται στον «τύπο της θέσης» που προορίζεται για κάθε κατηγορία έκτακτου υπαλλήλου και δεν σχετίζεται άμεσα με τη διάρκεια της σύμβασης. Πράγματι, με τις τρεις αυτές κατηγορίες εκτάκτων υπαλλήλων σκοπείται η κάλυψη διαφορετικών αναγκών των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών. Επομένως, η διάρκεια των συμβάσεων τις οποίες μπορούν να συνάψουν οι διάφορες κατηγορίες έκτακτων υπαλλήλων απορρέει ευθέως από τους διαφορετικούς τύπους θέσεων τις οποίες μπορούν να καταλάβουν και, ως εκ τούτου, από τη διαφορετική φύση τους.

143    Με το τρίτο σκέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης έχουν ρητώς αναγνωρίσει τη δυνατότητα νέας κατάταξης των εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

144    Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του τρίτου σκέλους για τον λόγο ότι προβάλλεται για πρώτη φορά με το δικόγραφο της προσφυγής‑αγωγής.

145    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο κανόνας περί αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της επακόλουθης προσφυγής επιτάσσει, επί ποινή απαραδέκτου, ο προβαλλόμενος ενώπιον του δικαστή της Ένωσης λόγος να έχει ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ούτως ώστε η ΑΣΣΠΑ να ήταν σε θέση να γνωρίζει τις αιτιάσεις τις οποίες διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T‑476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

146    Εν προκειμένω, με την αίτηση της 29ης Ιουνίου 2020, ο προσφεύγων αναφέρθηκε στην πρακτική των άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του σχετικά με το δικαίωμά του για νέα κατάταξη. Πέραν τούτου, με τη διοικητική ένσταση, επικαλείται επίσης τη μη τήρηση πάγιων διοικητικών πρακτικών. Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διοικητική ένσταση περιέχει επιχειρήματα σχετικά με την προβαλλόμενη δυσμενή διάκριση, ιδίως λόγω της ηλικίας των διαφόρων εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, και με την άνιση μεταχείριση μεταξύ των εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ και άλλων κατηγοριών εκτάκτων υπαλλήλων. Με το δικόγραφο της προσφυγής‑αγωγής του, ο προσφεύγων, πέραν των ανωτέρω επιχειρημάτων, επικαλείται, με το τρίτο σκέλος, το οποίο εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, δυσμενή διάκριση λόγω των διαφορετικών πρακτικών που ακολουθούνται σε άλλα θεσμικά όργανα.

147    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι ο προσφεύγων αναφέρθηκε για πρώτη φορά ρητώς με το δικόγραφο της προσφυγής‑αγωγής του σε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εκτάκτων υπαλλήλων που προσελήφθησαν βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ στην Επιτροπή και σε άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς δεν μεταβάλλει ούτε την αιτία ούτε το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως.

148    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με το παραδεκτό του τρίτου σκέλους.

149    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, καθόσον δεν διεξάγει διαδικασίες προαγωγών και δεν αναγνωρίζει το ίδιο δικαίωμα προαγωγής στους έκτακτους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ, αντιμετωπίζει τη συγκεκριμένη κατηγορία εκτάκτων υπαλλήλων δυσμενώς σε σχέση με τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν άλλα θεσμικά όργανα και οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) ή ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης (Eurojust). Επιπλέον, μολονότι τα διάφορα θεσμικά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης απολαύουν ορισμένου βαθμού διοικητικής αυτονομίας ως προς τον τρόπο διεξαγωγής των διαδικασιών νέας κατατάξεως, δεν μπορούν να προβαίνουν σε αποκλίνουσα ερμηνεία των διατάξεων του ΚΛΠ κατά τρόπο ώστε να παρέχουν λιγότερα δικαιώματα στους έκτακτους υπαλλήλους.

150    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί βασίμως να επικαλεστεί τους εσωτερικούς κανόνες που ισχύουν για το προσωπικό άλλων θεσμικών οργάνων. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί καθώς και για την τοποθέτηση του προσωπικού που διαθέτουν προς εκπλήρωση της αποστολής αυτής (βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, Pflugradt κατά ΕΚΤ, C‑409/02 P, EU:C:2004:625, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

151    Ως εκ τούτου, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 117 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορούσε να αποφασίσει, στο πλαίσιο της διοικητικής αυτονομίας που διαθέτει, να μη διεξαγάγει διαδικασία νέας κατατάξεως για τους έκτακτους υπαλλήλους που έχουν προσληφθεί βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ. Μια τέτοια απόφαση ουδόλως αντιβαίνει στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, κατά μείζονα δε λόγο διότι εφαρμόζεται στις ίδιες κατηγορίες εκτάκτων υπαλλήλων εντός του ίδιου θεσμικού οργάνου.

152    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, το αίτημα περί ακυρώσεως της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020 στο σύνολό του.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

153    Ο προσφεύγων ζητεί να του επιδικαστεί αποζημίωση για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που θεωρεί ότι υπέστη λόγω του προβαλλόμενου παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας καθώς και της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020. Το αίτημα αποζημιώσεως του προσφεύγοντος διαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά την απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η απόφαση αυτή του προξένησε περιουσιακή ζημία η οποία συνίσταται στην απώλεια της ευκαιρίας, αφενός, να προσληφθεί στην επίδικη θέση και, αφετέρου, να μονιμοποιηθεί συμμετέχοντας στους εσωτερικούς διαγωνισμούς που προορίζονται αποκλειστικά για τους έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά την απάντηση της 28ης Οκτωβρίου 2020, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η απάντηση αυτή του προξένησε περιουσιακή ζημία η οποία συνίσταται στην απώλεια της ευκαιρίας να καταταχθεί στον βαθμό AST 4 από τις 16 Μαΐου 2020.

154    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

 Επί της περιουσιακής ζημίας που απορρέει από την απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας

155    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι λόγω της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας απώλεσε την ευκαιρία να προσληφθεί στην επίδικη θέση. Ισχυρίζεται συναφώς ότι, δεδομένου ότι η επιτροπή επιλογής υπέβαλε στις 24 Ιουλίου 2020 αίτημα για την πρόσληψη και τον διορισμό του στην επίδικη θέση, η απώλεια της ευκαιρίας προσλήψεως λόγω της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας πρέπει να αποτιμηθεί στο 100 %. Για τον λόγο αυτό, ζητεί να του καταβληθεί αποζημίωση ύψους 24 245 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του τρέχοντος μισθού του και του μισθού που θα εδικαιούτο αν είχε προσληφθεί στην επίδικη θέση, με βαθμό AD 5, από 1ης Σεπτεμβρίου 2020 και μέχρι τη λήξη της συμβάσεώς του.

156    Επιπλέον, ο προσφεύγων απώλεσε την ευκαιρία να μονιμοποιηθεί συμμετέχοντας στους εσωτερικούς διαγωνισμούς που προορίζονται αποκλειστικά για τους έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι αν είχε προσληφθεί στην επίδικη θέση και, επομένως, είχε καταταγεί στον βαθμό AD 5 από 1ης Σεπτεμβρίου 2020, θα ήταν σε θέση να συμμετάσχει στους εν λόγω εσωτερικούς διαγωνισμούς που διοργανώθηκαν το 2021 και το 2022. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο του διαγωνισμού που διεξήχθη κατά τον χρόνο ασκήσεως της παρούσας προσφυγής‑αγωγής για 20 θέσεις υπαλλήλων στον νομικό τομέα, περίπου 90 υποψήφιοι συμμετείχαν επιτυχώς στις εξετάσεις που διεξήχθησαν με ηλεκτρονικό υπολογιστή, ποσοστό βάσει του οποίου μπορεί εκτιμηθεί ότι η πιθανότητές του να μονιμοποιηθεί ανέρχονταν στο 44 %. Για την απώλεια της ευκαιρίας να γίνει μόνιμος υπάλληλος, ο ενάγων ζητεί αποζημίωση ύψους 600 000 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί σε απώλεια αποδοχών οι οποίες περιλαμβάνουν το ποσό του μισθού και των επιδομάτων για τα συντηρούμενα πρόσωπα που θα του καταβάλλονταν κάθε μήνα επί 20 έτη, στις οποίες θα πρέπει να εφαρμοστεί συντελεστής πιθανότητας 0,44.

157    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η θεμελίωση της ευθύνης της Ένωσης προϋποθέτει τη συνδρομή συνόλου προϋποθέσεων οι οποίες αφορούν το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Girardot, C‑348/06 P, EU:C:2008:107, σκέψη 52). Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, η έλλειψη μίας από αυτές αρκεί για την απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 14).

158    Όσον αφορά τα δύο κεφάλαια της ζημίας που μνημονεύονται στις σκέψεις 155 και 156 ανωτέρω, υπογραμμίζεται ότι αυτά απορρέουν από την απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας.

159    Όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας διαπιστώνεται ότι, δεδομένου ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που αφορά την εν λόγω απόφαση έγινε δεκτός, πληρούται η πρώτη προϋπόθεση θεμελίωσης της ευθύνης της Επιτροπής, ήτοι ο παράνομος χαρακτήρας της προσαπτόμενης συμπεριφοράς.

160    Πρέπει επομένως να εξεταστούν οι δύο άλλες προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης της Επιτροπής, ήτοι το υποστατό της ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος.

161    Όσον αφορά το υποστατό της περιουσιακής ζημίας, αυτή πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να έχει αποδειχθεί δεόντως και να είναι βέβαιη (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Girardot, C‑348/06 P, EU:C:2008:107, σκέψη 54). Ειδικότερα, οσάκις η προβαλλόμενη ζημία συνίσταται, όπως εν προκειμένω, σε απώλεια ευκαιρίας, αφενός, η απολεσθείσα ευκαιρία πρέπει να ήταν πραγματική και, αφετέρου, η απώλεια αυτή πρέπει να επήλθε οριστικώς (βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, Fernández González κατά Επιτροπής, T‑162/17 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:711, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162    Ο βαθμός βεβαιότητας της αιτιώδους συνάφειας επιτυγχάνεται όταν η παρανομία που διέπραξε το θεσμικό όργανο της Ένωσης στέρησε, με βεβαιότητα, από ένα πρόσωπο όχι κατ’ ανάγκην την πρόσληψη, η πραγματοποίηση της οποίας ουδέποτε θα μπορούσε να αποδειχθεί από τον ενδιαφερόμενο, αλλά μια σοβαρή πιθανότητα να προσληφθεί ως μόνιμος ή μη μόνιμος υπάλληλος, με αποτέλεσμα ο ενδιαφερόμενος να υποστεί υλική ζημία συνιστάμενη σε απώλεια εισοδήματος (βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, Fernández González κατά Επιτροπής, T‑162/17 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:711, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

163    Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί η προϋπόθεση που αφορά τον πραγματικό χαρακτήρα της προβαλλόμενης απώλειας ευκαιρίας.

164    Κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση του πραγματικού χαρακτήρα της απώλειας ευκαιρίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2022, SU κατά ΕΑΑΕΣ, T‑296/21, EU:T:2022:808, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

165    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, εάν η απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας δεν έπασχε παρανομία, ο προσφεύγων θα μπορούσε να έχει προσληφθεί στην επίδικη θέση.

166    Κατ’ αρχάς, όπως ισχυρίζεται ο προσφεύγων, η απόδοσή του στη θέση στην οποία απασχολούνταν όταν είχε υποβάλει την υποψηφιότητά του, η οποία παρουσίαζε ομοιότητες με την επίδικη θέση, ήταν πλήρως ικανοποιητική. Πράγματι, από τις εκθέσεις αξιολογήσεώς του για τα έτη 2019 και 2020 προκύπτει ότι είχε εκπληρώσει τα καθήκοντά του κατά τρόπο πολύ ικανοποιητικό, δεδομένου ότι το επίπεδο των επιδόσεών του κρίθηκε εξαιρετικό, με αποτέλεσμα, κατά το πέρας της αρχικής τριετούς περιόδου για την οποία είχε προσληφθεί, να ανανεωθεί η σύμβασή του και να παραμείνει στα καθήκοντά του. Δεν αμφισβητείται δε ότι η επιτυχής επαγγελματική εμπειρία αποτελεί σημαντικό στοιχείο το οποίο πρέπει να συνεκτιμάται προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με την επιλογή του υποψηφίου που θα προσληφθεί (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, AA κατά Επιτροπής, F‑101/09, EU:F:2011:133, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

167    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος είχε συντάξει στις 24 Ιουλίου 2020 σημείωμα αναφέροντας ότι, καθόσον δεν είχε καταστεί δυνατή η πλήρωση της επίδικης θέσης από κατάλληλο εσωτερικό ή εξωτερικό υποψήφιο, συμπεριλαμβανομένων των επιτυχόντων σε διοργανωθέντα από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) γενικό διαγωνισμό, και βάσει των προσόντων του προσφεύγοντος, ζητούσε την πρόσληψη του τελευταίου στην επίδικη θέση.

168    Οι εκτιμήσεις αυτές αποτελούν μια σειρά αρκούντως συγκεκριμένων και ευλογοφανών στοιχείων που αποδεικνύουν ότι το 2020 ο προσφεύγων είχε, στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας επιλογής, πραγματική πιθανότητα να προσληφθεί στην επίδικη θέση, παρά την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης στον τομέα των προσλήψεων (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2022, TM κατά ΕΚΤ, T‑440/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:800, σκέψη 113).

169    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι ο οριστικός χαρακτήρας της απώλειας ευκαιρίας εκτιμάται κατά τον χρόνο που αποφαίνεται ο δικαστής της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων μεταγενέστερων της έκδοσης της παράνομης πράξης από την οποία επήλθε η ζημία (βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2022, SU κατά ΕΑΑΕΣ, T‑296/21, EU:T:2022:808, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

170    Για να εκτιμηθεί ο εν λόγω οριστικός χαρακτήρας, πρέπει να εξεταστεί αν, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας αποφάσεως και υπό το πρίσμα των μέτρων που οφείλει να λάβει η Επιτροπή προς εκτέλεσή της, ο προσφεύγων απώλεσε οριστικά την ευκαιρία που είχε να προσληφθεί στην επίδικη θέση (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2022, SU κατά ΕΑΑΕΣ, T‑296/21, EU:T:2022:808, σκέψη 91).

171    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι στις 18 Ιανουαρίου 2021 η αρχική σύμβαση του προσφεύγοντος, η οποία είχε συναφθεί στις 16 Μαΐου 2018 για τρία έτη, ανανεώθηκε για δύο έτη και έληγε στις 15 Μαΐου 2023. Καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, μετά τη λήξη της σύμβασής του, έκτακτος υπάλληλος ο οποίος έχει προσληφθεί βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ μπορεί να καταλάβει μόνιμη θέση στο θεσμικό όργανο μόνον αν διορισθεί ως μόνιμος υπάλληλος υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο ΚΥΚ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως, ο προσφεύγων δεν μπορεί πλέον να προσληφθεί στις εν λόγω θέσεις βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ.

172    Εξάλλου, πρέπει να προστεθεί ότι, σε υποθέσεις που αφορούσαν αποφάσεις απόρριψης υποψηφιοτήτων, όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής‑αγωγής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο οριστικός χαρακτήρας της απώλειας ευκαιρίας πρόσληψης απορρέει από την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων, των οποίων η υποψηφιότητα είχε γίνει δεκτή για τις εν λόγω θέσεις (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2006, Girardot κατά Επιτροπής, T‑10/02, EU:T:2006:148, σκέψη 49, και της 24ης Οκτωβρίου 2018, Fernández González κατά Επιτροπής, T‑162/17 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:711, σκέψη 91), και όχι από την αδυναμία της Διοίκησης να διορθώσει νομικώς τη διαπραχθείσα παρανομία (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2022, SU κατά ΕΑΑΕΣ, T‑296/21, EU:T:2022:808, σκέψη 95).

173    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο προσφεύγων βασίμως υποστηρίζει ότι απώλεσε οριστικά την ευκαιρία να προσληφθεί στην επίδικη θέση.

174    Κατά συνέπεια, βάσει των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παρανομία στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή στέρησε από τον προσφεύγοντα μια πραγματική πιθανότητα να προσληφθεί στην επίδικη θέση και, ως εκ τούτου, υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας και της προβαλλομένης απώλειας ευκαιρίας.

175    Η δεύτερη και η τρίτη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης της Επιτροπής επίσης πληρούνται.

176    Κατά τη νομολογία, για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί λόγω της απώλειας τέτοιας ευκαιρίας, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η εξακρίβωση της φύσεως της ευκαιρίας την οποία απώλεσε ο μόνιμος ή μη μόνιμος υπάλληλος, ακολούθως ο προσδιορισμός της ημερομηνίας από την οποία αυτός θα μπορούσε να έχει επωφεληθεί της εν λόγω ευκαιρίας, εν συνεχεία δε η αναγωγή της ευκαιρίας σε ποσοτικό μέγεθος και, τέλος, ο προσδιορισμός των οικονομικών συνεπειών που είχε για τον υπάλληλο αυτόν η ως άνω απώλεια ευκαιρίας (βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2022, SU κατά ΕΑΑΕΣ, T‑296/21, EU:T:2022:808, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

177    Όσον αφορά τον τρόπο και την έκταση της αντιστάθμισης της απώλειας μιας ευκαιρίας, οσάκις τούτο είναι εφικτό, η ευκαιρία την οποία απώλεσε μόνιμος ή μη μόνιμος υπάλληλος πρέπει να προσδιορίζεται αντικειμενικώς, με τη μορφή μαθηματικού συντελεστή που προκύπτει από ακριβή ανάλυση (βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2022, SU κατά ΕΑΑΕΣ, T‑296/21, EU:T:2022:808, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), λαμβανομένου πάντως υπόψη ότι είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να οριστεί μια μέθοδος που να καθιστά δυνατή την ακριβή αποτίμηση της ευκαιρίας προσλήψεως σε θέση σε θεσμικό όργανο και, επομένως, την αξιολόγηση της ζημίας που απέρρευσε από την απώλεια της ευκαιρίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Girardot, C‑348/06 P, EU:C:2008:107, σκέψεις 59 και 60).

178    Επιπλέον, έχει κριθεί ότι το κριτήριο της μισθολογικής απώλειας δεν δύναται να καθορίσει αφ’ εαυτού την έκταση της αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από την απώλεια ευκαιρίας προσλήψεως. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, η προκληθείσα ζημία δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το ποσό των αποδοχών που θα είχαν εισπραχθεί αν είχε αξιοποιηθεί η ευκαιρία αυτή, καθόσον, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας που έχει συναφώς η Επιτροπή, ο ενδιαφερόμενος δεν δύναται να επικαλεστεί δικαίωμα προσλήψεως. Κατά συνέπεια, η ζημία της οποίας την αποκατάσταση δικαιούται να ζητήσει ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να αντιστοιχεί στο διαφυγόν κέρδος εξαιτίας της απώλειας δικαιώματος (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Girardot, C‑348/06 P, EU:C:2008:107, σκέψη 65).

179    Εν προκειμένω, ο προσφεύγων προέβη σε προσδιορισμό του ποσού που πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης που συνδέεται με την απώλεια ευκαιρίας. Ωστόσο, ο προσδιορισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Πράγματι, δεν είναι δυνατόν η εν λόγω ευκαιρία να αναχθεί σε ποσοτικό μέγεθος και να προσδιοριστούν επακριβώς οι οικονομικές συνέπειες της απώλειάς της, λόγω του ότι ο ακριβής υπολογισμός της περιουσιακής ζημίας του προσφεύγοντος εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ άλλων, από τον αντίκτυπο του συμφέροντος της υπηρεσίας στην πιθανότητα πρόσληψης του προσφεύγοντος και στη συνολική διάρκεια της απασχόλησής του, δεδομένου ότι η μέγιστη συνολική διάρκεια της σχέσεως εργασίας έκτακτου υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ είναι έξι έτη και, εν προκειμένω, η αρχική σύμβαση του προσφεύγοντος, η οποία συνήφθη για τρία έτη, ίσχυε από τις 16 Μαΐου 2018.

180    Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, η ζημία που προκλήθηκε πρέπει να εκτιμηθεί ex æquo et bono (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, VP κατά Cedefop, T‑187/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:613, σκέψη 200 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

181    Στο πλαίσιο αυτό, κατά δίκαιη εκτίμηση της συνολικής περιουσιακής ζημίας που υπέστη ο προσφεύγων εξαιτίας της απώλειας της ευκαιρίας να προσληφθεί στην επίδικη θέση, η Επιτροπή πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλει, ex æquo et bono, το κατ’ αποκοπήν ποσό των 10 000 ευρώ.

182    Όσον αφορά τη ζημία που συνίσταται στην απώλεια της ευκαιρίας να μονιμοποιηθεί συμμετέχοντας στους εσωτερικούς διαγωνισμούς που διοργάνωσε η Επιτροπή το 2021 και το 2022 και οι οποίοι προορίζονταν αποκλειστικά για τους έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD, επισημαίνεται ότι η προϋπόθεση της απόδειξης ύπαρξης πραγματικής και βεβαίας ζημίας, καθώς και αιτιώδους συνάφειας, όσον αφορά την απώλεια της ευκαιρίας να επιτύχει στους προαναφερθέντες εσωτερικούς διαγωνισμούς και, εν συνεχεία, να προσληφθεί ως μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν πληρούται. Συγκεκριμένα, η απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας δεν έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίσει τον προσφεύγοντα να γίνει διοικητικός υπάλληλος στην Επιτροπή. Η απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητας δεν αποτέλεσε κώλυμα για την εκ μέρους του υποβολή υποψηφιότητας για άλλες κενές θέσεις της ομάδας καθηκόντων AD εντός της Επιτροπής, μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, όπως και δεν τον εμποδίζει να προσληφθεί, στο μέλλον, σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD, παραδείγματος χάριν, βάσει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ.

183    Ως εκ τούτου, το αίτημα αποκαταστάσεως της περιουσιακής ζημίας που απορρέει από την προβαλλόμενη απώλεια της ευκαιρίας του προσφεύγοντος να μονιμοποιηθεί συμμετέχοντας στους εσωτερικούς διαγωνισμούς που διοργάνωσε η Επιτροπή το 2021 και το 2022 και οι οποίοι προορίζονταν αποκλειστικά για τους έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της περιουσιακής ζημίας που απορρέει από την απάντηση της 28ης Οκτωβρίου 2020

184    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι απώλεσε την ευκαιρία να προαχθεί στον βαθμό AST 4 από τις 16 Μαΐου 2020. Δεδομένου ότι η ευκαιρία αυτή προαγωγής πρέπει να αποτιμηθεί στο 100 %, λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικών επιδόσεών του, το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί ανέρχεται σε στα 13 152 ευρώ.

185    Κατά πάγια νομολογία, το αίτημα για αποκατάσταση υλικής ζημίας ή ικανοποίηση ηθικής βλάβης πρέπει να απορρίπτεται όταν συνδέεται στενά με το ακυρωτικό αίτημα το οποίο επίσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ως αβάσιμο (βλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2022, MW κατά Κοινοβουλίου, T‑630/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:3, σκέψη 137 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

186    Εν προκειμένω, η ζημία που αφορά την απώλεια της ευκαιρίας προαγωγής στον βαθμό AST 4 από τις 16 Μαΐου 2020 και το αίτημα περί ακυρώσεως της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020 συνδέονται στενά.

187    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι από την εξέταση των λόγων που προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματος περί ακυρώσεως της απαντήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2020 δεν προέκυψε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε παρανομία, το αίτημα αποζημίωσης που αφορά την απώλεια της ευκαιρίας προαγωγής στον βαθμό AST 4 από τις 16 Μαΐου 2020 πρέπει επίσης να απορριφθεί.

188    Επομένως, το αίτημα αποκαταστάσεως της περιουσιακής ζημίας που αφορά την προβαλλόμενη απώλεια ευκαιρίας προαγωγής στον βαθμό AST 4 από τις 16 Μαΐου 2020 πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

189    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Εντούτοις, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των δικαστικών του αντιδίκου. Κατά το άρθρο 135, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει μέρος μόνον των δικαστικών εξόδων ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα αυτά.

190    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ηττήθηκε ως προς ένα ουσιώδες μέρος των αιτημάτων του προσφεύγοντος. Πέραν τούτου, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου όσον αφορά το αίτημα που έβαλλε κατά της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας, ένσταση την οποία στη συνέχεια ανακάλεσε, γεγονός το οποίο είχε επίπτωση στα δικαστικά έξοδα. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της υποθέσεως, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 4ης Αυγούστου 2020 με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητα του SE για την κενή θέση που προκηρύχθηκε με αριθμό αναφοράς COM/2020/1474.

2)      Υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει στον SE το ποσό των 10 000 ευρώ προς αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγήαγωγή.

4)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

da Silva Passos

Gervasoni

Półtorak

Reine

 

      Pynnä

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Ιουλίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.