Language of document : ECLI:EU:T:2021:780

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 10ης Νοεμβρίου 2021 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένης της φωτοβολταϊκής ενέργειας – Υποχρέωση, επιβαλλόμενη από τη γαλλική νομοθεσία, αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμή ανώτερη από την αγοραία τιμή – Απόρριψη καταγγελίας – Άρθρο 12, παράγραφος 1, και άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 – Πεδίο εφαρμογής»

Στην υπόθεση T‑678/20,

Solar Electric Holding, με έδρα τη Lamentin (Γαλλία),

Solar Electric Guyane, με έδρα τη Lamentin,

Solar Electric Martinique, με έδρα τη Lamentin,

Société de production d’énergies renouvelables, με έδρα τη Lamentin,

εκπροσωπούμενες από την S. Manna, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Stromsky και A. Μπουχάγιαρ,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, με την οποία απορρίφθηκε η από 20 Ιουνίου 2020 καταγγελία των προσφευγουσών σχετικά με παράνομες κρατικές ενισχύσεις για τις φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις των προσφευγουσών,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Svenningsen, πρόεδρο, R. Barents και J. Laitenberger (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο loi 2000-108, du 10 février 2000, relative à la modernisation et au développement du service public de l’électricité (νόμος 2000-108, της 10ης Φεβρουαρίου 2000, σχετικά με τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρισμού) (JORF της 11ης Φεβρουαρίου 2000, σ. 2143), αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη γαλλική επικράτεια. Προς τούτο, ο εν λόγω νόμος θέσπισε υποχρέωση αγοράς, η οποία περιλαμβάνεται πλέον στα άρθρα L.314-1 επ. του code de l’énergie (ενεργειακού κώδικα) και κατά την οποία η Électricité de France (EDF) (γαλλική επιχείρηση ηλεκτρισμού) και οι μη εθνικοποιημένες επιχειρήσεις διανομής που διαλαμβάνονται στο άρθρο 23 του loi n° 46-628, du 8 avril 1946, sur la nationalisation de l’électricité et du gaz (νόμου 46-628, της 8ης Απριλίου 1946, για την εθνικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου) υποχρεούνται, όταν το ζητούν οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί, να συνάψουν σύμβαση για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της φωτοβολταϊκής ενέργειας, για περίοδο 20 ετών σε τιμή που καθορίζεται με υπουργική απόφαση περί καθορισμού των τιμολογίων. Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015, το κόστος που βάρυνε, λόγω της υποχρέωσης αγοράς, την EDF και τις μη εθνικοποιημένες επιχειρήσεις διανομής που διαλαμβάνονται στο άρθρο 23 του νόμου 46-628 αποτέλεσε αντικείμενο, δυνάμει του décret no 2004-90, du 28 janvier 2004, relatif à la compensation de charges de service public d’électricité (διατάγματος 2004‑90, της 28ης Ιανουαρίου 2004, σχετικά με την αντιστάθμιση των επιβαρύνσεων της δημόσιας υπηρεσίας παροχής ηλεκτρικής ενέργειας), μηχανισμού πλήρους αντιστάθμισης χρηματοδοτούμενου από εισφορά υπέρ της δημόσιας υπηρεσίας παροχής ηλεκτρικής ενέργειας εισπραττόμενη από τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας. Από 1ης Ιανουαρίου 2016, το κόστος αυτό αντισταθμίζεται από λογαριασμό ειδικού σκοπού για την ενεργειακή μετάβαση, ο οποίος χρηματοδοτείται από φόρους επί της κατανάλωσης ενεργειακών προϊόντων.

2        Υπουργικές αποφάσεις περί καθορισμού των τιμολογίων, όπως αυτές που μνημονεύονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων, στις 10 Ιουλίου 2006 (στο εξής: απόφαση του 2006 περί καθορισμού των τιμολογίων), στις 12 Ιανουαρίου 2010 (στο εξής: απόφαση 1/2010 περί καθορισμού των τιμολογίων), στις 31 Αυγούστου 2010 (στο εξής: απόφαση 8/2010 περί καθορισμού των τιμολογίων), στις 4 Μαρτίου 2011 και στις 9 Μαΐου 2017. Έστω και αν βρίσκεται πλέον σε ισχύ η τελευταία μόνον από τις αποφάσεις αυτές, οι λοιπές αποφάσεις περί καθορισμού των τιμολογίων, οι οποίες καταργήθηκαν εν τω μεταξύ, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή στο μέτρο που η τιμή αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας που καταβάλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης αγοράς, δηλαδή επί 20 έτη, είναι η καθοριζόμενη με την απόφαση περί καθορισμού των τιμολογίων που ίσχυε την ημερομηνία κατά την οποία ο παραγωγός υπέβαλε πλήρη αίτηση σύνδεσης με το δημόσιο δίκτυο.

3        Η Solar Electric Holding, εταιρία χαρτοφυλακίου η οποία κατέχει κατά 100 %, ως θυγατρικές, τη Solar Electric Guyane και τη Solar Electric Martinique, οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την ανάπτυξη και την κατασκευή σχεδίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκές πηγές ενέργειας στη Γουιάνα και στη Μαρτινίκα, αντιστοίχως, καθώς και τη Société de production d’énergies renouvelables (Soproder), η οποία είναι επιφορτισμένη με την εκμετάλλευση των εν λόγω διαφόρων φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, συνήψε με την EDF συμβάσεις αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας βάσει των αποφάσεων περί καθορισμού των τιμολογίων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 1 ανωτέρω. Επομένως, εντός του ομίλου που αποτελείται από τις διάφορες αυτές εταιρίες, η Soproder ήταν η εταιρία που επωφελούνταν ευθέως και αμέσως από τις προτιμησιακές τιμές που καθορίζονταν με τις εν λόγω αποφάσεις.

4        Με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία), επιληφθέν αγωγών αποζημιώσεως, έκρινε ότι τα μέτρα που στηρίζονταν στις αποφάσεις του 2006 καθώς και 1/2010 περί καθορισμού των τιμολογίων, με τις οποίες τέθηκε σε εφαρμογή μηχανισμός υποχρεωτικής αγοράς σε τιμή υψηλότερη από την αγοραία τιμή, συνιστούσαν παράνομες κρατικές ενισχύσεις, καθόσον δεν είχαν κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

5        Εξάλλου, με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2020 προς τις προσφεύγουσες, Solar Electric Holding, Solar Electric Guyane, Solar Electric Martinique και Soproder, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι δεν της είχαν κοινοποιηθεί τα μέτρα που στηρίζονταν στις αποφάσεις του 2006 καθώς και 1/2010 και 8/2010 περί καθορισμού των τιμολογίων.

6        Στις 20 Ιουνίου 2020, οι προσφεύγουσες διαβίβασαν στην Επιτροπή το έντυπο καταγγελίας σχετικά με παράνομες κρατικές ενισχύσεις, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9). Με το έντυπο αυτό, οι προσφεύγουσες επισήμαναν ότι τα καθεστώτα ενισχύσεων που προέκυπταν από τις αποφάσεις του 2006 καθώς και 1/2010 και 8/2010 περί καθορισμού των τιμολογίων είχαν τεθεί σε εφαρμογή ενώ η Επιτροπή ουδέποτε είχε αποφανθεί επί της συμβατότητάς τους με την εσωτερική αγορά και ότι η μη έκδοση αποφάσεως εκ μέρους της Επιτροπής δημιουργούσε, κατά την άποψή τους, ένα επιζήμιο κενό δικαίου για το σύνολο των Γάλλων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκές πηγές ενέργειας, στο μέτρο που τα έσοδα από τις συμβάσεις που συνήφθησαν με τις τιμές που προέβλεπαν οι εν λόγω υπουργικές αποφάσεις μπορούσαν να αμφισβητηθούν και να ανακτηθούν. Σύμφωνα όμως με τις πληροφορίες που παρείχαν οι προσφεύγουσες με το έντυπο αυτό, οι μηχανισμοί στήριξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκές πηγές ενέργειας που προκύπτουν από τις αποφάσεις του 2006 καθώς και 1/2010 και 8/2010 περί καθορισμού των τιμολογίων είναι συμβατοί με την εσωτερική αγορά. Επικαλούμενες το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, οι προσφεύγουσες, στο έντυπο αυτό και ειδικότερα στα τμήματά του 3.4, 8 και 9.3, «ζ[ήτησαν] από την Επιτροπή να αποφανθεί ρητώς επί της συμβατότητας των καθεστώτων ενισχύσεω[ν] που απορρέουν από τις [εν λόγω] υπουργικές αποφάσεις».

7        Με έγγραφο της 1ης Ιουλίου 2020, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διατύπωσαν πλείονες ερωτήσεις και αιτήσεις παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, στις οποίες οι προσφεύγουσες απάντησαν με ηλεκτρονικό μήνυμα της 31ης Αυγούστου 2020.

8        Με έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, η Επιτροπή απέρριψε την από 20 Ιουνίου 2020 καταγγελία των προσφευγουσών σχετικά με παράνομες κρατικές ενισχύσεις για τις φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις των προσφευγουσών (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η [Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού] θεωρεί ότι η καταγγελία σας πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι το αντικείμενο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 12, παράγραφος 1, και 24, παράγραφος 2, του [κανονισμού 2015/1589] […].

[Ο]ι καταγγέλλουσες ζητούν από την Επιτροπή να αποφανθεί επί του συμβατού των καθεστώτων ενισχύσεω[ν] ως εάν εκπροσωπούσαν τη Γαλλία σε διαδικασία οιονεί κοινοποίησης. Επομένως, το αντικείμενο της καταγγελίας σας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 12, παράγραφος 1, και 24, παράγραφος 2, του [κανονισμού 2015/1589] και η καταγγελία σας πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο αυτό […].

Σας ευχαριστούμε για τις πληροφορίες που μας διαβιβάσατε. Η Επιτροπή θα τις καταχωρίσει ως γενικά στοιχεία σχετικά με την αγορά.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Νοεμβρίου 2020, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

10      Το υπόμνημα αντικρούσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Ιανουαρίου 2021.

11      Με απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, ότι δεν απαιτείτο δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων.

12      Με έγγραφο της 15ης Απριλίου 2021, οι προσφεύγουσες ζήτησαν τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζήτησης βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

13      Στις 4 Ιουνίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε ερώτηση, στην οποία αυτοί απάντησαν στις 21 Ιουνίου 2021.

14      Με έγγραφο της 9ης Ιουλίου 2021, οι προσφεύγουσες ενημέρωσαν το Γενικό Δικαστήριο ότι παραιτούνται από το αίτημά τους για διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

15      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589, ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού και, ο τρίτος, αθέτηση της υποχρεώσεως που υπέχει η Επιτροπή να διασφαλίζει την εφαρμογή της Συνθήκης ΛΕΕ.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589

18      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται στο γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι για να μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς καταγγελία κατά ενίσχυσης βάσει του άρθρου αυτού αρκεί το ότι η ενίσχυση είναι παράνομη. Το άρθρο 24, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ουδόλως επιβάλλει πρόσθετη προϋπόθεση κατά την οποία η καταγγελία πρέπει να αποσκοπεί στο να διαπιστωθεί ότι η ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Μολονότι, κατά τις προσφεύγουσες, είναι σπάνιο στην πράξη, αν όχι καινοφανές, να υποβάλει ο ενδιαφερόμενος καταγγελία κατά παράνομης και συμβατής με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης, εντούτοις ο εξαιρετικός αυτός χαρακτήρας δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μην εμπίπτει η καταγγελία στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589, εκτός αν προστεθεί προϋπόθεση παραδεκτού μη προβλεπόμενη από τη Συνθήκη ΛΕΕ ή από τον εν λόγω κανονισμό.

19      Εξάλλου, η Επιτροπή κακώς στηρίχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στις προϋποθέσεις για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η οποία θα έπρεπε να κινηθεί εάν, κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, εξακολουθούσαν να υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Κατά τις προσφεύγουσες, έστω και αν, στην πράξη, οι περισσότερες από τις καταγγελίες που αφορούν παράνομες ενισχύσεις έχουν ως απώτερο σκοπό την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η δυνατότητα υποβολής καταγγελίας σχετικά με παράνομη ενίσχυση, η οποία πρέπει κατ’ αρχάς να οδηγήσει στην προκαταρκτική εξέταση, δεν πρέπει να συγχέεται με την περίπτωση της κίνησης επίσημης διαδικασίας.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η παράνομη ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της καταγγελίας τους είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά και ότι με την καταγγελία αυτή αποσκοπούν να προκαλέσουν την έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων όσον αφορά την εν λόγω ενίσχυση δεν αποκλείει την εν λόγω καταγγελία από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589.

21      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

22      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η καταγγελία που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες αποσκοπούσε στην εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεως περί μη προβολής αντιρρήσεων ως προς το συμβατό των μέτρων που εφάρμοσαν οι γαλλικές αρχές και τα οποία στηρίζονταν στις αποφάσεις του 2006 καθώς και 1/2010 και 8/2010 περί καθορισμού των τιμολογίων. Στο πλαίσιο αυτό, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως τίθεται το ζήτημα αν το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589 παρέχει στον δικαιούχο νέας ενίσχυσης που καταβλήθηκε παρανόμως και, όπως εν προκειμένω, στις εταιρίες που έχουν οικονομικό συμφέρον στην εταιρία που είναι δικαιούχος της ενίσχυσης αυτής, διότι ανήκουν στον ίδιο όμιλο, δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στην Επιτροπή με σκοπό να εκδοθεί εκ μέρους της απόφαση με την οποία κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά ενίσχυση η οποία δεν κοινοποιήθηκε από το οικείο κράτος μέλος.

23      Το άρθρο 24 του κανονισμού 2015/1589, το οποίο τιτλοφορείται «Δικαιώματα των ενδιαφερομένων μερών», ορίζει στην παράγραφο 2 ότι «[κ]άθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει καταγγελία για να ενημερώσει την Επιτροπή για εικαζόμενη παράνομη ενίσχυση ή εικαζόμενη καταχρηστική εφαρμογή ενίσχυσης». Συγχρόνως, κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, ως «ενδιαφερόμενο μέρος» ορίζεται «κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις».

24      Μολονότι από το γράμμα των προαναφερθεισών διατάξεων φαίνεται, επομένως, να προκύπτει ότι οι δικαιούχοι ενισχύσεων που καταβλήθηκαν παρανόμως μπορούν να υποβάλουν καταγγελία στην Επιτροπή, ωστόσο το συμπέρασμα αυτό πρέπει να απορριφθεί για λόγους που αφορούν την αρχιτεκτονική του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, καθώς και για λόγους οικονομίας του μηχανισμού των καταγγελιών.

25      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την αρχιτεκτονική του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση κοινοποίησης συνιστά ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που καθιέρωσε η Συνθήκη ΛΕΕ, το οποίο θεσπίζει προληπτικό έλεγχο επί των σχεδίων νέων ενισχύσεων προβλεπόμενο στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, έτσι ώστε να χορηγούνται μόνον ενισχύσεις συμβατές με την εσωτερική αγορά και τούτο μόνον αφότου αρθούν, με τελική απόφαση της Επιτροπής, οι αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά τους με την εσωτερική αγορά (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Viasat Broadcasting UK, C-445/19, EU:C:2020:952, σκέψεις 18 και 19). Το εν λόγω σύστημα προληπτικού ελέγχου απαγορεύει να ευνοούνται τα κράτη μέλη που καταβάλλουν ενισχύσεις κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εις βάρος εκείνων τα οποία, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, κοινοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους και δεν τις θέτουν σε εφαρμογή μέχρι να εκδοθεί η τελική απόφαση της Επιτροπής (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Fútbol Club Barcelona, C-362/19 P, EU:C:2021:169, σκέψη 92). Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι η εκτίμηση της συμβατότητας των μέτρων ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ενεργεί υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C-526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Από την ίδια την οικονομία του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο καθιερώνει διμερή σχέση μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, προκύπτει ότι η υποχρέωση κοινοποίησης βαρύνει τα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τηρήθηκε σε περίπτωση κοινοποίησης εκ μέρους της δικαιούχου της ενίσχυσης επιχείρησης. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, ο μηχανισμός ελέγχου και εξέτασης των κρατικών ενισχύσεων που καθιερώνεται με το άρθρο 108 ΣΛΕΕ δεν επιβάλλει καμία ειδική υποχρέωση στον δικαιούχο της ενίσχυσης. Αφενός, η υποχρέωση κοινοποίησης και η απαγόρευση εφαρμογής των σχεδίων ενισχύσεων πριν από την κοινοποίηση αφορούν μόνον το οικείο κράτος μέλος, όπως εμμέσως υποδηλώνεται και από το άρθρο 10 του κανονισμού 2015/1589, το οποίο προβλέπει ότι το οικείο κράτος μέλος μπορεί να αποσύρει την κοινοποίησή του πριν η Επιτροπή λάβει απόφαση επί του συμβατού της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Αφετέρου, το κράτος μέλος είναι επίσης ο μόνος αποδέκτης της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει τη μη συμβατότητα της ενίσχυσης και το καλεί να την καταργήσει εντός της προθεσμίας που του τάσσει [αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, SFEI κ.λπ., C-39/94, EU:C:1996:285, σκέψη 73, και της 1ης Ιουνίου 2006, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, C‑442/03 P και C-471/03 P, EU:C:2006:356, σκέψη 103].

27      Αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο δικαιούχος παρανόμως καταβληθείσας ενίσχυσης μπορεί να υποβάλει στην Επιτροπή καταγγελία προκειμένου η Επιτροπή να διαπιστώσει τη συμβατότητα της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, τούτο θα είχε ως μόνον αποτέλεσμα να παρασχεθεί στον εν λόγω δικαιούχο η δυνατότητα να υπεισέλθει στη θέση του οικείου κράτους μέλους, το οποίο είναι το μόνον αρμόδιο να κοινοποιήσει ένα μέτρο ενίσχυσης στην Επιτροπή.

28      Επιπλέον, αν αναγνωριζόταν στον δικαιούχο παρανόμως καταβληθείσας ενίσχυσης η δυνατότητα να προσφύγει στην Επιτροπή προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, τούτο θα κλόνιζε τον θεμελιώδη και επιτακτικό χαρακτήρα της υποχρέωσης κοινοποίησης των μέτρων ενίσχυσης και της απαγόρευσης εφαρμογής τους βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όπως υπενθυμίζεται στη νομολογία (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2019, Ιταλία και Eurallumina κατά Επιτροπής, T-119/07 και T‑207/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:613, σκέψη 113), καθώς και της βασικής κύρωσης που συνδέεται με την παράλειψη του κράτους μέλους να συμμορφωθεί ειδικά προς την εν λόγω υποχρέωση προηγουμένης κοινοποίησης, δηλαδή της επιστροφής της ενίσχυσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, SFEI κ.λπ., C‑39/94, EU:C:1996:285, σκέψη 70).

29      Συγκεκριμένα, η αναγνώριση της ως άνω δυνατότητας στον δικαιούχο παρανόμως καταβληθείσας ενίσχυσης θα του επέτρεπε να θεραπεύσει τις παραβάσεις του οικείου κράτους μέλους προς όφελός του, προκαλώντας την έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής που θα του παρείχε στη συνέχεια τη δυνατότητα να επικαλεστεί τη σκέψη 55 της αποφάσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2008, CELF και ministre de la Culture et de la Communication (C-199/06, EU:C:2008:79), δυνάμει της οποίας το εθνικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει την ανάκτηση ενίσχυσης που χορηγήθηκε κατά παράβαση της τελευταίας περιόδου του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όταν η Επιτροπή έχει εκδώσει τελική απόφαση με την οποία διαπιστώνει ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, πράγμα που οι ίδιες οι προσφεύγουσες παραδέχονται ότι επιδιώκουν.

30      Εξάλλου, υπενθυμίζεται, πάντοτε υπό το πρίσμα της αρχιτεκτονικής του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν στους πολίτες ότι θα συναχθούν όλες οι συνέπειες της μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων που συνιστούν εκτέλεση των μέτρων ενίσχυσης όσο και την ανάκτηση των χρηματικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της διάταξης αυτής ή τυχόν προσωρινών μέτρων (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires et Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon, C-354/90, EU:C:1991:440, σκέψη 12). Προς τούτο, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να επιλαμβάνονται διαφορών στο πλαίσιο των οποίων έχουν την υποχρέωση να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν την έννοια της ενίσχυσης κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προκειμένου, ιδίως, να κρίνουν αν ένα κρατικό μέτρο πρέπει ή όχι να υποβληθεί στη διαδικασία προηγουμένου ελέγχου του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Αν τα εν λόγω δικαστήρια καταλήξουν στη διαπίστωση ότι το επίμαχο μέτρο έπρεπε πράγματι να είχε κοινοποιηθεί προηγουμένως στην Επιτροπή, πρέπει να το κηρύξουν παράνομο (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, OTP Bank, C-672/13, EU:C:2015:185, σκέψη 37).

31      Ως εκ τούτου, οι δικαιούχοι παράνομης ενίσχυσης μπορούν να προσφύγουν στα εθνικά τους δικαστήρια προκειμένου να επιβληθούν κυρώσεις για τη ρητή ή σιωπηρή άρνηση του κράτους που κατέβαλε την ενίσχυση να συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του κοινοποίησης. Συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος να αναγνωριστεί στους εν λόγω δικαιούχους το δικαίωμα να κινήσουν, μέσω καταγγελίας προς την Επιτροπή βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589, τη διαδικασία εξέτασης της συμβατότητας της ενίσχυσης με σκοπό την έγκρισή της, και μάλιστα, ενδεχομένως, αντίθετα προς τη βούληση του οικείου κράτους μέλους, η οποία εκδηλώνεται με την έλλειψη κοινοποίησης εκ μέρους του.

32      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, δεν υφίσταται στο δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα για τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, ο δικαιούχος δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κράτος μέλος στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του και να προβεί σε κοινοποίηση για λογαριασμό του κράτους μέλους με δική του πρωτοβουλία, προκειμένου να επιτύχει να εκδοθεί από την Επιτροπή απόφαση που εγκρίνει τη χορήγηση μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης [πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2006, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, C‑442/03 P και C-471/03 P, EU:C:2006:356, σκέψη 103].

33      Όσον αφορά την οικονομία του μηχανισμού των καταγγελιών και το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στην Επιτροπή, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2015/1589, σκοπός του μηχανισμού αυτού είναι να ενημερώνεται η Επιτροπή για κάθε εικαζόμενη παράνομη ενίσχυση, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του ίδιου κανονισμού, έχει ως αποτέλεσμα την κίνηση του κατά το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης, το οποίο συνεπάγεται την έκδοση, εκ μέρους της Επιτροπής, αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφοι 2, 3 ή 4, του κανονισμού 2015/1589 (απόφαση της 5ης Μαΐου 2021, ITD και Danske Fragtmænd κατά Επιτροπής, T-561/18, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:240, σκέψη 47).

34      Εξάλλου, το άρθρο 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2015/1589 ορίζει ότι η Επιτροπή «μεριμνά ώστε το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να ενημερώνεται πλήρως και τακτικά για την πρόοδο και τα αποτελέσματα της εξέτασης [κάθε καταγγελίας]». Η διάταξη αυτή, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας του οικείου κράτους μέλους, προϋποθέτει ότι η απόφαση μετά από καταγγελία που έγινε δεκτή προορίζεται να εκδοθεί σε βάρος του κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, να διαπιστώνει τη μη συμβατότητα της ενίσχυσης για την οποία υποβλήθηκε η καταγγελία.

35      Η έννοια του μηχανισμού καταγγελίας ως μηχανισμού που αποβλέπει στον προσδιορισμό των μη συμβατών με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων ενισχύεται επίσης από το σημείο 8 του εντύπου της καταγγελίας που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589 και προσαρτάται στον κανονισμό (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 140, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, το οποίο απαιτεί ο καταγγέλλων να αναφέρει «τους λόγους για τους οποίους, [κατά την άποψή του,] η εικαζόμενη ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά».

36      Επιπλέον, από το σημείο 3 του ίδιου αυτού εντύπου προκύπτει ότι οι δικαιούχοι της ενίσχυσης δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των μερών που μπορούν να υποβάλουν καταγγελία. Επίσης, η μνεία των ανταγωνιστών του δικαιούχου ή των δικαιούχων της ενίσχυσης, καθώς και η ερώτηση στο ίδιο σημείο με την οποία ζητείται να διευκρινιστεί γιατί και σε ποιο βαθμό η εικαζόμενη κρατική ενίσχυση επηρεάζει την ανταγωνιστική θέση του καταγγέλλοντος, αποδεικνύουν ότι ο μηχανισμός καταγγελίας αποσκοπεί στην προστασία ιδίως των δικαιωμάτων των προσώπων εκείνων των οποίων τα συμφέροντα ενδέχεται να θιγούν από τη χορήγηση της ενίσχυσης σε ορισμένους δικαιούχους. Τούτο ενισχύεται περαιτέρω από το σημείο 7 του εν λόγω εντύπου, στο οποίο απαιτείται να εξηγήσει ο καταγγέλλων τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή του, η εικαζόμενη κρατική ενίσχυση παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο ή στους δικαιούχους της.

37      Επομένως, μολονότι οι δικαιούχοι θεωρούνται ως «ενδιαφερόμενα μέρη» στο άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, η οικονομία του μηχανισμού καταγγελίας αποκλείει τη χρήση του μηχανισμού αυτού από τα μέρη τα οποία, όπως ιδίως οι δικαιούχοι της καταγγελλόμενης ενίσχυσης, έχουν συμφέρον για τη διαπίστωση από την Επιτροπή της συμβατότητας της ενίσχυσης αυτής.

38      Ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589 περιορίζεται στις καταγγελίες παράνομων ενισχύσεων τις οποίες οι καταγγέλλοντες θεωρούν μη συμβατές με την εσωτερική αγορά. Αντιθέτως, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού δεν καλύπτει τις καταγγελίες με τις οποίες οι καταγγέλλοντες υποστηρίζουν ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να εγκριθεί από την Επιτροπή. Κατά συνέπεια, οι δικαιούχοι παράνομης ενίσχυσης και οι εταιρίες που έχουν οικονομικό συμφέρον στη δικαιούχο εταιρία λόγω του ότι συναποτελούν με την εταιρία αυτή ενιαία οικονομική μονάδα, καθόσον η μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου των καταγγελλουσών, δεν μπορούν να στηριχθούν στο άρθρο 24, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2015/1589 για να υποβάλουν καταγγελία κατά παράνομης ενίσχυσης την οποία λαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα, και τούτο προκειμένου να εκδώσει η Επιτροπή απόφαση που διαπιστώνει το συμβατό της ενίσχυσης.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η καταγγελία που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στις 20 Ιουνίου 2020 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589.

40      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι η καταγγελία που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589. Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589

41      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες επικαλούνται πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον ενήργησε κατά παράβαση της υποχρεώσεώς της να κινήσει το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης. Η υποχρέωση αυτή ενεργοποιείται δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν καταγγελία σύμφωνα, κατά την άποψή τους, με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού.

42      Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως δεν είναι αυτοτελής σε σχέση με τον πρώτο και ότι, ως εκ τούτου, η έκβασή του εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589. Η Επιτροπή αντικρούει τον λόγο αυτόν ως αβάσιμο, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 12 του κανονισμού αυτού. Ως εκ τούτου, πρέπει, κατά την Επιτροπή, να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

43      Προς απάντηση στον ως άνω λόγο ακυρώσεως, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2015/1589, η Επιτροπή εξετάζει κάθε καταγγελία «που υποβλήθηκε από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 [του κανονισμού]». Συνεπώς, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία τις καταγγελίες που της υποβάλλονται, όταν στηρίζονται σε παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και προσδιορίζουν κατά τρόπο μη διφορούμενο και λεπτομερή τα μέτρα στα οποία οφείλεται η παράβαση αυτή (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, Naviera Armas κατά Επιτροπής, T-108/16, EU:T:2018:145, σκέψη 102). Δεδομένου ότι η καταγγελία, όπως υποβλήθηκε από τις προσφεύγουσες στις 20 Ιουνίου 2020, δεν προβάλλει παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να κινήσει το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή να διασφαλίζει την εφαρμογή της Συνθήκης ΛΕΕ

45      Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 107, 108 και 109 ΣΛΕΕ και από τον κανονισμό 2015/1589.

46      Μολονότι η Επιτροπή είχε ενημερωθεί για την ύπαρξη των καθεστώτων ενισχύσεων που προέκυψαν από τις αποφάσεις του 2006 καθώς και 1/2010 και 8/2010 περί καθορισμού των τιμολογίων, καθώς και για τη μη κοινοποίησή τους, δεν προέβη σε καμία ενέργεια, πράγμα που κατέστησε κενές περιεχομένου τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ. Η Επιτροπή, απορρίπτοντας καταγγελία για ενισχύσεις, τις οποίες αναγνώρισε ως παράνομες, χωρίς ωστόσο να έχει εξακριβώσει προηγουμένως αν οι ενισχύσεις αυτές ήταν ασύμβατες με την εσωτερική αγορά, παρέβη τον ρόλο της ως εγγυητή του δικαίου της Ένωσης και τον ρόλο της που συνίσταται στο να εξασφαλίσει την ασφάλεια δικαίου των πολιτών. Δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για την εξέταση της συμβατότητας μιας ενίσχυσης, σε αυτήν εναπέκειτο να ελέγξει αν η παράνομη ενίσχυση, για την ύπαρξη της οποίας είχε ενημερωθεί από τις προσφεύγουσες, ήταν μη συμβατή με την εσωτερική αγορά. Εξάλλου, υπάρχουν στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, και συγκεκριμένα γνώμη της commission de régulation de l’énergie (ρυθμιστικής επιτροπής ενέργειας, Γαλλία), τα οποία θέτουν υπό αμφισβήτηση τη συμβατότητα των ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, η παράλειψη της Επιτροπής να λάβει θέση επί της συμβατότητας των επίμαχων ενισχύσεων ισοδυναμεί, κατά τις προσφεύγουσες, με στέρηση παροχής έννομης προστασίας, διότι η παράλειψη αυτή δημιουργεί κενό δικαίου, στην αποτροπή του οποίου αποσκοπούν τα άρθρα 107 έως 109 ΣΛΕΕ, καθώς και ο κανονισμός 2015/1589.

48      Η Επιτροπή αντικρούει τα προβληθέντα επιχειρήματα.

49      Προς απάντηση στον τρίτο λόγο ακυρώσεως, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς, όπως επισημαίνουν και οι προσφεύγουσες, ότι η Επιτροπή διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκτίμηση του συμβατού μιας κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C-526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει απόλυτη υποχρέωση στην Επιτροπή να προβαίνει σε εκτίμηση του συμβατού μιας μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης αμέσως μόλις ενημερωθεί σχετικά.

50      Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 2015/1589 προβλέπει δύο μόνον περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή υποχρεούται πράγματι να προβεί στην εξέταση της συμβατότητας μέτρου ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Αφενός, η υποχρέωση αυτή υφίσταται σε περίπτωση κοινοποίησης εκ μέρους του κράτους μέλους που χορηγεί την ενίσχυση. Συνακόλουθα, το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού ορίζει ότι «[η] Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει». Αφετέρου, η Επιτροπή υπέχει υποχρέωση εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, σε περίπτωση καταγγελίας «που υποβλήθηκε από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 [του ίδιου κανονισμού]».

51      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή τις ενισχύσεις που προέκυψαν από τις αποφάσεις του 2006 καθώς και 1/2010 και 8/2010 περί καθορισμού των τιμολογίων. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η καταγγελία που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στις 20 Ιουνίου 2020 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τα προαναφερθέντα μέτρα ενίσχυσης. Επομένως, η έλλειψη αποφάσεως εκ μέρους της ως προς τα εν λόγω μέτρα ενίσχυσης δεν μπορεί να συνιστά στέρηση παροχής έννομης προστασίας που μπορεί να δημιουργήσει κενό δικαίου. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες μπορούν να προσφύγουν στα δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους προκειμένου να ζητήσουν να επιβληθούν κυρώσεις λόγω της αρνήσεως του κράτους αυτού να προβεί στην κοινοποίηση των καταγγελθέντων μέτρων, εφόσον τα ως άνω δικαστήρια διαπιστώσουν ότι τα εν λόγω μέτρα μπορούν να χαρακτηριστούν ως νέες κρατικές ενισχύσεις.

52      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η απαγόρευση εφαρμογής των σχεδίων ενισχύσεων, την οποία επιβάλλει το άρθρο 108, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ, έχει άμεσο αποτέλεσμα. Ο χαρακτήρας της επιβαλλόμενης από τη διάταξη αυτή απαγορεύσεως εκτελέσεως ως απαγορεύσεως έχουσας άμεση εφαρμογή ισχύει για κάθε μέτρο ενίσχυσης που φέρεται ότι εκτελέστηκε χωρίς να έχει κοινοποιηθεί (βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, Deutsche Lufthansa, C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, οι εθνικές αρχές οφείλουν να ανακτούν με δική τους πρωτοβουλία κάθε παρανόμως χορηγηθείσα ενίσχυση (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar, C-349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 92).

53      Λαμβανομένων υπόψη αυτού του σαφούς νομικού πλαισίου όσον αφορά το καθεστώς των νέων κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση και της έλλειψης δικαιώματος απορρέοντος από το δίκαιο της Ένωσης για τους νυν και δυνητικούς δικαιούχους να λάβουν ενίσχυση από κράτος μέλος ελλείψει κοινοποίησης εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους, η έλλειψη αποφάσεως της Επιτροπής επί της συμβατότητας μιας τέτοιας παράνομης ενίσχυσης δεν μπορεί να θίξει ούτε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

54      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, εν τέλει, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

55      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Solar Electric Holding, Solar Electric Guyane, Solar Electric Martinique και Société de production d’énergies renouvelables στα δικαστικά έξοδα.

Svenningsen

Barents

Laitenberger

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Νοεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.