Language of document : ECLI:EU:T:2010:385

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2010 (*)

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Γαλλόφωνες εκδόσεις – Απόφαση κηρύσσουσα τη συγκέντρωση συμβατή προς την κοινή αγορά με την επιφύλαξη της μεταπωλήσεως στοιχείων του ενεργητικού – Απόφαση περί εγκρίσεως του αγοραστή των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού – Προσφυγή ακυρώσεως από μη επιλεγέντα υποψήφιο αγοραστή – Ανεξαρτησία του εντολοδόχου – Κανονισμός (ΕΟΚ) 4064/89»

Στην υπόθεση T‑452/04,

Éditions Odile Jacob SAS, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους W. van Weert, O. Fréget, M. Struys, M. Potel και L. Eskenazi, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους A. Whelan, O. Beynet, A. Bouquet και F. Arbault, στη συνέχεια, από τους M. Bouquet και Beynet,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Wendel Investissement SA, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους C. Couadou και M. Trabucchi, στη συνέχεια, από τους Trabucchi και F. Gordon, δικηγόρους,

και από τη

Lagardère SCA, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους A. Winckler, I. Girgenson και S. Sorinas Jimeno, στη συνέχεια, από τους Winckler, F. de Bure και J.‑B. Pinçon, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως (2004) D/203365 της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 2004, περί εγκρίσεως της αποκτήσεως από τη Wendel Investissement των στοιχείων του ενεργητικού που μεταβιβάσθηκαν σύμφωνα με την απόφαση 2004/422/EΚ της Επιτροπής, της 7ης Ιανουαρίου 2004, με την οποία κρίθηκε συμβατή προς την κοινή αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο πράξη συγκεντρώσεως (Υπόθεση COMP/M.2978 – Lagardère/Natexis/VUP) (ΕΕ L 125, σ. 54),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. W. H. Meij, πρόεδρο, V. Vadapalas και L. Truchot (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Ιανουαρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 25 Σεπτεμβρίου 2002, η Vivendi Universal SA (στο εξής: VU) αποφάσισε να μεταβιβάσει τα στοιχεία του ενεργητικού στον τομέα των εκδόσεων που κατείχε στην Ευρώπη η θυγατρική της εταιρία Vivendi Universal Publishing SA (στο εξής: VUP).

2        Η Lagardère SCA εξεδήλωσε ενδιαφέρον να αποκτήσει τα στοιχεία αυτά του ενεργητικού, τα οποία αποτελούνταν από συμμετοχές και διευθυντικά δικαιώματα της VUP (στο εξής: στοιχεία του ενεργητικού-στόχοι).

3        Κατέστη ωστόσο προφανές ότι το χρονοδιάγραμμα μεταβιβάσεως που κατήρτησε η VU, η οποία επιθυμούσε να μεταβιβάσει τα στοιχεία του ενεργητικού-στόχους και να της καταβληθεί το αντίτιμο το συντομότερο δυνατόν, δεν συμβιβαζόταν προς το χρονοδιάγραμμα των απαιτούμενων διατυπώσεων για την προηγούμενη έγκριση από τις αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού του εν λόγω σχεδίου αγοράς.

4        Ως εκ τούτου, η Lagardère ζήτησε από τη Natexis Banques Populaires SA (στο εξής: NBP) να την υποκαταστήσει μέσω μίας εκ των θυγατρικών της, με σκοπό την απόκτηση των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων της VUP, την προσωρινή τους κατοχή και, ακολούθως, κατόπιν της εγκρίσεως του σχεδίου αγοράς από τη Lagardère των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων, την μεταπώλησή τους σε αυτήν.

5        Με έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2002, η NBP αποδέχθηκε το αίτημα της Lagardère.

6        Οι Lagardère και NBP υπέβαλαν στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τους κύριους όρους αποκτήσεως από τη NBP των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων, η οποία τους ενέκρινε.

7        Εν συνεχεία, η Lagardère υπέβαλε στη VU την προσφορά της για την απόκτηση των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων, η οποία προέβλεπε την υποκατάσταση της Lagardère από τη NBP ή από οιαδήποτε άλλη εταιρία του ομίλου αυτού.

8        Στις 29 Οκτωβρίου 2002, η VU ενέκρινε τη μεταβίβαση των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων στη Lagardère.

9        Στις 3 Δεκεμβρίου 2002, η Investima 10 SAS, θυγατρική εταιρία ανήκουσα εξ ολοκλήρου στην Ecrinvest 4 SA, εξίσου θυγατρική εταιρία ανήκουσα εξ ολοκλήρου στη Segex Sarl, η οποία με τη σειρά της ελέγχεται πλήρως από τη NBP, υπέγραψε υπέρ της VUP υπόσχεση αγοράς των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων.

10      Την ίδια ημέρα, οι Segex και Ecrinvest 4 συνήψαν με τη Lagardère σύμβαση μεταβιβάσεως (στο εξής: σύμβαση μεταβιβάσεως), επιτρέπουσα στη Lagardère (μέσω της Ecrinvest 4) να αποκτήσει, μετά την εκ μέρους της Επιτροπής έγκριση της σχεδιαζόμενης πράξεως συγκεντρώσεως, το σύνολο του κεφαλαίου της Investima 10, κατόχου των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων, υπό την επιφύλαξη της εκ μέρους της VUP εκτελέσεως της προαναφερθείσας υποσχέσεως αγοράς. Το αντίτιμο αγοράς των τίτλων αυτών είχε προκαταβληθεί από τη Lagardère στη Segex, κάτοχο του συνόλου των μετοχών που αποτελούσαν το κεφάλαιο της Ecrinvest 4.

11      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, η VUP εξετέλεσε την υπόσχεση αγοράς εκ μέρους της Investima 10, η οποία συνήψε αυθημερόν με τη VUP σύμβαση αγοράς των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων.

12      Την ίδια ημέρα, η NBP δημοσίευσε το ακόλουθο ανακοινωθέν Τύπου:

«Η NBP αποκτά το σύνολο των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού προκειμένου να τα μεταπωλήσει [στη Lagardère] μετά την έγκριση από τις αρχές ανταγωνισμού.

Εφεξής τα στοιχεία του ενεργητικού της VUP κατέχει η εταιρία Investima 10, η οποία ανήκει εμμέσως εξ ολοκλήρου στη NBP.

Η ανώνυμη αυτή εταιρία με διοικητικό συμβούλιο και εποπτικά όργανα καθίσταται η μητρική εταιρία των εταιριών, οι οποίες συνθέτουν το σύνολο των μεταβιβαζόμενων στοιχείων.

[…]»

13      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της συμβάσεως μεταβιβάσεως:

«ii) η [Segex] δεσμεύεται ότι η Ecrinvest 4 και η Ecrinvest 4 αναλαμβάνουν τις εξής δεσμεύσεις:

[…]

γ)      να διορίσει η [Investima 10] ως μέλη του διοικητικού [της] συμβουλίου […] έναν ή περισσότερους ανεξάρτητους τρίτους, εξαιρουμένου κάθε προσώπου που προέρχεται από τους ομίλους της [Segex] ή της [Lagardère],

[…]

ε)      να ανατεθούν βάσει του καταστατικού [της Investima 10] σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου κατ’ αποκλειστικότητα τις αρμοδιότητες, τις οποίες, βάσει της παρούσας συμβάσεως, [έχει] ενδεχομένως το διοικητικό συμβούλιο έναντι της Επιτροπής […] ή οιασδήποτε άλλης αρμόδιας αρχής ανταγωνισμού, καθώς επίσης να διορισθεί προς τούτο ένας ανεξάρτητος τρίτος […]»

14      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, συστάθηκε το διοικητικό συμβούλιο της Investima 10 και ο B., πρόεδρος του γραφείου S., διορίσθηκε μέλος του διοικητικού συμβουλίου με την ιδιότητα του «ανεξάρτητου τρίτου», υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, περίπτωση ii, στοιχείο ε΄, της συμβάσεως μεταβιβάσεως.

15      Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 2, παράγραφος 2, της συμβάσεως που υπέγραψαν στις 19 Δεκεμβρίου 2002 η Ecrinvest 4 και το γραφείο S., διευκρινίζεται ότι, στο πλαίσιο των εταιρικών του καθηκόντων, ο B. θα ενεργεί προς το συμφέρον της Investima 10 και των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων, μεριμνώντας, ειδικότερα, για τη διατήρηση της βιωσιμότητας, της ανταγωνιστικότητας και της οικονομικής τους αξίας.

16      Προς τούτο, στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2, παράγραφος 2, της εν λόγω συμβάσεως, διευκρινίζεται ότι ο B. οφείλει να σέβεται και να διασφαλίζει ότι το διοικητικό συμβούλιο της Ιnvestima 10 τηρεί:

«i)      τις [διατάξεις] του άρθρου 4 της συμβάσεως μεταβιβάσεως […] σχετικά […] με τις αρχές περί δέουσας επιμέλειας των στοιχείων του ενεργητικού, τις οποίες καλούνται να τηρούν το διοικητικό συμβούλιο και τα αρμόδια για τις συμμετοχές εταιρικά όργανα, με σκοπό να διατηρηθεί η ακεραιότητα και η αξία των εν λόγω στοιχείων.

[…]»

17      Στις 14 Απριλίου 2003, η Lagardère κοινοποίησε στην Επιτροπή, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (διορθωτικό στην ΕΕ 1990, L 257, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1310/97 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 180, σ. 1), το σχέδιο αγοράς των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων της VUP.

18      Με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2003, η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι το κοινοποιηθέν σχέδιο συγκεντρώσεως ήγειρε σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό του προς την κοινή αγορά, κίνησε εμπεριστατωμένο έλεγχο της εν λόγω πράξεως, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 4064/89.

19      Από τα υπομνήματα των διαδίκων προκύπτει ότι η Investima 10 μετετράπη σε Editis SA στις 14 Οκτωβρίου 2003.

20      Στις 27 Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή απηύθυνε στη Lagardère κοινοποίηση αιτιάσεων, στην οποία της εξέθετε τα προβλήματα ανταγωνισμού που ήγειρε η πράξη συγκεντρώσεως, η δε Lagardère απάντησε στην κοινοποίηση αυτή στις 17 Νοεμβρίου 2003.

21      Ακολούθως, στις 2 Δεκεμβρίου 2003, η Lagardère παρουσίασε στην Επιτροπή δέσμη διορθωτικών μέτρων υπό την μορφή δεσμεύσεων για τη μεταπώληση των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων.

22      Η απόφαση 2004/422/CE (υπόθεση COMP/M.2978 – Lagardère/Natexis/VUP) (ΕΕ L 125, σ. 54), της 7ης Ιανουαρίου 2004 της Επιτροπής (στο εξής: απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004), που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4064/89, ορίζει:

«Άρθρο 1

Η κοινοποιηθείσα πράξη, όπως τροποποιήθηκε με τη δέσμη δεσμεύσεων της 21ης Δεκεμβρίου 2003, με την οποία η Lagardère αποκτά τον αποκλειστικό έλεγχο των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων της VUP, εφεξής καλούμενης Editis, κηρύσσεται συμβατή προς την κοινή αγορά και τη λειτουργία της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Άρθρο 2

Το άρθρο 1 ισχύει υπό τον όρο να τηρηθούν στο ακέραιο οι αναφερόμενες στο παράρτημα ΙΙ δεσμεύσεις που ανέλαβε η Lagardère.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση εκδίδεται υπό τον όρο να εκπληρώσει η Lagardère την υποχρέωσή της να τηρήσει στο ακέραιο τις περιγραφόμενες στο παράρτημα ΙΙ δεσμεύσεις.»

23      Κατά την παράγραφο 1 των αναφερομένων στο παράρτημα II δεσμεύσεών της, η Lagardère ανέλαβε την υποχρέωση να μεταπωλήσει το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της Editis (στο εξής: μεταπωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού), εξαιρουμένων των στοιχείων του ενεργητικού που απαριθμούνταν περιοριστικά στην παράγραφο αυτή (στο εξής: διατηρούμενα στοιχεία του ενεργητικού).

24      Τα μεταπωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού αντιπροσώπευαν το 60 έως 70 % περίπου του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της VUP και το 70 έως 80 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποιεί η VUP στις αγορές γαλλόφωνων εκδόσεων, τις οποίες αφορά η εγκριθείσα πράξη συγκεντρώσεως (στο εξής: πράξη συγκεντρώσεως).

25      Η παράγραφος 2 των δεσμεύσεων της Lagardère διευκρινίζει ότι οι λεπτομέρειες των διατηρούμενων στοιχείων του ενεργητικού περιλαμβάνονται στο παράρτημα 1 των εν λόγω δεσμεύσεων.

26      Κατά την παράγραφο 3 των προαναφερθεισών δεσμεύσεων, η Lagardère δεσμεύεται να συνάψει αμετάκλητες συμφωνίες μεταπωλήσεως εντός προθεσμίας, η οποία τηρείται μυστική, από την ημερομηνία παραλαβής της υπό όρους εγκριτικής αποφάσεως και να προβεί σε πραγματική μεταπώληση εντός προθεσμίας, η οποία τηρείται μυστική, από τη σύναψη της συμφωνίας.

27      Η Lagardère μπορούσε να επιλέξει τον αγοραστή των μεταπωλούμενων στοιχείων ενεργητικού, σύμφωνα με κριτήρια επιλογής που προσδιορίζονταν στην παράγραφο 10 των δεσμεύσεών της ως εξής:

«Προκειμένου να διατηρηθεί ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός στις οικείες αγορές, το κοινοποιούν μέρος δεσμεύεται να προχωρήσει σε μεταβίβαση των πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού σε έναν ή περισσότερους αγοραστές, ανεξάρτητους έναντι του κοινοποιούντος μέρους και πληρούντες τους ακόλουθους όρους:

α)      Η Lagardère δεν θα μπορεί να έχει σημαντικά συμφέροντα, άμεσα ή έμμεσα, στον αγοραστή ή στους αγοραστές,

β)      Ο αγοραστής ή οι αγοραστές πρέπει είναι να επιχειρήσεις βιώσιμες, ικανές και έχουσες τα οικονομικά κίνητρα να διατηρήσουν ή να αναπτύξουν τον πραγματικό ανταγωνισμό, χωρίς να αποκλείεται a priori, λόγω της ως άνω διατυπώσεως, οιαδήποτε κατηγορία βιομηχανικών ή χρηματοπιστωτικών αγοραστών,

γ)      Επιπλέον, η απόκτηση ενός η περισσοτέρων πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού από έναν δυνητικό αγοραστή δεν επιτρέπεται να είναι τέτοια ώστε να προκαλεί νέα προβλήματα ανταγωνισμού, ούτε ενδεχόμενη καθυστέρηση στην υλοποίηση των δεσμεύσεων. Το κοινοποιούν μέρος πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει στην Επιτροπή ότι ο αγοραστής πληροί τους όρους των δεσμεύσεων και ότι το ή τα πωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού μεταβιβάζονται σύμφωνα με τις παρούσες δεσμεύσεις.

δ)      Ο αγοραστής ή οι αγοραστές πρέπει να έχουν αποκτήσει ή να είναι ευλόγως ικανοί να αποκτήσουν κάθε έγκριση που απαιτείται για την κτήση και την εκμετάλλευση των πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού.»

28      Η παράγραφος 14 των δεσμεύσεων της Lagardère διευκρινίζει ότι η επιλογή του αγοραστή ή των αγοραστών θα υπόκειται στην έγκριση της Επιτροπής και ότι η αίτηση εγκρίσεως των ενδιαφερομένων πρέπει να περιέχει τις απαραίτητες πληροφορίες, προκειμένου να είναι η Επιτροπή σε θέση να διαπιστώσει κατά πόσον η υποψηφιότητά τους συνάδει προς τους όρους, οι οποίοι καθορίζονται στην παράγραφο 10 που αναφέρεται στη σκέψη 27 ανωτέρω.

29      Η Lagardère έπρεπε να διορίσει έναν εντολοδόχο ο οποίος να πληροί τους όρους τους οποίους καθορίζει η παράγραφος 15 ως έξης:

«Το κοινοποιούν μέρος θα διορίσει έναν εντολοδόχο, ο οποίος θα ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται κατωτέρω. Ο εντολοδόχος θα πρέπει να είναι ανεξάρτητος έναντι της Lagardère και της Editis, να διαθέτει τα προσόντα που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, παραδείγματος χάρη να έχει την ιδιότητα του τραπεζικού συμβούλου, συμβούλου, ή ελεγκτού, και να μην είναι εκτεθειμένος σε οιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων. Ο εντολοδόχος θα αμείβεται από τη Lagardère κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μη διακυβεύεται η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων, ούτε η ανεξαρτησία του.»

30      Η παράγραφος 9 των δεσμεύσεων της Lagardère προβλέπει τον διορισμό ενός διαχειριστή των χωριστών στοιχείων του ενεργητικού (Hold Separate Manager) κατά τους ακόλουθους όρους:

«Το κοινοποιούν μέρος θα διορίσει έναν διαχειριστή των χωριστών στοιχείων του ενεργητικού, υπεύθυνο για τη διαχείριση των πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού, υπό τον έλεγχο του εντολοδόχου. Ο διαχειριστής των χωριστών στοιχείων του ενεργητικού οφείλει να διαχειρίζεται τα πωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού κατά ανεξάρτητο τρόπο και στο φυσιολογικό πλαίσιο των συναλλαγών, προκειμένου να διασφαλίζει τη διατήρηση της οικονομικής τους βιωσιμότητας, τη διαπραγματευσιμότητα και την ανταγωνιστικότητά τους, καθώς και την αυτονομία τους σε σχέση με τα διατηρούμενα στοιχεία του ενεργητικού και τις υπόλοιπες δραστηριότητες της Lagardère. Στην περίπτωση που εταιρικός διευθυντής μίας θυγατρικής της Editis, η οποία συμπεριλαμβάνεται στη δέσμευση πωλήσεως, παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του, ο διαχειριστής των χωριστών στοιχείων του ενεργητικού εξουσιοδοτείται να διορίσει τον διάδοχο αυτού, υπό τον έλεγχο του εντολοδόχου.»

31      Τα καθήκοντα του εντολοδόχου καθορίζονται στις δεσμεύσεις της Lagardère ως ακολούθως:

«20.               Η παρέμβαση του εντολοδόχου αποσκοπεί στη διασφάλιση της υλοποίησης των παρουσών δεσμεύσεων. Η Επιτροπή παρέχει στον εντολοδόχο, αυτεπαγγέλτως, κατόπιν αιτήσεώς του ή κατόπιν αιτήσεως του κοινοποιούντος μέρους, κάθε οδηγία ούτως ώστε να διασφαλισθεί η υλοποίηση των παρουσών δεσμεύσεων.

21.       Τα καθήκοντα του εντολοδόχου συνίστανται:

α)      στη διασφάλιση ότι τα πωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού διατηρούνται και αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης στο πλαίσιο μιας διακριτής δομής, κατά χωριστό και ανεξάρτητο τρόπο σε σχέση με τα διατηρούμενα στοιχεία του ενεργητικού και τις υπόλοιπες δραστηριότητες της Lagardère, μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής μεταβιβάσεως των πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού,

β)      στη διασφάλιση ότι ο διαχειριστής των χωριστών στοιχείων του ενεργητικού διατηρεί τη βιωσιμότητα και την διαπραγματευσιμότητα των πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού, καθώς και τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού εντός του φυσιολογικού πλαισίου των συναλλαγών, σύμφωνα με την προηγούμενη πρακτική, μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής μεταβιβάσεως των πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού,

γ)      στη διασφάλιση ότι έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα, ούτως ώστε να αποτραπεί η γνωστοποίηση στο κοινοποιούν μέρος οιασδήποτε ευαίσθητης από άποψη ανταγωνισμού πληροφορίας σχετικά με τα πωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού, εξαιρουμένων των πληροφοριών εκείνων, οι οποίες είναι αναγκαίες για τη μεταβίβαση των πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού υπό τις κατά το δυνατόν βέλτιστες συνθήκες, σύμφωνα με τις παρούσες δεσμεύσεις,

δ)      στο να διασφαλίζει ότι τα μέτρα αναδιάρθρωσης εφαρμόζονται σύμφωνα με τις παρούσες δεσμεύσεις, να ενημερώνεται επί των τρεχουσών συζητήσεων μεταξύ της Lagardère και της Editis σχετικά με τις οριοθετήσεις και, εφόσον είναι αναγκαίο, να παρίσταται σε αυτές,

[…]

στ)      στο να διασφαλίζει, κατά γενικό τρόπο, τη διατήρηση αυτούσιας της οικονομικής και ανταγωνιστικής αξίας των πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού και να λαμβάνει κάθε λυσιτελές προς τούτο μέτρο,

ζ)      στο να μεριμνά, κατά γενικό τρόπο, για την ικανοποιητική εκτέλεση των παρουσών δεσμεύσεων εκ μέρους του κοινοποιούντος μέρους.»

32      Επιπλέον, η παράγραφος 24 των δεσμεύσεων διευκρινίζει τα ακόλουθα:

«Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των Lagardère και Editis ως προς τα μέτρα αναδιάρθρωσης που είναι αναγκαία για την υλοποίηση των παρουσών δεσμεύσεων, κάθε μέρος μπορεί να ενημερώσει σχετικώς τον εντολοδόχο με συστημένη επιστολή, αντίγραφο της οποίας πρέπει να αποστέλλεται στο έτερο μέρος. Αφού ακούσει αμφότερα τα μέρη τηρώντας την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ο εντολοδόχος θα διατυπώσει το ταχύτερο δυνατό μία πρόταση ως προς την έκταση των αναγκαίων μέτρων αναδιάρθρωσης. Ο εντολοδόχος θα απευθύνει στην Επιτροπή έκθεση, με την οποία θα την ενημερώνει για την πρότασή του. Εάν συνεχισθεί η διαφωνία μεταξύ των Lagardère και Editis, κάθε μέρος μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να καθορίσει, αφού πρώτα ακούσει τα μέρη κατά την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, την έκταση των αναγκαίων μέτρων αναδιάρθρωσης.»

33      Τέλος, οι δεσμεύσεις της Lagardère στο τμήμα «Τροποποίηση της εταιρικής μορφής της Editis» ορίζουν:

«30. Μετά την έγκριση του νέου καταστατικού από την Επιτροπή, το κοινοποιούν μέρος θα μετατρέψει την Editis σε απλουστευμένη ανώνυμη εταιρία (société par actions simplifiée). Μετά την μετατροπή αυτή, τα εταιρικά όργανα της Editis θα περιλαμβάνουν […] έναν πρόεδρο-γενικό διευθυντή, ο οποίος θα εκτελεί τα καθήκοντα του [διαχειριστή των χωριστών στοιχείων του ενεργητικού] και […] μία επιτροπή μετόχων, απαρτιζόμενη από τρεις […] εκπροσώπους του αναφερόμενου στην παράγραφο 15 εντολοδόχου και από δύο […] εκπροσώπους της Lagardère.

31.      Η απλουστευμένη ανώνυμη εταιρία θα οργανωθεί σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)      Τη διεύθυνση της Editis θα αναλάβει ο πρόεδρος-γενικός διευθυντής της, υπό τον έλεγχο του εντολοδόχου στο πλαίσιο των καθηκόντων αυτού, όπως αυτά καθορίζονται ανωτέρω,

β)      Η επιτροπή μετόχων θα ασκεί έλεγχο επί της διαχειρίσεως των διατηρούμενων στοιχείων του ενεργητικού και θα έχει επί τούτου το δικαίωμα να λαμβάνει κάθε πληροφορία σχετικά με τα στοιχεία αυτά του ενεργητικού,

γ)      Όσον αφορά τα πωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού, η επιτροπή μετόχων θα έχει, υπό τον έλεγχο του εντολοδόχου, δικαίωμα να ενημερώνεται σχετικά με όλες τις αποφάσεις ή τα γεγονότα που ενδέχεται να επηρεάσουν τα περιουσιακά συμφέροντα της Lagardère στα πωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού και, ειδικότερα, σχετικά με τις ακόλουθες πληροφορίες: τα τρέχοντα αποτελέσματα, τις επενδυτικές αποφάσεις, τις αποφάσεις περί πωλήσεως στοιχείων του ενεργητικού ή αγορών άνω των 200 000 ευρώ, τις αποφάσεις που επηρεάζουν το εταιρικό χρέος και τις πάσης φύσεως εγγυήσεις, καθώς και κάθε απόφαση που είναι στρατηγικής σημασίας ή δεν εμπίπτει στον χώρο των τρεχουσών υποθέσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο εντολοδόχος θα διασφαλίζει ότι οι αφορώσες τα πωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού εμπιστευτικές πληροφορίες εμπορικής ή επιχειρησιακής φύσεως, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως των αναφερόμενων στο προηγούμενο εδάφιο, δεν γνωστοποιούνται στη Lagardère.

32.      Κατά την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ της εκδόσεως από την Επιτροπή αποφάσεως περί εγκρίσεως της κοινοποιούμενης πράξεως και της μετατροπής της Editis σε απλουστευμένη ανώνυμη εταιρία, την Editis θα εξακολουθούν να διευθύνουν τα υφιστάμενα εταιρικά όργανα, σε συντονισμό με τον εντολοδόχο. Κατά την περίοδο αυτή, η Lagardère θα έχει, ως μέτοχος στην Editis, δικαίωμα προσβάσεως σε κάθε πληροφορία σχετικά με τα διατηρούμενα στοιχεία του ενεργητικού. Όσον αφορά τα πωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού, ο εντολοδόχος θα διασφαλίζει την κοινοποίηση στη Lagardère των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 31, στοιχείο γ΄, ανωτέρω.»

34      Στις 5 Φεβρουαρίου 2004, η Επιτροπή:

–        ενέκρινε τον A. K. ως διαχειριστή των χωριστών στοιχείων του ενεργητικού, καθώς και το σχέδιο της επιστολής του περί ανάθεσης αρμοδιοτήτων, το οποίο υποβλήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2004,

–        ενέκρινε αφενός ως εντολοδόχο το γραφείο S., το οποίο εκπροσωπείται από τον πρόεδρό του, B., αφετέρου το σχέδιο καθορισμού της εντολής του, το οποίο υποβλήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2004.

35      Στις 9 Φεβρουαρίου 2004, η Lagardère διόρισε εντολοδόχο το γραφείο S.

36      Στις 25 Μαρτίου 2004 και κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 30 των δεσμεύσεων της Lagardère, η Editis μετετράπη σε απλουστευμένη ανώνυμη εταιρία, της οποίας τα εταιρικά όργανα περιελάμβαναν εφεξής, εκτός από τον ασκούντα καθήκοντα διαχειριστή των χωριστών στοιχείων του ενεργητικού πρόεδρο-γενικό διευθυντή, την επιτροπή μετόχων, η οποία απαρτιζόταν από τρεις εκπροσώπους του εντολοδόχου και από δύο εκπροσώπους της Lagardère.

37      Η Lagardère προσέγγισε διάφορες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και την προσφεύγουσα, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να αγοράσουν τα μεταπωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού.

38      Η προσφεύγουσα εξεδήλωσε ενδιαφέρον για την εν λόγω συναλλαγή. Με τηλεομοιοτυπία της 28ης Απριλίου 2004, κοινοποίησε την προσφορά αγοράς της στη Lagardère.

39      Με ανακοινωθέν της 19ης Μαΐου 2004, η Lagardère δημοσιοποίησε ότι είχε προσφορές αγοράς από πέντε πιθανούς αγοραστές, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, και ότι μέχρι τα μεσάνυχτα της 25ης Μαΐου 2004 παρείχε αποκλειστικότητα σε έναν εξ αυτών, τη Wendel Investissement SA (στο εξής: Wendel).

40      Στις 28 Μαΐου 2004, η Lagardère και η Wendel κατέληξαν σε σχέδιο συμφωνίας για την αγορά των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού.

41      Με έγγραφο της 4ης Ιουνίου 2004, η Lagardère ζήτησε από την Επιτροπή να εγκρίνει τη Wendel ως αγοράστρια των στοιχειών αυτών του ενεργητικού.

42      Στις 5 Ιουλίου 2004, το γραφείο S. υπέβαλε στην Επιτροπή τη συνοπτική του έκθεση, στην οποία κατέληγε ότι η υποψηφιότητα της Wendel πληρούσε τα κριτήρια εγκρίσεως που καθορίζονταν στην παράγραφο 10 των δεσμεύσεων της Lagardère.

43      Με την απόφαση (2004) D/203365, της 30ής Ιουλίου 2004, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι η Wendel πληρούσε τα κριτήρια εγκρίσεως που καθορίζονταν στην παράγραφο 10 των δεσμεύσεων της Lagardère, την ενέκρινε ως αγοράστρια των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού.

44      Η απόφαση αυτή ελήφθη σύμφωνα με την παράγραφο 14 των δεσμεύσεων της Lagardère και βάσει της προαναφερθείσας αιτήσεως εγκρίσεως, του προσαρτημένου σε αυτήν σχεδίου συμβάσεως πωλήσεως, της εκθέσεως του γραφείου S., των γραπτών απαντήσεων της Lagardère και της Wendel σε αίτημα της Επιτροπής για ενημέρωση, των πληροφοριών που παρέσχε η Wendel κατά τη διάρκεια συναντήσεως με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, καθώς και βάσει ανταλλαγής απόψεων σχετικά με την υποψηφιότητα της Wendel με αντιπροσωπευτικές οργανώσεις του προσωπικού της Editis και με τρίτους ενδιαφερόμενους.

45      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 8 Ιουλίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της 7ης Ιανουαρίου 2004 (υπόθεση T‑279/04).

46      Με τηλεομοιοτυπία της 27ης Αυγούστου 2004, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, κατόπιν αιτήσεώς της, την απόφαση περί εγκρίσεως της Wendel ως αγοράστριας των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού.

47      Η μεταβίβαση στη Wendel της κυριότητας των στοιχείων αυτών του ενεργητικού, αποκαλούμενων «Nouvel Editis», πραγματοποιήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2004.

 Διαδικασία

48      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 8 Νοεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως περί εγκρίσεως της 30ής Ιουλίου 2004 (στο εξής: απόφαση της 30ής Ιουλίου 2004).

49      Με απόφαση της ίδιας ημέρας, το Πρωτοδικείο (έκτο τμήμα) απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως στην υπόθεση T‑279/04, την οποία είχε ασκήσει η προσφεύγουσα κατά της αποφάσεως της 7ης Ιανουαρίου 2004.

50      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στις 25 Ιανουαρίου και 24 Μαρτίου 2005, οι Wendel και Lagardère ζήτησαν να παρέμβουν στη δίκη υπέρ της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 115 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου].

51      Με δικόγραφα που κατέθεσε στις 3 Μαρτίου και 18 Απριλίου 2005, η προσφεύγουσα αφενός ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να εξαιρεθούν από την ανακοίνωση των εγγράφων της διαδικασίας στη Wendel και στη Lagardère ορισμένα προσαρτημένα στο δικόγραφο της προσφυγής έγγραφα και ορισμένα σημεία του δικογράφου αυτού, καθώς και το υπόμνημα αντικρούσεως, αφετέρου προσκόμισε, για τους σκοπούς της εν λόγω ανακοινώσεως, μία μη εμπιστευτική έκδοση των επίμαχων εγγράφων.

52      Με διατάξεις του προέδρου του τέταρτου τμήματος της 11ης Μαΐου και 25ης Οκτωβρίου 2005, επετράπη στη Lagardère και στη Wendel να παρέμβουν στη δίκη προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής και δόθηκε εντολή στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου να τους κοινοποιήσει τη μη εμπιστευτική έκδοση των διαδικαστικών εγγράφων.

53      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Ιουνίου 2005, η Lagardère αμφισβήτησε την αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

54      Η Lagardère και η Wendel κατέθεσαν τα υπομνήματα παρεμβάσεώς τους στις 16 Σεπτεμβρίου 2005 και στις 27 Απριλίου 2006.

55      Η προσφεύγουσα απάντησε υποβάλλοντας τις παρατηρήσεις της μέσω υπομνημάτων που κατατέθηκαν στις 8 Νοεμβρίου 2005 και στις 4 Ιουλίου 2006.

56      Με διάταξη της 19ης Ιουνίου 2007, ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος απέρριψε την αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα ως προς τη Lagardère και έδωσε εντολή στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου να κοινοποιήσει στη Lagardère την αυθεντική έκδοση των επίμαχων εγγράφων.

57      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου μεταβλήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση στις 24 Οκτωβρίου 2008.

58      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή το Πρωτοδικείο, (έκτο τμήμα), αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

59       Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Ιανουαρίου 2010.

60      Με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2010, T‑237/05, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της προσφεύγουσας να της επιτραπεί, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), η πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει προς στήριξη της παρούσας προσφυγής.

61      Με έγγραφο που κατατέθηκε την 21η Ιουνίου 2010, η προσφεύγουσα ζήτησε να ανασταλεί η διάσκεψη στην παρούσα υπόθεση για εύλογο χρονικό διάστημα, από την κοινοποίηση εκ μέρους της Επιτροπής των επίμαχων εγγράφων.

 Αιτήματα των διαδίκων

62      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 30ής Ιουλίου 2004, 

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και τη Lagardère στα δικαστικά έξοδα.

63      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Lagardère και τη Wendel, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

64      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, ειδικότερα ότι η Επιτροπή, πρώτον, παρέβη το καθήκον της περί επιβλέψεως της επιλογής των υποψηφίων για την αγορά των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού, δεύτερον, ενέκρινε τη Wendel βάσει της εκθέσεως εντολοδόχου που δεν ήταν ανεξάρτητος έναντι των Εditis, Lagardère και Wendel, τρίτον, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπείχε και, τέταρτον, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της υποψηφιότητας της Wendel προς τους όρους εγκρίσεως του αγοραστή των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού, που καθορίζονταν στην παράγραφο 10, στοιχείο β΄, των δεσμεύσεων της Lagardère.

65      Καταρχάς πρέπει να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η απόφαση της 30ής Ιουλίου 2004 ελήφθη βάσει εκθέσεως συνταχθείσας εκ μέρους εντολοδόχου μη ανεξάρτητου έναντι της Editis.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

66      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, όταν, στις 9 Φεβρουαρίου 2004 και δυνάμει της παραγράφου 15 των δεσμεύσεών της, η Lagardère διόρισε εντολοδόχο το γραφείο S., εκπροσωπούμενο από τον πρόεδρό του, B., αυτός ήταν, ήδη από τις 20 Δεκεμβρίου 2002, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Investima 10, η οποία έγινε Editis στις 14 Οκτωβρίου 2003, όπως σημειώνεται στη σκέψη 19 ανωτέρω.

67      Κατά την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι, ως διευθύνων την Editis, ο Β. είχε έναντι τρίτων όλες της εξουσίες που ανατίθενται στα μέλη ενός διοικητικού συμβουλίου, δεν ήταν ανεξάρτητος έναντι της Editis, σε αντίθεση με τις επιταγές της προαναφερθείσας παραγράφου 15.

68      Συγκεκριμένα, η άσκηση των καθηκόντων ανεξαρτήτου εντολοδόχου, επιφορτισμένου με την επίβλεψη, εξ ονόματος και για λογαριασμό της Επιτροπής, της μεταπωλήσεως από επενδυθέντων στοιχείων του ενεργητικού, προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος δεν διατηρεί οιασδήποτε φύσεως δεσμούς με την οντότητα, την πώληση στοιχείων του ενεργητικού της οποίας οφείλει να επιβλέψει, κατά μείζονα δε λόγο δεσμούς οικονομικού χαρακτήρα. Εντούτοις, ο B. ασκούσε καθήκοντα μέλους διοικητικού συμβουλίου έναντι αμοιβής.

69      Επιπλέον, ο B. παρέμεινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Editis μέχρι τις 25 Μαρτίου 2004 και επομένως, από τις 9 Φεβρουαρίου 2004 έως την ως άνω ημερομηνία, είχε σωρευτικώς δύο αρμοδιότητες συνιστάμενες, αντιστοίχως, στην επίβλεψη της πωλήσεως της Editis στη Lagardère και, εν συνεχεία, της μεταπωλήσεως σε τρίτο των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού.

70      Τέλος, ακόμα και μετά την παύση των καθηκόντων του ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Editis, ο B. εξακολούθησε κατ’ ανάγκην να συνδέεται με την Editis, καθόσον ήταν δυνατόν επί σειρά ακόμα ετών να τεθεί ζήτημα αστικής και ποινικής του ευθύνης έναντι των μετόχων και των τρίτων.

71      Η παραμικρή αμφιβολία όσον αφορά την ανεξαρτησία του εντολοδόχου αρκεί για να επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας αναφορικά με τα μεταπωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού και, επομένως, της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2004. Η καταρτιζόμενη από τον εντολοδόχο έκθεση αξιολογήσεως της υποψηφιότητας ενός αγοραστή συνιστά, πράγματι, ουσιαστικό και καθοριστικό στοιχείο της αποφάσεως της Επιτροπής να εγκρίνει ή όχι τον ενδιαφερόμενο.

72      Τα συμπεράσματα της εκθέσεως του εντολοδόχου ασφαλώς επηρέασαν καθοριστικά την απόφαση της 30ής Ιουλίου 2004, εκτός εάν τεθεί εν αμφιβόλω αυτή καθεαυτήν η συμβολή του στη διαδικασία μεταπωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού. Η σύγκριση των συμπερασμάτων της εκθέσεως του εντολοδόχου και της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2004 αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η εν λόγω απόφαση απορρέει άμεσα από το κείμενο της εκθέσεως, η οποία και αποτελεί το πρότυπό της σε πολλά σημεία.

73      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Υπενθυμίζει ότι, όταν η VUP υπήχθη στον έλεγχο της NBP, ο B., πρόεδρος του γραφείου S., διορίσθηκε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Investima 10, θυγατρικής της NBP και κατέχουσας τα στοιχεία του ενεργητικού-στόχους, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, περίπτωση ii, στοιχείο ε΄, της συμβάσεως μεταβίβασης.

74      Δεδομένου ότι ο B. ήταν επιφορτισμένος με την άσκηση των αρμοδιοτήτων του διοικητικού συμβουλίου της Investima 10, και νυν Editis, υπό την ιδιότητά του ως τρίτου ανεξάρτητου έναντι των αρμοδίων αρχών ανταγωνισμού, το καθήκον αυτό ήταν συγκρίσιμο με αυτό του αναφερόμενου στην παράγραφο 15 των δεσμεύσεων της Lagardère εντολοδόχου.

75      Μετά τον διορισμό του γραφείου S., το οποίο εκπροσωπείτο από τον πρόεδρό του, τον B., ως εντολοδόχου, αρμόδιου για την επίβλεψη των δεσμεύσεων της Lagardère περί μεταπωλήσεως, κατόπιν της κτήσεως του ελέγχου της Editis από τη Lagardère, ο B. εξακολούθησε να ασκεί προσωρινώς τα καθήκοντα ανεξάρτητου τρίτου, μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Εditis και αμειβόμενου από τη NBP, επειδή, ως εκ της ιδιότητάς του αυτής, γνώριζε οτιδήποτε σχετικό με την Editis.

76      Η διατήρηση της παρουσίας του B. στο διοικητικό αυτό συμβούλιο, όχι μόνο δεν δημιουργεί σχέση εξαρτήσεως μεταξύ του B. και της Editis, άλλα είναι απολύτως συμβατή προς την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004 και τις δεσμεύσεις της Lagardère. Το ζητούμενο ήταν να αποτραπεί η άσκηση επιρροής από τη Lagardère στη διαχείριση της Editis κατά τη μεταβατική περίοδο, στην οποία τα εταιρικά όργανα που συστάθηκαν αφότου η NBP ανέλαβε τον έλεγχο της VUP, έπρεπε, σύμφωνα με την παράγραφο 30 των δεσμεύσεων της Lagardère, να διατηρηθούν μέχρι τη μετατροπή της Editis σε απλουστευμένη ανώνυμη εταιρία, γεγονός που πραγματοποιήθηκε στις 25 Μαρτίου 2004.

77      Η ιδιότητα του μέλους της επιτροπής των μετόχων της Editis, η οποία απονεμήθηκε στον B. από τις 25 Μαρτίου 2004 έως την ημερομηνία μεταβιβάσεως στη Wendel της κυριότητας των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού, είναι επίσης συμβατή προς τις δεσμεύσεις της Lagardère. Η παράγραφος 30 διευκρίνιζε ότι οι εκπρόσωποι του εντολοδόχου έπρεπε να αποτελούν την πλειοψηφία στην επιτροπή μετόχων, ως εγγύηση ότι ένας ανεξάρτητος τρίτος, ο εντολοδόχος, διασφαλίζει ότι η Lagardère δεν μπορεί να ασκεί επιρροή στη διαχείριση της Editis.

78      Εφόσον το γραφείο S. ορίσθηκε εντολοδόχος, στο πρόσωπο του προέδρου του, μόλις μετά την εκ μέρους της NBP μεταβίβαση της Editis στη Lagardère, οιοσδήποτε προγενέστερος ή μεταγενέστερος δεσμός μεταξύ του γραφείου S. και της NBP δεν ασκεί επιρροή κατά την εκτίμηση της ανεξαρτησίας του έναντι της Editis, δεδομένου ότι, κατά το στάδιο υλοποιήσεως των δεσμεύσεων, η NBP δεν είχε πλέον τον έλεγχο της Editis. Τυχόν δεσμοί μεταξύ του εντολοδόχου και της NBP, πρώην κυρίας των στοιχείων του ενεργητικού, τα οποία αφορά η απόφαση για την υπό όρους έγκριση μίας συγκεντρώσεως, δεν είναι ικανοί να διακυβεύσουν την πραγματοποίηση μεταπωλήσεων, οι οποίες αποσκοπούν στην επίλυση προβλημάτων ανταγωνισμού που προκύπτουν από τη συγχώνευση των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού –στόχων με εκείνα της Lagardère.

79      Κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα συνάγει την έλλειψη ανεξαρτησίας του εντολοδόχου έναντι της Editis αποκλειστικά και μόνον από το γεγονός ότι αυτός δεν στερείτο παντελώς κάθε δεσμού ή επαφής με την Editis. Εντούτοις, η προϋπόθεση ανεξαρτησίας έναντι της Editis, την οποία απαιτούσε η Επιτροπή από τον εντολοδόχο, αποσκοπούσε στο να διασφαλισθεί ότι ο έλεγχος της υποψηφιότητας του αγοραστή των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού βασιζόταν μόνο στη βιωσιμότητα και στην ανταγωνιστική δύναμη των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού, αποκλειόμενων των προσωπικών εκτιμήσεων. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί βασίμως στον εντολοδόχο ότι είχε συμφέρον να ενεργεί προς όφελος της Editis, διότι αυτό αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη υλοποίηση των δεσμεύσεων και τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

80      Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου η έλλειψη ανεξαρτησίας του εντολοδόχου –εφόσον υποτεθεί ότι είναι βάσιμη– να επισύρει την ακύρωση της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2004, πρέπει επίσης να αποδειχθεί ότι η παρατυπία αυτή ώθησε τον ενδιαφερόμενο στην κατάρτιση μίας στερούμενης αντικειμενικότητας εκθέσεως, καθώς επίσης ότι το έγγραφο αυτό άσκησε αποφασιστική επιρροή στο περιεχόμενο της προαναφερθείσας αποφάσεως.

81      Εντούτοις, η προσφεύγουσα όχι μόνο δεν παρέχει κάποιο στοιχείο προκειμένου να τεκμηριώσει ότι ο εντολοδόχος κατήρτησε εσφαλμένη ή μεροληπτική έκθεση, αλλά ουδόλως αποδεικνύει ότι το εν λόγω έγγραφο άσκησε αποφασιστική επιρροή στο περιεχόμενο της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2004.

82      Για τους σκοπούς της τελικής αποφάσεως περί εγκρίσεως του αγοραστή των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού, η αποστολή που είχε ο εντολοδόχος ήταν απλώς να παράσχει μία αξιολόγηση του αγοραστή και να αναφέρει κατά πόσον αυτός πληρούσε, κατά τη γνώμη του, τους όρους που είχαν τεθεί με τις δεσμεύσεις. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή έλαβε την απόφαση της 30ής Ιουλίου 2004, όχι στηριζόμενη κατά αποκλειστικό και καθοριστικό τρόπο στην έκθεση του εντολοδόχου, αλλά βάσει ενός συνόλου πληροφοριών, μεταξύ των οποίων και οι παρασχεθείσες από τον εντολοδόχο.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

83      Κατά την παράγραφο 15 των δεσμεύσεων της Lagardère, ο εντολοδόχος, ο οποίος διορίζεται από αυτήν προκειμένου να μεριμνά για την ορθή εκτέλεση των δεσμεύσεών της, έπρεπε, έναντι αυτής και της Editis, «να είναι ανεξάρτητος […] και να μην είναι εκτεθειμένος σε οιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων». Διευκρινιζόταν επίσης ότι ο «εντολοδόχος θα αμείβεται από τη Lagardère κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μη διακυβεύεται η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του, ούτε η ανεξαρτησία του».

84      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, αφότου η NBP δέχθηκε να υποκαταστήσει τη Lagardère προκειμένου να αγοράσει προσωρινώς τα στοιχεία του ενεργητικού-στόχους μέσω της Segex και της Ecrinvest 4, θυγατρικών ελεγχόμενων εξ ολοκλήρου από τη NBP, οι εν λόγω εταιρίες συνήψαν με τη Lagardère, στις 3 Δεκεμβρίου 2002, τη σύμβαση μεταβιβάσεως, δυνάμει της οποίας μεταβιβάσθηκε στη Lagardère, υπό την επιφύλαξη της προηγούμενης έγκρισης από την Επιτροπή της πράξεως συγκεντρώσεως, το σύνολο του κεφαλαίου της Investima 10, θυγατρικής ανήκουσας εξ ολοκλήρου στην Ecrinvest 4, εξίσου θυγατρικής ανήκουσας εξ ολοκλήρου στη Segex, και η οποία απέκτησε από τη VUP τα στοιχεία του ενεργητικού-στόχους στις 20 Δεκεμβρίου 2002.

85      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, η Investima 10, κάτοχος των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων, διόρισε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, περίπτωση ii, στοιχείο γ΄, της σύμβασης μεταβιβάσεως, τον B., πρόεδρο του γραφείου S., μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την ιδιότητα του «ανεξάρτητου τρίτου», υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, περίπτωση ii, στοιχείο ε΄.

86      Υπό την ιδιότητα αυτή, ο B., αμειβόμενος από τη NBP, ανέλαβε «κατ’ αποκλειστικότητα», κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, περίπτωση ii, στοιχείο ε΄, της συμβάσεως μεταβιβάσεως, «τις αρμοδιότητες τις οποίες φέρει [ενδεχομένως] το διοικητικό συμβούλιο βάσει της […] συμβάσεως [μεταβιβάσεως] έναντι της Επιτροπής […]».

87      Εξάλλου, δυνάμει της παραγράφου 15 των δεσμεύσεών της που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της αποφάσεως της 7ης Ιανουαρίου 2004, η Lagardère, στις 9 Φεβρουαρίου 2004, διόρισε το γραφείο S. εντολοδόχο, επιφορτισμένο, κατά την παράγραφο 21, στοιχείο ζ΄, των εν λόγω δεσμεύσεων, να «μεριμνά […] για την ικανοποιητική εκτέλεση» εκ μέρους της Lagardère της μεταβιβάσεως των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού, και αμειβόμενο, υπό αυτήν την ιδιότητα, από τη Lagardère. Κατά τον χρόνο αυτόν, ο B. ήταν πρόεδρος του γραφείου S. και η Επιτροπή έκανε δεκτό το γεγονός ότι ο B. είχε ασκήσει καθήκοντα εντολοδόχου, όπως προβλεπόταν στην απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004.

88      Το γραφείο S. ορίστηκε επομένως εντολοδόχος, κατά την παράγραφο 15 των δεσμεύσεων της Lagardère, και ο πρόεδρός του άσκησε τα καθήκοντα που συνεπάγεται η θέση αυτή, παρότι το ίδιο πρόσωπο ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Investima 10, η οποία ακολούθως μετετράπη σε Editis.

89      Επιπλέον, ο B. άσκησε ταυτοχρόνως καθήκοντα μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Editis και εντολοδόχου, από τις 9 Φεβρουαρίου 2004, ημερομηνία διορισμού του γραφείου S., έως τις 25 Μαρτίου 2004, ημερομηνία μετατροπής της Editis σε απλουστευμένη ανώνυμη εταιρία.

90      Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράγραφο 32 των δεσμεύσεων της Lagardère, η Editis εξακολούθησε να διευθύνεται από τα υφιστάμενα εταιρικά της όργανα, από την έκδοση της αποφάσεως της 7ης Ιανουαρίου έως τις 25 Μαρτίου 2004, ημερομηνία μετατροπής της Editis σε απλουστευμένη ανώνυμη εταιρία.

91      Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ο B. άσκησε καθήκοντα μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Investima 10/Editis σύμφωνα με τον εφαρμοστέο εν προκειμένω γαλλικό εμπορικό κώδικα (commerce français), και, ως εκ τούτου, η άσκηση των καθηκόντων που ανατέθηκαν σε αυτόν, ως ανεξάρτητο τρίτο εντός του διοικητικού αυτού συμβουλίου, ουδόλως απέκλειε την εκ μέρους του άσκηση των νομικών καθηκόντων που, κατά τον κώδικα αυτόν, έχουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μίας εμπορικής εταιρίας.

92      Εντούτοις, κατά το άρθρο L 225-64, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κώδικα αυτού, «το διοικητικό συμβούλιο έχει ευρύτατες εξουσίες να δρα εξ ονόματος της εταιρίας υπό οιεσδήποτε περιστάσεις».

93      Προτού επομένως διορισθεί εντολοδόχος το εκπροσωπούμενο από τον B. γραφείο S., ο B. ήταν μέλος του διοικητικού οργάνου της Editis, ιδιότητα την οποία εξακολούθησε να έχει για περισσότερο από έναν μήνα μετά τον εν ως άνω διορισμό.

94      Όντας μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Investima 10, η οποία εν τω μεταξύ μετετράπη σε Editis, κατά την ημερομηνία διορισμού ως εντολοδόχου του γραφείου S., του οποίου ήταν πρόεδρος, και έχοντας ασκήσει ταυτοχρόνως τα καθήκοντα μέλους του διοικητικού συμβουλίου και εκείνα του εντολοδόχου, τα οποία του ανέθεσε το γραφείο S., ο B. τελούσε σε τέτοια σχέση εξαρτήσεως έναντι της Editis ώστε να εγείρονται αμφιβολίες ως προς την ουδετερότητα την οποία όφειλε να επιδεικνύει κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων.

95      Πρέπει να προστεθεί ότι, ως εντολοδόχο, αρμόδιο, κατά την παράγραφο 21, στοιχείο ζ΄, των δεσμεύσεων της Lagardère, να μεριμνά για την εκ μέρους αυτής ικανοποιητική εκτέλεση της μεταβιβάσεως των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού, και αμειβόμενο υπό αυτή του την ιδιότητα από τη Lagardère, εναπόκειτο στο γραφείο S., εκπροσωπούμενο από τον πρόεδρό του, B., να μεριμνήσει για την εκποίηση από τη Lagardère των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 των δεσμεύσεων της Lagardère μεταπωλήσεις.

96      Κατά την ίδια την Επιτροπή, η ενέργεια αυτή συνίστατο σε μία «ιδιαιτέρως λεπτή οριοθέτηση των στοιχείων του ενεργητικού πριν τη μεταβίβασή τους από τη Lagardère σε κάποιον τρίτο».

97      Ειδικότερα, κατά την παράγραφο 21, στοιχείο δ΄, των δεσμεύσεων της Lagardère, ο εντολοδόχος όφειλε «να διασφαλίζει ότι τα μέτρα αναδιάρθρωσης εφαρμόζονται σύμφωνα με τις […] δεσμεύσεις» της Lagardère και έπρεπε «να ενημερώνεται επί των τρεχουσών συζητήσεων μεταξύ της Lagardère και της Editis σχετικά με τις οριοθετήσεις και, εφόσον είναι αναγκαίο, να παρίσταται σε αυτές».

98      Κατά την παράγραφο 24 των ως άνω δεσμεύσεων, ο εντολοδόχος όφειλε, «σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των Lagardère και Editis ως προς τα μέτρα αναδιάρθρωσης που είναι αναγκαία», να διατυπώσει μία πρόταση «αφού ακούσει αμφότερα τα μέρη τηρώντας την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως […], ως προς την έκταση των αναγκαίων μέτρων αναδιάρθρωσης» και να απευθύνει στην Επιτροπή έκθεση με την οποία θα την ενημερώνει σχετικά με την πρότασή του.

99      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι τέτοιες διαφωνίες πράγματι ανέκυψαν μεταξύ της Lagardère και της Editis. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επεσήμανε στο υπόμνημα ανταπαντήσεως ότι πληροφορήθηκε συχνά εντάσεις που ενίοτε δημιουργούσε η Lagardère, η οποία είχε συμφέρον να προσδιορίσει με τον κατά το δυνατόν ευρύτερο τρόπο τα στοιχεία του ενεργητικού της Editis, η διατήρηση των οποίων της είχε επιτραπεί βάσει της αποφάσεως της 7ης Ιανουαρίου 2004. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι ο εντολοδόχος αντιτάχθηκε επανειλημμένα στη Lagardère προκειμένου να υπερασπιστεί τα συνδεόμενα με τα μεταπωλούμενα στοιχεία του ενεργητικού συμφέροντα, αφού προηγουμένως είχε ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής.

100    Εντούτοις, η εκ μέρους του B. άσκηση καθηκόντων μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας που κατείχε το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της Editis ήταν τέτοια ώστε να επηρεάζει την ανεξαρτησία την οποία όφειλε να επιδεικνύει ο ενδιαφερόμενος κατά την κατάρτιση των προτάσεων για μέτρα αναδιάρθρωσης και της εκθέσεως με την οποία ενημέρωνε την Επιτροπή σχετικά με τις προτάσεις αυτές.

101    Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της συμβάσεως που υπέγραψαν στις 19 Δεκεμβρίου 2002 η Ecrinvest 4 και το γραφείο S., ο B. ενεργούσε, από τις 20 Δεκεμβρίου 2002, «στο πλαίσιο των εταιρικών του καθηκόντων […] προς το συμφέρον της Investima 10 και των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων, μεριμνώντας, ειδικότερα, για τη διατήρηση της βιωσιμότητας, της ανταγωνιστικότητας και της οικονομικής τους αξίας».

102    Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της ως άνω συμβάσεως, ο B. όφειλε να σέβεται και να διασφαλίζει ότι το διοικητικό συμβούλιο της Ιnvestima 10 τηρεί τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4 της συμβάσεως μεταβίβασης, σχετικά «με τις αρχές περί δέουσας επιμέλειας» των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων, τις οποίες καλείτο να τηρεί το διοικητικό συμβούλιο, προκειμένου «να διατηρηθεί η ακεραιότητα και η αξία των εν λόγω στοιχείων».

103    Από τη σκέψη 92 ανωτέρω προκύπτει ότι, εκτός των ειδικών καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί στο πλαίσιο του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία συνίσταντο στην άσκηση των αρμοδιοτήτων που, βάσει της συμβάσεως μεταβιβάσεως, μπορεί να αναλαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο έναντι της Επιτροπής ή οιασδήποτε άλλης αρχής ανταγωνισμού, ο Β., ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Investima 10, και αργότερα της Editis, συμμετείχε επομένως κατ’ ανάγκη στην άσκηση όλων των νόμιμων εξουσιών ενός μέλους διοικητικού συμβουλίου εμπορικής εταιρίας, σε σχέση με το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού-στόχων που κατείχαν διαδοχικώς οι δύο αυτές εταιρίες.

104    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η εκ μέρους του B. άσκηση, από τις 20 Δεκεμβρίου 2002 έως τις 25 Μαρτίου 2004, καθηκόντων μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Investima 10, και μετέπειτα Editis, προς το συμφέρον των οποίων όφειλε, στο πλαίσιο των εταιρικών του καθηκόντων, να ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές «περί δέουσας επιμέλειας», δεν του επέτρεπε πλέον να ασκεί με πλήρη ανεξαρτησία τις αρμοδιότητες ανεξάρτητου εντολοδόχου, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 15 των δεσμεύσεων της Lagardère.

105    Επομένως, η Επιτροπή αλυσιτελώς υποστηρίζει ότι η εκ μέρους του Β. άσκηση καθηκόντων, ως ανεξάρτητου τρίτου, μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Editis, και αργότερα ως ανεξάρτητου εντολοδόχου, αποσκοπούσε στο να μην επιτραπεί στη Lagardère να ασκήσει επιρροή στη διαχείριση των επίμαχων στοιχείων του ενεργητικού, καθώς επίσης ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στον εντολοδόχο ότι είχε συμφέρον να δρα προς όφελος της Editis, καθότι ένα τέτοιο συμφέρον συνιστούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη υλοποίηση των δεσμεύσεων της Lagardère και για τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

106    Δεδομένου ότι η απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004 επέτρεψε στη Lagardère να διατηρήσει τα στοιχεία του ενεργητικού-στόχους, τα οποία απαριθμούντο εξαντλητικώς στην παράγραφο 1 των δεσμεύσεών της, εναπόκειτο, αντιθέτως, στον εντολοδόχο να μεριμνήσει με πλήρη ανεξαρτησία για την εκτέλεση από τη Lagardère, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, μόνον εκείνων των δεσμεύσεων περί μεταπωλήσεως στοιχείων του ενεργητικού που θεωρούνταν επαρκείς από την ίδια την Επιτροπή, τηρουμένης της συμβατικής ελευθερίας των μετεχόντων στη συγκέντρωση μερών, προκειμένου να διατηρηθεί ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός και, κατά συνέπεια, να καταστεί η πράξη αυτή συμβατή προς την κοινή αγορά.

107    Συνεπώς, η έκθεση αξιολογήσεως της υποψηφιότητας της Wendel για την αγορά των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού, βάσει της οποίας ελήφθη η απόφαση της 30ής Ιουλίου 2004, καταρτίσθηκε από έναν εντολοδόχο ο οποίος δεν πληρούσε έναντι της Editis την προϋπόθεση περί ανεξαρτησίας που απαιτείται κατά την παράγραφο 15 των δεσμεύσεων της Lagardère, όπως αυτές καθορίζονται στο παράρτημα II της αποφάσεως της 7ης Ιανουαρίου 2004.

108    Όσον αφορά τον αντίκτυπο της εκθέσεως στο περιεχόμενο της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2004, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 5 της εν λόγω αποφάσεως, ζητήθηκε από το γραφείο S., υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου, να υποβάλει στην Επιτροπή έκθεση αξιολογήσεως της υποψηφιότητας της Wendel ως αγοράστριας των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού βάσει των κριτηρίων εγκρίσεως που καθορίζονταν στην παράγραφο 10 των προσαρτημένων στην απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004 δεσμεύσεων της Lagardère.

109    Εξάλλου, από το σημείο 6 της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2004 προκύπτει ότι η απόφαση αυτή βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην έκθεση του εντολοδόχου.

110    Καίτοι αληθεύει ότι η απόφαση της 30ής Ιουλίου 2004 δεν στηρίζεται αποκλειστικώς στην έκθεση αυτή, εντούτοις, το εν λόγω έγγραφο άσκησε προφανώς καθοριστική επιρροή στην προαναφερθείσα απόφαση.

111    Συγκεκριμένα, από τη συγκριτική εξέταση της εκθέσεως του εντολοδόχου και της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2004, συνάγεται ότι η εν λόγω απόφαση στηρίχθηκε ουσιαστικώς στην έκθεση αυτή.

112    Προκειμένου να αποδειχθεί η ικανότητα της Wendel να διατηρήσει και να αναπτύξει τη Nouvel Editis, τόσο το γραφείο-εντολοδόχος στην έκθεση του όσο και η Επιτροπή στην απόφαση της 30ής Ιουλίου 2004 υπογραμμίζουν την «περιορισμένη έκταση» της Nouvel Editis και τη διατήρηση από τη Wendel των «μέσων διαχείρισης, έκδοσης και υποστήριξης» που είναι απαραίτητα για τη Nouvel Editis.

113    Τα δύο έγγραφα αναφέρουν με ταυτόσημους όρους ότι η αποτίμηση της επενδύσεως της Wendel προϋποθέτει την «ανασύσταση και την ανάπτυξη του κόστους του κέντρου διανομής της Interforum».

114    Τόσο το γραφείο-εντολοδόχος όσο και η Επιτροπή αναφέρονται στην πλειοψηφική ή κύρια κατανομή του κεφαλαίου της Wendel και στην «περιουσιακή» της προσέγγιση, που διαφέρει από εκείνες των παραδοσιακών επενδυτικών κεφαλαίων, καθότι καθιστά δυνατή μία μεγαλύτερης διάρκειας δέσμευση της Wendel στην Εditis σε σχέση με τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές των εν λόγω κεφαλαίων.

115    Ενώ το γραφείο-εντολοδόχος εκτιμά ότι η Wendel πρόκειται περί μίας υποψηφίας αγοράστριας, ικανής να φέρει σύντομα εις πέρας τις δεσμεύσεις της Lagardère, η Επιτροπή φρονεί ότι η κτήση από τη Wendel των μεταπωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού της Lagardère δεν μπορεί να προκαλέσει νέα προβλήματα ανταγωνισμού, ικανά να καθυστερήσουν την υλοποίηση των εν λόγω δεσμεύσεων.

116    Τέλος, όπως ο εντολοδόχος, ο οποίος εκτιμά ότι η επένδυση της Wendel θα διαρκέσει πέντε έως επτά έτη και θεωρεί το χρονικό αυτό διάστημα ως απαραίτητο προκειμένου να «παγιωθεί» η επιχείρηση, η Επιτροπή υποστηρίζει, από την πλευρά της, ότι μία βραχυπρόθεσμη «έξοδος» της Wendel από το κεφάλαιο της Nouvel Editis είναι απίθανη και ότι τούτο δεν είναι προφανώς επαρκές, προκειμένου να καταστεί δυνατή η «σταθεροποίηση της επιχειρήσεως».

117    Εξάλλου, προς αντίκρουση του τέταρτου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας, η Επιτροπή αναφέρθηκε επανειλημμένως στα συμπεράσματα της εκθέσεως του γραφείου-εντολοδόχου, αμφισβητώντας ότι υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της υποψηφιότητας της Wendel προς τους όρους εγκρίσεως που καθορίζονταν στην παράγραφο 10, στοιχείο β΄, των δεσμεύσεων της Lagardère.

118    Η διαπιστωθείσα παρανομία είναι επομένως ικανή να επηρεάσει τη νομιμότητά της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2004.

119    Επομένως, η εν λόγω απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι, τους οποίους προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη των αιτημάτων της περί ακυρώσεως.

 Επί του αιτήματος αναστολής της διασκέψεως

120    Εκ του συνόλου των ανωτέρω εκτιθεμένων σκέψεων προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο μπόρεσε να αποφανθεί προσηκόντως επί της προσφυγής βάσει των αιτημάτων, των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια τόσο της έγγραφης όσο και της προφορικής διαδικασίας.

121    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της προσφεύγουσας να ανασταλεί η διάσκεψη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

122    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

123    Δεδομένου ότι η Επιτροπή και η Lagardère ηττήθηκαν, πρέπει, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας, να καταδικαστούν, εκτός από τα δικά τους έξοδα, και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα.

124    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε να καταδικαστεί η Wendel στα δικαστικά έξοδα, η τελευταία φέρει μόνον τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση (2004) D/203365 της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 2004, περί εγκρίσεως της Wendel Investissement SA ως αγοράστριας των στοιχείων του ενεργητικού, τα οποία μεταβιβάσθηκαν σύμφωνα με την απόφαση 2004/422/EΚ της Επιτροπής, της 7ης Ιανουαρίου 2004, με την οποία πράξη συγκεντρώσεως κηρύσσεται συμβατή προς την κοινή αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (υπόθεση COMP/M.2978 – Lagardère/Natexis/VUP).

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Lagardère SCA φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Éditions Odile Jacob SAS.

3)      Η Wendel Investissement φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Meij

Vadapalas

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Σεπτεμβρίου 2010.

(υπογραφές)


* – Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.