Language of document : ECLI:EU:T:2015:151

Υπόθεση T‑466/12

RFA International, LP

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ντάμπινγκ — Εισαγωγή σιδηροπυριτίου ρωσικής προελεύσεως — Απόρριψη αιτήσεων επιστροφής καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ — Καθορισμός της τιμής εξαγωγής — Ενιαία οικονομική οντότητα — Καθορισμός του περιθωρίου ντάμπινγκ — Εφαρμογή μεθόδου διαφορετικής της χρησιμοποιηθείσας κατά την αρχική έρευνα — Μεταβολή των συνθηκών — Άρθρο 2, παράγραφος 9, και άρθρο 11, παράγραφος 9, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 17ης Μαρτίου 2015

1.      Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Διακριτική ευχέρεια των θεσμικών οργάνων — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

2.      Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Περιθώριο ντάμπινγκ — Καθορισμός της τιμής εξαγωγής — Προσφυγή στην κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής — Προϋποθέσεις — Σύνδεσμος μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 9)

3.      Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Περιθώριο ντάμπινγκ — Καθορισμός της τιμής εξαγωγής — Προσφυγή σε κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής — Προσαρμογές — Αυτεπάγγελτη εφαρμογή — Συνυπολογισμός ευλόγου περιθωρίου για το κέρδος και ευλόγου περιθωρίου για τις δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ εισαγωγής και μεταπωλήσεως — Διακριτική ευχέρεια των θεσμικών οργάνων — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 9)

4.      Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Περιθώριο ντάμπινγκ — Καθορισμός της τιμής εξαγωγής — Προσφυγή στην κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής — Προσαρμογές — Εύλογος χαρακτήρας — Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 9)

5.      Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Περιθώριο ντάμπινγκ — Καθορισμός της τιμής εξαγωγής — Προσφυγή στην κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής — Προσαρμογές — Συνυπολογισμός ενός λογικού περιθωρίου κέρδους — Υπολογισμός βάσει στοιχείων προερχόμενων από ανεξάρτητο εισαγωγέα

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 9)

6.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Περιεχόμενο — Απαγόρευση αποφάνσεως ultra petita

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

7.      Ένδικη διαδικασία — Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Ισχυρισμός που προβάλλεται για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση — Ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη ήδη προβληθέντος λόγου — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 2)

8.      Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Περιθώριο ντάμπινγκ — Επιλογή μεταξύ διαφόρων μεθόδων υπολογισμού — Διακριτική ευχέρεια των θεσμικών οργάνων — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 11)

9.      Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Αίτηση επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ στηριζόμενη στο άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού 1225/2009 — Εκτίμηση της Επιτροπής — Εφαρμογή μεθόδου διαφορετικής της χρησιμοποιηθείσας κατά την αρχική έρευνα — Προϋποθέσεις — Μεταβολή των περιστάσεων — Στενή ερμηνεία — Βάρος αποδείξεως — Υποχρέωση εφαρμογής μεθόδου σύμφωνης με τις διατάξεις του άρθρου 2 του κανονισμού 1225/2009

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 11 §§ 8 και 9)

10.    Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Αίτηση επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ στηριζόμενη στο άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού 1225/2009 — Εκτίμηση της Επιτροπής — Εφαρμογή μεθόδου διαφορετικής της χρησιμοποιηθείσας κατά την αρχική έρευνα — Προϋποθέσεις — Μεταβολή των συνθηκών δικαιολογούσα την αλλαγή μεθόδου υπολογισμού — Μεταβολή της δομής και αναδιάρθρωση των δικτύων εξαγωγικών πωλήσεων ομίλου παραγωγού-εξαγωγέα — Εκτίμηση

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 11 §§ 8 και 9)

11.    Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Περιθώριο ντάμπινγκ — Καθορισμός της κανονικής αξίας — Καθορισμός της τιμής εξαγωγής — Στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη — Τιμή ισχύουσα στις συνήθεις εμπορικές πράξεις — Τιμή που καταβάλλει ο πρώτος ανεξάρτητος αγοραστής σε ενιαία οικονομική οντότητα παραγωγό-εξαγωγέα — Έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας — Αντίκτυπος επί του χαρακτηρισμού εταιριών που ανήκουν στην ενιαία οικονομική οντότητα ως παραγωγού-εξαγωγέα — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 2 §§ 1 και 10, στοιχείο θ΄)

12.    Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Αίτηση επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ στηριζόμενη στο άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού 1225/2009 — Εκτίμηση της Επιτροπής — Καθορισμός της μεθόδου υπολογισμού βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 9, του κανονισμού 1225/2009 — Απαίτηση ερμηνείας σύμφωνης με τη συμφωνία αντιντάμπινγκ της GATT του 1994 —Δεν συντρέχει

(Συμφωνία περί θέσεως σε εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, «συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994», άρθρο 18.3· κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 9)

13.    Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Αποτέλεσμα των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 8· ανακοίνωση 2002/C 127/06 της Επιτροπής)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 37)

2.      Σε περίπτωση συνδέσμου μεταξύ του εξαγωγέως και του εισαγωγέως, τα θεσμικά όργανα έχουν το δικαίωμα, συμφώνως προς το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009, να διαμορφώσουν την τιμή εξαγωγής για τον υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ. Τέτοιος σύνδεσμος υπάρχει ιδίως οσάκις ο εξαγωγέας και ο εισαγωγέας ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

(βλ. σκέψη 39)

3.      Για τη διαμόρφωση της τιμής εξαγωγής βάσει της τιμής πωλήσεως στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή ή επί άλλης εύλογης βάσεως, οι προβλεπόμενες από το άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009 προσαρμογές διενεργούνται αυτεπαγγέλτως από τα θεσμικά όργανα, προκειμένου να καθορισθεί αξιόπιστη τιμή εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της Ένωσης. Συναφώς, το άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν αποκλείει τη δυνατότητα προσαρμογών για έξοδα πραγματοποιηθέντα προ της εισαγωγής, στον βαθμό κατά τον οποίο τα έξοδα αυτά επιβαρύνουν κατά κανόνα τον εισαγωγέα.

Εξάλλου, η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει μέθοδο υπολογισμού ή καθορισμού του ευλόγου περιθωρίου για τα εν λόγω έξοδα και το κέρδος. Η μόνη προϋπόθεση που θέτει η διάταξη αυτή είναι ο εύλογος χαρακτήρας του περιθωρίου κέρδους για το οποίο πραγματοποιήθηκε η προσαρμογή.

Τέλος, τα θεσμικά όργανα απολαύουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας για τον καθορισμό ευλόγου περιθωρίου για τα έξοδα αυτά και το κέρδος, και, ως εκ τούτου, ο έλεγχος που καλείται να ασκήσει ο δικαστής της Ένωσης είναι περιορισμένος. Πράγματι, ο καθορισμός αυτός εμπερικλείει κατ’ ανάγκην σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις.

(βλ. σκέψεις 40-43)

4.      Στο πλαίσιο του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ βάσει διαμορφωμένης τιμής εξαγωγής, απόκειται στον ενδιαφερόμενο που προτίθεται να αμφισβητήσει το εύρος των προσαρμογών που πραγματοποιήθηκαν βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009, με το επιχείρημα ότι τα καθορισθέντα κατά τον τρόπο αυτό περιθώρια είναι υπέρμετρα, να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένους υπολογισμούς δικαιολογούντες τους ισχυρισμούς του και, ειδικότερα, το εναλλακτικό ποσοστό που ενδεχομένως προτείνει. Ο ενδιαφερόμενος οφείλει να προσκομίσει αριθμητικά στοιχεία προς στήριξη της αμφισβητήσεώς του, όπως συγκεκριμένους υπολογισμούς δικαιολογούντες τους ισχυρισμούς του. Συναφώς, ειδικότερα, το επιχείρημα περί της υπάρξεως οικονομικής οντότητας η οποία ενσωματώνει εισαγωγικές και εξαγωγικές δραστηριότητες δεν είναι ικανό να αντιστρέψει το βάρος αποδείξεως υποχρεώνοντας τα θεσμικά όργανα να προβούν αυτεπαγγέλτως στη διάκριση μεταξύ των δύο λειτουργιών εισαγωγής και εξαγωγής και των συναφών με αυτές εξόδων και κέρδους.

(βλ. σκέψεις 44, 61-63)

5.      Οσάκις υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ παραγωγού και εισαγωγέως στην Ένωση, το εύλογο περιθώριο κέρδους του άρθρου 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009 δύναται να υπολογίζεται όχι βάσει στοιχείων προερχόμενων από τον συνδεδεμένο εισαγωγέα, ενδεχομένως επηρεασθέντων εκ του εν λόγω συνδέσμου, αλλά βάσει στοιχείων προερχόμενων από ανεξάρτητο εισαγωγέα.

(βλ. σκέψη 68)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 77, 78)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 80-82)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 86)

9.      Κατά το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009, εφόσον δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, η Επιτροπή εφαρμόζει για όλες τις διαδικασίες επιστροφής κατά την έννοια της παραγράφου 8 της ιδίας διατάξεως την αυτή μέθοδο με εκείνη που είχε εφαρμοσθεί κατά την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του επίμαχου δασμού αντιντάμπινγκ, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των διατάξεων του άρθρου 2 του ιδίου κανονισμού.

Συναφώς, η εξαίρεση που επιτρέπει στην Επιτροπή να εφαρμόζει, κατά τη διαδικασία επιστροφής, μέθοδο διαφορετική της χρησιμοποιηθείσας κατά την αρχική έρευνα σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών πρέπει κατ’ ανάγκην να ερμηνεύεται αυστηρώς, καθόσον παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις από γενικό κανόνα πρέπει να τυγχάνουν συσταλτικής ερμηνείας. Προκειμένου, επομένως, να εφαρμόσει μέθοδο διαφορετική της εφαρμοσθείσας κατά την αρχική έρευνα, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει μεταβολή των συνθηκών.

Εξάλλου, προκειμένου να μπορεί η αλλαγή μεθόδου να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, πρέπει αυτή να συνδέεται με τη διαπιστωθείσα μεταβολή συνθηκών.

Συναφώς, σε σχέση με τον εξαιρετικό χαρακτήρα μιας τέτοιας μεταβολής συνθηκών, η υποχρέωση αυστηρής ερμηνείας δεν σημαίνει η Επιτροπή δύναται να ερμηνεύει και να εφαρμόζει τη διάταξη αυτή κατά τρόπο ασύμβατο προς το γράμμα και τον σκοπό της. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ειδικότερα ότι η εφαρμοζόμενη μέθοδος πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού. Επομένως, εάν κατά το στάδιο της διαδικασίας επιστροφής αποδειχθεί ότι η εφαρμοσθείσα κατά την αρχική έρευνα μέθοδος δεν ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή οφείλει να απόσχει πλέον από την εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου, εξυπακουομένου ότι απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι η εφαρμοσθείσα κατά την αρχική έρευνα μέθοδος δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού. Αντιθέτως, προκειμένου να δικαιολογηθεί αλλαγή μεθόδου δεν αρκεί η νέα μέθοδος να κρίνεται πιο ενδεδειγμένη της προηγούμενης, αν η παλαιά μέθοδος ήταν εν πάση περιπτώσει σύμφωνη με το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 87-91)

10.    Στο πλαίσιο εκτιμήσεως αιτήσεως επιστροφής καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή νομιμοποιείται να εφαρμόσει μέθοδο υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ διαφορετικής της χρησιμοποιηθείσας κατά την αρχική έρευνα μόνον εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι η μεταβολή συνθηκών δικαιολογεί την προσφυγή στη νέα μέθοδο.

Συναφώς, η μεταβολή της δομής ομίλου επιχειρήσεων και της οργανώσεως των εξαγωγικών πωλήσεων του ομίλου αυτού, με τη δημιουργία ενός νέου δικτύου πωλήσεων και τον καθορισμό, για πρώτη φορά, ατομικών τιμών εξαγωγής για τους παραγωγούς-εξαγωγείς μέλη του ομίλου, δικαιολογεί την εφαρμογή νέας μεθόδου συνιστάμενης στον υπολογισμό ατομικών περιθωρίων για έκαστο των οικείων παραγωγών-εξαγωγέων και, εν συνεχεία, δεδομένης της συμμετοχής των εταιριών στον όμιλο επιχειρήσεων, στον καθορισμό μέσου σταθμισμένου περιθωρίου ντάμπινγκ.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν η Επιτροπή παραλείψει να ζητήσει, κατά την αρχική έρευνα, την προσκόμιση ατομικών στοιχείων, μια τέτοια παράλειψη δεν δύναται να καταστήσει παράνομο το συμπέρασμα περί μεταβολής συνθηκών.

(βλ. σκέψεις 98-102, 117)

11.    Όσον αφορά την ανάλυση των πρακτικών ντάμπινγκ, η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας αναπτύχθηκε για τις ανάγκες του καθορισμού της κανονικής αξίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009. Οσάκις παραγωγός αναθέτει καθήκοντα που κανονικά προσιδιάζουν σε εσωτερικό τμήμα πωλήσεων σε εταιρία διανομής των προϊόντων του την οποία ελέγχει οικονομικώς, η χρησιμοποίηση, για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, των τιμών που o πρώτος ανεξαρτήτως αγοραστής κατέβαλε στην εν λόγω εταιρία διανομής δικαιολογείται, δεδομένου ότι οι εν λόγω τιμές δύνανται να θεωρηθούν ως οι τιμές της πρώτης πωλήσεως του προϊόντος που πραγματοποιείται κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Το σκεπτικό αυτό μπορεί να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογίαν στις προσαρμογές που πραγματοποιούνται, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, επί της τιμής εξαγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, αν ένας παραγωγός διανέμει τα προοριζόμενα για την Ένωση προϊόντα του μέσω εταιρίας νομικώς μεν διακριτής αλλά τελούσας υπό τον οικονομικό έλεγχό του, η υποχρέωση διαπιστώσεως της οικονομικής πραγματικότητας των σχέσεων μεταξύ του εν λόγω παραγωγού και της εταιρίας πωλήσεως συνηγορεί μάλλον υπέρ της εφαρμογής της έννοιας της ενιαίας οικονομικής οντότητας κατά τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής.

Επομένως, η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας βασίζεται ειδικότερα στην αναγκαιότητα συνεκτιμήσεως της οικονομικής πραγματικότητας των σχέσεων μεταξύ του παραγωγού και της εταιρίας πωλήσεων, η οποία εκτελεί καθήκοντα τμήματος πωλήσεων εντεταγμένου στην εσωτερική οργανωτική δομή του εν λόγω παραγωγού.

Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι δύο παραγωγοί ανήκουν στον αυτό όμιλο και συναποτελούν, από κοινού με εταιρία νομικώς διακριτή η οποία ανήκει στον ίδιο όμιλο και εκτελεί καθήκοντα εσωτερικού τμήματος πωλήσεων, ενιαία οικονομική οντότητα δεν υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να δεχθούν ότι μόνον η εν λόγω ενιαία οντότητα δύναται να χαρακτηρισθεί παραγωγός-εξαγωγέας. Πράγματι, η εν λόγω προκείμενη δεν λαμβάνει υπόψη την οικονομική πραγματικότητα που συνίσταται στο γεγονός ότι, μολονότι αδελφές εταιρίες που ανήκουν στους ίδιους μετόχους αποτελούν μέλη του ιδίου ομίλου ή ακόμη, αν αυτή θεωρηθεί αποδεδειγμένη, μέλη ενιαίας οικονομικής οντότητας, δύο παραγωγοί μπορούν να συνιστούν διακριτές νομικές οντότητες οι οποίες, κατά την περίοδο της έρευνας επιστροφής, παρήγαν και εμπορεύονταν τα προϊόντα τους ατομικώς.

(βλ. σκέψεις 108-112)

12.    Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009, ο εν λόγω κανονισμός σκοπεί, μεταξύ άλλων, στη μεταφορά, κατά το μέτρο του δυνατού, στο δίκαιο της Ένωσης των κανόνων που περιέχονται στη συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της γενικής συμφωνίας δασμών και εμπορίου του 1994 (συμφωνία αντιντάμπινγκ). Επομένως, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται, κατά το μέτρο του δυνατού, με γνώμονα τις αντίστοιχες διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Εντούτοις, όσον αφορά την εφαρμοστέα μέθοδο υπολογισμού προς τον σκοπό εκτιμήσεως αιτήσεως επιστροφής καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, η συμφωνία αντιντάμπινγκ δεν περιλαμβάνει διατάξεις ισοδύναμες με εκείνες του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, ο κανόνας του εν λόγω άρθρου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεταφορά ενός εκ των λεπτομερών κανόνων της εν λόγω συμφωνίας ο οποίος θα πρέπει να ερμηνεύεται συμφώνως προς αυτήν. Εξάλλου, από το γράμμα και το συγκείμενο των άρθρων 18.3 και 18.3.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προκύπτει ότι, εν αντιθέσει προς το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, το οποίο ορίζει τη μέθοδο που εφαρμόζεται σε κάθε έρευνα επιστροφής, το άρθρο 18.3.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ συγκαταλέγεται στις τελικές διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας και, ειδικότερα, στις οριζόμενες από το άρθρο 18.3 αυτής διατάξεις οι οποίες καθορίζουν τη διαχρονική ισχύ της.

(βλ. σκέψεις 135-137, 139)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 142-144)