Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Πολωνία) στις 20 Ιουλίου 2023 – G.T. κατά T. S.A.

(Υπόθεση C-455/23, Garera 1 )

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Najwyższy

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείων: G.T.

Αναιρεσίβλητη: T. S.A.

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της ερμηνείας που υιοθέτησε το Δικαστήριο στην απόφαση C-487/19 W.Ż., την έννοια ότι η τοποθέτηση δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) σε άλλο τμήμα του εν λόγω δικαστηρίου ώστε να ασκεί εκεί προσωρινά τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα, χωρίς τη συγκατάθεσή του, παραβιάζει τις αρχές της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών, κατά τρόπο ανάλογο με τη μετακίνηση δικαστή των τακτικών δικαστηρίων από ένα τμήμα του ίδιου δικαστηρίου σε άλλο, όταν:

- ο δικαστής τοποθετείται προκειμένου να αποφαίνεται επί υποθέσεων των οποίων το αντικείμενο δεν συμπίπτει με εκείνο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του τμήματος στο οποίο είναι διορισμένος ο εν λόγω δικαστής του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)·

- δεν παρέχεται στον δικαστή ένδικο βοήθημα για την προσβολή της αποφάσεως περί της εν λόγω τοποθετήσεως το οποίο να πληροί στις προϋποθέσεις που ορίζονται στη σκέψη 118 της αποφάσεως C-487/18 [C-487/19] W.Ż.·

- η απόφαση του πρώτου προέδρου του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) περί τοποθετήσεως σε άλλο τμήμα, αφενός, καθώς και η απόφαση του προέδρου ο οποίος είναι επικεφαλής του πολιτικού τμήματος του εν λόγω δικαστηρίου περί αναθέσεως ορισμένων υποθέσεων, αφετέρου, εκδόθηκαν από πρόσωπα που διορίστηκαν ως δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) υπό συνθήκες ίδιες με εκείνες της υποθέσεως C-487/18 [C-487/19] W.Ż. και, λαμβανομένης υπόψη της υφιστάμενης νομολογίας, οι ένδικες διαδικασίες στις οποίες μετέχουν τα εν λόγω πρόσωπα είτε είναι άκυρες είτε συνιστούν προσβολή του δικαιώματος του διαδίκου σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ·

- η τοποθέτηση δικαστή χωρίς τη συγκατάθεσή του για ορισμένο χρόνο σε τμήμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) διαφορετικό από εκείνο στο οποίο υπηρετεί, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να υποχρεούται να ασκεί δικαιοδοτικά καθήκοντα και στο τμήμα από το οποίο προέρχεται, δεν βρίσκει έρεισμα στο εθνικό δίκαιο·

- η τοποθέτηση δικαστή, χωρίς τη συγκατάθεσή του, για ορισμένο χρόνο σε τμήμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) διαφορετικό από εκείνο στο οποίο υπηρετεί συνεπάγεται παράβαση του άρθρου 6, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας 1 ;

Ανεξάρτητα από την απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, έχει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ την έννοια ότι δεν αποτελεί δικαστήριο «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως» δικαστήριο συγκροτηθέν κατόπιν της αποφάσεως του πρώτου προέδρου του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) περί τοποθετήσεως σε άλλο τμήμα του εν λόγω δικαστηρίου και αποφάσεως του προέδρου ο οποίος είναι επικεφαλής του πολιτικού τμήματος του δικαστηρίου αυτού να αναθέσει ορισμένες υποθέσεις στα πρόσωπα που έχουν διοριστεί ως δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) υπό συνθήκες ίδιες με εκείνες της υποθέσεως C-487/18 [C-487/19] W.Ż., όταν από την υφιστάμενη νομολογία προκύπτει ότι οι ένδικες διαδικασίες στις οποίες μετέχουν τα πρόσωπα που διορίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο είτε είναι άκυρες είτε συνιστούν προσβολή του δικαιώματος του διαδίκου σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ή απαντήσεως στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι το κατ’ αυτόν τον τρόπο συσταθέν δικαστήριο δεν αποτελεί δικαστήριο «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως», έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης την έννοια ότι οι δικαστές που τοποθετούνται σε δικαστήριο το οποίο έχει συσταθεί με τον τρόπο που περιγράφεται στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δύνανται να αρνηθούν να επιληφθούν της υποθέσεως που τους έχει ανατεθεί, συμπεριλαμβανομένης της εκδόσεως αποφάσεως, θεωρώντας ως ανυπόστατες τις αποφάσεις περί τοποθετήσεως σε άλλο τμήμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και περί αναθέσεως ορισμένων υποθέσεων, ή οφείλουν να εκδώσουν απόφαση, αφήνοντας τους διαδίκους να επιλέξουν αν θα την προσβάλουν για τον λόγο ότι συνιστά προσβολή του δικαιώματος του διαδίκου να δικασθεί η υπόθεσή του από δικαστήριο το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη;

____________

1 Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.

1 ΕΕ 2003, L 299, σ. 9.