Language of document : ECLI:EU:T:2017:41

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 26ης Ιανουαρίου 2017 (*)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων»

Στην υπόθεση T‑181/14 DEP,

Nürburgring GmbH, με έδρα το Nürburg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους M. Viefhues και C. Giersdorf, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO),

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Lutz Biedermann, κάτοικος Villingen‑Schwenningen (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από τους A. Jacob και M. Ziliox, δικηγόρους,

με αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων μετά την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Nürburgring κατά ΓΕΕΑ και Biedermann (Nordschleife) (T‑181/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:889),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis, πρόεδρο, Σ. Παπασάββα και O. Spineanu‑Matei (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Μαρτίου 2014, η προσφεύγουσα, Nürburgring GmbH, άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), της 20ής Ιανουαρίου 2014 (υπόθεση R 163/2013-4), επί διαδικασίας ανακοπής μεταξύ του Lutz Biedermann και της ίδιας.

2        Ο Lutz Biedermann παρενέβη προς στήριξη των αιτημάτων του EUIPO στην κύρια υπόθεση και ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

3        Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Nürburgring κατά ΓΕΕΑ και Biedermann (Nordschleife) (T‑181/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:889), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη και καταδίκασε την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του παρεμβαίνοντος, βάσει του άρθρου 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

4        Με ηλεκτρονικά μηνύματα της 21ης Απριλίου και της 3ης Μαΐου 2016, ο εκπρόσωπος του παρεμβαίνοντος ζήτησε από τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας να του καταβάλει το ποσό των αποδοτέων δικαστικών εξόδων. Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 4ης Μαΐου 2016, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας απάντησε ως εξής:

«[Ο] σύνδικος δεν μπορεί να προβεί σε πληρωμή χωρίς προηγούμενη επίσημη απόφαση, ανεξαρτήτως του ποσού δικαστικών εξόδων που ζητήσατε. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε απλώς να προβούμε σε συμφωνία και να ρυθμίσουμε συμβατικώς την απόδοση των δικαστικών εξόδων τα οποία ζητείτε.»

5        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Ιουνίου 2016, ο παρεμβαίνων ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το ύψος των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων που υποχρεούται να αποδώσει η προσφεύγουσα στο ποσό των 11 885,87 ευρώ, όσον αφορά τη διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Nordschleife (T‑181/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:889).

6        Η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε παρατηρήσεις επί της εν λόγω αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

7        Από το άρθρο 170, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι, σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο επί της αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου, αφού παράσχει στον διάδικο τον οποίον αφορά η αίτηση τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

8        Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, πριν την κατάθεση της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, η προσφεύγουσα είχε ενημερώσει τον παρεμβαίνοντα για την αδυναμία της να συμφωνήσει σε οποιοδήποτε ποσό αποδοτέων εξόδων και να προβεί σε πληρωμή χωρίς επίσημη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η δήλωση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως αμφισβήτηση σχετικά με την εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, κατά την έννοια του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Εξάλλου, από το γεγονός ότι, μετά την κατάθεση της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, η προσφεύγουσα ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν είχε πρόθεση να υποβάλει παρατηρήσεις επί της εν λόγω αιτήσεως δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι συναίνεσε ως προς το ύψος των ζητούμενων εξόδων ή ως προς την εκκαθάριση των δυνάμενων να αναζητηθούν εξόδων.

9        Κατά το άρθρο 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούνται ως δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων. Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι μπορούν να αναζητηθούν μόνον τα έξοδα τα οποία, αφενός, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, ήσαν αναγκαία για τον σκοπό αυτό [βλ. διάταξη της 17ης Μαρτίου 2016, Norma Lebensmittelfilialbetrieb κατά ΓΕΕΑ – Yorma’s (Yorma Eberl), T‑229/14 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:177, σκέψη 9 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

10      Όσον αφορά την αμοιβή των δικηγόρων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει την εξουσία να καθορίζει το ύψος της αμοιβής που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους, αλλά να ορίζει μέχρι ποιο ποσό μπορεί να ζητηθεί η απόδοση της αμοιβής αυτής έναντι του διαδίκου ο οποίος έχει καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Αποφαινόμενο επί της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη ούτε τυχόν εθνικό πίνακα δικηγορικών αμοιβών ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ του διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του (βλ. διατάξεις της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Ecoceane κατά EMSA, T‑518/09 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1109, σκέψη 12 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 17ης Μαρτίου 2016, Yorma Eberl, T‑229/14 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:177, σκέψη 10 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

11      Κατά πάγια επίσης νομολογία, ελλείψει διατάξεων σχετικών με το ύψος των αμοιβών, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης, καθώς και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, τον όγκο της εργασίας που κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι εκπρόσωποι ή σύμβουλοι των διαδίκων, καθώς και τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων (βλ. διατάξεις της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Ecoceane κατά EMSA, T‑518/09 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1109, σκέψη 13 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 17ης Μαρτίου 2016, Yorma Eberl, T‑229/14 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:177, σκέψη 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

12      Τέλος, επισημαίνεται ότι, όταν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο υπόκειται στον φόρο προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), δικαιούται να ανακτήσει από τις φορολογικές αρχές τον καταβληθέντα επί των αγαθών και των υπηρεσιών που αγοράζει ΦΠΑ. Επομένως, ο ΦΠΑ δεν αποτελεί έξοδο για το πρόσωπο αυτό και τα ποσά που καταβάλλονται ως τέτοιος φόρος δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων [βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 19ης Ιανουαρίου 2016, Copernicus-Trademarks κατά ΓΕΕΑ – Blue Coat Systems (BLUECO), T‑685/13 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:31, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Ως εκ τούτου, το ποσό που αναζητείται ως ΦΠΑ θεωρείται ως περιλαμβανόμενο στα δυνάμενα να αναζητηθούν δικαστικά έξοδα μόνον εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ζητεί το ποσό αυτό αποδείξει ότι δεν υπόκειται στον ΦΠΑ [βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 21ης Μαΐου 2014, Esge κατά ΓΕΕΑ – De’Longhi Benelux (KMIX), T‑444/10 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:356, σκέψη 42].

13      Το ποσό των δυνάμενων στην υπό κρίση υπόθεση να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων πρέπει να καθοριστεί βάσει των στοιχείων αυτών.

14      Κατ’ αρχάς, εφόσον ο παρεμβαίνων, ως δικαιούχος σήματος, είναι φυσικό πρόσωπο δυνάμενο να ασκεί οικονομική δραστηριότητα και να υπόκειται για τον λόγο αυτόν σε ΦΠΑ και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν απέδειξε ότι δεν υπέκειτο σε ΦΠΑ [βλ., συναφώς, διάταξη της 29ης Ιουνίου 2015, Reber κατά ΓΕΕΑ – Klusmeier (Wolfgang Amadeus Mozart PREMIUM), T‑530/10 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:482, σκέψη 51], το ποσό του ΦΠΑ επί των εξόδων και των αμοιβών του εκπροσώπου του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενο να αναζητηθεί δικαστικό έξοδο, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 12. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα αναγραφόμενα στα τιμολόγια ποσά χωρίς ΦΠΑ.

15      Πέραν τούτου, το ποσό των εξόδων των οποίων την απόδοση ζητεί ο παρεμβαίνων ανέρχεται σε 9 988,13 ευρώ χωρίς ΦΠΑ. Ο παρεμβαίνων προσκόμισε συναφώς δύο τιμολόγια των δικηγόρων του, της 24ης Ιουνίου 2014 και της 28ης Σεπτεμβρίου 2015, τα οποία αφορούσαν αντίστοιχα τις αμοιβές και τα έξοδα για τις περιόδους από 4 Απριλίου έως 24 Ιουνίου 2014 (στο εξής: πρώτη περίοδος) και από 6 Αυγούστου έως 28 Σεπτεμβρίου 2015 (στο εξής: δεύτερη περίοδος). Τα έξοδα την απόδοση των οποίων ζητεί ο παρεμβαίνων αναλύονται ως εξής:

–        δικηγορικές αμοιβές ύψους 5 445 ευρώ, οφειλόμενες για την πρώτη περίοδο, και ύψους 2 648,50 ευρώ, οφειλόμενες για τη δεύτερη περίοδο·

–        έξοδα μετακινήσεως και διαμονής ενός από τους εκπροσώπους του, προκειμένου να παρασταθεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, ανερχόμενα σε 1 121,65 ευρώ και οφειλόμενα για την πρώτη περίοδο·

–        έξοδα «φακέλου», φωτοτυπιών και ταχυδρομικών τελών ανερχόμενα σε 506,38 ευρώ για την πρώτη περίοδο και σε 266,60 ευρώ για τη δεύτερη περίοδο.

 Επί των δικηγορικών αμοιβών

16      Από τα έγγραφα που προσκόμισε ο παρεμβαίνων προκύπτει ότι αιτείται το συνολικό ποσό των 8 093,50 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 29,431 ώρες εργασίας που ο δικηγόρος του δηλώνει ότι αφιέρωσε σε εργασίες σχετικές με την κύρια υπόθεση και χρέωσε με 275 ευρώ ανά ώρα, ήτοι 5 445 ευρώ για 19,8 ώρες εργασίας κατά την πρώτη περίοδο και 2 648,50 ευρώ για 9,631 ώρες εργασίας κατά τη δεύτερη περίοδο.

17      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι το αντικείμενο και η φύση της κύριας υποθέσεως δεν παρουσίαζαν κάποια ιδιαίτερη πολυπλοκότητα. Επρόκειτο, συγκεκριμένα, για ένα ζήτημα που απαντά συχνά στις διαφορές του δικαίου των σημάτων, ήτοι το ζήτημα της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), το οποίο τέθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής κατά αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, η προσφεύγουσα προέβαλε προς στήριξη της προσφυγής της έναν και μοναδικό λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από την έλλειψη τέτοιου κινδύνου συγχύσεως. Η συγκεκριμένη υπόθεση δεν αφορούσε ούτε νέο νομικό ζήτημα ούτε πολύπλοκο πραγματικό ζήτημα και δεν μπορούσε, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ότι παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσχέρειες. Ομοίως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η υπόθεση δεν ήταν ιδιαιτέρως σημαντική από πλευράς δικαίου της Ένωσης, στο μέτρο που η απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Nordschleife (T‑181/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:889), εντάσσεται στο πλαίσιο πάγιας νομολογίας. Κατά τα λοιπά, ο παρεμβαίνων δεν υποστήριξε, με την αίτησή του περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων, ότι η υπόθεση ήταν ιδιαιτέρως πολύπλοκη ή σημαντική.

18      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, καίτοι στην υπόθεση διακυβευόταν προδήλως βέβαιο οικονομικό συμφέρον του παρεμβαίνοντος, ο τελευταίος δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το συμφέρον αυτό είχε στην προκειμένη περίπτωση ασυνήθιστο ή σημαντικά διαφορετικό χαρακτήρα από το συμφέρον στο οποίο στηρίζεται οποιαδήποτε ανακοπή κατά αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης [βλ., συναφώς, διατάξεις της 19ης Μαρτίου 2009, House of Donuts κατά ΓΕΕΑ – Panrico (House of donuts), T‑333/04 DEP και T‑334/04 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:73, σκέψη 15, και της 12ης Ιανουαρίου 2016, Boehringer Ingelheim International κατά ΓΕΕΑ – Lehning entreprise (ANGIPAX), T‑368/13 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:9, σκέψη 19].

19      Τρίτον, όσον αφορά τον όγκο της εργασίας που συνεπαγόταν η διαδικασία για τον παρεμβαίνοντα, υπενθυμίζεται ότι απόκειται στον δικαστή να λάβει υπόψη κυρίως τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας που παρίστανται αντικειμενικά αναγκαίες για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συναφώς, η δυνατότητα του δικαστή της Ένωσης να εκτιμά την αξία της επιτελεσθείσας εργασίας εξαρτάται από την ακρίβεια των παρασχεθεισών πληροφοριών (βλ. διάταξη της 12ης Ιανουαρίου 2016, ANGIPAX, T‑368/13 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:9, σκέψεις 15 και 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20      Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά την ωριαία χρέωση, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η χρέωση 275 ευρώ ανά ώρα εκ μέρους του δικηγόρου του παρεμβαίνοντος είναι υπερβολική και κρίνει ότι πρέπει να τη μειώσει σε 250 ευρώ, ποσό το οποίο θεωρεί εύλογο για το είδος της επίδικης εν προκειμένω διαφοράς [βλ., συναφώς, διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Giuntoli κατά EUIPO – Société des produits Nestlé (CREMERIA TOSCANA), T‑256/14 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:549, σκέψη 13 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι η χρέωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί προσήκουσα μόνον ως αμοιβή των υπηρεσιών ιδιαιτέρως έμπειρου επαγγελματία, ικανού να εργάζεται με μεγάλη αποτελεσματικότητα και ταχύτητα. Εξάλλου, η λήψη υπόψη μιας τέτοιου ύψους αμοιβής πρέπει να αντισταθμίζεται από μια κατ’ ανάγκην αυστηρή εκτίμηση του συνολικού αριθμού των ωρών εργασίας που ήταν αναγκαίες για τους σκοπούς της ένδικης διαδικασίας (βλ., συναφώς, διάταξη της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, Autortiesību un komunicēšanās konsultāciju aģentūra/Latvijas Autoru apvienība κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑414/08 DEP έως T‑420/08 DEP και T‑442/08 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:726, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Κατά συνέπεια, στο Γενικό Δικαστήριο απόκειται να προσδιορίσει εάν, για τις ενέργειες που πραγματοποίησε και τα έγγραφα που συνέταξε, ο δικηγόρος του παρεμβαίνοντος χρειάστηκε αντικειμενικά 19,8 ώρες εργασίας κατά την πρώτη περίοδο και 9,631 ώρες εργασίας κατά τη δεύτερη περίοδο.

22      Ο παρεμβαίνων απαριθμεί, συναφώς, τις ενέργειες στις οποίες προέβη και τα έγγραφα τα οποία συνέταξε ο εκπρόσωπός του στο πλαίσιο της κύριας υποθέσεως, δηλαδή την εξέταση του δικογράφου της προσφυγής, την προετοιμασία του υπομνήματος απαντήσεως της 20ής Ιουνίου 2014, την εξέταση του υπομνήματος απαντήσεως του EUIPO της 13ης Ιουνίου 2014, τη σύνταξη της αιτήσεώς του της 8ης Οκτωβρίου 2014 για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, την προετοιμασία της απαντήσεως της 6ης Αυγούστου 2015 στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο, την εξέταση των απαντήσεων της προσφεύγουσας και του EUIPO της 29ης Ιουλίου και της 3ης Αυγούστου 2015, αντιστοίχως, στο εν λόγω μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, την προετοιμασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2015 και, τέλος, την παράσταση σε αυτήν.

23      Εντούτοις, τα δύο τιμολόγια της 24ης Ιουνίου 2014 και της 28ης Σεπτεμβρίου 2015 που προσκόμισε ο παρεμβαίνων δεν αναλύουν λεπτομερώς τον χρόνο που χρειάστηκε για την παροχή καθεμιάς από τις υπηρεσίες αυτές. Η έλλειψη περισσότερο συγκεκριμένων πληροφοριών, όμως, καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή την επαλήθευση των ποσών που δαπανήθηκαν για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του αναγκαίου για τους σκοπούς αυτούς χαρακτήρα τους. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται κατ’ ανάγκην μια αυστηρή εκτίμηση των αμοιβών που μπορούν να αναζητηθούν [βλ., συναφώς, διάταξη της 1ης Αυγούστου 2014, Phonebook of the World κατά ΓΕΕΑ – Seat Pagine Gialle (PAGINE GIALLE), T‑589/11 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:731, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

24      Όσον αφορά τη διαδικασία στην κύρια υπόθεση, επισημαίνεται ότι η έγγραφη διαδικασία συνίστατο σε ανταλλαγή υπομνημάτων και ότι η επ’ ακροατηρίου συζήτηση πραγματοποιήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2015. Διαπιστώνεται ότι η πραγματική συμμετοχή του παρεμβαίνοντος στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου συνίστατο σε δισέλιδες παρατηρήσεις όσον αφορά τη γλώσσα διαδικασίας, στην υποβολή δεκασέλιδου υπομνήματος απαντήσεως, σε δισέλιδη τοποθέτηση σχετικά με τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, στη σύνταξη δισέλιδης απαντήσεως σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και στην παράσταση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

25      Πρώτον, επισημαίνεται ότι το υπόμνημα απαντήσεως του παρεμβαίνοντος περιείχε επιχειρηματολογία σχετική με την αντίκρουση των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας όσον αφορά τη σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, ένα ζήτημα που είχε ήδη συζητηθεί ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι η προετοιμασία του εν λόγω υπομνήματος δεν παρουσίαζε σημαντική δυσχέρεια. Πρέπει να αναφερθεί, εξάλλου, ότι ο εκπρόσωπος του παρεμβαίνοντος είχε ήδη εκτενή γνώση της υποθέσεως, καθώς τον είχε εκπροσωπήσει κατά τη διοικητική διαδικασία. Το γεγονός αυτό μπορεί να έχει διευκολύνει εν μέρει την εργασία του και να έχει μειώσει τον χρόνο που αφιέρωσε στην προετοιμασία του υπομνήματος απαντήσεως. Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι η εργασία που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών μειώνει τον όγκο της εργασίας που πρέπει να πραγματοποιηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, και τα σχετικά ποσά που μπορούν να αναζητηθούν (διάταξη της 19ης Ιανουαρίου 2016, BLUECO, T‑685/13 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:31, σκέψη 21).

26      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι οι παρατηρήσεις επί της γλώσσας διαδικασίας, οι οποίες δεν είχαν ως αντικείμενο την αμφισβήτησή της, η αιτιολόγηση της τοποθετήσεως όσον αφορά τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, καθώς και η απάντηση σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου αποτελούν σύντομα έγγραφα.

27      Τρίτον, πρέπει να αναφερθεί ότι η επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην οποία συμμετείχε ο παρεμβαίνων είχε διάρκεια μίας ώρας και τριών λεπτών.

28      Τέταρτον, το τιμολόγιο της 28ης Σεπτεμβρίου 2015, το οποίο αφορούσε τη δεύτερη περίοδο, αναφέρεται και στα έξοδα της μεταγενέστερης της 16ης Σεπτεμβρίου 2015 –ημερομηνίας διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως– περιόδου, τα οποία αφορούν έκθεση σχετικά με τη συζήτηση αυτή που συντάχθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2015, χωρίς τα εν λόγω έξοδα να μπορούν να προσδιοριστούν ακριβώς, καθόσον δεν υφίσταται στο τιμολόγιο αυτό λεπτομερής ανάλυση των εξόδων (βλ. ανωτέρω, σκέψη 23). Σύμφωνα, όμως, με τη νομολογία, η απόδοση των εξόδων που αφορούν τη μεταγενέστερη της προφορικής διαδικασίας περίοδο πρέπει να απορρίπτεται όταν, όπως εν προκειμένω, δεν επιχειρήθηκε καμία διαδικαστική πράξη μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ., συναφώς, διάταξη της 17ης Μαρτίου 2016, Yorma Eberl, T‑229/14 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:177, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο αριθμός των ωρών εργασίας που χρεώθηκαν από τον εκπρόσωπο του παρεμβαίνοντος φαίνεται μεγαλύτερος από εκείνον που θα μπορούσε να θεωρηθεί αναγκαίος για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην κύρια υπόθεση, καθόσον τα τιμολόγια αμοιβών που προσκομίστηκαν από τον παρεμβαίνοντα δεν περιέχουν επαρκείς διευκρινίσεις ώστε να καταστεί δυνατόν να εκτιμηθεί αν ένας τέτοιος αριθμός ωρών ήταν δικαιολογημένος.

30      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να προσδιορίσει σε 18 ώρες τον συνολικό χρόνο εργασίας του δικηγόρου του παρεμβαίνοντος που ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τους σκοπούς της εκπροσωπήσεως του τελευταίου κατά την ένδικη διαδικασία.

31      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, το ποσό των δικαστικών εξόδων που δύναται να αναζητήσει ο παρεμβαίνων ως δικηγορική αμοιβή καθορίζεται κατά δίκαιη κρίση σε 4 500 ευρώ.

 Επί των δαπανών

32      Όσον αφορά τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής στα οποία υποβλήθηκε ο εκπρόσωπος του παρεμβαίνοντος προκειμένου να παραστεί κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, καθώς και τα έξοδα «φακέλου», φωτοτυπιών και ταχυδρομικών τελών, ο εκπρόσωπος του παρεμβαίνοντος αποτίμησε τα πρώτα σε 1 121,65 ευρώ και τα δεύτερα σε 506,38 ευρώ για την πρώτη περίοδο και σε 266,60 ευρώ για τη δεύτερη περίοδο.

33      Επισημαίνεται ότι ο εκπρόσωπος του παρεμβαίνοντος χρέωσε ως έξοδα μετακινήσεως και διαμονής του ποσό 1 121,65 ευρώ για μετακινήσεις με αεροπλάνο και ταξί, καθώς και για τη διαμονή σε ξενοδοχείο. Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι τα διάφορα αυτά έξοδα δεν αναφέρονται λεπτομερώς και ότι ο παρεμβαίνων δεν προσκόμισε προς απόδειξη του ύψους τους κανένα δικαιολογητικό στοιχείο πέραν του τιμολογίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2015 που εξέδωσε στο όνομα του παρεμβαίνοντος ο εκπρόσωπός του.

34      Στον αιτούντα όμως απόκειται να προσκομίσει τα δικαιολογητικά στοιχεία προς απόδειξη της πραγματοποιήσεως και του ύψους των εξόδων μετακινήσεως και διαμονής των οποίων ζητεί την απόδοση. Συγκεκριμένα, ούτε ο διάδικος που καταδικάζεται στα έξοδα ούτε το Γενικό Δικαστήριο μπορούν να υποχρεωθούν να εκτιμήσουν τα έξοδα αυτά βάσει απλής αναφοράς ενός αριθμητικού ποσού από τον αιτούντα, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση απέκειτο στον παρεμβαίνοντα να προσκομίσει, μεταξύ άλλων, απόδειξη αγοράς αεροπορικού εισιτηρίου ή κάρτες επιβιβάσεως, απόδειξη ξενοδοχείου ή κρατήσεως σε ξενοδοχείο και μία ή περισσότερες αποδείξεις για έξοδα ταξί.

35      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, ελλείψει οποιουδήποτε δικαιολογητικού στοιχείου που θα μπορούσε να αποδείξει την πραγματοποίηση και το ύψος των διαφόρων εξόδων μετακινήσεως και διαμονής του εκπροσώπου του παρεμβαίνοντος, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να καταδικαστεί στην απόδοση των εξόδων αυτών στον παρεμβαίνοντα και πρέπει να κριθεί ότι τα έξοδα αυτά δεν μπορούν να αναζητηθούν.

36      Όσον αφορά τα έξοδα «φακέλου», φωτοτυπιών και ταχυδρομικών τελών, τα οποία αποτιμώνται σε 506,38 ευρώ για την πρώτη περίοδο και σε 266,60 ευρώ για τη δεύτερη περίοδο, το Γενικό Δικαστήριο τα θεωρεί υπερβολικά και κρίνει, ως εκ τούτου, ότι πρέπει, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να προσδιορίσει κατ’ αποκοπήν το ποσό των σχετικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν σε 100 ευρώ.

37      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ορίζει κατά δίκαιη κρίση το ποσό των δυνάμενων να αναζητηθούν από τον παρεμβαίνοντα εξόδων σε σχέση με τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε 4 600 ευρώ, ποσό για τον προσδιορισμό του οποίου ελήφθησαν υπόψη όλες οι περιστάσεις της υποθέσεως μέχρι τον χρόνο εκδόσεως της παρούσας διατάξεως.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

διατάσσει:

Το συνολικό ποσό των εξόδων που πρέπει να αποδοθούν από τη NürburgringGmbH στον LutzBiedermann ορίζεται σε 4 600 ευρώ.

Λουξεμβούργο, 26 Ιανουαρίου 2017.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

G. Berardis


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.