Language of document :

Αναίρεση που άσκησαν την 21η Φεβρουαρίου 2022 οι Ζωή Αποστολοπούλου και Αναστασία Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) που εκδόθηκε την 21η Δεκεμβρίου 2021 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-721/18 και Τ-81/19, Αποστολοπούλου και Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-124/22 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Ζωή Αποστολοπούλου και Αναστασία Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη (Διονύσιος Γκούσκος, δικηγόρος)

Αντίδικος στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο της ΕΕ

Να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της 21.12.2021 του Γενικού Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-721/18 και Τ-81/191 .

Να γίνουν δεκτές στο σύνολό τους οι αγωγές στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-721/18 και Τ-81/19.

Να καταδικαστούν οι αντίδικοι στην δικαστική δαπάνη των εναγουσών – αναιρεσειουσών αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν πέντε (5) λόγους:

1. Πρώτος λόγος : Αντιφατικές και εσφαλμένες αιτιολογίες ως προς την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως εκ μέρους της Επιτροπής

Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απέρριψε ως απαράδεκτο τον ισχυρισμό των εναγουσών περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοικήσεως κρίνοντας ότι στις συνεκδικαζόμενες αγωγές δεν παρατίθενται τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο εν λόγω ισχυρισμός, δηλαδή με εσφαλμένη και αντιφατική αιτιολογία διότι : 1. Το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει τις ασκηθείσες αγωγές ορισμένες, σαφείς και πλήρεις κατά περιεχόμενο και είχε απορρίψει την ένσταση περί απαραδέκτου λόγω αοριστίας των αγωγών της Επιτροπής (σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης).2. Το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο έκρινε (σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασής) ότι η Επιτροπή πράγματι διέλαβε στα δικόγραφά της για τις ενάγουσες τους ψευδείς ισχυρισμούς για τους οποίους παραπονούνται οι ενάγουσες ότι συνιστούν συμπεριφορά αντίθετη με την αρχή της χρηστής διοίκησης. Δηλαδή, όχι μόνον παρατίθεντο τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία (όπως άλλωστε, προκύπτει από απλή ανάγνωση των δικογράφων των δύο αγωγών) αλλά το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη αποφανθεί επ’ αυτών. 3. Αυτή καθεαυτή η παραδοχή του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή προέβαλε ψευδείς ισχυρισμούς για τις ενάγουσες στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας, επιχειρώντας την ανάκτηση χρηματικών ποσών που ΔΕΝ είχαν επιδικασθεί σε βάρος των εναγουσών, συνιστά εξόφθαλμη περίπτωση παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης εκ μέρους της Επιτροπής. Διαφορετικά, θα έπρεπε κανείς να δεχθεί ότι το να ψεύδεται ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης ενώπιον του εθνικού δικαστή σε βάρος πολιτών της Ένωσης, είναι πρακτική σύμφωνη με τους κανόνες της χρηστής διοικήσεως.

2. Δεύτερος λόγος : Μη νόμιμης αιτιολογίας με βάση ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν και παράλειψη εκδίκασης των αιτημάτων των αγωγών για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από συγκεκριμένους ψευδείς και προσβλητικούς ισχυρισμούς της Επιτροπής

Το Γενικό Δικαστήριο, αντί να εξετάσει τους συγκεκριμένους ψευδείς και προσβλητικούς ισχυρισμούς και τις επιμέρους φράσεις που περιέλαβε η Επιτροπή στα δικόγραφά της για τις ενάγουσες, οι οποίες αποτελούσαν την ιστορική βάση και τα αντικείμενο κρίσης των δύο αγωγών, για να αποφανθεί εάν συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας των εναγουσών και θεμελιώνουν αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όπως ζητούν οι ενάγουσες στις δύο αγωγές τους, αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή δεν κατηγόρησε τις ενάγουσες για διάπραξη απάτης και με βάση την κρίση αυτή απέρριψε τις συνεκδικαζόμενες αγωγές. Η κρίση όμως αυτή είναι άσχετη με το αντικείμενο των συνεκδικαζόμενων αγωγών, αφού οι ενάγουσες δεν ζητούν στις αγωγές τους χρηματική ικανοποίηση επειδή τάχα η Επιτροπή τις κατηγόρησε για απάτη. Με αυτή του την κρίση, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί ισχυρισμού που δεν προβλήθηκε από τις ενάγουσες και για το λόγο αυτό δεν συνιστά νόμιμη αιτιολογία. Έτσι, το Γενικό Δικαστήριο αφενός άφησε αδίκαστες τις συνεκδικαζόμενες αγωγές αφετέρου στέρησε την απόφασή του από νόμιμη αιτιολογία.

3. Τρίτος λόγος : Παραμόρφωση των ισχυρισμών των εναγουσών και αντιφατικές κρίσεις ως προς την παραβίαση της αρχής της δικονομικής εντιμότητας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη

Όλως αντιφατικά το Γενικό Δικαστήριο, ενώ ανέφερε ορθά ότι οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά την οποία προσάπτουν στην Επιτροπή στην υπόθεση Τ-81/19 αντέβαινε τόσο στο καθήκον αληθείας και ευθυδικίας των διαδίκων, που συνιστά κοινή αρχή του δικαίου στα κράτη - μέλη όσο και στη θεμελιώδη γενική αρχή της δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), στη συνέχεια, αποφάνθηκε ότι δήθεν οι ενάγουσες δεν προέβαλαν παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης. Τούτο, όμως, προκύπτει από απλή ανάγνωση του δικογράφου των αγωγών τους. Με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο κατέλειπε αδίκαστη κατά το μέρος αυτό την αγωγή στην υπόθεση Τ-81/19 και διέλαβε αντιφατικές και μη νόμιμες αιτιολογίες.

4. Τέταρτος λόγος : Παραμόρφωση περιεχομένων των αγωγών και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 299, 268, 340 ΣΛΕΕ

Το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα διέλαβε : 1. ότι τάχα αντικείμενο της δίκης ήταν η συμπεριφορά των εκπροσώπων της Επιτροπής (ως νομικών παραστατών), ενώ διάδικος και υπόχρεη προς αποζημίωση λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης είναι η ίδια η Επιτροπή, 2. ότι η παραβίαση του καθήκοντος αληθείας εκ μέρους της Επιτροπής και η παραβίαση του δικαιώματος των εναγουσών σε δίκαιη δίκη εμπίπτουν στον έλεγχο της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων που ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, ενώ οι αναφερόμενες στις αγωγές παραβιάσεις εκ μέρους της Επιτροπής συνιστούν παραβάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων πολιτών της Ένωσης εκ μέρους θεσμικού οργάνου της Ένωσης που γεννούν δικαίωμα αποζημίωσης από εξωσυμβατική ευθύνη, το δε Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο κατ’ άρθρα 268 και 340 ΣΛΕΕ και 3. ότι οι ενάγουσες επικαλούνται παραβίαση εθνικού δικονομικού κανόνα, ενώ οι ενάγουσες επικαλούνται την παραβίαση αρχών δικαίου κοινών στα κράτη μέλη, γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης και Θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης, όπως προκύπτει από απλή ανάγνωση των αγωγών και σε άλλα σημεία της απόφασής του δέχεται και το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο.

5. Πέμπτος λόγος : Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 299, 317 ΣΛΕΕ και 325 ΣΛΕΕ

Το Γενικό Δικαστήριο, ενώ αποδέχεται πλήρως τον ισχυρισμό περί «ΨΕΥΔΩΝ αναφορών» της Επιτροπής σε βάρος των εναγουσών, προβαίνει σε μία καθόλα αυθαίρετη διεύρυνση του δικαιώματος της Επιτροπής να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση που της επιδικάζει απαίτηση, παραβλέποντας με τρόπο παράδοξο και πρωτοφανή στη νομική σκέψη ότι το παραπάνω αναφαίρετο δικαίωμά της η Επιτροπή δεν μπορεί να το ασκεί ψευδόμενη και πλήττοντας τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα των εναγουσών, τα οποία αποτελούν το ελάχιστο δημοκρατικό όριο σε οιαδήποτε παράνομη συμπεριφορά θεσμικών οργάνων της ΕΕ.

____________

1 ECLI: ECLI:EU:T:2021:933