Language of document : ECLI:EU:T:2024:128

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Φυτικές ποικιλίες – Παραχώρηση κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών για την ποικιλία SK20 – Απαράδεκτο της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94»

Στην υπόθεση T‑556/22,

House Foods Group, Inc., με έδρα την Οσάκα (Ιαπωνία), εκπροσωπούμενη από τον G. Würtenberger, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ), εκπροσωπούμενου από τις M. García-Moncó Fuente και O. Lamberti,

καθού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Schalin, πρόεδρο, I. Nõmm και G. Steinfatt (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: A. Juhász-Tóth, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα House Foods Group, Inc. ζητεί την ακύρωση της απόφασης του τμήματος προσφυγών του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) της 1ης Ιουλίου 2022 (υπόθεση A 018/2021) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 18 Σεπτεμβρίου 2017 η προσφεύγουσα υπέβαλε στο ΚΓΦΠ αίτηση για να της παραχωρηθεί κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ 1994, L 227, σ. 1).

3        Η φυτική ποικιλία για την οποία ζητήθηκε η παραχώρηση κοινοτικού δικαιώματος είναι η ποικιλία κρεμμυδιού SK20 που ανήκει στο είδος Allium cepa.

4        Στο τεχνικό ερωτηματολόγιο που επισυνάφθηκε στην επίμαχη αίτηση για την παραχώρηση κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, η προσφεύγουσα, απαντώντας στην ερώτηση 07.02 «Υπάρχουν επιπλέον χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στη διάκριση της ποικιλίας, πέραν των πληροφοριών που παρέχονται στα τμήματα 5 και 6;», αναφέρεται στις «πολύ μικρές ποσότητες δακρυγόνου παράγοντα και πυροσταφυλικού οξέος» στην υποψήφια ποικιλία.

5        Το ΚΓΦΠ ανέθεσε στη Naktuinbouw (υπηρεσία επιθεώρησης φυτοκαλλιεργειών, Κάτω Χώρες, στο εξής: γραφείο εξέτασης) να προβεί στην τεχνική εξέταση του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94.

6        Στις 14 Σεπτεμβρίου 2020 το γραφείο εξέτασης εξέδωσε το τελικό πόρισμα της τεχνικής εξέτασης, στο οποίο αναφερόταν ότι η ποικιλία πληρούσε τα κριτήρια της διάκρισης, της ομοιογένειας και της σταθερότητας (στο εξής: κριτήρια ΔΟΣ) και το οποίο συνοδευόταν από πρόταση περιγραφής της υποψήφιας ποικιλίας. Το ΚΓΦΠ κοινοποίησε το τελικό αυτό πόρισμα στην προσφεύγουσα στις 21 Οκτωβρίου 2020 και την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94.

7        Στις 21 Δεκεμβρίου 2020 η προσφεύγουσα υπέβαλε στο ΚΓΦΠ αίτημα να περιληφθούν στην περιγραφή των χαρακτηριστικών ο χαμηλός δείκτης δακρυγόνου παράγοντα και πυροσταφυλικού οξέος, όπως είχαν περιγραφεί στο σημείο 07.02 του τεχνικού ερωτηματολογίου, καθόσον η περιγραφή αυτή θα καθόριζε την έκταση του δικαιώματος επί της ποικιλίας και στο μέτρο που ο εν λόγω χαμηλός δείκτης αποτελούσε εξαιρετική ιδιότητα και είχε μεγάλη καλλιεργητική αξία, ειδικά για τη χρήση της υποψήφιας ποικιλίας.

8        Στις 4 Φεβρουαρίου 2021 το ΚΓΦΠ ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, μετά από εσωτερική συζήτηση, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αίτησή της δεν μπορούσε να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι η περιγραφή της ποικιλίας έπρεπε να περιέχει χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν στο εφαρμοστέο τεχνικό πρωτόκολλο ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, και επιπλέον χαρακτηριστικά, αλλά μόνον εάν αυτά είχαν χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της τεχνικής εξέτασης για την αξιολόγηση του διακριτού χαρακτήρα της υποψήφιας ποικιλίας έναντι των κοινώς γνωστών ποικιλιών, πράγμα που δεν συνέβαινε εν προκειμένω.

9        Στις 9 Φεβρουαρίου 2021 η προσφεύγουσα απάντησε στο ΚΓΦΠ, υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, την εμπορική αξία της προσπάθειάς της να εξασφαλίσει κοινοτικό δικαίωμα επί της ποικιλίας, και επισήμανε ότι είχε αναφέρει το επιπλέον χαρακτηριστικό στο σημείο 07.02 του τεχνικού ερωτηματολογίου. Διευκρίνισε δε ότι, κατά την άποψή της, η σχετική ένδειξη υποχρέωνε το ΚΓΦΠ να λάβει υπόψη το εν λόγω χαρακτηριστικό και ζήτησε, ως εκ τούτου, να πληροφορηθεί αν αυτό είχε ληφθεί υπόψη πριν από την έναρξη της τεχνικής εξέτασης και, αν όχι, για ποιους λόγους δεν είχε εξεταστεί.

10      Στις 7 Απριλίου 2021 το ΚΓΦΠ ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι δεν ελήφθη υπόψη κατά την εξέταση το επιπλέον χαρακτηριστικό «χαμηλός δείκτης δακρυγόνου παράγοντα και πυροσταφυλικού οξέος» και ότι το αποτέλεσμα της εξέτασης ήταν αδιαμφισβήτητο βάσει των τυποποιημένων χαρακτηριστικών. Ισχυρίστηκε δε ότι όφειλε να εφαρμόσει το τεχνικό του πρωτόκολλο και ότι, εφόσον το χαρακτηριστικό του οποίου τη συνεκτίμηση ζητούσε η προσφεύγουσα δεν περιλαμβανόταν στο πρωτόκολλο αυτό, το γραφείο εξέτασης δεν είχε κανένα λόγο να συμπεριλάβει στη συνήθη εξέταση που αφορούσε τα κριτήρια ΔΟΣ. Το ΚΓΦΠ ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να εξετάζει κάθε χαρακτηριστικό που επικαλούνται οι αιτούντες, αν η εξέταση αυτή δεν είναι αναγκαία για την έκδοση της απόφασής του επί της αιτήσεως. Παρά ταύτα, η συμπληρωματική αυτή πληροφορία περιλήφθηκε στον φάκελο της ποικιλίας SK20. Το ΚΓΦΠ διαβιβάζει τα τεχνικά ερωτηματολόγια στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, οπότε αν ένας τρίτος υποβάλει αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για το επίμαχο χαρακτηριστικό, θα υπάρχει στους φακέλους του αναφορά που θα αποδεικνύει τη σχετική εξέλιξη στον τομέα των τεχνικών δημιουργίας φυτικών ποικιλιών.

11      Με απόφαση της 3ης Μαΐου 2021, το ΚΓΦΠ παραχώρησε δικαίωμα επί της υποψήφιας ποικιλίας (στο εξής: απόφαση για την παραχώρηση δικαιώματος). Η απόφαση αυτή συνοδευόταν από την επίσημη περιγραφή της ποικιλίας, όπως είχε διατυπωθεί από το γραφείο εξέτασης.

12      Την 1η Ιουλίου 2021 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης για την παραχώρηση δικαιώματος, ζητώντας να ληφθεί υπόψη ο χαμηλός δείκτης δακρυγόνου παράγοντα και πυροσταφυλικού οξέος στην επίσημη περιγραφή της ποικιλίας ή, επικουρικώς, να διενεργηθεί νέα τεχνική εξέταση προκειμένου να αξιολογηθεί η υποψήφια ποικιλία βάσει του χαρακτηριστικού αυτού.

13      Στις 16 Σεπτεμβρίου 2021 η επιτροπή διόρθωσης του ΚΓΦΠ αποφάσισε να μη διορθώσει την απόφαση για την παραχώρηση δικαιώματος, με το σκεπτικό ότι η προσφυγή της προσφεύγουσας ήταν απαράδεκτη βάσει του άρθρου 49, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 874/2009 της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 2100/94 του Συμβουλίου όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες ενώπιον του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΕΕ 2009, L 251, σ. 3). Δεδομένου ότι η απόφαση για την παραχώρηση δικαιώματος δεν διορθώθηκε, η προσφυγή διαβιβάστηκε στο τμήμα προσφυγών του ΚΓΦΠ.

14      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών του ΚΓΦΠ απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη βάσει του άρθρου 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 874/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 81 του κανονισμού 2100/94. Έκρινε δε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε έννομο συμφέρον, επειδή η προσφυγή της δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι δεν προσέβαλλε την απόφαση για την παραχώρηση κοινοτικού δικαιώματος επί της φυτικής ποικιλίας SK20. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών επισήμανε κατ’ ουσίαν ότι ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ ουδόλως ήταν υποχρεωμένος να εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 23 του κανονισμού 874/2009, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να προσθέσει νέα χαρακτηριστικά και την έκφραση αυτών σε συνάρτηση με μια ποικιλία, δεδομένου ότι ο διακριτός χαρακτήρας της υποψήφιας ποικιλίας είχε ήδη αποδειχθεί βάσει των χαρακτηριστικών που περιλαμβάνονταν στο σχετικό τεχνικό πρωτόκολλο και ότι αρκεί η ποικιλία να διακρίνεται σαφώς από ένα τουλάχιστον χαρακτηριστικό για να μπορεί να παραχωρηθεί κοινοτικό δικαίωμα επ’ αυτής. Επομένως, δεν ήταν αναγκαίο για τους σκοπούς της διάκρισης να ληφθεί υπόψη το επιπλέον χαρακτηριστικό που επικαλείται η προσφεύγουσα.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΚΓΦΠ στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν δύο λόγους ακυρώσεως, ο πρώτος εκ των οποίων αφορά παράβαση του άρθρου 81 του κανονισμού 2100/94 και ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 76.

 Επί του λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 81 του κανονισμού 2100/94

18      Όπως επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα θεωρεί κατ’ ουσίαν ότι έχει έννομο συμφέρον στο μέτρο που το ΚΓΦΠ της παραχώρησε μικρότερης έκτασης δικαίωμα από εκείνο που είχε ζητήσει, αποφασίζοντας να μην περιλάβει στην επίσημη περιγραφή της ποικιλίας τον χαμηλό δείκτη δακρυγόνου παράγοντα και πυροσταφυλικού οξέος, και ότι, ως εκ τούτου, η προσφυγή της έπρεπε να κριθεί παραδεκτή.

19      Το ΚΓΦΠ αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

20      Με το σημείο 14 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη βάσει του άρθρου 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 874/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 81 του κανονισμού 2100/94. Ειδικότερα, έκρινε ότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον αν η προσφυγή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά το τμήμα προσφυγών, αυτό ακριβώς συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την απόφαση για την παραχώρηση δικαιώματος, αλλά μόνον ένα τμήμα της περιγραφής της ποικιλίας που αφορά τον κατάλογο των χαρακτηριστικών της.

21      Κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός ή οι διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει αυτού δεν προβλέπουν διαδικαστικές διατάξεις, το ΚΓΦΠ εφαρμόζει τις αρχές του δικονομικού δικαίου που είναι γενικά αναγνωρισμένες στα κράτη μέλη.

22      Δεν αμφισβητείται ότι καμία διάταξη του κανονισμού 2100/94 ή του κανονισμού 874/2009 δεν ρυθμίζει το ζήτημα του απαραδέκτου προσφυγής λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος. Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, το οποίο παραπέμπει στις γενικά αναγνωρισμένες στα κράτη μέλη αρχές του δικονομικού δικαίου.

23      Όπως αναγνώρισαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος συνιστά αρχή του δικονομικού δικαίου γενικά αναγνωρισμένη στα κράτη μέλη.

24      Συγκεκριμένα, το έννομο συμφέρον συνιστά την ουσιώδη και κύρια προϋπόθεση της προσφυγής στη δικαιοσύνη. Επομένως, προσφυγή ακυρώσεως που έχει ασκηθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέτρο που ο προσφεύγων έχει συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης μπορεί αφ’ εαυτής να επάγεται έννομες συνέπειες και, συνεπώς, ότι η προσφυγή μπορεί με το αποτέλεσμά της να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, HSH Investment Holdings Coinvest-C και HSH Investment Holdings FSO κατά Επιτροπής, T‑499/12, EU:T:2015:840, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, μπορεί να ωφελήσει την προσφεύγουσα η τροποποίηση της περιγραφής της ποικιλίας για την οποία ζητήθηκε η παραχώρηση κοινοτικού δικαιώματος, όπως αυτή συνοδεύει τη σχετική απόφαση. Τούτο προϋποθέτει τη διαπίστωση ότι, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, τα χαρακτηριστικά που περιλαμβάνονται στην επίσημη περιγραφή μιας ποικιλίας επί της οποίας ζητείται η παραχώρηση δικαιώματος καθορίζουν την έκταση του δικαιώματος αυτού.

26      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, αντικείμενο των κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών μπορούν να αποτελούν ποικιλίες όλων των βοτανικών γενών και ειδών, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των υβριδίων τους.

27      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, ως «ποικιλία» νοείται ομάδα φυτών εντός μιας βοτανικής ταξινομικής μονάδας της κατώτερης γνωστής κατηγορίας, η οποία ομάδα, ασχέτως του εάν πληρούνται εξ ολοκλήρου οι όροι για την παροχή δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, μπορεί να οριστεί από την εκδήλωση των χαρακτηριστικών που προκύπτει από ένα συγκεκριμένο γονότυπο ή συνδυασμό γονοτύπων, να τη διακρίνει από κάθε άλλη ομάδα φυτών η εκδήλωση ενός τουλάχιστον από τα εν λόγω χαρακτηριστικά, και να θεωρείται ως μονάδα σε σχέση με την καταλληλότητά της να αναπαράγεται χωρίς μεταβολές.

28      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94, η ομάδα φυτών αποτελείται από ολόκληρα φυτά ή από μέρη φυτών, εφόσον τα μέρη αυτά είναι ικανά να παράγουν ολόκληρα φυτά, τα οποία καλούνται από κοινού «συστατικά ποικιλίας».

29      Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 2100/94, το κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας παραχωρείται για ποικιλίες που είναι διακριτές, ομοιογενείς, σταθερές και νέες.

30      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 διευκρινίζει ότι μια ποικιλία θεωρείται διακριτή όταν μπορεί να διακρίνεται σαφώς, βάσει της εκδήλωσης των χαρακτηριστικών που προκύπτει από έναν ιδιαίτερο γονότυπο ή συνδυασμό γονοτύπων, από κάθε άλλη ποικιλία η ύπαρξη της οποίας είναι κοινώς γνωστή κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης.

31      Επιπλέον, το άρθρο 8 του κανονισμού 2100/94 ορίζει ότι μια ποικιλία θεωρείται ομοιογενής εάν, πέραν της μεταβολής που είναι δυνατόν να αναμένεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αναπαραγωγής της, είναι αρκετά ομοιογενής ως προς την εκδήλωση των χαρακτηριστικών εκείνων που περιλαμβάνονται στην εξέταση της διάκρισης, καθώς και όποιων άλλων χαρακτηριστικών χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της ποικιλίας.

32      Τέλος, κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 2100/94, μια ποικιλία θεωρείται σταθερή αν η εκδήλωση των χαρακτηριστικών τα οποία περιλαμβάνονται στην εξέταση της διάκρισης, καθώς και όποιων άλλων χαρακτηριστικών χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της ποικιλίας, παραμένει αναλλοίωτη μετά από επαναλαμβανόμενες αναπαραγωγές ή, σε περίπτωση συγκεκριμένου κύκλου αναπαραγωγής, κατά το τέλος κάθε κύκλου.

33      Κατά πρώτον, όπως προκύπτει από το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94, ως «ποικιλία» νοείται ομάδα φυτών η οποία μπορεί, μεταξύ άλλων, να οριστεί με βάση την εκδήλωση του συνόλου των χαρακτηριστικών που προκύπτουν από τον γονότυπό της.

34      Κατά δεύτερον, από τα άρθρα 6 έως 9 του κανονισμού 2100/94 προκύπτει ότι η εκδήλωση των χαρακτηριστικών που προκύπτουν από τον γονότυπο της ποικιλίας χρησιμεύει για να εξακριβωθεί αν η ποικιλία πληροί τα κριτήρια ΔΟΣ και αν, ως εκ τούτου, μπορεί να παραχωρηθεί επ’ αυτής κοινοτικό δικαίωμα.

35      Εξάλλου, στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2100/94 αναφέρεται ότι, «για τη χορήγηση κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικής ποικιλίας, είναι απαραίτητος ο καθορισμός σημαντικών χαρακτηριστικών που αφορούν την ποικιλία» και ότι «τα χαρακτηριστικά αυτά δεν πρέπει απαραιτήτως να σχετίζονται με την οικονομική […] σημασία» της ποικιλίας.

36      Επομένως, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η παραχώρηση κοινοτικού δικαιώματος επί υποψήφιας φυτικής ποικιλίας δεν προϋποθέτει εξαντλητική αξιολόγηση όλων των χαρακτηριστικών που θα μπορούσαν να προκύψουν από τον γονότυπο της ποικιλίας αυτής, αλλά μόνον εκείνων που είναι αρκούντως κρίσιμα ώστε να δικαιολογούν την παραχώρηση κοινοτικού δικαιώματος επ’ αυτής και, ιδίως, των χαρακτηριστικών που τη διακρίνουν από άλλες. Ως εκ τούτου, η τεχνική εξέταση που προβλέπεται από το άρθρο 55 του κανονισμού 2100/94 αποσκοπεί στο να εξακριβώσει απλώς αν η υποψήφια ποικιλία είναι επαρκώς διακριτή, ομοιογενής και σταθερή σε σχέση με άλλες κοινώς γνωστές ποικιλίες. Δεν αποσκοπεί, ωστόσο, στην αξιολόγηση όλων των χαρακτηριστικών που μπορούν να προκύψουν από τον γονότυπο της υποψήφιας ποικιλίας, ούτε στην αξιολόγηση της χρησιμότητας ή της εμπορικής αξίας των χαρακτηριστικών αυτών, δεδομένου ότι η παραχώρηση δικαιώματος επί νέας ποικιλίας δεν προϋποθέτει σε καμία περίπτωση την ύπαρξη χαρακτηριστικών με εγγενή εμπορική αξία.

37      Επομένως, η επίσημη περιγραφή της ποικιλίας από το γραφείο εξέτασης, η οποία αποτελεί απλώς σύνοψη των παρατηρήσεων που καταγράφηκαν κατά την τεχνική εξέταση, δεν αποσκοπεί ούτε στο να αποτυπώσει την εκδήλωση όλων των χαρακτηριστικών που προκύπτουν από τον γονότυπο της υποψήφιας ποικιλίας και τη διακρίνουν από άλλες, όπως είναι ο χαμηλός δείκτης δακρυγόνου παράγοντα και πυροσταφυλικού οξέος που επικαλείται η προσφεύγουσα, αλλά μόνον ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά που αρκούν για να αποδειχθεί ο διακριτός χαρακτήρας της ποικιλίας.

38      Πράγματι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, αρκεί η ποικιλία να διακρίνεται σαφώς από ένα τουλάχιστον από τα χαρακτηριστικά που προκύπτουν από τον γονότυπο της για να μπορεί να παραχωρηθεί κοινοτικό δικαίωμα επ’ αυτής. Επομένως, ακόμη και αν μια υποψήφια ποικιλία εμφανίζει ορισμένα χαρακτηριστικά ίδια με εκείνα μιας κοινώς γνωστής ποικιλίας, αρκεί η υποψήφια ποικιλία να διακρίνεται σαφώς βάσει ενός ή περισσοτέρων άλλων χαρακτηριστικών προκειμένου να παραχωρηθεί κοινοτικό δικαίωμα επ’ αυτής. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το επιπλέον χαρακτηριστικό που επικαλείται η προσφεύγουσα είχε ληφθεί υπόψη κατά την τεχνική εξέταση και αναγραφόταν στην επίσημη περιγραφή της ποικιλίας SK20, τούτο δεν θα είχε καμία συνέπεια για το παραχωρούμενο επί της ποικιλίας αυτής δικαίωμα, δεδομένου ότι κοινοτικό δικαίωμα θα μπορούσε παρά ταύτα να παραχωρηθεί και επί νέας ποικιλίας η οποία θα παρουσίαζε τον ίδιο χαμηλό δείκτη δακρυγόνου παράγοντα και πυροσταφυλικού οξέος, εάν παρουσίαζε ένα ή περισσότερα άλλα χαρακτηριστικά που θα την διέκριναν σαφώς από την ποικιλία της προσφεύγουσας.

39      Εξάλλου, η ζητούμενη από την προσφεύγουσα προσθήκη στην περιγραφή του επιπλέον χαρακτηριστικού δεν μπορεί να της προσπορίσει κανένα όφελος, καθόσον το κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας αφορά την ίδια την ποικιλία (βλ. άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94), η οποία νοείται ως ομάδα φυτών (βλ. άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94) που αποτελείται από ολόκληρα φυτά ή από μέρη φυτών, εφόσον τα μέρη αυτά είναι ικανά να παράγουν ολόκληρα φυτά, καλούμενα από κοινού «συστατικά ποικιλίας» (βλ. άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94). Πράγματι, κατά το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2100/94, το κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας έχει ως αποτέλεσμα να επιφυλάσσεται στον κάτοχό του το δικαίωμα να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού, όσον αφορά τα συστατικά ποικιλίας ή όσον αφορά το συγκομισθέν υλικό της προστατευόμενης ποικιλίας. Κατά συνέπεια, η προστασία αφορά το ίδιο το φυτικό υλικό, όπως αυτό ορίζεται από το σύνολο των χαρακτηριστικών που προκύπτουν από τον γονότυπο του, ανεξαρτήτως του αν αυτά περιλαμβάνονται στην επίσημη περιγραφή της ποικιλίας.

40      Επομένως, η ζητούμενη από την προσφεύγουσα προσθήκη στην περιγραφή του χαρακτηριστικού ουδόλως μεταβάλλει το περιεχόμενο του δικαιώματος που της παραχωρήθηκε επί της ποικιλίας SK20. Ως εκ τούτου, ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι η προσφεύγουσα δεν είχε συναφώς έννομο συμφέρον.

41      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει των αποφάσεων του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία) τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα και οι οποίες, κατά την ίδια, αναγνωρίζουν ότι η έκταση του κοινοτικού δικαιώματος επί προστατευόμενης ποικιλίας στηρίζεται στα χαρακτηριστικά που περιέχονται στην επίσημη περιγραφή της. Πράγματι, το σύστημα κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών είναι σύστημα αυτόνομο και αποτελούμενο από ένα σύνολο κανόνων, επιδιώκει ειδικούς σκοπούς και εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιοδήποτε εθνικό σύστημα, η δε νομιμότητα των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά με γνώμονα τους κανονισμούς 2100/94 και 874/2009, όπως αυτοί ερμηνεύονται από τον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Ιουνίου 2018, Apcoa Parking Holdings κατά EUIPO, C‑32/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:396, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης δεν δεσμεύεται από απόφαση που έχει εκδοθεί σε επίπεδο κράτους μέλους, ακόμη και αν αυτή έχει ληφθεί κατ’ εφαρμογήν εναρμονισμένης εθνικής νομοθεσίας [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Streamserve κατά ΓΕΕΑ (STREAMSERVE), T‑106/00, EU:T:2002:43, σκέψη 47].

42      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 76 του κανονισμού 2100/94

43      Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 76 του κανονισμού 2100/94, το ΚΓΦΠ όφειλε να λάβει υπόψη και να εξετάσει το σύνολο του αιτήματός της να περιληφθεί στην τεχνική εξέταση και στην επίσημη περιγραφή της ποικιλίας σημαντικό επιπλέον χαρακτηριστικό.

44      Το ΚΓΦΠ αμφισβητεί τη σχετική επιχειρηματολογία.

45      Δεδομένου ότι, αφενός, από τις σκέψεις 21 έως 42 ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας ως απαράδεκτη και, αφετέρου, μόνον ως εκ περισσού το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφυγή ήταν επίσης αβάσιμη με το σκεπτικό ότι ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ ουδόλως ήταν υποχρεωμένος να εφαρμόσει εν προκειμένω τη διαδικασία του άρθρου 23 του κανονισμού 874/2009, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να προσθέσει νέα χαρακτηριστικά και την έκφραση τους σε συνάρτηση με μια ποικιλία, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως προβάλλεται αλυσιτελώς.

46      Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

47      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

48      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΚΓΦΠ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη House Foods Group, Inc. στα δικαστικά έξοδα.

Schalin

Nõmm

Steinfatt

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Φεβρουαρίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.