Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
TAMARA ĆAPETA
της 8ης Ιουνίου 2023(1)
Υπόθεση C‑218/22
BU
κατά
Comune di Copertino
[αίτηση του Tribunale di Lecce
(πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περιφέρειας Lecce, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Άρθρο 7 – Δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών η οποία δεν ελήφθη πριν από τη λύση της σχέσης εργασίας – Κίνδυνος “μετατροπής σε χρήμα” – Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη χορήγηση χρηματικής αποζημίωσης για μη ληφθείσα άδεια προκειμένου να περισταλούν οι δημόσιες δαπάνες – Βάρος απόδειξης της αδυναμίας λήψης άδειας κατά τη διάρκεια της απασχόλησης»
I. Εισαγωγή
1. Έχουν οι εργαζόμενοι δικαίωμα να μετατρέψουν σε χρήμα την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δεν έλαβαν; Με άλλα λόγια, μπορούν να αποφασίσουν να μην κάνουν χρήση του δικαιώματός τους για ανάπαυλα από την εργασία και να λάβουν, αντ’ αυτού, το χρηματικό ισοδύναμο κατά τη λύση της σχέσης εργασίας τους; Απαγορεύει το δίκαιο της Ένωσης στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα τα οποία αποσκοπούν στην αποτροπή μιας τέτοιας επιλογής;
2. Τα εν λόγω ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο της υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιον του Tribunale di Lecce (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περιφέρειας Lecce, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση. Το εν λόγω δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί σε ποιο βαθμό η οδηγία για τον χρόνο εργασίας (2) απαγορεύει τη «μετατροπή σε χρήμα» της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ήτοι τη μετατροπή των δικαιωμάτων μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών σε χρηματικό ποσό.
3. Το ζήτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του BU, ο οποίος απασχολήθηκε ως δημόσιος υπάλληλος, και του εργοδότη του, του Comune di Copertino (Δήμου Copertino, Ιταλία) (3). Ο BU ζητεί να αναγνωριστεί το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία δεν έλαβε κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του.
II. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
4. Ο BU, ενάγων της κύριας δίκης, κατείχε από τον Φεβρουάριο του 1992 έως τον Οκτώβριο του 2016 τη θέση του «Istruttore Direttivo Tecnico» (προϊσταμένου τεχνικής υπηρεσίας) ως δημόσιος υπάλληλος στον Δήμο Copertino.
5. Με επιστολή της 24ης Μαρτίου 2016 προς τον Δήμο Copertino, ο BU υπέβαλε αίτηση οικειοθελούς αποχώρησης λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης (4), και, ως εκ τούτου, αφυπηρέτησε την 1η Οκτωβρίου 2016.
6. Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, ο BU ισχυρίζεται ότι, κατά την περίοδο μεταξύ 2013 και 2016, η μη ληφθείσα ετήσια άδειά του μετ’ αποδοχών ανήλθε σε 79 ημέρες. Επομένως, ζητεί χρηματική αποζημίωση για τις ημέρες αυτές, διότι θεωρεί ότι δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει την εν λόγω ετήσια άδεια κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του (5).
7. Ο Δήμος Copertino αντιτείνει ότι ο BU γνώριζε ότι υπείχε υποχρέωση να λάβει τις εναπομένουσες ημέρες άδειας και ότι δεν μπορούσε να τις μετατρέψει σε χρήμα (6). Προς τούτο, επικαλείται τον κανόνα του άρθρου 5, παράγραφος 8, της ιταλικής πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95 (7), ο οποίος προβλέπει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι λαμβάνουν υποχρεωτικά ετήσια άδεια κατά τα προβλεπόμενα στους κανόνες της υπηρεσίας στην οποία απασχολούνται και ότι σε καμία περίπτωση δεν δικαιούνται χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα ετήσια άδεια. Η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας λόγω κινητικότητας, παραίτησης, καταγγελίας ή συνταξιοδότησης.
8. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η επίμαχη ρύθμιση ανήκε στη δέσμη μέτρων τα οποία θεσπίστηκαν μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, με σκοπό τον καλύτερο έλεγχο του προϋπολογισμού και την εξοικονόμηση δαπανών στον δημόσιο τομέα. Ο εν λόγω σκοπός επιβεβαιώνεται περαιτέρω από τον τίτλο «Μείωση των δημόσιων δαπανών» της μνημονευόμενης διάταξης, ήτοι του άρθρου 5 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95.
9. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επιπλέον ότι το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία) με την απόφασή του 95/2016 (8) απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 5, παράγραφος 8, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95. Το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) προέβη σε ερμηνεία της επίμαχης διάταξης και έκρινε ότι, δεδομένης της ερμηνείας αυτής, η εν λόγω διάταξη δεν αντιβαίνει ούτε στο Ιταλικό Σύνταγμα ούτε στο εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η αποτροπή της ανεξέλεγκτης προσφυγής στη μετατροπή σε χρήμα επεδίωκε και άλλους σκοπούς πέραν της περιστολής των δημόσιων δαπανών. Μεταξύ των σκοπών αυτών περιλαμβάνεται η εκ νέου επιβεβαίωση της σημασίας της πραγματικής λήψης της ετήσιας άδειας και η ενθάρρυνση του ορθολογικού προγραμματισμού της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Υπό το πρίσμα αυτό, ο επίμαχος κανόνας ερμηνεύθηκε υπό την έννοια ότι απαγορεύει την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ήταν δυνατός ο έγκαιρος προγραμματισμός της λήψης της άδειας, καλύπτοντας διάφορες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της παραίτησης.
10. Κατά το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο), η εν λόγω ερμηνεία συνάδει, εξάλλου, με τις αποφάσεις του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) και του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία), οι οποίες αναγνωρίζουν στον εργαζόμενο το δικαίωμα αποζημίωσης για την άδεια που δεν έλαβε για λόγους που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του.
11. Δεδομένου ότι η νομολογία στην οποία παραπέμπει το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) έχει σημασία για την κατανόηση του πλαισίου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, θα την εκθέσω εν συντομία.
12. Το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) έκρινε αρχικά ότι η μετατροπή σε χρήμα εξαρτάται από την απόδειξη εκ μέρους του εργαζομένου ότι δεν μπόρεσε να κάνει χρήση του δικαιώματός του ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών λόγω «εξαιρετικών και δικαιολογημένων υπηρεσιακών αναγκών ή ανωτέρας βίας» (9). Εν συνεχεία, έκρινε ότι ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματική αποζημίωση, εκτός εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι είχε παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει πράγματι το δικαίωμά του άδειας πριν από τη λύση της σχέσης εργασίας και ότι είχε ενημερώσει επαρκώς τον εργαζόμενο για μια τέτοια συνέπεια, προειδοποιώντας τον ρητά για το ενδεχόμενο της εν λόγω απόσβεσης (10). Ειδικότερα, σε περίπτωση παραίτησης κατά τη λήξη της άδειας μητρότητας, το εν λόγω δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης, δεδομένου ότι, μολονότι η σχέση είχε κατ’ ουσίαν λυθεί κατόπιν οικειοθελούς απόφασης της εργαζομένης, εντούτοις, η εν λόγω εργαζόμενη ουδόλως μπόρεσε να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής αναστολής της σύμβασης εργασίας (11).
13. Στις αποφάσεις του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) σχετικά με το άρθρο 5, παράγραφος 8, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95, διαλαμβάνεται ότι ιατρικοί λόγοι, όπως αυτοί που απορρέουν από την ανικανότητα προς εργασία, δεν μεταβάλλουν το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης για μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών (12).
14. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ερμηνεία που δόθηκε στη μνημονευόμενη διάταξη της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95 επιτρέπει τη μετατροπή της ετήσιας άδειας σε χρήμα μόνον εάν η εν λόγω άδεια δεν ελήφθη πράγματι για λόγους ανεξάρτητους από τη βούληση του εργαζομένου (παραδείγματος χάρη, λόγω ασθένειας). Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο εργαζόμενος μπορεί να μη λάβει αντισταθμιστική αποζημίωση σε περίπτωση κατά την οποία η παύση της εργασίας ήταν προβλέψιμη, συμπεριλαμβανομένης της παραίτησης του εργαζομένου.
15. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ακόμη και στην περίπτωση τέτοιας ερμηνείας, εξακολουθεί να υφίσταται δυνητική σύγκρουση μεταξύ, αφενός, του άρθρου 5, παράγραφος 8, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95 και, αφετέρου, της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Προς τούτο, παραπέμπει συναφώς στην απόφαση job-medium (13).
16. Το Tribunale di Lecce (πρωτοβάθμιο δικαστήριο περιφέρειας Lecce), διερωτώμενο κατά πόσον συνάδει η ιταλική ρύθμιση με την οδηγία για τον χρόνο εργασίας, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Έχουν το άρθρο 7 της [οδηγίας για τον χρόνο εργασίας] και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη [...], η οποία, για λόγους περιστολής των δημόσιων δαπανών καθώς και για οργανωτικούς λόγους που αφορούν τον εργοδότη που υπάγεται στον δημόσιο τομέα, προβλέπει την απαγόρευση μετατροπής σε χρήμα του δικαιώματος άδειας σε περίπτωση παραίτησης του δημοσίου υπαλλήλου;
(2) Επιπλέον, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, έχουν το άρθρο 7 της [οδηγίας για τον χρόνο εργασίας] και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του [Χάρτη] την έννοια ότι απαιτούν από τον δημόσιο υπάλληλο να αποδείξει την αδυναμία λήψης της άδειας κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας;»
17. Ο BU, ο Δήμος Copertino, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
III. Ανάλυση
18. Αιτία για την προδικαστική παραπομπή είναι η ιταλική ρύθμιση και η σχετική νομολογία που την ερμηνεύει, συμπεριλαμβανομένης της νομολογίας του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου). Το αιτούν δικαστήριο δεν φαίνεται να συμμερίζεται τη διαπίστωση του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου) ότι η επίμαχη ιταλική ρύθμιση συνάδει με την οδηγία για τον χρόνο εργασίας.
19. Καμία από τις προηγούμενες ένδικες διαδικασίες στην Ιταλία σχετικά με την επίμαχη ρύθμιση δεν οδήγησε στην υποβολή αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως. Επομένως, το Δικαστήριο καλείται για πρώτη φορά να διευκρινίσει εάν τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να απαγορεύσουν τη μετατροπή σε χρήμα του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών με τον τρόπο που το έπραξε η Ιταλία στον δημόσιο τομέα.
20. Πριν προχωρήσω στην ανάλυση, απαιτείται μια προκαταρκτική διευκρίνιση. Σύμφωνα με την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο δεν δύναται να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο· οφείλει να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο όπως ακριβώς εξειδικεύεται από την απόφαση περί παραπομπής (14).
21. Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν στην απόφαση περί παραπομπής, θα στηρίξω την ανάλυσή μου στην ακόλουθη ερμηνεία της ιταλικής ρύθμισης. Προκειμένου να αποτραπεί η μετατροπή σε χρήμα του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών στον δημόσιο τομέα, αλλά και προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι εργαζόμενοι να λαμβάνουν πράγματι την εν λόγω άδεια, η ιταλική ρύθμιση απαγόρευσε τη μετατροπή των δικαιωμάτων μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών σε χρηματικό ποσό. Όπως έχει ερμηνευθεί στη νομολογία, συμπεριλαμβανομένης της νομολογίας του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου), η εν λόγω ρύθμιση δεν φαίνεται να απαγορεύει σε κάθε περίπτωση τη μετατροπή σε χρήμα, αλλά μόνον όταν οι εργαζόμενοι είχαν τη δυνατότητα να προγραμματίσουν τη λήψη της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν.
22. Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 7 της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας απαγορεύει μια τέτοια εθνική ρύθμιση και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, εάν εναπόκειται στον εργαζόμενο ή στον εργοδότη να αποδείξει ότι ο εργαζόμενος είχε πραγματική δυνατότητα να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Θα εξετάσω τα ερωτήματα αυτά διαδοχικά.
Α. Επί του πρώτου ερωτήματος
23. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 7 της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη μετατροπή σε χρήμα της μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσης εργασίας.
24. Θα εξετάσω το εν λόγω ερώτημα ως εξής. Πρώτον, θα εκτιμήσω τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η οδηγία για τον χρόνο εργασίας προβλέπει το δικαίωμα μετατροπής σε χρήμα της μη ληφθείσας ετήσιας άδειας. Στη συνέχεια, θα καταδείξω ότι η εν λόγω οδηγία προκρίνει την πραγματική λήψη της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, πράγμα που συνάδει με τα οφέλη τα οποία συνεπάγεται η τελευταία για την υγεία των εργαζομένων. Τέλος, εκτιμήσω κατά πόσον μπορεί να θεσπιστεί εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι εργαζόμενοι να λαμβάνουν πράγματι ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.
1. Πότε υφίσταται δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης;
25. Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στην απόφαση job-medium για να εκθέσει τις αμφιβολίες του σχετικά με τη συμβατότητα της επίμαχης ιταλικής ρύθμισης με την οδηγία για τον χρόνο εργασίας. Παραθέτει την ακόλουθη σκέψη της εν λόγω απόφασης: «Κατά πάγια επίσης νομολογία, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της [οδηγίας για τον χρόνο εργασίας] δεν θέτει καμία προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος χρηματικής αποζημιώσεως, πέραν εκείνης κατά την οποία, αφενός, η σχέση εργασίας πρέπει να έχει λυθεί και, αφετέρου, ο εργαζόμενος ή η εργαζομένη δεν πρέπει να έχει λάβει όλη την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία εδικαιούτο, κατά τον χρόνο λύσεως της σχέσεως αυτής» (15).
26. Από την εν λόγω διαπίστωση προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν δύνανται να θεσπίζουν πρόσθετες προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του δικαιώματος χρηματικής αποζημίωσης.
27. Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, η οποία συνδέει τη χορήγηση χρηματικής αποζημίωσης με τη λύση της σχέσης εργασίας, κατά τη νομολογία, εάν η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών χορηγείται βάσει περιόδου αναφοράς (η οποία ανέρχεται συνήθως σε 12 μήνες), η μετατροπή σε χρήμα δεν είναι δυνατή κατά τη διάρκεια ή κατά τη λήξη της εν λόγω περιόδου αναφοράς (16). Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι εάν η άδεια δεν ληφθεί έως τη λήξη της εν λόγω περιόδου για λόγους που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργαζομένου, πρέπει να υπάρξει περίοδος μεταφοράς (17). Εάν ο εργαζόμενος εξακολουθεί να εργάζεται, δεν δύναται να ζητήσει χρηματική αποζημίωση.
28. Επομένως, η χρηματική αποζημίωση δεν αποτελεί αυτοτελές δικαίωμα που παρέχεται στους εργαζομένους από την οδηγία για τον χρόνο εργασίας· ο εργαζόμενος δεν δύναται να επιλέξει να λάβει χρηματική αποζημίωση αντί ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας επιτρέπει την αντικατάσταση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών από χρηματική αποζημίωση μόνο στην περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας (18).
29. Περαιτέρω, η χορήγηση χρηματικής αποζημίωσης αποτελεί μόνον εξαίρεση (19) και, όπως διαλαμβάνεται στη δεύτερη προϋπόθεση στην απόφαση job‑medium (20), εξαρτάται από την ύπαρξη του δικαιώματος ετήσιας άδειας κατά τον χρόνο που ζητείται η χρηματική αποζημίωση: το δικαίωμα αυτό γεννάται εάν ο εργαζόμενος δεν έχει λάβει όλη την ετήσια άδεια την οποία εδικαιούτο κατά τον χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας.
30. Συνεπώς, το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης υφίσταται μόνον εάν εξακολουθεί να υφίσταται το δικαίωμα της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
31. Το εν λόγω δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών απορρέει απευθείας από την οδηγία για τον χρόνο εργασίας, βάσει της ίδιας της ύπαρξης της σχέσης εργασίας, και τα κράτη μέλη δεν δύνανται να εφαρμόζουν πρόσθετες προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του δικαιώματος αυτού (21). Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν όρους άσκησης του δικαιώματος ετήσιας άδειας (22). Συναφώς, μπορούν να προβλέπουν ότι το κεκτημένο δικαίωμα αποσβέννυται εάν δεν ασκηθεί εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος. Επομένως, τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν τη διάρκεια της περιόδου μεταφοράς της μη ληφθείσας ετήσιας άδειας (23).
32. Στην απόφαση Max-Planck-Gesellschaft το Δικαστήριο έκρινε ότι «το άρθρο 7, παράγραφος 1, της [οδηγίας για τον χρόνο εργασίας] δεν απαγορεύει, καταρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει λεπτομερείς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που απονέμεται ρητώς από την ως άνω οδηγία, οι οποίοι περιλαμβάνουν ακόμη και την απώλεια του εν λόγω δικαιώματος κατά τη λήξη μιας περιόδου αναφοράς ή μιας περιόδου μεταφοράς, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο εργαζόμενος του οποίου το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποσβέσθηκε είχε πράγματι τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα που του απονέμει η εν λόγω οδηγία» (24).
33. Το συμπέρασμα το οποίο συνάγεται από τα ανωτέρω είναι ότι κατά τη λύση της σχέσης εργασίας, η οδηγία για τον χρόνο εργασίας δεν αποκλείει πάντοτε την απόσβεση του δικαιώματος της μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
34. Εάν το δικαίωμα στη μη ληφθείσα ετήσια άδεια έχει αποσβεσθεί κατά τον χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας, δεν υφίσταται παρεπόμενο δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης.
35. Στην απόφαση job-medium, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παραίτηση δεν μπορεί να συνιστά αφ’ εαυτής λόγο για τη μη χορήγηση της χρηματικής αποζημίωσης. Εντούτοις, η εν λόγω υπόθεση αφορούσε μια κατάσταση κατά την οποία υφίστατο δικαίωμα ετήσιας άδειας (25). Εάν το δικαίωμα ετήσιας άδειας είχε αποσβεσθεί ή είχε παύσει να υφίσταται για οποιονδήποτε λόγο, ο εργαζόμενος δεν θα μπορούσε να αξιώσει χρηματική αποζημίωση κατά τη λύση της σχέσης εργασίας.
36. Το κατά πόσον μπορεί να γίνει δεκτή αυτή η απώλεια του δικαιώματος χρηματικής αποζημίωσης εξαρτάται από την εξακρίβωση ότι ο εργαζόμενος ήταν πράγματι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εν λόγω απώλεια δεν μπορεί να είναι αυτοδίκαιη (26).
37. Όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, στην περίπτωση που ο εργαζόμενος, σκοπίμως και με πλήρη επίγνωση των εντεύθεν συνεπειών, επέλεξε να μην κάνει χρήση της ετήσιας άδειάς του μετ’ αποδοχών, αφού του είχε παρασχεθεί η δυνατότητα να ασκήσει πραγματικά το δικαίωμά του σε αυτή, αλλά χωρίς ο εργοδότης να υποχρεούται να επιβάλει στον εργαζόμενο να ασκήσει πραγματικά το εν λόγω δικαίωμα, το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας, καθώς και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη δεν αντιτίθενται στην απόσβεση του δικαιώματος αυτού ούτε, σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας, στη συνακόλουθη μη καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών(27).
38. Πέραν της απαίτησης να παρέχεται στον εργαζόμενο πραγματική δυνατότητα να λάβει την ετήσια άδεια, το Δικαστήριο έχει επισημάνει επίσης την ανάγκη να ενημερώνει ο εργοδότης τον ενδιαφερόμενο εργαζόμενο για την πιθανή απόσβεση του δικαιώματός του (28).
39. Επομένως, το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης δεν αποτελεί αυτοτελές δικαίωμα που παρέχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ της ετήσιας άδειας και της χρηματικής αποζημίωσης λόγω μη λήψης της άδειας. Αντιθέτως, πρόκειται για δικαίωμα το οποίο εξαρτάται από την ύπαρξη του δικαιώματος μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, της οποίας τη διάρκεια δικαιούνται να περιορίζουν τα κράτη μέλη.
40. Ο παρεπόμενος χαρακτήρας της χρηματικής αποζημίωσης απορρέει λογικά από τον σκοπό της ετήσιας άδειας, ο οποίος είναι η προστασία της υγείας των εργαζομένων μέσω της παροχής της δυνατότητας ανάπαυσης από την εργασία. Επομένως, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας, η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πρέπει, κατ’ αρχήν, να λαμβάνεται όντως (29). Στην επόμενη ενότητα, θα καταδείξω εν συντομία ότι η ετήσια άδεια είναι όντως επωφελής, εάν πράγματι λαμβάνεται, και στη συνέχεια θα εξετάσω το ζήτημα κατά πόσον τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν μέτρα, όπως αυτά της υπό κρίση υπόθεσης, προκειμένου να ενθαρρύνουν την πραγματική λήψη της ετήσιας άδειας.
2. Τα οφέλη της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών
41. Η προτίμηση για την πραγματική λήψη της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών έναντι της μετατροπής της σε χρήμα, η οποία αποτυπώνεται στο γράμμα του άρθρου 7 της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας (30), δικαιολογείται από τον σκοπό του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Όπως διευκρινίζεται στη νομολογία, σκοπός του εν λόγω δικαιώματος είναι η παροχή στον εργαζόμενο της δυνατότητας, αφενός, να αναπληρώσει τις δυνάμεις του σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων τα οποία έχει αναλάβει στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας του και, αφετέρου, να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα χαλαρώσεως και ψυχαγωγίας (31).
42. Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα κρίνει ότι η επίδραση της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών στην ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων είναι απολύτως ευεργετική εάν λαμβάνεται κατά τη διάρκεια του έτους για το οποίο προβλέπεται.
43. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αυτός ο χρόνος ανάπαυσης δεν χάνει την αξία του αν χρησιμοποιηθεί σε μεταγενέστερη περίοδο (32). Εντούτοις, στην απόφαση KHS, το Δικαστήριο έκρινε ότι, πέραν ενός συγκεκριμένου χρονικού ορίου, «η ετήσια άδεια παύει να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τον εργαζόμενο ως χρόνος αναπληρώσεως δυνάμεων και έχει απλώς την έννοια του χρόνου χαλαρώσεως και ψυχαγωγίας» (33). Η διαπίστωση αυτή δικαιολογεί τη δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν τη διάρκεια της περιόδου μεταφοράς της μη ληφθείσας ετήσιας άδειας. (34)
44. Η εμπειρική έρευνα επιρρωννύει τη θέση του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού.
45. Στη βιβλιογραφία φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία ότι η ανάπαυλα πέραν της ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην υγεία και την ευημερία των εργαζομένων (35). Τα εν λόγω οφέλη αφορούν τόσο τη βραχυπρόθεσμη (36) όσο και τη μακροπρόθεσμη άδεια (37).
46. Αυτό το οποίο είναι ίσως λιγότερο γνωστό ή λιγότερο εμφανές είναι ότι τα εν λόγω ευεργετικά αποτελέσματα είναι βραχύβια (38). Ορισμένα από τα ευεργετικά αποτελέσματα «εξασθενούν εντός ενός μήνα από την επιστροφή στην εργασία» (39).
47. Από τις εν λόγω μελέτες θα μπορούσε να συναχθεί ότι η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών είναι άκρως επωφελής εάν λαμβάνεται σε τακτική βάση, με συνδυασμό, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, μικρότερων και μεγαλύτερων περιόδων αποχής από την εργασία. Εν πάση περιπτώσει, η έρευνα επιβεβαιώνει ότι είναι σημαντικό η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών να λαμβάνεται κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς.
48. Μολονότι θα μπορούσε κάποιος να επιλέξει να σωρεύσει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών για διάφορους προσωπικούς λόγους (σημαντικό ταξίδι, μακρινοί συγγενείς κ.λπ.), είναι αμφίβολο, χωρίς να τίθεται υπό αμφισβήτηση η εν λόγω προσωπική επιλογή, κατά πόσον η σώρευση αυτή θα είναι επωφελής από τη σκοπιά της αναπλήρωσης των δυνάμεων του εργατικού δυναμικού.
49. Επιπλέον, μολονότι η μη πλήρης χρήση της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του εισοδήματος, εντούτοις, έχει συνδεθεί με την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής (σημαντική μείωση της ικανοποίησης όσον αφορά τον χρόνο ψυχαγωγίας και την υγεία, σε συνδυασμό με αύξηση των απουσιών από την εργασία λόγω ασθένειας) (40).
50. Επομένως, η πραγματική άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποτελεί σημαντικό μέσο ανάκτησης της πνευματικής και σωματικής ενέργειας των εργαζομένων και, γενικότερα, συμβολής στην υγεία τους εντός και εκτός εργασίας.
51. Οι εν λόγω διαπιστώσεις επιρρωννύουν τη νομολογία κατά την οποία, πέραν συγκεκριμένης περιόδου μεταφοράς, η ετήσια άδεια παύει να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τον εργαζόμενο ως χρόνος αναπληρώσεως δυνάμεων και έχει απλώς την έννοια του χρόνου χαλαρώσεως και ψυχαγωγίας (41). Τούτο επιρρωννύει επίσης τη νομολογία κατά την οποία το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν μπορεί να αντικατασταθεί με καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως παρά μόνο σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας έχει σκοπό επίσης να διασφαλίσει ότι ο εργαζόμενος θα έχει τη δυνατότητα να τύχει μιας πραγματικής περιόδου αναπαύσεως, προς τον σκοπό της αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του (42).
3. Δύνανται τα κράτη μέλη να περιορίσουν το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης;
52. Επομένως, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να ενθαρρύνουν την πραγματική λήψη της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών έναντι της μετατροπής της σε χρήμα, θέτοντας χρονικά όρια στη διάρκεια του κεκτημένου δικαιώματος ετήσιας άδειας (με τη θέσπιση ορίου στη διάρκεια της περιόδου μεταφοράς). Μπορούν τα κράτη μέλη να επιχειρήσουν να επιτύχουν τον ίδιο σκοπό με διαφορετικούς τρόπους, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρύθμισης όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση;
53. Μια επιλογή του Δικαστηρίου είναι να αποφασίσει ότι ο καθορισμός προθεσμίας για την περίοδο μεταφοράς, μετά την παρέλευση της οποίας το δικαίωμα στις μη ληφθείσες ημέρες άδειας αποσβέννυται, είναι ο μόνος αποδεκτός τρόπος με τον οποίο τα κράτη μέλη δύνανται να ενθαρρύνουν την εκ μέρους των εργαζομένων πραγματική λήψη της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
54. Εντούτοις, στους τομείς των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων, όπως αυτός στο πλαίσιο του οποίου εκδόθηκε η οδηγία για τον χρόνο εργασίας, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να μη ρυθμίσει λεπτομερώς τους τρόπους με τους οποίους οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να ενθαρρυνθούν να λαμβάνουν πράγματι την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Δήλωσε απλώς σαφή προτίμηση για τη λήψη της άδειας, θεωρώντας ότι η μετατροπή της σε χρήμα αποτελεί παρεπόμενο δικαίωμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα κράτη μέλη διατηρούν την εξουσία να επιλέγουν τους κατάλληλους κανόνες για να ενθαρρύνουν τους εργαζομένους να κάνουν χρήση του χρόνου ετήσιας ανάπαυσης που τους παρέχεται. Τούτο σημαίνει ότι η θέσπιση ορίων για την περίοδο μεταφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η μόνη δυνατότητα ενθάρρυνσης της πραγματικής λήψης της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς κατά το οποίο προβλέπεται η λήψη της. Εντούτοις, κάθε νομοθετική επιλογή στην οποία προβαίνουν τα κράτη μέλη πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με την οδηγία για τον χρόνο εργασίας, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.
55. Πληροί μια εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 5, παράγραφος 8, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95 τις απαιτήσεις του άρθρου 7 της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας;
56. Η ιταλική ρύθμιση, τουλάχιστον όπως έχει ερμηνευθεί από το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο), φαίνεται να αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της πραγματικής λήψης της ετήσιας άδειας. Για τον λόγο αυτό, καθώς και για τη διατήρηση των δημόσιων αποταμιεύσεων, εισήχθη ο κανόνας κατά τον οποίο δεν είναι δυνατή η μετατροπή σε χρήμα των περιόδων της μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
57. Όπως έχει ερμηνευθεί από το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο), η ιταλική ρύθμιση απαγορεύει στους εργαζομένους να ζητήσουν χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια, εφόσον γνώριζαν πότε επρόκειτο να λυθεί η σχέση εργασίας τους και μπορούσαν, ως εκ τούτου, να προγραμματίσουν τη λήψη της ετήσιας άδειας πριν από το χρονικό αυτό σημείο. Η εν λόγω ρύθμιση ενθαρρύνει τους εργαζομένους να λαμβάνουν την ετήσια άδεια κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς (43).
58. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου (44), η ιταλική ρύθμιση μπορεί να συνάδει με το άρθρο 7 της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, η απαγόρευση αξίωσης χρηματικής αποζημίωσης δεν μπορεί να καλύπτει το δικαίωμα ετήσιας άδειας που αποκτήθηκε κατά το έτος αναφοράς κατά το οποίο επέρχεται η παύση της εργασίας. Δεύτερον, ο εργαζόμενος πρέπει να είχε τη δυνατότητα να λάβει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τα προηγούμενα έτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης περιόδου μεταφοράς. Τρίτον, ο εργοδότης είχε ενθαρρύνει τον εργαζόμενο να λάβει την ετήσια άδεια. Τέταρτον, ο εργοδότης είχε ενημερώσει τον εργαζόμενο ότι η μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δεν μπορεί να σωρευθεί προκειμένου να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση κατά τον χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας.
59. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον η επίμαχη ιταλική ρύθμιση μπορεί να ερμηνευθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο και κατά πόσον πληρούνται στην υπό κρίση περίπτωση οι ως άνω απαριθμούμενες προϋποθέσεις.
60. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ότι το άρθρο 7 της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τη μετατροπή σε χρήμα της μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσης εργασίας, εφόσον:
– η απαγόρευση αξίωσης χρηματικής αποζημίωσης δεν καλύπτει το δικαίωμα ετήσιας άδειας που αποκτήθηκε κατά το έτος αναφοράς κατά το οποίο επέρχεται η παύση της εργασίας·
– ο εργαζόμενος είχε τη δυνατότητα να λάβει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τα προηγούμενα έτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης περιόδου μεταφοράς·
– ο εργοδότης έχει ενθαρρύνει τον εργαζόμενο να λάβει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών·
– ο εργοδότης έχει ενημερώσει τον εργαζόμενο ότι η μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δεν μπορεί να σωρευθεί προκειμένου να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση κατά τον χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας.
Β. Επί του δεύτερου ερωτήματος
61. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί ποιος φέρει το βάρος απόδειξης όσον αφορά την πλήρωση των προϋποθέσεων που απαριθμούνται στο προηγούμενο σημείο –ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης.
62. Η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία τα οποία παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα. Το Δικαστήριο έκρινε, για παράδειγμα, με την απόφαση Fraport, ότι στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν ο εργοδότης εκπλήρωσε εγκαίρως τις υποχρεώσεις προτροπής και ενημέρωσης που υπέχει όσον αφορά τη λήψη των ετήσιων αδειών μετ’ αποδοχών (45). Επομένως, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι τήρησε τις υποχρεώσεις του.
63. Κατά πάγια επίσης νομολογία, εάν ο εργοδότης δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι επέδειξε όλη τη δέουσα επιμέλεια ώστε να παρασχεθεί πράγματι στον εργαζόμενο η δυνατότητα να λάβει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που εδικαιούτο, η απόσβεση του δικαιώματος στην εν λόγω άδεια σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας και η συνακόλουθη μη καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών αποτελούν παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας (46).
64. Με άλλα λόγια, το βάρος απόδειξης δεν το φέρει ο εργαζόμενος, αλλά ο εργοδότης.
65. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας απαιτεί από τον εργοδότη να αποδείξει ότι παρείχε τη δυνατότητα στον εργαζόμενο και τον ενθάρρυνε να λάβει την άδεια, ότι τον ενημέρωσε ότι η μετατροπή σε χρήμα δεν είναι δυνατή κατά τον χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας και ότι, παρά ταύτα, ο εργαζόμενος επέλεξε να μη λάβει την ετήσια άδεια. Σε περίπτωση που ο εργοδότης παρέλειψε τα ανωτέρω, θα πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση στον εργαζόμενο.
IV. Πρόταση
66. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunale di Lecce (πρωτοβάθμιο δικαστήριο περιφέρειας Lecce, Ιταλία) ως εξής:
(1) Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας,
δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την απαγόρευση μετατροπής σε χρήμα της μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσης εργασίας, εφόσον:
– η απαγόρευση αξίωσης χρηματικής αποζημίωσης δεν καλύπτει το δικαίωμα ετήσιας άδειας που αποκτήθηκε κατά το έτος αναφοράς κατά το οποίο επέρχεται η παύση της εργασίας·
– ο εργαζόμενος είχε τη δυνατότητα να λάβει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τα προηγούμενα έτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης περιόδου μεταφοράς·
– ο εργοδότης έχει ενθαρρύνει τον εργαζόμενο να λάβει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών·
– ο εργοδότης έχει ενημερώσει τον εργαζόμενο ότι η μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δεν μπορεί να σωρευθεί προκειμένου να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση κατά τον χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας.
(2) Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88
απαιτεί από τον εργοδότη να αποδείξει ότι παρείχε τη δυνατότητα στον εργαζόμενο και τον ενθάρρυνε να λάβει την άδεια, ότι τον ενημέρωσε ότι η μετατροπή σε χρήμα δεν είναι δυνατή κατά τον χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας και ότι, παρά ταύτα, ο εργαζόμενος επέλεξε να μη λάβει την ετήσια άδεια.
Σε περίπτωση που ο εργοδότης παρέλειψε τα ανωτέρω, θα πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση στον εργαζόμενο.