Language of document : ECLI:EU:T:2018:715

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 24ης Οκτωβρίου 2018 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχώρισης εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης 42 BELOW – Μη καταχωρισμένο προγενέστερο εικονιστικό εθνικό σήμα VODKA 42 – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Χρήση στις συναλλαγές – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου από το EUIPO»

Στην υπόθεση T‑435/12,

Bacardi Co. Ltd, με έδρα το Vaduz (Λιχτενστάιν), εκπροσωπούμενη αρχικά από τον M. Reinisch, στη συνέχεια από την A. Parassina, τον L. Rigas και τον L. Lorenc, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου αρχικά από τον Π. Γερουλάκο, στη συνέχεια από τον D. Gája και την D. Walicka,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Palírna U zeleného stromu a. s., πρώην Granette & Starorežná Distilleries a.s., με έδρα το Ústí nad Labem (Τσεχική Δημοκρατία), εκπροσωπούμενη από τον T. Chleboun, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της απόφασης του δεύτερου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 9ης Ιουλίου 2012 (υπόθεση R 2100/2011‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Granette & Starorežná Distilleries και της Bacardi,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τον H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, την I. Pelikánová και τον E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Σεπτεμβρίου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντίκρουσης του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Φεβρουαρίου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντίκρουσης της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιανουαρίου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απάντησης που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Μαρτίου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα ανταπάντησης του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Αυγούστου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα ανταπάντησης της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Αυγούστου 2013,

έχοντας υπόψη τις γραπτές ερωτήσεις που το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στους διαδίκους και τις αντίστοιχες απαντήσεις της προσφεύγουσας και του EUIPO οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 και στις 20 Μαΐου 2015 αντιστοίχως,

έχοντας υπόψη την αίτηση αναστολής της διαδικασίας που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου η προσφεύγουσα στις 29 Απριλίου 2015 και τις παρατηρήσεις επί της αίτησης αυτής τις οποίες κατέθεσαν το EUIPO και η παρεμβαίνουσα στις 6 και στις 13 Μαΐου 2015 αντιστοίχως,

έχοντας υπόψη τη διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος (παλαιός σχηματισμός) της 10ης Ιουνίου 2015 περί αναστολής της διαδικασίας,

έχοντας υπόψη την επανάληψη της διαδικασίας στις 10 Νοεμβρίου 2015,

έχοντας υπόψη την αίτηση αναστολής της διαδικασίας που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου η προσφεύγουσα στις 11 Δεκεμβρίου 2015 και τις παρατηρήσεις επί της αίτησης αυτής τις οποίες κατέθεσε το EUIPO στις 7 Ιανουαρίου 2016,

έχοντας υπόψη την απόφαση του προέδρου του πρώτου τμήματος (παλαιός σχηματισμός) της 20ής Ιανουαρίου 2016 περί αναστολής της διαδικασίας,

έχοντας υπόψη την επανάληψη της διαδικασίας στις 20 Ιουνίου 2016,

έχοντας υπόψη την αίτηση αναστολής της διαδικασίας που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου η προσφεύγουσα στις 22 Αυγούστου 2016 και τις παρατηρήσεις επί της αίτησης αυτής τις οποίες κατέθεσαν το EUIPO και η παρεμβαίνουσα στις 26 Αυγούστου και στις 8 Σεπτεμβρίου 2016 αντιστοίχως,

έχοντας υπόψη την απόφαση του προέδρου του πρώτου τμήματος (παλαιός σχηματισμός) της 12ης Σεπτεμβρίου 2016 περί αναστολής της διαδικασίας,

έχοντας υπόψη την επανάληψη της διαδικασίας στις 13 Μαρτίου 2017,

έχοντας υπόψη τις κατατεθείσες στις 16 και στις 17 Μαΐου 2017 απαντήσεις των διαδίκων στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 7ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 26 Ιουνίου 2009 η προσφεύγουσα, Bacardi Co. Ltd, υπέβαλε αίτηση καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 33, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Οινοπνευματώδη ποτά (εκτός ζύθου), στα οποία συμπεριλαμβάνονται η βότκα, τα ποτά με βάση τη βότκα και με γεύση βότκας».

4        Η αίτηση καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 59/2009, της 14ης Δεκεμβρίου 2009.

5        Στις 11 Μαρτίου 2010 η παρεμβαίνουσα, Granette & Starorežná Distilleries a.s., νυν Palírna U zeleného stromu a.s., άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 46 του κανονισμού 2017/1001), κατά της ζητηθείσας καταχώρισης του σήματος για τα προϊόντα που μνημονεύονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηριζόταν, ειδικότερα, στο κάτωθι εικονιζόμενο, μη καταχωρισμένο σήμα, το οποίο χρησιμοποιείται στην Τσεχική Δημοκρατία και τη Σλοβακία για «οινοπνευματώδη ποτά, δηλαδή βότκα» (στο εξής: μη καταχωρισμένο σήμα):

Image not found

7        Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκαν οι λόγοι στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001).

8        Στις 12 Αυγούστου 2011 το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, και υποχρέωσε την παρεμβαίνουσα να καταβάλει τα έξοδα της διαδικασίας ανακοπής.

9        Στις 10 Οκτωβρίου 2011 η παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά της απόφασης του τμήματος ανακοπών.

10      Με απόφαση της 9ης Ιουλίου 2012 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του EUIPO δέχθηκε την προσφυγή της παρεμβαίνουσας.

11      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε τις σωρευτικές προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009.

12      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών παρατήρησε ότι, στην Τσεχική Δημοκρατία, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του νόμου 441/2003 Sb., της 3ης Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: τσεχικός νόμος για τα σήματα), παρέχει στους δικαιούχους μη καταχωρισμένων σημάτων τα οποία χρησιμοποιούνταν στις συναλλαγές πριν από την κατάθεση αίτησης καταχώρισης και δεν έχουν μόνο τοπική ισχύ το δικαίωμα να απαγορεύσουν πιο πρόσφατα σήματα εάν τα σημεία είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια και καλύπτουν παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες.

13      Τρίτον, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι, εν προκειμένω, η παρεμβαίνουσα απέδειξε επαρκώς, αφενός, ότι τα προϊόντα τα οποία αφορά το μη καταχωρισμένο σήμα είχαν διατεθεί στο εμπόριο σε διάφορες περιοχές, τουλάχιστον της τσεχικής επικράτειας, και, αφετέρου, ότι η εν λόγω διάθεση στο εμπόριο είχε πραγματοποιηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σήματος και στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας με οικονομικό σκοπό.

14      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα δικαιώματα επί του μη καταχωρισμένου σήματος είχαν αποκτηθεί ως αποτέλεσμα της χρήσης, από την παρεμβαίνουσα, του σήματος για «οινοπνευματώδη ποτά, δηλαδή βότκα», πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σήματος.

15      Τέταρτον, το τμήμα προσφυγών εξέτασε αν το μη καταχωρισμένο σήμα παρείχε στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και, στο πλαίσιο αυτό, ήλεγξε αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα.

16      Συναφώς, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, καταρχάς, ότι τα σχετικά προϊόντα απευθύνονται στο ευρύ κοινό που κατοικεί στην τσεχική επικράτεια.

17      Στη συνέχεια, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, αφενός, ότι τα σχετικά προϊόντα ήταν πανομοιότυπα ή σε μεγάλο βαθμό παρόμοια και, αφετέρου, ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία ήταν, στο σύνολό τους, παρόμοια από οπτική, φωνητική και εννοιολογική άποψη.

18      Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το μη καταχωρισμένο σήμα είχε εγγενή διακριτικό χαρακτήρα μετρίου βαθμού.

19      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, υφίστατο κίνδυνος σύγχυσης του ενδιαφερόμενου κοινού.

20      Τέλος, το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το EUIPO ήταν αναρμόδιο να αποφανθεί επί του επιχειρήματος της προσφεύγουσας ότι η χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος συνιστούσε πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν μπορούσε, αυτό καθεαυτό, να θέσει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη και το κύρος του μη καταχωρισμένου σήματος.

21      Συμπερασματικά, το τμήμα προσφυγών, αφενός, δέχθηκε την προσφυγή και, ως εκ τούτου, την ανακοπή βάσει του μη καταχωρισμένου σήματος και, αφετέρου, υποχρέωσε την προσφεύγουσα να καταβάλει τα έξοδα των διαδικασιών ανακοπής και προσφυγής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001).

 Αιτήματα των διαδίκων

22      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να απορρίψει την ανακοπή κατά της ζητηθείσας καταχώρισης του επίμαχου σήματος·

–        να διαβιβάσει στο EUIPO την απόφαση που θα εκδοθεί·

–        να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

23      Αφού παραιτήθηκε, με το υπόμνημα απάντησης, από το δεύτερο και το τρίτο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

24      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

26      Το EUIPO υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το αίτημα της προσφεύγουσας περί ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης είναι απαράδεκτο διότι, εκτός από τον ισχυρισμό ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε κρίνοντας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία για τη χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος ήταν επαρκή προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή, το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιέχει επιχειρήματα ή εξηγήσεις από τις οποίες να συνάγεται με σαφήνεια για ποιους λόγους η κρίση του τμήματος προσφυγών είναι εσφαλμένη.

27      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι με το δικόγραφο της προσφυγής, παρέσχε επαρκείς εξηγήσεις ως προς το ζήτημα αυτό και, αφετέρου, ότι απέδειξε ότι, κατ’ εφαρμογή του τσεχικού δικαίου, το τμήμα προσφυγών όφειλε να απαιτήσει από την παρεμβαίνουσα να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία προς τεκμηρίωση της συνεχούς χρήσης του μη καταχωρισμένου σήματος.

28      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι, με την ένσταση απαραδέκτου, το EUIPO βάλλει κατά του αόριστου και γενικού χαρακτήρα ενός προβληθέντος επιχειρήματος και κατά της έλλειψης άλλων επιχειρημάτων προς στήριξη της αιτίασης ότι, κατ’ ουσίαν, η προβλεπόμενη στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 προϋπόθεση της χρήσης στις συναλλαγές δεν πληρούνταν εν προκειμένω.

29      Κατά πάγια νομολογία, δυνάμει του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται, καθώς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι επαρκώς σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή της αγωγής, ενδεχομένως χωρίς άλλα στοιχεία προς στήριξή της. Για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι αναγκαίο, προκειμένου ένα επιχείρημα να είναι παραδεκτό, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτό στηρίζεται να προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το κείμενο του ίδιου του δικογράφου (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 25ης Ιουλίου 2000, RJB Mining κατά Επιτροπής, T‑110/98, EU:T:2000:199, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, Travelex Global and Financial Services και Interpayment Services κατά Επιτροπής, T‑195/00, EU:T:2003:111, σκέψη 26).

30      Εν προκειμένω, συνάγονται σαφώς από το δικόγραφο της προσφυγής τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι εσφαλμένως το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία για τη χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος ήταν επαρκή προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή.

31      Συγκεκριμένα, στο σημείο Β.III του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 προϋπόθεση της χρήσης στις συναλλαγές δεν πληρούνταν όσον αφορά το μη καταχωρισμένο σήμα, διότι η παρεμβαίνουσα δεν απέδειξε τη συνεχή, αδιάλειπτη και τρέχουσα χρήση του σημείου αυτού μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του τμήματος ανακοπών, δηλαδή μέχρι τις 12 Αυγούστου 2011.

32      Το επιχείρημα αυτό είναι επαρκώς σαφές και ακριβές ώστε να μπορεί το EUIPO να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το EUIPO.

 Επί της ουσίας

33      Η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν δύο λόγους ακύρωσης. Ο πρώτος αφορά παράβαση του κανόνα 50, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1). Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009.

 Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παράβαση του κανόνα 50, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 2868/95

34      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης από το τμήμα προσφυγών είναι εσφαλμένη. Κατά την άποψή της, το τμήμα προσφυγών έκανε μια ελλιπή περίληψη των επιχειρημάτων που αυτή προέβαλε ενώπιον του τμήματος ανακοπών, καθώς και ενώπιον του ίδιου του τμήματος προσφυγών. Καταρχάς, παραλείφθηκαν τα επιχειρήματα σχετικά με το τσεχικό δίκαιο και, ιδίως, με τον αθέμιτο ανταγωνισμό και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Περαιτέρω, η συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων στο σημείο 14 της προσβαλλόμενης απόφασης αφορά μόνο τα επιχειρήματα σχετικά με το κατατεθέν στις 10 Σεπτεμβρίου 2003 υπ’ αριθ. 263350 τσεχικό σήμα, επί του οποίου στηρίχθηκε η ανακοπή της παρεμβαίνουσας, χωρίς να αναφέρεται σε κανένα από τα επιχειρήματα σχετικά με το μη καταχωρισμένο σήμα. Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προκειμένου να αποδειχθεί ότι το ως άνω σήμα δεν ετύγχανε καμίας προστασίας κατά το τσεχικό δίκαιο, αφ’ ης στιγμής η χρήση του συνιστούσε πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού και προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας επί του σήματος 42 BELOW. Κατά συνέπεια, επικαλείται παράβαση του άρθρου 50, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 2868/95 και πλημμελή εξέταση των επιχειρημάτων της, εκ των οποίων ορισμένα δεν ελήφθησαν υπόψη.

35      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν το βάσιμο του υπό κρίση λόγου ακύρωσης.

36      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του κανόνα 50, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 2868/95, η απόφαση του τμήματος προσφυγών πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών.

37      Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης για να εξακριβωθεί αν η απόφαση αυτή περιέχει συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών, και, πιο συγκεκριμένα, των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία.

38      Αφενός, όπως προκύπτει από το σημείο 7 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών συνόψισε, με ιδιαίτερα λεπτομερή τρόπο, τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος ανακοπών. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων με το σημείο 7, έβδομη και όγδοη περίπτωση, της προσβαλλόμενης απόφασης, στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τις διατάξεις του τσεχικού δικαίου περί αθέμιτου ανταγωνισμού καθώς και περί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Εξάλλου, με το σημείο 69 της προσβαλλόμενης απόφασης, υπενθύμισε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, η χρήση, από την παρεμβαίνουσα, του μη καταχωρισμένου σήματος ήταν παράνομη διότι συνιστούσε πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού και προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας.

39      Αφετέρου, όπως προκύπτει από το σημείο 14 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών συνόψισε τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αποσκοπούσαν, κατ’ ουσίαν, στην απόρριψη της προσφυγής της παρεμβαίνουσας κατά της απόφασης του τμήματος ανακοπών. Ειδικότερα, υπενθύμισε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η παρεμβαίνουσα, μολονότι θεωρούσε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και το μη καταχωρισμένο σήμα ήταν γενικώς παρόμοια, δεν μπορούσε να επικαλεστεί την ύπαρξη φωνητικής ομοιότητας, δεδομένου ότι ο ήχος των λέξεων «below» και «βότκα» είναι εντελώς διαφορετικός.

40      Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών συνόψισε ορθώς το σύνολο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

41      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009

42      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, καθόσον έκρινε ότι το μη καταχωρισμένο σήμα πληρούσε τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου και, συνεπώς, δικαιολογούσε την απόρριψη της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σήματος.

43      Βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος μη καταχωρισμένου σήματος ή σημείου που δεν αποτελεί σήμα δύναται να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχώρισης σήματος της Ένωσης εάν το μη καταχωρισμένο σήμα ή σημείο πληροί σωρευτικά τέσσερις προϋποθέσεις: πρέπει να χρησιμοποιείται στις συναλλαγές· δεν πρέπει να έχει μόνο τοπική ισχύ· το δικαίωμα επί αυτού πρέπει να έχει αποκτηθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο χρησιμοποιούνταν πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· τέλος, πρέπει να παρέχει στον δικαιούχο του τη δυνατότητα να απαγορεύσει τη χρήση πιο πρόσφατου σήματος. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, με αποτέλεσμα, όταν ένα μη καταχωρισμένο σήμα ή σημείο δεν πληροί μία από τις προϋποθέσεις αυτές, να μην μπορεί να ευδοκιμήσει η ανακοπή που στηρίζεται στην ύπαρξη μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλων σημείων χρησιμοποιούμενων στις συναλλαγές, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 [βλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Moravia Consulting κατά EUIPO – Citizen Systems Europe (SDC‑888TII RU), T‑317/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:718, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

44      Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, δηλαδή οι σχετικές με τη χρήση και με την ευρύτερη, και όχι απλώς τοπική, ισχύ του σημείου ή του σήματος του οποίου γίνεται επίκληση, προκύπτουν από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 και πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, ο κανονισμός αυτός θέτει, όσον αφορά τη χρήση των σημείων και την ισχύ τους, ενιαίες προδιαγραφές, οι οποίες συνάδουν με τις αρχές που διαπνέουν το σύστημα το οποίο θεσπίζεται με τον ως άνω κανονισμό [αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2009, Moreira da Fonseca κατά ΓΕΕΑ – General Óptica (GENERAL OPTICA), T‑318/06 έως T‑321/06, EU:T:2009:77, σκέψη 33· της 4ης Ιουλίου 2014, Construcción, Promociones e Instalaciones κατά ΓΕΕΑ – Copisa Proyectos y Mantenimientos Industriales (CPI COPISA INDUSTRIAL), T‑345/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:614, σκέψη 41, και της 12ης Οκτωβρίου 2017, SDC‑888TII RU, T‑317/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:718, σκέψη 39].

45      Αντιθέτως, από τη φράση «στις περιπτώσεις και στο βαθμό που σύμφωνα με […] το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό» προκύπτει ότι οι δύο άλλες προϋποθέσεις, τις οποίες προβλέπει στη συνέχεια το άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009, τίθενται μεν από τον κανονισμό, πλην όμως, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, εκτιμώνται λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων του εθνικού δικαίου που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση. Η εν λόγω παραπομπή στο δίκαιο που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι ο κανονισμός 207/2009 αναγνωρίζει τη δυνατότητα επίκλησης, έναντι σήματος της Ένωσης, σημείων μη καλυπτόμενων από το σύστημα των σημάτων της Ένωσης. Επομένως, μόνο βάσει του δικαίου που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση μπορεί να διαπιστωθεί αν το σημείο αυτό είναι προγενέστερο του σήματος της Ένωσης και αν μπορεί να δικαιολογήσει την απαγόρευση της χρήσης πιο πρόσφατου σήματος (αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2009, GENERAL OPTICA, T‑318/06 έως T‑321/06, EU:T:2009:77, σκέψη 34, και της 12ης Οκτωβρίου 2017, SDC‑888TII RU, T‑317/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:718, σκέψη 40).

46      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το μη καταχωρισμένο σήμα δεν έχει μόνο τοπική ισχύ. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε ορθώς κατά πόσον πληρούνταν η προϋπόθεση της χρήσης στις συναλλαγές. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή της, το τμήμα προσφυγών όφειλε να βεβαιωθεί ότι το μη καταχωρισμένο σήμα χρησιμοποιούνταν συνεχώς μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία το τμήμα ανακοπών εξέδωσε την απόφαση της 12ης Αυγούστου 2011. Εξάλλου, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν προέβη σε διεξοδική εξέταση του τσεχικού δικαίου και ότι, ως εκ τούτου, κατέληξε, στηριζόμενο σε διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες δεν ασκούσαν επιρροή εν προκειμένω, στο συμπέρασμα, αφενός, ότι η παρεμβαίνουσα είχε δικαιώματα επί του σήματος αυτού και, αφετέρου, ότι το σήμα αυτό της παρείχε το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Τέλος, προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι κακώς έκρινε εαυτό αναρμόδιο να εκτιμήσει το κύρος του μη καταχωρισμένου σήματος και, συνεπώς, δέχθηκε την ανακοπή βάσει μη έγκυρου σημείου.

47      Κατ’ ουσίαν, ο δεύτερος λόγος ακύρωσης υποδιαιρείται σε τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά σφάλμα του τμήματος προσφυγών κατά την εκτίμηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 προϋπόθεσης της χρήσης μη καταχωρισμένου σήματος στις συναλλαγές. Το δεύτερο σκέλος αφορά σφάλμα του τμήματος προσφυγών καθόσον δεν εξέτασε τις διατάξεις του τσεχικού δικαίου που είναι κρίσιμες εν προκειμένω για την εφαρμογή της προαναφερθείσας διάταξης. Το τρίτο σκέλος αφορά σφάλμα του τμήματος προσφυγών καθόσον έκρινε ότι ήταν αναρμόδιο να εκτιμήσει το κύρος του μη καταχωρισμένου σήματος βάσει των διατάξεων του εθνικού δικαίου περί αθέμιτου ανταγωνισμού και περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

–       Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης

48      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε κρίνοντας ότι πληρούται εν προκειμένω η κατ’ άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 προϋπόθεση της χρήσης του μη καταχωρισμένου σήματος στις συναλλαγές. Υποστηρίζει, αφενός, ότι η ημερομηνία που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της προϋπόθεσης αυτής είναι η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του τμήματος ανακοπών, δηλαδή η 12η Αυγούστου 2011, και, αφετέρου, ότι η παρεμβαίνουσα έπρεπε να αποδείξει τη συνεχή, αδιάλειπτη και τρέχουσα χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος μέχρι την ημερομηνία αυτή. Κατά την άποψή της, αφ’ ης στιγμής το ζήτημα της ύπαρξης του σήματος αυτού εξαρτάται από το εθνικό δίκαιο, εν προκειμένω το τσεχικό δίκαιο, πρέπει επίσης να αποδειχθεί η συνεχής ύπαρξη του εν λόγω σήματος. Συναφώς, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η παρεμβαίνουσα έπαυσε να χρησιμοποιεί το μη καταχωρισμένο σήμα τον Ιανουάριο του 2011, καθώς το σήμα αυτό αντικαταστάθηκε από το λογότυπο VODKA 42 BLENDED.

49      Το EUIPO ζητεί την απόρριψη του σκέλους αυτού. Αφενός, υποστηρίζει ότι η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη, κατ’ εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, για την εκτίμηση της χρήσης του μη καταχωρισμένου σήματος είναι η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σήματος, δηλαδή, εν προκειμένω, η 26η Ιουνίου 2009. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι η προβλεπόμενη από το τσεχικό δίκαιο προϋπόθεση της συνεχούς χρήσης μη καταχωρισμένου σημείου δεν ασκεί επιρροή στον προσδιορισμό της ημερομηνίας που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της χρήσης προγενέστερου μη καταχωρισμένου σήματος.

50      Η παρεμβαίνουσα θεωρεί ότι το επιχείρημα περί μη χρήσης του μη καταχωρισμένου σήματος από το 2011 και εντεύθεν δεν προβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής και, συνεπώς, δεν επιτρεπόταν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 95, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001), να ληφθεί υπόψη από το EUIPO. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι το μόνο ζήτημα που έχει σημασία είναι αν χρησιμοποιούσε το σήμα αυτό κατά την ημερομηνία άσκησης της ανακοπής της ή, το αργότερο, κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσκόμισης των αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον του EUIPO.

51      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα προέβαλε το απαράδεκτο των σχετικών με τη χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος αποδεικτικών στοιχείων τα οποία προσκόμισε η παρεμβαίνουσα σε παράρτημα του υπομνήματος αντίκρουσης. Η προσφεύγουσα ανέφερε ότι τα στοιχεία αυτά προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το EUIPO συμφώνησε με την προσφεύγουσα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα με το υπόμνημα αντίκρουσης είναι απαράδεκτα. Η παρεμβαίνουσα αντέτεινε ότι τα στοιχεία που προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι παραδεκτά και δήλωσε ότι, εν πάση περιπτώσει, επαφίεται στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.

52      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η προσφυγή που ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποσκοπεί στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του EUIPO κατά την έννοια του άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 72 του κανονισμού 2017/1001). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι διάδικοι δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να επικαλεστούν, στο στάδιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής, πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν επικαλέστηκαν ενώπιον των οργάνων του EUIPO, καθώς και ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να επανεξετάσει πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του. Συγκεκριμένα, η νομιμότητα απόφασης τμήματος προσφυγών του EUIPO πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που το τμήμα μπορούσε να έχει στη διάθεσή του κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασής του [αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2006, Rossi κατά ΓΕΕΑ, C‑214/05 P, EU:C:2006:494, σκέψεις 50 έως 52· της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Les Éditions Albert René κατά ΓΕΕΑ, C‑16/06 P, EU:C:2008:739, σκέψεις 136 έως 138, και της 16ης Ιανουαρίου 2014, Optilingua κατά ΓΕΕΑ – Esposito (ALPHATRAD), T‑538/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:9, σκέψη 19].

53      Εν προκειμένω, η παρεμβαίνουσα προσκόμισε, σε παράρτημα του υπομνήματος αντίκρουσης, τιμολόγια με τα οποία επιδιώκει να αποδείξει τη συνεχή χρήση του σήματός της στην τσεχική επικράτεια από το 2007 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του τμήματος ανακοπών, ή ακόμη και μετά την ημερομηνία αυτή.

54      Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε με τη σκέψη 52 ανωτέρω, πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθούν απαράδεκτα.

55      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε, με το σημείο 31 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η κρίσιμη χρονική περίοδος με την οποία έπρεπε κατ’ ουσία να συνδέονται τα αποδεικτικά στοιχεία για τη χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος ήταν «η ημερομηνία κατάθεσης της επίμαχης αίτησης, δηλαδή η 26η Ιουνίου 2009, ή η περίοδος πριν από την ημερομηνία αυτή». Επιπλέον, με το σημείο 39 της προσβαλλόμενης απόφασης, το εν λόγω τμήμα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρεμβαίνουσα είχε αποκτήσει το δικαίωμα επί του σήματος αυτού «πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]».

56      Διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος στις συναλλαγές στην Τσεχική Δημοκρατία μεταξύ του 2008 και του 2009, δηλαδή πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σήματος.

57      Αντιθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών έπρεπε να απαιτήσει από την παρεμβαίνουσα να αποδείξει τη συνεχή, αδιάλειπτη και τρέχουσα χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του τμήματος ανακοπών, δηλαδή μέχρι τις 12 Αυγούστου 2011. Συναφώς, υποστηρίζει ότι η παρεμβαίνουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικό με τη χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος για τα έτη 2010 και 2011. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η παρεμβαίνουσα έπαυσε να χρησιμοποιεί το σήμα αυτό κατά τον Ιανουάριο του 2011.

58      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας συμβάλλουν στον προσδιορισμό της ημερομηνίας που έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το τμήμα προσφυγών για την εκτίμηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 προϋπόθεσης της χρήσης στις συναλλαγές.

59      Από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 43 και 44 ανωτέρω προκύπτει ότι η πρώτη προϋπόθεση την οποία θέτει το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, δηλαδή η προϋπόθεση της χρήσης του μη καταχωρισμένου σημείου στις συναλλαγές, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης.

60      Επιπλέον, για την προϋπόθεση της χρήσης στις συναλλαγές του σημείου που προβάλλεται προς στήριξη της ανακοπής πρέπει να ισχύει το ίδιο χρονικό κριτήριο με εκείνο που προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 όσον αφορά την κτήση του δικαιώματος επί του σημείου αυτού, δηλαδή το κριτήριο της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του σήματος της Ένωσης (αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar, C‑96/09 P, EU:C:2011:189, σκέψη 166, και της 4ης Ιουλίου 2014, CPI COPISA INDUSTRIAL, T‑345/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:614, σκέψη 47).

61      Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε σφάλμα λαμβάνοντας υπόψη, για την εκτίμηση της προϋπόθεσης της χρήσης του μη καταχωρισμένου σήματος, την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σήματος.

62      Τέλος, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να κλονίσουν το συμπέρασμα αυτό.

63      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών έπρεπε να απαιτήσει από την παρεμβαίνουσα να αποδείξει τη συνεχή χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος, δεδομένου ότι η απαίτηση αυτή προβλέπεται από το τσεχικό δίκαιο και απορρέει, ειδικότερα, από απόφαση του Nejvyšší soud (Ανώτατου Δικαστηρίου, Τσεχική Δημοκρατία) της 19ης Απριλίου 2012 (αριθ. 23 Cdo 3412/2010).

64      Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της προϋπόθεσης της χρήσης στις συναλλαγές, η οποία εκτιμάται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 44 ανωτέρω, και της προϋπόθεσης του άρθρου 8, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σχετικά με την απόκτηση του δικαιώματος επί του μη καταχωρισμένου σημείου, η οποία εκτιμάται υπό το πρίσμα του δικαίου του κράτους μέλους όπου χρησιμοποιούνταν το σημείο πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τονίστηκε με τη σκέψη 45 ανωτέρω.

65      Εν προκειμένω, το γεγονός ότι το τσεχικό δίκαιο θέτει ως προϋπόθεση της ύπαρξης μη καταχωρισμένου σημείου την απόδειξη της συνεχούς χρήσης του δεν ασκεί καμία επιρροή ως προς την ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της χρήσης του μη καταχωρισμένου σήματος, η οποία, βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε με τη σκέψη 60 ανωτέρω, είναι η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του σήματος της Ένωσης.

66      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

67      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν την έλλειψη συνεχούς χρήσης του μη καταχωρισμένου σήματος, καθόσον το μη καταχωρισμένο σήμα τροποποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2011 με την προσθήκη της λέξης «blended» στο τέλος του σημείου. Ομοίως, δεν χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των επιχειρημάτων της παρεμβαίνουσας με τα οποία αμφισβητείται το παραδεκτό του ισχυρισμού περί μη απόδειξης της χρήσης του σήματος αυτού από το 2011 και εντεύθεν.

–       Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης

68      Στο πλαίσιο της ανακοπής, η παρεμβαίνουσα ανέφερε, κατ’ ουσίαν, ότι το μη καταχωρισμένο σήμα τής παρέχει το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της χρήσης του επίμαχου σήματος, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα, καθώς και των άρθρων 44, 46, 47 και 53 του τσεχικού εμπορικού κώδικα, όπως αυτός θεσπίστηκε με τον τσεχικό νόμο 513/1991 Sb.

69      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα προέβλεπε τα εξής:

«Το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν καταχωρίζεται στο μητρώο σε περίπτωση ανακοπής κατά της καταχώρισης του σήματος στο μητρώο (στο εξής: ανακοπή) η οποία ασκείται ενώπιον του Γραφείου από

[…]

ζ)      τον δικαιούχο μη καταχωρισμένου σημείου ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει μόνο τοπική ισχύ, για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα και υπηρεσίες, εάν το σημείο αυτό είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, εάν τα δικαιώματα επί του σημείου αυτού αποκτήθηκαν πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης.»

70      Το άρθρο 44 του τσεχικού εμπορικού κώδικα όριζε τα εξής:

«Ο αθέμιτος ανταγωνισμός είναι συμπεριφορά, στο πλαίσιο του εμπορικού ανταγωνισμού ή των εμπορικών σχέσεων, η οποία αντιβαίνει στα χρηστά ήθη που αφορούν τον ανταγωνισμό και η οποία είναι ικανή να προκαλέσει ζημία στους λοιπούς ανταγωνιστές, στους καταναλωτές ή σε άλλους πελάτες. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός απαγορεύεται.»

71      Κατά το άρθρο 46 του τσεχικού εμπορικού κώδικα:

«Η παραπλανητική σήμανση προϊόντων και υπηρεσιών

(1)      Η παραπλανητική σήμανση προϊόντων και υπηρεσιών συνίσταται στη σήμανση προϊόντων και υπηρεσιών κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί στην αγορά εσφαλμένη εντύπωση για τη χώρα, την περιοχή ή τον τόπο προέλευσης των προϊόντων ή υπηρεσιών που φέρουν τη σχετική σήμανση, ή δίνει την εσφαλμένη εντύπωση ότι προέρχονται από συγκεκριμένο παραγωγό ή ότι έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ιδιότητες […]

[…]»

72      Το άρθρο 47 του τσεχικού εμπορικού κώδικα προέβλεπε σε ποιες περιπτώσεις συντρέχει κίνδυνος σύγχυσης λόγω, μεταξύ άλλων, της χρήσης συγκεκριμένου σημείου.

73      Το άρθρο 53 του τσεχικού εμπορικού κώδικα όριζε τα εξής:

«Τα πρόσωπα των οποίων τα δικαιώματα θίγονται ή ενδέχεται να θιγούν λόγω του αθέμιτου ανταγωνισμού μπορούν να ζητήσουν από εκείνον που θίγει τα δικαιώματά τους να παύσει τη συμπεριφορά αυτή και να άρει την κατάσταση που προσβάλλει τα δικαιώματά τους […].»

74      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε καθόσον, για να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν εξέτασε διεξοδικά τις κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις του τσεχικού δικαίου, μολονότι ήταν υποχρεωμένο να το πράξει. Κατά την άποψή της, το τμήμα προσφυγών ήλεγξε αποκλειστικώς βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα αν το μη καταχωρισμένο σήμα παρείχε στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πιο πρόσφατου σήματος, ενώ όφειλε να ελέγξει το ζήτημα αυτό υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων των άρθρων 44 επ. του τσεχικού εμπορικού κώδικα, τα οποία αφορούν τον αθέμιτο ανταγωνισμό.

75      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

76      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε αν το μη καταχωρισμένο σήμα προστατευόταν δυνάμει των άρθρων 44 επ. του τσεχικού εμπορικού κώδικα, μολονότι, αφενός, η παρεμβαίνουσα είχε στηρίξει την ανακοπή της, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις αυτές και, αφετέρου, η προσφεύγουσα είχε δηλώσει ρητώς ότι οι διατάξεις του τσεχικού νόμου για τα σήματα δεν ασκούσαν επιρροή.

77      Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι δεν εξετάστηκε το ζήτημα αυτό θίγει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης διότι, κατ’ ουσίαν, το EUIPO ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει το τσεχικό δίκαιο υπό ευρεία οπτική γωνία προκειμένου να κρίνει αν το μη καταχωρισμένο σήμα παρείχε στην παρεμβαίνουσα το δικαίωμα να απαγορεύσει ένα πιο πρόσφατο σήμα και, συνεπώς, αν πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009. Κατά την άποψή της, η υποχρέωση αυτή απορρέει σαφώς από το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, από τις κατευθυντήριες γραμμές για τις διαδικασίες ενώπιον του EUIPO όπως ίσχυαν κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO) και από την απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar (C‑96/09 P, EU:C:2011:189).

78      Πρώτον, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά τις αιτήσεις κήρυξης ακυρότητας που στηρίζονται σε προγενέστερο δικαίωμα αποκτηθέν δυνάμει κανόνα εθνικού δικαίου, έχει ήδη κριθεί ότι, σε σχέση με την κατανομή των υποχρεώσεων μεταξύ του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας, των αρμόδιων οργάνων του EUIPO και του Γενικού Δικαστηρίου, ο κανόνας 37 του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι εναπόκειται στον αιτούντα να προσκομίσει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι νομιμοποιείται, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να επικαλεστεί προγενέστερο δικαίωμα, προστατευόμενο εντός του εθνικού νομικού πλαισίου. Ο κανόνας αυτός επιρρίπτει στον αιτούντα το βάρος προσκόμισης στο EUIPO όχι μόνο των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, κατά την εθνική νομοθεσία την εφαρμογή της οποίας ζητεί, προκειμένου να μπορέσει να απαγορεύσει τη χρήση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικαλούμενος προγενέστερο δικαίωμα, αλλά και των στοιχείων που αποδεικνύουν το περιεχόμενο της νομοθεσίας αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψεις 49 και 50· της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 34, και της 5ης Απριλίου 2017, EUIPO κατά Szajner, C‑598/14 P, EU:C:2017:265, σκέψη 35).

79      Δεύτερον, όσον αφορά, ειδικότερα, τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει το EUIPO, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε περίπτωση που αίτηση κήρυξης της ακυρότητας σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στηρίζεται σε προγενέστερο δικαίωμα προστατευόμενο δυνάμει κανόνα εθνικού δικαίου, εναπόκειται, κατά πρώτον, στα αρμόδια όργανα του EUIPO να εκτιμήσουν το κύρος και την αποδεικτική δύναμη των στοιχείων που προσκόμισε ο αιτών προκειμένου να αποδείξει το περιεχόμενο του αντίστοιχου κανόνα. Επιπλέον, δεδομένου ότι η απόφαση των αρμόδιων οργάνων του EUIPO ενδέχεται να στερήσει από τον δικαιούχο του σήματος το δικαίωμα το οποίο του έχει αναγνωριστεί, οι συνέπειες της απόφασης αυτής είναι τέτοιες ώστε οι εξουσίες του οργάνου που την εκδίδει πρέπει οπωσδήποτε να βαίνουν πέραν της απλής επιβεβαίωσης των διατάξεων του εθνικού δικαίου όπως τις έχει επικαλεστεί ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 51· της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψεις 35 και 43, και της 5ης Απριλίου 2017, EUIPO κατά Szajner, C‑598/14 P, EU:C:2017:265, σκέψη 36).

80      Τρίτον, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 207/2009, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει πλήρη έλεγχο νομιμότητας της κρίσης του EUIPO επί των στοιχείων που προσκόμισε ο αιτών προκειμένου να αποδείξει το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας της οποίας την προστασία επικαλείται (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 52· της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 36, και της 5ης Απριλίου 2017, EUIPO κατά Szajner, C‑598/14 P, EU:C:2017:265, σκέψη 37).

81      Εξάλλου, στον βαθμό κατά τον οποίο η εφαρμογή του εθνικού δικαίου, εντός του συγκεκριμένου διαδικαστικού πλαισίου, ενδέχεται να έχει ως συνέπεια να στερηθεί ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δικαίωμά του, είναι επιτακτική ανάγκη να μην παρακωλύεται, παρά τα ενδεχόμενα κενά στα έγγραφα που έχουν προσκομιστεί προς απόδειξη του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, η δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να ασκήσει στην πράξη αποτελεσματικό έλεγχο. Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να εξετάσει, και πέραν των προσκομισθέντων εγγράφων, το περιεχόμενο, τις προϋποθέσεις και την έκταση της εφαρμογής των κανόνων δικαίου τους οποίους επικαλείται ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας. Κατά συνέπεια, ο δικαιοδοτικός έλεγχος τον οποίο ασκεί το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 44, και της 5ης Απριλίου 2017, EUIPO κατά Szajner, C‑598/14 P, EU:C:2017:265, σκέψη 38).

82      Τονίζεται ότι το EUIPO και το Γενικό Δικαστήριο οφείλουν να ασκούν τον έλεγχό τους με γνώμονα την απαίτηση της διασφάλισης της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανονισμού 207/2009, ο οποίος εγγυάται την προστασία του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 40, και της 5ης Απριλίου 2017, EUIPO κατά Szajner, C‑598/14 P, EU:C:2017:265, σκέψη 39).

83      Όσον αφορά τις αιτήσεις ανακοπής που στηρίζονται σε προγενέστερο δικαίωμα αντλούμενο από κανόνα εθνικού δικαίου, διαπιστώνεται ότι οι εκτιμήσεις που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 78 έως 82 ισχύουν και ως προς το βάρος απόδειξης και την κατανομή των υποχρεώσεων μεταξύ των διαδίκων, των αρμόδιων οργάνων του EUIPO και του Γενικού Δικαστηρίου.

84      Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι εναπόκειται στον ανακόπτοντα να αποδείξει ότι το μη καταχωρισμένο σήμα ή σημείο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου του κράτους μέλους του οποίου γίνεται επίκληση, και ότι καθιστά δυνατή την απαγόρευση της χρήσης ενός πιο πρόσφατου σήματος [απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar, C‑96/09 P, EU:C:2011:189, σκέψη 190· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 20ής Απριλίου 2005, Atomic Austria κατά ΓΕΕΑ – Fabricas Agrupadas de Muñecas de Onil (ATOMIC BLITZ), T‑318/03, EU:T:2005:136, σκέψη 33].

85      Εξάλλου, εναπόκειται στο EUIPO να εξετάσει αν, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γίνει δεκτός ένας προβαλλόμενος λόγος απαραδέκτου της αίτησης καταχώρισης. Στο πλαίσιο αυτό, είναι υποχρεωμένο να εκτιμήσει το υποστατό των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και την αποδεικτική ισχύ των στοιχείων που προσκομίζουν οι διάδικοι. Μπορεί να κληθεί να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους όπου απολαύει προστασίας το προγενέστερο σημείο επί του οποίου στηρίζεται η ανακοπή. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως, με τα μέσα που θεωρεί χρήσιμα προς τούτο, πληροφορίες σχετικές με τη νομοθεσία του αντίστοιχου κράτους μέλους, εάν οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την εκτίμηση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να γίνει δεκτός ένας λόγος απαραδέκτου της επίμαχης αίτησης καταχώρισης και, ιδίως, για την εκτίμηση του υποστατού των προβληθέντων πραγματικών περιστατικών και της αποδεικτικής ισχύος των προσκομισθέντων στοιχείων (απόφαση της 20ής Απριλίου 2005, ATOMIC BLITZ, T‑318/03, EU:T:2005:136, σκέψεις 34 και 35).

86      Είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι στο σημείο 5.3.6 του μέρους Γ «Διαδικασία ανακοπής», κεφάλαιο 4 «Δικαιώματα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009», των κατευθυντηρίων γραμμών του EUIPO, στις οποίες παραπέμπει η προσφεύγουσα, ορίζεται ότι:

«[ε]ίναι αναγκαίο να αποδειχθεί καταρχήν ότι, δυνάμει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, [τα μη καταχωρισμένα σημεία] μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκτέλεσης, στο πλαίσιο λήψης συντηρητικού μέτρου, έναντι πλέον πρόσφατων σημάτων [και] είναι επίσης αναγκαίο να αποδειχθεί ότι, στην επίμαχη υπόθεση, πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης διάταξης ασφαλιστικών μέτρων (έκταση της προστασίας), εάν το σήμα το οποίο αφορά η επίμαχη αίτηση καταχώρισης σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] χρησιμοποιούνταν στην οικεία εδαφική περιοχή.

Το πρώτο ζήτημα (η καταρχήν προστασία) διευθετείται συνήθως μέσω του καταλόγου του παραρτήματος, στον οποίο περιλαμβάνονται τα ισχύοντα προγενέστερα δικαιώματα.

Το δεύτερο ζήτημα θα πρέπει επίσης να διευθετηθεί βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου […]»

87      Επομένως, κατά το σημείο 5.3.6 των κατευθυντηρίων γραμμών του EUIPO, πρέπει, για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, αφενός, να αποδειχθεί ότι το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους παρέχει προστασία στα μη καταχωρισμένα σημεία και, αφετέρου, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει προς τούτο η εθνική νομοθεσία.

88      Πρέπει να προστεθεί ότι, στο σημείο 5.4 του μέρους Γ, κεφάλαιο 4, των κατευθυντηρίων γραμμών του EUIPO διευκρινίζεται ότι:

«[…] εναπόκειται στον διάδικο που στηρίζεται σε συγκεκριμένη πρόταση ή συνέπεια να προβάλει στο Γραφείο τους ισχυρισμούς, τα πραγματικά περιστατικά και τα επιχειρήματα που απαιτούνται για τη στήριξη των υποβληθέντων αιτημάτων.

[…]

Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τον καθορισμό των έννομων συνεπειών, όπως είναι η φήμη ή η συγκεκριμένη χρήση, η γενική αρχή του άρθρου 74[, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009] εφαρμόζεται ευθύς εξαρχής.

Τα πραγματικά αυτά περιστατικά αφορούν ζητήματα όπως:

–        […]

–        Η έκταση της προστασίας (ομοιότητα των σημείων και των προϊόντων και υπηρεσιών, κίνδυνος σύγχυσης) (εθνικό πρότυπο).

–        Το δίκαιο των κρατών μελών που έχει εφαρμογή δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, εξετάζεται από το Γραφείο με τον ίδιο τρόπο όπως ένα πραγματικό ζήτημα. Το Γραφείο δεν είναι σε θέση να προσδιορίζει αυτεπαγγέλτως και με ακρίβεια τους κανόνες όλων των κρατών μελών σχετικά με τα δικαιώματα που εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 8, παράγραφος 4. Η εξέταση του ζητήματος αυτού ως πραγματικού ζητήματος, το οποίο οφείλει να τεκμηριώσει με αποδεικτικά στοιχεία ο επικαλούμενος το εν λόγω δίκαιο διάδικος, ισοδυναμεί με τα κριτήρια που εφαρμόζουν τα δικαστήρια των κρατών μελών σε θέματα αλλοδαπού δικαίου βάσει των αρχών τους περί ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

–        Επομένως, όσον αφορά τα νομικά ζητήματα, δηλαδή τους κανόνες και τα πρότυπα των διάφορων εθνικών δικαίων που έχουν εφαρμογή σε συγκεκριμένη υπόθεση, το Γραφείο ζητεί συνήθως από τον ανακόπτοντα να προσκομίσει τα στοιχεία που του είναι αναγκαία για να αποφανθεί.

–        Η απόδειξη αυτή δεν είναι αναγκαία στην περίπτωση και μόνο κατά την οποία τα εν λόγω στοιχεία έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων από το Γραφείο, παραδείγματος χάριν με τη συμπερίληψή τους στον κατάλογο του παραρτήματος. Οι διάδικοι έχουν, ωστόσο, τη δυνατότητα να προσκομίσουν στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στον κατάλογο ή έχουν διαπιστωθεί άλλως από το Γραφείο δεν είναι πλέον ορθές ή δεν είναι πλέον ενημερωμένες.

–        […]»

89      Εν προκειμένω, πρέπει, ως εκ τούτου, να εξακριβωθεί αν, υπό το πρίσμα των όσων έχουν προσκομίσει οι διάδικοι στο Γενικό Δικαστήριο, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη τις κρίσιμες εθνικές διατάξεις και αν ορθώς εξέτασε, με γνώμονα τις διατάξεις αυτές, τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009.

90      Όσον αφορά το βάρος απόδειξης του προγενέστερου δικαιώματος και το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού, από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι, ως προς το μη καταχωρισμένο σήμα, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι περιορίστηκε στην εξέταση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα και, συνεπώς, δεν εξέτασε αν το σήμα αυτό πληροί τις προϋποθέσεις για να τύχει προστασίας βάσει των άρθρων 44 επ. του τσεχικού εμπορικού κώδικα. Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών δεν ήλεγξε αν, βάσει των τελευταίων αυτών άρθρων, η παρεμβαίνουσα είναι πράγματι δικαιούχος μη καταχωρισμένου σήματος που της παρέχει το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πιο πρόσφατου σήματος.

91      Συναφώς, επισημαίνεται πρωτίστως ότι, στον κατάλογο του παραρτήματος του μέρους Γ, κεφάλαιο 4, των κατευθυντηρίων γραμμών του EUIPO, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα αναγράφεται μεταξύ των εθνικών δικαιωμάτων που συνιστούν προγενέστερα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009. Αντιθέτως, τα άρθρα 44 επ. του τσεχικού εμπορικού κώδικα δεν μνημονεύονται στο παράρτημα αυτό.

92      Αφ’ ης στιγμής η προσφεύγουσα επιδίωκε να αμφισβητήσει ότι μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα επί των μη καταχωρισμένων σημάτων στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα, εκείνη έφερε το βάρος απόδειξης. Όφειλε επίσης να αποδείξει, αφού σκόπευε να το επικαλεστεί, ότι το δικαίωμα επί των μη καταχωρισμένων σημάτων κατοχυρωνόταν, στο τσεχικό δίκαιο, με άλλες διατάξεις πλην του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα και, ιδίως, με τα άρθρα 44 επ. του τσεχικού εμπορικού κώδικα, σχετικά με τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

93      Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο μέτρο κατά το οποίο πρέπει να αναζητήσει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, με τα μέσα που θεωρεί χρήσιμα, πληροφορίες σχετικές με τη νομοθεσία του αντίστοιχου κράτους μέλους προκειμένου να κρίνει αν οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την εκτίμηση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να γίνει δεκτός ένας λόγος απαραδέκτου της επίμαχης αίτησης καταχώρισης και, ιδίως, για την εκτίμηση του υποστατού των προβληθέντων πραγματικών περιστατικών και της αποδεικτικής ισχύος των προσκομισθέντων στοιχείων, έλαβε μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας, μεταξύ άλλων, σε σχέση με την προσφεύγουσα προκειμένου να του παράσχει πληροφορίες για τις διατάξεις του τσεχικού δικαίου τις οποίες επικαλείται και, ιδίως, προκειμένου να του κοινοποιήσει ολόκληρο τον σχολιασμό του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα [Horáček, R. a kol. Práva na označení (zákon o ochranných známkách a zákon o ochraně označení původu a zeměpisnych označení) Komentář – Πράγα, C.H.Beck 2004], απόσπασμα του οποίου παραθέτει στο δικόγραφο της προσφυγής της, καθώς και το πλήρες κείμενο διάφορων εθνικών δικαστικών αποφάσεων που επίσης παρατίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής.

94      Από τα στοιχεία, όμως, της δικογραφίας και τις απαντήσεις των διαδίκων δεν συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε κρίνοντας, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, ότι, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα, οι δικαιούχοι μη καταχωρισμένων σημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται στις συναλλαγές και δεν έχουν μόνο τοπική ισχύ δικαιούνται να ασκήσουν ανακοπή κατά της καταχώρισης νέων σημάτων εάν τα σημεία είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια και προσδιορίζουν πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες και, αφετέρου, οι διατάξεις του τσεχικού εμπορικού κώδικα των οποίων γίνεται επίκληση εν προκειμένω δεν ασκούν επιρροή, διότι τα ζητήματα του αθέμιτου ανταγωνισμού και της προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ζητήματα τα οποία αφορούν οι διατάξεις αυτές, δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του EUIPO.

95      Συγκεκριμένα, πρώτον, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα, η ανακοπή κατά της καταχώρισης τσεχικού σήματος μπορεί να ασκηθεί από «τον δικαιούχο μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει μόνο τοπική ισχύ, για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα και υπηρεσίες, εάν το σημείο αυτό είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, εάν τα δικαιώματα επί του σημείου αυτού αποκτήθηκαν πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης».

96      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα ορίζει, επομένως, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα μη καταχωρισμένο σήμα μπορεί να εμποδίσει την καταχώριση ενός πιο πρόσφατου σήματος.

97      Όσον αφορά το ζήτημα αν, με τα σημεία 25 και 30 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι τα μη καταχωρισμένα σήματα πρέπει να έχουν αποκτηθεί μέσω χρήσης στις συναλλαγές πριν από την ημερομηνία της αίτησης καταχώρισης και αν, με το σημείο 39 της εν λόγω απόφασης, το τμήμα προσφυγών ανέλυσε τα αποδεικτικά στοιχεία για να κρίνει αν το δικαίωμα επί του μη καταχωρισμένου σήματος είχε αποκτηθεί λόγω της χρήσης του σήματος από την παρεμβαίνουσα, υπενθυμίζεται ότι, κατά το παράρτημα του μέρους Γ, κεφάλαιο 4, των κατευθυντηρίων γραμμών του EUIPO, η βάση για την προστασία μη καταχωρισμένου σήματος είναι, όσον αφορά το δίκαιο της Τσεχικής Δημοκρατίας, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα.

98      Μολονότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO δεν έχουν δεσμευτική ισχύ, τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα παρέχει προστασία στα μη καταχωρισμένα σημεία, καθόσον κατοχυρώνει ρητώς το δικαίωμα των δικαιούχων τους να ασκήσουν ανακοπή κατά της καταχώρισης μεταγενέστερου σήματος, ούτε το γεγονός ότι, στην Τσεχική Δημοκρατία, η χρήση στις συναλλαγές αποτελεί, βάσει της διάταξης αυτής, αναγκαία προϋπόθεση για την απόκτηση των δικαιωμάτων επί μη καταχωρισμένου σημείου.

99      Λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων και των απαντήσεων των διαδίκων, δεν προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε κρίνοντας, αφενός, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα παρέχει προστασία στα μη καταχωρισμένα σημεία και, αφετέρου, ότι από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η απόκτηση του δικαιώματος επί μη καταχωρισμένου σημείου, το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ, γίνεται μέσω της χρήσης του σημείου στις συναλλαγές πριν από την κατάθεση της αίτησης καταχώρισης πιο πρόσφατου σήματος.

100    Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι, ασκώντας ανακοπή κατά της καταχώρισης ενός πιο πρόσφατου σήματος, οι δικαιούχοι προγενέστερων σημείων αποσκοπούν στην αποτελεσματική προστασία τους έναντι οποιασδήποτε μελλοντικής χρήσης του σήματος.

101    Όπως ορθώς επισήμανε η προσφεύγουσα με το δικόγραφό της, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα παρέχει τη δυνατότητα στον κάτοχο έγκυρου προγενέστερου δικαιώματος να βάλει κατά αίτησης καταχώρισης σήματος πριν από την καταχώρισή του, αντί να πρέπει να προσφύγει στη δικαιοσύνη για να ζητήσει να κηρυχθεί παράνομη η χρήση του σήματος και να ακυρωθεί το σήμα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου.

102    Συνεπώς, το δικαίωμα άσκησης ανακοπής κατά της καταχώρισης πιο πρόσφατου σήματος δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα περιλαμβάνει εμμέσως, πλην σαφώς, το δικαίωμα εναντίωσης στη χρήση του πιο πρόσφατου σήματος.

103    Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν υπάρχουν άλλες διατάξεις, πέραν εκείνης του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στους δικαιούχους μη καταχωρισμένου σημείου να απαγορεύσουν τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος μετά την καταχώριση του σήματος αυτού, όπως τα άρθρα 44 επ. του τσεχικού εμπορικού κώδικα, και αν το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη παραλείποντας να εξετάσει κατά πόσον πληρούνται εν προκειμένω οι καθοριζόμενες στα εν λόγω άρθρα προϋποθέσεις απόκτησης δικαιώματος επί του μη καταχωρισμένου σήματος, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι δεν δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε κρίνοντας ότι τα άρθρα αυτά θίγουν ζητήματα που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του EUIPO.

104    Συγκεκριμένα, τα άρθρα 44 επ. του τσεχικού εμπορικού κώδικα αφορούν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, τα παραπλανητικά σήματα και την προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και δεν συνάγεται από τα προσκομισθέντα έγγραφα σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του τσεχικού νόμου για τα σήματα ότι η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τα ανωτέρω άρθρα, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 47 του εμπορικού κώδικα αναφέρεται στις περιπτώσεις που συντρέχει κίνδυνος σύγχυσης.

105    Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 υπό το πρίσμα των διατάξεων του τσεχικού δικαίου.

–       Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης

106    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το σημείο στο οποίο συνίσταται το επίμαχο σήμα χρησιμοποιούνταν στην Τσεχική Δημοκρατία πριν από το μη καταχωρισμένο σήμα της παρεμβαίνουσας, η δε χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος συνιστά, ως εκ τούτου, πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος της προσφεύγουσας καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της, με αποτέλεσμα το μη καταχωρισμένο σήμα να μην είναι έγκυρο βάσει του τσεχικού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, προσάπτει στο τμήμα προσφυγών, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς δέχθηκε την ανακοπή και έκρινε εαυτό αναρμόδιο να εξετάσει, όπως είχε κληθεί να πράξει, αν το μη καταχωρισμένο σήμα είναι έγκυρο βάσει του τσεχικού δικαίου. Συναφώς, στρέφεται κατά του τμήματος προσφυγών διότι, κατά την άποψη του τμήματος αυτού, η προσφεύγουσα όφειλε να αποδείξει ότι το δικαίωμα της παρεμβαίνουσας δεν ήταν έγκυρο ή ότι το δικαίωμα αυτό δεν μπορούσε να προβληθεί έναντι της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, εναπόκειται στην παρεμβαίνουσα να αποδείξει ότι έχει δικαιώματα που απορρέουν από το εθνικό δίκαιο και στο EUIPO να εξετάσει το κύρος τους.

107    Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

108    Από τη νομολογία προκύπτει ότι, για να μπορεί ο ανακόπτων, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, να εμποδίσει την καταχώριση σήματος της Ένωσης, πρέπει και αρκεί, κατά τον χρόνο του ελέγχου, εκ μέρους του EUIPO, της συνδρομής όλων των προϋποθέσεων της ανακοπής, να μπορεί να προβληθεί η ύπαρξη προγενέστερου δικαιώματος το οποίο να μην έχει κηρυχθεί άκυρο με δικαστική απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη (απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar, C‑96/09 P, EU:C:2011:189, σκέψη 94).

109    Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι εναπόκειται στο EUIPO, όταν αποφαίνεται επί ανακοπής στηριζόμενης στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις των δικαστηρίων των αντίστοιχων κρατών μελών σχετικά με το κύρος ή τον χαρακτηρισμό των προβαλλόμενων προγενέστερων δικαιωμάτων, προκειμένου να βεβαιώνεται ότι τα δικαιώματα αυτά εξακολουθούν να παράγουν τα αποτελέσματα που απαιτεί η εν λόγω διάταξη, εντούτοις δεν είναι αρμόδιο να υποκαθιστά με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, εξουσία την οποία άλλωστε δεν του παρέχει ο κανονισμός 207/2009 (απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar, C‑96/09 P, EU:C:2011:189, σκέψη 95).

110    Εξάλλου, το κύρος εθνικού σήματος δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση στο πλαίσιο διαδικασίας καταχώρισης σήματος της Ένωσης, αλλά μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας στο σχετικό κράτος μέλος για την αναγνώριση της ακυρότητας του σήματος [βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Xentral κατά ΓΕΕΑ – Pages jaunes (PAGESJAUNES.COM), T‑134/06, EU:T:2007:387, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Επιπλέον, μολονότι εναπόκειται στο EUIPO να ελέγξει, βάσει των αποδείξεων που οφείλει να προσκομίσει ο ανακόπτων, την ύπαρξη του εθνικού σήματος του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη της ανακοπής, δεν είναι έργο του EUIPO να άρει τη σύγκρουση μεταξύ του σήματος αυτού και ενός άλλου σήματος σε εθνικό επίπεδο, σύγκρουση η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών [αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2005, PepsiCo κατά ΓΕΕΑ – Intersnack Knabber-Gebäck (RUFFLES), T‑269/02, EU:T:2005:138, σκέψη 26, και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, PAGESJAUNES.COM, T‑134/06, EU:T:2007:387, σκέψη 36].

111    Επομένως, όσο προστατεύεται πράγματι το προγενέστερο εθνικό σήμα, η ύπαρξη προγενέστερης εθνικής καταχώρισης ή άλλου δικαιώματος προγενέστερου του εθνικού αυτού σήματος δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο ανακοπής κατά αίτησης καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και εάν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο εθνικό σήμα της επιχείρησης που υπέβαλε την αίτηση καταχώρισης ή με άλλο δικαίωμα προγενέστερο του εθνικού σήματος στο οποίο στηρίχθηκε η ανακοπή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, PAGESJAUNES.COM, T‑134/06, EU:T:2007:387, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

112    Ουδείς λόγος συντρέχει για να μη γίνει δεκτό ότι οι εκτιμήσεις που προεκτέθηκαν ισχύουν και σε περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία η ανακοπή στηρίζεται σε μη καταχωρισμένο προγενέστερο εθνικό σήμα.

113    Στο πλαίσιο αυτό, το τμήμα προσφυγών δεν έσφαλε διαπιστώνοντας, με το σημείο 69 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν ήταν αρμόδιο να εκτιμήσει το κύρος του μη καταχωρισμένου σήματος και, συνεπώς, να αποφανθεί επί της ύπαρξης ενδεχόμενης προσβολής, εκ μέρους της παρεμβαίνουσας, των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας ή ενδεχόμενης πράξης αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος της.

114    Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών δεν έσφαλε κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα ήταν εκείνη που όφειλε να αποδείξει ότι το μη καταχωρισμένο σήμα ήταν άκυρο, προσκομίζοντας, εφόσον παρίστατο ανάγκη, σχετικές δικαστικές ή διοικητικές αποφάσεις οι οποίες να έχουν καταστεί απρόσβλητες.

115    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

116    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

117    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα αιτήματα του EUIPO και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Bacardi Co. Ltd στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Οκτωβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.