Language of document : ECLI:EU:C:2021:218

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 18ης Μαρτίου 2021(1)

Υπόθεση C848/19 P

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

κατά

Δημοκρατίας της Πολωνίας,

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Εσωτερική αγορά φυσικού αερίου – Άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Οδηγία 2009/73/ΕΚ – Αίτηση της γερμανικής αρχής (Bundesnetzagentur) για την τροποποίηση των όρων παρέκκλισης από τους κανόνες της Ένωσης σχετικά με την εκμετάλλευση του αγωγού φυσικού αερίου OPAL – Απόφαση της Επιτροπής περί τροποποίησης των όρων παρέκκλισης από τους κανόνες της Ένωσης – Αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης»






1.        Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2019 (2), με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 2016, περί τροποποίησης των (περιλαμβανομένων σε προγενέστερη απόφαση) όρων υπό τους οποίους ο αγωγός φυσικού αερίου OPAL (3) εξαιρείται από την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την πρόσβαση των τρίτων και την τιμολογιακή ρύθμιση (4).

2.        Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με το σκεπτικό ότι αυτή εκδόθηκε «κατά παραβίαση της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ».

3.        Η Επιτροπή, καθής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν άσκησε αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παρά το γεγονός ότι η απόφασή της ακυρώθηκε. Το έπραξε, αντιθέτως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηρίζοντας, κατά κύριο λόγο, ότι η ενεργειακή αλληλεγγύη είναι όρος αμιγώς πολιτικού χαρακτήρα και όχι νομικό κριτήριο από το οποίο θα μπορούσαν να αντληθούν ευθέως δικαιώματα και υποχρεώσεις για την Ένωση ή για τα κράτη μέλη.

4.        Η Πολωνία, η Λεττονία και η Λιθουανία τάσσονται υπέρ της ερμηνείας του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά την κρίση τους, η ενεργειακή αλληλεγγύη αποτελεί αρχή η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράμετρος για τον δικαστικό έλεγχο των κανόνων του παράγωγου δικαίου και των αποφάσεων στον τομέα της ενέργειας.

5.        Η αίτηση αναιρέσεως υποχρεώνει, συνεπώς, το Δικαστήριο να αποφανθεί ως προς την ύπαρξη της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης και, ενδεχομένως, ως προς τη φύση και το περιεχόμενό της (5).

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

6.        Το άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«Στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης ή της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης να προστατευθεί και να βελτιωθεί το περιβάλλον, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατών μελών, έχει ως στόχο:

α)      να διασφαλίζει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας,

β)      να διασφαλίζει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης, και

γ)      να προωθεί την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας καθώς και την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και

δ)      να προωθεί τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων.»

7.        Οι κοινοί κανόνες σχετικά με την αγορά φυσικού αερίου και την ηλεκτρική ενέργεια περιλαμβάνονται στην οδηγία 2009/73/ΕΚ (6). Το άρθρο της 32, ταυτόσημο με το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/55, αφορά την πρόσβαση τρίτων και έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την εφαρμογή ενός συστήματος πρόσβασης τρίτων στο σύστημα μεταφοράς και διανομής και στις εγκαταστάσεις [υγροποιημένου φυσικού αερίου, στο εξής: ΥΦΑ], με βάση δημοσιευμένα τιμολόγια, το οποίο ισχύει για όλους τους επιλέξιμους πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων προμήθειας, και εφαρμόζεται αντικειμενικά και αμερόληπτα μεταξύ των χρηστών του συστήματος. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εν λόγω τιμολόγια, ή οι μέθοδοι που διέπουν τον υπολογισμό τους, να εγκρίνονται πριν τεθούν σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 41 από τη ρυθμιστική αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 1, τα δε τιμολόγια αυτά και οι μέθοδοι –στην περίπτωση που μόνο μέθοδοι εγκρίνονται– να δημοσιεύονται πριν από την έναρξη ισχύος τους.

2.      Οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς, εάν απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων που σχετίζονται με τη διασυνοριακή μεταφορά, έχουν πρόσβαση στο σύστημα άλλων διαχειριστών δικτύων μεταφοράς.

3.      Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν εμποδίζουν τη σύναψη μακροπρόθεσμων συμβάσεων στον βαθμό που συμμορφώνονται προς τους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού.»

8.        Το άρθρο 36 της οδηγίας 2009/73, σχετικά με τις νέες υποδομές, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 22 της οδηγίας 2003/55, έχει ως εξής:

«1.      Η κύρια νέα υποδομή φυσικού αερίου, δηλαδή οι διασυνδέσεις, το ΥΦΑ και οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης, μπορεί, κατόπιν αιτήσεως, να εξαιρείται, για καθορισμένο χρονικό διάστημα, από τις διατάξεις των άρθρων 9, 32, 33 και 34 και του άρθρου 41 παράγραφοι 6, 8 και 10, υπό τους εξής όρους:

α)      η επένδυση πρέπει να ενισχύει, αφενός, τον ανταγωνισμό για την προμήθεια αερίου και, αφετέρου, την ασφάλεια του εφοδιασμού·

β)      το ύψος του επενδυτικού κινδύνου πρέπει να είναι τέτοιο ώστε η επένδυση δεν θα πραγματοποιηθεί εάν δεν χορηγηθεί απαλλαγή·

γ)      η υποδομή πρέπει να ανήκει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο διακριτό, τουλάχιστον από την άποψη της νομικής του προσωπικότητας, από τους διαχειριστές συστημάτων στα δίκτυα των οποίων θα κατασκευασθεί η εν λόγω υποδομή·

δ)      πρέπει να επιβάλλονται τέλη στους χρήστες της εν λόγω υποδομής και

ε)      η χορήγηση απαλλαγής δεν πρέπει να αποβαίνει σε βάρος του ανταγωνισμού ή της αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, ή της αποτελεσματικής λειτουργίας του διεπόμενου από ρυθμιστικές διατάξεις συστήματος με το οποίο συνδέεται η υποδομή.

[…]

3.      Η [εθνική] ρυθμιστική αρχή […] αποφασίζει, κατά περίπτωση, σχετικά με την εξαίρεση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2.

[…]

6.      Η εξαίρεση επιτρέπεται να καλύπτει το σύνολο ή μέρος του δυναμικού της νέας υποδομής ή της υφιστάμενης υποδομής με σημαντικά αυξημένο δυναμικό.

Κατά τη λήψη απόφασης για τη χορήγηση εξαίρεσης, λαμβάνεται υπόψη, για κάθε περίπτωση χωριστά, η ανάγκη να επιβληθούν όροι όσον αφορά τη διάρκεια της εξαίρεσης και τη χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στην υποδομή. Κατά τη λήψη της απόφασης σχετικά με τους εν λόγω όρους λαμβάνονται υπόψη κυρίως το πρόσθετο δυναμικό που πρόκειται να κατασκευασθεί ή η τροποποίηση του υπάρχοντος δυναμικού, ο χρονικός ορίζοντας του έργου και οι εθνικές περιστάσεις.

[…]

8.      Η ρυθμιστική αρχή διαβιβάζει αμελλητί στην Επιτροπή αντίγραφο κάθε αίτησης εξαίρεσης μόλις τη λάβει. Η απόφαση κοινοποιείται αμελλητί από την αρμόδια αρχή στην Επιτροπή, μαζί με όλες τις σχετικές με την εν λόγω απόφαση πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να υποβάλλονται στην Επιτροπή συνολικά, ώστε να της επιτρέπουν να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση. Ειδικότερα, οι πληροφορίες περιλαμβάνουν:

α)      τους λεπτομερείς λόγους βάσει των οποίων η ρυθμιστική αρχή ή το κράτος μέλος χορήγησε ή απέρριψε την απαλλαγή, μαζί με παραπομπή στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένου και του σχετικού σημείου ή σημείων της προαναφερθείσας παραγράφου επί των οποίων βασίσθηκε η απόφαση αυτή, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών πληροφοριών που αιτιολογούν την ανάγκη απαλλαγής·

β)      την ανάλυση η οποία διεξήχθη για τις επιπτώσεις της απαλλαγής στον ανταγωνισμό και στην αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου·

γ)      τους λόγους για τη χρονική περίοδο και το μερίδιο του συνολικού δυναμικού της υποδομής φυσικού αερίου για το οποίο χορηγείται η απαλλαγή·

δ)      σε περίπτωση που η εξαίρεση αφορά διασύνδεση, το αποτέλεσμα της διαβούλευσης με τις ενδιαφερόμενες ρυθμιστικές αρχές και

ε)      τη συμβολή της υποδομής στη διαφοροποίηση της προμήθειας φυσικού αερίου.

9.      Εντός δύο μηνών από την ημέρα παραλαβής της σχετικής κοινοποίησης, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση, με την οποία θα υποχρεώνεται η ρυθμιστική αρχή να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει την απόφαση χορήγησης εξαίρεσης. Η δίμηνη προθεσμία είναι δυνατόν να παραταθεί κατά δύο μήνες, όταν ζητούνται συμπληρωματικές πληροφορίες από την Επιτροπή. Η εν λόγω συμπληρωματική προθεσμία αρχίζει από την επομένη της λήψης του συνόλου των πληροφοριών. Η αρχική δίμηνη προθεσμία μπορεί επίσης να παραταθεί με τη συγκατάθεση τόσο της Επιτροπής όσο και της ρυθμιστικής αρχής.

[…]

Η ρυθμιστική αρχή συμμορφώνεται εντός μηνός με την απόφαση της Επιτροπής να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει την απόφαση εξαίρεσης και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

[…]»

9.        Σε χρόνο μεταγενέστερο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, η οδηγία 2009/73 τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/692 (7).

Β.      Το γερμανικό δίκαιο

10.      Το άρθρο 28a, παράγραφος 1, του Gesetz über die Elektrizitäts- und Gasversorgung (Energiewirtschaftsgesetz – EnWG), της 7ης Ιουλίου 2005 (8), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, επιτρέπει στην Bundesnetzagentur (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων, Γερμανία, στο εξής: BNetzA), μεταξύ άλλων, να εξαιρεί τις διασυνδέσεις μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και άλλων κρατών από τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση τρίτων. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, σε εκείνες του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73.

II.    Το ιστορικό της προσβαλλόμενης απόφασης

11.      Το ιστορικό της διαφοράς, έως την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, περιγράφεται στις σκέψεις 5 έως 15 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις οποίες δεν κρίνω σκόπιμο να αναπαραγάγω στο σύνολό τους. Θα περιοριστώ στην παράθεση εκείνων που θεωρώ πιο σημαντικές.

12.      Στις 13 Μαρτίου 2009, η BNetzA κοινοποίησε στην Επιτροπή δύο αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 2009 οι οποίες εξαιρούσαν τη δυναμικότητα διασυνοριακής μεταφοράς του αγωγού φυσικού αερίου OPAL από την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την πρόσβαση των τρίτων που προβλέπονται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2003/55 και των τιμολογιακών κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 25, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας αυτής (9).

13.      Με την απόφαση C(2009) 4694 (στο εξής: αρχική απόφαση), της 12ης Ιουνίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε από την BNetzA, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/55 (νυν άρθρου 36, παράγραφος 9, της οδηγίας 2009/73), να τροποποιήσει τις αποφάσεις που εξέδωσε στις 25 Φεβρουαρίου 2009, προσθέτοντας σε αυτές ορισμένους όρους.

14.      Στις 7 Ιουλίου 2009, η BNetzA τροποποίησε τις από 25 Φεβρουαρίου 2009 αποφάσεις της προσαρμόζοντάς τες στους κατά το προηγούμενο σημείο όρους. Η BNetzA χορήγησε εξαίρεση από τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση των τρίτων και την τιμολογιακή ρύθμιση για διάστημα 22 ετών.

15.      Ο αγωγός φυσικού αερίου OPAL τέθηκε σε λειτουργία στις 13 Ιουλίου 2011 (10).

16.      Δυνάμει της αρχικής απόφασης και των αποφάσεων της BNetzA της 25ης Φεβρουαρίου 2009, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τις από 7 Ιουλίου 2009 αποφάσεις, η δυναμικότητα μεταφοράς του αγωγού OPAL εξαιρέθηκε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από την εφαρμογή των κοινών κανόνων (σχετικά με την πρόσβαση τρίτων και την τιμολογιακή ρύθμιση) της οδηγίας 2003/55.

17.      Με τη σημερινή τεχνική διαμόρφωση, η προμήθεια του φυσικού αερίου γίνεται στο σημείο εισόδου του αγωγού, πλησίον της πόλης Greifswald, μέσω του αγωγού Nord Stream, τον οποίο χρησιμοποιεί ο όμιλος Gazprom για να μεταφέρει φυσικό αέριο από ρωσικά κοιτάσματα. Δεδομένου ότι η Gazprom δεν έθεσε σε εφαρμογή το πρόγραμμα παραχωρήσεως φυσικού αερίου που προβλεπόταν στην αρχική απόφαση (11), το μη δεσμευμένο 50 % της δυναμικότητας του αγωγού αυτού ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε, με αποτέλεσμα να έχει χρησιμοποιηθεί μόνον το 50 % της δυναμικότητάς του μεταφοράς.

18.      Στις 12 Απριλίου 2013, οι OGT, OAO Gazprom και Gazprom Eksport LLC ζήτησαν από την BNetzA να τροποποιήσει τη χορηγηθείσα το 2009 εξαίρεση, χωρίς να λάβουν θετική απάντηση. Τον Σεπτέμβριο του 2015 και του 2016, η Gazprom διοργάνωσε δημοπρασίες οι οποίες δεν προσέλκυσαν ανταγωνιστές, λόγος για τον οποίον ζήτησε εκ νέου την τροποποίηση της αρχικής απόφασης (12).

19.      Στις 13 Μαΐου 2016, η BNetzA γνωστοποίησε στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73, την πρόθεσή της, κατόπιν του αιτήματος που υπέβαλαν οι OGT, OAO Gazprom και Gazprom Eksport, να τροποποιήσει τη χορηγηθείσα το 2009 εξαίρεση όσον αφορά το τμήμα του αγωγού OPAL που εκμεταλλεύεται η OGT (13).

III. Η προσβαλλόμενη απόφαση

20.      Στις 28 Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε, βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 9, της οδηγίας 2009/73, την προσβαλλόμενη απόφαση, με αποδέκτρια την BNetzA.

21.      Το Γενικό Δικαστήριο (σκέψεις 16 και 17 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) συνόψισε ως εξής τους όρους της προσβαλλόμενης απόφασης:

«[…] Όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί η τροποποίηση αυτή, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, ελλείψει συγκεκριμένων ρητρών επανεξέτασης, τροποποιήσεις που αφορούν την έκταση μιας προηγουμένως χορηγηθείσας εξαίρεσης ή τους όρους που διέπουν την εξαίρεση αυτή πρέπει να αιτιολογούνται και, συναφώς, νέα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνέβησαν μετά την έκδοση της αρχικής απόφασης περί εξαίρεσης μπορούν να συνιστούν βάσιμο λόγο για την επανεξέταση της αρχικής απόφασης.

Επί της ουσίας, η Επιτροπή ενέκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις τροποποιήσεις του συστήματος εξαιρέσεων τις οποίες είχε επισημάνει η BNetzA, υπό την επιφύλαξη ορισμένων τροποποιήσεων, δηλαδή, μεταξύ άλλων:

–        η αρχική προσφορά της δυναμικότητας που θα δημοπρατούνταν έπρεπε να ανέρχεται σε 3 200 000 kWh/h (περίπου 2,48 δισεκατομμύρια m3/έτος) δυναμικότητας FZK και σε 12 664 532 kWh/h (περίπου 9,83 δισεκατομμύρια m3/έτος) δυναμικότητας DZK·

–        η αύξηση του όγκου της δυναμικότητας FZK που θα δημοπρατούνταν έπρεπε να επιτρέπεται, όσον αφορά το επόμενο έτος, εφόσον η ζήτηση υπερέβαινε, κατά την ετήσια δημοπρασία, το 90 % της προσφερόμενης δυναμικότητας και έπρεπε να πραγματοποιείται ανά 1 600 000 kWh/h (περίπου 1,24 δισεκατομμύρια m3/έτος), έως το ανώτατο όριο των 6 400 000 kWh/h (περίπου 4,97 δισεκατομμύρια m3/έτος)· και

–        επιχείρηση ή όμιλος επιχειρήσεων ο οποίος κατέχει δεσπόζουσα θέση στην Τσεχική Δημοκρατία ή ελέγχει άνω του 50 % του φυσικού αερίου που εισέρχεται στην πόλη Greifswald μπορούσε να υποβάλει προσφορά στο πλαίσιο δημοπρασιών δυναμικότητας FZK μόνο στη βασική τιμή, η οποία δεν έπρεπε να υπερβαίνει τη μέση βασική τιμή του ρυθμιζόμενου τιμολογίου για το δίκτυο μεταφοράς από τη ζώνη της Gaspool προς την Τσεχική Δημοκρατία για συγκρίσιμα προϊόντα κατά το ίδιο έτος.»

22.      Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε (σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) ότι «[σ]τις 28 Νοεμβρίου 2016, η BNetzA τροποποίησε τη χορηγηθείσα με την απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2009 εξαίρεση σχετικά με το μερίδιο του αγωγού φυσικού αερίου OPAL το οποίο εκμεταλλεύεται η OGT, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, συνάπτοντας με την εν λόγω εταιρία σύμβαση δημοσίου δικαίου, η οποία επέχει, κατά το γερμανικό δίκαιο, θέση διοικητικής απόφασης».

23.      Στην πράξη, η προσβαλλόμενη απόφαση δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για τον από πλευράς ομίλου Gazprom έλεγχο επί των ροών του αγωγού φυσικού αερίου OPAL και, στον ίδιο αυτό βαθμό, για ενδεχόμενη μείωση των ροών φυσικού αερίου που διέρχονται από τους αγωγούς φυσικού αερίου Yamal και Brotherhood (14), ενισχύοντας ταυτοχρόνως τη θέση της Gazprom στις αγορές φυσικού αερίου των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (15).

IV.    Οι ένδικες διαφορές σχετικά με τον αγωγό φυσικού αερίου OPAL

24.      Η προσβαλλόμενη απόφαση ενέτεινε τον φόβο ορισμένων παρόχων φυσικού αερίου και κυβερνήσεων των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ότι η Gazprom θα αποκτήσει ισχυρότερη θέση στην αγορά φυσικού αερίου, πράγμα που εξηγεί το συμφέρον τους να ασκήσουν προσφυγές ακυρώσεως κατά της εν λόγω απόφασης.

25.      Ούτως έπραξαν, ανεπιτυχώς, η Πολωνή πάροχος φυσικού αερίου Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo, συνιδιοκτήτρια του πολωνικού τμήματος του αγωγού φυσικού αερίου Yamal-Europa (16), και μια γερμανική θυγατρική της (η PGNiG Supply & Trading GmbH) (17).

26.      Το Δικαστήριο επικύρωσε κατ’ αναίρεση τις αντίστοιχες διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου περί απαραδέκτου (18).

27.      Η Δημοκρατία της Πολωνίας άσκησε, επίσης, προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επί της οποίας εξεδόθη η εν προκειμένω αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

V.      Η προσφυγή της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατά της προσβαλλόμενης απόφασης και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

28.      Η Δημοκρατία της Πολωνίας προέβαλε έξι λόγους ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πρώτος αφορούσε παράβαση του άρθρου 36, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/73, σε συνδυασμό με το άρθρο 194, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, και παραβίαση της αρχής της αλληλεγγύης· ο δεύτερος αναρμοδιότητα της Επιτροπής και παράβαση του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73· ο τρίτος παράβαση του άρθρου 36, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2009/73· ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 36, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και εʹ, της οδηγίας 2009/73· ο πέμπτος παραβίαση των διεθνών συμβάσεων στις οποίες η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος· και ο έκτος παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

29.      Το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, χωρίς να αποφανθεί επί των υπολοίπων, και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

30.      Κατά την εξέταση του «περιεχομένου της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης», το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή αυτή δεν περιορίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά «συνεπάγεται […] τη γενική υποχρέωση, εκ μέρους της Ένωσης και των κρατών μελών […] να προσπαθούν, στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων που αντλούν από την πολιτική αυτή, να αποφεύγουν να λαμβάνουν μέτρα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της Ένωσης και των λοιπών κρατών μελών, όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού, την οικονομική και πολιτική βιωσιμότητά της και τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού ή του εφοδιασμού, τούτο δε προκειμένου να αποδεχθούν την αλληλεξάρτηση και την εν τοις πράγμασι αλληλεγγύη τους» (19).

31.      Το Γενικό Δικαστήριο άμβλυνε τις ανωτέρω σκέψεις, επισημαίνοντας ότι «[…] η εφαρμογή της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης δεν σημαίνει ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες για τα συγκεκριμένα συμφέροντα ενός κράτους μέλους στον τομέα της ενέργειας. Ωστόσο, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συνεκτιμούν, στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω πολιτικής, τα συμφέροντα τόσο της Ένωσης όσο και των διαφόρων κρατών μελών και να σταθμίζουν τα συμφέροντα αυτά σε περίπτωση συγκρούσεων» (20).

32.      Επί του ζητήματος «αν η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στην αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης», το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι δεν γίνεται μνεία της αρχής αυτής στην προσβαλλόμενη απόφαση και ότι η Επιτροπή την παραβίασε, καθόσον:

–        «δεν προέβη, ιδίως, σε αξιολόγηση των επιπτώσεων της τροποποίησης του συστήματος εκμετάλλευσης του αγωγού φυσικού αερίου OPAL στην ασφάλεια εφοδιασμού της Πολωνίας»(21).

–        «[Δ]εν προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα των μεσοπρόθεσμων συνεπειών, κυρίως όσον αφορά την πολιτική της Δημοκρατίας της Πολωνίας στον τομέα της ενέργειας, της μεταφοράς προς την οδό διαμετακόμισης Nord Stream 1/OPAL μέρους του όγκου του φυσικού αερίου που προηγουμένως μεταφερόταν από τους αγωγούς φυσικού αερίου Yamal και Braterstwo ούτε στάθμισε τις συνέπειες αυτές με την αύξηση της ασφάλειας εφοδιασμού στο επίπεδο της Ένωσης, την οποία η ίδια διαπίστωσε.» (22)

33.      Από τις διαπιστώσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ» (23).

VI.    Τα μεταγενέστερα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης γεγονότα και η επιρροή της οδηγίας (ΕΕ) 2019/692

34.      Αν και δεν αφορούν άμεσα την έκβαση της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι, εντούτοις, σκόπιμο να μνημονευθούν ορισμένα γεγονότα μεταγενέστερα της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη συμμόρφωση προς αυτή.

35.      Στις 13 Σεπτεμβρίου 2019, η BNetzA προέβη σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (24), με αποτέλεσμα να επανέλθουν οι περιορισμοί που είχαν επιβληθεί με την αρχική απόφαση του 2009 και να ανατραπεί η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση.

36.      Ο άμεσος αντίκτυπος του μέτρου αυτού φαίνεται να ήταν ότι η Gazprom έπαυσε να χρησιμοποιεί περί τα 12 ή 13 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετήσιας δυναμικότητας του αγωγού φυσικού αερίου OPAL, κάτι που αντιστάθμισε με αυξημένες ροές μέσω των αγωγών φυσικού αερίου που διέρχονται από την Ουκρανία (25).

37.      Η νομολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσε να έχει επίσης αντίκτυπο στις συνθήκες άλλων αγωγών φυσικού αερίου, όπως είναι ο Nord Stream 2 και η χερσαία προέκτασή του EUGA (26), καθώς και ο αγωγός φυσικού αερίου Turk Stream II (27). Εάν επικυρωθεί η θέση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης, η Gazprom και οι συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσκολίες όσον αφορά την προσωρινή εξαίρεση από την εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης (οι οποίοι επιβάλλουν την πλήρη ελευθέρωση των ροών φυσικού αερίου) του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, ο οποίος αποτελεί επίσης αντικείμενο εκκρεμών δικών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (28).

38.      Πρέπει να υπομνησθεί, επιπλέον, ότι η οδηγία 2019/692 τροποποίησε την οδηγία 2009/73 προκειμένου (σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη της 3) «να αντιμετωπίσει τα εμπόδια για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, τα οποία απορρέουν από τη μη εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων της αγοράς στους αγωγούς μεταφοράς αερίου προς και από τρίτες χώρες. Οι τροποποιήσεις που εισάγονται με την παρούσα οδηγία προορίζονται να διασφαλίσουν ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται στους αγωγούς μεταφοράς αερίου οι οποίοι συνδέουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη εφαρμόζονται, εντός της Ένωσης, και στους αγωγούς μεταφοράς αερίου προς και από τρίτες χώρες» (29).

39.      Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από την ελευθέρωση αυτή, η οδηγία 2019/692 προσέθεσε στην οδηγία 2009/73 το άρθρο 49α, παράγραφος 1, το οποίο επιτρέπει τη χορήγηση εξαιρέσεων στους αγωγούς μεταφοράς αερίου μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας που έχουν ολοκληρωθεί πριν από τις 23 Μαΐου 2019 (30).

40.      Οι εταιρίες Nord Stream και Nord Stream 2 άσκησαν, έκαστη, προσφυγή ακυρώσεως κατά της οδηγίας 2019/692, τις οποίες όμως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτες λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, με το σκεπτικό ότι η εν λόγω οδηγία δεν επηρεάζει άμεσα και ατομικώς τις επιχειρήσεις αυτές, καθόσον χρήζει εθνικών μέτρων μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο (31).

41.      Στις 15 Μαΐου 2020, η BNetzA απέρριψε την αίτηση εξαίρεσης την οποία είχε υποβάλει η Nord Stream 2 σύμφωνα με το (νυν) άρθρο 49α της οδηγίας 2009/73. Η απόρριψη στηρίχθηκε στο ότι η φυσική κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου δεν είχε ολοκληρωθεί πριν από τις 23 Μαΐου 2019, καθώς και στο ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να αποκλειστεί η αιτούσα από το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος εξαίρεσης του άρθρου 49α (32).

42.      Άλλο στοιχείο που ασκεί επιρροή στη διαμάχη σχετικά με τον αγωγό φυσικού αερίου OPAL είναι η έκθεση της ειδικής ομάδας του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: ΠΟΕ) της 10ης Αυγούστου 2018 (33), εκδοθείσα στο πλαίσιο διαφοράς κατά την οποία η Ρωσία αμφισβητούσε τη συμβατότητα με το δίκαιο του ΠΟΕ ορισμένων στοιχείων της νομοθεσίας της Ένωσης περί της εμπορίας φυσικού αερίου. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβανόταν η εφαρμογή του καθεστώτος εξαιρέσεων του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73 στον αγωγό φυσικού αερίου OPAL.

43.      Η ειδική ομάδα του ΠΟΕ απέρριψε την πλειονότητα των αιτημάτων της Ρωσίας. Ωστόσο, η ομάδα αυτή έκρινε ασύμβατους με το άρθρο XI, πρώτο εδάφιο, της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) του 1994 δύο όρους της αρχικής απόφασης (του 2009) σχετικά με τον αγωγό φυσικού αερίου OPAL, ήτοι, το ανώτατο όριο δυναμικότητας 50 % (το οποίο περιορίζει την κατανομή δυναμικότητας μεταφοράς στην Gazprom και στις συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις) και το πρόγραμμα παραχωρήσεως φυσικού αερίου, το οποίο υποχρεώνει την Gazprom και τις συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις να παραχωρούν ετησίως 3 000 εκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου προκειμένου να υπερβούν το όριο αυτό.

44.      Η Ρωσία υποστήριξε ότι οι όροι αυτοί οδηγούσαν εν τοις πράγμασι σε περιορισμό του όγκου του εισαγόμενου φυσικού αερίου. Η ειδική ομάδα του ΠΟΕ διαπίστωσε ότι οι όροι αυτοί περιόριζαν τις ανταγωνιστικές ευκαιρίες για την εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (34).

45.      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωστοποίησε στο όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ την απόφασή της να ασκήσει έφεση όσον αφορά συγκεκριμένα νομικά στοιχεία και ερμηνείες της έκθεσης της ειδικής ομάδας (35). Η αδυναμία λειτουργίας του δευτεροβάθμιου οργάνου επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ, λόγω της μη ανανέωσης των μελών του, εμποδίζει, επί του παρόντος, την έκδοση απόφασης στην εν λόγω υπόθεση.

46.      Η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει την έννοια ότι οι πιθανοί παράγοντες ασυμβατότητας προς το δίκαιο του ΠΟΕ του καθεστώτος που έχει εφαρμογή στον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream/OPAL εξαλείφονται σχεδόν εξ ολοκλήρου. Ωστόσο, καθ’ ο μέρος η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, έχει εκ νέου εφαρμογή το προβλεπόμενο από την αρχική απόφαση (του 2009) καθεστώς εξαίρεσης, το οποίο είχε κριθεί ασύμβατο προς το άρθρο XI, πρώτο εδάφιο, της GATT του 1994. Κατά συνέπεια, θα ήταν ενδεχομένως αναγκαίο να εξεταστεί εάν η επιτευχθείσα λύση έρχεται σε σύγκρουση με το δίκαιο του ΠΟΕ.

VII. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

47.      Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, στην υπόθεση T‑883/16·

–        να αναπέμψει την υπόθεση T‑883/16 στο Γενικό Δικαστήριο·

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

48.      Η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει στο σύνολό της την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και να κρίνει απαράδεκτο τον τρίτο λόγο αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

49.      Η Δημοκρατία της Λεττονίας και η Δημοκρατία της Λιθουανίας ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως.

50.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή τάχθηκε υπέρ της αποδοχής του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

51.      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει πέντε λόγους, εκ των οποίων, εν συνόψει, ο πρώτος και ο δεύτερος αφορούν την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης και τη μη εφαρμογή της στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ο τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγος (οι οποίοι προβάλλονται για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω αρχή έχει εφαρμογή) αμφισβητούν την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης.

VIII. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως: ο μη νομικός χαρακτήρας της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

52.      Προτού εκφέρω άποψη επί αυτού του λόγου αναιρέσεως, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω τη νομική διάρθρωση της αλληλεγγύης στο δίκαιο της Ένωσης και την αποτύπωσή της στους κανόνες περί ενεργειακής πολιτικής.

1.      Η αλληλεγγύη στο πλαίσιο του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης

53.      Πέραν του άρθρου 194 ΣΛΕΕ, αναφορές στην αλληλεγγύη υφίστανται και σε άλλους κανόνες του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, τόσο της Συνθήκης ΕΕ όσο και της Συνθήκης ΛΕΕ.

54.      Η Συνθήκη ΕΕ μνημονεύει την έννοια αυτή στο προοίμιο («Επιθυμώντας βαθύτερες σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους και ταυτόχρονα σεβόμενοι την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις τους»). Το πράττει επίσης στο άρθρο της 2, ως ένα εκ των χαρακτηριστικών της κοινωνίας που συμμερίζεται τις κοινές αξίες των κρατών μελών της Ένωσης (36), και στο άρθρο της 3, διακηρύσσοντας ότι «η Ένωση προάγει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών» (παράγραφος 3) (37).

55.      Το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΕΕ, κατοχυρώνει την αλληλεγγύη ως μια από τις κατευθυντήριες αρχές της εξωτερικής δράσης της Ένωσης. Μεταξύ των ειδικών διατάξεων σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, το άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, ΣΕΕ κάνει λόγο για «αμοιβαία πολιτική αλληλεγγύη» των κρατών μελών (38).

56.      Όσον αφορά τη Συνθήκη ΛΕΕ, το άρθρο της 67, παράγραφος 2, συνδέει την κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της μετανάστευσης και του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων με την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, πράγμα που επιβεβαιώνει το άρθρο 80 ΣΛΕΕ (39).

57.      Στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, το άρθρο 122, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, περιλαμβάνει επίσης ρητή αναφορά στο πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατών μελών (40). Στο πνεύμα αλληλεγγύης αναφέρονται και το άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, και το άρθρο 222 ΣΛΕΕ (41).

58.      Ο τίτλος IV του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης συγκεντρώνει, υπό την επικεφαλίδα «αλληλεγγύη», σειρά δικαιωμάτων στον κοινωνικό και εργασιακό τομέα (άρθρα 27 έως 34), στον τομέα της προστασίας της υγείας, της πρόσβασης σε υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, της προστασίας του περιβάλλοντος ή των καταναλωτών (άρθρα 35 έως 38).

59.      Πέραν αυτών και άλλοι κανόνες του πρωτογενούς δικαίου στηρίζονται στην αλληλεγγύη. Αυτή είναι η περίπτωση του μηχανισμού χρηματοδοτικής συνδρομής στις χώρες της Ένωσης που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ (άρθρο 143 ΣΛΕΕ) ή των διατάξεων σχετικά με την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή (άρθρα 174 έως 178 ΣΛΕΕ).

60.      Εντούτοις, δυσχερώς μπορεί να συναχθεί από το σύνολο των διατάξεων αυτών μια πλήρης και συνεκτική αντίληψη της αλληλεγγύης στο δίκαιο της Ένωσης. Πρόκειται για έννοια η οποία φαίνεται να συνδέεται τόσο με τις οριζόντιες σχέσεις (μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ θεσμικών οργάνων, μεταξύ λαών ή γενεών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών) όσο και με τις κάθετες (μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της), σε διαφορετικούς τομείς (42).

61.      Πρέπει, αντιθέτως, να τονιστεί ότι η αλληλεγγύη εμφανίζεται στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, με ισχύ κατ’ ουσίαν συνταγματική, ως αξία (άρθρο 2 ΣΕΕ) και ως στόχος (άρθρο 3 ΣΕΕ) τον οποίο πρέπει να προωθεί η Ένωση. Στον ίδιο αυτόν βαθμό, η αλληλεγγύη καλείται, ολοένα και περισσότερο (43), να υπαγορεύσει τις πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις της ίδιας της Ένωσης.

62.      Σε ορισμένες από τις προμνημονευθείσες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ γίνεται λόγος για «πνεύμα αλληλεγγύης», ενώ άλλες χρησιμοποιούν ευθέως την έκφραση «αρχή της αλληλεγγύης» (άρθρο 80 ΣΛΕΕ).

63.      Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η αλληλεγγύη επέχει θέση νομικής αρχής και, εάν ναι, ποια είναι η φύση και το περιεχόμενό της. Στον αντίποδα, η εν λόγω έννοια θα είχε αμιγώς συμβολική αξία, χωρίς κανονιστική ισχύ.

64.      Από θεωρητικής απόψεως, η συζήτηση διεξάγεται μεταξύ εκείνων που δεν αναγνωρίζουν στην αλληλεγγύη την ιδιότητα νομικής αρχής (ή, τουλάχιστον, γενικής αρχής του δικαίου) (44) και εκείνων που υπερασπίζονται τη φύση της ως συνταγματικής ή δομικής αρχής (45), ή γενικής αρχής του δικαίου, στενά συνδεδεμένης με την καλόπιστη συνεργασία (46), της οποίας τα χαρακτηριστικά έχουν προσδιορισθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια.

2.      Η αλληλεγγύη κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου

65.      Το Δικαστήριο έχει χρησιμοποιήσει την αρχή της αλληλεγγύης στη νομολογία του, χωρίς όμως να προσδιορίσει κατά τρόπο γενικό τα χαρακτηριστικά της. Το έχει πράξει, κατά κανόνα, στο πλαίσιο διαφορών στις οποίες εξετάζονταν κρατικά μέτρα αντίθετα προς την αρχή αυτή.

66.      Αυτό συνέβη, αρχικά, σε υπόθεση σχετική με κρατικές ενισχύσεις, επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (47) ή σε άλλη μεταγενέστερη, επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (48), η οποία αφορούσε την παράβαση των κανόνων της Ένωσης στον τομέα της αγροτικής πολιτικής. Με την τελευταία, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η παράβαση εκπληρώσεως του καθήκοντος αλληλεγγύης που τα κράτη μέλη έχουν αποδεχτεί με την προσχώρησή τους στην Κοινότητα θίγει ακόμα και τις ουσιώδεις βάσεις της κοινοτικής έννομης τάξης».

67.      Η αλληλεγγύη μεταξύ παραγωγών έχει επίσης μνημονευθεί σε ορισμένες αποφάσεις προκειμένου να δικαιολογηθεί η κατανομή βαρών και ωφελημάτων την οποία επιβάλλουν κανόνες της Ένωσης, χωρίς όμως να χαρακτηριστεί ως γενική αρχή του δικαίου (49), καθώς και σε άλλες αποφάσεις που αφορούσαν την ιθαγένεια της Ένωσης και κοινωνικά μέτρα, αν και με περιορισμένο τρόπο. Ο όρος αυτός δεν χρησιμοποιήθηκε, τουλάχιστον ρητώς, στις αποφάσεις σχετικά με τα μέτρα χρηματοδοτικής συνδρομής μετά την οικονομική κρίση του 2008 (50).

68.      Το καθ’ ύλην πεδίο στο οποίο η έννοια της αλληλεγγύης χρησιμοποιείται κατά κόρον από το Δικαστήριο, ως βασικό στοιχείο για την ερμηνεία άρθρου της Συνθήκης ΛΕΕ, είναι το σχετικό με την πολιτική στους τομείς του ασύλου, της μετανάστευσης και του ελέγχου των συνόρων (άρθρο 80 ΣΛΕΕ).

69.      Πράγματι, το Δικαστήριο προσέφυγε, ρητώς, στην αρχή της αλληλεγγύης όταν κλήθηκε να αποφανθεί επί της κατανομής των ποσοστώσεων αιτούντων διεθνή προστασία μεταξύ των κρατών μελών (51). Εκτιμώντας, προηγουμένως, ότι «σύμφωνα με το άρθρο 80 ΣΛΕΕ, η αρχή [της αλληλεγγύης] διέπει την πολιτική της Ένωσης στον τομέα του ασύλου» (52), εξήγε εξ αυτής κρίσιμες νομικές συνέπειες, έως του σημείου να κάνει δεκτές προσφυγές της Επιτροπής κατά των κρατών μελών τα οποία είχαν αθετήσει τις υποχρεώσεις τους στον τομέα αυτό.

70.      Η συνοπτική αυτή ανάλυση της νομολογίας καταδεικνύει ότι, ακόμη και αν η αρχή της αλληλεγγύης παρουσιάζει διαφορετικές εκφάνσεις και επίπεδα εξειδίκευσης, η σημασία της, εντούτοις, στο πρωτογενές δίκαιο, ως αξίας και ως στόχου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (53) επιτρέπει να της αποδοθεί ένα νόημα ικανό να παραγάγει έννομες συνέπειες.

71.      Στον πυρήνα της νομολογιακής αυτής προσέγγισης ενυπάρχει μια συγκεκριμένη αντίληψη περί της κανονιστικής ισχύος των Συνθηκών: οι διατάξεις τους έχουν τα χαρακτηριστικά κανόνων συνταγματικής ισχύος, εναπόκειται δε σε εκείνον που καλείται να τις ερμηνεύσει (εν τέλει, στο Δικαστήριο) να αποσαφηνίσει το εγγενές σε αυτές επιτακτικό περιεχόμενο.

72.      Ασφαλώς, οι διαφορετικές πτυχές της αρχής της αλληλεγγύης καθιστούν δυσχερή την εφαρμογή της με τον ίδιο τρόπο ή ένταση σε όλους τους τομείς αρμοδιότητας της Ένωσης. Ωστόσο, επιμένω, τίποτα δεν εμποδίζει να αναγνωριστεί στην αρχή αυτή, σε ορισμένους τομείς αρμοδιότητας, ο χαρακτήρας «κατευθυντήριας αρχής» της σχετικής δράσης της Ένωσης, με αντίκτυπο στη νομική λειτουργία της.

73.      Τούτο ισχύει όσον αφορά την αρχή της αλληλεγγύης στον τομέα της πολιτικής ασύλου και, κατά την κρίση μου, το ίδιο πρέπει να ισχύει αναλογικώς και στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής.

3.      Η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης

74.      Το άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι:

«[…] η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατών μελών, έχει ως στόχο:

α)      να διασφαλίζει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας,

β)      να διασφαλίζει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης, και

γ)      να προωθεί την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας καθώς και την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και

δ)      να προωθεί τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων.»

75.      Το άρθρο 194 ΣΛΕΕ εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας ως νομική βάση για την ανάπτυξη των αρμοδιοτήτων της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας (54).

76.      Το «πνεύμα αλληλεγγύης» πρέπει να διαπερνά τους στόχους της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης και να προωθεί την ανάπτυξή της. Υπό το πρίσμα αυτό, η ενεργειακή αλληλεγγύη δεν είναι δυνατό να ταυτίζεται με την απλή ενεργειακή ασφάλεια (ή «ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού»), η οποία είναι μία μόνον από τις πτυχές της (55).

77.      Η αλληλεγγύη συνιστά τη βάση όλων των λοιπών σκοπώντης ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης, αποτελεί δε το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου οι σκοποί αυτοί θα πρέπει να υλοποιούνται και εξασφαλίζει τη συνοχή τους. Ειδικότερα:

–        όσον αφορά «τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας», η οποία πρέπει να συμβάλλει στον εφοδιασμό υπό καλύτερες συνθήκες ανταγωνισμού στα κράτη μέλη.

–        Όσον αφορά την προώθηση της «διασύνδεσης των ενεργειακών δικτύων», κρίσιμη για την επίτευξη μια εσωτερικής αγοράς ενέργειας.

–        Όσον αφορά «την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας», καθώς και «την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ενεργειακή αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, η οποία συνάδει με την καλύτερη προστασία του περιβάλλοντος.

78.      Η εισαγωγή του πνεύματος ενεργειακής αλληλεγγύης σε κείμενο του πρωτογενούς δικαίου αμβλύνθηκε από την προσαρτηθείσα στη Συνθήκη ΕΕ και τη Συνθήκη ΛΕΕ δήλωση αριθ. 35, κατά την οποία «[η] Διάσκεψη θεωρεί ότι το άρθρο 194 δεν επηρεάζει το δικαίωμα των κρατών μελών να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ο εφοδιασμός τους σε ενέργεια, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 347». Η Δήλωση αυτή συνιστούσε, στην πραγματικότητα, προστασία της κρατικής κυριαρχίας στον τομέα της ενέργειας, η οποία προστέθηκε σε αυτήν που απορρέει από το άρθρο 194, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (56).

79.      Η εισαγωγή, μέσω των κανόνων του πρωτογενούς δικαίου, των εγγυήσεων αυτών κρατικής κυριαρχίας έναντι της διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας γίνεται καλύτερα κατανοητή υπό το πρίσμα της καθιέρωσης μιας ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης η οποία διαπνέεται από την αρχή της αλληλεγγύης και προβλέπεται επίσης ειδικά στο πρωτογενές δίκαιο. Ο νομικός χαρακτήρας της αρχής αυτής μου φαίνεται τόσο αδιαμφισβήτητος όσο και ο αντίστοιχος χαρακτήρας των εγγυήσεων κρατικής κυριαρχίας που θεσπίστηκαν με σκοπό την άμβλυνσή της.

80.      Το Δικαστήριο είχε, προηγουμένως, αναγνωρίσει ότι η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού των χωρών αποτελεί επιτακτική ανάγκη γενικού συμφέροντος (57), εμπίπτουσα στην εθνική ασφάλεια (αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ).

81.      Παρά τις εγγυήσεις αυτές κρατικής κυριαρχίας στον τομέα της ενέργειας, η Ένωση έχει αναπτύξει σταδιακά την ενεργειακή πολιτική της μέσω κανόνων του παράγωγου δικαίου, στους οποίους η ενεργειακή αλληλεγγύη διαδραματίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο. Προωθήθηκε, επίσης, στο πλαίσιο της στρατηγικής της Επιτροπής για την επίτευξη της Ενεργειακής Ένωσης (58), η οποία αποτελεί τη βάση για τη θέσπιση των πρόσφατων κανόνων της Ένωσης σχετικά με την αγορά φυσικού αερίου.

82.      Λόγω των τεχνικών και οικονομικών χαρακτηριστικών των αγορών αυτών, η επιβεβαίωση της αρχής της αλληλεγγύης είναι κρίσιμη προκειμένου η ενεργειακή πολιτική της Ένωσης να μπορέσει να επιτύχει τους στόχους της, στην πραγματικότητα ολοένα και πιο αλληλένδετους με την προστασία του περιβάλλοντος (59).

83.      Συγκεκριμένα, η ανάπτυξη υποδομών φυσικού αερίου σε διεθνικό επίπεδο καθώς και με τρίτες χώρες μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης για την επίτευξη της ενεργειακής αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, λόγος για τον οποίον η Ένωση έχει προωθήσει ενεργά τέτοιου είδους υποδομές (60).

84.      Εκφάνσεις της αρχής της αλληλεγγύης στο θετικό δίκαιο, από αυτήν και από άλλες απόψεις, αποτελούν, μεταξύ άλλων:

–        ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1938 (61), ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΕ) 994/2010 (62). Ο τελευταίος θέσπιζε έναν μηχανισμό αντιμετώπισης κρίσεων προμήθειας φυσικού αερίου με έκτακτα μέτρα η τελική ευθύνη των οποίων ανήκε στα κράτη (63). Ο μηχανισμός αυτός βελτιώθηκε με τον κανονισμό 2017/1938 (64), και κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύθηκε η αποτελεσματικότητα της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης (65).

–        Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/452 (66), ο οποίος εγκαθιδρύει ένα σύστημα συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μπορούν να υποβάλλουν παρατηρήσεις και η Επιτροπή να εκδίδει γνώμες σχετικά με τις άμεσες ξένες επενδύσεις και τον ενδεχόμενο περιορισμό τους στα αντίστοιχα εδάφη ή στο σύνολο της Ένωσης. Αφορά, μεταξύ άλλων, τις επενδύσεις σε «υποδομές ζωτικής σημασίας, είτε φυσικές είτε εικονικές, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών στους τομείς της ενέργειας», και τον «εφοδιασμό με συντελεστές παραγωγής που έχουν κρίσιμη σημασία, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας […]».

85.      Όσα έχουν έως τώρα εκτεθεί επιβεβαιώνουν ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν δίστασε να υιοθετήσει την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης ως οδηγό της πολιτικής του στον τομέα αυτόν. Απομένει να αποσαφηνιστεί εάν, πέραν της λειτουργίας αυτής, η εν λόγω αρχή, στην οποία ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi είχε ήδη προσδώσει «συνταγματικό» χαρακτήρα (67), μπορεί να αναπτύξει τα αποτελέσματά της πέραν του νομοθετικού επιπέδου.

86.      Θα εξετάσω τον πρώτο λόγο αναιρέσεως υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών.

Β.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

87.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο πλάνη περί το δίκαιο καθ’ ο μέρος έκρινε ότι η ενεργειακή αλληλεγγύη, η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αποτελεί αρχή από την οποία αντλούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις τόσο για την Ένωση όσο και για τα κράτη μέλη.

88.      Κατά την αναιρεσείουσα, η ενεργειακή αλληλεγγύη αποτελεί «αμιγώς πολιτική έννοια» και όχι νομικό κριτήριο από το οποίο μπορούν να αντληθούν ευθέως δικαιώματα και υποχρεώσεις για την Ένωση ή για τα κράτη μέλη. Η αλληλεγγύη στον τομέα της ενέργειας, λόγω της αφηρημένης και μη προσδιορίσιμης φύσης της, δεν είναι «δεκτική δικαστικού ελέγχου» (68).

89.      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, υπό την ιδιότητα του εκτελεστικού οργάνου της Ένωσης, ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει αποκλειστικώς και μόνον το παράγωγο δίκαιο (συγκεκριμένα το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73). Το άρθρο αυτό αποτελούσε τη μοναδική παράμετρο του ελέγχου νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Άλλες πτυχές της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης «δεν πρέπει να εξετάζονται και δεν αποτελούν κριτήρια για τις αποφάσεις της Επιτροπής».

90.      Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω αρχή δεν δεσμεύει παρά «μόνον, το πολύ, τον νομοθέτη της Ένωσης». Η Επιτροπή, επιμένει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, «δεν δεσμεύεται από το άρθρο 194 ΣΛΕΕ ούτε από την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης» κατά τη θέσπιση των αποφάσεων εξαίρεσης δυνάμει του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73.

91.      Η Επιτροπή, η οποία δεν άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου και κλήθηκε από το Δικαστήριο να παρέμβει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποστήριξε ότι η ενεργειακή αλληλεγγύη αποτελεί κατευθυντήρια αρχή της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης, η οποία δεσμεύει τον νομοθέτη της Ένωσης κατά τη θέσπιση των κανόνων του παράγωγου δικαίου.

92.      Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, η αλληλεγγύη του άρθρου 194 ΣΛΕΕ αποτελεί ιδιαιτέρως ευρεία και αφηρημένη έννοια ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αυτοτελής αρχή κατά τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεών της. Η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να περιοριστεί στην εφαρμογή του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73, χωρίς να επιτρέπεται κανενός είδους πρόσθετη αξιολόγηση αποκλειστικώς βάσει της αρχής της αλληλεγγύης.

93.      Η Επιτροπή αναγνώρισε, ωστόσο, ότι ο έλεγχος νομιμότητας των αποφάσεών της μπορούσε να πραγματοποιηθεί «υπό το πρίσμα της ενεργειακής αλληλεγγύης», ως κριτηρίου ερμηνείας των κανόνων του παράγωγου δικαίου.

94.      Οι Δημοκρατίες της Πολωνίας, της Λεττονίας και της Λιθουανίας αντέκρουσαν τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Γ.      Εκτίμηση

95.      Κατά την κρίση μου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα, ότι η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης «συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις τόσο για την Ένωση όσο και για τα κράτη μέλη» (69).

96.      Εκτιμώ ότι η κατά το άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης αναπτύσσει έννομα και όχι απλώς πολιτικά αποτελέσματα: α) ως ερμηνευτικό κριτήριο των κανόνων του παράγωγου δικαίου που έχουν θεσπιστεί κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, β) ως στοιχείο γεφύρωσης των κενών που διαπιστώνονται στους ίδιους αυτούς κανόνες και γ) ως παράμετρος για τον δικαστικό έλεγχο, είτε της νομιμότητας των προαναφερθέντων κανόνων του παράγωγου δικαίου, είτε των αποφάσεων των οργάνων της Ένωσης στον τομέα αυτό.

97.      Στις Συνθήκες, όταν έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στην αμιγώς πολιτική συνιστώσα της αλληλεγγύης, τούτο δηλωνόταν ρητώς. Αυτό παρατηρείται στις ειδικές διατάξεις σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, εκ των οποίων το άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, ΣΕΕ κάνει λόγο για «αμοιβαία πολιτική αλληλεγγύη» των κρατών μελών.

98.      Δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά την αρχή της αλληλεγγύης στον τομέα της πολιτικής ασύλου (άρθρο 67 ΣΛΕΕ) ή στον τομέα της ενέργειας (άρθρο 194 ΣΛΕΕ). Εάν η αρχή αυτή στον πρώτο τομέα, όπως έχω επίσης υπενθυμίσει, επέτρεψε στο Δικαστήριο να αναγνωρίσει τη κανονιστική ισχύ της για να αντλήσει συγκεκριμένες συνέπειες, το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και στον δεύτερο τομέα (70).

99.      Συμφωνώ, συνεπώς, με το Γενικό Δικαστήριο ότι η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης έχει νομική ισχύ, η οποία την καθιστά δεκτική νομικής εφαρμογής. Ως τέτοια αρχή, εν αντιθέσει προς τους απλούς κανόνες, δύναται να παράγει αποτελέσματα –αναλόγως της φύσης της– όχι μόνον όταν αποτυπώνεται σε κανόνα του παράγωγου δικαίου, αλλά ενδεχομένως και ελλείψει αυτού και, ασφαλώς, κατά τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων που λαμβάνονται στον καθ’ ύλην τομέα για τον οποίον έχει θεσπιστεί.

100. Δεν συμμερίζομαι, συνεπώς, τη θέση που υποστήριξαν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης είναι υπερβολικά αφηρημένη για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων της Επιτροπής.

101. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι θα μπορούσε να γίνει επίκληση της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης προκειμένου να αμφισβητηθεί η νομιμότητα του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73, στο πλαίσιο ένστασης έλλειψης νομιμότητας, και προκειμένου να ερμηνευθούν, υπό το πρίσμα της, οι πράξεις στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο αυτό. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν βρίσκω κάποιον λόγο για τον οποίον η αρχή αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αυτοτελής παράμετρος του ελέγχου νομιμότητας σε ευθείες προσφυγές κατά αποφάσεων της Επιτροπής.

102. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης δεσμεύει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, τα οποία, στο πλαίσιο της άσκησης των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των λοιπών ενδιαφερομένων (71). Καθόσον η διαφορά περιορίζεται στον δικαστικό έλεγχο απόφασης της Επιτροπής, δεν είναι αναγκαίο, για την επίλυσή της, να εξεταστεί ο αντίκτυπος της αρχής σε σχέση με τη (μονομερή ή συντονισμένη) δράση των κρατών μελών, αλλά σε σχέση με τη δυνατότητά της να δεσμεύει την Επιτροπή.

103. Ο ισχυρισμός ότι η αρχή αυτή δεσμεύει, κατά περίπτωση, μόνον τον νομοθέτη της Ένωσης (Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη θέσπιση κανόνων του παράγωγου δικαίου), όχι όμως την Επιτροπή, μου φαίνεται αβάσιμος. Φρονώ, αντιθέτως, ότι η αρχή αυτή, υπό την προαναφερθείσα «συνταγματική» διάστασή της, δεσμεύει όλα τα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη ρητής περί του αντιθέτου διάταξης στο πρωτογενές δίκαιο, η οποία δεν υφίσταται στον τομέα της ενέργειας.

104. Η αρχή της ενεργειακής ασφάλειας, όπως έχω ήδη αναφέρει, δεν εξαντλείται στη διασφάλιση της κατά το άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/73 ασφάλειας εφοδιασμού. Η αύξηση στην παροχή φυσικού αερίου δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην περισσότερη αλληλεγγύη στην εσωτερική αγορά φυσικού αερίου: εάν η αύξηση στην παροχή περιορίζεται σε λίγα μόνον κράτη και βρίσκεται στη σφαίρα εξουσίας δεσπόζουσας επιχείρησης, η οποία μπορεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό στην αγορά αυτή, είναι πιθανόν να βλάψει αδικαιολόγητα (μη αλληλέγγυα) τα συμφέροντα άλλου ή άλλων κρατών μελών.

105. Είναι αληθές ότι το άρθρο 36 της οδηγίας 2009/73 δεν μνημονεύει ρητώς την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη χορήγηση εξαίρεσης (από τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση τρίτων και την τιμολογιακή ρύθμιση) σε νέους αγωγούς φυσικού αερίου προκειμένου να προωθηθούν οι επενδύσεις για την κατασκευή τους. Εντούτοις, η εν λόγω έλλειψη ρητής αναφοράς δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση να αξιολογεί τον αντίκτυπο της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης στο πλαίσιο των αποφάσεών της περί εξαίρεσης, διότι ο σεβασμός της επιβάλλεται από το άρθρο 194 ΣΛΕΕ (72).

106. Όντως, όπως επισήμανε η Δημοκρατία της Πολωνίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η μεταγενέστερη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης διοικητική πρακτική της Επιτροπής ενσωμάτωσε, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, την εφαρμογή της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης σε άλλες αποφάσεις εξαίρεσης, παρόμοιες με την εν προκειμένω προσβαλλόμενη (73).

107. Η ανάγκη αξιολόγησης των συνεπειών της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης στις αποφάσεις της Επιτροπής ενισχύθηκε από την τροποποίηση την οποία επέφερε η οδηγία 2019/692 στο άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/73.

108. Η τροποποίηση αυτή αποσαφηνίζει αυτό που, κατά την κρίση μου, μπορούσε να συναχθεί από το προηγούμενο κείμενο, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης: η εξαίρεση δεν πρέπει να αποβαίνει «σε βάρος του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές, οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεαστούν από την επένδυση, της αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, της αποδοτικής λειτουργίας των διεπόμενων από ρυθμιστικές διατάξεις οικείων συστημάτων ή της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο εντός της Ένωσης».

109. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λαμβάνεται υπόψη η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης και διευκολύνεται, επιπλέον, η εφαρμογή της κατόπιν διαβούλευσης με τις αρχές των κρατών μελών ή τρίτων χωρών που επηρεάζονται από την εξαίρεση (74).

110. Η έλλειψη πληροφοριών την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ως αιτιολογία για το γεγονός ότι δεν εξέτασε, στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης, την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης, δεν μου φαίνεται βάσιμο επιχείρημα. Σε έναν τόσο σημαντικό τομέα για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου όπως είναι η εξαίρεση του αγωγού φυσικού αερίου OPAL από τους οικείους κανόνες, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν μπορούν να επικαλούνται την έλλειψη πληροφοριών, εκ μέρους των κρατών μελών, προκειμένου να απαλλαγούν από την υποχρέωσή τους να αξιολογήσουν τον αντίκτυπο της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης.

111. Δεν παραγνωρίζω ότι η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης, όπως η πλειονότητα των νομικών αρχών, ενέχει ορισμένο βαθμό αφαιρετικότητας, που δυσχεραίνει την εφαρμογή της.

112. Ο σχετικά αφηρημένος αυτός χαρακτήρας σημαίνει, εξ ορισμού, ότι δεν θα είναι πάντοτε ευχερές να εξαχθούν από την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης ομοιόμορφες λύσεις, καθόσον, κατά την πρακτική εφαρμογή της, παράλληλα με τις ζώνες βεβαιότητας, θα υφίστανται και άλλες, πιο γκρίζες, τις οποίες ο ερμηνευτής θα πρέπει να εξετάζει ενδελεχώς.

113. Αυτό που, κατά την άποψή μου (η οποία, επαναλαμβάνω, ταυτίζεται με αυτή του Γενικού Δικαστηρίου) απαιτεί η αρχή αυτή είναι ο επιφορτισμένος με την πρακτική εφαρμογή της –εν προκειμένω, η Επιτροπή– να προβαίνει σε κατά περίπτωση στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων. Το ζητούμενο δεν είναι να υιοθετηθεί μια προσέγγιση ανεξάρτητη των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κάθε περίπτωσης, ήτοι μια προσέγγιση που θα προδικάζει την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος σε όλες τις περιπτώσεις (75).

114. Καίτοι ουδόλως αμφιβάλλω ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, αναγνωρίζω, εντούτοις, ότι πρέπει εκτιμάται με προσοχή η ένταση του ελέγχου τον οποίον το Γενικό Δικαστήριο (ή, κατά περίπτωση, το Δικαστήριο) μπορεί, υπό το πρίσμα της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης, να ασκήσει επί αποφάσεων της Επιτροπής, όπως η εν προκειμένω προσβαλλόμενη.

115. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι περιορισμένος, καθόσον πρόκειται για σύνθετες τεχνικές αποφάσεις, στο πλαίσιο των οποίων η Επιτροπή, περισσότερο απ’ ό,τι τα δικαστήρια, διαθέτει υψηλή ικανότητα ανάλυσης, τόσο τεχνικής όσο και οικονομικής. Για τον λόγο αυτόν η Επιτροπή οφείλει, όπως απαιτεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αξιολογεί όλες τις συνέπειες, οικονομικής και άλλης τάξεως, που είναι εγγενείς στους όρους και το επίπεδο χρήσης ενός αγωγού φυσικού αερίου, καθώς και τον αντίκτυπό τους στην ευρωπαϊκή αγορά και τις εθνικές αγορές φυσικού αερίου.

116. Ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων αυτών απαιτεί, κατά κύριο λόγο, να εξετάζεται εάν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν προβεί σε συμβατή με την ενεργειακή αλληλεγγύη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων, λαμβανομένων υπόψη τόσο αυτών των κρατών μελών όσο και αυτών του συνόλου της Ένωσης. Εάν διαπιστωθεί πρόδηλη παράλειψη κατά τη στάθμιση αυτή της κατάστασης ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, η απόφαση της Επιτροπής δεν θα είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της εν λόγω αρχής.

117. Όπως συμβαίνει με άλλες αρχές του δικαίου της Ένωσης, η εν λόγω εκτίμηση συμφερόντων υπό το πρίσμα της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης θα πρέπει να είναι σαφής, καθ’ ο μέρος υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, και να παρουσιάζει έναν εξελικτικό χαρακτήρα, ο οποίος θα λαμβάνει επίσης υπόψη τη μελλοντική ανάπτυξη της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης (76).

118. Βάσει των προηγουμένων σκέψεων προτείνω την απόρριψη του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

IX.    Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως: περιορισμός της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης στις καταστάσεις κρίσης

Α.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

119. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η αρχή της αλληλεγγύης στον τομέα της ενέργειας δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται μόνο σε καταστάσεις κρίσης εφοδιασμού και δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτεί μια «άνευ όρων πίστη» στα συμφέροντα του συνόλου των κρατών μελών. Ειδάλλως, θα ήταν αδύνατη η λήψη αποφάσεων στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής.

120. Οι αναφορές του άρθρου 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στην αλληλεγγύη επιβάλλουν, για τους σκοπούς της αποσαφήνισης του περιεχομένου της έννοιας αυτής, να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 222 ΣΛΕΕ, κατά τρόπο ώστε η ενεργειακή αλληλεγγύη να στοιχειοθετεί υποχρέωση αμοιβαίας συνδρομής μόνο σε καταστάσεις κρίσης. Το άρθρο 13 του κανονισμού 2017/1938 το επιβεβαιώνει.

121. Οι Δημοκρατίες της Πολωνίας, της Λεττονίας και της Λιθουανίας αντικρούουν τους ισχυρισμούς αυτούς.

Β.      Εκτίμηση

122. Δεν συμμερίζομαι την επιχειρηματολογία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Συμφωνώ, αντιθέτως, με το Γενικό Δικαστήριο ότι η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης μπορεί να αναπτύξει έννομα αποτελέσματα πέραν των καταστάσεων κρίσης του άρθρου 222 ΣΛΕΕ.

123. Το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθ’ ο μέρος έκρινε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι «η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης δεν περιορίζεται στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες εμπίπτουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης» και ότι «συνεπάγεται και τη γενική υποχρέωση, εκ μέρους της Ένωσης και των κρατών μελών, στο πλαίσιο άσκησης των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των λοιπών ενδιαφερομένων» (σκέψεις 71 και 72).

124. Το άρθρο 222 ΣΛΕΕ αποτελεί μία (όχι όμως την μόνη) από τις εκφάνσεις της αρχής της αλληλεγγύης στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης. Το άρθρο αυτό προβλέπει αμοιβαία συνδρομή μεταξύ κρατών μελών σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης ή φυσικής ή ανθρωπογενούς καταστροφής.

125. Δεν εντοπίζω, ωστόσο, πειστικούς λόγους για να υποστηρίξω ότι η αναφορά του άρθρου 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στην ενεργειακή αλληλεγγύη πρέπει να περιορίζεται στις καταστάσεις κρίσης του άρθρου 222 ΣΛΕΕ.

126. Αφενός, μια τρομοκρατική επίθεση ή μια φυσική ή ανθρωπογενής καταστροφή δεν προκαλούν, κατ’ ανάγκην, ενεργειακή κρίση η οποία θα μπορούσε να θίξει τα ζωτικά συμφέροντα ενός κράτους μέλους.

127. Αφετέρου, η ενεργειακή αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών ενδέχεται να είναι αναγκαία σε καταστάσεις διαφορετικές από τις τρομοκρατικές επιθέσεις ή τις καταστροφές στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 222 ΣΛΕΕ.

128. Τούτο θα μπορούσε, αν μη τι άλλο, να συμβεί σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής κρίσης (όπου η αναφορά του άρθρου 122, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στις δυσκολίες στον τομέα της ενέργειας αποκτά βαρύτητα) ή σε περίπτωση σημαντικής μείωσης του εφοδιασμού λόγω διαφορών μεταξύ τρίτης χώρας εξαγωγέα φυσικού αερίου και τρίτης χώρας διαμετακόμισης (κρίση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας το 2006, παραδείγματος χάριν).

129. Έχω ήδη εξηγήσει ότι, κατά την κρίση μου, η ενεργειακή αλληλεγγύη βαίνει πέραν της απλής ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού. Όμως, ακόμη και αν περιοριζόταν στην τελευταία, η εν λόγω αρχή συντελεί στην αποτροπή εφοδιαστικών κρίσεων, όπως προτείνει η Πολωνία με τις παρατηρήσεις της, όπερ εξηγεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των μηχανισμών τους οποίους προβλέπει ο κανονισμός 2017/1938 είναι προληπτικοί. Είναι προτιμότερο η ενεργειακή αλληλεγγύη να εφαρμόζεται προκειμένου να προλαμβάνονται οι κρίσεις παρά να αντικατοπτρίζεται αποκλειστικώς και μόνον στους μηχανισμούς αντιμετώπισής τους.

130. Δεν συμμερίζομαι ούτε το επιχείρημα με το οποίο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης υπό την έννοια ότι αυτή εκφράζει μια υποχρέωση άνευ όρων πίστης, ήτοι, την υποχρέωση στάθμισης των συμφερόντων όλων των κρατών μελών.

131. Το επιχείρημα αυτό δεν συνάδει με την ορθή ανάγνωση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η σκέψη 77 της οποίας αναφέρει ότι «η εφαρμογή της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης δεν σημαίνει ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες για τα συγκεκριμένα συμφέροντα ενός κράτους μέλους στον τομέα της ενέργειας».

132. Ως εκ τούτου, εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης επάγεται κατ’ ανάγκην μια άνευ όρων πίστη στον σεβασμό των συμφερόντων όλων των κρατών μελών.

133. Αυτό που γίνεται δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (εκτίμηση την οποία συμμερίζομαι) είναι ότι η αρχή αυτή επιβάλλει στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων των διάφορων κρατών μελών και της Ένωσης κατά τη λήψη αποφάσεων στον τομέα της ενέργειας.

134. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

X.      Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως: πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου καθ’ ο μέρος έκρινε ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης

Α.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

135. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε καθ’ ο μέρος έκρινε ότι η Επιτροπή δεν στάθμισε τις συνέπειες που απορρέουν για την πολωνική αγορά φυσικού αερίου από την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης και την προσβαλλόμενη απόφαση.

136. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή αξιολόγησε πράγματι τον αντίκτυπο αυτό, όπερ αποδεικνύεται από τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

–        την υποβολή από την Πολωνία, το 2013, παρατηρήσεων κατά τη διαδικασία διαβούλευσης η οποία είχε προηγηθεί της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

–        Το γεγονός ότι μια ομάδα εργασίας αποτελούμενη από εκπροσώπους του Υπουργείου Ενέργειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, την Επιτροπή, την BNetzA και την Gazprom, μελέτησε ποια θα ήταν η πλέον αποτελεσματική μορφή εκμετάλλευσης του αγωγού φυσικού αερίου OPAL.

–        Το περιεχόμενο του ανακοινωθέντος τύπου της Επιτροπής σχετικά με την προσβαλλόμενη απόφαση.

–        Την πραγματική κατάσταση στην Πολωνία όσον αφορά τον εφοδιασμό με φυσικό αέριο και το περιεχόμενο της σύμβασης διαμετακόμισης που έχει συνάψει η Πολωνία με την Gazprom έως το 2022.

–        Τον αντίκτυπο που έχει η αυξημένη χρήση του αγωγού φυσικού αερίου OPAL στη χρήση του αγωγού φυσικού αερίου Yamal.

–        Το ποσοστό εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου στην Πολωνία και η αυξανόμενη χρήση του υγροποιημένου φυσικού αερίου, μέσω του οποίου η Πολωνία επιδιώκει να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο με ορίζοντα το 2022/2023.

–        Τα οφέλη της προσβαλλόμενης απόφασης στην πολωνική αγορά φυσικού αερίου, το διασυνοριακό εμπόριο και την ασφάλεια εφοδιασμού.

137. Βάσει των πραγματικών αυτών στοιχείων, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την κατάσταση στην πολωνική αγορά φυσικού αερίου, χωρίς να απαιτείται να την αναλύσει εις βάθος.

138. Η Δημοκρατία της Πολωνίας εκτιμά ότι ο λόγος είναι απαράδεκτος, καθόσον αφορά απλές πραγματικές διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου, και ότι, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί παραδεκτός, θα έπρεπε να απορριφθεί, σημείο ως προς το οποίο συμφωνεί με τη Δημοκρατία της Λεττονίας.

139. Η Δημοκρατία της Λιθουανίας προσεγγίζει τον λόγο αυτόν από κοινού με τον τέταρτο και προτείνει ομοίως την απόρριψή του.

Β.      Εκτίμηση

140. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αλληλεγγύης, «η Επιτροπή όφειλε, στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης, να εκτιμήσει αν η τροποποίηση του συστήματος εκμετάλλευσης του αγωγού φυσικού αερίου OPAL, την οποία πρότεινε η γερμανική ρυθμιστική αρχή, μπορούσε να θίξει τα σχετικά με την ενέργεια συμφέροντα των λοιπών κρατών μελών και, στην περίπτωση που αυτό ίσχυε, να σταθμίσει τα συμφέροντα αυτά με το συμφέρον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και, ενδεχομένως, της Ένωσης ως προς την τροποποίηση αυτή» (77).

141. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει τέτοιου είδους ανάλυση: «όχι μόνο δεν γίνεται μνεία της αρχής της αλληλεγγύης στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά ούτε προκύπτει από την απόφαση αυτή ότι η Επιτροπή προέβη, εν τέλει, σε εκτίμηση της αρχής αυτής» (78).

142. Το Γενικό Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι «στο σημείο 4.2 της προσβαλλόμενης απόφασης (αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 53), η Επιτροπή διατύπωσε παρατηρήσεις σχετικά με το κριτήριο […] της ασφάλειας εφοδιασμού» της Ένωσης εν γένει (79). Διαπιστώνει, ωστόσο, ότι η ανάλυση αυτή δεν αξιολόγησε «[τις] επιπτώσε[ις] της τροποποίησης του συστήματος εκμετάλλευσης του αγωγού φυσικού αερίου OPAL στην ασφάλεια εφοδιασμού της Πολωνίας».

143. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, όπως έχω ήδη αναφέρει (80), ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση «δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα των μεσοπρόθεσμων συνεπειών, κυρίως όσον αφορά την πολιτική της Δημοκρατίας της Πολωνίας στον τομέα της ενέργειας, της μεταφοράς προς την οδό διαμετακόμισης Nord Stream 1/OPAL μέρους του όγκου του φυσικού αερίου που προηγουμένως μεταφερόταν από τους αγωγούς φυσικού αερίου Yamal και Braterstwo ούτε στάθμισε τις συνέπειες αυτές με την αύξηση της ασφάλειας εφοδιασμού στο επίπεδο της Ένωσης, την οποία η ίδια διαπίστωσε» (81).

144. Η Επιτροπή, άμεση αποδέκτρια των αιτιάσεων που διατυπώνονται στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, δεν τις αντέκρουσε.

145. Από το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα.

146. Κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά και να αξιολογεί τα αποδεικτικά στοιχεία που τα στηρίζουν. Αφ’ ης στιγμής τα αποδεικτικά στοιχεία αποκτήθηκαν νομοτύπως και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που υποβλήθηκαν στην κρίση του. Η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμόρφωσης των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου (82).

147. Προκειμένου να μπορέσει το Δικαστήριο να επικρίνει την ύπαρξη παραμόρφωσης, αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (83).

148. Ωστόσο, το πρώτο που παρατηρείται στον λόγο αυτό είναι ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν έχει επικαλεστεί παραμόρφωση των εξετασθέντων από το Γενικό Δικαστήριο πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων.

149. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως περιορίζεται στην παράθεση των κατά την αναιρεσείουσα αποδεδειγμένων πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να συναχθεί εξ αυτών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «δεν έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια εφοδιασμού της Δημοκρατίας της Πολωνίας».

150. Κατά την κρίση της αναιρεσείουσας, αφ’ ης στιγμής απεδείχθη η ασφάλεια εφοδιασμού της Πολωνίας, «ουδείς λόγος υφίστατο για να εξεταστούν ενδελεχέστερα οι συνέπειες [της προσβαλλόμενης απόφασης] για τη Δημοκρατία της Πολωνίας, ήτοι, σε βαθμό ανάλογο με την περίπτωση της Τσεχικής Δημοκρατίας».

151. Το σημείο αυτό εκκίνησης (σημεία 38 και 39 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως) εμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη του λόγου αναιρέσεως, καθ’ ο μέρος αποσιωπάται ότι:

–        αφενός, το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι η Επιτροπή είχε προβεί, κατά την εξέτασή της, σε αξιολόγηση των «επιπτώσεων της τροποποίησης του συστήματος εκμετάλλευσης του αγωγού φυσικού αερίου OPAL στην ασφάλεια εφοδιασμού της Πολωνίας».

–        Αφετέρου, η αιτίαση που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο κατά της προσβαλλόμενης απόφασης έβαινε πέραν της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της Πολωνίας. Η αιτίαση του Γενικού Δικαστηρίου συνίστατο στο ότι, όσον αφορά το σημείο αυτό, η Επιτροπή δεν είχε εξετάσει τις «ευρύτερες πτυχές της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης».

152. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, καθ’ ο μέρος αμφισβητεί τις κρίσεις αυτές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να προβάλλει παραμόρφωση των διαπιστωθέντων από το Γενικό Δικαστήριο πραγματικών περιστατικών, καθίσταται απαράδεκτος.

XI.    Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως: η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να κάνει ρητή μνεία της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης στην προσβαλλόμενη απόφαση

Α.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

153. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά το μέρος που έκρινε, με τη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «όχι μόνο δεν γίνεται μνεία της αρχής της αλληλεγγύης στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά ούτε προκύπτει από την απόφαση αυτή ότι η Επιτροπή προέβη, εν τέλει, σε εκτίμηση της αρχής αυτής».

154. Κατά την αναιρεσείουσα, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να κάνει ρητή μνεία της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης. Κατά την έκδοση των αποφάσεών της, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παραθέτει εξαντλητική αιτιολογία· αρκεί να εκθέτει τις βασικές νομικές εκτιμήσεις βάσει των οποίων μπορεί να γίνει κατανοητό το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται η απόφαση.

155. Οι Δημοκρατίες της Πολωνίας και της Λιθουανίας αντικρούουν τους ισχυρισμούς αυτούς.

Β.      Εκτίμηση

156. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής, στον βαθμό κατά τον οποίον στρέφεται κατά συγκεκριμένης εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου η οποία δεν αποτελεί τη ratio της απόφασής του.

157. Το Γενικό Δικαστήριο –το οποίο, ασφαλώς, επισήμανε την έλλειψη μνείας της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης στην προσβαλλόμενη απόφαση– δεν ακύρωσε την τελευταία για τον λόγο αυτόν, αλλά διότι η Επιτροπή δεν είχε αναλύσει επαρκώς τις απαιτήσεις της εν λόγω αρχής.

158. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, όπως έχω επανειλημμένως αναφέρει, η ανάλυση αυτή υποχρέωνε την Επιτροπή να λάβει υπόψη τον αντίκτυπο της πλήρους χρήσης του αγωγού φυσικού αερίου OPAL στην πολωνική αγορά φυσικού αερίου, σε άλλα κράτη μέλη και στην Ένωση στο σύνολό της.

159. Το κρίσιμο, συνεπώς, δεν ήταν η απλή παράθεση της αρχής (84), αλλά η επαρκής εκτίμηση των επιπτώσεων της στα συμφέροντα που επηρεάζονταν από την εξαίρεση του αγωγού φυσικού αερίου OPAL. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν πραγματοποιήθηκε η στάθμιση αυτή, ανεξαρτήτως του εάν η ίδια, εφόσον είχε γίνει, θα μπορούσε να έχει οδηγήσει στην πλήρη ελευθέρωση του αγωγού φυσικού αερίου OPAL υπέρ της Gazprom και των συνδεδεμένων με αυτήν επιχειρήσεων.

160. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης η οποία, επαναλαμβάνω, δεν ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω της έλλειψης ρητής αναφοράς στην αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης.

161. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να επικριθεί για τυπολατρία (85) εάν η παράλειψη παράθεσης της εν λόγω αρχής ήταν καθοριστική για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και, επιπλέον, αντισταθμιζόταν από ένα περιεχόμενο της τελευταίας αυτής απόφασης το οποίο θα καθιστούσε σαφές ότι η αρχή αυτή ελήφθη πράγματι υπόψη για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Το τελευταίο είναι, στην πραγματικότητα, αυτό που απορρίπτει το Γενικό Δικαστήριο.

162. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή ανέλυσε, κατά βάση, τον αντίκτυπο που θα είχε η επέκταση της εξαίρεσης του αγωγού φυσικού αερίου OPAL στην τσεχική αγορά φυσικού αερίου, αλλά παρέλειψε να εξετάσει τις ουσιαστικές επιπτώσεις της στην πολωνική αγορά φυσικού αερίου και στις αγορές άλλων κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (86).

163. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

XII. Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως: προβαλλόμενες τυπικές πλημμέλειες

Α.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

164. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, πρώτον, ότι, ακόμη και αν η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ήθελε κριθεί ανεπαρκής, το σφάλμα αυτό δεν επηρέασε την απόφαση επί της ουσίας. Κατά συνέπεια, η απόφαση δεν έπρεπε να ακυρωθεί από το Γενικό Δικαστήριο (87).

165. Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι το αίτημα ακυρώσεως έπρεπε να είχε προβληθεί σε σχέση με την αρχική απόφαση (του 2009). Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, κατά την άποψή της, σε δικονομικό σφάλμα καθ’ ο μέρος έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό –τον οποίον η Γερμανία θεωρεί εκπροθέσμως προβληθέντα– της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης.

166. Οι Δημοκρατίες της Πολωνίας και της Λιθουανίας αμφισβητούν τους ισχυρισμούς αυτούς.

Β.      Εκτίμηση

167. Το πρώτο επιχείρημα που προβάλλεται με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω έλλειψης αιτιολογίας, αλλά λόγω παραβιάσεως της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

168. Και το δεύτερο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί καθ’ ο μέρος με αυτό αμφισβητείται, άνευ ερείσματος, το δικαίωμα της Πολωνίας να ζητήσει την ακύρωση, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, της προσβαλλόμενης απόφασης για τον λόγο ότι το κράτος αυτό δεν είχε προσφύγει, κατά τον οικείο χρόνο, κατά της αρχικής απόφασης (του 2009).

169. Το επιχείρημα αυτό προϋποθέτει, τουλάχιστον, ότι η Πολωνία είχε συμφέρον να ακυρωθεί η αρχική απόφαση και, κυρίως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επαναλάμβανε το περιεχόμενο της πρώτης.

170. Το ως άνω επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθόσον, ακριβώς, η απόφαση του 2016 (η προσβαλλόμενη απόφαση) τροποποίησε τους όρους της εξαίρεσης που περιλαμβάνονταν στην αρχική απόφαση, όπερ καθιστά δυνατό τον δικαστικό έλεγχό της, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος που θα μπορούσε να έχει ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης του 2009.

171. Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

XIII. Επί των εξόδων

172. Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

173. Εν προκειμένω, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

XIV. Πρόταση

174. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)      να απορρίψει τον πρώτο, τον δεύτερο, τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

2)      Να κρίνει απαράδεκτο τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

3)      Να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδά της και σε εκείνα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Απόφαση Πολωνία κατά Επιτροπής (T‑883/16, EU:T:2019:567, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).


3      OPAL είναι το ακρωνύμιο του Ostseepipeline-Anbindungsleitung. Ο αγωγός φυσικού αερίου OPAL αποτελεί το χερσαίο τμήμα, στα δυτικά, του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream, του οποίου το σημείο εισόδου βρίσκεται κοντά στην κωμόπολη Lubmin, πλησίον της πόλης Greifswald, στη Γερμανία, και το σημείο εξόδου στον οικισμό Brandov, στην Τσεχική Δημοκρατία. Ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream μεταφέρει στη Γερμανία, μέσω της Βαλτικής Θάλασσας, φυσικό αέριο από ρωσικά κοιτάσματα. Ο Nord Stream έχει μια ακόμη χερσαία προέκταση, τον αγωγό φυσικού αερίου NEL (Nordeuropäische Erdgasleitung), με δυναμικότητα της τάξεως 20 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων, ο οποίος εκτείνεται από την πόλη Greifswald προς τις Κάτω Χώρες και τη λοιπή Βορειοδυτική Ευρώπη.


4      Απόφαση C(2016) 6950 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 2016, περί αναθεωρήσεως των καθορισθέντων βάσει της οδηγίας 2003/55/ΕΚ όρων εξαίρεσης του αγωγού φυσικού αερίου OPAL από τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση των τρίτων και από την τιμολογιακή ρύθμιση (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Το αυθεντικό κείμενο είναι στη γερμανική γλώσσα, υφίσταται δε μία μόνον επιπλέον απόδοση, στην αγγλική γλώσσα. Δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής στις 3 Ιανουαρίου 2017.


5      Η επιβεβαίωση της δυνατότητας εφαρμογής της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης θα μπορούσε, πέραν των λοιπών συνεπειών, είτε γεωπολιτικών (όσον αφορά τον εφοδιασμό της Ευρώπης με φυσικό αέριο από τη Ρωσία και την κρατική επιχείρησή της Gazprom), είτε οικονομικών (όσον αφορά τη χρήση των αγωγών φυσικού αερίου που εφοδιάζουν την Ευρώπη και τις επιχειρήσεις που τους εκμεταλλεύονται), να έχει επιπτώσεις στην ανάπτυξη της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης, ολοένα και πιο αλληλένδετης με την κλιματική πολιτική της.


6      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 94, στο εξής: οδηγία 2009/73), η οποία κατήργησε και αντικατέστησε την οδηγία 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30/ΕΚ (ΕΕ 2003, L 176, σ. 57).


7      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/73/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (ΕΕ 2019, L 117, σ. 1).


8      Νόμος περί εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο (BGBl. 2005 I, σ. 1970, 3621).


9      Οι δύο αυτές αποφάσεις αφορούσαν τα μερίδια εκάστου των δύο ιδιοκτητών του αγωγού φυσικού αερίου OPAL. Ο αγωγός αυτός ανήκει κατά 80 % στη WIGA Transport Beteiligungs-GmbH & Co. (πρώην W & G Beteiligungs-GmbH & Co. KG, πρώην Wingas GmbH & Co. KG στο εξής: WIGA), και κατά 20 % στην E.ON Ruhrgas AG. Η WIGA ελέγχεται από κοινού από τις OAO Gazprom και BASF SE. Η εταιρία που εκμεταλλεύεται το ανήκον στη WIGA τμήμα του αγωγού φυσικού αερίου OPAL είναι η OPAL Gastransport GmbH & Co. KG (στο εξής: OGT).


10      Ο αγωγός φυσικού αερίου OPAL διαθέτει δυναμικότητα της τάξεως των 36,5 δισεκατομμυρίων m3/έτος επί του βόρειου τμήματός του, μεταξύ της πόλης Greifswald και του σημείου εισόδου του Groß-Köris στο Νότιο Βερολίνο (Γερμανία). Το νότιο τμήμα του, μεταξύ Groß-Köris και του σημείου εξόδου στον Brandov, έχει δυναμικότητα 32 δισεκατομμυρίων m3/έτος. Η διαφορά των 4,5 δισεκατομμυρίων m3/έτος προοριζόταν για πώληση εντός της ζώνης εμπορίου Gaspool, η οποία περιλαμβάνει τη Βόρεια και την Ανατολική Γερμανία.


11      Κατά τον Ridley, A., «Gazprom refused to provide a gas release programme because it would have resulted in an open auction for gas with third parties. In such an auction, the prices set at market could have been used against Gazprom. For example, customers with long term supply contracts with Gazprom, with price review clauses, could have been incentivised to use the evidence of those auctions to take Gazprom to arbitration to force a reduction in the price they themselves paid for gas. Therefore, Gazprom and its German ally were limited to using no more than half of the pipeline capacity» (Ridley, A., «The “principle of solidarity”: OPAL, Nord Stream, and the shadow over Gazprom», Atlantic Council, 17 Οκτωβρίου 2019, https://www.atlanticcouncil.org/blogs/energysource/the-principle-of-solidarity-opal-nord-stream-and-the-shadow-over-gazprom/).


12      Yafimava, K., «The OPAL Exemption Decision: past, present, and future», Oxford Institute for Energy Studies, 2017, σ. 10 έως 13, διαθέσιμο στο https://www.oxfordenergy.org/wpcms/wp-content/uploads/2017/01/The-OPAL-Exemption-Decision-past-present-and-future-NG‑117.pdf.


13      Κατ’ ουσίαν, η τροποποίηση στην οποία σκόπευε να προβεί η BNetzA συνίστατο στην αντικατάσταση του περιορισμού της δυναμικότητας που μπορούσε να δεσμευθεί από δεσπόζουσες επιχειρήσεις, ο οποίος είχε επιβληθεί κατ’ εφαρμογήν της αρχικής απόφασης, με την υποχρέωση, όσον αφορά την OGT, να προσφέρει τουλάχιστον 50 % της δυναμικότητας την οποία αυτή εκμεταλλευόταν, δηλαδή, 15 864 532 kWh/h (περίπου 12,3 δισεκατομμύρια m3/έτος) στο πλαίσιο δημοπρασιών, εκ των οποίων 14 064 532 kWh/h (περίπου 10,98 δισεκατομμύρια m3/έτος) υπό μορφή σταθερής και δυναμικά διατιθέμενης δυναμικότητας (feste dynamisch zuordenbare Kapazitäten, στο εξής: DZK) και 1 800 000 kWh/h (περίπου 1,38 δισεκατομμύρια m3/έτος) υπό μορφή σταθερής και ελεύθερα διατιθέμενης δυναμικότητας (feste frei zuordenbare Kapazitäten, στο εξής: FZK) στο σημείο εξόδου στον Brandov. Σε περίπτωση που, σε δύο διαδοχικά έτη, η ζήτηση δυναμικότητας FZK υπερέβαινε την αρχική προσφορά ύψους 1 800 000 kWh/h, η OGT όφειλε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αυξήσει την προσφορά της εν λόγω δυναμικότητας έως τα 3 600 000 kWh/h κατ’ ανώτατο όριο (περίπου 2,8 δισεκατομμύρια m3/έτος).


14      Ο αγωγός φυσικού αερίου Brotherhood εξέρχεται από τη Ρωσία, διέρχεται από την Ουκρανία και τη Σλοβακία και εισέρχεται στην Τσεχική Δημοκρατία, απ’ όπου το φυσικό αέριο διοχετεύεται, μέσω συνδεδεμένων αγωγών, σε άλλα κράτη μέλη. Η Gazprom προμηθεύει φυσικό αέριο και μέσω του αγωγού Yamal, ο οποίος διασχίζει τη Λευκορωσία, εισέρχεται στις Βαλτικές χώρες, διέρχεται από την Πολωνία, εισέρχεται στη Γερμανία και κατευθύνεται προς άλλους προορισμούς.


15      Κατά τον Ridley, A., «In December 2016, Gazprom –with the assistance and approval of the German energy regulator– was able to obtain an amendment to the 2009 OPAL exemption from the European Commission. In essence, the cap was lifted. 50 percent of OPAL’s capacity would be exempt from third party access and tariff regulation. The rest of the pipeline’s capacity would be subject to two auction regimes. However, as Gazprom was dominant in the marketplace, the reality was that Gazprom or Gazprom’s allies would take up all the auctioned capacity. In essence, Gazprom was gifted the rest of the capacity by the Commission. The actual operation of the pipeline after December 2016 demonstrated that this is exactly what happened. OPAL wholly became a route for flooding Gazprom-controlled gas from Nord Stream 1, while gas flows through the Ukrainian transit route along the Brotherhood pipeline network fell» (Ridley, A., «The “principle of solidarity”: OPAL, Nord Stream, and the shadow over Gazprom», Atlantic Council, 17 Οκτωβρίου 2019, https://www.atlanticcouncil.org/blogs/energysource/the-principle-of-solidarity-opal-nord-stream-and-the-shadow-over-gazprom/).


16      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη, λόγω έλλειψης νομιμοποίησης, την προσφυγή ακυρώσεως την οποία είχε ασκήσει η επιχείρηση αυτή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, με το σκεπτικό ότι η τελευταία δεν την αφορούσε άμεσα και ατομικώς και δεν συνιστούσε κανονιστική πράξη (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2018, Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής, T‑130/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:155).


17      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη και τη δική της προσφυγή, ομοίως λόγω έλλειψης νομιμοποίησης, με τη διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2017, PGNiG Supply & Trading κατά Επιτροπής (T‑849/16, EU:T:2017:924).


18      Αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής (C‑342/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1043), και της 4ης Δεκεμβρίου 2019, PGNiG Supply & Trading κατά Επιτροπής (C‑117/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1042), και διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Πολωνία κατά Επιτροπής (C‑181/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1041).


19      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 71 έως 73).


20      Όπ.π. (σκέψη 77).


21      Όπ.π. (σκέψη 81).


22      Όπ.π. (σκέψη 82).


23      Όπ.π. (σκέψη 83).


24      «Bundesnetzagentur orders immediate implementation of OPAL judgment of European Court», www.bundesnetzagentur.de/SharedDocs/Pressemitteilungen/EN/2019/20190913_Opal.html.


25      Συγκεκριμένα, στις 30 Δεκεμβρίου 2019, οι Gazprom και Naftogaz Ukrainy συνήψαν συμφωνίες για τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας για την περίοδο 2020 έως 2024, όγκου 65 bcm το 2020, και 40 bcm/έτος για την περίοδο 2021-2024 (σύνολο 225 bcm), με πρόβλεψη για αποστολή πρόσθετων ποσοτήτων, εφόσον κρινόταν αναγκαίο. Πρβλ. Pirani, S., και Sharples, J., «The Russia-Ukraine gas transit deal: opening a new chapter», Energy Insight, 64, Oxford Institute for Energy Studies, Φεβρουάριος 2020, διαθέσιμο στο https://www.oxfordenergy.org/wpcms/wp-content/uploads/2020/02/The-Russia-Ukraine-gas-transit-deal-Insight-64.pdf.


26      Ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2 αποτελείται από δύο αγωγούς και επιτρέπει τη μεταφορά φυσικού αερίου από την πόλη Vyborg (Ρωσία) στην κωμόπολη Lubmin (Γερμανία), πλησίον της πόλης Greifswald (Γερμανία). Μετά την είσοδό του στο γερμανικό έδαφος, το φυσικό αέριο που διοχετεύεται από τον αγωγό Nord Stream 2 μεταφέρεται μέσω του χερσαίου αγωγού φυσικού αερίου ENEL και του προσφάτως κατασκευασθέντος χερσαίου αγωγού αερίου EUGAL, αμφότεροι υποκείμενοι σε ρύθμιση στη Γερμανία δυνάμει της οδηγίας 2009/73.


27      Βλ. ανάλυση των Pirani, S., Sharples, J., Yafimava, K., και Yermakov, V., «Implications of the Russia-Ukraine Gas Transit Deal for Alternative Pipeline Routes and the Ukrainian and European markets», Energy Insight, 65, Oxford Institute for Energy Studies, Μάρτιος 2020, διαθέσιμη στο https://www.oxfordenergy.org/wpcms/wp-content/uploads/2020/03/Insight-65-Implications-of-the-Russia-Ukraine-gas-transit-deal-for-alternative-pipeline-routes-and-the-Ukrainian-and-European-markets.pdf.


28      Βλ. υποσημείωση 31 των παρουσών προτάσεων.


29      Το άρθρο 2, παράγραφος 17, της οδηγίας 2009/73, όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει πλέον ότι στην έννοια «αγωγός διασύνδεσης» δεν εμπίπτει μόνον ο «αγωγός μεταφοράς που διασχίζει ή γεφυρώνει σύνορο μεταξύ κρατών μελών με σκοπό τη σύνδεση των εθνικών συστημάτων μεταφοράς αυτών των κρατών μελών», αλλά και «[κάθε] αγωγός μεταφοράς μεταξύ ενός κράτους μέλους και μίας τρίτης χώρας μέχρι το έδαφος των κρατών μελών ή τα χωρικά ύδατα του εν λόγω κράτους μέλους».


30      Συγκεκριμένα, το άρθρο 49α, παράγραφος 1, της οδηγίας 2019/692 ορίζει ότι «[ό]σον αφορά τους αγωγούς μεταφοράς αερίου μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας που έχουν ολοκληρωθεί πριν από τις 23 Μαΐου 2019, το κράτος μέλος όπου βρίσκεται το πρώτο σημείο διασύνδεσης του εν λόγω αγωγού μεταφοράς με το δίκτυο [αυτού του] κράτους μέλους δύναται να αποφασίσει να παρεκκλίνει από [ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2009/73] για τα τμήματα του εν λόγω αγωγού μεταφοράς αερίου που βρίσκονται στο έδαφός του και στα χωρικά του ύδατα, για αντικειμενικούς λόγους, όπως η δυνατότητα απόσβεσης των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων ή για λόγους ασφάλειας εφοδιασμού, υπό τον όρο ότι η παρέκκλιση δεν είναι επιζήμια για τον ανταγωνισμό ή την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, ή την ασφάλεια εφοδιασμού εντός της Ένωσης». Το άρθρο 49α, παράγραφος 1, αναφέρει επιπλέον, αφενός, ότι η παρέκκλιση αυτή «περιορίζεται χρονικά σε μέγιστο διάστημα 20 ετών βάσει αντικειμενικής αιτιολογίας, ανανεώσιμο εφόσον κριθεί σκόπιμο, και μπορεί να υπόκειται σε προϋποθέσεις που συμβάλλουν στην εκπλήρωση των ανωτέρω όρων», και, αφετέρου, ότι «[ο]ι παρεκκλίσεις αυτές δεν ισχύουν σε αγωγούς μεταφοράς μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας η οποία υποχρεούται να μεταφέρει στο εθνικό της δίκαιο την [οδηγία 2009/73, όπως έχει τροποποιηθεί] […] βάσει συμφωνίας που έχει συναφθεί με την Ένωση».


      Επιπλέον, η οδηγία 2019/692 τροποποίησε το άρθρο 36 της οδηγίας 2009/73, με την παράγραφό του 1, στοιχείο εʹ, να προβλέπει πλέον ότι η εξαίρεση που χορηγείται βάσει του κανόνα αυτού στις υφιστάμενες υποδομές δεν πρέπει να αποβαίνει εις βάρος, ιδίως, «της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο εντός της Ένωσης».


31      Διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαΐου 2020, Nord Stream κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑530/19, EU:T:2020:213), και Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑526/19, EU:T:2020:210), κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση (εκκρεμής επί του παρόντος υπόθεση Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου. C‑348/20 P).


32      Απόφαση BK7-20-004 της BNetzA, της 15ης Μαΐου 2020, διαθέσιμη στο: https://www.bundesnetzagentur.de/DE/Beschlusskammern/1_GZ/BK7-GZ/2020/BK7-20-0004/BK7-20-0004_Beschluss_EN_download.pdf?_blob=publicationFile&v=3.


33      Υπόθεση WT/DS476/R, Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της – Διάφορα μέτρα σχετικά με τον τομέα της ενέργειας. Πληροφορίες σχετικά με τη διαφορά αυτή διατίθενται στον διαδικτυακό τόπο του ΠΟΕ.


34      Όπ.π., ιδίως, εδάφια 7.1000 έως 7.1003. Βλ. την ανάλυση των Pogoretsky, V., και Talus, K., «The WTO Panel Report in EU-Energy Package and its implications for the EU’s gas market and energy security», World Trade Review, αριθ. 4, 2020, σ. 531 έως 549.


35      Η απόφαση της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ παραβλέπει ότι το πρόγραμμα παραχωρήσεως δυναμικότητας του αγωγού φυσικού αερίου OPAL θα είχε επιτρέψει στην Gazprom να χρησιμοποιήσει το σύνολο της δυναμικότητας του αγωγού φυσικού αερίου, αν και θα έπρεπε, προς τον σκοπό αυτό, να έχει δημοπρατήσει στην πραγματικότητα το ήμισυ του μεταφερόμενου φυσικού αερίου, πράγμα το οποίο απέφυγε να πράξει διότι, εξ όσων φαίνεται, δεν ήταν προς τα εμπορικά συμφέροντά της, όπως έχω ήδη εξηγήσει.


36      Οι αξίες στις οποίες στηρίζεται η Ένωση «είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών» (η υπογράμμιση δική μου).


37      Η υπογράμμιση δική μου. Το άρθρο 3 ΣΕΕ περιλαμβάνει επίσης την «αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών» (παράγραφος 3) και την «αλληλεγγύη και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των λαών» (παράγραφος 5).


38      Κατά την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής, «[η] Ένωση […] ασκεί, καθορίζει και εφαρμόζει κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας η οποία βασίζεται στην ανάπτυξη της αμοιβαίας πολιτικής αλληλεγγύης των κρατών μελών». Η παράγραφος 3 προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη υποστηρίζουν ενεργά και ανεπιφυλάκτως την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας της Ένωσης, με πνεύμα πίστης και αμοιβαίας αλληλεγγύης […]. Τα κράτη μέλη εργάζονται ομού για την ενίσχυση και ανάπτυξη της αμοιβαίας πολιτικής τους αλληλεγγύης».


39      Οι πολιτικές αυτές και η εφαρμογή τους «διέπονται από την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών, μεταξύ άλλων και στο οικονομικό επίπεδο. Όποτε απαιτείται, οι πράξεις της Ένωσης που θεσπίζονται βάσει του παρόντος κεφαλαίου περιέχουν κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής».


40      Η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής επιτρέπει στην Ένωση «να θεσπίζει, σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατών μελών, τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης, ιδίως εάν ανακύψουν σοβαρές δυσκολίες στον εφοδιασμό με ορισμένα προϊόντα, ιδίως στον τομέα της ενέργειας». Κατά την παράγραφο 2, η Ένωση δύναται να χορηγήσει χρηματοδοτική ενίσχυση «[ό]ταν ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του».


41      «Η Ένωση και τα κράτη μέλη της ενεργούν από κοινού, με πνεύμα αλληλεγγύης, εάν ένα κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή».


42      Για μια γενική και διατομεακή προσέγγιση της αλληλεγγύης στο δίκαιο της Ένωσης, βλ. Coman, R., Fromont, L., και Weyembergh, A. (επιμ.): Les solidarités européennes. Entre enjeux, tensions et reconfigurations, Bruylant, Βρυξέλλες, 2019.


43      Η έγκριση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 10ης και 11ης Δεκεμβρίου 2020 του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027 και του Μέσου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Next Generation EU) συνιστά, ενδεχομένως, το μεγαλύτερο επίτευγμα της Ένωσης από απόψεως αλληλεγγύης στην ιστορία της. Για πρώτη φορά, η Ένωση πρόκειται να χρεωθεί αντλώντας χρήματα από τις αγορές κεφαλαίων για να χρηματοδοτήσει μέσω μεγάλης κλίμακας επιχορηγήσεων και δανείων την οικονομική ανάκαμψη των κρατών μελών, αναλόγως του πόσο έχουν πληγεί από την COVID‑19.


44      Ο Van Cleynenbreugel, P. αναφέρεται στην αλληλεγγύη ως «a background inspirational value for EU law and policy initiatives, without, however, being fundamentally guiding as a legal principle […]» (Van Cleynenbreugel, P., «Typologies of solidarity in EU law: a non-shifting landscape in the wake of economic crise», στο Biondi, E., Dagilyté, E., και Küçük, E. (επιμ.), Solidarity in EU Law. Legal principle in the making, Edward Elgar, Cheltenham, 2018, σ. 25 και 36. Από πλευράς της, η Dagilyté, E., «Solidarity: a general principle of EU law? Two variations on the solidarity theme», στο Biondi, E., Dagilyté, E., και Küçük, E. (επιμ.), όπ.π., σ. 62, αναφέρει: «although solidarity is inherent in the EU legal order as a foundational value, it cannot (yet) be defined as a general principle of EU law».


45      Levade, A., «La valeur constitutionnelle du principe de solidarité», στο Boutayeb, C. (επιμ.): La solidarité dans l’Union européenne: éléments constitutionnels et matériels, Dalloz, Παρίσι, 2011, σ. 41 επ.· Ross, M., «Solidarity: A new constitutional paradigm for the EU?», στο Ross, M., και Borgmann-Prebil, Y. (επιμ.), Promoting Solidarity in the European Union, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2010, σ. 23 έως 45.


46      Berrandane, A., «Solidarité, loyauté dans le droit de l’Union européenne», στο Boutayeb, C. (επιμ.), La solidarité dans l’Union européenne: éléments constitutionnels et matériels, Dalloz, Παρίσι, 2011, σ. 55 επ.


47      Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1969 (6/69 και 11/69, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1969:68, σκέψη 16).


48      Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1973 (39/72, EU:C:1973:13, σκέψη 25).


49      Αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 1986, Eridania zuccherifici nazionali κ.λπ. (250/84, EU:C:1986:22, σκέψη 20), της 29ης Σεπτεμβρίου 1987, Fabrique de fer de Charleroi και Dillinger Hüttenwerke κατά Επιτροπής (351/85 και 360/85, EU:C:1987:392, σκέψη 21), και της 11ης Μαΐου 2000, Gascogne Limousin viandes (C‑56/99, EU:C:2000:236, σκέψεις 40 και 42).


50      Παραπέμπω στην ανάλυση της Küçük, E., «Solidarity in EU law: an elusive political statement or a legal principle with substance?», στο Biondi, A., Dagilyté, E., και Küçük, E. (επιμ.), Solidarity in EU Law. Legal principle in the making, Edward Elgar, Cheltenham, 2018, σ. 56 έως 60.


51      Απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία) (C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψεις 80 και 181). Επίσης, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου (C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψη 291).


52      Σκέψεις 80 και 181 της απόφασης της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία) (C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257): «[…] τα βάρη που απορρέουν από τα προβλεπόμενα με τις αποφάσεις 2015/1523 και 2015/1601 προσωρινά μέτρα, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ με σκοπό να παρασχεθεί στήριξη στην Ελληνική Δημοκρατία και την Ιταλική Δημοκρατία για να αντιμετωπίσουν καλύτερα την επείγουσα κατάσταση που προκλήθηκε από την αιφνίδια εισροή υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφός τους, πρέπει, κατ’ αρχήν, να κατανέμονται μεταξύ όλων των άλλων κρατών μελών, σύμφωνα με την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 80 ΣΛΕΕ, η αρχή αυτή διέπει την πολιτική της Ένωσης στον τομέα του ασύλου».


53      Η γενική εισαγγελέας Ε. Sharpston, με τις προτάσεις της της 31ης Οκτωβρίου 2019 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία) (C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2019:917, σημείο 253), ανέφερε ότι η «αλληλεγγύη αποτελεί τη ζωογόνο δύναμη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος».


54      Εξ όσων φαίνεται, οι χώρες της Βαλτικής και της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης άσκησαν πίεση για να εισαχθεί η αναφορά στην αλληλεγγύη, μετά τον κίνδυνο αδυναμίας εφοδιασμού με φυσικό αέριο συνεπεία της κρίσης μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας το 2006. Βλ. Andoura, S.: «La solidarité énergétique en Europe: de l’indépendance à l’interdépendance», Notre Europe, Ιούλιος 2013, σ. 33 έως 35.


55      Όπως αναγνώρισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Επιτροπή.


56      Κατά το άρθρο αυτό, οι κανόνες της Ένωσης «δεν επηρεάζουν το δικαίωμα κράτους μέλους να καθορίζει τους όρους εκμετάλλευσης των ενεργειακών του πόρων, την επιλογή του μεταξύ διαφόρων ενεργειακών πηγών και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού του εφοδιασμού, με την επιφύλαξη του άρθρου 192, παράγραφος 2, στοιχείο γ)». Με την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής (C‑594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψεις 48 και 49), κρίθηκε ότι, σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, η επιλογή υπέρ της πυρηνικής ενέργειας εναπόκειται στα κράτη μέλη.


57      Αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1984, Campus Oil κ.λπ. (72/83, EU:C:1984:256, σκέψεις 34 και 35), και της 4ης Ιουνίου 2002, Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑503/99, EU:C:2002:328, σκέψη 46).


58      COM(2015) 080 τελικό, της 25ης Φεβρουαρίου 2015, Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την επιτροπή των περιφερειών και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Επενδύσεων – Στρατηγική πλαίσιο για μια ανθεκτική Ενεργειακή Ένωση με μακρόπνοη πολιτική για την κλιματική αλλαγή. Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής, η Επιτροπή εκτιμά ότι «[τ]ο πνεύμα της αλληλεγγύης σε θέματα ενέργειας αναφέρεται ρητά στη Συνθήκη και αποτελεί τον πυρήνα της Ενεργειακής Ένωσης» (σ. 4).


59      Βλ. κανονισμό (ΕΕ) 2018/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης και της Δράσης για το Κλίμα, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 663/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 94/22/ΕΚ, 98/70/ΕΚ, 2009/31/ΕΚ, 2009/73/ΕΚ, 2010/31/ΕΕ, 2012/27/ΕΕ και 2013/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 2009/119/ΕΚ και (ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2018, L 328, σ. 1), και τα έγγραφα COM(2020) 80 τελικό, της 4ης Μαρτίου 2020, πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου με στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 (ευρωπαϊκός νόμος για το κλίμα) και COM(2019) 640 τελικό, της 11ης Δεκεμβρίου 2019, ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την επιτροπή των περιφερειών – Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.


60      Κανονισμός (ΕΕ) 347/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2013, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές, την κατάργηση της απόφασης αριθ. 1364/2006/ΕΚ και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 713/2009, (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009 (ΕΕ 2013, L 115, σ. 39).


61      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 994/2010 (ΕΕ 2017, L 280, σ. 1).


62      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με αέριο και την κατάργηση της οδηγίας 2004/67/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2010, L 295, σ. 1).


63      Όσον αφορά τον μηχανισμό αυτόν, βλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Eni κ.λπ. (C‑226/16, EU:C:2017:1005).


64      Το άρθρο 13 του κανονισμού 2017/1938 ρυθμίζει έναν μηχανισμό αλληλεγγύης ο οποίος προστατεύει τα κράτη μέλη που βρίσκονται σε κρίση λόγω έλλειψης επαρκούς ποσότητας φυσικού αερίου για τον εφοδιασμό των προστατευόμενων πελατών τους. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το κράτος ή τα κράτη μέλη με τα οποία συνδέεται το κράτος που πλήττεται από την κρίση οφείλουν να του παράσχουν φυσικό αέριο για τον εφοδιασμό των προστατευόμενων πελατών του, ακόμη και περιορίζοντας την προμήθεια προς τους μη προστατευόμενους πελάτες εντός των εδαφών τους. Ο μηχανισμός ενεργοποιείται μόνον όταν το κράτος σε κρίση δεν έχει καταφέρει να την αντιμετωπίσει εφαρμόζοντας τα μέτρα που προβλέπει το εθνικό σχέδιό του έκτακτης ανάγκης. Επιπλέον, οφείλει να καταβάλει δίκαιη αποζημίωση στο κράτος μέλος που του παρέχει το φυσικό αέριο.


65      Παράλληλος μηχανισμός συνδρομής σε περίπτωση κρίσης εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/941 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την ετοιμότητα αντιμετώπισης κινδύνων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και με την κατάργηση της οδηγίας 2005/89/ΕΚ (ΕΕ 2019, L 158, σ. 1).


66      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019, για τη θέσπιση πλαισίου για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ένωση (ΕΕ 2019, L 79, σ. 1).


67      Με τις προτάσεις του στην υπόθεση Eni κ.λπ. (C‑226/16, EU:C:2017:616, σημεία 33 και 34), σημείωνε ότι: «Αυτή η αναφορά στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών [στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ], η οποία προστέθηκε στη διατύπωση του κειμένου της Συνθήκης της Λισσαβώνας, εντάσσεται σε ένα πλαίσιο εντός του οποίου η αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών προσέλαβε τον χαρακτήρα “συνταγματικής αρχής”. […] [Η] αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά τον εφοδιασμό στον τομέα της ενέργειας».


68      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άμβλυνε τον ισχυρισμό αυτόν και αναγνώρισε ότι η ενεργειακή αλληλεγγύη αποτελεί νομική αρχή, την οποία όμως το Γενικό Δικαστήριο εφήρμοσε εσφαλμένως στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


69      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 70.


70      Δεν θα ήταν εύκολο να εξηγήσει κανείς στα κράτη στα οποία έχει δικαίως προσαφθεί ότι παραβλέπουν τις νομικές επιταγές της αρχής της αλληλεγγύης, όσον αφορά την επανεγκατάσταση των αιτούντων διεθνή προστασία, ότι η αρχή αυτή δεν έχει έννομα αποτελέσματα όταν πρόκειται για την ενεργειακή αλληλεγγύη.


71      Όπ.π. (σκέψεις 70 έως 72).


72      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων, ότι εάν αυτές παραβιάζουν τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης δεν μπορούν να κηρυχθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά. Πρβλ. αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast (C‑390/06, EU:C:2008:224, σκέψεις 50 και 51), και της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής (C‑594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψη 44). Με την τελευταία απόφαση, σχετική με κρατική ενίσχυση υπέρ του πυρηνικού σταθμού του Hinkley Point (Ηνωμένο Βασίλειο), το Δικαστήριο (σκέψη 49) εξέτασε το ενδεχόμενο ακύρωσης της απόφασης της Επιτροπής περί εγκρίσεώς της εφαρμόζοντας τις αρχές της προστασίας του περιβάλλοντος και της προφύλαξης, την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και την αρχή της αειφορίας. Έκρινε, ωστόσο, ότι οι γενικές αυτές αρχές δεν αντιτίθενται, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, στη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για την κατασκευή ή τη λειτουργία πυρηνικού σταθμού, τις οποίες προβλέπει η Συνθήκη Ευρατόμ.


73      Απόφαση της Επιτροπής C(2020) 8377 τελικό, της 25ης Νοεμβρίου 2020, σχετικά με την εξαίρεση του τερματικού σταθμού ΥΦΑ του Ανεξάρτητου Συστήματος Φυσικού Αερίου Αλεξανδρούπολης από τις απαιτήσεις που αφορούν την πρόσβαση τρίτων και την τιμολογιακή ρύθμιση (σημεία 29 έως 32) και απόφαση της Επιτροπής C(2020) 8948 τελικό, της 8ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την εξαίρεση του τερματικού σταθμού ΥΦΑ του South Hook από τις απαιτήσεις που αφορούν την πρόσβαση τρίτων και την τιμολογιακή ρύθμιση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ (σημεία 43 έως 46).


74      Μετά την τροποποίησή του, το νέο άρθρο 36, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/73 ορίζει τα εξής:


      «Πριν από την έκδοση της απόφασης επί της εξαίρεσης, η εθνική ρυθμιστική αρχή, ή κατά περίπτωση άλλη αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους, διαβουλεύεται:


      α) με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές των κρατών μελών των οποίων οι αγορές είναι πιθανόν να επηρεαστούν από τη νέα υποδομή· και


      β) με τις οικείες αρχές των τρίτων χωρών όπου η εν λόγω υποδομή είναι συνδεδεμένη με το δίκτυο της Ένωσης υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους και προέρχεται από ή καταλήγει σε μία ή περισσότερες τρίτες χώρες.»


75      Βλ. Buschle, D., και Talus, K., «One for All and All for One? The General Court Ruling in the OPAL Case», Oil, Gas & Energy Law Intelligence, 5, 2019, σ. 8.


76      Boute, A., «The principle of solidarity and the geopolitics of energy: Poland v. Commission (OPAL pipeline)», Common Market Law Review, 3, 2020, σ. 889 έως 914, ιδίως σ. 912.


77      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 78).


78      Όπ.π. (σκέψη 79).


79      Όπ.π. (σκέψεις 80 και 81).


80      Σημείο 32 των παρουσών προτάσεων.


81      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 82).


82      Αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2016, Repsol Lubricantes και Especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑617/13 P, EU:C:2016:416, σκέψη 63), και της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής (C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 25).


83      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής (C‑373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψη 41).


84      Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ένα κείμενο εννέα άρθρων, αλλά με εκτεταμένη, σχεδόν εξαντλητική, αιτιολογία εκατόν εβδομήντα αιτιολογικών σκέψεων. Εντύπωση προκαλεί ότι σε μια τέτοια αιτιολογία δεν χωρούσε ούτε μία αναφορά στην αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης και στις επιπτώσεις της στα μέτρα που ελήφθησαν.


85      Κριτική στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση από τον Boute, A., «The principle of solidarity and the geopolitics of energy: Poland v. Commission (OPAL Pipeline)», Common Market Law Review, 2020, σ. 913.


86      Πρβλ. την κριτική του Szydło, M. στις εκτιμήσεις της Επιτροπής: «Disputes over the pipelines importing Russian gas to the EU: how to ensure consistency in EU energy law and policy?», Baltic Journal of Law & Politics, 11, 2018, σ. 95 έως 126.


87      Παραπέμπει, ιδίως, στην απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, Gemeinde Altrip κ.λπ. (C‑72/12, EU:C:2013:712, σκέψη 51).