Language of document :

Προσφυγή της 30ής Σεπτεμβρίου 2008 - GEMA κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-410/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Gesellschaft für musikalische Aufführungs- und mechanische Vervielfältigungsrechte (GEMA) (Βερολίνο, Γερμανία) (εκπρόσωποι: R. Bechtold και I. Brinker, δικηγόροι)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα του προσφεύγοντος/ενάγοντος (της προσφεύγουσας/ενάγουσας)

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει, σύμφωνα με το άρθρο 231, παράγραφος 1, ΕΚ, τα άρθρα 3, 4, παράγραφος 2, και, κατά το μέτρο που παραπέμπει στο άρθρο 3, το άρθρο 4, παράγραφος 3, της αποφάσεως της Επιτροπής της 16ης Ιουλίου 2008, κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση της Επιτροπής της 16ης Ιουλίου 2008 στην υπόθεση COMP/C2/38.698 - CISAC, με την οποία η Επιτροπή έκρινε μη συμβατές με τα άρθρα 81 ΕΚ και 53 ΕΟΧ τις εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με την αμοιβαία εκχώρηση δικαιωμάτων δημιουργού επί μουσικών έργων μεταξύ εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων δημιουργού, οι οποίες ανήκουν στην Confédération Internationale des Sociétés d'Auteur et Compositeurs (Διεθνή Συνομοσπονδία Εταιριών Διαχειρίσεως Δικαιωμάτων Συγγραφέων και Συνθετών - CISAC). Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αιτίαση που διατυπώνεται στο άρθρο 3, περί εναρμονισμένης πρακτικής, καθώς και την επιβαλλόμενη με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως υποχρέωση άρσεως της παραβάσεως.

Προς στήριξη της προσφυγής της προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 1. Η απόφαση παραβιάζει την αρχή "ουδεμία ποινή άνευ νόμου", διότι δεν εμφαίνει με σαφήνεια ποιες συμπεριφορές απαγορεύονται, εμπεριέχει αντιφάσεις και είναι αντίθετη στην πρακτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων. Η προσφεύγουσα προβάλλει, ακόμη, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και κατάχρηση εξουσίας, κατά το μέτρο που η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στα κριτήρια που προβλέπει η νομοθεσία περί ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, υπερέβη τις αρμοδιότητές της.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε παράβαση ουσιώδους τύπου, διότι αιτιολόγησε την απόφασή της ανεπαρκώς, κατά παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχει από το άρθρο 253 ΕΚ.

Τρίτον, η απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της περί εναρμονισμένης πρακτικής μόνο στη διάρθρωση της αγοράς, με συνέπεια τη σε βάρος της προσφεύγουσας αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, κατά παράβαση των σχετικών κανόνων.

Τέταρτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι είναι νομικώς εσφαλμένη η εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, διότι δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι η εκχώρηση, βάσει συμβάσεων αμοιβαίας εκπροσωπήσεως συναπτομένων μεταξύ των μελών της CISAC σύμφωνα με την τυποποιημένη σύμβαση CISAC, δικαιωμάτων που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο αποτελεί ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων σε διεθνές επίπεδο, καθώς και έκφραση της αρχής της εδαφικότητας, μιας γενικώς αναγνωρισμένης αρχής που διέπει τα δικαιώματα του δημιουργού, και, συνεπώς, δεν συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).