Language of document : ECLI:EU:F:2007:62

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 29ης Μαρτίου 2007

Υπόθεση F-31/05

Michael Cwik

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Αξιολόγηση – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Αξιολόγηση για το έτος 2003 – Προσφυγή ακυρώσεως – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ με την οποία ο M. Cwik ζητεί, αφενός, να ακυρωθούν η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003 και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, η απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2005 με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική του ένσταση κατά της πιο πάνω εκθέσεως και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει συμβολική αποζημίωση ενός ευρώ.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

2.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

3.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια

1.      Στο πλαίσιο της καταρτίσεως των εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη μέσου όρου που τέθηκε ως στόχος περιορίζει την ελευθερία κρίσεως των βαθμολογητών όταν οι τελευταίοι προβαίνουν σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των υπαλλήλων.

Συγκεκριμένα, πρώτον, ο μέσος αυτός όρος δεν περιορίζει τη δυνατότητα των αξιολογητών να διαφοροποιήσουν τις σε ατομική βάση αξιολογήσεις των επιδόσεων κάθε υπαλλήλου ανάλογα με τον βαθμό που οι επιδόσεις του αποκλίνουν, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, από τον μέσο αυτόν όρο.

Δεύτερον, για να τηρήσουν τον μέσο όρο που τέθηκε ως στόχος, οι βαθμολογητές δεν είναι υποχρεωμένοι να αντισταθμίσουν με βαθμούς χαμηλότερους από τον μέσο όρο τους βαθμούς που είναι υψηλότεροι από αυτόν. Συγκεκριμένα, το σύστημα του μέσου όρου που τέθηκε ως στόχος λαμβάνει υπόψη τη συνηθέστερα παρατηρούμενη πραγματικότητα, δηλαδή την ομοιογενή κατανομή των βαθμολογημένων υπαλλήλων γύρω από το μέσο επίπεδο προσόντων που αντιπροσωπεύει ο μέσος αυτός όρος. Επιπλέον, το σύστημα που εισήγαγαν οι γενικές διατάξεις που η Επιτροπή θέσπισε σε εκτέλεση του άρθρου 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) παρέχει στους βαθμολογητές τη δυνατότητα, όταν η ιδιαίτερη κατάσταση μιας υπηρεσίας αποκλίνει από τη συνηθισμένη αυτή πραγματικότητα, να αποκλίνουν και από τον μέσο όρο που τέθηκε ως στόχος. Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, των γενικών αυτών εκτελεστικών διατάξεων, ουδεμία συνέπεια συνδέεται με την κατά μία μονάδα υπέρβαση του μέσου όρου που τέθηκε ως στόχος. Επιπλέον, από το άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5, των γενικών αυτών εκτελεστικών διατάξεων προκύπτει ότι, σε περίπτωση υπερβάσεως κατά πάνω από μία μονάδα, η σχετική γενική διεύθυνση, όταν δικαιολογεί βάσιμα την υπέρβαση, δύναται να θέσει το θέμα αυτό στην ίσης εκπροσωπήσεως επιτροπή εξετάσεως των αιτήσεων παρεκκλίσεως, η οποία μπορεί να αποφασίσει να γίνει ολική ή μερική μείωση της ποινής.

Ασφαλώς, δεν αμφισβητείται ότι ο μέσος όρος που τέθηκε ως στόχος δημιουργεί στο σύστημα αξιολογήσεως κάποιον εξαναγκασμό, επειδή θέτει στους αξιολογητές ένα όριο ως προς τη δυνατότητα αξιολογήσεως κάθε προσώπου in abstracto, χωριστά από τα προσόντα των άλλων υπαλλήλων που μπορούν να συγκριθούν με το πρόσωπο αυτό. Ωστόσο, ο εξαναγκασμός αυτός, ο οποίος προβλέφθηκε στο πλαίσιο της διαχειρίσεως του προσωπικού της Κοινότητας για να επιτευχθεί μια βαθμολογία αντιπροσωπευτική των υπαλλήλων, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, η υπόδειξη του 14 ως του μέσου όρου που τέθηκε ως στόχος, σε μια κλίμακα μονάδων από το 0 έως το 20, καθιστά δυνατό να αποτραπεί ο κίνδυνος κατακόρυφης ανόδου της μέσης βαθμολογίας, η οποία κατακόρυφη άνοδος θα είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η γκάμα των βαθμών που πραγματικά χρησιμοποιείται από τους βαθμολογητές και, επομένως, θα έθιγε τη λειτουργία της βαθμολογίας που έγκειται στο να αντικατοπτρίζονται, όσο πιστά είναι δυνατόν, τα προσόντα των βαθμολογημένων υπαλλήλων και να καθίσταται δυνατή μια πραγματική σύγκριση. Επιπλέον, η υπόδειξη ενός μέσου όρου που τέθηκε ως στόχος καθιστά δυνατό και να μειωθεί ο κίνδυνος αποκλίσεων μεταξύ των μέσων όρων των βαθμολογιών που δίνονται από τις διάφορες γενικές διευθύνσεις, αποκλίσεων οι οποίες δεν θα δικαιολογούνταν από αντικειμενικές σκέψεις σχετικά με τα προσόντα των βαθμολογημένων υπαλλήλων.

(βλ. σκέψεις 45 έως 49)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 18 Οκτωβρίου 2005, T‑51/04, Leite Mateus κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 56· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑43/04, Fardoom και Reinard κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑329 και II‑1465, σκέψεις 51, 54 και 55· 19 Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4137, σκέψη 183

2.      Στο πλαίσιο της καταρτίσεως των εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας, τα περιγραφικά σχόλια που περιλαμβάνονται σε μια τέτοια έκθεση σκοπό έχουν να δικαιολογήσουν τις αξιολογήσεις που εκφράζονται με μονάδες βαθμολογήσεως. Τα περιγραφικά αυτά σχόλια χρησιμεύουν ως βάση για την αξιολόγηση, η οποία τα μεταφέρει σε αριθμούς, και παρέχουν στον υπάλληλο τη δυνατότητα να καταλάβει τον βαθμό που έλαβε. Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια έκθεση τα περιγραφικά σχόλια πρέπει να έχουν συνοχή με τις αξιολογήσεις που εκφράζονται με μονάδες βαθμολογήσεως. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στους αξιολογητές κατά τις κρίσεις της εργασίας των προσώπων που πρέπει να αξιολογήσουν, τυχόν έλλειψη συνοχής σε μια έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας δύναται να δικαιολογήσει την ακύρωσή της μόνον αν η έλλειψη αυτή είναι πρόδηλη.

(βλ. σκέψη 62)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 25 Οκτωβρίου 2006, T‑173/04, Carius κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑243 και II‑A‑2‑1269, σκέψη 106

3.      Ο υπάλληλος που διατείνεται ότι είναι θύμα ηθικής παρενοχλήσεως πρέπει, ανεξάρτητα από την υποκειμενική του αντίληψη για τα πραγματικά περιστατικά που ισχυρίζεται ότι έλαβαν χώρα, να προβάλει ένα σύνολο στοιχείων που να μπορούν να αποδείξουν ότι υπέστη μια συμπεριφορά που, αντικειμενικά, είχε ως σκοπό να τον απαξιώσει ή να υποβαθμίσει επίτηδες τις συνθήκες εργασίας του.

Εν προκειμένω, όπου ένας υπάλληλος υποστηρίζει ότι η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του αποτελεί μία ακόμη έκφανση της ηθικής παρενοχλήσεως την οποία ισχυρίζεται ότι υφίσταται επί πλείστα όσα έτη, οι επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις με τους ανωτέρους του στην ιεραρχία, τις οποίες ανέφερε ο ενδιαφερόμενος και οι οποίες αφορούν ιδίως τις προηγούμενες εκθέσεις βαθμολογίας του, την παρατεταμένη μη προαγωγή του καθώς και την επαγγελματική του απομόνωση, δεν είναι στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η βαλλόμενη έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας καταρτίστηκε με σκοπό την ηθική παρενόχλησή του.

(βλ. σκέψεις 94 και 95)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 23 Φεβρουαρίου 2001, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑49 και II‑185, σκέψη 286· 8 Ιουλίου 2004, T‑136/03, Schochaert κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑215 και II‑957, σκέψη 41· 4 Μαΐου 2005, T‑144/03, Schmit κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑101 και II‑465, σκέψη 64