Language of document : ECLI:EU:F:2008:65

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Μαΐου 2008 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Γενικός διαγωνισμός – Όροι συμμετοχής – Απαιτούμενη επαγγελματική πείρα – Άρνηση προσλήψεως εγγεγραμμένου στον εφεδρικό πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις υποψηφίου – Εξουσία εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού και της ΑΔΑ»

Στην υπόθεση F‑145/06,

με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA,

César Pascual García, κάτοικος Μαδρίτης (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τους B. Cortese και C. Cortese, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall και M. Velardo,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch (εισηγητή), πρόεδρο, I. Boruta και H. Kanninen, δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 22 Δεκεμβρίου 2006 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2007), ο César Pascual García, επιτυχών του γενικού διαγωνισμού EPSO/B/23/04 (ΕΕ C 81 A της 31ης Μαρτίου 2004, σ. 17), ζητεί, ιδίως, την ακύρωση της αποφάσεως του γενικού διευθυντή του Κοινού Κέντρου Ερευνών (CCR) της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με έδρα την Ispra (Ιταλία), της 7ης Απριλίου 2006, να μη λάβει υπόψη την υποψηφιότητά του για τη θέση την οποία αφορά η ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2005/2969 και να προσθέσει μία παρατήρηση στον εφεδρικό πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις του εν λόγω διαγωνισμού, με την οποία ενημέρωσε τις υπηρεσίες της Επιτροπής ότι ο προσφεύγων δεν πληρούσε τους όρους συμμετοχής στον εν λόγω διαγωνισμό (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Ο προσφεύγων έλαβε από το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης (Ισπανία) (Universidad autonoma de Madrid, στο εξής: UAM), τον Αύγουστο του 1998, δίπλωμα φυσικών επιστημών και, το 2000, δίπλωμα επιστημών των υλικών.

3        Από την 1η Φεβρουαρίου 2001 έως τις 31 Ιανουαρίου 2004, εργάστηκε στη Scuola Normale Superiore της Πίζας (Ιταλία) (στο εξής: SNS) και στο Εθνικό Ινστιτούτο Φυσικής της Υλης (Istituto Nazionale per la Fisica della Materia, στο εξής: INFM), σε θέση τριετούς επιμορφώσεως στη φυσική της συμπυκνωμένης ύλης (posto di perfezionamento triennale in fisica della materia condensata, στο εξής: διδακτορική διατριβή). Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, πραγματοποίησε έρευνες στους τομείς των ημιαγωγών και της νανοεπιστήμης, στη «National Enterprise for nanoScience and nanoTechnology», κοινή επιχείρηση ερευνών που συνέστησαν η SNS και το INFM (στο εξής: NEST), παρακολουθώντας 150 ώρες μαθημάτων.

4        Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, μετά την καθιέρωση στην Ιταλία των διδακτορικών διπλωμάτων με το Decreto del Presidente della Repubblica 11 luglio 1980, n. 382, Riordinamento della docenza universitaria, relativa fascia di formazione nonché sperimentazione organizzativa e didattica (προεδρικό διάταγμα 382 της 11ης Ιουλίου 1980, για τη μεταρρύθμιση της πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως, όσον αφορά την κατάρτιση και τον πειραματισμό στην οργάνωση και τη διδασκαλία, GURI αριθ. 209, της 31ης Ιουλίου 1980), ο Legge 18 giugno 1986, n. 308, Equipollenza del Diploma di Perfezionamento della Scuola Normale Superiore di Pisa con il titolo di Dottore di Ricerca (νόμος 308 της 18ης Ιουνίου 1986, GURI αριθ. 149, της 30ής Ιουνίου 1986), καθιέρωσε την ισοτιμία μεταξύ του διπλώματος επιμορφώσεως (diploma di perfezionamento) που χορηγεί η SNS και του διδακτορικού διπλώματος (dottore di ricerca) που χορηγούν τα άλλα ιταλικά πανεπιστήμια.

5        Από τις 2 Φεβρουαρίου 2004 έως την 1η Φεβρουαρίου 2005, ο προσφεύγων συνέχισε να εργάζεται για την SNS, εν προκειμένω με σύμβαση συνεργασίας σε ερευνητικές δραστηριότητες (contratto di collaborazione ad attività di ricerca, στο εξής: σύμβαση έρευνας).

 Ο γενικός διαγωνισμός EPSO/B/23/04

6        Στις 31 Μαρτίου 2004, δημοσιεύθηκε η προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/B/23/04 για την κατάρτιση εφεδρικών πινάκων για την πλήρωση κενών θέσεων τεχνικών υπαλλήλων (B 5/B 4) στους τομείς της έρευνας και της τεχνολογίας (στο εξής: προκήρυξη του διαγωνισμού). Ο διαγωνισμός αυτός κάλυπτε διαφόρους τομείς, μεταξύ των οποίων και τον τομέα της «φυσικής, [των] επιστημών των υλικών, [της] μηχανολογίας και [της] ηλεκτρονικής», για τον οποίο ο προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα. Η λήξη της προθεσμίας εγγραφής είχε οριστεί στις 30 Απριλίου 2004.

7        Όσον αφορά τον τομέα «φυσικής, επιστημών των υλικών, μηχανολογίας και ηλεκτρονικής», τα καθήκοντα περιγράφονταν στον τίτλο A, σημείο I, της προκηρύξεως του διαγωνισμού ως εξής:

«Τα καθήκοντα συνίστανται κυρίως στα ακόλουθα:

–        εκμετάλλευση και σχεδιασμός, βάσει εντολών, πειραματικών εγκαταστάσεων, εφαρμογή πειραματικών μέτρων,

–        εκπόνηση και χρησιμοποίηση αναλυτικών τεχνικών,

–        επαλήθευση και εξακρίβωση αποτελεσμάτων,

–        εφαρμογή μεθόδων ελέγχου της ποιότητας στους τομείς που ακολουθούν.

[…]

Ειδικότερα:

–        τεχνικός εξοπλισμός, συστήματα επιτήρησης, συστήματα μέτρησης και ανίχνευσης στους τομείς του περιβάλλοντος, της υγείας, των ανανεώσιμων ενεργειών και των εκπομπών,

–        ανάλυση και επεξεργασία υλικών για τις βιοϊατρικές τεχνολογίες,

–        σχεδιασμός και υλοποίηση πειραματικών εγκαταστάσεων,

–        εγκαταστάσεις και συντήρηση υδραυλικών συστημάτων, υψηλής πίεσης, χαμηλής πίεσης και κρυογονικής,

–        μετρολογία,

–        ευθύνη διαχείρισης ενός εργαστηρίου ηλεκτρονικής και ηλεκτροτεχνίας,

–        ευθύνη διαχείρισης και συντήρηση ηλεκτρονικών εγκαταστάσεων,

–        συγκέντρωση δεδομένων και κατάρτιση μοντέλων.»

8        Ο τίτλος A, σημείο II, της προκηρύξεως του διαγωνισμού διευκρίνιζε τους όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό σχετικά με τους τίτλους σπουδών ή τα πτυχία, την επαγγελματική πείρα και τις γλωσσικές γνώσεις, τους οποίους έπρεπε να πληρούν οι υποψήφιοι κατά τη λήξη της προθεσμίας εγγραφής. Ειδικότερα, όσον αφορά την απαιτούμενη επαγγελματική πείρα, η στήλη 2 όριζε τα εξής:

«Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν αποκτήσει, μετά τη λήψη του διπλώματος ή του πιστοποιητικού ολοκλήρωσης των σπουδών δευτεροβάθμιας ανώτερης εκπαίδευσης, επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τεσσάρων ετών πλήρους απασχόλησης, εκ των οποίων τα δύο έτη σε θέση ανάλογη με τη φύση των καθηκόντων.

Ως επαγγελματική πείρα, και για μέγιστη διάρκεια δύο ετών, θα ληφθούν υπόψη τα εξής :

–        κάθε περίοδος άσκησης, ειδίκευσης ή επαγγελματικής επιμόρφωσης που προετοιμάζει για την άσκηση των καθηκόντων που ορίζονται στον τίτλο A. I, εφόσον αποδεικνύεται δεόντως,

–        κάθε συμπληρωματική περίοδος κατάρτισης, σπουδών ή έρευνας που προετοιμάζουν για την άσκηση των καθηκόντων που ορίζονται στον τίτλο A. I, η οποία πιστοποιείται με δίπλωμα του ιδίου τουλάχιστον επιπέδου με αυτό που παρέχει δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό.

Εάν η περίοδος της άσκησης, της ειδίκευσης ή της επαγγελματικής επιμόρφωσης συμπίπτει με μια περίοδο επαγγελματικής δραστηριότητας, η εξεταστική επιτροπή θα λάβει υπόψη της μόνο την περίοδο επαγγελματικής δραστηριότητας.»

9        Στον τίτλο Γ, η στήλη 3, με τίτλο «πλήρης υποψηφιότητα», προέβλεπε ότι η ιθαγένεια, οι σπουδές, η επαγγελματική κατάρτιση, η πρακτική άσκηση, οι έρευνες και η επαγγελματική πείρα έπρεπε να προσδιορίζονται λεπτομερώς στην αίτηση υποψηφιότητας, στην οποία έπρεπε να επισυναφθούν τα δικαιολογητικά και βάσει της οποίας η εξεταστική επιτροπή θα διαπίστωνε αν οι υποψήφιοι πληρούσαν τους όρους του τίτλου A, σημείο II, της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

10      Με έγγραφο της 30ής Μαρτίου 2005, η Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EPSO) ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι πληρούσε όλους τους όρους της προκηρύξεως του διαγωνισμού και, στη συνέχεια, με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2005, η EPSO του ανέφερε ότι το όνομά του είχε εγγραφεί στον εφεδρικό πίνακα για τις μελλοντικές προσλήψεις, του οποίου η ισχύς έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2007, χωρίς ωστόσο αυτό να του παρέχει εγγύηση ως προς ενδεχόμενη πρόσληψη.

 Η ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2005/2969

11      To CCR δημοσίευσε την ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2005/2969 – B*3/B*11 (στο εξής: ανακοίνωση κενής θέσεως). Στις 21 Νοεμβρίου 2005, ο προσφεύγων κλήθηκε για συνέντευξη στο Ινστιτούτο Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών, στην Ιspra (στο εξής: ISPC). H συνέντευξη αυτή πραγματοποιήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2005.

12      Στις 14 Δεκεμβρίου 2005, ο προσφεύγων κλήθηκε επίσης για συνέντευξη προσλήψεως στο Ινστιτούτο Υπερουρανίων Στοιχείων του CCR, στην Καρλσρούη (Γερμανία). Η ημερομηνία της συνεντεύξεως αυτής ορίστηκε στις 17 Ιανουαρίου 2006.

13      Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2005, ο προϊστάμενος της μονάδας ανθρωπίνων πόρων του CCR της Ispra ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι επρόκειτο να προσληφθεί στη θέση που αποτελούσε το αντικείμενο της ανακοινώσεως κενής θέσεως και ότι η πρόσληψή του εξηρτάτο ακόμη από τα αποτελέσματα της ιατρικής επισκέψεως και του ελέγχου ασφαλείας.

14      Τις επόμενες ημέρες, μια σειρά τηλεφωνικών επαφών και ένα ηλεκτρονικό μήνυμα επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε σαφώς επιλεγεί για την κενή θέση. Από τις επαφές αυτές συνήγετο επίσης ότι, εάν δεχόταν τη θέση αυτή, ο προσφεύγων έπρεπε να μην αποδεχθεί την πρόσκληση του Ινστιτούτου Υπερουρανίων Στοιχείων στην Καρλσρούη για τη συνέντευξη προσλήψεως.

15      Στις 23 Ιανουαρίου 2006, ο προσφεύγων υποβλήθηκε στις ιατρικές εξετάσεις ενόψει της προσλήψεως. Την ίδια ημέρα, συνάντησε τον Επιστημονικό Υπεύθυνο της υπηρεσίας του ISPC, υπηρεσία στην είχε κληθεί να αναλάβει τα καθήκοντά του. Ως ημερομηνία αναλήψεως των καθηκόντων του στο CCR ορίστηκε η 1η Απριλίου 2006.

16      Ο προσφεύγων κατέθεσε επίσης στη μονάδα ανθρωπίνων πόρων του CCR όλα τα έγγραφα του φακέλου του όπως είχαν κοινοποιηθεί στην EPSO. Στη συνέχεια, αποφάσισε να τερματίσει την εργασιακή του σχέση με την SNS και να μη δώσει συνέχεια σε άλλες προσφορές απασχολήσεως.

17      Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 3ης Μαρτίου 2006, από τη μονάδα ανθρωπίνων πόρων του CCR, ο προσφεύγων κλήθηκε να προσκομίσει κάθε συμπληρωματικό έγγραφο σχετικά με την επαγγελματική του πείρα, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να προσδιοριστεί ο χρόνος που αφιέρωσε στις σπουδές και ο χρόνος που αφιέρωσε στην έρευνα στο πλαίσιο της εκπονήσεως της διδακτορικής διατριβής του. O προσφεύγων ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό.

18      Στις 20 Μαρτίου 2006, επειδή δεν είχε ακόμη λάβει επίσημη προσφορά εργασίας, επικοινώνησε, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με τον προαναφερθέντα Επιστημονικό Υπεύθυνο του ISPC, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι θα ενημερωνόταν συναφώς από την αρμόδια υπηρεσία.

19      Στις 21 Μαρτίου 2006, μετά από τηλεφωνική συνομιλία με τη μονάδα ανθρωπίνων πόρων του CCR, ο προσφεύγων έλαβε από την εν λόγω μονάδα ηλεκτρονικό μήνυμα που του γνωστοποιούσε ότι, κατόπιν της διαβιβάσεως των συμπληρωματικών εγγράφων που ζητήθηκαν, εξακολουθούσαν να υπάρχουν ακόμη αμφιβολίες ως προς το αν πληρούσε, κατά την ημερομηνία της 30ής Απριλίου 2004, τους απαιτούμενους όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό EPSO/B/23/04.

20      Στις 25 Μαρτίου 2006, ο προσφεύγων απέστειλε στο CCR έγγραφο του διευθυντή της NEST, το οποίο πιστοποιούσε τις ερευνητικές δραστηριότητες που είχε ασκήσει κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Φεβρουαρίου 2001 έως τις 30 Απριλίου 2004.

21      Με απόφαση της 7ης Απριλίου 2006, ο γενικός διευθυντής του CCR έκρινε ότι η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτός δεν πληρούσε τους όρους αποδοχής στον επίμαχο διαγωνισμό. Ταυτόχρονα, ο εν λόγω διευθυντής αποφάσισε να προσθέσει μια παρατήρηση υπό την ως άνω έννοια στον εφεδρικό πίνακα του εν λόγω διαγωνισμού, προκειμένου να ενημερώσει σχετικά τις υπηρεσίες της Επιτροπής. H απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα με έγγραφο της 17ης Απριλίου 2006.

22      Στις 19 Ιουνίου 2006, ο προσφεύγων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ισχυριζόμενος ότι η απόφαση αυτή δεν ελάμβανε υπόψη τη διάρκεια της επαγγελματικής πείρας του, η οποία ανερχόταν σε πέντε έτη και οκτώ μήνες.

23      Ο ενάγων απέστειλε επίσης διευκρινιστικό έγγραφο, με ημερομηνία 21 Αυγούστου 2006, το οποίο η Επιτροπή χαρακτήρισε ως συμπληρωματική ένσταση, πλην όμως εκπρόθεσμη, μη δυνάμενη, κατά την Επιτροπή, να συμπληρώσει εγκύρως την ένσταση της 19ης Ιουνίου 2006.

24      Με απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2006, η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 13 Νοεμβρίου 2006, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) απέρριψε την ένσταση.

25      Με την απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως, η ΑΔΑ θεώρησε ως επαγγελματική πείρα, υπό την έννοια της προκηρύξεως του διαγωνισμού, τα έτη σπουδών που συμπλήρωσε ο προσφεύγων, μεταξύ Σεπτεμβρίου του 1993 και Αυγούστου του 1998, προκειμένου να λάβει το πτυχίο φυσικής, και τούτο σύμφωνα με το σημείο II 2, δεύτερο εδάφιο, του τίτλου A της εν λόγω προκηρύξεως, με ανώτατο όριο δύο ετών, καθώς και το χρονικό διάστημα του ενός έτους και επτά μηνών, από τον Αύγουστο του 1998 έως τον Μάρτιο 2000, κατά το οποίο ο προσφεύγων εργάστηκε ως μισθωτός στο UAM. Αντιθέτως, δεν έλαβε υπόψη ως επαγγελματική πείρα άλλες περιόδους απασχολήσεως του προσφεύγοντος. Πρόκειται ιδίως για:

–        36 μήνες, από την 1η Φεβρουαρίου 2001 έως τις 30 Ιανουαρίου 2004, κατά τους οποίους ο προσφεύγων συνεργάστηκε με τη NEST, στο πλαίσιο της εκπονήσεως της διδακτορικής διατριβής του στην SNS,

–        3 μήνες, από τις 2 Φεβρουαρίου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2004, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για την υποβολή των υποψηφιοτήτων κατά την προκήρυξη του διαγωνισμού, κατά τους οποίους ο προσφεύγων συνδεόταν με την SNS με τη σύμβαση έρευνας.

26      Κατά συνέπεια, η ΑΔΑ αναγνώρισε στον προσφεύγοντα μόνον τρία έτη και επτά μήνες επαγγελματικής πείρας και κατέληξε ότι δεν συμπλήρωνε το όριο των τεσσάρων ετών επαγγελματικής πείρας που απαιτούσε η προκήρυξη του διαγωνισμού.

 Τα αιτήματα των διαδίκων

27      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        εφόσον παρίσταται ανάγκη, να ακυρώσει την απόφαση της ΑΔΑ, της 22ας Σεπτεμβρίου 2006, περί απορρίψεως της ενστάσεώς του·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

29      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Οι τρεις λόγοι αντλούνται, πρώτον, από την κατάχρηση διαδικασίας, δεύτερον, από την παράβαση του θεσπισθέντος με την προκήρυξη του διαγωνισμού πλαισίου νομιμότητας καθώς και από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από την έλλειψη αιτιολογίας, τρίτον, από την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, που προβάλλεται επικουρικώς, αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

 Επί των δύο πρώτων λόγων, που αντλούνται, αφενός, από την κατάχρηση διαδικασίας και, αφετέρου από την παράβαση του θεσπισθέντος με την προκήρυξη του διαγωνισμού πλαισίου νομιμότητας καθώς και από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από την έλλειψη αιτιολογίας

 Τα επιχειρήματα των διαδίκων

30      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, ο προσφεύγων, αφού υπενθύμισε τα όρια του δικαστικού ελέγχου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, εφόσον ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να κολάσει μόνον την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ισχυρίζεται ότι τα ίδια όρια επιβάλλονται στον έλεγχο που ασκεί η ΑΔΑ επί των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής, όσον αφορά ειδικότερα τους όρους συμμετοχής στον επίμαχο διαγωνισμό.

31      Πάντως, εν προκειμένω, η εξεταστική επιτροπή θεώρησε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι ο προσφεύγων πληρούσε τους όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό, ιδίως αυτούς που αφορούσαν τη διάρκεια της επαγγελματικής πείρας.

32      Ο προσφεύγων φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση διαδικασίας, καθόσον η ΑΔΑ υποκατέστησε την εκτίμησή της στην εκτίμηση της εξεταστικής επιτροπής όσον αφορά τους τίτλους και την επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου, ελλείψει οποιασδήποτε πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής.

33      Η Επιτροπή απαντά ότι, καίτοι είναι αληθές ότι η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού βάσει τίτλων και εξετάσεων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των διπλωμάτων που προσκόμισαν οι υποψήφιοι ή της επαγγελματικής τους πείρας, η ΑΔΑ δεν μπορεί πάντως να δεσμεύεται, σε σχέση με τη χωριστή απόφαση την οποία είναι αρμόδια να λάβει, από την απόφαση εξεταστικής επιτροπής που πάσχει παρανομία (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑306/04, Luxem κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑263 και σ. II‑1209, σκέψη 23). Επομένως, η ΑΔΑ δεν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά κατάχρηση διαδικασίας.

34      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, κυρίως, ότι η ΑΔΑ παρέβη το θεσπισθέν με την προκήρυξη του διαγωνισμού πλαίσιο νομιμότητας, όσον αφορά την έννοια της «επαγγελματικής πείρας», και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

35      Κατά τον προσφεύγοντα, η επαγγελματική πείρα που απαιτείται από τους υποψηφίους σε διαγωνισμό πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία, να ερμηνεύεται αποκλειστικά υπό το πρίσμα των σκοπών του επίμαχου διαγωνισμού, όπως αυτοί απορρέουν από τη γενική περιγραφή των καθηκόντων που πρέπει να εκπληρωθούν (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Μαΐου 1990, Τ-50/89, Sparr κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. ΙΙ‑207, σκέψη 18· της 6ης Νοεμβρίου 1997, T‑101/96, Wolf κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. Ι‑A‑351 και σ. II‑949, σκέψη 74, και της 16ης Μαρτίου 2005, Τ-329/03, Ricci κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑69 και σ. II‑315, σκέψη 52).

36      Στην παρούσα υπόθεση, ο διαγωνισμός είχε ως αντικείμενο την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις τεχνικών υπαλλήλων στον «τομέα 2: φυσική, επιστήμες των υλικών, μηχανολογία και ηλεκτρονική», για την άσκηση καθηκόντων που διευκρινίζονταν στο σημείο I του τίτλου A της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

37      Ο προσφεύγων υπενθυμίζει ότι, κατά το σημείο II 1 «Τίτλοι σπουδών ή πτυχία» του τίτλου A της προκηρύξεως του διαγωνισμού, «[ο]ι υποψήφιοι πρέπει να έχουν περατώσει πλήρεις σπουδές δευτεροβάθμιας ανώτερης εκπαίδευσης και να έχουν λάβει δίπλωμα ολοκλήρωσης των σπουδών». Όσον αφορά την επαγγελματική πείρα, κατά το σημείο II 2 του ιδίου τίτλου, «[ο]ι υποψήφιοι πρέπει να έχουν αποκτήσει, μετά τη λήψη του διπλώματος ή του πιστοποιητικού ολοκλήρωσης σπουδών δευτεροβάθμιας ανώτερης εκπαίδευσης, επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τεσσάρων ετών πλήρους απασχόλησης, εκ των οποίων τα δύο έτη σε θέση ανάλογη με τη φύση των καθηκόντων». Η προκήρυξη του διαγωνισμού διευκρίνιζε ακόμη, στη δεύτερη περίπτωση του ιδίου σημείου, ότι «ως επαγγελματική πείρα και για μέγιστη περίοδο δύο ετών θα ληφθ[εί] υπόψη» «κάθε συμπληρωματική περίοδος κατάρτισης, σπουδών ή έρευνας που προετοιμάζουν για την άσκηση των καθηκόντων που ορίζονται στον τίτλο A.I, [εν προκειμένω, καθήκοντα τεχνικών υπαλλήλων στον τομέα της φυσικής κ.λπ.], η οποία πιστοποιείται με δίπλωμα του ιδίου τουλάχιστον επιπέδου με αυτό που παρέχει το δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό».

38      Αντιθέτως, δεν καλύπτονται από τη δεύτερη περίπτωση του σημείου II 2 του τίτλου A της προκηρύξεως του διαγωνισμού οι δραστηριότητες σπουδών, έρευνας, επιμορφώσεως και ειδικεύσεως που προετοιμάζουν για την άσκηση καθηκόντων υψηλότερου επιπέδου από αυτά των θέσεων που αφορά η προκήρυξη του διαγωνισμού, όπως τα καθήκοντα καθηγητή πανεπιστημίου, διευθυντή ερευνών ή ερευνητή ομάδας, καθώς και όλες οι δραστηριότητες σπουδών, έρευνας, επιμορφώσεως και ειδικεύσεως που προετοιμάζουν για την άσκηση των καθηκόντων διευθύνσεως, σχεδιασμού και μελέτης τα οποία προϋποθέτουν γνώσεις πανεπιστημιακού επιπέδου ή επαγγελματική πείρα του ιδίου επιπέδου. Οι δραστηριότητες αυτές θα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως επαγγελματική πείρα πλήρους απασχολήσεως, «σε θέση ανάλογη με τη φύση των καθηκόντων» υπό την έννοια της προκηρύξεως του διαγωνισμού, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για οικονομικές δραστηριότητες υπό την έννοια της Συνθήκης ΕΚ και της κοινοτικής νομολογίας σχετικά με τις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς.

39      Πάντως, εν προκειμένω, στο πλαίσιο της συνεργασίας του με την SNS και, ειδικότερα με τη NEST, κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Φεβρουαρίου 2001 έως τις 30 Απριλίου 2004, ο προσφεύγων πραγματοποίησε ερευνητικές δραστηριότητες κάνοντας διαρκώς χρήση των πειραματικών τεχνικών που αφορά η προκήρυξη του διαγωνισμού, προετοιμαζόμενος έτσι για την άσκηση καθηκόντων και την ανάληψη ευθυνών διαφορετικών από αυτές του τεχνικού υπαλλήλου.

40      Πράγματι, οι έρευνες που διεξήγαγε και ο κύκλος επιμορφώσεως που παρακολούθησε ο προσφεύγων στην SNS προϋποθέτουν τη γνώση των πειραματικών τεχνικών που αφορά η προκήρυξη του διαγωνισμού και δεν συνιστούν δραστηριότητα καταρτίσεως, σπουδών ή έρευνας «που προετοιμάζει» για τη χρησιμοποίηση των τεχνικών αυτών. Τούτο ισχύει, κατά τον προσφεύγοντα, τόσο για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκπονούσε τη διδακτορική διατριβή του στην SNS και στη NEST όσο και για το επόμενο διάστημα που καλύπτεται από τη σύμβαση έρευνας.

41      Κατά συνέπεια, χαρακτηρίζοντας τις επίμαχες δραστηριότητες ως «συμπληρωματική περίοδο κατάρτισης, σπουδών ή έρευνας» που προετοιμάζουν για την άσκηση των καθηκόντων που ορίζονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού, η ΑΔΑ παρέβη το θεσπισθέν με την προκήρυξη του διαγωνισμού πλαίσιο νομιμότητας και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

42      Όσον αφορά την οικονομική φύση των δραστηριοτήτων του προσφεύγοντος, αυτός ελάμβανε, κατά τη διάρκεια της εκπονήσεως της διδακτορικής διατριβής του, ετήσιο ποσόν περίπου 8 000 ευρώ («contributo didattico»), ήτοι 690 ευρώ μηνιαίως, ως αμοιβή για την ερευνητική δραστηριότητα, διευκρινιζομένου ότι τα έξοδα διαβιώσεως, όπως οι δαπάνες σιτίσεως και στεγάσεως, τα είχε αναλάβει ξεχωριστά και τα εξέταζε ειδικά η SNS και ότι η παρακολούθηση των μαθημάτων και η χρήση των πειραματικών εγκαταστάσεων ήσαν δωρεάν. Ο προσφεύγων υπενθυμίζει συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, η sui generis νομική φύση της σχέσεως εργασίας από πλευράς εθνικού δικαίου, όπως εξάλλου και η προέλευση των πόρων για την αμοιβή ή ακόμη η χαμηλή αμοιβή δεν ασκούν επιρροή στην ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου (βλ. αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 1982, 53/81, Levin, Συλλογή 1982, σ. 1035, σκέψη 16, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑456/02, Trojani, Συλλογή 2004, σ. I‑7573, σκέψη 16).

43      Άλλωστε, η σύμβαση έρευνας προέβλεπε ερευνητική υποτροφία (assegno di ricerca), που είχε ορισθεί στα 15 493,71 ευρώ ετησίως, ήτοι 1 291,15 ευρώ μηνιαίως, ποσό που αντιστοιχούσε στη συνήθη αμοιβή πανεπιστημιακού ερευνητή στην Ιταλία. Κατά τον προσφεύγοντα, υφίσταται αμφοτεροβαρής σχέση μεταξύ των ερευνητικών παροχών και της αμοιβής που καταβάλλεται ως αντιπαροχή.

44      Ο προσφεύγων προσθέτει ότι η ιταλική νομοθεσία, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 2 της συμβάσεως έρευνας, προβλέπει την καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως για κάθε εργασιακή δραστηριότητα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαρκούς και συντονισμένης συνεργασίας, χωρίς όμως ιεραρχική εξάρτηση, όπως συνέβαινε εν προκειμένω. Κατά τη νομοθεσία αυτή, η οποία εφαρμόζεται και στις υποτροφίες για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής, το συμβαλλόμενο μέρος σε σύμβαση έρευνας, όπως ακριβώς ο υποψήφιος διδάκτωρ, πρέπει να θεωρείται όχι ως φοιτητής, αλλά ως μη μισθωτός εργαζόμενος, μη υποκείμενος στην εξουσία διευθύνσεως του εργοδότη του.

45      Επικουρικώς, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι νομικοί χαρακτηρισμοί του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, η δραστηριότητα που ασκείται στο πλαίσιο της εκπονήσεως διδακτορικής διατριβής θεωρείται, κατά το ιταλικό δίκαιο, ως ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα πνευματικού χαρακτήρα.

46      Ο προσφεύγων καταλήγει ότι η εργασία που παρέσχε στο πλαίσιο τόσο της εκπονήσεως της διδακτορικής διατριβής του όσο και της συμβάσεως έρευνας πρέπει να χαρακτηρισθεί ως επαγγελματική πείρα υπό την έννοια της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

47      Απαντώντας στα επιχειρήματα που προέβαλε, κυρίως, ο προσφεύγων, η Επιτροπή φρονεί ότι τα πιστοποιητικά που προσκόμισε ο προσφεύγων επιβεβαιώνουν ότι οι δραστηριότητες που άσκησε στο πλαίσιο τόσο της εκπονήσεως της διδακτορικής διατριβής του όσο και της συμβάσεως έρευνας συνιστούν δραστηριότητες μελέτης και έρευνας, και όχι επαγγελματική πείρα υπό την έννοια της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Επομένως, η εξεταστική επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση της επαγγελματικής πείρας του προσφεύγοντος για τη συμμετοχή του στον επίμαχο διαγωνισμό. Σύμφωνα με την απόφαση Luxem κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα, σκέψη 23), η ΑΔΑ ήταν υποχρεωμένη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, να μην ακολουθήσει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής.

48      Ειδικότερα, κανένα από τα πιστοποιητικά που προσκόμισε ο προσφεύγων δεν ανέφερε ότι είχε πράγματι ασκήσει μισθωτή δραστηριότητα κατά τo χρονικό διάστημα από την 1η Φεβρουαρίου 2001 έως τις 31 Ιανουαρίου 2004. Επιπλέον, το από 29 Ιανουαρίου 2001 έγγραφο του διευθυντή της SNS, που προσκόμισε ο προσφεύγων, χρησιμοποιούσε ειδική ορολογία («φοιτητές», «υποτροφία σπουδών», «σπουδές», «πρόγραμμα σπουδών»), που προσιδιάζει στην πραγματοποίηση ανώτερων σπουδών.

49      Όσον αφορά τη φύση της «αμοιβής» που ελάμβανε ο προσφεύγων κατά τα επίμαχα χρονικά διαστήματα, η Επιτροπή φρονεί ότι συνιστά υποτροφία σπουδών, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να θεωρηθούν οι δεσμοί ανάμεσα στον προσφεύγοντα και την SNS ως εργασιακές σχέσεις.

50      Προκειμένου, ειδικότερα, για τη σύμβαση έρευνας, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατά τους ίδιους τους όρους της συμβάσεως αυτής, η σχέση συνεργασίας που εγκαθιδρύει ουδόλως έχει τον χαρακτήρα εξαρτημένης εργασίας. Ο προσφεύγων παραθέτει μόνον το άρθρο 2 της συμβάσεως, που αφορά τις φορολογικές υποχρεώσεις και τις υποχρεώσεις καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, παραλείποντας να αναφέρει το άρθρο 1 αυτής, το οποίο, κατά την Επιτροπή, αποκλείει ρητώς το ενδεχόμενο να εγκαθιδρύει η σύμβαση εργασιακή σχέση.

51      Απαντώντας στα επιχειρήματα που προβάλλει επικουρικώς ο προσφεύγων, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο καθορισμός των απαιτήσεων που διατυπώνονται σε προκήρυξη διαγωνισμού, όσον αφορά τόσο τη διάρκεια όσο και τη φύση της επαγγελματικής πείρας, εμπίπτει στην επιλογή της ΑΔΑ και, στο πλαίσιο που διαμορφώνει η εν λόγω προκήρυξη, στην ευρεία διακριτική ευχέρεια της εξεταστικής επιτροπής. Το εθνικό δίκαιο δεν ασκεί συναφώς επιρροή παρά μόνο στο μέτρο που η προκήρυξη του διαγωνισμού παραπέμπει ρητά σ’ αυτό, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

52      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και σε σχέση με την ιταλική νομοθεσία, οι διδακτορικές σπουδές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πραγματική επαγγελματική πείρα, καθόσον οι σπουδές αυτές έχουν ως δεδηλωμένο σκοπό τη διεύρυνση των βασικών γνώσεων των φοιτητών με δραστηριότητες μελέτης και έρευνας. Πράγματι, από το έγγραφο της SNS της 16ης Ιουνίου 2006 συνάγεται ότι, «[d]uring this whole period [the applicant] has carried out experimental research work […] [d]uring his first and second year at [SNS], [the applicant] also attended about 150 hours of formal courses and successfully passed the subsequent examinations [ ; t]his together with his technical and scientific achievements allow him to be entitled to apply for the “Diploma di Perfezionamento” of [SNS]» («Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, [ο προσφεύγων] ολοκλήρωσε εργασία πειραματικής έρευνας […]. Κατά τα δύο πρώτα έτη στην [SNS], [ο προσφεύγων] παρακολούθησε επίσης περίπου 150 ώρες μαθημάτων και συμμετείχε επιτυχώς στις μετέπειτα εξετάσεις· [ τ]α ανωτέρω μαζί με την τεχνική και επιστημονική πρόοδο που πραγματοποίησε, του παρέχουν το δικαίωμα λήψεως του “Diploma di Perfezionamento” της [SNS]»).

53      Ακόμη και αν ήταν δυνατό να αντληθούν επιχειρήματα μόνον από το εθνικό δίκαιο, αυτό δεν θα μπορούσε να ενισχύσει τη θέση του προσφεύγοντος, καθόσον η ιταλική νομοθεσία δεν αναγνωρίζει στον υποψήφιο διδάκτορα την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου εργαζομένου. Το γεγονός ότι ο υποψήφιος διδάκτωρ μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως δεν αποδεικνύει ότι ο ενδιαφερόμενος πράγματι απέκτησε, λόγω αυτής της πανεπιστημιακής δραστηριότητας, επαγγελματική πείρα, εφόσον τα καθήκοντά του παρέμειναν κατ’ ουσίαν καθήκοντα μελέτης και έρευνας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να αποκτήσει ακαδημαϊκό τίτλο κατά τη λήξη της τριετούς περιόδου εκπονήσεως της διδακτορικής διατριβής.

54      Τέλος, όσον αφορά τη σύμβαση έρευνας, και αυτή καλύπτει, κατά την Επιτροπή, μόνον ερευνητικές δραστηριότητες, όχι όμως και εργασιακή σχέση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

55      Από παγία νομολογία προκύπτει ότι οι εξεταστικές επιτροπές των διαγωνισμών διαθέτουν, κατ’ αρχήν, διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση της προηγούμενης επαγγελματικής πείρας των υποψηφίων ως προϋποθέσεως συμμετοχής σε διαγωνισμούς, όσον αφορά τόσο τη φύση και τη διάρκεια αυτής όσο και τη μάλλον ή ήττον στενή σχέση που μπορεί να έχει με τις απαιτήσεις της προς πλήρωση θέσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 2000, Τ-214/99, Carrasco Benítez κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑257 και σ. II‑1169, σκέψη 70· της 25ης Μαρτίου 2004, Τ-145/02, Petrich κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. Ι‑Α‑101 και σ. ΙΙ‑447, σκέψη 34, και Ricci κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 45). Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που ασκεί, ο κοινοτικός δικαστής πρέπει να περιορίζεται στο να εξακριβώνει εάν η άσκηση της εξουσίας αυτής έπασχε από πρόδηλη πλάνη (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 1987, 417/85, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 551, σκέψεις 14 και 15· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1990, Τ-115/89, González Holguera κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑831, αποσπασματική δημοσίευση, σκέψη 54· Wolf κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 68· της 11ης Φεβρουαρίου 1999, Τ-244/97, Mertens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. Ι‑A‑23 και II‑91, σκέψη 44· Carrasco Benítez κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 71· της 28ης Νοεμβρίου 2002, Τ-332/01, Pujals Omis κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑233 και σ. II‑1155, σκέψη 41, και Ricci κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 45).

56      Οι ίδιες αρχές διέπουν τον έλεγχο που ασκεί η ΑΔΑ επί των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής, όσον αφορά τους όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό (απόφαση Ricci κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 46). Πράγματι, η ΑΔΑ υποχρεούται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, να μην ενεργεί σύμφωνα με απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού όταν αυτή πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας. Κατά συνέπεια, όταν η εξεταστική επιτροπή εσφαλμένως επιτρέπει σε υποψήφιο να συμμετάσχει σε διαγωνισμό και τον κατατάσσει, στη συνέχεια, στον πίνακα επιτυχόντων, η ΑΔΑ πρέπει να αρνηθεί να προβεί στον διορισμό του εν λόγω υποψηφίου με αιτιολογημένη απόφαση, που παρέχει στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη νομιμότητά της (αποφάσεις Ricci κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 35, και Luxem κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 23).

57      Κατά συνέπεια, στο Δικαστήριο απόκειται, εν προκειμένω, να εξακριβώσει, παραβάλλοντας τις απαιτήσεις της προκηρύξεως του διαγωνισμού προς τις ενδείξεις που προκύπτουν από τα δικαιολογητικά που διεβίβασε ο προσφεύγων, εάν η εξεταστική επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη όσον αφορά την αξιολόγηση της επαγγελματικής πείρας του προσφεύγοντος. Ο έλεγχος αυτός σκοπεί ταυτοχρόνως στην εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αποκλίνει από τη θέση της εξεταστικής επιτροπής.

58      Από τον τίτλο A, σημείο ΙΙ 2, της προκηρύξεως του διαγωνισμού προκύπτει ότι, για να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό, οι υποψήφιοι έπρεπε να έχουν αποκτήσει, μετά τη λήψη του διπλώματος ή του πιστοποιητικού ολοκληρώσεως σπουδών δευτεροβάθμιας ανώτερης εκπαιδεύσεως, επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τεσσάρων ετών πλήρους απασχολήσεως, εκ των οποίων τα δύο έτη σε θέση ανάλογη με τη φύση των καθηκόντων, δηλαδή αυτών που ορίζονται στον τίτλο A, σημείο I, της εν λόγω προκηρύξεως.

59      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, η ΑΔΑ αναγνώρισε ως επαγγελματική πείρα του προσφεύγοντος περίοδο τριών ετών και επτά μηνών, δηλαδή δύο έτη πανεπιστημιακών σπουδών, σύμφωνα με τον τίτλο A, σημείο II 2, δεύτερο εδάφιο, της προκηρύξεως του διαγωνισμού, λαμβανομένων υπόψη των σπουδών φυσικής που πραγματοποίησε ο ενδιαφερόμενος μεταξύ Σεπτεμβρίου του 1993 και Αυγούστου του 1998, και ένα έτος και επτά μήνες, λαμβανομένων υπόψη των μισθωτών δραστηριοτήτων που άσκησε ο προσφεύγων, από τον Αύγουστο του 1998 έως τον Μάρτιο του 2000, στο UAM.

60      Η ένδικη διαφορά αφορά, ειδικότερα, τις δύο άλλες περιόδους δραστηριότητας που συμπλήρωσε ο προσφεύγων:

–        αφενός, την περίοδο δραστηριότητας στη NEST, στο πλαίσιο εκπονήσεως της διδακτορικής διατριβής του, από την 1η Φεβρουαρίου 2001 έως τις 30 Ιανουαρίου 2004, και

–        αφετέρου, το χρονικό διάστημα που συμπλήρωσε βάσει της συμβάσεως έρευνας με την SNS, από τις 2 Φεβρουαρίου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2004, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας εγγραφής στον διαγωνισμό.

61      Πριν επιλυθεί το ζήτημα αν οι επίμαχες περίοδοι εμπίπτουν στην έννοια της επαγγελματικής πείρας σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού, πρέπει να εξακριβωθεί εάν αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως περίοδοι «άσκησης, ειδίκευσης ή επαγγελματικής επιμόρφωσης» ή ως συμπληρωματικές περίοδοι «κατάρτισης, σπουδών ή έρευνας» υπό την έννοια του τίτλου A, σημείο II 2, δεύτερο εδάφιο, της προκηρύξεως του διαγωνισμού, οι οποίες μπορούν να εξομοιωθούν προς επαγγελματική πείρα μόνο για μέγιστη περίοδο δύο ετών. Πάντως, εν προκειμένω, η ΑΔΑ ήδη έλαβε υπόψη, υπό το πρίσμα αυτό και μέχρι του ορίου των δύο ετών, τα έτη σπουδών φυσικής τις οποίες πραγματοποίησε ο προσφεύγων μεταξύ Σεπτεμβρίου 1993 και Αυγούστου 1998.

62      Συναφώς, οι επίμαχες περίοδοι δεν εμπίπτουν στον τίτλο A, σημείο II 2, δεύτερο εδάφιο, της προκηρύξεως του διαγωνισμού, εφόσον, όπως ορθώς παρατηρεί ο προσφεύγων, δεν μπόρεσαν, αφ’ εαυτών, να προετοιμάσουν για την άσκηση των καθηκόντων που ορίζονται στο σημείο I του ιδίου τίτλου. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο διαγωνισμός ESPO/B/23/04 αποσκοπούσε στην πρόσληψη τεχνικών υπαλλήλων βαθμών B 5/B 4 (που κατέστησαν, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, B*3, στη συνέχεια AST 3). Υπό τις συνθήκες αυτές, αποκλείεται να υποστηριχθεί ότι διδακτορικές σπουδές ή μεταπτυχιακές έρευνες «προετοιμάζουν» για την άσκηση καθηκόντων που εμπίπτουν στην ομάδα καθηκόντων AST 3, τα οποία καλύπτουν, κατά το παράρτημα I του ΚΥΚ, τα καθήκοντα, για παράδειγμα, του «κατώτερου τεχνίτη».

63      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν οι δραστηριότητες που άσκησε ο προσφεύγων κατά τις επίδικες περιόδους μπορούν, χωρίς πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, να ενταχθούν στην έννοια της επαγγελματικής πείρας κατά κυριολεξία, σύμφωνα με τον τίτλο A, σημείο II 2, πρώτο εδάφιο, της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Κατά την Επιτροπή, πρόκειται όχι για περιόδους μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, αλλά προδήλως για περιόδους σπουδών· κατά τον προσφεύγοντα, οι επίμαχες περίοδοι συνιστούν προδήλως περιόδους μη μισθωτής δραστηριότητας.

64      Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας πρέπει να ερμηνεύεται αποκλειστικά υπό το πρίσμα των σκοπών του επίμαχου διαγωνισμού, όπως αυτοί απορρέουν από τη γενική περιγραφή των καθηκόντων που πρέπει να εκπληρωθούν (απόφαση Ricci κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 52). Ερμηνεία της προκηρύξεως του διαγωνισμού υπό το πρίσμα των ιδιομορφιών των εθνικών νομοθεσιών θα συνεπαγόταν οπωσδήποτε διαφορές μεταχειρίσεως μεταξύ υποψηφίων διαφορετικών εθνικοτήτων, λαμβανομένων ακριβώς υπόψη των εθνικών ανομοιοτήτων ως προς τα συστήματα μεταπτυχιακών σπουδών (βλ., κατ’ αναλογία, τις αποφάσεις Sparr κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 18, και Wolf κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 74).

65      Προκειμένου, πρώτον, για την περίοδο των 36 μηνών που συμπληρώθηκε στο πλαίσιο της εκπονήσεως της διδακτορικής διατριβής, είναι σαφές ότι, ακόμη και αν ο προσφεύγων παρακολούθησε, κατά τη περίοδο αυτή, 150 ώρες μαθημάτων, όπως προκύπτει από τον φάκελο, άσκησε ερευνητικές δραστηριότητες υψηλού επιπέδου για λογαριασμό της NEST, ως πτυχιούχος φυσικής και πτυχιούχος επιστημών των υλικών, στους τομείς των ημιαγωγών και της νανοεπιστήμης, δραστηριότητες που έχουν άμεση σχέση με τη φύση των καθηκόντων που ορίζονται στον τίτλο A, σημείο I, της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

66      Οι δραστηριότητες αυτές, παρεμφερείς, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προς αυτές που θα μπορούσαν να ασκηθούν στο CCR, πρέπει να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στην έννοια της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού:

–        εάν, αφενός, είναι πραγματικές, αποκλειομένων των ερευνητικών δραστηριοτήτων που ασκήθηκαν στο πλαίσιο των σπουδών, οι οποίες είναι τόσο περιορισμένες ώστε εμφανίζονται ως καθαρώς περιθωριακές και επικουρικές και, εάν

–        αφετέρου, αμείβονται, εξυπακουομένου ότι το επίπεδο της αμοιβής, έστω και αν είναι κατώτερο από την ελάχιστη εγγυημένη αμοιβή στον οικείο τομέα, δεν μπορεί να έχει οποιεσδήποτε συνέπειες στον χαρακτηρισμό της επαγγελματικής πείρας (βλ., κατ’ αναλογία, σε σχέση με τον χαρακτηρισμό ως πραγματικών οικονομικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, απόφαση Trojani, προπαρατεθείσα, σκέψη 16).

67      Ούτε η sui generis νομική φύση της εργασιακής σχέσεως, μισθωτής ή μη μισθωτής, από πλευράς εθνικού δικαίου ούτε η προέλευση ή η ονομασία των πόρων για την αμοιβή ασκούν επιρροή στον χαρακτηρισμό δραστηριότητας ως απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας υπό την έννοια της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

68      Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων πράγματι άσκησε, στο πλαίσιο κοινής επιχειρήσεως ερευνών, ερευνητικές δραστηριότητες υψηλού επιπέδου επί 36 μήνες, ως αντιπαροχή για τις οποίες έλαβε αμοιβή, έστω περιορισμένη αλλά πραγματική, της τάξεως των 690 ευρώ μηνιαίως, ενώ ταυτόχρονα η SNS είχε αναλάβει άμεσα τα έξοδα διαβιώσεώς του.

69      Έστω και αν ληφθεί υπόψη ο χρόνος που αφιερώθηκε στις 150 ώρες μαθημάτων που παρακολούθησε ο προσφεύγων, η εν λόγω περίοδος δραστηριότητας εγκύρως ελήφθη υπόψη από την εξεταστική επιτροπή χωρίς πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως προκειμένου να υπολογισθεί η επαγγελματική πείρα, ως περίοδος τουλάχιστον πέντε μηνών πλήρους απασχολήσεως, δηλαδή η χρονική περίοδος που έλλειπε από τον προσφεύγοντα για να συμπληρώσει τα τέσσερα έτη επαγγελματικής πείρας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 31ης Ιανουαρίου 2006, Τ-293/03, Giulietti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-2-5, σ. II‑A‑2‑19, σκέψη 72).

70      Το γεγονός ότι οι επίμαχες ερευνητικές δραστηριότητες βελτίωσαν, λόγω της φύσεώς τους, την κατάρτιση του προσφεύγοντος και του παρέσχον τη δυνατότητα να αποκτήσει μεταγενέστερα τον τίτλο του διδάκτορος, δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να εμποδίσει τον χαρακτηρισμό τους ως επαγγελματικής πείρας υπό την έννοια της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

71      Δεύτερον, το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τους τρεις μήνες, από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο του 2004, κατά τη διάρκεια των οποίων ο προσφεύγων συνδεόταν με την SNS με σύμβαση έρευνας και ελάμβανε αμοιβή περίπου 1 290 ευρώ μηνιαίως.

72      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων και εν όψει των συνθηκών της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι κακώς η ΑΔΑ έκρινε ότι η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, σε σχέση τόσο με τους όρους της προκηρύξεως του διαγωνισμού όσο και με τη φύση των επίμαχων δραστηριοτήτων, καθόσον έλαβε υπόψη, προκειμένου να υπολογίσει την επαγγελματική πείρα του προσφεύγοντος, τις περιόδους δραστηριότητας που συμπλήρωσε ο προσφεύγων στο πλαίσιο της εκπονήσεως της διδακτορικής διατριβής του και της συμβάσεως έρευνας, μεταξύ Φεβρουαρίου του 2001 και Απριλίου του 2004. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, ενώ παρέλκει η εξέταση των δύο άλλων λόγων που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

73      Δυνάμει του άρθρου 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες, εφαρμόζονται μόνον επί των εισαγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ υποθέσεων από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή από την 1η Νοεμβρίου 2007. Οι συναφείς επί του θέματος διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων.

74      Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εάν υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με το αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του γενικού διευθυντή του Κοινού Κέντρου Ερευνών (CCR) της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 7ης Απριλίου 2006, να μη λάβει υπόψη την υποψηφιότητά του César Pascual García για τη θέση που αφορούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2005/2969 και να προσθέσει μία παρατήρηση στον εφεδρικό πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις του γενικού διαγωνισμού EPSO/B/23/04, με την οποία ενημέρωσε τις υπηρεσίες της Επιτροπής ότι ο προσφεύγων δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις συμμετοχής στον εν λόγω γενικό διαγωνισμό.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

Van Raepenbusch

Boruta

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Μαΐου 2008.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       S. Van Raepenbusch

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.