Language of document : ECLI:EU:T:2015:876

Υπόθεση T‑278/10 RENV

riha WeserGold Getränke GmbH & Co. KG (πρώην Wesergold Getränkeindustrie GmbH & Co. KG)

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος WESTERN GOLD ως κοινοτικού σήματος — Προγενέστερα εθνικά λεκτικά σήματα και προγενέστερο κοινοτικό και διεθνές λεκτικό σήμα WeserGold, Wesergold και WESERGOLD — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Απόφαση επί της προσφυγής — Άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαίωμα ακροάσεως — Άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 24ης Νοεμβρίου 2015

1.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή πανομοιότυπες ή παρόμοιες υπηρεσίες — Κίνδυνος σύγχυσης με το προγενέστερο σήμα — Αυξημένος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος — Δεν έχει σημασία σε περίπτωση έλλειψης ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημάτων

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Υποχρέωση λήψης μέτρων εκτέλεσης — Περιεχόμενο — Συνεκτίμηση τόσο του σκεπτικού όσο και του διατακτικού της απόφασης

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ)

3.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης — Αναίρεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που ενέχει νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 — Αμφισβήτηση της ορθότητας των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τα πραγματικά περιστατικά, μολονότι οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι εσφαλμένες — Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

4.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή κατά απόφασης τμήματος του ΓΕΕΑ που έχει αποφανθεί σε πρώτο βαθμό, η οποία υποβάλλεται στην κρίση του τμήματος προσφυγών — Λειτουργική συνέχεια μεταξύ των δύο αυτών οργάνων — Εξέταση της προσφυγής από το τμήμα προσφυγών — Έκταση

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 64 § 1)

5.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών του ΓΕΕΑ — Εξέταση από το τμήμα προσφυγών — Έκταση — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 64 § 1 και 76 § 1)

6.      Κοινοτικό σήμα — Δικονομικές διατάξεις — Αιτιολόγηση των αποφάσεων — Άρθρο 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 — Έκταση εφαρμογής ίδια ακριβώς με την έκταση εφαρμογής του άρθρου296 ΣΛΕΕ — Παράθεση έμμεσης αιτιολογίας από το τμήμα προσφυγών — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 75, πρώτη περίοδος)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 32, 34)

2.      Ακόμη και αν με το διατακτικό της αναιρετικής απόφασης αναιρείται η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου χωρίς να προσδιορίζεται η έκταση της αναίρεσης αυτής, εντούτοις το διατακτικό αυτό πρέπει να συσχετιστεί με το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης. Πράγματι, το θεσμικό όργανο, προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνο το διατακτικό της απόφασης, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και που συνιστά το αναγκαίο του έρεισμα, καθόσον το σκεπτικό αυτό είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια των κριθέντων με το διατακτικό. Το σκεπτικό αυτό δηλαδή αφενός προσδιορίζει τη συγκεκριμένη διάταξη που έχει κριθεί παράνομη και αφετέρου παραθέτει τους συγκεκριμένους λόγους της έλλειψης νομιμότητας που διαπιστώθηκε με το διατακτικό και που το θεσμικό όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξης.

(βλ. σκέψεις 36, 37)

3.      Όταν το Δικαστήριο διευκρίνισε, με την απόφαση που εξέδωσε επί αίτησης αναίρεσης, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, επειδή το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει τον ενισχυμένο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων ως αποτέλεσμα της χρήσης τους και ακύρωσε, με την αιτιολογία αυτή, την επίδικη απόφαση του τμήματος προσφυγών, μολονότι είχε διαπιστώσει προηγουμένως ότι τα επίμαχα σήματα δεν ήταν παρόμοια, το Δικαστήριο δεν επιδιώκει να θέσει ζήτημα ορθότητας των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο ως προς τα πραγματικά περιστατικά, όσον αφορά την ανάλυση της ομοιότητας των επίμαχων σημείων, και οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της συλλογιστικής του Δικαστηρίου.

Αφού αυτή η αιτιολογία για την ακύρωση δεν έθιγε τις εν λόγω διαπιστώσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, η εξέταση του προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης περατώθηκε συνεπώς με τη διαπίστωση ότι η εξέταση του ενισχυμένου διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων λόγω της χρήσης τους ήταν αλυσιτελής, αφού τα επίμαχα σημεία διέφεραν.

Τούτο επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι το Δικαστήριο επισήμανε ότι, αφού το Γενικό Δικαστήριο είχε διαπιστώσει προηγουμένως ότι τα επίμαχα σήματα ήταν, κατόπιν σφαιρικής εξέτασης, διαφορετικά, αποκλειόταν οποιοσδήποτε κίνδυνος σύγχυσης και η ενδεχόμενη ύπαρξη ενισχυμένου διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων ως αποτέλεσμα της χρήσης τους δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την έλλειψη ομοιότητας των εν λόγω σημάτων.

Επιπλέον, αν ετίθετο ζήτημα ορθότητας της ανάλυσης της ομοιότητας των επίμαχων διακριτικών σημείων από το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι το Δικαστήριο δεν κάνει μνεία κανενός σφάλματος του Γενικού Δικαστηρίου επί του σημείου αυτού, το αποτέλεσμα θα ήταν αφενός να αναχθεί το δεύτερο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου σε δικαιοδοτικό όργανο που θα έκρινε σε δεύτερο βαθμό την απόφαση του πρώτου τμήματος και αφετέρου να χάσει εν μέρει η αναιρετική απόφαση τη δεσμευτικότητά της, αφού η ακύρωση δεν μπορεί να βαίνει πέραν της ακυρότητας που διαπίστωσε το Δικαστήριο και να καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση της εκτίμησης των πραγματικών στοιχείων, με συνέπεια να καθίστανται ανενεργές οι αιτιολογίες στις οποίες στηρίζεται η αναιρετική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 38-40, 43)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 57-59)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 61, 62)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 68, 69)