Language of document : ECLI:EU:T:2010:520

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2010 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος TOLPOSAN – Προγενέστερο διεθνές λεκτικό σήμα TONOPAN – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Κίνδυνος συγχύσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑331/09,

Novartis AG, με έδρα τη Βασιλεία (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τον N. Hebeis, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από την B. Schmidt,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Sanochemia Pharmazeutika AG, με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 18ης Ιουνίου 2009 (υπόθεση R 1601/2007‑1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ Novartis AG και Sanochemia Pharmazeutika AG,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από την I. Wiszniewska-Białecka (εισηγήτρια), πρόεδρο, τον F. Dehousse και τον H. Kanninen, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Αυγούστου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2009,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 15ης Ιουνίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 22 Νοεμβρίου 2004, η Sanochemia Pharmazeutika AG υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [που αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο TOLPOSAN.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 5 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Φάρμακα που περιέχουν τολπερισόνη· κτηνιατρικά παρασκευάσματα που περιέχουν τολπερισόνη».

4        Η αίτηση κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Bulletin des marques communautaires αριθ. 26/2005, της 27ης Ιουνίου 2005.

5        Στις 6 Ιουλίου 2005, η προσφεύγουσα, Novartis AG, άσκησε ανακοπή βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 41 του κανονισμού 207/2009) κατά της καταχώρισης του σήματος TOLPOSAN για τα προϊόντα που αναφέρονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηρίχθηκε στη διεθνή καταχώριση υπ’ αριθ. 227508, της 13ης Ιανουαρίου 1960, του λεκτικού σήματος TONOPAN, με ισχύ, μεταξύ άλλων, στην Αυστρία και στην Ισπανία, για προϊόντα της κλάσεως 5 τα οποία ανταποκρίνονται στην ακόλουθη περιγραφή: «Φαρμακευτικά προϊόντα».

7        Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής ήταν ο λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009].

8        Κατόπιν προσφυγής της 20ής Μαρτίου 2006 της αιτούσας την καταχώριση του κοινοτικού σήματος, το ΓΕΕΑ κάλεσε την προσφεύγουσα, στις 12 Απριλίου 2006, να αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009), ότι είχε προηγηθεί ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος εντός των κρατών μελών στα οποία το σήμα αυτό προστατεύεται κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσιεύσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος.

9        Στις 5 Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα προσκόμισε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, διάφορα έγγραφα για να αποδείξει ότι είχε προηγηθεί ουσιαστική χρήση του σήματος επί του οποίου στηρίχθηκε η ανακοπή στην Αυστρία και στην Ισπανία.

10      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2006, η αιτούσα την καταχώριση, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι αποδείχθηκε η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος για αναλγητικό που χρησιμοποιείται κατά των κεφαλαλγιών, περιόρισε τα προϊόντα που αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως στα προϊόντα της κλάσης 5 που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Φάρμακα που περιέχουν τολπερισόνη με μυοχαλαρωτική δράση· κτηνιατρικά παρασκευάσματα που περιέχουν τολπερισόνη με μυοχαλαρωτική δράση».

11      Με έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2006, η προσφεύγουσα δήλωσε στο ΓΕΕΑ ότι το καλυπτόμενο από το προγενέστερο σήμα φάρμακο έπρεπε να θεωρηθεί ως γενικό αναλγητικό.

12      Με απόφαση της 14ης Αυγούστου 2007, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή. Έκρινε ότι τα συγκρουόμενα σήματα δεν ήταν όμοια και ότι δεν χρειαζόταν επομένως να εξεταστεί αν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Έκρινε επίσης ότι δεν ήταν αναγκαίο να λάβει υπόψη τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα για να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, δεδομένου ότι αυτό δεν θα μετέβαλε το συμπέρασμά του.

13      Στις 9 Οκτωβρίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

14      Με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, δεδομένου ότι τα επίμαχα προϊόντα εμπίπτουν στην κλάση 5, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από επαγγελματίες (γιατρούς, χημικούς και φαρμακοποιούς), καθώς και από το ευρύ κοινό, που επιδεικνύει μεγαλύτερο βαθμό προσοχής και ότι κρίσιμη γεωγραφική περιοχή είναι η Αυστρία και η Ισπανία. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος αποδείχθηκε για μέρος μόνον των προϊόντων για τα οποία καταχωρίστηκε και ότι, επομένως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, το προγενέστερο σήμα θεωρείται καταχωρισμένο στο πλαίσιο της εξέτασης της ανακοπής, μόνο για συγκεκριμένο φαρμακευτικό προϊόν, δηλαδή για ένα αναλγητικό για την αντιμετώπιση των κεφαλαλγιών και της ημικρανίας. Όσον αφορά τη σύγκριση των προϊόντων, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα επίμαχα προϊόντα ήσαν ελαφρώς όμοια. Όσον αφορά τη σύγκριση των σημείων, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η σφαιρική εκτίμηση των συγκρουόμενων σημείων σε οπτικό και ακουστικό επίπεδο το οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι, δεδομένου ότι το πρώτο και το τελευταίο τμήμα τους ήσαν πανομοιότυπα και ότι το μεσαίο τμήμα τους ήταν διαφορετικό, τα σημεία παρουσίαζαν μεσαίου βαθμού ομοιότητα. Σε εννοιολογικό επίπεδο, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι τα συγκρουόμενα σημεία δεν είχαν κανένα νόημα για τον μέσο καταναλωτή της Ισπανίας ή της Αυστρίας. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη την μικρή ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων και τη μέσου βαθμού ομοιότητα μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων, καθώς και το μεγαλύτερο βαθμό προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού, το τμήμα προσφυγών συμπέρανε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

16      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Η προσφεύγουσα προβάλλει ένα μοναδικό λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

18      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν γίνεται δεκτό εάν, λόγω του πανομοιότυπου ή της ομοιότητάς του με το προγενέστερο σήμα και του πανομοιότυπου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της γεωγραφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα. Εξάλλου, ως προγενέστερα σήματα νοούνται, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, iii, του κανονισμού 207/2009, τα σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης, η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος.

19      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τόσο τα περί ων πρόκειται σημεία όσο και τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδίως δε της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T-162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33, και της 16ης Δεκεμβρίου 2008, T‑357/07, Focus Magazin Verlag κατά ΓΕΕΑ – Editorial Planeta (FOCUS Radio), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 24 και 25].

20      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το προγενέστερο σήμα TONOPAN έχει καταχωριστεί ως διεθνές σήμα προστατευόμενο στην Αυστρία και στην Ισπανία, οι οποίες αποτελούν επομένως την κρίσιμη γεωγραφική περιοχή για την ανάλυση του κινδύνου συγχύσεως.

21      Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό, κατά τη νομολογία, όταν τα επίμαχα προϊόντα είναι φάρμακα, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται, αφενός, από επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου και, αφετέρου, από ασθενείς ως τελικούς καταναλωτές [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 2008, T‑95/07, Aventis Pharma κατά ΓΕΕΑ – Nycomed (PRAZOL), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από επαγγελματίες, δηλαδή ιατρούς και φαρμακοποιούς, και από τους τελικούς καταναλωτές, δηλαδή τους ασθενείς.

22      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, αντιθέτως, τις εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών σχετικά με τον βαθμό προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού, με τη σύγκριση των προϊόντων, με τη σύγκριση των σημείων καθώς και με την ύπαρξη, εν προκειμένω, κινδύνου συγχύσεως.

 Ως προς τον βαθμό προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού

23      Κατά τη νομολογία, όσον αφορά τον βαθμό προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού, για τους σκοπούς της σφαιρικής εκτίμησης του κινδύνου συγχύσεως, ο μέσος καταναλωτής των οικείων προϊόντων θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως συνετός και ενημερωμένος. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ότι το επίπεδο της προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι δυνατόν να μεταβάλλεται σε συνάρτηση με την κατηγορία των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), Συλλογή 2007, σ. II‑449, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

24      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, στον βαθμό που τα επίμαχα προϊόντα δεν ήταν προϊόντα ευρείας καταναλώσεως, αλλά προϊόντα που αφορούσαν την υγεία του καταναλωτή, ο τελικός καταναλωτής έδειχνε μεγαλύτερη προσοχή.

25      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο σήμα προϊόντα είναι φθηνά αναλγητικά που πωλούνται χωρίς συνταγή τα οποία ο καταναλωτής θεωρεί ως προϊόντα ευρείας καταναλώσεως και για τα οποία δεν επιδεικνύει κατά την αγορά τους μεγαλύτερη προσοχή από αυτήν που επιδεικνύει κατά την αγορά άλλων καταναλωτικών προϊόντων. Αμφισβητεί επίσης τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία το ευρύ κοινό συμβουλεύεται συνήθως τους φαρμακοποιούς και τους ιατρούς όταν πρόκειται να επιλέξει φάρμακα. Για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι τελικοί καταναλωτές που προβαίνουν σε αγορές χωρίς τη βοήθεια των επαγγελματιών. Συγκεκριμένα, τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο σήμα φάρμακα πωλούνται χωρίς συνταγή και στο διαδίκτυο, γεγονός που καταργεί τον έλεγχο του επαγγελματία.

26      Από τη νομολογία προκύπτει ότι, αφενός, οι επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου επιδεικνύουν μεγαλύτερη προσοχή κατά τη συνταγογράφηση φαρμάκων. Προκύπτει, αφετέρου, ότι όσον αφορά τους τελικούς καταναλωτές, στις περιπτώσεις που πωλούνται φαρμακευτικά προϊόντα χωρίς συνταγή, πρέπει να υποτεθεί ότι τα προϊόντα αυτά ενδιαφέρουν τους καταναλωτές που θεωρούνται ότι έχουν τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως συνετοί και ενημερωμένοι, εφόσον τα προϊόντα αυτά επηρεάζουν την κατάσταση της υγείας τους, και ότι οι καταναλωτές αυτοί είναι λιγότερο πιθανό να συγχέουν τις διαφορετικές μορφές των προϊόντων αυτών. Εξάλλου, ακόμη και στην περίπτωση που είναι υποχρεωτική η ιατρική συνταγή, οι καταναλωτές ενδέχεται να επιδεικνύουν μεγάλη προσοχή κατά τη συνταγογράφηση των επίμαχων προϊόντων, διότι πρόκειται για φαρμακευτικά προϊόντα [αποφάσεις του Πρωτοδικείου PRAZOL, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψη 29, και της 8ης Ιουλίου 2009, T‑240/08, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ–Laboratorios Alcala Farma (oli), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 50]. Έτσι, όσον αφορά τα φάρμακα, είτε δίδονται με ιατρική συνταγή είτε χωρίς, θεωρείται ότι οι καταναλωτές που έχουν τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικοί και ενημερωμένοι επιδεικνύουν αυξημένη προσοχή [απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 2009, T‑412/08, Trubion Pharmaceuticals κατά ΓΕΕΑ – Merck (TRUBION), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 28].

27      Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, εν προκειμένω, το ενδιαφερόμενο κοινό ενδέχεται εν πάση περιπτώσει να επιδείξει μεγαλύτερη του μέσου όρου προσοχή.

28      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι ο τελικός καταναλωτής μπορεί, ενδεχομένως, να προμηθευθεί από το διαδίκτυο φάρμακο που πωλείται χωρίς συνταγή, χωρίς να συμβουλευθεί φαρμακοποιό ή ιατρό, δεν μπορεί να μειώσει το επίπεδο της προσοχής του κατά την αγορά ενός τέτοιου προϊόντος.

29      Επομένως, ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από τους επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου και από τους τελικούς καταναλωτές της Αυστρίας και της Ισπανίας οι οποίοι επιδεικνύουν μεγαλύτερη προσοχή.

 Ως προς τη σύγκριση των προϊόντων

30      Κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Άλλοι παράγοντες μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη όπως τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑443/05, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), Συλλογή 2 007, σ. II‑2579, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

31      Εν προκειμένω, πρέπει, πρώτον, να επισημανθεί ότι το προγενέστερο σήμα καταχωρίσθηκε για «φαρμακευτικά προϊόντα» της κλάσεως 5. Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η προσφεύγουσα απέδειξε την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος μόνο για μια υποκατηγορία των προϊόντων αυτών που αντιστοιχεί σε «αναλγητικό κατάλληλο ιδίως για την αντιμετώπιση των πονοκεφάλων και της ημικρανίας» και ότι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το προγενέστερο σήμα θεωρείται καταχωρισμένο, για τους σκοπούς της εξέτασης της ανακοπής, μόνο για τα προϊόντα αυτά.

32      Έτσι, για τους σκοπούς της εκτίμησης της ομοιότητας των προϊόντων, το τμήμα προσφυγών ορθώς έλαβε υπόψη, αφενός, τα «αναλγητικά που καταπραΰνουν τον πόνο, ειδικότερα στην αντιμετώπιση των κεφαλαλγιών και της ημικρανίας», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 5 και καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα και, αφετέρου, τα «φάρμακα που περιέχουν τολπερισόνη με μυοχαλαρωτική δράση [και τα] κτηνιατρικά παρασκευάσματα που περιέχουν τολπερισόνη με μυοχαλαρωτική δράση» που εμπίπτουν στην κλάση 5 και για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση.

33      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, εάν τα επίμαχα προϊόντα ήταν όμοια στον βαθμό που ενέπιπταν στην κλάση 5, ήταν το πολύ ελαφρώς όμοια, δεδομένου ότι τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο σήμα προϊόντα ανήκαν στην υποκατηγορία των αναλγητικών, ενώ τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση ανήκαν στην υποκατηγορία των μυοχαλαρωτικών.

34      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων είναι πολύ μεγάλη. Προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση είναι μυοχαλαρωτικά τα οποία έχουν επίσης ως αποτέλεσμα τη μείωση του πόνου και παρουσιάζουν επομένως μεγάλη ομοιότητα με τα αναλγητικά που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι πρόκειται για φάρμακα που αλληλεπικαλύπτονται, δεδομένου ότι τα μυοχαλαρωτικά, όπως και τα αναλγητικά, έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του πόνου που προκαλείται από συσπάσεις των μυών. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται ως φάρμακα που έχουν συμπληρωματική δράση, παράγονται από φαρμακευτικές εταιρείες και διανέμονται μέσω του ίδιου κυκλώματος πώλησης και απευθύνονται στον ίδιο τελικό καταναλωτή. Έτσι, όλοι οι σχετικοί παράγοντες συμπίπτουν, με εξαίρεση τον προορισμό των προϊόντων, δηλαδή, τη θεραπευτική τους ένδειξη. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το γεγονός ότι τα επίμαχα προϊόντα αλληλεπικαλύπτονται, δεδομένου ότι τα αναλγητικά μπορούν να δοθούν σε περίπτωση επώδυνων μυϊκών συσπάσεων, είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα προϊόντα παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα.

35      Διαπιστώνεται ότι τα προϊόντα όπως τα φάρμακα είναι της ιδίας φύσεως (φαρμακευτικά προϊόντα), έχουν τον ίδιο σκοπό ή προορισμό (αντιμετώπιση προβλημάτων της υγείας του ανθρώπου), απευθύνονται στους ίδιους καταναλωτές (επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου και ασθενείς) και διανέμονται μέσω του ίδιου κυκλώματος πώλησης (κατά κανόνα μέσω των φαρμακείων). Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι τα επίμαχα προϊόντα ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία προϊόντων, τα φάρμακα. Ωστόσο, πρόκειται για μια πολύ ευρεία κατηγορία που περιλαμβάνει προϊόντα που μπορεί να είναι διαφορετικά. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι τα φάρμακα ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία προϊόντων επιτρέπει να διαπιστωθεί μικρή μόνον ομοιότητα μεταξύ όλων των φαρμάκων.

36      Δεδομένου ότι οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στη σκέψη 35 ανωτέρω δεν καθιστούν δυνατή τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων υποκατηγοριών φαρμάκων, για την ορθή εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των φαρμάκων, πρέπει να ληφθούν υπόψη άλλοι παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί είναι ειδικότερα ο ανταγωνιστικός και ο συμπληρωματικός χαρακτήρας των φαρμάκων καθώς και ο ειδικός σκοπός και προορισμός τους (αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων υγείας). Κατά την εκτίμηση των παραγόντων αυτών, η θεραπευτική ένδειξη ενός φαρμάκου είναι αποφασιστικής σημασίας.

37      Η ιδιαιτερότητα αυτή των φαρμάκων έχει ληφθεί υπόψη στη νομολογία κατά την οποία, στον βαθμό που ο καταναλωτής αναζητεί καταρχήν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία δυνάμενη να ανταποκριθεί στις ειδικές ανάγκες του, ο σκοπός ή ο προορισμός του εν λόγω προϊόντος ή της εν λόγω υπηρεσίας έχει ουσιώδη χαρακτήρα για την επιλογή του. Συνεπώς, το κριτήριο του σκοπού ή του προορισμού, στο μέτρο που λαμβάνεται υπόψη από τους καταναλωτές πριν από κάθε χρήση, είναι πρωταρχικό για τον καθορισμό υποκατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών. Ο σκοπός και ο προορισμός ενός θεραπευτικού προϊόντος αποδίδονται με τη θεραπευτική ένδειξή του (απόφαση RESPICUR, σκέψη 23 ανωτέρω, σκέψεις 29 και 30).

38      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα επίμαχα προϊόντα διακρίνονται από την κύρια θεραπευτική ένδειξή τους. Συγκεκριμένα, τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα είναι αναλγητικά που στοχεύουν στη μείωση του πόνου, ειδικότερα των πονοκεφάλων, ενώ τα προϊόντα για τα οποία ζητείται η καταχώριση προορίζονται για τη θεραπεία των μυαλγιών μέσω της χαλάρωσης των μυών. Το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι τα επίμαχα προϊόντα εμπίπτουν σε διάφορες υποκατηγορίες των φαρμάκων. Έτσι, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα επίμαχα προϊόντα δεν είναι ανταγωνιστικά (μπορούν να αντικαταστήσουν το ένα το άλλο).

39      Βεβαίως, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, τα μυοχαλαρωτικά που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση μπορούν επίσης να έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του πόνου. Ωστόσο, τούτο δεν αίρει τη διαπίστωση ότι σκοπός των εν λόγω φαρμάκων, όπως περιγράφεται στη θεραπευτική ένδειξή τους, είναι η χαλάρωση των μυών ο οποίος είναι επομένως διαφορετικός από τον σκοπό των αναλγητικών που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα.

40      Ομοίως, μικρή σημασία έχει, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των φαρμάκων, ότι ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει πολλά διαφορετικά συμπτώματα και μπορεί να λάβει περισσότερα φάρμακα ταυτόχρονα. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ιδιαιτέρως στην προκειμένη περίπτωση, διότι τα παυσίπονα μπορούν να ληφθούν μαζί με άλλα φάρμακα.

41      Συνεπώς, το γεγονός ότι τα επίμαχα προϊόντα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα από τον καταναλωτή δεν αρκεί για να θεωρηθούν ως συμπληρωματικά κατά την έννοια της νομολογίας. Συγκεκριμένα, ως συμπληρωματικά νοούνται εκείνα τα προϊόντα ή υπηρεσίες μεταξύ των οποίων υφίσταται στενή σχέση, υπό την έννοια ότι το ένα είναι αναγκαίο ή σημαντικό για τη χρήση του άλλου, με συνέπεια οι καταναλωτές να μπορούν ευλόγως να θεωρήσουν ότι η ίδια επιχείρηση φέρει την ευθύνη κατασκευής αυτών των δύο προϊόντων ή παροχής αυτών των δύο υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιανουαρίου 2009, T‑316/07, Commercy κατά ΓΕΕΑ – easyGroup IP Licensing (easyHotel), Συλλογή 2009, σ. II‑43, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

42      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις ομοιότητες μεταξύ των επίμαχων προϊόντων που διαπιστώθηκαν στη σκέψη 35 ανωτέρω και τη διαφορά ως προς τις θεραπευτικές ενδείξεις τους, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη συμπεραίνοντας ότι τα επίμαχα προϊόντα είναι το πολύ ελαφρώς όμοια.

 Ως προς τη σύγκριση των σημείων

43      Κατά τη νομολογία, δύο σήματα είναι όμοια όταν, από τη σκοπιά του ενδιαφερόμενου κοινού, είναι μεταξύ τους, τουλάχιστον εν μέρει, ισοδύναμα όσον αφορά μία ή περισσότερες από τις κρίσιμες πτυχές τους, δηλαδή την οπτική, ακουστική ή εννοιολογική πτυχή τους [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑6/01, Matrazen Concord κατά ΓΕΕΑ – Hukla Germany (MATRATZEN), Συλλογή 2002, σ. II‑4335, σκέψη 30, και της 10ης Δεκεμβρίου 2008, T‑290/07, MIP Metro κατά ΓΕΕΑ – Metronia (METRONIA), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 41].

44      Εξάλλου, η σφαιρική αξιολόγηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, ακουστική ή εννοιολογική ομοιότητα των συγκρουόμενων σημείων, να στηριχθεί στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα σήματα αυτά, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των διακριτικών και προεχόντων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών αντιλαμβάνεται τα οικεία σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Πάντως, ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως σύνολο και δεν επιδίδεται στην εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του [απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 35, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαρτίου 2009, T‑168/07, Professional Tennis Registry κατά ΓΕΕΑ – Registro Profesional de Tenis (PTR PROFESSIONAL TENNIS REGISTRY), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 28].

45      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα δύο επίμαχα λεκτικά σημεία, το TOLPOSAN και το TONOPAN, είχαν μεσαίου βαθμού ομοιότητα σε οπτικό και ακουστικό επίπεδο, δεδομένου ότι το πρώτο και το τελευταίο τμήμα τους ήσαν πανομοιότυπα και το μεσαίο τμήμα τους διαφορετικό, και ότι, σε εννοιολογικό επίπεδο, δεν μπορούσε να γίνει καμία σύγκριση μεταξύ των επίμαχων σημείων.

46      Πρέπει, πρώτον, να επισημανθεί ότι, σε εννοιολογικό επίπεδο, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία τα συγκρουόμενα σήματα δεν έχουν κάποιο νόημα για τον μέσο καταναλωτή της Αυστρίας και της Ισπανίας.

47      Η προσφεύγουσα εστιάζει την επιχειρηματολογία της στη σύγκριση των συγκρουόμενων σημείων σε οπτικό και ακουστικό επίπεδο στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών.

48      Υποστηρίζει ότι τα συγκρουόμενα σήματα παρουσιάζουν πολύ μεγάλη ομοιότητα σε οπτικό και ακουστικό επίπεδο, δεδομένου ότι τα κοινά σημεία μεταξύ των εν λόγω σημάτων υπερισχύουν σαφώς των μεταξύ τους διαφορών. Σε οπτικό επίπεδο, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα συγκρουόμενα σήματα έχουν έξι όμοια γράμματα, τα πέντε εκ των οποίων είναι με την ίδια σειρά («t», «o», «o», «a» και «n») και ότι το γράμμα «p» βρίσκεται μετά το φωνήεν «o» στο προγενέστερο σήμα και πριν το φωνήεν «o» στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Σε ακουστικό επίπεδο, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη τις ομοιότητες που υπάρχουν στο μεσαίο τμήμα των εν λόγω σημάτων, δηλαδή τους ήχους «op» και «po», την πανομοιότυπη διαδοχή των φωνηέντων («o», «o» και «a») και το πανομοιότυπο των γραμμάτων «p» και «o». Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών διαίρεσε τα συγκρουόμενα σήματα σε όμοια και διαφορετικά στοιχεία και δεν έλαβε υπόψη τη συνολική εντύπωση που προκαλούν.

49      Πρώτον, όσον αφορά την οπτική ομοιότητα, πρέπει να τονιστεί ότι το σήμα TOLPOSAN και το σήμα TONOPAN αποτελούνται από μία μόνο τρισύλλαβη λέξη και έχουν σχεδόν τον ίδιο αριθμό γραμμάτων, οκτώ και επτά αντιστοίχως, τα φωνήεντα των οποίων είναι στην ίδια σειρά («o», «o» και «a»). Τα συγκρουόμενα σήματα αρχίζουν με δύο ίδια γράμματα «t» και «o» και τελειώνουν με δύο ίδια γράμματα «a» και «n». Ωστόσο, επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι τα εν λόγω σήματα έχουν διαφορές σε οπτικό επίπεδο που απορρέουν, αφενός, από την ύπαρξη των γραμμάτων «l» και «s» στο μεσαίο τμήμα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και, αφετέρου, από το γεγονός ότι τα γράμματα «p» και «o» βρίσκονται σε αντίθετη σειρά στα μεσαία τμήματα των συγκρουόμενων σημάτων.

50      Επομένως, δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι το αρχικό τμήμα, «to», και το τελικό τμήμα, «an», των συγκρουομένων σημάτων ήταν πανομοιότυπο και ότι τα μεσαία τμήματά τους, «lpos» και «nop», ήταν διαφορετικά.

51      Στη συνέχεια, όσον αφορά την ακουστική ομοιότητα, πρέπει να τονιστεί ότι τα συγκρουόμενα σήματα αρχίζουν με τον ίδιο ήχο «to» και τελειώνουν με τον ίδιο ήχο «an». Τα μεσαία τμήματά τους «lpos» και «nop» περιλαμβάνουν το φωνήεν «o», αλλά προφέρονται διαφορετικά. Συναφώς, αφενός, η αντιστροφή των γραμμάτων «o» και «p» στο μεσαίο τμήμα των συγκρουομένων σημάτων έχει ως αποτέλεσμα να διαφοροποιείται η προφορά τους. Αφετέρου, η ύπαρξη του γράμματος «l», πριν από το γράμμα «p», και του γράμματος «s» στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση ενισχύει τη διαφορετική αυτή προφορά.

52      Επομένως, δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι, σε ακουστικό επίπεδο, τα συγκρουόμενα σήματα προφέρονταν διαφορετικά λόγω της ύπαρξης μιας ακολουθίας μη πανομοιότυπων γραμμάτων και λόγω της ύπαρξης διαφορετικών γραμμάτων στα μεσαία τμήματά τους.

53      Κατά συνέπεια ορθώς εκτίμησε το τμήμα προσφυγών ότι, σε οπτικό και ακουστικό επίπεδο, τα συγκρουόμενα σήματα παρουσίαζαν μεσαίου βαθμού ομοιότητα.

54      Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα συγκρουόμενα σήματα, αρκεί η παρατήρηση ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι η σφαιρική εκτίμηση των συγκρουομένων σημάτων το οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω σήματα είχαν μέσο βαθμό ομοιότητας. Επιπλέον, τόνισε ότι λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το αρχικό πανομοιότυπο τμήμα τους, δηλαδή το «to», αιχμαλωτίζει περισσότερο την προσοχή του ενδιαφερόμενου κοινού δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα αυτό. Το τμήμα προσφυγών πρόσθεσε ότι μια τέτοια προσέγγιση, που συνίσταται στην εστίαση μόνο στο αρχικό τμήμα του σημείου, ισοδυναμεί με το να μη λαμβάνεται υπόψη η εκτίμηση της συνολικής εντύπωσης που προκαλούν τα συγκρουόμενα σήματα.

55      Το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών κατέληξε στην ύπαρξη μεσαίου βαθμού σφαιρικής ομοιότητας μεταξύ των συγκρουόμενων σημάτων αποδεικνύει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών προέβη σε συνολική εκτίμηση των εν λόγω σημάτων, λαμβάνοντας υπόψη συγχρόνως και τα πανομοιότυπα και τα διαφορετικά στοιχεία τους. Όπως υπογραμμίζει το ΓΕΕΑ, η εκτίμηση της συνολικής εντύπωσης που προκαλούν τα συγκρουόμενα σήματα δεν εμποδίζει τη σύγκριση των διαφορετικών στοιχείων και συλλαβών τους όπως παρουσιάζονται στον καταναλωτή.

56      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, δεδομένου του μεσαίου βαθμού ομοιότητας σε οπτικό και ακουστικό επίπεδο μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων και της απουσίας νοήματος σε εννοιολογικό επίπεδο, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι, σφαιρικώς, τα συγκρουόμενα σημεία έχουν μεσαίου βαθμού ομοιότητα.

 Ως προς τον κίνδυνο συγχύσεως

57      Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, δεδομένης της μικρής ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων και της μεσαίου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των σημείων, η σφαιρική εξέταση αποκλείει οποιονδήποτε κίνδυνο συγχύσεως στις γερμανόφωνες και ισπανόφωνες περιοχές. Διευκρίνισε ότι το συμπέρασμα αυτό στηριζόταν στο ότι ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο κοινό επεδείκνυε περισσότερη προσοχή όσον αφορά τα επίδικα προϊόντα, τα οποία αφορούσαν την υγεία του, και έδειχνε μεγαλύτερη εγρήγορση, κατά την επιλογή τους.

58      Όσον αφορά τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, αφενός, τα επίμαχα προϊόντα έχουν μικρή μόνον ομοιότητα και τα συγκρουόμενα σήματα έχουν μεσαίου βαθμού ομοιότητα και ότι, αφετέρου, το ενδιαφερόμενο κοινό επιδεικνύει μεγαλύτερη του μέσου όρου προσοχή, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη συμπεραίνοντας ότι δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

59      Η ορθότητα του παραπάνω συμπεράσματος δεν αναιρείται, ακόμη και αν, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, από τη νομολογία προκύπτει ότι ο μέσος καταναλωτής σπανίως έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει απευθείας τα διάφορα σήματα, αλλά επαφίεται στην ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του [απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 26, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑104/01, Oberhauser κατά ΓΕΕΑ – Petit Liberto (Fifties), Συλλογή 2002, σ. II‑4359, σκέψη 28]. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, εν προκειμένω, το ενδιαφερόμενο κοινό επιδεικνύει μεγαλύτερη προσοχή κατά την αγορά των επίμαχων προϊόντων.

60      Ομοίως, το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο, δεδομένου ότι ο τελικός καταναλωτής εκφράζει προφορικά την επιθυμία αγοράς στον φαρμακοποιό και οι φαρμακοποιοί παραγγέλλουν τα φάρμακα στους χονδρεμπόρους τηλεφωνικώς, η ομοιότητα των συγκρουομένων σημάτων σε ακουστικό επίπεδο είναι αυξημένης σημασίας.

61      Βεβαίως, κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της εν λόγω σφαιρικής εκτιμήσεως, η οπτική, η ακουστική και η εννοιολογική πτυχή των συγκρουόμενων σημείων δεν έχουν πάντοτε την ίδια βαρύτητα και πρέπει να εξετάζονται οι αντικειμενικές συνθήκες υπό τις οποίες τα σήματα μπορούν να εμφανίζονται στην αγορά [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 3ης Ιουλίου 2003, Alejandro κατά ΓΕΕΑ – T‑129/01, Anheuser-Busch (BUDMEN), Συλλογή 2003, σ. II‑2251, σκέψη 57, και της 6ης Οκτωβρίου 2004, T‑117/03 έως T‑119/03 και T‑171/03, New Look κατά ΓΕΕΑ – Naulover (NLSPORT, NLJEANS, NLACTIVE και NLCollection), Συλλογή 2004, σ. II‑3471, σκέψη 49]. Η σπουδαιότητα των στοιχείων ομοιότητας ή διαφοράς των σημάτων μπορεί να εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τα εγγενή χαρακτηριστικά τους ή από τις συνθήκες εμπορίας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζονται από τα επίμαχα σήματα. Αν τα προϊόντα, τα οποία προσδιορίζονται με τα επίμαχα σήματα, πωλούνται συνήθως σε καταστήματα αυτοεξυπηρέτησης, όπου ο καταναλωτής επιλέγει μόνος του το προϊόν και, επομένως, πρέπει να βασιστεί κυρίως στην εικόνα του σήματος το οποίο έχει τεθεί επί του οικείου προϊόντος, η οπτική ομοιότητα των σημάτων έχει, κατά κανόνα, μεγαλύτερη σημασία. Αν, αντιθέτως, το προσδιοριζόμενο προϊόν πωλείται ως επί το πλείστον διά του προφορικού λόγου, η ακουστική ομοιότητα των σημείων έχει, κατά κανόνα, μεγαλύτερη βαρύτητα (απόφαση NLSPORT, NLJEANS, NLACTIVE και NLCollection, προπαρατεθείσα, σκέψη 49).

62      Εντούτοις, εν προκειμένω, η ομοιότητα μεταξύ των συγκρουόμενων σημάτων από ακουστικής πλευράς δεν είναι πολύ μεγάλη και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την ομοιότητα από οπτικής πλευράς. Επομένως, το γεγονός ότι η ομοιότητα σε ακουστικό επίπεδο είναι σημαντικότερη από την ομοιότητα σε οπτικό επίπεδο, λόγω του ότι τα επίμαχα προϊόντα πωλούνται κατά παράδοση προφορικώς, δεν επιτρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

63      Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως, αντλούμενος από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

64      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Novartis AG στα δικαστικά έξοδα.

Wiszniewska-Białecka

Dehousse

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Δεκεμβρίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.