Language of document : ECLI:EU:T:2015:982

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (*)

«ΕΓΤΠΕ — Τμήμα Εγγυήσεων — ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ — Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση — Βόειο κρέας — Αιγοπρόβειο κρέας — Καπνός — Άρθρο 69 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 — Άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005 — Άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004»

Στην υπόθεση T‑241/13,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Ι.-Κ. Χαλκιά και τις Σ. Παπαϊωάννου και Α.-Ευ. Βασιλοπούλου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την Ά. Μαρκουλλή και τον Δ. Τριανταφύλλου,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2013/123/ΕΕ της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2013, περί αποκλεισμού από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 67, σ. 20), κατά το μέρος που αποκλείει ορισμένες δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιουλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 29 Νοεμβρίου 2010, κατόπιν της υπ’ αριθ. NAC/2007/004 έρευνας που διενεργήθηκε από τις 17 έως τις 20 Απριλίου 2007, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την πρόθεσή της να αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένες δαπάνες που είχε πραγματοποιήσει το κράτος μέλος αυτό στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) όσον αφορά τα οικονομικά έτη 2007, 2008 και 2009 (έτη αιτήσεων 2006 και 2007).

2        Οι επίμαχες δαπάνες πραγματοποιήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία βάσει του άρθρου 69 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στηρίξεως στα πλαίσια της ΚΓΠ και σχετικά με τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στηρίξεως για τους γεωργούς (ΕΕ L 270, σ. 1).

3        Στις 3 Ιανουαρίου 2011, η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε να κινηθεί διαδικασία συμβιβασμού των εκατέρωθεν θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ (ΕΕ L 209, σ. 1).

4        Στις 19 Απριλίου 2011, το Όργανο Συμβιβασμού εξέδωσε την υπ’ αριθ. 11/GR/467 γνωμοδότησή του.

5        Στις 23 Ιουλίου 2012, η Επιτροπή κοινοποίησε την τελική θέση της στην Ελληνική Δημοκρατία (στο εξής: τελική θέση).

6        Στις 15 Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή συνέταξε και κοινοποίησε στα κράτη μέλη συνοπτική έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα των εκ μέρους της ελέγχων στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της ΚΓΠ (ΕΕ L 160, σ. 103), και το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 (στο εξής: συνοπτική έκθεση).

7        Με την εκτελεστική απόφαση 2013/123/ΕΕ, της 26ης Φεβρουαρίου 2013, η οποία εκδόθηκε κατόπιν διαδικασίας εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση εφαρμοσθείσας δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και, όσον αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 16 Οκτωβρίου 2006, του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005, η Επιτροπή απέκλεισε από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ορισμένες δαπάνες που είχαν πραγματοποιήσει τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 67, σ. 20, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), διότι δεν ήταν σύμφωνες με τους κανόνες της Ένωσης.

8        Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή εξαίρεσε από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, μεταξύ άλλων, δαπάνες ύψους 3 686 189,20 ευρώ στις οποίες είχαν προβεί οι ελληνικοί οργανισμοί πληρωμών στους τομείς του βοείου κρέατος, του αιγοπρόβειου κρέατος και του καπνού, όσον αφορά τα οικονομικά έτη 2007, 2008 και 2009 (έτη αιτήσεων 2006 και 2007) και οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, ή του ΕΓΤΕ (στο εξής, από κοινού: Ταμείο), διότι δεν ήταν σύμφωνες με τους κανόνες της Ένωσης.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2013, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

10      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, της 1ης Ιουλίου 2013, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε στο έκτο τμήμα. Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου μεταβλήθηκε εν συνεχεία, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση στις 27 Σεπτεμβρίου 2013.

11      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, της 3ης Φεβρουαρίου 2015, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε εκ νέου στο έκτο τμήμα και σε νέο εισηγητή δικαστή.

12      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία.

13      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, οι διάδικοι κλήθηκαν στις 27 Μαΐου 2015 να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις. Ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός των προθεσμιών που είχαν ταχθεί προς τούτο.

14      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απήντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Ιουλίου 2015.

15      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά την προσφεύγουσα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της. Ο πρώτος λόγος αντλείται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 69 του κανονισμού 1782/2003 και του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005, όσον αφορά τις αποκλειόμενες δαπάνες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στους τομείς του βοείου κρέατος και του αιγοπρόβειου κρέατος. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) 796/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 (ΕΕ L 141, σ. 18), από πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και από πλημμελή και ενέχουσα αντιφάσεις αιτιολογία, όσον αφορά τις αποκλειόμενες δαπάνες στον τομέα του καπνού.

18      Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τα υπομνήματα των διαδίκων, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί την προσβαλλόμενη απόφαση μόνον κατά το μέρος που η Επιτροπή απέκλεισε από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δαπάνες συνολικού ύψους 3 686 189,20 ευρώ στις οποίες είχαν προβεί ελληνικοί οργανισμοί πληρωμών στους τομείς του βοείου κρέατος, του αιγοπρόβειου κρέατος και του καπνού, όσον αφορά τα οικονομικά έτη 2007, 2008 και 2009 (έτη αιτήσεων 2006 και 2007).

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 69 του κανονισμού 1782/2003 και του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005, όσον αφορά τις αποκλειόμενες δαπάνες στους τομείς του βοείου κρέατος και του αιγοπρόβειου κρέατος

19      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αναλύεται, κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει παράβαση του άρθρου 69 του κανονισμού 1782/2003. Με το δεύτερο σκέλος, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως το οποίο αντλείται από παράβαση του άρθρου 69 του κανονισμού 1782/2003

20      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρείες αρμοδιότητες για να θέτουν σε εφαρμογή τα μέτρα σχετικά με τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ τα οποία προβλέπει ο κανονισμός 1782/2003. Το άρθρο 69 του εν λόγω κανονισμού εντάσσεται στη λογική αυτή, καθόσον προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να παρακρατούν ποσοστό έως και 10 % του συνολικού ποσού των ενισχύσεων που αντιστοιχεί σε κάθε τομέα προϊόντων προκειμένου να καταβάλλουν πρόσθετη ενίσχυση στον ίδιο τομέα, για συγκεκριμένα είδη γεωργίας. Σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος επιλέξει να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, είναι αποκλειστικώς αρμόδιο, λόγω της ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει, να καθορίσει τους παραγωγούς συγκεκριμένων τομέων προϊόντων οι οποίοι θα τύχουν της οικείας ενισχύσεως, καθώς και τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τους όρους για τη χορήγηση της πρόσθετης αυτής ενισχύσεως. Ως εκ τούτου, τυχόν αδυναμία του κράτους μέλους, οφειλόμενη σε τυπικές ή διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την εφαρμογή του άρθρου 69 του κανονισμού 1782/2003, όπως αυτές που διατείνεται ότι διαπίστωσε εν προκειμένω η Επιτροπή, δεν μπορεί να συνεπάγεται δημοσιονομική διόρθωση. Η Ελληνική Δημοκρατία θέτει ιδίως εν αμφιβόλω το ότι οι παραβάσεις που διαπίστωσε η Επιτροπή μπορεί να είχαν επιπτώσεις όσον αφορά την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με το άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003.

21      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία.

22      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών που υποβάλλουν τα κράτη μέλη για τις χρηματοδοτούμενες από το Ταμείο δαπάνες σκοπεί στη διακρίβωση, μεταξύ άλλων, του υποστατού και της κανονικότητας των δαπανών. Επιπλέον, στη διαδικασία εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση, η Επιτροπή υποχρεούται να προβεί σε δημοσιονομική διόρθωση σε περίπτωση κατά την οποία οι δαπάνες των οποίων ζητείται η χρηματοδότηση δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης, η δε δημοσιονομική διόρθωση αυτή σκοπεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο να επιβαρυνθεί το Ταμείο με ποσά που δεν έχουν χρησιμεύσει στη χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκομένου από την οικεία ρύθμιση της Ένωσης [βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑376/12, Συλλογή (Αποσπάσματα), EU:T:2014:623, σκέψη 163 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

23      Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι σκοπός του κανονισμού 1782/2003 είναι να καταστεί δυνατή η μετάβαση από τη στήριξη της παραγωγής στη στήριξη του παραγωγού, διά της σταδιακής μειώσεως των άμεσων ενισχύσεων και της εισαγωγής συστήματος εισοδηματικής ενισχύσεως, αποσυνδεδεμένης από την παραγωγή, δηλαδή της ενιαίας ενισχύσεως η οποία καθορίζεται βάσει προγενέστερων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια περιόδου αναφοράς, προκειμένου οι γεωργοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταστούν ανταγωνιστικότεροι. Η θέσπιση του καθεστώτος της ενιαίας ενισχύσεως εντάσσεται στη νέα ΚΓΠ, ένας εκ των κύριων σκοπών της οποίας είναι ο εξορθολογισμός και η απλοποίηση των εφαρμοστέων κανόνων της Ένωσης, εκ παραλλήλου δε η επίτευξη μεγαλύτερης αποκεντρώσεως κατά την εφαρμογή της πολιτικής, διά της παροχής μεγαλύτερης διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη και στις περιφέρειές τους (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού, C‑373/11, Συλλογή, EU:C:2013:567, σκέψεις 17 και 18).

24      Ο τίτλος III του κανονισμού 1782/2003 περιλαμβάνει τους βασικούς κανόνες του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως. Προβλέπεται, ειδικότερα, ότι οι γεωργοί που έτυχαν ενισχύσεως, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, βάσει ενός τουλάχιστον εκ των καθεστώτων ενισχύσεων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα VI του κανονισμού 1782/2003 δικαιούνται ενισχύσεως υπολογιζομένης βάσει ποσού αναφοράς το οποίο προκύπτει, για κάθε γεωργό, από τον ετήσιο μέσο όρο, για όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής, του συνόλου των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει των καθεστώτων αυτών. Το σύνολο των ποσών αναφοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει ανώτατο εθνικό όριο το οποίο καθορίζεται για κάθε κράτος μέλος στο παράρτημα VIII του ιδίου κανονισμού (βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2008, Jager, C‑420/06, Συλλογή, EU:C:2008:152, σκέψη 18).

25      Το κεφάλαιο 5 του τίτλου III του κανονισμού 1782/2003 περιλαμβάνει διατάξεις, βάσει των οποίων επιτρέπεται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν, μεταξύ άλλων, να εφαρμόζουν εν μέρει μόνον το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως. Τα κράτη μέλη δύνανται, επομένως, να διατηρούν σε ισχύ ορισμένες άμεσες ενισχύσεις που συνδέονται με την παραγωγή.

26      Το άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003 καταλέγεται μεταξύ των τελευταίων αυτών διατάξεων. Προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να παρακρατούν ποσοστό έως και 10 % της συνιστώσας των εθνικών ανωτάτων ορίων κάθε τομέα που διαλαμβάνεται στο παράρτημα VI του ιδίου κανονισμού και να καταβάλλουν, επί ετησίας βάσεως, πρόσθετη ενίσχυση στους γεωργούς του τομέα ή των τομέων τους οποίους αφορά το εν λόγω μέτρο. Η πρόσθετη ενίσχυση αυτή χορηγείται για συγκεκριμένα είδη γεωργίας που είναι σημαντικά για την προστασία ή τη βελτίωση του περιβάλλοντος ή για τη βελτίωση της ποιότητας και της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων.

27      Οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της πρόσθετης ενισχύσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003 καθορίσθηκαν από την Επιτροπή με το άρθρο 48 του κανονισμού της (ΕΚ) 795/2004, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης που προβλέπεται στον κανονισμό 1782/2003 (ΕΕ L 141, σ. 1).

28      Εν προκειμένω, όπως συνάγεται από τη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή επισήμανε πλημμέλειες, όσον αφορά τους τομείς του βοείου και του αιγοπρόβειου κρέατος, τόσο ως προς τους βασικούς ελέγχους όσο και ως προς τους επικουρικούς. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τη χορήγηση ενισχύσεως τροποποιήθηκαν μετά το πέρας του έτους αιτήσεων 2006, όσον αφορά τον τομέα του βοείου κρέατος, και καθορίσθηκαν με καθυστέρηση για τα έτη αιτήσεων 2006 και 2007, όσον αφορά τον τομέα του αιγοπρόβειου κρέατος. Οι πλημμέλειες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικών διορθώσεων, για τα οικονομικά έτη 2007, 2008 και 2009, όσον αφορά τους τομείς του βοείου και του αιγοπρόβειου κρέατος, καθώς και την επιβολή εφάπαξ δημοσιονομικής διορθώσεως, για το οικονομικό έτος 2007, όσον αφορά τον τομέα του βοείου κρέατος.

29      Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεις της Επιτροπής οι οποίες περιλαμβάνονται εκ νέου στη συνοπτική έκθεση. Υποστηρίζει κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι διέθετε διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της θέσεως σε εφαρμογή του άρθρου 69 του κανονισμού 1782/2003 και, δεύτερον, ότι οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες δεν είχαν επιπτώσεις όσον αφορά την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με το εν λόγω άρθρο 69.

30      Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι η πρόσθετη ενίσχυση την οποία προβλέπει το άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003 σκοπεί, αφενός, να παρακινήσει τους γεωργούς να τηρούν τις υποχρεώσεις σχετικά με τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων τους και την προστασία του περιβάλλοντος, ως αντιστάθμισμα για την ομαλότερη προσαρμογή τους στις νέες απαιτήσεις της ΚΓΠ, και, αφετέρου, να μετριάσει τις επιπτώσεις που θα έχει εκ των πραγμάτων για ορισμένους κλάδους προϊόντων η μετάβαση από το καθεστώς των άμεσων πληρωμών στο καθεστώς της ενιαίας ενισχύσεως (προμνημονευθείσα στη σκέψη 23 απόφαση Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού, EU:C:2013:567, σκέψη 47).

31      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003 παρέχει σε όλα τα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την καταβολή πρόσθετων ενισχύσεων στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως της ΚΓΠ. Ωστόσο, η παρασχεθείσα στα κράτη μέλη δυνατότητα είναι αυστηρά οριοθετημένη και υπόκειται σε πλείονες προϋποθέσεις ουσιαστικού και διαδικαστικού χαρακτήρα (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα στη σκέψη 23 απόφαση Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού, EU:C:2013:567, σκέψεις 23 και 29).

32      Ειδικότερα, το άρθρο 48, παράγραφος 6, του κανονισμού 795/2004, του οποίου γίνεται ιδιαίτερη μνεία στη συνοπτική έκθεση όσον αφορά τους τομείς του βοείου και του αιγοπρόβειου κρέατος (σημεία 11.2.1.2 και 11.2.1.3 της συνοπτικής εκθέσεως), προβλέπει τα εξής:

«Τα σχετικά κράτη μέλη κοινοποιούν τις λεπτομέρειες της ενίσχυσης που προτίθενται να διαθέσουν και ιδιαίτερα, τους όρους επιλεξιμότητας και τους σχετικούς τομείς μέχρι την 1η Αυγούστου του έτους που προηγείται του πρώτου έτους εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης το αργότερο.

Οποιαδήποτε μεταβολή στην ανακοίνωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πραγματοποιείται μέχρι την 1η Αυγούστου δεδομένου έτους το αργότερο και ισχύει για το επόμενο έτος. Κοινοποιείται άμεσα στην Επιτροπή συνοδευόμενο από τα αντικειμενικά κριτήρια που δικαιολογούν τέτοιες αλλαγές. Ωστόσο, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να μην τροποποιήσουν τους σχετικούς τομείς ούτε το ποσοστό της κράτησης.»

33      Η υποχρέωση αυτή παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση των όρων επιλεξιμότητας που αποφασίζουν τα κράτη μέλη. Διασφαλίζει επίσης ότι οι οικείες επιχειρήσεις λαμβάνουν γνώση, πριν από την έναρξη του έτους υποβολής αιτήσεων, των προϋποθέσεων για την πρόσβαση στην πρόσθετη ενίσχυση που προβλέπει το άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι η εν λόγω πρόσθετη ενίσχυση σκοπεί, μεταξύ άλλων, να παρακινήσει τους γεωργούς να τηρούν τις υποχρεώσεις σχετικά με τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων τους και την προστασία του περιβάλλοντος, ως αντιστάθμισμα για την ομαλότερη προσαρμογή τους στις νέες απαιτήσεις της ΚΓΠ. Αυτή η λειτουργία της πρόσθετης ενισχύσεως ως κινήτρου είναι αποτελεσματική μόνον εφόσον οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για ένα ορισμένο έτος αιτήσεων έχουν καταστεί γνωστές στους ενδιαφερόμενους γεωργούς, πριν από την έναρξη του έτους αυτού, και εφόσον δεν έχουν τροποποιηθεί εκ των υστέρων. Εν προκειμένω, όμως, ουδόλως συνάγεται ότι οι ενδιαφερόμενοι γεωργοί του τομέα του αιγοπρόβειου κρέατος έλαβαν εγκαίρως γνώση των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας για τα έτη αιτήσεων 2006 και 2007, όπως επισήμανε το Όργανο Συμβιβασμού στο σημείο 6.3 της εκθέσεώς του. Επιπλέον, όσον αφορά τον τομέα του βοείου κρέατος, οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας τροποποιήθηκαν πριν από το τέλος του έτους αιτήσεων 2006.

34      Επισημαίνεται εξάλλου ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, εκτός της παραβάσεως αυτής του άρθρου 48, παράγραφος 6, του κανονισμού 795/2004, πλημμέλειες όσον αφορά τόσο τους βασικούς όσο και τους επικουρικούς ελέγχους βάσει, ιδίως, του άρθρου 23, παράγραφος 1, του άρθρου 25 και του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 796/2004, καθώς και του σημείου 1 Γ και του σημείου 4 A του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1290/2005 (ΕΕ L 171, σ. 90), όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

35      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διενεργούν σύνολο διοικητικών και επιτόπιων ελέγχων προκειμένου να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της προσήκουσας τηρήσεως των ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση των ενισχύσεων. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται αυτή η συνολική οργάνωση ελέγχων ή εάν η εφαρμογή της από κράτος μέλος είναι πλημμελής σε σημείο που να εξακολουθούν να υφίστανται αμφιβολίες ως προς την τήρηση των προϋποθέσεων, η Επιτροπή δύναται κατά νόμον να μην αναγνωρίζει ορισμένες από τις δαπάνες του οικείου κράτους μέλους (αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1990, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-8/88, Συλλογή, EU:C:1990:241, σκέψεις 20 και 21, της 14ης Απριλίου 2005, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-468/02, EU:C:2005:221, σκέψη 36, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T-183/06, EU:T:2009:370, σκέψη 31).

36      Όσον αφορά τους κανόνες περί βάρους αποδείξεως στον τομέα της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, η Επιτροπή οφείλει να δικαιολογεί την απόφασή της με την οποία διαπιστώνεται η μη διενέργεια ελέγχων ή οι πλημμέλειες των ελέγχων που διενήργησε το οικείο κράτος μέλος. Πάντως, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει ενδελεχώς την ανεπάρκεια των διενεργηθέντων από τις εθνικές διοικήσεις ελέγχων ή τον παράτυπο χαρακτήρα των διαβιβασθέντων από αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικό στοιχείο περί της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας της έναντι των συγκεκριμένων ελέγχων ή αριθμητικών στοιχείων. Εξάλλου, το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί να αντικρούσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, χωρίς να τεκμηριώνει τις δικές του αιτιάσεις σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Εφόσον δεν επιτυγχάνει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία δυνάμενα να προκαλέσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέσπιση κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου. Η ελάφρυνση αυτή του βάρους αποδείξεως που υπέχει η Επιτροπή εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι αυτό που βρίσκεται στην πλέον κατάλληλη θέση για να συλλέξει και να ελέγξει τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ δεδομένα και, κατά συνέπεια, σ’ αυτό απόκειται να προσκομίσει τις πλέον ενδελεχείς και εμπεριστατωμένες αποδείξεις για το υποστατό των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των όσων προβάλλει η Επιτροπή (αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 2001, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑247/98, Συλλογή, EU:C:2001:4, σκέψεις 7 έως 9, της 6ης Μαρτίου 2001, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C-278/98, Συλλογή, EU:C:2001:124, σκέψεις 39 έως 41, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-300/02, Συλλογή, EU:C:2005:103, σκέψεις 33 έως 36).

37      Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι οι πλημμέλειες που διαπίστωσε η Επιτροπή σχετικά με τους βασικούς και τους επικουρικούς ελέγχους όσον αφορά τους τομείς του βοείου και του αιγοπρόβειου κρέατος αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας της Επιτροπής όσον αφορά το σύνολο των διοικητικών και των επιτόπιων ελέγχων τους οποίους έπρεπε να διενεργήσει η Ελληνική Δημοκρατία προκειμένου να διασφαλίσει την προσήκουσα τήρηση των ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση των ενισχύσεων. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τις πλημμέλειες που διαπίστωσε η Επιτροπή όσον αφορά τους τομείς του βοείου και του αιγοπρόβειου κρέατος. Ως εκ τούτου, ουδόλως τίθεται εν αμφιβόλω η απόφαση της Επιτροπής να μην αναγνωρίσει ορισμένες από τις δαπάνες που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία. Πρέπει να επισημανθεί, εξάλλου, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, κατ’ ουσίαν, η διακριτική ευχέρεια την οποία διαθέτει στο πλαίσιο του άρθρου 69 του κανονισμού 1782/2003 δεν την απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις που υπέχει, ιδίως δε από την υποχρέωση να διασφαλισθεί η τήρηση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της επίμαχης πρόσθετης ενισχύσεως, με την οποία επιβαρύνθηκε το Ταμείο.

38      Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, κατ’ ουσίαν, οι παραβάσεις τις οποίες διαπίστωσε εν προκειμένω η Επιτροπή έχουν κατ’ ανάγκην επιπτώσεις όσον αφορά την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με το άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003. Τούτο συνάγεται, ειδικότερα, από το ότι οι ενδιαφερόμενοι γεωργοί δεν είχαν εγκαίρως πληροφορηθεί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της πρόσθετης ενισχύσεως, με αποτέλεσμα το άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003 να μην μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο. Επιπλέον, οι πλημμέλειες που διαπίστωσε η Επιτροπή όσον αφορά τους βασικούς και τους επικουρικούς ελέγχους καθιστούσαν αδύνατο να διασφαλισθεί ότι οι πρόσθετες ενισχύσεις που βάρυναν το Ταμείο ανταποκρίνονταν πράγματι στους σκοπούς που επιδιώκονται με το άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003. Τέλος, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι οι πλημμέλειες που διαπίστωσε η Επιτροπή συνίστανται ιδίως στην καθυστερημένη γνωστοποίηση του ανώτατου επιπέδου μικροχλωρίδας στο αιγοπρόβειο γάλα και στην εκ των υστέρων τροποποίηση του ελάχιστου αριθμού γεννήσεων μοσχαριών ανά παραγωγό όσον αφορά το βόειο κρέας. Όπως, όμως, ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, οι πλημμέλειες αυτές αφορούσαν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας οι οποίες συνδέονται στενά με τους σκοπούς οι οποίοι επιδιώκονται με το άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2013.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω στοιχείων, ορθώς αποφάσισε εν προκειμένω η Επιτροπή ότι έπρεπε να επιβληθεί δημοσιονομική διόρθωση για τις δαπάνες στις οποίες είχαν προβεί οι ελληνικοί οργανισμοί πληρωμών, βάσει του άρθρου 69 του κανονισμού 1782/2013, όσον αφορά τους τομείς του βοείου και του αιγοπρόβειου κρέατος.

40      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβάσεως του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005

41      Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι μία εκ των προϋποθέσεων για την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως τις οποίες προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 συνίσταται στην πρόκληση ζημίας εις βάρος του Ταμείου. Εν προκειμένω, όμως, οι κατά το άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003 πρόσθετες ενισχύσεις δεν καταβλήθηκαν επιπλέον του ανώτατου εθνικού ποσού των άμεσων ενισχύσεων, αλλά καταβάλλονται κατόπιν παρακρατήσεως που υφίστανται οι παραγωγοί του ιδίου τομέα. Οι πληρωμές αυτές δεν προκαλούν ζημία στο Ταμείο, οπότε δεν πληρούται μία εκ των προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005. Στην πραγματικότητα, η επιβολή εν προκειμένω δημοσιονομικής διορθώσεως έχει ως αποτέλεσμα τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του Ταμείου, δεδομένου ότι το διαλαμβανόμενο στο άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003 ποσοστό παρακρατείται από τους γεωργούς που είναι δικαιούχοι άμεσων ενισχύσεων στον οικείο τομέα.

42      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία.

43      Πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005, στο οποίο παραπέμπει, κατά βάση, η Ελληνική Δημοκρατία στα υπομνήματά της, προβλέπει τα εξής:

«Η Επιτροπή εκτιμά τα προς αποκλεισμό ποσά με γνώμονα κυρίως την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπίστωσε. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Κοινότητα.»

44      Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς ό,τι, κατά βάση, διατείνεται η Ελληνική Δημοκρατία, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005 δεν εισάγει προϋπόθεση κατά την οποία κάθε διόρθωση εξαρτάται από την απόδειξη πραγματικής ζημίας την οποία υπέστη το Ταμείο (βλ., σχετικώς, διάταξη της 15ης Ιουλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑71/13 P, EU:C:2014:2119, σκέψη 21). Η επίκληση της διατάξεως αυτής εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν δύναται, επομένως, να κλονίσει τις κρίσεις της Επιτροπής, οι οποίες στηρίζονται στο ότι οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν δεν είναι σύμφωνες με τους κανόνες της Ένωσης.

45      Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά το οποίο υφίσταται, εν προκειμένω, αδικαιολόγητος πλουτισμός του Ταμείου. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς εκθέτει η Επιτροπή στα υπομνήματά της, η πρόσθετη ενίσχυση που χορηγείται βάσει του άρθρου 1782/2003 χρηματοδοτείται από το Ταμείο. Το γεγονός ότι το αποθεματικό ύψους 10 %, το οποίο διαλαμβάνεται στο άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003 δημιουργείται, στην πράξη, με μείωση του ποσού των ενιαίων ενισχύσεων που χορηγούνται στους γεωργούς των οικείων τομέων δεν μεταβάλλει την κρίση αυτή. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι προδήλως αβάσιμο.

46      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

47      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 23 του κανονισμού 796/2004, από πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και από πλημμελή και ενέχουσα αντιφάσεις αιτιολογία, όσον αφορά τις αποκλειόμενες δαπάνες στον τομέα του καπνού

48      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αναλύεται, κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει παράβαση του άρθρου 23 του κανονισμού 796/2004, πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και πλημμελή και ενέχουσα αντιφάσεις αιτιολογία. Με το δεύτερο σκέλος, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει πλάνη περί τα πράγματα.

 Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και πλημμελή και ενέχουσα αντιφάσεις αιτιολογία

49      Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση που επέβαλε η Επιτροπή στον τομέα του καπνού στηριζόταν ιδίως στην διαπίστωση ότι υπήρξε χρονικό διάστημα περίπου δύο μηνών, κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2006, κατά το οποίο δεν διενεργήθηκαν έλεγχοι. Το άρθρο 23 του κανονισμού 796/2004, όμως, δεν καθορίζει συγκεκριμένη προθεσμία για τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων, αλλά απαιτεί απλώς οι έλεγχοι να είναι αποτελεσματικοί. Στον τομέα του καπνού, οι επιτόπιοι έλεγχοι μπορούν να διενεργηθούν μετά τον Σεπτέμβριο και τη συγκομιδή των καπνόφυλλων, χωρίς να θίγεται η αποτελεσματικότητά τους, στοιχείο το οποίο δέχθηκε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία. Η αιτιολογία της Επιτροπής ουδόλως ερείδεται επί της νομοθεσίας. Είναι, άλλωστε, πλημμελής και ανακριβής, διότι δεν καθιστά δυνατό να προσδιορισθούν οι λόγοι για τους οποίους οι επίμαχοι έλεγχοι ήταν αναποτελεσματικοί. Η αιτιολογία αυτή ενέχει επίσης αντίφαση προς την εκ μέρους της Επιτροπής παραδοχή, κατά τη διαδικασία, περί του ότι οι έλεγχοι ήταν αποτελεσματικοί. Στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι υφίσταται πρόδηλη αντίφαση μεταξύ της αιτιολογίας που εκτίθεται στην τελική θέση και σε εκείνην που περιλαμβάνεται στη συνοπτική έκθεση.

50      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δέχθηκε τις εξηγήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας ως προς τον χρόνο διενέργειας των επιτόπιων ελέγχων. Η καθυστέρηση αυτή δεν συνιστά λόγο για την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως στον τομέα του καπνού, όπως προκύπτει από την τελική θέση της Επιτροπής. Η επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση στηρίζεται στη διαπίστωση πλημμελειών κατά τους βασικούς ελέγχους στις μεταποιητικές βιομηχανίες κατά τα έτη 2006 και 2007, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της δεύτερης αιτιάσεως. Στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η κατά τα φαινόμενα «ασυμφωνία» μεταξύ της τελικής θέσεως και της συνοπτικής εκθέσεως «οφείλεται προφανώς σε παραδρομή ή στον δισταγμό του συντάκτη της συνοπτικής εκθέσεως ως προς τη “σημασία” της σχετικής αδυναμίας που συνιστά η έλλειψη ελέγχων». Η Επιτροπή επισημαίνει, πάντως, ότι η «διαφοροποίηση» αυτή δεν είχε καμία επίπτωση στην εν προκειμένω επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση. Επικαλούμενη το έγγραφο VI/5330/97, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κατευθυντήριες οδηγίες όσον αφορά τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ — Τμήμα Εγγυήσεων», στο εξής: έγγραφο VI/5330/97), η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, πλημμέλεια που αφορά «έλλειψη βασικών ελέγχων επί των επιχειρήσεων μεταποιήσεως καπνού κατά τα έτη 2006 και 2007» και η οποία διαπιστώνεται επίσης στη συνοπτική έκθεση, δικαιολογεί αφεαυτής την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως «ύψους 5 %». Κατά συνέπεια, το να ληφθεί υπόψη ή όχι μια άλλη πλημμέλεια δεν μεταβάλλει το ύψος της δημοσιονομικής διορθώσεως που επιβλήθηκε τελικά.

51      Καταρχάς, επισημαίνεται, όπως επιβεβαίωσαν οι διάδικοι με τις απαντήσεις τους στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, ότι η συνοπτική έκθεση διαβιβάσθηκε στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της Επιτροπής του Ταμείου, νυν Επιτροπής Γεωργικών Ταμείων. Στην αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζεται συναφώς ότι, «[γ]ια τις περιπτώσεις τις οποίες αφορά η [εν λόγω] απόφαση, η εκτίμηση των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν, λόγω μη τήρησης των κανόνων της […] Ένωσης, κοινοποιήθηκε από την Επιτροπή στα κράτη μέλη στο πλαίσιο σχετικής συνοπτικής εκθέσεως». Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, στην εισαγωγή της συνοπτικής εκθέσεως, ότι «[κ]άθε απόφαση συνοδεύεται από συνοπτική έκθεση των διενεργηθέντων ελέγχων, η οποία καθιστά δυνατό να εκτιμηθεί αν τα κράτη μέλη έτυχαν δίκαιης αντιμετωπίσεως όσον αφορά τα συναχθέντα συμπεράσματα». Η συνοπτική έκθεση αποτελεί επομένως ουσιώδες έγγραφο για την κατανόηση του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η δεύτερη εκδόθηκε επί της βάσεως αυτής (βλ., σχετικώς, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, T‑232/08, EU:T:2011:751, σκέψη 12).

52      Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σελίδα 74 της συνοπτικής εκθέσεως, η Επιτροπή αποφάσισε να επιβάλει στην Ελληνική Δημοκρατία κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση στον τομέα του καπνού διαπιστώνοντας δύο πλημμέλειες ως προς τους βασικούς ελέγχους, συγκεκριμένα δε την ύπαρξη «χρονικής περιόδου (δύο σχεδόν μηνών) χωρίς ελέγχους κατά το έτος 2006» και την «έλλειψη βασικών ελέγχων στις μεταποιητικές επιχειρήσεις κατά τα έτη 2006 και 2007».

53      Ωστόσο, όπως προκύπτει από το σημείο 4.3 της τελικής εκθέσεως, η πλημμέλεια που αφορά την ύπαρξη «χρονικής περιόδου (δύο σχεδόν μηνών) χωρίς ελέγχους κατά το έτος 2006» δεν καταλεγόταν πλέον μεταξύ αυτών που διαπίστωσε ότι υφίστανται η Επιτροπή.

54      Εξάλλου, το σημείο 2.4 της τελικής θέσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περίοδος χωρίς ελέγχους», περιλαμβάνει τέταρτη παράγραφο στην οποία διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή αποδέχεται, όσον αφορά τον τομέα του καπνού, ότι το επίμαχο χρονικό διάστημα χωρίς ελέγχους αποτελεί διαχειριστική αδυναμία ή οποία δεν είχε σημαντικές αρνητικές συνέπειες στην αποτελεσματικότητα των επιτόπιων ελέγχων. Η τέταρτη αυτή παράγραφος δεν υπάρχει στο αντίστοιχο σημείο της συνοπτικής εκθέσεως, δηλαδή το σημείο 11.2.5.4.

55      Επομένως, υφίσταται πρόδηλη αντίφαση μεταξύ της αιτιολογίας της τελικής θέσεως και εκείνης που περιλαμβάνεται στη συνοπτική έκθεση, στοιχείο το οποίο η Επιτροπή δέχθηκε, κατά βάση, στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας. Η συνοπτική έκθεση ενέχει επίσης αντίφαση σε σχέση με το ότι η Επιτροπή φέρεται να έχει δεχθεί, όπως επισημαίνει στα υπομνήματά της, τις εξηγήσεις που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία κατά τη διοικητική διαδικασία όσον αφορά την επίμαχη πλημμέλεια.

56      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι αντίφαση στην αιτιολογία αποφάσεως συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, δυνάμενη να θίξει το κύρος της οικείας πράξεως εφόσον αποδειχθεί ότι, λόγω της αντιφάσεως αυτής, ο αποδέκτης της πράξεως δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση της πραγματικής αιτιολογίας της αποφάσεως, εν όλω ή εν μέρει, και ότι, ως εκ τούτου, το διατακτικό της πράξεως στερείται, εν όλω ή εν μέρει, παντός νομικού ερείσματος (βλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑424/05, EU:T:2009:49, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών λόγω αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως της Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας. Το άρθρο 264 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η προσβαλλόμενη πράξη κηρύσσεται άκυρη. Επομένως, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσουν την αιτιολογία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη πράξη με τη δική τους (βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑246/11 P, EU:C:2013:118, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Πρώτον πρέπει να διαπιστωθεί ότι, βάσει της συνοπτικής εκθέσεως, δεν είναι δυνατό να διακριβωθεί αν η μνεία στην έκθεση αυτή της πλημμέλειας σχετικά με τη «χρονική περίοδο (δύο σχεδόν μηνών) χωρίς ελέγχους κατά το έτος 2006» οφείλεται απλώς σε παραδρομή ή στη βούληση της Επιτροπής να λάβει, τελικά, υπόψη την πλημμέλεια αυτή, μολονότι είχε δεχθεί κατά τα φαινόμενα τις εξηγήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τη διοικητική διαδικασία. Συγκεκριμένα, αφενός, η προσθήκη της μνείας της πλημμέλειας αυτής είναι σύγχρονη της απαλοιφής της απόψεως που είχε διατυπώσει η Επιτροπή, στην τελική θέση της, ότι η επίμαχη πλημμέλεια δεν είχε σημαντικές αρνητικές συνέπειες στην αποτελεσματικότητα των επιτόπιων ελέγχων. Αφετέρου, η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε στην απάντησή της στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας ότι η επίμαχη αντίφαση «οφείλεται προφανώς σε παραδρομή ή στον δισταγμό του συντάκτη της συνοπτικής εκθέσεως ως προς τη “σημασία” της σχετικής αδυναμίας που συνιστά η έλλειψη ελέγχων». Επομένως, η Επιτροπή εξετάζει δύο διαφορετικές υποθέσεις για να εξηγήσει τη μνεία, στη συνοπτική έκθεση, της πλημμέλειας σχετικά με τη «χρονική περίοδο (δύο σχεδόν μηνών) χωρίς ελέγχους κατά το έτος 2006». Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία βρίσκεται σε κατάσταση που τη φέρνει στην ανάγκη να προσπαθήσει μέσω υποθέσεων να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η επίμαχη πλημμέλεια μνημονεύεται στη συνοπτική έκθεση, μολονότι δεν γίνεται περί αυτής μνεία στην τελική θέση, και να διακριβώσει αν η πλημμέλεια αυτή ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό της δημοσιονομικής διορθώσεως και, ενδεχομένως, κατά πόσον συνέβαλε στον καθορισμό του ύψους της διορθώσεως αυτής. Πρέπει, άλλωστε, να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Ελληνική Δημοκρατία ανέπτυξε επιχειρήματα, επί της ουσίας, για να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη λαμβάνοντας υπόψη την επίμαχη πλημμέλεια.

59      Δεύτερον, κατά το έγγραφο VI/5330/97, το οποίο επικαλέσθηκε η Επιτροπή, «[ό]ταν εντοπίζονται αρκετές ανεπάρκειες στο ίδιο σύστημα, οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις δεν είναι σωρευτικές και λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότερη ανεπάρκεια ως ένδειξη των κινδύνων που παρουσιάζει το σύστημα ελέγχου στο σύνολό του» (έγγραφο VI/5330/97, σ. 13). Το απόσπασμα αυτό του εγγράφου VI/5330/97 μνημονεύεται στη συνοπτική έκθεση. Η Επιτροπή προσθέτει, όσον αφορά τον τομέα του καπνού: «[σ]υνεπώς, για το έτος υποβολής αιτήσεων 2007, όταν εντοπίζεται μία η περισσότερες αδυναμίες στους βασικούς ελέγχους και τους επικουρικούς ελέγχους, ο κίνδυνος που παρουσιάζουν οι τελευταίοι για το Ταμείο αντισταθμίζεται από μια δημοσιονομική διόρθωση που αντιστοιχεί σε (μία ή περισσότερες) ελλείψεις των βασικών ελέγχων».

60      Συναφώς, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι το σχετικό απόσπασμα του εγγράφου VI/5330/97 μνημονεύθηκε στη συνοπτική έκθεση απλώς και μόνο για να σχετικοποιηθεί η σημασία των συνεπειών που έχουν οι πλημμέλειες ως προς τους επικουρικούς ελέγχους στον καθορισμό του ύψους της επιβαλλομένης κατ’ αποκοπήν διορθώσεως, όπως καταδεικνύει η χρήση της λέξεως «συνεπώς».

61      Εν συνεχεία, πρέπει να επισημανθεί ότι το κρίσιμο απόσπασμα της συνοπτικής εκθέσεως ενέχει, εκ νέου, αντίφαση ως προς την αιτιολογία σε σχέση με την τελική θέση, στοιχείο το οποίο δέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συγκεκριμένα, ενώ η συνοπτική έκθεση κάνει λόγο για «το έτος υποβολής αιτήσεων 2007», η τελική θέση μνημονεύει τα «έτη υποβολής αιτήσεων 2006 και 2007». Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι η αντίφαση ως προς την αιτιολογία που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2006. Τονίζεται επίσης ότι ο τίτλος της συνοπτικής εκθέσεως όσον αφορά τον τομέα του καπνού περιέχει την ακόλουθη φράση: «Τροποποίηση της δημοσιονομικής διόρθωσης που προτείνεται για το έτος υποβολής αιτήσεων 2006». Ωστόσο, το σκεπτικό της συνοπτικής εκθέσεως στο οποίο στηρίζεται η δημοσιονομική διόρθωση δεν αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2006. Τα διάφορα αυτά στοιχεία προκαλούν σαφώς σύγχυση στο πλαίσιο αιτιολογίας που ήδη ενέχει αντιφάσεις.

62      Τέλος, εάν υποτεθεί ότι η πλημμέλεια σχετικά με την «έλλειψη βασικών ελέγχων στις μεταποιητικές επιχειρήσεις το 2006 και το 2007» μπορεί να δικαιολογεί δημοσιονομική διόρθωση «ύψους 5 %», όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν είναι δυνατό να διακριβωθεί, βάσει της συνοπτικής εκθέσεως, αν η πλημμέλεια αυτή ελήφθη, εν προκειμένω, υπόψη από την Επιτροπή, προκειμένου να καθορισθεί το ύψος της δημοσιονομικής διορθώσεως όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2006 ή αν η Επιτροπή έλαβε μάλλον υπόψη την πλημμέλεια σχετικά με την «περίοδο χωρίς ελέγχους (σχεδόν δύο μηνών) κατά το 2006», ενδεχομένως δε και τις δύο. Συγκεκριμένα, πρώτον, στη συνοπτική έκθεση επισημαίνεται, με διφορούμενο τρόπο, ότι η δημοσιονομική διόρθωση αφορά «μία ή περισσότερες» πλημμέλειες ως προς τους βασικούς ελέγχους (συνοπτική έκθεση, σ. 74). Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η συνοπτική έκθεση, στο τμήμα της σχετικά με τις «κύριες διαπιστώσεις» (σημείο 11.2.1 της συνοπτικής εκθέσεως) και τις «γενικ[ές παρατηρήσεις]» (σημείο 11.2.1.1 της συνοπτικής εκθέσεως), περιλαμβάνει τίτλο σχετικό με τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν ως προς τον «σχεδιασμό των επιτόπιων ελέγχων» στους τομείς των βοοειδών, των αιγοπροβάτων «και του καπνού». Η Επιτροπή επισημαίνει στο τμήμα αυτό της εκθέσεως ότι «η καθυστερημένη έναρξη των επιτόπιων ελέγχων το 2006 (σχεδόν δύο μήνες μετά την προθεσμία υποβολής των αιτήσεων) οδήγησε σε μια περίοδο απουσίας ελέγχων και αποδυνάμωσε την αποτελεσματικότητα ολόκληρου του συστήματος ελέγχου». Η διαπίστωση αυτή περιλαμβάνεται εκ νέου στο τμήμα της συνοπτικής εκθέσεως που φέρει τον τίτλο «Τελική θέση της Επιτροπής» (σημείο 11.2.5 της συνοπτικής εκθέσεως), όπου επισημαίνεται ότι η Επιτροπή «εμμένει στη θέση της ότι η εκπρόθεσμη έναρξη των επιτόπιων ελέγχων (σχεδόν δύο μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων) είχε ως συνέπεια τη μη πραγματοποίηση ελέγχων για ένα διάστημα, την αποδυνάμωση της αποτελεσματικότητας ολόκληρου του συστήματος ελέγχου και τη δημιουργία κινδύνου για το Ταμείο». Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξε η Επιτροπή, μεταξύ άλλων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η πλημμέλεια σχετικά με την «περίοδο (σχεδόν δύο μηνών) χωρίς ελέγχους κατά το έτος 2006» αντιμετωπίσθηκε ως δευτερευούσης, ενδεχομένως δε και αμελητέας, σημασίας, και ότι μόνον η πλημμέλεια σχετικά με την «έλλειψη βασικών ελέγχων στις μεταποιητικές επιχειρήσεις το 2006 και το 2007» ελήφθη υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους της δημοσιονομικής διορθώσεως όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2006.

63      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η αντίφαση ως προς την αιτιολογία μεταξύ της συνοπτικής εκθέσεως και των λοιπών σχετικών εγγράφων της διοικητικής διαδικασίας, εκτός της οποίας υφίστανται και άλλες ανακρίβειες ή αντιφάσεις ως προς την αιτιολογία στην εν λόγω έκθεση, δεν παρέχει στην Ελληνική Δημοκρατία τη δυνατότητα να λάβει γνώση της πραγματικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση για τις ενισχύσεις σχετικά με το έτος υποβολής αιτήσεων 2006 στον τομέα του καπνού.

64      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και να ακυρωθεί, βάσει αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αποκλείει ορισμένες δαπάνες που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα του καπνού όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2006.

 Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα

65      Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση που επέβαλε η Επιτροπή στον τομέα του καπνού στηρίζεται επίσης στην έλλειψη βασικών ελέγχων επί των επιχειρήσεων μεταποιήσεως καπνού. Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι το σύστημα ελέγχου που τέθηκε σε εφαρμογή στην Ελλάδα δεν είναι καθ’ όλα σύμφωνο με το άρθρο 38 του κανονισμού 796/2004 και με τις διατάξεις περί ελέγχου κατά το άρθρο 33, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού. Η διαδικασία ελέγχων για την καταβολή της πρόσθετης ενισχύσεως στον τομέα του καπνού, όμως, ρυθμίζεται εξαντλητικώς από πλείονες εθνικές διατάξεις τις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία παραθέτει στα δικόγραφά της. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες τηρούνται απαρέγκλιτα, αποδεικνύεται ότι το σύστημα που καθιερώθηκε στην Ελλάδα είναι σύμφωνο με τη νομοθεσία της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση της Επιτροπής στηρίζεται σε πλάνη περί τα πράγματα. Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει επίσης ότι το άρθρο 33γ, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, το οποίο επικαλείται η Επιτροπή, δεν αφορά τις πληρωμές που διαλαμβάνονται στο άρθρο 69 του κανονισμού 1782/2003. Επιπλέον, παραπέμποντας σε δύο άλλες αποφάσεις της Επιτροπής περί αποκλεισμού από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, στο υπόμνημά της απαντήσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή non bis in idem. Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία αντικρούει τα επιχειρήματα της Επιτροπής περί του ότι τα εθνικά μέτρα ελέγχου δεν ίσχυαν κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα.

66      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία.

67      Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι η πλημμέλεια σχετικά με την «έλλειψη βασικών ελέγχων στις μεταποιητικές επιχειρήσεις» αφορά τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στον τομέα του καπνού για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2006 και 2007. Υπενθυμίζεται επίσης ότι το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως έγινε δεκτό και ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αποκλείει ορισμένες δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία, στον τομέα του καπνού, όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2006. Ωστόσο, καθόσον η ακύρωση αυτή αφορά μόνον το έτος υποβολής αιτήσεων 2006, η Ελληνική Δημοκρατία εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον στην εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξέταση των επιχειρημάτων αυτών όσον αφορά τις πληρωμές που καταβλήθηκαν για το έτος υποβολής αιτήσεων 2007 και των οποίων η δημοσιονομική διόρθωση στηρίζεται αποκλειστικά στην πλημμέλεια σχετικά με την «έλλειψη βασικών ελέγχων στις μεταποιητικές επιχειρήσεις».

68      Κατά το άρθρο 33γ, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, το οποίο έχει εφαρμογή επί των πρόσθετων ενισχύσεων βάσει του άρθρου 38 του ιδίου κανονισμού, οι έλεγχοι «κατά το στάδιο της πρώτης επεξεργασίας και της συσκευασίας του καπνού» περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, «τους ελέγχους των αποθεμάτων της επιχείρησης επεξεργασίας». Με την παράγραφο 3 της ιδίας αυτής διατάξεως διευκρινίζεται ότι «[ο]ι έλεγχοι σύμφωνα με το παρόν άρθρο διενεργούνται στον τόπο όπου ο ακατέργαστος καπνός υφίσταται επεξεργασία».

69      Εν προκειμένω, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, θα έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί πρόσθετοι έλεγχοι προς συμπλήρωση αυτών που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια των ελέγχων στις παραδόσεις καπνού, όπως είναι ο «έλεγχος των αποθεμάτων των επιχειρήσεων» (σημείο 11.2.1.4 3 της συνοπτικής εκθέσεως).

70      Η Ελληνική Δημοκρατία επιβεβαίωσε στην Επιτροπή ότι δεν διενεργούσε «κανέναν από τους [επίμαχους] ελέγχους», μεταξύ άλλων διότι οι έλεγχοι αυτοί δεν θα ήταν αποδοτικοί από άποψη κόστους (σημείο 11.2.2.4 2 της συνοπτικής εκθέσεως).

71      Αρκεί συναφώς η διαπίστωση ότι, όπως δέχθηκε η Ελληνική Δημοκρατία κατά τη διοικητική διαδικασία, εξ αυτού του λόγου οι επιτόπιοι έλεγχοι που αφορούν τα αποθέματα των επιχειρήσεων μεταποιήσεως καπνού δεν διενεργήθηκαν, αντιθέτως προς ό,τι επιτάσσουν οι διατάξεις του κανονισμού 796/2004. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είχε εκ του νόμου τη δυνατότητα να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση.

72      Τα λοιπά επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν δύνανται να κλονίσουν την κρίση αυτή.

73      Όσον αφορά το στοιχείο που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία περί του ότι η διαδικασία ελέγχου για την καταβολή της πρόσθετης ενισχύσεως στον τομέα του καπνού ρυθμίζεται εξαντλητικώς από πλείονες εθνικές διατάξεις, αυτό δεν δύναται να αποδείξει ότι πράγματι διενεργήθηκαν οι επιτόπιοι έλεγχοι των αποθεμάτων των επιχειρήσεων μεταποιήσεως του καπνού.

74      Όσον αφορά τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν με το υπ’ αριθ. 7 συνημμένο του δικογράφου της προσφυγής και αν υποτεθεί ότι προσκομίσθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, αυτά δεν δύνανται να αποδείξουν ότι πράγματι διενεργήθηκαν οι επιτόπιοι έλεγχοι των αποθεμάτων των επιχειρήσεων μεταποιήσεως του καπνού, όπως ορθώς επισημαίνει στα υπομνήματά της η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, όπως άλλωστε διευκρινίζει η Ελληνική Δημοκρατία, τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνουν: τρεις αιτήσεις πιστοποιήσεως παραληφθέντων καπνών, συνοδευόμενες από τις αναλυτικές καταστάσεις που αντιστοιχούν στα παραληφθέντα καπνά και βεβαιώσεις ελέγχου μεταποιήσεως οι οποίες εκδόθηκαν από τη Διεύθυνση Γεωργίας της Νομαρχίας Καβάλας (Ελλάδα)· αίτηση επιχειρήσεως μεταποιήσεως προς τον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων σχετικά με την παραλαβή αγορασθέντων καπνών, συνοδευόμενη από την αντίστοιχη βεβαίωση του οργανισμού αυτού σχετικά με τον έλεγχο εισόδου των οικείων ποσοτήτων, την αναλυτική κατάσταση των παραληφθέντων καπνών και τη βεβαίωση ελέγχου της μεταποιήσεως που εξέδωσε η Νομαρχία Καβάλας· υπεύθυνες δηλώσεις επιχειρήσεως μεταποιήσεως όσον αφορά την εισαγωγή καπνού από τη Βουλγαρία, συνοδευόμενες από τις αντίστοιχες δηλωτικές καταστάσεις πωλήσεως δεματοποιημένου καπνού. Επομένως, τα έγγραφα αυτά δεν αφορούν τους επιτόπιους ελέγχους των αποθεμάτων των επιχειρήσεων μεταποιήσεως.

75      Όσον αφορά, τέλος, την επίκληση της αρχής non bis in idem και χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του επιχειρήματος αυτού που προβλήθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι οι δύο άλλες αποφάσεις της Επιτροπής περί αποκλεισμού από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη, τις οποίες επικαλέσθηκε η Ελληνική Δημοκρατία, ερμηνευόμενες με γνώμονα τις αντίστοιχες συνοπτικές εκθέσεις τους, αφορούν διαφορετικά έτη υποβολής αιτήσεων, καθεστώτα ενισχύσεων και πλημμέλειες από αυτά και αυτές της υπό κρίση υποθέσεως. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία είναι προδήλως αβάσιμο.

76      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

77      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Πάντως, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο αντίδικος.

78      Δεδομένου ότι η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή, αποφασίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση των επίμαχων περιστατικών, ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση 2013/123/ΕΕ της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2013, περί αποκλεισμού από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 67, σ. 20), κατά το μέρος που αποκλείει ορισμένες δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία, στον τομέα του καπνού, όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2006.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ελληνική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Frimodt Nielsen

Dehousse

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Δεκεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.