Language of document : ECLI:EU:T:2008:585

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 17ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Συμφωνίες συναφθείσες από την Περιφέρεια Βαλλονίας και το αεροδρόμιο Charleroi Bruxelles Sud με την αεροπορική εταιρία Ryanair – Ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος – Εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς»

Στην υπόθεση T‑196/04,

Ryanair Ltd, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη αρχικώς μεν από τους D. Gleeson, A. Collins, SC, V. Power και D. McCann, solicitors, ακολούθως δε από τους Power, McCann, solicitors, J. Swift, QC, J. Holmes, barrister, και G. Berrisch, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον N. Khan,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Association of European Airlines (AEA), εκπροσωπούμενη από τους S. Völcker, F. Louis και J. Heithecker, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2004/393/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με τα πλεονεκτήματα που εκχώρησαν η Περιφέρεια Βαλλονίας και η Brussels South Charleroi Airport στην αεροπορική εταιρία Ryanair κατά την εγκατάστασή της στο Charleroi (EE L 137, σ. 1),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από την E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, και τους D. Šváby, Σ. Παπασάββα, N. Wahl (εισηγητή) και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Μαρτίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Ryanair Ltd, είναι η πρώτη και σημαντικότερη αεροπορική εταιρία χαμηλού ναύλου στην Ευρώπη. Υπήρξε πρωτοπόρος του αποκαλούμενου «low cost» εμπορικού προτύπου στην Ευρώπη, το οποίο συνίσταται στην ελαχιστοποίηση του κόστους και στη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας σε όλους τους τομείς δραστηριότητάς της προκειμένου να προσφέρει χαμηλότερες τιμές για κάθε αγορά και να προσελκύει με τον τρόπο αυτό μεγάλο αριθμό επιβατών.

2        Η Ryanair άρχισε τις πτήσεις της από το αεροδρόμιο του Charleroi (Βέλγιο) τον Μάιο 1997 εγκαινιάζοντας αεροπορική γραμμή με προορισμό το Δουβλίνο.

3        Κατά τη διάρκεια του έτους 2000, διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις με αντικείμενο την εγκατάσταση εκ μέρους της Ryanair της πρώτης επί ηπειρωτικού εδάφους βάσεώς της στο Charleroi.

4        Περί τις αρχές του μηνός Νοεμβρίου 2001, η Ryanair συνήψε δύο χωριστές συμφωνίες (στο εξής: επίδικες συμφωνίες), τη μία με την Περιφέρεια Βαλλονίας, ιδιοκτήτη του αεροδρομίου του Charleroi, την έτερη με την Brussels South Charleroi Airport (BSCA), δημόσια επιχείρηση ελεγχόμενη από την Περιφέρεια Βαλλονίας, διαχειριζόμενη και εκμεταλλευόμενη από τις 4 Ιουλίου 1991 το εν λόγω αεροδρόμιο στα πλαίσια συμβάσεως παραχωρήσεως.

5        Σύμφωνα με τους όρους της πρώτης συμφωνίας, η Περιφέρεια Βαλλονίας παρέσχε στη Ryanair, πέραν μιας τροποποιήσεως των ωρών λειτουργίας του αεροδρομίου, μείωση της τάξεως του 50 % στα τέλη προσγειώσεως σε σχέση με το νόμιμο επίπεδο και ανέλαβε τη δέσμευση να αποζημιώσει τη Ryanair για οποιαδήποτε απώλεια κέρδους απορρέουσα άμεσα ή έμμεσα από τυχόν τροποποίηση μέσω διατάγματος ή κανονισμού όλων των τελών αεροδρομίου ή των ωραρίων λειτουργίας του αερολιμένα.

6        Κατ’ εφαρμογή της δεύτερης συμφωνίας, η Ryanair ανέλαβε τη δέσμευση να σταθμεύει δύο έως τέσσερα αεροσκάφη στο αεροδρόμιο Charleroi και να πραγματοποιεί, για περίοδο δεκαπέντε ετών, τουλάχιστον τρεις πτήσεις μετ’ επιστροφής ανά σκάφος ημερησίως. Εξάλλου, ανέλαβε τη δέσμευση, σε περίπτωση «σημαντικής αποσύρσεώς» της από τον αερολιμένα, να επιστρέψει το σύνολο ή μέρος των καταβληθέντων από την BSCA ποσών (βλ. κατωτέρω σκέψεις 7 και 9).

7        Όσον αφορά την BSCA, ανέλαβε τη δέσμευση να συμμετάσχει στις αναληφθείσες από τη Ryanair δαπάνες για την εγκατάσταση της βάσεώς της. Η ως άνω συμμετοχή αφορούσε αναλυτικά τα ακόλουθα:

–        ποσό δυνάμενο να ανέλθει σε 250 000 ευρώ για τα έξοδα διαμονής σε ξενοδοχείο και διατροφής του προσωπικού της Ryanair·

–        ποσό ύψους 160 000 ευρώ ανά νέο δρομολόγιο μέχρι το πολύ τρία δρομολόγια για κάθε αεροσκάφος που χρησιμοποιεί ως βάση το Charleroi, δηλαδή ανώτατο ποσό 1 920 000 ευρώ·

–        ποσό ύψους 768 000 ευρώ ως συμμετοχή στα έξοδα προσλήψεως και εκπαιδεύσεως των κυβερνητών και των πληρωμάτων που τοποθετούνται στους νέους προορισμούς εξυπηρετούμενους από τον αερολιμένα του Charleroi·

–        ποσό ύψους 4 000 ευρώ για την αγορά εξοπλισμού γραφείου·

–        διάθεση σε «ελάχιστο ή μηδαμινό κόστος» διαφόρων χώρων για τη διενέργεια εργασιών τεχνικής φύσεως ή γραφείων.

8        Εξάλλου, δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας, η BSCA επιβαρύνει τη Ryanair με ένα ευρώ ανά επιβάτη για την παροχή υπηρεσιών εξυπηρετήσεως εδάφους αντί των δέκα ευρώ της αναγγελθείσας τιμής για τους λοιπούς χρήστες.

9        Τέλος, οι BSCA και Ryanair συνέστησαν την κοινή εταιρία Promocy, στόχος της οποίας είναι η χρηματοδότηση της προωθήσεως των δραστηριοτήτων της Ryanair στο Charleroi και στον αερολιμένα του Charleroi. Τα δύο μέρη ανέλαβαν τη δέσμευση να συμμετέχουν ισότιμα στη λειτουργία της Promocy, αφενός, συνεισφέροντας 62 500 ευρώ για τη σύσταση του εταιρικού κεφαλαίου της Promocy και, αφετέρου, με ετήσια εισφορά στον προϋπολογισμό της Promocy αντιστοιχούσα σε τέσσερα ευρώ ανά αναχωρούντα επιβάτη.

10      Τα ανωτέρω μέτρα δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή.

11      Μετά από καταγγελίες που της περιήλθαν κατόπιν πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στον τύπο, η Επιτροπή ενημέρωσε το Βασίλειο του Βελγίου, με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2002 [SG (2002) D/233141], σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη προβλεπομένη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία σε σχέση με τα μέτρα αυτά. Επίσης κάλεσε, με τη δημοσίευση της ανωτέρω αποφάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 25ης Ιανουαρίου 2003 (EE C 18, σ. 3), τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των επίδικων μέτρων.

12      Αφού ανέλυσε τα σχόλια των ενδιαφερομένων πλευρών και του Βασιλείου του Βελγίου, η Επιτροπή εξέδωσε στις 12 Φεβρουαρίου 2004 την απόφαση 2004/393/ΕΚ σχετικά με τα πλεονεκτήματα που εκχώρησαν η Περιφέρεια Βαλλονίας και η Brussels South Charleroi Airport στην αεροπορική εταιρία Ryanair κατά την εγκατάστασή της στο Charleroi (EE L 137, σ. 1) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

13      Με την προσβαλλόμενη απόφασή της, καταρχάς, η Επιτροπή, μετά από περιγραφή της τηρηθείσας διοικητικής διαδικασίας (αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 6), χωρεί σε σύντομη υπόμνηση των πραγματικών περιστατικών και της αξιολογήσεως που περιλαμβάνει η απόφασή της να κινήσει επίσημη διαδικασία ελέγχου (αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 15). Ακολούθως, εκθέτει τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων πλευρών (αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 75) και τα σχόλια του Βασιλείου του Βελγίου (αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 136).

14      Στο πλαίσιο αυστηρά της αξιολογήσεως των επίδικων μέτρων, πρώτον, η Επιτροπή αξιολογεί το αν υφίσταται ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 137 έως 250).

15      Συναφώς, η Επιτροπή απορρίπτει την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στην Περιφέρεια Βαλλονίας. Κατ’ ουσίαν, εκτιμά ότι ο καθορισμός των τελών προσγειώσεως εμπίπτει στις νομοθετικές και κανονιστικές αρμοδιότητες της Περιφέρειας Βαλλονίας και όχι σε οικονομική δραστηριότητα δυνάμενη να ερμηνευθεί υπό το φως της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Κατά την άποψη της Επιτροπής, αντί να ενεργήσει στο πλαίσιο των προνομίων της ως δημοσίας αρχής, η Περιφέρεια Βαλλονίας, συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο στερούμενο νομιμότητας και εισάγοντα διακρίσεις, χορηγώντας στη Ryanair, για περίοδο δώδεκα ετών και μέσω συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου, μείωση του ύψους των τελών αεροδρομίου την οποία δεν είχε χορηγήσει στις λοιπές αεροπορικές εταιρίες. Εξ αυτού η Επιτροπή συνάγει ότι η μείωση των τελών αεροδρομίου και η παροχή εγγυήσεως περί καταβολής αποζημιώσεως συνιστούν πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 139 έως 160).

16      Αντιθέτως, η Επιτροπή επιχειρεί να εκτιμήσει, παρά τις δυσχέρειες εφαρμογής, αν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται όσον αφορά τα ληφθέντα από την BSCA μέτρα (αιτιολογικές σκέψεις 161 έως 170). Θεωρώντας ότι η τελευταία δεν ενήργησε σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, η Επιτροπή αποφασίζει ότι τα χορηγηθέντα στη Ryanair εκ μέρους της BSCA πλεονεκτήματα συνιστούν πλεονεκτήματα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 161 έως 238). Σημειώνει ιδίως ότι, όταν έλαβε την επενδυτική απόφασή της, «[η BSCA] δεν διενήργησε συνεκτική ανάλυση βάσει όλων των υποθέσεων της συμβάσεως που επρόκειτο να συναφθεί με τη Ryanair και βάσει αυτής και μόνον». Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, η BSCA ανέλαβε κινδύνους τους οποίους δεν θα αναλάμβανε ιδιώτης επενδυτής ενεργώντας υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Οι ανωτέρω κίνδυνοι αφορούν τόσο τα εγγενή στοιχεία του επιχειρηματικού σχεδίου όσο και τα λοιπά στοιχεία που άπτονται των σχέσεων μεταξύ της BSCA και της Περιφέρειας Βαλλονίας (αιτιολογικές σκέψεις 184 και 185).

17      Δεδομένου ότι, κατά την Επιτροπή, πληρούνται τα λοιπά κριτήρια ως προς το αν υφίσταται ενίσχυση, ήτοι τα αφορώντα τον ειδικό χαρακτήρα του μέτρου (αιτιολογικές σκέψεις 239 έως 242), τη μεταφορά κρατικών πόρων στη Ryanair (αιτιολογικές σκέψεις 243 έως 246) και την επίδραση του ενδοκοινοτικού εμπορίου και του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 247 έως 249), η ίδια συνάγει ότι «τα πλεονεκτήματα που χορήγησαν στη Ryanair η περιφέρεια Βαλλονίας και η BSCA αποτελούν κρατικές ενισχύσεις».

18      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ειδικότερα ότι τα επίδικα πλεονεκτήματα, ανεξάρτητα από το αν χορηγήθηκαν από την BSCA ή από την Περιφέρεια Βαλλονίας, είχαν ως αποδέκτη αποκλειστικά τη Ryanair, οπότε έχουν ειδικό χαρακτήρα. Αναφέρει περαιτέρω ότι τα εν λόγω πλεονεκτήματα, τα οποία χορήγησε ευθέως η Περιφέρεια Βαλλονίας υπό μορφή εγγυήσεως για την καταβολή αποζημιώσεως (με συνέπεια, ενδεχομένως, ενεργοποίηση των περιφερειακών πόρων) και μειώσεως τελών προσγειώσεως (με συνέπεια διαφυγόν κέρδος για το δημόσιο), εμμέσως δε με την ενεργοποίηση των πηγών της BSCA, συνεπάγονται μεταφορά κρατικών πόρων υπέρ της Ryanair. Τέλος, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι τα εν λόγω πλεονεκτήματα, τα οποία χορηγήθηκαν υπό μορφή αναλήψεως από το δημόσιο του κόστους εκμεταλλεύσεως που φέρει συνήθως μια αεροπορική εταιρία, δεν νοθεύουν τον ανταγωνισμό μόνον σε ένα ή περισσότερα δρομολόγια και σε ένα καθορισμένο τμήμα της αγοράς αλλά στο σύνολο του δικτύου που εξυπηρετεί η Ryanair.

19      Δεύτερον, η Επιτροπή εξετάζει αν οι συγκεκριμένες ενισχύσεις μπορούν να θεωρηθούν ως συμβατές βάσει των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη ΕΚ παρεκκλίσεων. Καταλήγει κατ’ ουσίαν στο συμπέρασμα ότι οι χορηγηθείσες από την Περιφέρεια Βαλλονίας ενισχύσεις είναι ασύμβατες με την κοινή αγορά. Οι χορηγηθείσες στη Ryanair εκπτώσεις εισάγουν δυσμενή διάκριση, αντίκεινται στο βελγικό δίκαιο και στην αρχή της αναλογικότητας (αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 266).

20      Όσον αφορά τις καταβληθείσες από την BSCA ενισχύσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την ίδρυση νέων γραμμών, το ύψος των οποίων δεν υπερβαίνει το 50 % των εξόδων κινήσεως και η διάρκεια των οποίων είναι κατώτερη της πενταετίας. Πέραν των ανωτέρω ορίων, η Επιτροπή απαιτεί την ανάκτηση των καταβληθεισών από την BSCA στη Ryanair ενισχύσεων (αιτιολογικές σκέψεις 267 έως 344).

21      Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει τις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με τις χρηματοδοτήσεις των αερολιμένων και των εναέριων συνδέσεων (αιτιολογικές σκέψεις 345 έως 356).

22      Το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι διατυπωμένο ως εξής:

«Άρθρο 1

Κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή το [Βασίλειο του Βελγίου], με τη σύμβαση της 6ης Νοεμβρίου 2001 που συνήφθη μεταξύ της Περιφερείας Βαλλονίας και της Ryanair, υπό μορφή μειώσεως των τελών αεροδρομίου για την προσγείωση, κατά παράβαση της επίσημης τιμής που ορίζεται στο άρθρο 3 της αποφάσεως της Κυβερνήσεως της Βαλλονίας της 16ης Ιουλίου 1998 σχετικά με τον καθορισμό των τελών που εισπράττονται για τη χρησιμοποίηση των αερολιμένων που υπάγονται στη δικαιοδοσία της Περιφερείας Βαλλονίας, και κατά παράβαση των γενικών εκπτώσεων που καθορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω αποφάσεως.

Άρθρο 2

Κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή το [Βασίλειο του Βελγίου], με τη σύμβαση της 2ας Νοεμβρίου 2001 που συνήφθη μεταξύ της επιχειρήσεως Brussels South Charleroi Airport (BSCA) και της αεροπορικής εταιρείας Ryanair, υπό μορφή εκπτώσεων επί των τιμών των υπηρεσιών εξυπηρετήσεως εδάφους σε σχέση με την επίσημη τιμή του αερολιμένα.

Το [Βασίλειο του Βελγίου] υποχρεούται να καθορίσει το ύψος των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν υπολογίζοντας τη διαφορά μεταξύ των λειτουργικών εξόδων που βαρύνουν τη BSCA και συνδέονται με τις υπηρεσίες εξυπηρετήσεως εδάφους που παρέχει η Ryanair και της τιμής που χρεώνεται στην αεροπορική εταιρία. Για όσο διάστημα δεν έχει επιτευχθεί το όριο των δύο εκατομμυρίων επιβατών που προβλέπει η οδηγία 96/67/ΕΚ, το [Βασίλειο του Βελγίου] δύναται να αφαιρεί από το ποσό αυτό τα τυχόν κέρδη που αποκομίζει η BSCA από τις άλλες αμιγώς εμπορικές δραστηριότητές της.

Άρθρο 3

Το [Βασίλειο του Βελγίου] διασφαλίζει την ακύρωση των εγγυήσεων αποζημιώσεως που χορήγησε η Περιφέρεια Βαλλονίας στη Ryanair, με σύμβαση της 6ης Νοεμβρίου 2001, σε περίπτωση ζημιών λόγω ασκήσεως των ρυθμιστικών εξουσιών της, εκ μέρους της Περιφερείας Βαλλονίας. Η Περιφέρεια Βαλλονίας διαθέτει έναντι της Ryanair, καθώς και των λοιπών αεροπορικών εταιρειών, κάθε διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό των τελών αεροδρομίου, των ωραρίων λειτουργίας του αερολιμένα και άλλων διατάξεων ρυθμιστικής φύσεως.

Άρθρο 4

Οι λοιπές ενισχύσεις που χορήγησε η BSCA, μεταξύ άλλων υπό μορφή συνεισφορών εμπορικής προωθήσεως, εφάπαξ κινήτρων και διαθέσεως γραφείων, κηρύσσονται συμβατές με την κοινή αγορά ως ενισχύσεις εκκινήσεως νέων δρομολογίων υπό την επιφύλαξη των ακόλουθων όρων:

1)      οι συνεισφορές πρέπει να αφορούν την έναρξη ενός νέου δρομολογίου και να έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια. Λόγω των ενδοευρωπαϊκών προορισμών που καλύπτονται, η διάρκεια αυτή δεν θα υπερβαίνει τα πέντε έτη από την έναρξη του δρομολογίου. Οι εν λόγω συνεισφορές δεν είναι δυνατό να καταβάλλονται για ένα δρομολόγιο που εγκαινιάζεται σε αντικατάσταση άλλου δρομολογίου που καταργήθηκε από τη Ryanair κατά τα πέντε προηγούμενα έτη. Στο μέλλον, οι ενισχύσεις δεν θα είναι επίσης δυνατό να χορηγούνται για ένα δρομολόγιο που αναλαμβάνει η Ryanair σε αντικατάσταση άλλου δρομολογίου που εκτελούσε προηγουμένως από άλλον αερολιμένα ευρισκόμενο στην ίδια περιοχή οικονομικής έλξεως ή πληθυσμού·

2)      οι συνεισφορές εμπορικής προωθήσεως, που επί του παρόντος καθορίζονται σε 4 ευρώ ανά επιβάτη, πρέπει να δικαιολογούνται από ένα σχέδιο αναπτύξεως που θα εκπονεί η Ryanair και θα επικυρώνει η BSCA για κάθε συναφές δρομολόγιο. Στο σχέδιο θα προσδιορίζονται οι αναληφθείσες και επιλέξιμες δαπάνες, οι οποίες πρέπει να αφορούν άμεσα την προώθηση του δρομολογίου, με σκοπό να καταστεί βιώσιμο χωρίς ενισχύσεις μετά την πάροδο πενταετούς περιόδου. Η BSCA θα επικυρώνει επίσης εκ των υστέρων τις δαπάνες εκκινήσεως που πραγματικά αναλήφθηκαν για κάθε δρομολόγιο μετά το πέρας της πενταετούς περιόδου· εφόσον είναι αναγκαίο, η BSCA θα ζητήσει για τον σκοπό αυτό τη συνδρομή ανεξάρτητου λογιστικού ελεγκτή·

3)      όσον αφορά το μέρος των συνεισφορών που ήδη κατέβαλε η BSCA, πρέπει να αναληφθούν παρόμοιες ενέργειες προκειμένου να επικυρωθούν οι ενισχύσεις αυτές σύμφωνα με τις ίδιες αρχές·

4)      οι εφάπαξ συνεισφορές που καταβλήθηκαν κατ’ αποκοπή κατά την εγκατάσταση της Ryanair στο Charleroi ή κατά την έναρξη κάθε δρομολογίου πρέπει να ανακτηθούν, με εξαίρεση το μέρος εκείνο για το οποίο το [Βασίλειο του Βελγίου] μπορεί να αποδείξει ότι συνδέεται άμεσα με τις αναληφθείσες δαπάνες της Ryanair στον αερολιμένα του Charleroi και εμφανίζει αναλογικό χαρακτήρα και χαρακτήρα κινήτρου·

5)      το σύνολο των ενισχύσεων που χορηγούνται σε ένα νέο δρομολόγιο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 50 % των εξόδων εκκινήσεως, εμπορικής προωθήσεως και των εφάπαξ εξόδων, σωρευτικά στους δύο εξεταζόμενους προορισμούς, ένας εκ των οποίων είναι το Charleroi. Ομοίως, οι συνεισφορές που καταβάλλονται για έναν προορισμό δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν το 50 % των πραγματικών εξόδων του προορισμού αυτού. Κατά τις συναφείς αξιολογήσεις θα δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα δρομολόγια που συνδέουν το Charleroi με μεγάλους αερολιμένες, όπως αυτούς που εμπίπτουν στις κατηγορίες Α και Β που ορίζονται στη γνωμοδότηση προοπτικής της Επιτροπής των Περιφερειών της 2ας Ιουλίου 2003 με θέμα τη χωρητικότητα των περιφερειακών αερολιμένων, και όπως προσδιορίζονται στην παρούσα απόφαση, ή/και με συντονισμένους ή πλήρως συντονισμένους αερολιμένες, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) 95/93·

6)      οι συνεισφορές που κατέβαλε η BSCA και που, στο τέλος της πενταετούς περιόδου εκκινήσεως, αποδεικνύεται ότι υπερβαίνουν τα καθορισμένα κριτήρια πρέπει να επιστραφούν από τη Ryanair·

7)      οι παροχές που τυχόν καταβλήθηκαν για το δρομολόγιο Δουβλίνο-Charleroi, δυνάμει των [επίδικων] συμβάσεων πρέπει να ανακτηθούν·

8)      το [Βασίλειο του Βελγίου] θα θεσπίσει ένα μη διακριτικό καθεστώς ενισχύσεων, με σκοπό να διασφαλίζεται η ισότιμη μεταχείριση των αεροπορικών εταιρειών που επιθυμούν να αναπτύξουν νέες αεροπορικές υπηρεσίες από τον αερολιμένα του Charleroi, σύμφωνα με τα αντικειμενικά κριτήρια που θεσπίζονται στην παρούσα απόφαση.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Μαΐου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η Νοεμβρίου 2004, η Association of European Airlines (AEA) ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα δίκη προς υποστήριξη της Επιτροπής.

25      Με έγγραφο το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Ιανουαρίου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, να εξαιρεθούν από την ανακοίνωση στον παρεμβαίνοντα διάδικο των εγγράφων της διαδικασίας ορισμένα εμπιστευτικά στοιχεία και προσκόμισε, για τους σκοπούς της εν λόγω ανακοινώσεως, μη εμπιστευτική εκδοχή των επίδικων υπομνημάτων ή εγγράφων.

26      Με διάταξη της 20ής Απριλίου 2005, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου έκανε δεκτή την παρέμβαση της AEA και επιφυλάχθηκε να εκδώσει απόφαση επί του βασίμου του αιτήματος περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε το υπόμνημά της και οι λοιποί διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού εντός των ταχθεισών προθεσμιών. Η παρεμβαίνουσα ενημέρωσε το Πρωτοδικείο ως προς το ότι δεν προέβαλε ενστάσεις αναφορικά με το αίτημα περί εμπιστευτικότητας.

27      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας και κατόπιν προτάσεως του τετάρτου τμήματος, το Πρωτοδικείο αποφάσισε, αφού άκουσε τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο 51 του κανονισμού του, να παραπέμψει την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

28      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου μεταβλήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο πενταμελές τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

29      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (όγδοο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε τους κύριους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

30      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Μαρτίου 2008.

31      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32      Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

33      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αντλείται από την αθέτηση της προβλεπομένης από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Με τον δεύτερο λόγο της ακυρώσεως, αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό των επίδικων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων και προβάλλει συναφώς παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

34      Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι επιβάλλεται καταρχάς η εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα προσάπτει ειδικότερα στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να εφαρμόσει ή εφήρμοσε κακώς την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, η οποία αρχή συνιστά το ενδεικνυόμενο κριτήριο για την αξιολόγηση του αν κάποια μέτρα είναι ενισχύσεις, επί του συνόλου των επίδικων μέτρων και προβάλλει συναφώς διάφορες αιτιάσεις. Επικαλείται, κατ’ ουσίαν, ορισμένα επιχειρήματα αντλούμενα εκ του ότι, πρώτον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως των επίδικων μέτρων το γεγονός ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας και η BSCA έπρεπε να εκληφθούν ως ενιαία οντότητα, δεύτερον, υπέπεσε σε πλάνη αρνούμενη να εφαρμόσει την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στα ληφθέντα από την Περιφέρεια Βαλλονίας μέτρα και, τρίτον, εφήρμοσε κακώς την ανωτέρω αρχή επί της BSCA.

35      Προτού υπεισέλθει στην εξέταση του λόγου αυτού, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι είναι σκόπιμο να διευκρινιστούν προκαταρκτικώς ορισμένα σημεία ως προς την έννοια της κρατικής ενισχύσεως, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και ως προς τη φύση και την έκταση του ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί εν προκειμένω.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

36      Για τον χαρακτηρισμό ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να πληρούνται όλες οι προβλεπόμενες στην ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική ή βασιζόμενη σε κρατικούς πόρους παρέμβαση. Δεύτερον, η ως άνω παρέμβαση πρέπει να είναι σε θέση να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να παρέχει πλεονέκτημα στον αποδέκτη της διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένες κλάδων παραγωγής. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί με νόθευση τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2006, T‑34/02, Le Levant 001 κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑267, σκέψη 110 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Στην προκειμένη περίπτωση επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί μόνον την αφορώσα την ύπαρξη πλεονεκτήματος προϋπόθεση.

38      Συναφώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο όρος «ενίσχυση», κατά την έννοια της σχετικής διατάξεως, καλύπτει κατ’ ανάγκη τα πλεονεκτήματα που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους ή αποτελούν πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο ή για τους οργανισμούς που έχουν οριστεί ή συσταθεί προς τον σκοπό αυτό (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1998, C‑52/97 έως C‑54/97, Viscido κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I‑2629, σκέψη 13, και της 22ας Νοεμβρίου 2001, C‑53/00, Ferring, Συλλογή 2001, σ. I‑9067, σκέψη 16).

39      Έχει κριθεί μεταξύ άλλων ότι, για την εκτίμηση του αν ορισμένο κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση πρέπει να προσδιοριστεί αν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-3547, σκέψη 60, και της 29 Απριλίου 1999, C‑342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑2459, σκέψη 41).

40      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η έννοια της ενισχύσεως, όπως αυτή ορίζεται στη Συνθήκη, έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται με βάση αντικειμενικά στοιχεία, οπότε ο κοινοτικός δικαστής οφείλει, καταρχήν και λαμβανομένων υπόψη τόσο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς της οποίας επελήφθη όσο και του τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο ως προς το κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2000, C‑83/98 P, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, Συλλογή2000, σ. I‑3271, σκέψη 25, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2002, T‑98/00, Linde κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3961, σκέψη 40).

41      Αντιθέτως, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση του ζητήματος αν μια επένδυση πληροί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή συνεπάγεται μια περίπλοκη οικονομική εκτίμηση. Όταν όμως η Επιτροπή εκδίδει πράξη συνεπαγόμενη περίπλοκη οικονομική εκτίμηση, απολαύει ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως και ο δικαστικός έλεγχος της εν λόγω πράξεως περιορίζεται συναφώς στο αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες και η υποχρέωση αιτιολογήσεως, στο υποστατό των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για την αμφισβητούμενη επιλογή και στο αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών ή κατάχρηση εξουσίας. Ειδικότερα, δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να υποκαταστήσει τον συντάκτη της αποφάσεως στην οικονομική του εκτίμηση (βλ., συναφώς, διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Απριλίου 2002, C‑323/00 P, DSG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑3919, σκέψη 43, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2002, T‑152/99, HAMSA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3049, σκέψη 127 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Υπό το φως των ανωτέρω αρχών πρέπει να χωρήσει η εξέταση των επιχειρημάτων των διαδίκων και, κατά πρώτον, το ερώτημα που αφορά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή στα ληφθέντα από την Περιφέρεια Βαλλονίας μέτρα.

 Επί της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στα ληφθέντα από την Περιφέρεια Βαλλονίας μέτρα

43      Καταρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ουσιαστικώς ότι η BSCA και η Περιφέρεια Βαλλονίας αποτελούσαν μία και ενιαία οικονομική οντότητα. Επομένως, ήταν ορθό να εφαρμοστεί στην περίπτωσή τους συνολικώς η αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Συγκεκριμένα, τα μέρη αντιμετώπισαν τις ίδιες συμφωνίες ως ένα και το αυτό σύνολο οικονομικών μέτρων. Εναπέκειτο στην Επιτροπή να εκλάβει συναφή μέτρα ως αποτελούντα ένα και ενιαίο σύνολο προκειμένου να εξετάσει αν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.

44      Επίσης, υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διττή προσέγγιση της Επιτροπής δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι η αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς ήταν αδύνατο να τύχει εφαρμογής στην Περιφέρεια Βαλλονίας, η Επιτροπή κατέληξε εσφαλμένως στο συμπέρασμα, προκειμένου να αποκλείσει την εφαρμογή της αρχής στην περίπτωση της, ότι η εν λόγω περιφέρεια δεν ενεργούσε εν προκειμένω ως επιχειρηματίας αλλά υπό την ιδιότητά της ως ρυθμιστικής αρχής.

45      Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι επιβάλλεται να εξεταστεί καταρχάς αν η Περιφέρεια Βαλλονίας και η BSCA έπρεπε να θεωρηθούν ως μία και ενιαία οικονομική οντότητα για τους σκοπούς της εξετάσεως των επίδικων μέτρων και να εξετάσει, ενδεχομένως, αν, μετά την ύπαρξη ταυτότητας συμφερόντων μεταξύ της Περιφέρειας Βαλλονίας και της BSCA, η Επιτροπή νομιμοποιούνταν να αποκλείσει την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς επί των χορηγηθέντων από την Περιφέρεια Βαλλονίας πλεονεκτημάτων θεωρώντας ότι η παρέμβασή της ενέπιπτε εν προκειμένω σε προνόμια δημόσιας εξουσίας.

 Επί της υπάρξεως ενιαίας νομικής οντότητας «περιφέρεια Βαλλονίας-BSCA»

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

46      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι εξέλαβε, για τους σκοπούς του νομικού χαρακτηρισμού των επίδικων μέτρων, την Περιφέρεια Βαλλονίας και την BSCA ως διακριτές οντότητες. Η ανωτέρω διαφοροποίηση είναι τεχνητή, καθόσον η Περιφέρεια Βαλλονίας ελέγχει την BSCA με την οποία αποτελούσε ενιαία οικονομική οντότητα. Ακολούθως, η ως άνω διάκριση επάγεται σημαντικές συνέπειες όσον αφορά την ουσία της αναλύσεως, καθόσον θα επέτρεπε στην Επιτροπή να επιλέξει τον χαρακτηρισμό ενισχύσεως των χορηγηθέντων από την Περιφέρεια Βαλλονίας πλεονεκτημάτων χωρίς προσφυγή στην αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

47      Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι το κεφάλαιο της BSCA κατέχει, ευθέως ή εμμέσως [μέσω της εταιρίας αεροδρομίων της Βαλλονίας (Sowaer) και της εταιρίας αναπτύξεως και συμμετοχής της Λεκάνης του Charleroi (Sambrinvest)], κατά ποσοστό άνω του 95 % η Περιφέρεια Βαλλονίας. Εξάλλου, όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της BSCA διορίζονται από την Περιφέρεια Βαλλονίας στην οποία είναι υπόλογοι. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν της συνάψεως των επίδικων συμφωνιών, η Περιφέρεια Βαλλονίας και η BSCA ενήργησαν όπως θα έπρατταν μία μητρική εταιρία και η θυγατρική της.

48      Στο μέτρο που ο αερολιμένας του Charleroi ανήκει στην Περιφέρεια Βαλλονίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι η τελευταία και η BSCA αποτελούν μία και μόνον οντότητα όσον αφορά τις «δράσεις» τους σε σχέση με τον αερολιμένα.

49      Κατόπιν αυτού, η προσέγγιση της Επιτροπής είναι τεχνητή δεδομένου ότι δεν λαμβάνει υπόψη τους στενούς δεσμούς που διατηρούν η Περιφέρεια Βαλλονίας και η BSCA. Υπό τις αντίστοιχες ιδιότητές τους ως κυρίας και ως έχουσας την εκμετάλλευση του αερολιμένα του Charleroi, αμφότερες δρουν, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, ως ενιαία οικονομική οντότητα. Επομένως, η Επιτροπή θα όφειλε να εξετάσει από κοινού τα μέτρα που έλαβε η Ryanair (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Οκτωβρίου 2004, T‑137/02, Pollmeier Malchow κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3541, σκέψη 50, στηριζόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm Gerätebau, Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11, καθώς και, κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 2000, T‑234/95, DSG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2603, σκέψη 124). Αν η Επιτροπή είχε ακολουθήσει την κατεύθυνση αυτή, οι επικρίσεις της σε σχέση με το επιχειρηματικό σχέδιο της BSCA δεν θα είχαν λόγο υπάρξεως.

50      Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει συναφώς ότι ο παρατιθέμενος στις αιτιολογικές σκέψεις 153 και 161 της προσβαλλόμενης αποφάσεως ισχυρισμός ότι επικρατούσε ως ένα βαθμό σύγχυση αναφορικά με τους ρόλους της Περιφερείας Βαλλονίας και της BSCA αντιστοίχως είναι αποκαλυπτικός μιας ενιαίας συμπεριφοράς.

51      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι ανωτέρω αιτιάσεις στερούνται λυσιτελείας· η σφαιρική εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στην Περιφέρεια Βαλλονίας και στην BSCA δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις συναφθείσες τόσο με την Περιφέρεια Βαλλονίας όσο και με την BSCA συμφωνίες κατά την ανάλυση του επιχειρηματικού σχεδίου. Έτσι, αξιολόγησε τα απορρέοντα από την παρασχεθείσα μείωση των τελών προσγειώσεως πλεονεκτήματα υπό το φως της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Η Επιτροπή βεβαιώνει ότι ανέδειξε αρκούντως τις ενδογενείς αδυναμίες του επιχειρηματικού σχεδίου. Υπό την έννοια αυτή, η ιδιότητα του ιδιοκτήτη του αερολιμένα της Περιφερείας Βαλλονίας ουδόλως επενεργούσε όσον αφορά τη σχετική ανάλυση, ειδικότερα αναφορικά με την εκ μέρους της τελευταίας ανάληψη του κόστους των υπηρεσιών συντηρήσεως και πυρασφαλείας, καθώς και αναφορικά με το ανώτατο όριο των συνεισφορών της BSCA στο ταμείο περιβάλλοντος. Ομοίως, το να θεωρηθούν η Περιφέρεια Βαλλονίας και η BSCA ως μία και ενιαία οντότητα σε καμία περίπτωση δεν είχε οποιαδήποτε επίπτωση στην προεξοφλούμενη με το επιχειρηματικό σχέδιο απόδοση δεδομένου ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας δεν προσποριζόταν κανένα όφελος από τη μείωση των τελών προσγειώσεως.

52      Κατά τη φάση του υπομνήματός της ανταπαντήσεως, η Επιτροπή κατέθεσε στον φάκελο νέα έγγραφα προερχόμενα από τις αρχές της Βαλλονίας ενισχυτικές της εκτιμήσεως ότι, ακόμη και σε περίπτωση εξομοιώσεως της Περιφερείας Βαλλονίας με ιδιώτη επενδυτή, η προεξοφλούμενη απόδοση ήταν ανεπαρκής υπό το πρίσμα της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

53      Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η BSCA είναι δημόσια επιχείρηση ελεγχόμενη από την Περιφέρεια Βαλλονίας. Το κεφάλαιό της αποτελείται κατά μεγάλο μέρος από δημόσια κεφάλαια. Ακριβέστερα και κατά τη γνώμη της ίδιας της Επιτροπής, η Περιφέρεια Βαλλονίας κατείχε, ευθέως ή εμμέσως, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το 96,28 % των εταιρικών μεριδίων της BSCA. Οι BSCA και Ryanair υπέγραψαν στις 2 Νοεμβρίου 2001 σύμβαση προβλέπουσα αμοιβαίες υποχρεώσεις.

54      Εξάλλου, η Περιφέρεια Βαλλονίας έχει υπό την κυριότητά της την υποδομή του αερολιμένα του Charleroi. Στις 6 Νοεμβρίου 2001, συνήψε συμφωνία με τη Ryanair, δυνάμει της οποίας ανέλαβε τη δέσμευση να της χορηγήσει, αφενός, έκπτωση επί των τελών προσγειώσεως και, αφετέρου, αποζημίωση σε περίπτωση τυχόν απωλειών που θα υφίστατο η εταιρία κατόπιν τροποποιήσεως, μέσω διατάγματος ή κανονιστικής ρυθμίσεως, των τελών αεροδρομίου ή των ωραρίων λειτουργίας του αερολιμένα του Charleroi. Σημειωτέον ότι η εν λόγω συμφωνία προβλέπει, όπως άλλωστε διευκρίνισε η Επιτροπή στο σημείο 21 του εγγράφου με το οποίο κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των επίδικων μέτρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 11), μόνο δεσμεύσεις της Περιφερείας Βαλλονίας έναντι της Ryanair.

55      Η Επιτροπή αναγνώρισε τόσο με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας όσο και με την προσβαλλόμενη απόφαση τους οικονομικούς νομικούς δεσμούς που συνδέουν την Περιφέρεια Βαλλονίας και την BSCA, ειδικότερα δε το γεγονός ότι η BSCA ήταν οικονομικώς εξαρτώμενη από την Περιφέρεια Βαλλονίας οντότητα.

56      Πράγματι, η Επιτροπή διευκρίνισε στο σημείο 80 του εγγράφου με το οποίο κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των επίδικων μέτρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 11), όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι «[επικρατούσε] μεγάλη σύγχυση όσον αφορά τους ρόλους της περιφερείας Βαλλονίας ως δημόσιας αρχής και της BSCA ως επιχειρήσεως διαχειρίσεως του αερολιμένα, γεγονός που [καθιστούσε] ιδιαίτερα δυσχερή την εφαρμογή της εν λόγω αρχής». Με το ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης, στο σημείο 101, ότι «η κυρίαρχη επιρροή της περιφερείας Βαλλονίας επί της BSCA [διακρινόταν] καταρχάς στη δομή του μετοχικού κεφαλαίου» και ότι «η μορφή οργανώσεως της BSCA, σύμφωνα με τα καταστατικά της του Ιουνίου 2001, [επεφύλασσε] τον έλεγχο της εταιρίας στους μετόχους της κατηγορίας A, ήτοι στην περιφέρεια Βαλλονίας και στις ειδικευμένες εταιρίες της». Τέλος, η Επιτροπή ενέμεινε επί του γεγονότος ότι «η κυρίαρχη επιρροή της περιφερείας Βαλλονίας επί της BSCA [ήταν] αναμφισβήτητη αν εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο οι δημόσιες αρχές διέγραψαν το γενικό περιβάλλον της από της συστάσεώς της το 1991».

57      Το συμπέρασμα ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας και η BSCA διατηρούν στενούς δεσμούς προκύπτει επίσης από την προσβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή διευκρίνισε συναφώς ότι η χρηματοοικονομική δομή της BSCA βασιζόταν σε σημαντικό βαθμό σε εκείνη της Περιφερείας Βαλλονίας (βλ. μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 161 έως 166 και 237 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), ειδικότερα όσον αφορά τη ανάληψη, σύμφωνα με τους όρους της παραχωρήσεως, του κόστους συντηρήσεως και πυροσβέσεως (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 208 έως 216 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Η Επιτροπή επισήμανε επίσης, στο τμήμα όπου εξετάζεται αν συντρέχει εν προκειμένω μεταφορά κρατικών πόρων, ότι «η BSCA [ήταν] δημόσια επιχείρηση ελεγχόμενη από την περιφέρεια Βαλλονίας, η οποία [ασκούσε] επ’ εαυτής κυρίαρχη επιρροή, τα δε μέτρα αυτά της [καταλογίζονταν]» (βλ. αιτιολογική σκέψη 246 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

58      Παρ’ όλες τις διάφορες αυτές διαπιστώσεις, η Επιτροπή εξέτασε τα επίδικα μέτρα κεχωρισμένως ανάλογα με το κατά πόσον είχαν αναγνωριστεί από την Περιφέρεια Βαλλονίας ή από την BSCA.

59      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, απαιτείται η εξέταση της εμπορικής πράξεως στο σύνολό της προκειμένου να ελεγχθεί αν η κρατική οντότητα και η ελεγχόμενη απ’ αυτήν οντότητα συμπεριφέρθηκαν, από κοινού λαμβανόμενες, ως ορθολογιστές επιχειρηματίες υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Πράγματι, η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτίμηση των επίδικων μέτρων, όλα τα λυσιτελή στοιχεία και την αλληλουχία τους (βλ., συναφώς απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψη 270), συμπεριλαμβανομένων των αφορώντων την κατάσταση της ή των αρχών που εξέδωσαν τα επίδικα μέτρα.

60      Ομοίως, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, οι οικονομικοί δεσμοί που συνδέουν την Περιφέρεια Βαλλονίας με την BSCA δεν στερούνται λυσιτελείας καθ’ ο μέτρο δεν μπορεί να αποκλείεται a priori ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας όχι μόνο συμμετέσχε στην ασκούμενη από την BSCA δραστηριότητα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑289, σκέψη 112), αλλ’ επέτυχε και χρηματική αντιστάθμιση για τα επίδικα μέτρα.

61      Εν προκειμένω, επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας και η BSCA έπρεπε να εκληφθούν ως μία και ενιαία οντότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Απομένει επίσης να εξεταστεί αν ορθώς η Επιτροπή αρνήθηκε να εφαρμόσει την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στα ληφθέντα από την Περιφέρεια Βαλλονίας μέτρα λόγω του συγκεκριμένου ρόλου της τελευταίας, ήτοι του υποτιθέμενου ρόλου της ως ρυθμιστικής αρχής.

 Επί της εξομοιώσεως της Περιφερείας Βαλλονίας προς νομοθετική κανονιστική αρχή και επί της μη εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στα ληφθέντα από αυτήν μέτρα

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

62      Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να εξετάσει τα χορηγηθέντα από την Περιφέρεια Βαλλονίας μέτρα υπό το φως της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Αντικρούει την προβληθείσα συναφώς από την Επιτροπή συλλογιστική (αιτιολογικές σκέψεις 139 έως 160 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας δεν ασκούσε οικονομική δραστηριότητα όταν της χορήγησε έκπτωση των τελών προσγειώσεως και της παρέσχε εγγύηση περί αποζημιώσεως, αλλά ασκούσε τα προνόμια της ως δημοσίας αρχής κάνοντας χρήση των νομοθετικών και κανονιστικών αρμοδιοτήτων της.

63      Πρώτον, η ως άνω συλλογιστική αντίκειται προς τη νομολογία. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς εξαρτάται από τη φύση της οικονομικής δραστηριότητας που αφορούν τα κρατικά μέτρα και όχι από την ιδιότητα του εκδότη του μέτρου ή των μέσων που θέτει σε εφαρμογή προκειμένου να παράσχει σε μια επιχείρηση οικονομικό πλεονέκτημα. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι, αν η αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς δεν μπορεί να εφαρμοστεί οσάκις δημόσια αρχή ενεργεί κατά την άσκηση των προνομίων της ως δημόσιας εξουσίας, ιδίως όταν επιβάλλει τέλη ή ασφαλιστικές εισφορές (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2003, C‑355/00, Freskot, Συλλογή 2003, σ. I‑5263, σκέψεις 55 έως 58 και 80 έως 87), δύναται, αντιστρόφως, να εφαρμοστεί επί καταστάσεως στα πλαίσια της οποίας οι δημόσιες αρχές εισπράττουν έκτακτο φόρο.

64      Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφασή της, η Επιτροπή περιορίζεται στην επανάληψη των νομοθετικών διατάξεων δυνάμει των οποίων η Περιφέρεια Βαλλονίας μπορεί να καθορίσει τα τέλη αεροδρομίου. Πάντως, ουδαμώς είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτοί λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας δεν είχε ενεργήσει υπό την ιδιότητά της ως κυρίας του αερολιμένα αλλ’ υπ’ αυτήν της ρυθμιστικής αρχής.

65      Εξάλλου, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι είχε επικαλεστεί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ότι η εμπλοκή της Επιτροπής στην πολιτική καθορισμού των τιμών του αερολιμένα του Charleroi θα ισοδυναμούσε με την εισαγωγή διαφορετικής μεταχειρίσεως εισάγουσας δυσμενή διάκριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών αερολιμένων, αντίθετης προς το άρθρο 295 ΕΚ. Σε απάντηση του επιχειρήματος αυτού, η Επιτροπή διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 157 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «η περιφέρεια Βαλλονίας μπορούσε […] να αποφασίσει ότι η BSCA θα ήταν αρμόδια για τον καθορισμό τέλους σε αντάλλαγμα για τις παρεχόμενες στους χρήστες υπηρεσίες, μέσω της τηρήσεως ορισμένων αρχών και προϋποθέσεων». Κατά την Επιτροπή, το ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας ενήργησε με τον τρόπο αυτό σημαίνει ότι ο καθορισμός εκ μέρους της BSCA των τελών προσγειώσεως συνιστά εμπορική δραστηριότητα και όχι άσκηση ρυθμιστικών εξουσιών. Έτσι, θα όφειλε να προβεί σε αξιολόγηση βάσει της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Πάντως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, όσον αφορά τη φύση των επίδικων δραστηριοτήτων και, συνακόλουθα, την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ότι τέτοιες δραστηριότητες δεν καθίστανται από «ρυθμιστικές» «εμπορικές» ή «οικονομικές» απλώς και μόνον επειδή ανατίθενται από περιφερειακή κυβέρνηση σε δημόσια επιχείρηση ανήκουσα στην πρώτη, η οποία έχει και τον έλεγχό της.

66      Όσον αφορά ακριβέστερα τη μείωση των τελών προσγειώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το να τίθενται στη διάθεση αερομεταφορέων εγκαταστάσεις αερολιμένων συνιστά οικονομική δραστηριότητα διεπόμενη από το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 2001, C‑163/99, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2613, σκέψη 45, καθώς και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T‑128/98, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3929, σκέψεις 108 έως 124). Η χορήγηση μειώσεων επί των τελών προσγειώσεως προκειμένου να προσελκύονται νέοι πελάτες συνιστά συνήθη πρακτική στον τομέα [κρατικές ενισχύσεις NN 109/98, Ηνωμένο Βασίλειο (αερολιμένας Manchester), 14 Ιουνίου 1999, σημείο 8].

67      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή θεμελίωσε τη συλλογιστική της στο γεγονός ότι η ίδια ήταν η μόνη εγκατεστημένη στο Charleroi εταιρία η οποία επωφελήθηκε μειώσεως επί των τελών προσγειώσεως και στην οποία παρεσχέθη εγγύηση καταβολής αποζημιώσεως. Εξ αυτού η Επιτροπή συνήγαγε ότι «[το] άρθρο 87 της Συνθήκης [θα εφαρμοζόταν ενδεχομένως] αν το απορρέον από τη χορήγηση παρεκκλίσεως από το κοινό τιμολογιακό καθεστώς όφελος δεν θα δικαιολογούνταν από αντικειμενικούς λόγους» (αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

68      Κατά την προσφεύγουσα, η ως άνω συλλογιστική είναι πεπλανημένη για ορισμένους λόγους. Πρώτον, οι όροι που προσφέρθηκαν στη Ryanair δεν συνιστούν το αποτέλεσμα «παρεκκλίσεως» την οποία χορήγησαν μονομερώς οι δημόσιες αρχές αλλά προϊόν εμπορικής διαπραγματεύσεως. Η Ryanair υπογραμμίζει ότι το επίπεδο μειώσεως το οποίο κατάφερε να αποσπάσει (περίπου 36 %) εξέρχεται του πλαισίου εκπτώσεως (μεταξύ ενός κατώτατου 5 % και ενός ανώτατου 25 % ορίου) που η Περιφέρεια Βαλλονίας μπορεί συνήθως να χορηγεί σύμφωνα με τις τοπικές κανονιστικές διατάξεις. Δεύτερον, οι μειώσεις που δόθηκαν στη Ryanair δικαιολογούνται από προφανείς αντικειμενικούς οικονομικούς λόγους. Προκειμένου να βελτιώσει τη δραστηριότητα του, ο αερολιμένας του Charleroi ήλθε σε επαφή με ορισμένες αεροπορικές εταιρίες. Τελικώς, η Ryanair ήταν η μόνη η οποία επωμίστηκε τον κίνδυνο να καθιερώσει τακτικές αεροπορικές υπηρεσίες με αφετηρία τον ως άνω αερολιμένα. Λόγω των αναληφθεισών δεσμεύσεων, η κατάσταση της Ryanair δεν ήταν της ιδίας τάξεως με εκείνη των λοιπών αερομεταφορέων που ήσαν τότε παρόντες στο Charleroi. Σε αντάλλαγμα της μειώσεως των τιμών, η Ryanair ανέλαβε τη δέσμευση να επταπλασιάσει τον συνολικό αριθμό των διακινουμένων από τον αερολιμένα σε ετήσια βάση επιβατών, ο οποίος ανερχόταν τότε σε 20 000. Η Ryanair ανέλαβε τον κίνδυνο να αποτελέσει την πρώτη εταιρία μεταφοράς ενός τόσου μεγάλου αριθμού επιβατών ώστε να καταστεί ο κύριος ένοικος του ως άνω περιφερειακού αεροδρομίου, το οποίο αποτελεί αντικείμενο υποεκμεταλλεύσεως και είναι ελάχιστα γνωστό. Λαμβάνοντας υπόψη τη διάρκεια της δεσμεύσεώς της, η Ryanair παραιτήθηκε και από τη δυνατότητα να αποσυρθεί από το Charleroi σε περίπτωση κατά την οποία η αποδοτικότητα της δραστηριότητάς της αποδεικνυόταν ανεπαρκής. Τρίτον, οι τροποποιήσεις που θέσπισε η Περιφέρεια Βαλλονίας υπέρ της Ryanair δεν είναι ούτε επιλεκτικές ούτε περιορισμένες, αλλά προσβάσιμες σε οποιοδήποτε τρίτο υπό προϋποθέσεις μη εισάγουσες δυσμενή διάκριση. Η συναφθείσα με την BSCA συμφωνία προβλέπει ρητώς ότι «στα πλαίσια της παρούσας συμβάσεως, η BSCA μπορεί κάλλιστα να διαπραγματευτεί με άλλες αεροπορικές εταιρίες ή να δεχθεί τη στάθμευση αεροσκαφών άλλων εταιριών» (σημείο 4.2 της ως άνω συμφωνίας). Επιπλέον, η Περιφέρεια Βαλλονίας επιβεβαίωσε, μέσω ανακοινωθέντος τύπου του μηνός Ιουλίου 2001, ότι τα παραχωρηθέντα στη Ryanair πλεονεκτήματα θα μπορούσαν να αναγνωριστούν και σε άλλες εταιρίες επιδιώκουσες να αναπτύξουν παρεμφερή δραστηριότητα.

69      Όσον αφορά την εγγύηση καταβολής αποζημιώσεως που παρέσχε η Περιφέρεια Βαλλονίας για ενδεχόμενες αλλαγές στη νομοθεσία της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν συνιστά περαιτέρω κρατική ενίσχυση. Πρόκειται για διακανονισμό εμπορικής φύσεως, δυνάμενο να εξομοιωθεί προς «ρήτρα σταθεροποιήσεως», συνάδουσα με τις πρακτικές του τομέα. Συγκεκριμένα, θα ήταν παράλογο η Ryanair να δεσμευθεί για ένα τόσο μακρό χρονικό διάστημα και να επωμιστεί τόσο σημαντικούς εμπορικούς κινδύνους χωρίς να λάβει ως αντιστάθμισμα την εκ μέρους της Περιφερείας Βαλλονίας διαβεβαίωση ότι δεν θα τροποποιούσε τους όρους της συμφωνίας. Η παρεμπόδιση της Περιφερείας Βαλλονίας να προσυπογράψει παρόμοιες δεσμεύσεις θα ισοδυναμούσε με την αποστέρησή της από ένα μέσο δράσεως το οποίο διαθέτουν άλλοι εμπορικοί παράγοντες. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η εγγύηση για την καταβολή αποζημιώσεως είναι περιορισμένης εφαρμογής και ουδόλως περιορίζει την κυρίαρχη νομοθετική αρμοδιότητα της Περιφερείας Βαλλονίας. Επομένως, πρόκειται απλώς για δέσμευση εμπορικής φύσεως με σκοπό την κατοχύρωση της βιωσιμότητας της σχεδιαζόμενης οικονομικής δράσεως.

70      Δεύτερον, η προσέγγιση της Επιτροπής στερείται συνοχής. Συναφώς, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει μία αντίφαση: η Επιτροπή θεώρησε, αφενός, ότι δεν εφαρμόζεται στη Περιφέρεια Βαλλονίας η αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και, αφετέρου, έλαβε υπόψη τα χορηγηθέντα από τη δεύτερη πλεονεκτήματα προκειμένου να αξιολογήσει βιωσιμότητα του επιχειρηματικού σχεδίου της BSCA υπό το φως της εν λόγω αρχής. Καταλογίζοντας στην Περιφέρεια Βαλλονίας τα απορρέοντα από τις εκπτώσεις επί των τελών προσγειώσεως και της εγγυήσεως προς καταβολή αποζημιώσεως πλεονεκτήματα, η Επιτροπή έφθασε στο σημείο να παρακάμψει την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και τις δυσχέρειες αναλύσεως που αυτό συνεπάγεται.

71      Η Επιτροπή αντικρούει τις ανωτέρω αιτιάσεις.

72      Πρώτον, η Επιτροπή αμφισβητεί την ερμηνεία της νομολογίας στην οποία επιδίδεται η προσφεύγουσα. Εκτιμά ότι η προπαρατεθείσα στη σκέψη 63 απόφαση Freskot προσθέτει κύρος στην προσβαλλόμενη απόφαση. Υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η υποχρεωτική εισφορά στα πλαίσια συστήματος γεωργικής ασφαλίσεως δεν συνιστά «υπηρεσία» κατά την έννοια της Συνθήκης, ιδίως επειδή η καταβαλλόμενη στα πλαίσια του εν λόγω συστήματος εισφορά «έχει κατ’ ουσίαν τον χαρακτήρα επιβαλλομένης από τον νομοθέτη επιβαρύνσεως», καθόσον «εισπράττεται από τη δημόσια οικονομική υπηρεσία», καθόσον «τα χαρακτηριστικά της επιβαρύνσεως αυτής, συμπεριλαμβανομένου του συντελεστή της, καθορίζονται επίσης από τον νομοθέτη» και καθότι «εναπόκειται να αποφασίσουν ενδεχομένως αναπροσαρμογή του συντελεστή». Οι ανωτέρω εκτιμήσεις θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν ευθέως και στην προκειμένη περίπτωση.

73      Δεύτερον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εφάρμοσε για πρώτη φορά την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς σε ενίσχυση αφορώσα αεροδρόμιο. Υποστηρίζει ότι η αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς είναι ασυμβίβαστη με τις κατευθυντήριες γραμμές της 10ης Δεκεμβρίου 1994 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και του άρθρου 61 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (EΟΧ) στις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα αεροπορικών μεταφορών (EE C 350, σ. 5), σύμφωνα με τις οποίες οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές αερολιμένων συνιστούν μέτρο γενικής οικονομικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, το δημόσιο δεν δύναται να ενεργεί ταυτοχρόνως ως δημόσια αρχή και ως ιδιώτης επενδυτής. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η διάκριση μεταξύ της υποδομής αερολιμένα και της διαχειρίσεώς του συνάδει προς τη διττή προσέγγιση της αναλύσεως των κρατικών ενισχύσεων στον αεροπορικό τομέα, η οποία έγκειται στη διάκριση των υποδομών από τις υπηρεσίες των αερολιμένων.

74      Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει αντίφαση στην επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας. Υπενθυμίζει ότι δεν της προσήψε ότι δεν έλαβε υπόψη το απαιτούμενο κόστος των επενδύσεων εκ μέρους της Περιφερείας Βαλλονίας προκειμένου να βελτιωθεί η υποδομή του αερολιμένα και να αντιμετωπισθεί η αύξηση της κυκλοφορίας ως απόρροιας της εγκαταστάσεως της Ryanair. Οι ανωτέρω επενδύσεις είναι υψηλές (93 εκατομμύρια ευρώ που αφορούν αποκλειστικά τις ευθέως συνδεόμενες με την εφαρμογή επιχειρηματικού σχεδίου). Στερείται λογικής το να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν εφάρμοσε την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στην Περιφέρεια Βαλλονίας τη στιγμή κατά την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά τις επενδύσεις της σε υποδομές. Αν το εν λόγω κόστος υποδομών έπρεπε να ενταχθεί στην αξιολόγηση βάσει της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς τούτο θα οδηγούσε ασφαλώς στη διόγκωση των ανεπαρκειών του επιχειρηματικού σχεδίου.

75      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο να καλέσει την προσφεύγουσα να ανακαλέσει τους λόγους της που αντλεί από το πλαίσιο αναλύσεως των ληφθέντων από την Περιφέρεια Βαλλονίας μέτρων ή να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους πραγματοποίησε, υπό την ιδιότητά της ως επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, τις αναγκαίες για την εφαρμογή του επιχειρηματικού σχεδίου επενδύσεις και να αποδείξει ότι η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως παρεισέφρησε συναφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση.

76      Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι το ερώτημα αν η αξία του αεροδρομίου έπρεπε να ληφθεί υπόψη αναφέρθηκε ασφαλώς στο δικόγραφο της προσφυγής, αλλά κατά τρόπο εξαιρετικά λακωνικό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι τα όσα αναπτύχθηκαν με το δικόγραφο της απαντήσεως και αφορούν το εν λόγω ερώτημα δεν έπρεπε να ερμηνευθούν ως νέοι λόγοι ακυρώσεως, απαράδεκτοι βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

77      Όσον αφορά, ειδικότερα τη μείωση των τελών προσγειώσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο καθορισμός αυτών για την πρόσβαση στις υποδομές εντάσσεται στην άσκηση των προνομίων της δημόσιας εξουσίας. Το Βασίλειο του Βελγίου δεν αμφισβήτησε ότι η χορήγηση εκπτώσεως σε σχέση με τον τιμοκατάλογο των τελών προσγειώσεως απαιτούσε την έκδοση νομοθετικής πράξεως. Εν προκειμένω, η ανάλυση απέδειξε ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας δεν ενήργησε σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, ούτε παρέμεινε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της χορηγώντας έκπτωση στη Ryanair μέσω συμβάσεως.

78      Τα ανωτέρω στοιχεία ενισχύονται από τον άρρηκτο δεσμό που υφίσταται μεταξύ των τελών προσγειώσεως και του περιβαλλοντικού ταμείου το οποίο ίδρυσε η Περιφέρεια Βαλλονίας και στο οποίο συνεισφέρει η BSCA. Η ανάπτυξη του αερολιμένα έχει ολέθριες επιπτώσεις στο περιβάλλον που η Περιφέρεια Βαλλονίας δεν θα μπορούσε να αγνοήσει. Το περιβαλλοντικό ταμείο σκοπεί στην υλοποίηση του συγκεκριμένου αυτού στόχου. Τούτο καταδεικνύει, κατά την Επιτροπή, ότι ο καθορισμός των τελών προσγειώσεως συνιστά κανονιστική δραστηριότητα.

79      Κατά την Επιτροπή, η Περιφέρεια Βαλλονίας παρέκαμψε τα κανονιστικά κωλύματα συνάπτοντας σύμβαση προβλέπουσα, αποκλειστικά υπέρ της Ryanair, έκπτωση επί των τελών αεροδρομίου. Αν η διαχείριση του αερολιμένα είχε παραχωρηθεί σε ιδιωτική εταιρία, η Ryanair δεν θα είχε τύχει μείωση των επιβαρύνσεων συγκρίσιμη προς εκείνη της οποίας επωφελήθηκε.

80      Ως προς την εγγύηση περί καταβολής αποζημιώσεως, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι απηχεί το γεγονός ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας δεν ενήργησε ως επιχείρηση αλλ’ ως δημόσια αρχή κάνοντας χρήση της ρυθμιστικής εξουσίας της προκειμένου να οριοθετήσει συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα. Μια επιχείρηση δεν θα ήταν σε θέση να παράσχει παρόμοια εγγύηση και εν πάση περιπτώσει δεν θα είχε λόγο να το πράξει. Η ανωτέρω εγγύηση είναι άσχετη με μονομερή αλλαγή της συμβάσεως, η οποία ούτως ή άλλως αποκλείεται καθόσον η σύμβαση με τη Ryanair δεν προέβλεπε παρόμοια δυνατότητα. Απορρέει ευθέως από τις κανονιστικές εξουσίες της Περιφερείας Βαλλονίας, οι οποίες δεν εντάσσονται στην αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, όπως καταμαρτυρεί το άρθρο 2 της συναφθείσας μεταξύ της Ryanair και της Περιφερείας Βαλλονίας συμφωνίας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

81      Υπενθυμίζεται ότι η συναφθείσα μεταξύ της Περιφερείας Βαλλονίας και της Ryanair συμφωνία προβλέπει, αφενός, έκπτωση επί των τελών προσγειώσεως και, αφετέρου, εγγύηση καταβολής αποζημιώσεως σε περίπτωση τροποποιήσεως των ωρών λειτουργίας του αερολιμένα ή του επιπέδου των «τελών» αεροδρομίου.

82      Η Επιτροπή διευκρινίζει στην αιτιολογική σκέψη 160 της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα ακόλουθα:

«[η] Επιτροπή συμπεραίνει ότι η αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς δεν ισχύει όσον αφορά τη συμπεριφορά της περιφερείας Βαλλονίας, και ότι η μείωση των τελών αεροδρομίου και η εγγύηση αποζημιώσεως συνιστούν πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ]. Τα πλεονεκτήματα αυτά επιτρέπουν στη Ryanair να μειώσει το λειτουργικό κόστος της.»

83      Καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

–        ο καθορισμός των τελών αεροδρομίου ανήκει στη νομοθετική και ρυθμιστική αρμοδιότητα της Περιφερείας Βαλλονίας (αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλόμενης αποφάσεως)·

–        καθορίζοντας το επίπεδο των τελών αεροδρομίου που οφείλουν οι χρήστες των αερολιμένων της Βαλλονίας, η Περιφέρεια Βαλλονίας ρύθμισε μια οικονομική δραστηριότητα, αλλά δεν ενήργησε ως επιχείρηση (αιτιολογικές σκέψεις 145 και 158 της προσβαλλόμενης αποφάσεως)·

–        οι «επιβαρύνσεις αεροδρομίου» που θέσπισε η Περιφέρεια Βαλλονίας καθιστούν εφικτή τη χρηματοδότηση μεταφοράς συγκεκριμένων πόρων: διατίθενται κατά 65 % στην εταιρία διαχειρίσεως του αεροδρομίου (BSCA) και κατά 35 % σε ταμείο περιβάλλοντος (αιτιολογικές σκέψεις 146 έως 150 της προσβαλλόμενης αποφάσεως)·

–        η Περιφέρεια Βαλλονίας παραβίασε τις εφαρμοστέες εθνικές κανονιστικές διατάξεις χορηγώντας στη Ryanair έκπτωση μέσω συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου περιερχόμενη με τον τρόπο αυτό σε κατάσταση «συγχύσεως των εξουσιών» (αιτιολογικές σκέψεις 151 έως 153 της προσβαλλόμενης αποφάσεως)·

–        είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ισοδυναμεί με διαφορετική μεταχείριση εισάγουσα διάκριση μεταξύ των «ιδιωτικών αερολιμένων» και των «δημόσιων αερολιμένων» υπό το φως των διαφόρων τρόπων καθορισμού των τελών που υφίστανται στην Ευρώπη (αιτιολογικές σκέψεις 154 έως 159 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

84      Προτού εξεταστεί το βάσιμο των ανωτέρω αιτιολογικών σκέψεων, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι προέχει η υπόμνηση ότι, για τους σκοπούς του καθορισμού αν κρατικό μέτρο συνιστά πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να γίνεται διάκριση των υποχρεώσεων που το δημόσιο οφείλει να αναλαμβάνει ως επιχείρηση ασκούσα οικονομική δραστηριότητα και των υποχρεώσεων που υπέχει ενδεχομένως ως δημόσια εξουσία (βλ., συναφώς, όσον αφορά τη διάκριση η οποία πρέπει να γίνεται μεταξύ της καταστάσεως όπου η χορηγούσα την ενίσχυση αρχή ενεργεί ως μέτοχος εταιρίας και την κατάσταση όπου ενεργεί υπό την ιδιότητά της ως δημόσιας αρχής, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑278/92 έως C‑280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4103, σκέψη 22, και της 28ης Ιανουαρίου 2003, C‑334/99, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑1139, σκέψη 134).

85      Καίτοι παρίσταται αναγκαίο, στην περίπτωση κατά την οποία το δημόσιο ενεργεί υπό την ιδιότητά του ως επιχειρήσεως δρώσας ως ιδιώτης επενδυτής, να αναλύεται η συμπεριφορά του υπό το φως της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, η εφαρμογή της αρχής αυτής πρέπει να αποκλείεται σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως δημόσια εξουσία. Πράγματι, στην δεύτερη αυτή περίπτωση, η συμπεριφορά του δημοσίου ουδέποτε μπορεί να συγκριθεί με εκείνη ενός επιχειρηματία ή ενός ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

86      Κατόπιν αυτού, πρέπει να εξεταστεί η οικονομική ή μη φύση των αφορωσών στην προκειμένη περίπτωση δραστηριοτήτων.

87      Συναφώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία, συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα η οποία συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 1987, 118/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 2599, σκέψη 7, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 66 απόφαση Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, σκέψη 107).

88      Σε αντίθεση προς όσα διευκρίνισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας ενήργησε στο πλαίσιο δραστηριοτήτων οικονομικής φύσεως. Πράγματι, ο καθορισμός του ύψους των τελών προσγειώσεως καθώς και η εγγύηση περί καταβολής αποζημιώσεως που συναρτάται με αυτά συνιστά δραστηριότητα αναγόμενη ευθέως στη διαχείριση των υποδομών αερολιμένα, διαχείριση η οποία αποτελεί οικονομική δραστηριότητα (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 66 απόφαση Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, σκέψεις 107 έως 109, 121 και 122 και 125).

89      Στο σημείο αυτό προέχει η υπόμνηση ότι οι καθορισθείσες από την Περιφέρεια Βαλλονίας επιβαρύνσεις αερολιμένα πρέπει να θεωρηθούν ως αμοιβή έναντι των παρεχομένων στα πλαίσια του αερολιμένα του Charleroi υπηρεσιών παρά το γεγονός το οποίο επικαλείται η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο άμεσος και πρόδηλος δεσμός μεταξύ του επιπέδου των επιβαρύνσεων και της παρεχόμενης στους χρήστες υπηρεσίας είναι χαλαρός.

90      Σε αντίθεση με την κατάσταση η οποία ίσχυε στα πλαίσια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 63 αποφάσεως Freskot, οι επιβαρύνσεις αερολιμένα πρέπει να ερμηνεύονται ως αντιπαροχή για τις παρεχόμενες από τον κύριο ή τον διαχειριζόμενο τον αερολιμένα υπηρεσίες. Η ίδια η Επιτροπή δέχεται, στις αιτιολογικές σκέψεις 147 έως 149 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, τόσο στην προκειμένη περίπτωση όσο και στα πλαίσια της προγενέστερης πρακτικής της σε επίπεδο εκδόσεως αποφάσεων, ήταν πρόσφορο να θεωρείται ότι οι εν λόγω επιβαρύνσεις αποτελούν «τέλη» και όχι «φόρους».

91      Ομοίως, το να τίθενται στη διάθεση των αεροπορικών εταιριών από τη δημόσια αρχή εγκαταστάσεις αερολιμένα και να ανατίθενται στις πρώτες η διαχείρισή τους μέσω της καταβολής τέλους, ο συντελεστής του οποίου καθορίζεται ελευθέρως από την εν λόγω αρχή, μπορούν να χαρακτηρίζονται ως δραστηριότητες οικονομικής φύσεως, δοθέντος ότι λαμβάνουν ασφαλώς χώρα στον δημόσιο τομέα, δεν εμπίπτουν όμως, εκ του γεγονότος αυτού και μόνον, στην άσκηση των προνομίων δημόσιας εξουσίας. Πράγματι, οι εν λόγω δραστηριότητες δεν ανάγονται, λόγω της φύσεως, του αντικειμένου και των κανόνων που τις διέπουν, στην άσκηση προνομίων που συνιστούν τυπικά γνωρίσματα ασκήσεως δημόσιας εξουσίας (βλ., a contrario, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 1994, C‑364/92, SAT Fluggesellschaft, Συλλογή 1994, σ. I‑43, σκέψη 30).

92      Το γεγονός ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας είναι δημόσια αρχή και κυρία εγκαταστάσεων αερολιμένα που εμπίπτουν στον δημόσιο τομέα δεν μπορεί με τον τρόπο αυτό να αποκλείει αφ’ εαυτού ότι στην προκειμένη περίπτωση ενδέχεται να θεωρηθεί ως οντότητα ασκούσα οικονομική δραστηριότητα (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 66 απόφαση Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, σκέψη 109).

93      Συναφώς, η Επιτροπή αναγνώρισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο κύριος δημόσιου αερολιμένα δύναται να ενεργεί ταυτόχρονα ως ρυθμιστής και ως ιδιώτης επενδυτής. Διευκρίνισε επίσης ότι αν η BSCA δεν είχε ενεργήσει υπό την ιδιότητά της ως ενδιαμέσου μεταξύ της Περιφερείας Βαλλονίας, ως κυρίας του αερολιμένα του Charleroi, και της Ryanair, ως πελάτη του εν λόγω αερολιμένα, θα ήταν ενδεχομένως εφικτό να θεωρηθεί η Περιφέρεια Βαλλονίας ως ιδιώτης επενδυτής υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Πάντως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, στην προκειμένη περίπτωση η Περιφέρεια Βαλλονίας ενήργησε απλώς ως ρυθμιστής κάνοντας χρήση των κανονιστικών και φορολογικών εξουσιών της. Υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, οι εξουσίες της Περιφερείας Βαλλονίας σε θέματα καθορισμού των αεροπορικών τελών, μεταξύ των οποίων καταλέγονται τα τέλη προσγειώσεως αεροσκαφών, αποκλειστικό αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, προβλέπονταν με το διάταγμα της Κυβερνήσεως της Βαλλονίας, της 16ης Ιουλίου 1998, περί καθορισμού των εισπρακτέων τελών για τη χρήση των αερολιμένων που ανήκουν στην Περιφέρεια Βαλλονίας (Moniteur belge της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, σ. 29 491), όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα της Κυβερνήσεως της Βαλλονίας της 22ας Μαρτίου 2001 (Moniteur belge της 10ης Απριλίου 2001, σ. 11 845). Βάσει του άρθρου 8 του εν λόγω διατάγματος, εναπόκειται σε συμβουλευτική επιτροπή των χρηστών, αποτελούμενη από ένα εκπρόσωπο του υπουργού μεταφορών, δύο εκπροσώπους της εταιρίας που διαχειρίζεται τον αερολιμένα, ένα εκπρόσωπο της γενικής διευθύνσεως μεταφορών του υπουργείου εξοπλισμών και μεταφορών και ένα εκπρόσωπο των χρηστών του αερολιμένα, να εκδίδει γνωμοδοτήσεις επί των σχεδίων τροποποιήσεως του συστήματος τελών. Τα ανωτέρω στοιχεία είναι αποκαλυπτικά της ασκήσεως προνομίων δημόσιας εξουσίας.

94      Πάντως, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, η ανωτέρω επιχειρηματολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή καθ’ ό μέτρο δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η δραστηριότητα η οποία αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, ήτοι ο καθορισμός των αεροπορικών τελών, συνδέεται στενά με τη χρήση και τη διαχείριση του αερολιμένα του Charleroi, δραστηριότητα η οποία πρέπει να χαρακτηριστεί ως οικονομική.

95      Υπογραμμίζεται, συναφώς, ότι η Επιτροπή διευκρίνισε τα ακόλουθα στην αιτιολογική σκέψη 156 της προσβαλλόμενης αποφάσεως:

«Οι αερολιμένες παρέχουν πάντοτε δημόσια υπηρεσία. Έτσι εξηγείται άλλωστε το γεγονός ότι υπόκεινται συνήθως σε ορισμένες μορφές ρυθμίσεως, ακόμη και αν ανήκουν ή η διαχείρισή τους έχει ανατεθεί σε ιδιωτική επιχείρηση. Οι ιδιωτικοί φορείς διαχειρίσεως του αερολιμένα ενδέχεται να υπόκεινται σε τέτοιες ρυθμίσεις, και οι εξουσίες τους, όσον αφορά τον καθορισμό των τελών, διέπονται συχνά από τους κανόνες που επιβάλλουν εθνικοί ρυθμιστικοί φορείς λόγω της μονοπωλιακής θέσεως τους. Έτσι, η θέση ισχύος των αερολιμένων σε σχέση με τους χρήστες τους είναι δυνατό να ρυθμίζεται από τους εθνικούς ρυθμιστικούς φορείς που καθορίζουν τα ανώτατα επίπεδα των τελών (“price caps”). Πάντως, ο ισχυρισμός ότι οι ιδιωτικοί αερολιμένες μπορούν να καθορίζουν ελεύθερα τα τέλη τους, χωρίς να υπόκεινται σε ορισμένες μορφές ρυθμίσεως, δεν είναι ορθός.»

96      Έτσι, η Επιτροπή, αν και αρνείται να εφαρμόσει την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στα ληφθέντα από την Περιφέρεια Βαλλονίας μέτρα, λόγω της κανονιστικής φύσεως των εξουσιών που αυτή ασκεί, η ίδια υπογράμμισε ότι οι αερολιμένες υπόκεινται εν γένει σε ορισμένες μορφές ρυθμίσεως, με τη διευκρίνιση μάλιστα «ακόμη και αν ανήκουν και/ή αποτελούν αντικείμενο διαχειρίσεως από ιδιωτική επιχείρηση». Κατόπιν αυτού, ο αντλούμενος από την ύπαρξη διαφόρων τρόπων καθορισμού των τελών αεροδρομίου λόγος δεν παρίσταται αφ’ εαυτού ικανός να αποκλείσει την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς επί των χορηγηθέντων από την Περιφέρεια Βαλλονίας πλεονεκτημάτων.

97      Περαιτέρω, όσον αφορά τον λόγο ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας παραβίασε τις εφαρμοστέες εθνικές κανονιστικές διατάξεις χορηγώντας έκπτωση στη Ryanair μέσω συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου και περιήλθε με τον τρόπο αυτό σε κατάσταση «συγχύσεως των εξουσιών» (αιτιολογικές σκέψεις 151 έως 153 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), ούτε αυτός μπορεί να γίνει δεκτός.

98      Πράγματι, εναπέκειτο στην Επιτροπή να διακρίνει, στα πλαίσια του εκ μέρους της ελέγχου των επίδικων μέτρων, τις οικονομικής φύσεως δραστηριότητες από τις εμπίπτουσες stricto sensu στα προνόμια δημόσιας εξουσίας. Άλλωστε, η συμφωνία της συμπεριφοράς του χορηγούντος ενίσχυση στο εθνικό δίκαιο δεν αποτελεί στοιχείο ληπτέο υπόψη προκειμένου να κριθεί αν ενήργησε σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς ή παρέσχε οικονομικό πλεονέκτημα αντίθετο προς το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Το γεγονός ότι συγκεκριμένη δραστηριότητα στοιχεί από νομικής απόψεως σε παρέκκλιση από πίνακα ο οποίος επαναλαμβάνεται σε κανονιστική διάταξη δεν επιτρέπει να εκληφθεί ότι η ως άνω δραστηριότητα πρέπει να χαρακτηριστεί ως μη οικονομική.

99      Η Επιτροπή δεν μπορεί να στηρίζεται, προς ενίσχυση της θέσεως που υιοθέτησε με την προσβαλλόμενη απόφαση, στις κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και του άρθρου 61 της Συμφωνίας EΟΧ στις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών. Πράγματι, οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές περιορίζονται στην πρόβλεψη ότι: «[η] κατασκευή ή επέκταση έργων υποδομής αποτελεί γενικό μέτρο οικονομικής πολιτικής το οποίο δεν μπορεί να ελεγχθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις», με τη διευκρίνιση, πάντως, ότι «[η] Επιτροπή μπορεί […] να αξιολογήσει δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα εντός των αεροδρομίων και μπορούν, άμεσα ή έμμεσα, να ωφελήσουν αεροπορικές εταιρίες». Μακράν του να ενισχύουν τη θέση της Επιτροπής, οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές υπενθυμίζουν ότι η εκμετάλλευση αερολιμένων και ο καθορισμός των τελών που συναρτώνται με αυτήν, έστω και από δημόσιους οργανισμούς, συνιστούν οικονομική δραστηριότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού.

100    Επιπλέον, σημειωτέον ότι η Επιτροπή, διευκρινίζοντας ότι «η περιφέρεια Βαλλονίας μπορούσε […] να αποφασίσει ότι η BSCA θα ήταν αρμόδια για τον καθορισμό ενός τέλους σε αντάλλαγμα για τις παρεχόμενες στους χρήστες υπηρεσίες, μέσω της τηρήσεως ορισμένων αρχών και προϋποθέσεων» (βλ. αιτιολογική σκέψη 157 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) ή ακόμη αποδεχόμενη ότι ένα σύστημα εκπτώσεων των τελών αεροδρομίου με σκοπό την εμπορική προώθηση δεν αντίκειται αφ’ εαυτού στο κοινοτικό δίκαιο (αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), αναγνωρίζει η ίδια ότι το γεγονός της χορηγήσεως μειώσεως των τελών αεροδρομίου και της αναγνωρίσεως εγγυήσεως καταβολής αποζημιώσεως, όπως οι επίδικες εν προκειμένω, δεν συνδέεται με προνόμια δημόσιας εξουσίας.

101    Εν προκειμένω, το γεγονός απλώς και μόνον ότι η Περιφέρεια Βαλλονίας διαθέτει εξουσίες κανονιστικής φύσεως σε θέματα καθορισμού των τελών αεροδρομίου δεν αποκλείει η εξέταση ενός συστήματος μειώσεως των ως άνω τελών να πρέπει να λάβει χώρα υπό το φως της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, δεδομένου ότι παρόμοιο σύστημα μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον ιδιώτη επιχειρηματία.

102    Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η άρνηση της Επιτροπής να εξετάσει από κοινού τα πλεονεκτήματα που χορήγησαν η Περιφέρεια Βαλλονίας και η BSCA και να εφαρμόσει την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στα ληφθέντα από την Περιφέρεια Βαλλονίας μέτρα, παρά τους συνδέοντες τις δύο αυτές οντότητες οικονομικούς δεσμούς, φέρει το στίγμα της πλάνης περί το δίκαιο.

103    Αφ’ ής στιγμής η εξέταση του συνόλου των επίδικων μέτρων απαιτούσε εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, όχι μόνον ·έναντι των ληφθέντων από την BSCA μέτρων αλλά και έναντι εκείνων που εξέδωσε η Περιφέρεια Βαλλονίας, παρέλκει η εξέταση του τελευταίου σκέλους του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πεπλανημένη εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στην BSCA. Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλείεται ότι η εφαρμογή της ανωτέρω αρχής στο σύνολο που συνέστησαν η Περιφέρεια Βαλλονίας και η BSCA θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικά αποτελέσματα.

104    Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η επανεκτίμηση του συνόλου των επίδικων μέτρων υπό το φως της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς θα κατέληγε σε ακόμη δυσμενέστερα για την προσφεύγουσα αποτελέσματα δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, όπως διευκρινίζει η προσφεύγουσα, χωριστή εξέταση των επίδικων μέτρων, ανάλογα με το αν χορηγήθηκαν από την Περιφέρεια Βαλλονίας ή από την BSCA, επηρέασε ουσιωδώς την ανάλυση της Επιτροπής καθόσον της παρέσχε τη δυνατότητα να χαρακτηρίσει ως κρατικές ενισχύσεις τα ληφθέντα από την Περιφέρεια Βαλλονίας μέτρα, χωρίς να ανατρέξει στην αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Όπως προκύπτει από την παρατιθέμενη ανωτέρω στη σκέψη 41 νομολογία, η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς καταλαμβάνοντας το σύνολο της συναλλαγής σημαίνει εξέταση και περίπλοκες οικονομικές αξιολογήσεις που δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να πραγματοποιήσει. Συναφώς, προέχει να υπομνηστεί ότι, στο πλαίσιο διαφοράς με αίτημα την ακύρωση, το Πρωτοδικείο αποφαίνεται επί της νομιμότητας των εκτιμήσεων της Επιτροπής στα πλαίσια της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο παρόμοιας διαφοράς, να επανεκτιμήσει τον φρόνιμο χαρακτήρα μιας επενδύσεως και να αποφανθεί επί του ερωτήματος αν ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε προβεί εντέλει στην επένδυση την οποία σχεδίαζε να πραγματοποιήσει κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T‑296/97, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3871, σκέψη 170 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

105    Κατόπιν αυτού, λαμβάνοντας υπόψη την περί δικαίου πλάνη της Επιτροπής, επιβάλλεται η αποδοχή των αιτημάτων της προσφεύγουσας και η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω η εξέταση των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

106    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της προσφεύγουσας.

107    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά έξοδα της.

Για τους λόγους αυτούς,

Το ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2004/393/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με τα πλεονεκτήματα που εκχώρησαν η Περιφέρεια Βαλλονίας και η Brussels South Charleroi Airport στην αεροπορική εταιρία Ryanair κατά την εγκατάστασή της στο Charleroi.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Ryanair Ltd.

3)      Η Association of European Airlines (AEA) φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Martins Ribeiro

Šváby

Παπασάββας

Wahl

 

      Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Δεκεμβρίου 2008.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.