Language of document : ECLI:EU:T:2007:287

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-125/03 και T-253/03

Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Έγγραφα κατασχεθέντα κατά τη διάρκεια ελέγχου – Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών – Παραδεκτό»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Πράξεις που μεταβάλλουν τη νομική θέση του προσφεύγοντος

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής – Άρνηση της επιχείρησης να προσκομίσει την ανταλλαγείσα με τον δικηγόρο της αλληλογραφία λόγω του απορρήτου της – Εξουσίες της Επιτροπής

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής – Εξουσία να ζητεί προσκόμιση της αλληλογραφίας που αντηλλάγη μεταξύ δικηγόρου και πελάτη – Όρια – Προστασία του απορρήτου μιας τέτοιας αλληλογραφίας – Σκοποί

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής – Εξουσία να ζητεί προσκόμιση της αλληλογραφίας που αντηλλάγη μεταξύ δικηγόρου και πελάτη – Όρια – Προστασία του απορρήτου μιας τέτοιας αλληλογραφίας – Έκταση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής – Εξουσία να ζητεί προσκόμιση της αλληλογραφίας που αντηλλάγη μεταξύ δικηγόρου και πελάτη – Όρια – Προστασία του απορρήτου μιας τέτοιας αλληλογραφίας – Έκταση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής – Εξουσία να ζητεί προσκόμιση της αλληλογραφίας που αντηλλάγη μεταξύ δικηγόρου και πελάτη – Όρια – Προστασία του απορρήτου μιας τέτοιας αλληλογραφίας – Κοινοτική έννοια του απορρήτου

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

1.      Όταν μια επιχείρηση επικαλείται το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών για να αντιταχθεί στην κατάσχεση ενός εγγράφου στο πλαίσιο ελέγχου που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17, η απόφαση με την οποία η Επιτροπή απορρίπτει την αίτηση αυτή αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτής της επιχειρήσεως, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική της θέση. Η απόφαση αυτή της οποίας η ενδεχόμενη έλλειψη νομιμότητας δεν έχει επίπτωση επί της νομιμότητας της αποφάσεως με την οδηγία διατάσσεται ο έλεγχος στο πλαίσιο του οποίου αυτή εντάσσεται, της στερεί όντως το ευεργέτημα της προστασίας που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο και έχει οριστικό χαρακτήρα και είναι ανεξάρτητη από την τελική απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η δυνατότητα που διαθέτει η επιχείρηση να ασκήσει προσφυγή κατά ενδεχόμενης αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού δεν αρκεί να προστατεύσει προσηκόντως τα δικαιώματά της. Πρώτον, η διοικητική διαδικασία μπορεί να μη καταλήξει σε απόφαση περί διαπιστώσεως παραβάσεως. Δεύτερον, η προσφυγή που ασκείται κατά της αποφάσεως αυτής, εφόσον ασκηθεί, οπωσδήποτε δεν παρέχει στην επιχείρηση το μέσο να προλάβει τα αμετάκλητα αποτελέσματα που θα συνεπαγόταν η μη νόμιμη γνώση εγγράφων που προστατεύονται με το απόρρητο.

Επομένως, προκύπτει ότι η απόφαση της Επιτροπής η οποία απορρίπτει την αίτηση προστασίας ενός συγκεκριμένου εγγράφου λόγω απορρήτου –και διατάσσει, ενδεχομένως, την προσκόμιση του εν λόγω εγγράφου– περατώνει μια ειδική διαδικασία διαφορετική από εκείνην η οποία είχε ως σκοπό να επιτρέψει στην Επιτροπή να λάβει απόφαση για την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και, επομένως, συνιστά πράξη που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, συνοδευόμενη εφόσον τούτο χρειάζεται από αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων με σκοπό, ειδικότερα, να ανασταλεί η εκτέλεσή της έως ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της κύριας προσφυγής.

Επίσης, όταν η Επιτροπή, κατά τον έλεγχο, κατάσχει έγγραφο σχετικά με το οποίο ζητείται προστασία λόγω απορρήτου και το περιλαμβάνει στο φάκελο της έρευνας χωρίς να το θέσει σε σφραγισμένο φάκελο και χωρίς να λάβει επίσημα απορριπτική απόφαση, η υλική αυτή πράξη συνεπάγεται κατ’ ανάγκην σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει τη ζητηθείσα από την επιχείρηση προστασία, και επιτρέπει στην Επιτροπή να λάβει αμέσως γνώση του εν λόγω εγγράφου. Επομένως, αυτή η σιωπηρή απόφαση μπορεί επίσης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

(βλ. σκέψεις 46-49, 55)

2.      Στην περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση, που υποβάλλεται σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 17, αρνείται, επικαλουμένη το δικαίωμα προστασίας του εμπιστευτικού χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ δικηγόρου και πελάτου να προσκομίσει, μεταξύ των επαγγελματικών εγγράφων που ζητεί η Επιτροπή, την αλληλογραφία μεταξύ αυτής και του δικηγόρου της, πρέπει εν πάση περιπτώσει να παράσχει στους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους της Επιτροπής, χωρίς εντούτοις να πρέπει να αποκαλύψει το περιεχόμενο της ανωτέρω επικοινωνίας, χρήσιμα στοιχεία, ικανά να αποδείξουν ότι η εν λόγω αλληλογραφία συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν την έννομη προστασία της. Αν η Επιτροπή θεωρήσει ότι μια τέτοια απόδειξη δεν έχει προσκομισθεί, εναπόκειται σ’ αυτήν να διατάξει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, την προσκόμιση της εν λόγω αλληλογραφίας και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να επιβάλει στην επιχείρηση πρόστιμο ή χρηματική ποινή, δυνάμει του ίδιου κανονισμού, ως κύρωση της αρνήσεως της τελευταίας είτε να παράσχει τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που η Επιτροπή θεώρησε ως απαραίτητα είτε να εμφανίσει τα έγγραφα που η Επιτροπή φρονεί ότι δεν έχουν νομίμως προστατευόμενο εμπιστευτικό χαρακτήρα. Είναι δυνατό, εν συνεχεία, για την ελεγχόμενη επιχείρηση να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά μιας τέτοιας αποφάσεως της Επιτροπής, και αν συντρέχει περίπτωση, να υποβάλει αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων βάσει των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ.

Το γεγονός και μόνον ότι μια επιχείρηση διεκδικεί το απόρρητο ενός εγγράφου δεν αρκεί για να εμποδίσει την Επιτροπή να λάβει γνώση του εγγράφου αυτού αν, εξάλλου, η επιχείρηση αυτή δεν προσκομίζει κανένα χρήσιμο στοιχείο, ικανό να αποδείξει ότι το έγγραφο προστατεύεται όντως από το απόρρητο. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορεί ειδικότερα να αναφέρει στην Επιτροπή ποιος είναι ο συντάκτης του και ο αποδέκτης του, να εξηγήσει τα αντίστοιχα καθήκοντα και τις ευθύνες εκάστου και να αναφέρει τον σκοπό και το πλαίσιο εντός των οποίων το έγγραφο αυτό συντάχθηκε. Επίσης, μπορεί να κάνει μνεία του πλαισίου εντός του οποίου βρέθηκε το έγγραφο αυτό, του τρόπου με τον οποίο είχε αρχειοθετηθεί ή άλλων εγγράφων με τα οποία σχετιζόταν.

Σε αρκετό αριθμό περιπτώσεων, μόνο η συνοπτική εξέταση, εκ μέρους των υπαλλήλων της Επιτροπής, της γενικής εμφανίσεως του εγγράφου ή της επικεφαλίδας, του τίτλου ή άλλων επιφανειακών χαρακτηριστικών του εγγράφου θα επιτρέψει στους υπαλλήλους να επαληθεύσουν την ακρίβεια των δικαιολογιών που επικαλείται η επιχείρηση και να διασφαλίσουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα του επίμαχου εγγράφου, ώστε να το παραμερίσουν. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και η συνοπτική εξέταση του εγγράφου συνιστά κίνδυνο όπως, παρά τον επιφανειακό της χαρακτήρα, οι υπάλληλοι της Επιτροπής λαμβάνουν γνώση πληροφοριών που καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Τούτο μπορεί να συμβεί, ειδικότερα, αν από τη μορφολογική εμφάνιση του επίμαχου εγγράφου δεν προκύπτει σαφώς ο εμπιστευτικός χαρακτήρας αυτού.

Η επιχείρηση υποχρεούται να παράσχει στους υπαλλήλους της Επιτροπής χρήσιμα στοιχεία ικανά να αποδείξουν τον όντως εμπιστευτικό χαρακτήρα τους που δικαιολογούν την προστασία τους, χωρίς ωστόσο να πρέπει να αποκαλύψει το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων. Συνεπώς, η επιχείρηση που αποτελεί αντικείμενο ελέγχου βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 δικαιούται να αρνηθεί στους υπαλλήλους της Επιτροπής τη δυνατότητα να λάβουν γνώση, έστω και συνοπτικά, ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων εγγράφων για τα οποία υποστηρίζει ότι προστατεύονται από το απόρρητο, νοουμένου ότι η επιχείρηση θεωρεί ότι μια τέτοια συνοπτική εξέταση είναι αδύνατη χωρίς να αποκαλυφθεί το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και εξηγεί τούτο, κατά τρόπο αιτιολογημένο, στους υπαλλήλους της Επιτροπής.

Όταν, κατά τη διάρκεια ελέγχου βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, η Επιτροπή φρονεί ότι τα στοιχεία που παρέχει η επιχείρηση δεν είναι ικανά να αποδείξουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εν λόγω εγγράφων, ειδικότερα όταν η επιχείρηση αρνείται στους υπαλλήλους της Επιτροπής να λάβουν συνοπτική γνώση ενός εγγράφου, οι υπάλληλοι της Επιτροπής μπορούν να θέσουν ένα αντίγραφο του ή των σχετικών εγγράφων σε σφραγισμένο φάκελο και να τον μεταφέρουν στη συνέχεια μαζί τους για την μεταγενέστερη επίλυση της διαφοράς. Πράγματι, η διαδικασία αυτή επιτρέπει να παραμερίζονται οι κίνδυνοι παραβιάσεως του απορρήτου ενώ αφήνει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διατηρεί κάποιον έλεγχο επί των εγγράφων τα οποία αποτελούν αντικείμενο του ελέγχου και να αποφεύγεται ο κίνδυνος μεταγενέστερης εξαφανίσεως ή αλλοιώσεως των εγγράφων αυτών.

Σε κάθε περίπτωση, αν η Επιτροπή δεν ικανοποιηθεί από τα στοιχεία και τις εξηγήσεις που έδωσαν οι εκπρόσωποι της ελεγχόμενης επιχειρήσεως προκειμένου να αποδείξουν ότι το σχετικό έγγραφο προστατεύεται από το απόρρητο, η Επιτροπή δεν δικαιούται να λάβει γνώση του περιεχομένου του εγγράφου προτού εκδώσει απόφαση επιτρέπουσα στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να προσφύγει προσηκόντως ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Συναφώς, η Επιτροπή υποχρεούται να αναμείνει όπως παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της απορριπτικής της αποφάσεως προτού λάβει γνώση του περιεχομένου των εγγράφων αυτών. Σε κάθε περίπτωση, στο μέτρο που μια τέτοια προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, εναπόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να υποβάλει αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων που αποβλέπουν στην αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα περί της προστασίας αυτής.

Αν μια επιχείρηση καταχράται της περιγραφείσας ανωτέρω διαδικασίας υποβάλλοντας, για σκοπούς καθαρά παρελκυστικούς, αιτήσεις προστασίας του απορρήτου προδήλως αβάσιμες ή αντιτασσόμενες, χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, σε ενδεχόμενο συνοπτικό έλεγχο των εγγράφων κατά τη διάρκεια έρευνας, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή διαθέτει εργαλεία για να αποθαρρύνει και να επιβάλει κυρώσεις, ενδεχομένως, για τέτοιες πρακτικές. Συγκεκριμένα, οι συμπεριφορές αυτές μπορούν να επισύρουν κυρώσεις βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 (και, προηγουμένως, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 17) ή να ληφθούν υπόψη ως επιβαρυντικές περιστάσεις για τον υπολογισμό του ενδεχόμενου προστίμου που θα επιβληθεί στο πλαίσιο μιας αποφάσεως επιβολής κυρώσεων λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 79-83, 85, 88-89)

Λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό χαρακτήρα της αρχής της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, της οποίας το αντικείμενο συνίσταται τόσο στη διαφύλαξη της πλήρους ασκήσεως των δικαιωμάτων υπερασπίσεως των πολιτών όσο και στην προστασία της απαιτήσεως ότι κάθε πολίτης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται ελεύθερα τον δικηγόρο του, πρέπει να θεωρηθεί ότι η γνώση εκ μέρους της Επιτροπής του περιεχομένου ενός εμπιστευτικού εγγράφου συνιστά καθαυτό παραβίαση της αρχής αυτής.

3.      Πράγματι, η προστασία του απορρήτου υπερβαίνει την απαίτηση όπως οι πληροφορίες που εμπιστεύεται η επιχείρηση στον δικηγόρο της ή το περιεχόμενο της γνώμης του τελευταίου δεν χρησιμοποιούνται κατά της επιχειρήσεως σε απόφαση για την επιβολή κυρώσεως λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού. Η προστασία αυτή αποβλέπει, πρώτον, στο να διασφαλίσει το δημόσιο συμφέρον μιας καλής απονομής της δικαιοσύνης που συνίσταται στο να διασφαλίζει ότι κάθε πελάτης έχει την ελευθερία να απευθύνεται στον δικηγόρο του χωρίς να φοβάται ότι οι εκμυστηρεύσεις στις οποίες θα προέβαινε μπορούν να αποκαλυφθούν αργότερα. Δεύτερον, έχει ως στόχο να αποφεύγονται οι ζημίες που η εκ μέρους της Επιτροπής γνώση του περιεχομένου ενός εμπιστευτικού εγγράφου και η μη προσήκουσα επισύναψή του στον φάκελο της έρευνας μπορεί να προκαλέσουν στα δικαιώματα άμυνας της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως.

Έτσι, ακόμη και αν το έγγραφο αυτό δεν χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό μέσο σε απόφαση επιβολής κυρώσεων λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η επιχείρηση μπορεί να υποστεί ζημίες οι οποίες δεν θα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποκαταστάσεως ή πολύ δύσκολα θα μπορούν να αποκατασταθούν. Αφενός, η πληροφορία που προστατεύεται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την Επιτροπή, άμεσα ή έμμεσα, για τη λήψη νέων πληροφοριών ή νέων αποδεικτικών μέσων, χωρίς η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να είναι πάντοτε σε θέση να τις εξακριβώσει και να αποφύγει όπως χρησιμοποιηθούν κατ’ αυτής. Αφετέρου, δεν μπορεί να αποκατασταθεί η ζημία που θα υποστεί η ενδιαφερόμενη επιχείρηση λόγω της αποκαλύψεως σε τρίτους πληροφοριών οι οποίες προστατεύονται από το απόρρητο, για παράδειγμα αν η πληροφορία αυτή χρησιμοποιηθεί σε ανακοίνωση των αιτιάσεων κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής. Το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα προστατευόμενα έγγραφα ως αποδεικτικά στοιχεία σε απόφαση επιβολής κυρώσεων δεν μπορεί, επομένως, να αποκαταστήσει ή να εξαλείψει τις ζημίες που θα προέκυπταν από την εκ μέρους της Επιτροπής γνώση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων.

(βλ. σκέψεις 86-87)

4.      Ο κανονισμός 17 του Συμβουλίου πρέπει να ερμηνευθεί ως προστατεύων το απόρρητο της επικοινωνίας με τους δικηγόρους εφόσον, αφενός, πρόκειται για αλληλογραφία ανταλλασσόμενη στο πλαίσιο και προς το συμφέρον της υπερασπίσεως του πελάτου και, αφετέρου, προέρχεται από ανεξάρτητους δικηγόρους. Όσον αφορά την πρώτη των δύο αυτών προϋποθέσεων, η προστασία πρέπει, για να είναι αποτελεσματική, να θεωρηθεί ως καλύπτουσα κάθε αλληλογραφία ανταλλασσόμενη μετά την έναρξη της διοικητικής διαδικασίας, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, που είναι δυνατόν να καταλήξει σε απόφαση περί εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ή σε απόφαση επιβάλλουσα στην επιχείρηση χρηματικής φύσεως κυρώσεις. Η προστασία αυτή δύναται επίσης να καλύπτει την προηγούμενη και συναφή με το αντικείμενο μιας τέτοιας διαδικασίας αλληλογραφία. Λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό της, η προαναφερόμενη προστασία πρέπει να θεωρηθεί ως καλύπτουσα επίσης τα εσωτερικά έγγραφα που διανέμονται εντός της επιχειρήσεως τα οποία περιορίζονται να επαναλάβουν το κείμενο ή το περιεχόμενο της εν λόγω επικοινωνίας με τους ανεξάρτητους δικηγόρους που περιέχει νομικές συμβουλές.

Εξάλλου, για να μπορεί ένας πολίτης να έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται ελεύθερα τον δικηγόρο του και ο τελευταίος να μπορεί να ασκεί αποτελεσματικά τον ρόλο του ως συνεργάτης της δικαιοσύνης και ως παρέχων νομική συνδρομή με σκοπό την πλήρη άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, μπορεί να αποδειχθεί αναγκαίο, υπό ορισμένες περιστάσεις, ο πελάτης να ετοιμάσει έγγραφα εργασίας ή συνθέσεως, ειδικότερα, προκειμένου να συγκεντρώσει πληροφορίες οι οποίες θα είναι χρήσιμες, ή και απαραίτητες, στον δικηγόρο αυτόν προκειμένου να αντιληφθεί το πλαίσιο, τη φύση και το περιεχόμενο των περιστατικών σχετικά με τα οποία ζητείται η συνδρομή του. Η προετοιμασία τέτοιων εγγράφων μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα αναγκαία σε θέματα στα οποία εμπλέκονται πολλές και περίπλοκες πληροφορίες, πράγμα που κανονικά συμβαίνει στην περίπτωση διαδικασιών που αποβλέπουν στην επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή, κατά τον έλεγχο, λαμβάνει γνώση τέτοιων εγγράφων μπορεί να θίξει τα δικαιώματα άμυνας της ελεγχόμενης επιχειρήσεως, καθώς και το δημόσιο συμφέρον το οποίο συνίσταται στην πλήρη εξασφάλιση του ότι ο πελάτης έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται ελευθέρως τον δικηγόρο του.

Επομένως, τέτοια προπαρασκευαστικά έγγραφα, ακόμη και αν δεν έχουν ανταλλαγεί με τον δικηγόρο, ή δεν έχουν καταρτισθεί για να διαβιβαστούν αυτούσια στον δικηγόρο, μπορούν ωστόσο να καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, εφόσον καταρτίστηκαν αποκλειστικά με σκοπό να ζητηθεί νομική συμβουλή από δικηγόρο, στο πλαίσιο της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας. Αντιθέτως, το απλό γεγονός ότι ένα έγγραφο υπήρξε αντικείμενο συζητήσεων με δικηγόρο δεν αρκεί για να τύχει αυτής της προστασίας.

Πράγματι, η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών συνιστά παρέκκλιση από τις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής, οι οποίες είναι ουσιώδεις προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να διαπιστώσει, να θέσει τέρμα και να τιμωρήσει παραβάσεις στους κανόνες ανταγωνισμού. Εξάλλου, οι παραβάσεις αυτές συχνά καλύπτονται επιμελώς και είναι συνήθως νοσηρές για την καλή λειτουργία της κοινής αγοράς. Είναι γι’ αυτό αναγκαίο να ερμηνεύεται στενά η δυνατότητα ένα προπαρασκευαστικό έγγραφο να μπορεί να θεωρηθεί ως προστατευόμενο από το απόρρητο. Εναπόκειται στην επιχείρηση που επικαλείται αυτή την προστασία να αποδείξει ότι τα εν λόγω έγγραφα καταρτίστηκαν με μόνο σκοπό να ζητηθεί νομική συμβουλή από δικηγόρο. Τούτο πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο από το περιεχόμενο των ίδιων των εγγράφων ή το πλαίσιο εντός του οποίου τα έγγραφα αυτά είχαν ετοιμασθεί και ανακαλυφθεί.

Όσον αφορά την αναφορά στο πρόγραμμα συμμορφώσεως των επιχειρήσεων με το δίκαιο του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι ένα έγγραφο καταρτίσθηκε στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγράμματος δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, να αποδώσει στο έγγραφο αυτό την προστασία του απορρήτου. Συγκεκριμένα, τα προγράμματα αυτά, λόγω του εύρους τους, περιλαμβάνουν στόχους και περιέχουν πληροφορίες οι οποίες συχνά υπερβαίνουν κατά πολύ την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ένας εξωτερικός δικηγόρος είχε τη δυνατότητα να καταρτίσει και/ή να συντονίσει πρόγραμμα συμμορφώσεως με το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν μπορεί να παρέχει αυτόματα την προστασία του απορρήτου σε όλα τα έγγραφα τα οποία καταρτίστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού ή σε σχέση μ’ αυτό.

(βλ. σκέψεις 117, 122-124, 127)

5.      Η προστασία που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο, στο πλαίσιο εφαρμογής του κανονισμού 17, βάσει του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών είχε εφαρμογή μόνο στο μέτρο που οι δικηγόροι αυτοί είναι ανεξάρτητοι, δηλαδή δεν συνδέονται με τον πελάτη τους με σχέση εργασίας. Η απαίτηση αυτή απορρέει από την αντίληψη περί του ρόλου του δικηγόρου, ως συμβάλλοντος στην απονομή της δικαιοσύνης και καλουμένου να παράσχει, με κάθε ανεξαρτησία και χάριν του προέχοντος συμφέροντος αυτής, τη νομική προστασία που χρειάζεται ο πελάτης.

Η έννοια του ανεξάρτητου δικηγόρου καθορίστηκε κατά τρόπο αρνητικό, στο μέτρο που ο δικηγόρος αυτός δεν συνδέεται με τον πελάτη του με σχέση εργασίας, και όχι κατά τρόπο θετικό, με βάση την εγγραφή του σε δικηγορικό σύλλογο ή την υπαγωγή του στους επαγγελματικούς κανόνες πειθαρχίας και δεοντολογίας. Έτσι, το κριτήριο το οποίο καθιερώθηκε είναι εκείνο της νομικής συνδρομής που παρέχει «με κάθε ανεξαρτησία», δικηγόρος ο οποίος, οργανικά, ιεραρχικά και λειτουργικά, είναι τρίτος σε σχέση με την επιχείρηση η οποία απολαύει της συνδρομής αυτής.

Επομένως, η επικοινωνία με τους νομικούς της επιχειρήσεως, δηλαδή τους νομικούς συμβούλους οι οποίοι συνδέονται με τους πελάτες τους με σχέση εργασίας, αποκλείονται ρητά από την προστασία της αρχής του απορρήτου.

Δεδομένου ότι οι νομικοί των επιχειρήσεων και οι εξωτερικοί δικηγόροι προφανώς βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις, λόγω ειδικότερα της λειτουργικής, οργανικής και ιεραρχικής εντάξεως των νομικών επιχειρήσεως εντός των επιχειρήσεων που τους απασχολούν, δεν προκύπτει καμιά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως από το ότι αντιμετωπίζονται διαφορετικά αυτοί οι επαγγελματίες όσον αφορά την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών.

(βλ. σκέψεις 166-168, 174)

6.      Η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών συνιστά εξαίρεση στις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η προστασία αυτή έχει άμεση επίδραση στους όρους δράσεως του κοινοτικού αυτού οργάνου σε ένα τόσο ζωτικό τομέα για τη λειτουργία της κοινής αγοράς, όπως ο τομέας της τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού. Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο φρόντισαν να αναπτύξουν την κοινοτική έννοια του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, η οποία αποκλείει όπως το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής έννοιας του απορρήτου διέπεται από το εθνικό δίκαιο.

(βλ. σκέψη 176)