Language of document : ECLI:EU:T:2019:417

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 13ης Ιουνίου 2019 (*)

«Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που απεικονίζει διαφανή θήκη δελτίου στοιχείων για οχήματα – Προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα – Απόδειξη της γνωστοποίησης – Άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 – Λόγος ακυρότητας – Έλλειψη ατομικού χαρακτήρα – Ενημερωμένος χρήστης – Βαθμός ελευθερίας του δημιουργού – Απουσία διαφορετικής συνολικής εντύπωσης – Άρθρο 6 και άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002»

Στην υπόθεση T‑74/18,

Visi/one GmbH, με έδρα το Remscheid (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους H. Bourree και M. Bartz, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον S. Hanne και την D. Walicka,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του EUIPO:

EasyFix GmbH, με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τρίτου συμβουλίου προσφυγών του EUIPO της 4ης Δεκεμβρίου 2017 (υπόθεση R 1424/2016-3), σχετικά με διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας μεταξύ της EasyFix και της Visi/one,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και G. De Baere, δικαστές,

γραμματέας: E. Hendrix, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Φεβρουαρίου 2018,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2018,

έχοντας υπόψη τη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου και την απάντηση της προσφεύγουσας, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιανουαρίου 2019,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 28 Νοεμβρίου 2013, η πρoσφεύγουσα Visi/one GmbH ζήτησε από το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)  και πέτυχε, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1), την καταχώριση, με αριθμό 1391114‑0001, του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος που απεικονίζεται κατωτέρω (στο εξής: επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα):

Image not found

2        Το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα προορίζεται να ενσωματωθεί σε «διαφανείς θήκες δελτίου στοιχείων, επιγραφές για οχήματα», οι οποίες εμπίπτουν στην κλάση 20.03 κατά την έννοια του Διακανονισμού του Λοκάρνο για τη διεθνή ταξινόμηση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων, της 8ης Οκτωβρίου 1968, όπως έχει τροποποιηθεί. Η καταχώρισή του δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων αριθ. 2014/026, της 10ης Φεβρουαρίου 2014.

3        Στις 27 Ιουλίου 2015, η EasyFix GmbH υπέβαλε αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 και 6 του ίδιου κανονισμού, ισχυριζόμενη ότι το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα δεν διέθετε ούτε νεωτερικό ούτε ατομικό χαρακτήρα.

4        Στα παραρτήματα Α έως Ε της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας, η EasyFix προσκόμισε, μεταξύ άλλων, τα έγγραφα που περιγράφονται από το EUIPO ως εξής:

Image not found

5        Με απόφαση της 3ης Ιουνίου 2016, το ακυρωτικό τμήμα δέχθηκε την αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος λόγω έλλειψης ατομικού χαρακτήρα.

6        Στις 3 Αυγούστου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της απόφασης του ακυρωτικού τμήματος, βάσει των άρθρων 55 έως 60 του κανονισμού 6/2002.

7        Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2017 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τρίτο συμβούλιο προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή. Το συμβούλιο προσφυγών έκρινε κατ’ ουσίαν ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν είχε ατομικό χαρακτήρα. Κατά πρώτον, διαπίστωσε ότι τα έγγραφα που είχαν προσκομιστεί στα παραρτήματα Α έως Ε της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας ήταν κατάλληλα προς απόδειξη της γνωστοποίησης του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος. Κατά δεύτερον, έκρινε ότι οι ενημερωμένοι χρήστες των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων ήταν έμποροι που επιθυμούσαν την επισήμανση των προϊόντων τους, καθώς και υπεύθυνοι αγορών σε επιχειρήσεις, οι οποίοι αγόραζαν τέτοιου είδους πίνακες αναγραφής τιμών. Κατά τρίτον, εκτίμησε ότι ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση «πινακίδων, επιγραφών για οχήματα» ήταν μεγάλος, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το χρησιμοποιούμενο υλικό. Κατά τέταρτον, επισήμανε ότι οι διαφορές μεταξύ των εν λόγω σχεδίων ή υποδειγμάτων ήταν ελάχιστες και δεν μετέβαλλαν την ίδια συνολική εντύπωση που αυτά προκαλούσαν.

 Αιτήματα των διαδίκων

8        Μετά από αποσαφήνιση των αιτημάτων της, η οποία καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

9        Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

10      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι στηρίζονται, ο πρώτος, σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τη γνωστοποίηση «προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος», κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, ο δεύτερος, σε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 62, δεύτερη περίοδος, του ίδιου κανονισμού, ο τρίτος, σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης όπως απορρέει από το άρθρο 62, πρώτη περίοδος, του κανονισμού αυτού, και, ο τέταρτος, σε εσφαλμένη εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, κατά παράβαση του άρθρου 6 και του άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τη γνωστοποίηση «προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος», κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002

11      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι κακώς διαπίστωσε ότι τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στα παραρτήματα A έως E της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας ήταν κατάλληλα να αποδείξουν τη γνωστοποίηση «προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002. Προς στήριξη του ως άνω λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει επτά αιτιάσεις.

12      Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στα παραρτήματα A και D της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας δεν προκύπτει γνωστοποίηση του «προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος», διότι τα έγγραφα αυτά εκτυπώθηκαν μόλις στις 20 Ιουλίου 2015, δηλαδή μετά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

13      Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι κακώς έκρινε, στο σημείο 17 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε σχέση με τον κατάλογο που είχε προσκομιστεί στο παράρτημα Β της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας, ότι το ζήτημα κατά πόσον το εξώφυλλο συνδεόταν πράγματι με τις λοιπές σελίδες του εν λόγω παραρτήματος δεν ασκούσε επιρροή στην υπόθεση. Η ίδια, αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι, λόγω των αμφιβολιών ως προς το αν το εξώφυλλο αποτελούσε μέρος του καταλόγου, δεν έπρεπε να ληφθεί καθόλου υπόψη το παράρτημα Β. Τα στοιχεία αυτού του καταλόγου που της είχαν κοινοποιηθεί ήταν απλώς ένα σύνολο ασύνδετων μεταξύ τους σελίδων. Η ασυνέχεια στην αρίθμηση, η χρήση του ίδιου αριθμού σελίδας 2 δύο φορές και η παρουσία του αριθμού σελίδας 31 μεταξύ των δύο σελίδων 2, αρκούσαν για να αποδειχθεί ότι τα στοιχεία που περιλήφθηκαν στο παράρτημα Β δεν αποτελούσαν ομοιογενή κατάλογο και δεν είχαν δημοσιευθεί ποτέ με τη μορφή αυτή. Επιπλέον, κατά την ίδια, το γεγονός ότι ο ίδιος κατάλογος παραπέμπει σε διαφορετικά ονόματα χώρου [domain names] και σε διαφορετικές ηλεκτρονικές διευθύνσεις (άλλοτε στο όνομα χώρου www.easyfix.co.at και στην ηλεκτρονική διεύθυνση info@easyfix.co.at και άλλοτε στο όνομα χώρου www.easyfix.at και στην ηλεκτρονική διεύθυνση info@easyfix.at) έρχεται σε πλήρη αντίφαση προς τα διδάγματα της κοινής πείρας. Πέραν τούτου, από απόσπασμα του αυστριακού μητρώου ονομάτων χώρου [domain names] (nic.at GmbH) προκύπτει σαφώς ότι το όνομα χώρου [domain name] www.easyfix.co.at ουδέποτε είχε καταχωριστεί. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η σελίδα με τίτλο «Preisauszeichnung» (αναγραφή τιμών), η οποία επίσης φέρει τον αριθμό σελίδας 2 του καταλόγου αυτού, δημοσιεύθηκε και διατέθηκε πράγματι στο κοινό πριν την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

14      Με την τρίτη αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι κακώς κατέληξε, με το σημείο 18 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο συμπέρασμα ότι ο κατάλογος που προσκομίστηκε στο παράρτημα Β της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας δημοσιεύθηκε το 2010, επειδή στη σελίδα με τίτλο «Σημείωμα του εκδότη» αναφερόταν ότι ο κατάλογος είχε «εκδοθεί εγκαίρως για την εμπορική έκθεση Automanika 2010». Κατά την ίδια, κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύει ότι το εν λόγω διαφημιστικό υλικό δημοσιεύτηκε, ακόμη δε λιγότερο το με ποια διάταξη και πότε δημοσιεύτηκε. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, ακόμη και αν πρόκειται για βιβλιοδετημένο κατάλογο, του οποίου το EUIPO της διαβίβασε μόνον ένα κακέκτυπο, τούτο δεν αποδεικνύει την προηγούμενη δημοσίευσή του με το περιεχόμενο που παρουσιάστηκε.

15      Με την τέταρτη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο σημείο 19 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών θεώρησε εσφαλμένως αποδεδειγμένη την προηγούμενη δημοσίευση του εγγράφου που προσκομίστηκε στο παράρτημα C της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας, ενώ αυτό ορθώς δεν είχε ληφθεί υπόψη από το ακυρωτικό τμήμα και αποτελούσε ενδεχομένως σχέδιο καταλόγου απευθυνόμενο σε εταιρία συνδεδεμένη με την EasyFix, το οποίο δεν διατέθηκε στο κοινό.

16      Με την πέμπτη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο σημείο 21 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε εσφαλμένως ότι οι εικόνες που περιλαμβάνονταν στα έγγραφα τα οποία προσκομίστηκαν στα παραρτήματα A έως D της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας περιείχαν όλες το ίδιο δελτίο στοιχείων ενός BMW 520i Touring και ότι, επίσης εσφαλμένως, συνήγαγε εξ αυτού ότι οι διαφανείς θήκες δελτίου στοιχείων για οχήματα που περιέχονται στο σημείο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης αφορούσαν όλες το ίδιο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα. Κατά την ίδια, από τη χρήση πανομοιότυπου κειμένου (υποδείγματος) δεν μπορεί να συναχθεί ούτε ότι τα διαφημιστικά έγγραφα έχουν δημοσιευθεί μόνον με την εν λόγω εικονογράφηση ούτε αν έχουν δημοσιευθεί με τη γνωστοποιηθείσα διάταξη ούτε και ποια ημερομηνία δημοσιεύθηκαν. Η προσφεύγουσα εικάζει ότι πρόκειται για κείμενο εικονικής προσφοράς που χρησιμοποιείται και από άλλες εταιρείες και προσκομίζει σε παράρτημα, ως παράδειγμα, ένα επικαιροποιημένο αντίγραφο του ίδιου κειμένου προσφοράς το οποίο χρησιμοποιείται από άλλον προμηθευτή διαφανών θηκών δελτίου στοιχείων για αυτοκίνητα άλλης μάρκας.

17      Με την έκτη αιτίασή της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το συμβούλιο προσφυγών, στα σημεία 22 και 31 έως 35 της προσβαλλόμενης απόφασης, στηρίχθηκε στην εσφαλμένη παραδοχή ότι όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στα παραρτήματα Α έως Ε της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας απεικόνιζαν ένα μόνο «προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα». Κατά την ίδια, το παράρτημα Ε διαφέρει από τα παραρτήματα Β και C, ιδίως επειδή το απεικονιζόμενο σχέδιο ή υπόδειγμα δείχνει μεταξύ του γλωσσιδίου και του πίνακα αναγραφής μια έντονη πεπλατυσμένη ράβδο που συνδέει το γλωσσίδιο με τον πίνακα αναγραφής.

18      Με την έβδομη αιτίασή της, η προσφεύγουσα προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι κακώς έκρινε, στο σημείο 33 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα αποτελούνταν από μια διαφανή επιφάνεια. Ειδικότερα, καίτοι δέχεται ότι το «προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα» που περιέχεται στα παραρτήματα Α έως D της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας είναι απολύτως διαφανές, όχι μόνον στο τμήμα που προορίζεται για το δελτίο στοιχείων, αλλά και σε εκείνο στο οποίο βρίσκεται το γλωσσίδιο που αποτελεί το κάτω μέρος του, θεωρεί ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν είναι ακριβώς διαφανές, όπως φαίνεται στην «vue 1 [εικόνα 1]», αλλά σκιασμένο.

19      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

20      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 6/2002, «[γ]ια την εφαρμογή των άρθρων 5 και 6 [του ίδιου κανονισμού], ένα [προγενέστερο] σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι έχει διατεθεί στο κοινό αν έχει δημοσιευθεί κατόπιν καταχώρισής του ή με άλλον τρόπο, ή έχει εκτεθεί, έχει χρησιμοποιηθεί στο εμπόριο ή κατέστη γνωστό με άλλο τρόπο, πριν από την ημερομηνία [κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του αμφισβητούμενου σχεδίου ή υποδείγματος] ή [αν προβάλλεται προτεραιότητα, πριν την ημερομηνία προτεραιότητας,] εκτός εάν τα γεγονότα αυτά λογικά δεν θα ήταν δυνατόν να γίνουν γνωστά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων στους ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου οι οποίοι δραστηριοποιούνται εντός της [Ένωσης]».

21      Ούτε ο κανονισμός 6/2002 ούτε ο κανονισμός (ΕΚ) 2245/2002 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 6/2002 του Συμβουλίου για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 341, σ. 28), ορίζουν υποχρεωτικό τύπο όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να προσκομίζονται από τον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας προς στοιχειοθέτηση της γνωστοποίησης του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος του πριν την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Κατά συνέπεια, αφενός, ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας είναι ελεύθερος να επιλέξει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία κρίνει σκόπιμο να προσκομίσει ενώπιον του EUIPO προς στήριξη της αίτησής του και, αφετέρου, το EUIPO υποχρεούται να εξετάσει όλα τα προσκομιζόμενα στοιχεία προκειμένου να εξακριβώσει αν όντως αποτελούν απόδειξη της γνωστοποίησης του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος στο κοινό [πρβλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2012, Coverpla κατά ΓΕΕΑ – Heinz-Glas (Φιάλη), T‑450/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:117, σκέψεις 22 και 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 14ης Ιουλίου 2016, Thun 1794 κατά EUIPO – Adekor (Διακοσμητικά γραφικά σύμβολα), T‑420/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:410, σκέψη 26, και της 25ης Απριλίου 2018, Euro Castor Green κατά EUIPO – Netlon France (Δικτυωτό πλέγμα), T‑756/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:224, σκέψη 32].

22      Εξάλλου, η γνωστοποίηση προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί βάσει πιθανοτήτων ή τεκμηρίων, αλλά πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη πραγματικής γνωστοποίησης του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος στην αγορά. Επιπλέον, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας πρέπει να εκτιμώνται σε συνδυασμό μεταξύ τους. Πράγματι, ενώ ορισμένα από τα εν λόγω στοιχεία, αν εξεταστούν μεμονωμένα, ενδέχεται να μην αποδεικνύουν επαρκώς τη γνωστοποίηση προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, ωστόσο όταν συσχετιστούν ή ληφθούν υπόψη από κοινού με άλλα έγγραφα ή πληροφορίες, μπορούν να αποδείξουν, συνδυαστικά, τη γνωστοποίηση. Τέλος, προκειμένου να εκτιμηθεί η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται η ευλογοφάνεια και η αξιοπιστία της περιεχόμενης σε αυτό πληροφορίας. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες συντάχθηκε και ο αποδέκτης του και να διερευνάται αν, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του, το έγγραφο είναι εκ πρώτης όψεως λογικό και αξιόπιστο (βλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2012, Φιάλη, T‑450/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:117, σκέψεις 24 έως 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 14ης Ιουλίου 2016, Διακοσμητικά γραφικά σύμβολα, T‑420/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:410, σκέψη 27, και της 25ης Απριλίου 2018, Δικτυωτό πλέγμα, T‑756/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:224, σκέψη 33].

23      Επομένως, ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό, εφόσον ο διάδικος που προβάλλει τη γνωστοποίηση αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούν τη γνωστοποίηση αυτή. Προς κατάρριψη του τεκμηρίου αυτού, απόκειται, αντιθέτως, στον διάδικο που αμφισβητεί τη γνωστοποίηση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι ήταν εύλογο, εξαιτίας των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, οι ειδικευμένοι κύκλοι του αντίστοιχου τομέα οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση να μην λάβουν, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, γνώση των πραγματικών αυτών περιστατικών [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2015, Senz Technologies κατά ΓΕΕΑ – Impliva (Ομπρέλες), T‑22/13 και T‑23/13, EU:T:2015:310, σκέψη 26, της 15ης Οκτωβρίου 2015, Promarc Technics κατά ΓΕΕΑ – PIS (Τμήμα θύρας), T‑251/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:780, σκέψη 26, και της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Gramberg κατά EUIPO – Mahdavi Sabet (Θήκη κινητού τηλεφώνου), T‑166/15, EU:T:2018:100, σκέψη 22].

24      Προκειμένου να διαπιστωθεί ότι έχει όντως γνωστοποιηθεί το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, θα πρέπει να διενεργείται ανάλυση σε δύο στάδια, προκειμένου να εξετάζεται, πρώτον, κατά πόσον τα στοιχεία που παρουσιάζονται με την αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας αποδεικνύουν, αφενός, τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τη γνωστοποίηση του σχεδίου ή υποδείγματος και, αφετέρου, εάν η γνωστοποίηση έγινε πριν την ημερομηνία κατάθεσης ή προτεραιότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και, δεύτερον, σε περίπτωση που ο κάτοχος του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος έχει ισχυριστεί το αντίθετο, εάν τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά μπορούσαν ευλόγως, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να γίνουν γνωστά στους ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου τομέα οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην Ένωση· σε αντίθετη περίπτωση, η γνωστοποίηση δεν παράγει αποτελέσματα και δεν θα ληφθεί υπόψη.

25      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των σκέψεων πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον, στην προκειμένη περίπτωση, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ορθώς ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η EasyFix στην αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας ήταν ικανά να αποδείξουν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τη γνωστοποίηση σχεδίου ή υποδείγματος και το προγενέστερο της γνωστοποίησης αυτής.

26      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, υπό τις περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του ζητήματος αν υπήρξε προγενέστερη γνωστοποίηση είναι η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, δηλαδή, όπως αναφέρεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, η 28η Νοεμβρίου 2013 (στο εξής: κρίσιμη ημερομηνία).

27      Το συμβούλιο προσφυγών, στα σημεία 17 έως 22 της προσβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι το έγγραφο που προσκομίστηκε στο παράρτημα Β της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας ήταν το πρωτότυπο ενός καταλόγου πώλησης και ότι το ζήτημα αν το εξώφυλλο του καταλόγου συνδεόταν πράγματι με τις λοιπές σελίδες του δεν ασκούσε επιρροή για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Επισήμανε δε ότι στη σελίδα 2 του καταλόγου αυτού εμφανιζόταν το σχέδιο ή υπόδειγμα που χρησιμοποιήθηκε για τη σύγκριση, όπως αναπαράγεται στη σκέψη 4 ανωτέρω, και ότι, στο σημείωμα του εκδότη του καταλόγου, το οποίο βρισκόταν στη σελίδα 1 και, επομένως, στην ίδια σελίδα με την εικόνα, αναφερόταν ότι ο εν λόγω κατάλογος είχε εκδοθεί «εγκαίρως για την εμπορική έκθεση Automanika 2010». Το συμβούλιο προσφυγών συνήγαγε εξ αυτού το συμπέρασμα ότι ο κατάλογος είχε δημοσιευθεί το 2010, διευκρινίζοντας πάντως ότι δεν ήταν αναγκαία η επαλήθευση της ακριβούς ημερομηνίας δημοσίευσης, διότι η καταχώριση του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος είχε ζητηθεί τον Νοέμβριο του 2013. Επισήμανε εξάλλου ότι το σημείωμα του εκδότη αναφερόταν στο γεγονός ότι «[ήταν] ήδη διαθέσιμος στο διαδίκτυο ο νέος ενημερωμένος τόπος www.easyfix.at» και ότι τούτο εξηγούσε και την ανακολουθία μεταξύ του ονόματος χώρου [domain name] που χρησιμοποιήθηκε στο εξώφυλλο και εκείνου στη σελίδα 2. Εξάλλου, το συμβούλιο προσφυγών προσέθεσε ότι δεν αμφέβαλλε ούτε ότι το έγγραφο που προσκομίστηκε στο παράρτημα C της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας, δηλαδή το μη πλήρες αντίγραφο καταλόγου, αναγόταν στο έτος 2011, ούτε ότι η σχηματική απεικόνιση στο έγγραφο που προσκομίστηκε στο παράρτημα E της αίτησης αυτής, το οποίο αφορούσε το υπόδειγμα χρησιμότητας, είχε δημοσιευθεί τον Φεβρουάριο του 2012 στο γερμανικό δελτίο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και είχε, επομένως, γνωστοποιηθεί στο κοινό το αργότερο κατά την ημερομηνία αυτή, ούτε ότι οι διαφανείς θήκες δελτίου στοιχείων για οχήματα που απεικονίζονται στη σκέψη 4 ανωτέρω αφορούσαν όλες το ίδιο σχέδιο ή υπόδειγμα, ούτε ότι οι εικόνες που εμφανίζονται στα παραρτήματα A έως D της αίτησης περιελάμβαναν όλες το ίδιο δελτίο στοιχείων ενός BMW 520i Touring. Συνήγαγε δε εξ αυτού το συμπέρασμα ότι τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στα παραρτήματα A έως E της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας ήταν κατάλληλα προς απόδειξη της γνωστοποίησης του προβαλλόμενου ως προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002.

28      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατ' αρχάς τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη αιτίαση, οι οποίες αφορούν την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των εγγράφων που προσκομίστηκαν στα παραρτήματα Β και C της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας.

29      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, με την οποία η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αποδεικτική αξία του εγγράφου που προσκομίστηκε στο παράρτημα Β της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας, είναι σκόπιμες οι ακόλουθες διευκρινίσεις σε σχέση με το εν λόγω παράρτημα, του οποίου το πρωτότυπο είχε τη δυνατότητα να συμβουλευθεί το Γενικό Δικαστήριο από τον έγχαρτο φάκελο του συμβουλίου προσφυγών. Στον φάκελο αυτόν, το παράρτημα Β δεν περιλαμβάνει στην πραγματικότητα έναν, αλλά δύο καταλόγους. Ο πρώτος είναι ένας «κατάλογος 2010/11» της EasyFix, αποτελούμενος από 128 σελίδες και από σκληρό εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, και ο δεύτερος είναι ένας κατάλογος «News 2010» της EasyFix, αποτελούμενος από 31 αριθμημένες σελίδες και μία τελευταία σελίδα χωρίς αριθμό. Η προσφεύγουσα επισύναψε στο δικόγραφο της προσφυγής αποσπάσματα από αυτούς ακριβώς τους δύο καταλόγους.

30      Από τα έγγραφα του φακέλου προκύπτει ότι, στην αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας, η EasyFix αναφέρεται σε δύο καταλόγους «EasyFix 2010/11» και «EasyFix News 2010», τους οποίους παρουσίασε ως δικούς της («unseren Katalogen»), και ότι επισύναψε στο παράρτημα της αίτησής της τα πρωτότυπα αυτών. Το EUIPO διαβίβασε την εν λόγω αίτηση στην προσφεύγουσα με συστημένη επιστολή, συνοδευόμενη από σαρωμένο αντίγραφο των παραρτημάτων, τα οποία αποτελούνταν από 210 σελίδες.

31      Βεβαίως, επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και το EUIPO στο σημείο 26 του υπομνήματος αντικρούσεως, ότι ο ηλεκτρονικός φάκελος του συμβουλίου προσφυγών, όπως σαρώθηκε και κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα, δεν αναπαράγει, για άγνωστο λόγο, με την ορθή σειρά τις σελίδες των δύο καταλόγων που αναφέρονται στις σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω.

32      Ωστόσο, επισημαίνεται ότι όλες οι σελίδες των δύο αυτών καταλόγων κοινοποιήθηκαν σε σαρωμένο αντίγραφο στην προσφεύγουσα. Επιπλέον, η τελευταία, στο υπόμνημα στο οποίο εξέθεσε τους λόγους της προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, παρέθεσε αυτολεξεί τη φράση της EasyFix, η οποία είχε αναφερθεί στους καταλόγους που προσκομίστηκαν στο παράρτημα Β της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας ως «οι κατάλογοί μας» («Unseren Katalogen») «EasyFix 2010/11» και «EasyFix News 2010», και, επομένως, δεν μπορεί να ισχυριστεί βασίμως ότι αγνοούσε ότι το παράρτημα Β περιελάμβανε δύο καταλόγους και όχι μόνο έναν.

33      Πέραν της διευκρίνισης αυτής, τονίζεται ότι, ακριβώς στη σελίδα 2 του «καταλόγου 2010/11» της EasyFix (και στη σελίδα 212 του ηλεκτρονικού φακέλου του συμβουλίου προσφυγών), με τίτλο «Preisauszeichnung» (αναγραφή τιμών), εμφανίζεται η εικόνα που αναπαράγεται στο σημείο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης και στη σκέψη 4 ανωτέρω και προβάλλεται ως η γνωστοποίηση του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος.

34      Αρκεί συναφώς η διαπίστωση, κατ’ αρχάς, όσον αφορά την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τη γνωστοποίηση, ότι το συμβούλιο προσφυγών μπορούσε πράγματι να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχε γίνει γνωστοποίηση του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος στηριζόμενο στη σελίδα 2 του «καταλόγου 2010/11», στην οποία εμφανίζεται η εικόνα της διαφανούς θήκης δελτίου στοιχείων για οχήματα που αναπαράγεται στο σημείο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με το παράρτημα Β της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας. Στη συνέχεια, όσον αφορά την απόδειξη της προτεραιότητας της γνωστοποίησης αυτής, το συμβούλιο προσφυγών μπορούσε πράγματι να συναγάγει, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, το συμπέρασμα ότι η γνωστοποίηση του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος είχε πραγματοποιηθεί το 2010 ή, το αργότερο, το 2011, αλλά σε κάθε περίπτωση πριν την κρίσιμη ημερομηνία της 28ης Νοεμβρίου 2013, στηριζόμενο στη σελίδα 1 του ίδιου καταλόγου η οποία βρίσκεται στην εμπρόσθια όψη της σελίδας 2 και περιέχει το σημείωμα του εκδότη και τις εκεί αναφερόμενες ημερομηνίες, δηλαδή «Zum Start der Automanika 2010» (Για τα εγκαίνια της Automanika 2010) και «Ab 2011 werden in Deutschland» (από το 2011 στη Γερμανία). Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον, δεδομένου ότι τα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν τόσο τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τη γνωστοποίηση αυτή όσο και την προτεραιότητά της ενισχύονται από τη σελίδα 3 του καταλόγου «News 2010», όπως περιλαμβάνεται στο παράρτημα Β, και από το απόσπασμα του καταλόγου της AHB του 2011 όπως περιλαμβάνεται στο παράρτημα C της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας.

35      Επιπλέον, όπως υποστήριξε και το EUIPO στο σημείο 29 του υπομνήματός του αντικρούσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν απαιτείται η προσκόμιση όλων των σελίδων ενός καταλόγου ως αποδεικτικού στοιχείου, αλλά μπορούν να προσκομιστούν και αποσπάσματα από τον κατάλογο αυτόν, χωρίς κατ’ ανάγκη να μειώνεται η αποδεικτική αξία των προσκομιζόμενων σελίδων. Συνεπώς, με βάση όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδίως τις σελίδες 1 και 2 του καταλόγου «2010/11», το συμβούλιο προσφυγών δεν ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει χωριστά το εξώφυλλο του εν λόγω καταλόγου.

36      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η σελιδοποίηση, το χρώμα και το περιεχόμενο των διαφόρων σελίδων είναι τα ίδια, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτές ήταν δεμένες μεταξύ τους βιβλιοδετημένους καταλόγους με τις ονομασίες «κατάλογος 2010/11» και «News 2010», όπως ισχυρίστηκε η EasyFix. Όποιος και αν είναι ο λόγος της απόκλισης μεταξύ των ονομάτων χώρου [domain names] που αναφέρονται στη σελίδα 1 του καταλόγου που περιέχει το σημείωμα του εκδότη και στη σελίδα 2 του καταλόγου που περιέχει το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, δηλαδή «www.easyfix.at», αφενός, και «www.easyfix.co.at», αφετέρου, δεν αναιρεί πάντως το γεγονός ότι οι δύο αυτές σελίδες προέρχονται από τον ίδιο «κατάλογο 2010/11», καθώς πρόκειται στην πραγματικότητα για την εμπρόσθια και την οπίσθια όψη του ίδιου φύλλου. Επομένως, το απόσπασμα του αυστριακού μητρώου ονομάτων χώρου [domain names] που επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν ασκεί επιρροή στην υπόθεση.

37      Στο μέτρο που, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα περιορίστηκε να εκφράσει αμφιβολίες ως προς την ίδια την ύπαρξη και τη γνησιότητα των καταλόγων που επικαλέστηκε η EasyFix, διαπιστώνεται ότι τέτοιες αμφιβολίες δεν αρκούν ώστε να αμφισβητηθεί το σύνολο των προσκομισθέντων από την EasyFix αλληλοσυμπληρούμενων στοιχείων, όπως οι κατάλογοι της Easyfix και ο κατάλογος της AHB, στα οποία το συμβούλιο προσφυγών στήριξε το συμπέρασμά του ότι είχαν αποδειχθεί τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τη γνωστοποίηση, πολλώ μάλλον δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας σχετικά με ενδεχόμενη αλλοίωση των καταλόγων που προσκόμισε η EasyFix και ότι το επιχείρημα περί έλλειψης ένορκης βεβαίωσης θίγει την ελευθερία επιλογής των αποδεικτικών στοιχείων που αναγνωρίζεται στον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας [πρβλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2018, Basil κατά EUIPO – Artex (Καλάθια ποδηλάτου), T‑760/16, EU:T:2018:277, σκέψεις 47 έως 49 και 53].

38      Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο έχει στην κατοχή του τον έγχαρτο φάκελο του συμβουλίου προσφυγών, διαπιστώνει την ύπαρξη και τη συνεχή αρίθμηση των δύο πρωτότυπων καταλόγων της EasyFix που περιέχονται στο παράρτημα Β της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα έλαβε γνώση των πρωτοτύπων των δύο αυτών καταλόγων. Κατόπιν πρόσκλησης του Γενικού Δικαστηρίου, επιβεβαίωσε δε την παρουσία, στη σελίδα 2 του πρωτοτύπου του «καταλόγου 2010/11», των φωτογραφιών του προϊόντος που επικαλείται η EasyFix και, στην εμπρόσθια όψη του σχετικού φύλλου, δηλαδή στη σελίδα 1, ορισμένων αναφορών στα έτη 2010 και 2011, καθώς και τη συνύπαρξη, στο ίδιο αμφίπλευρης εκτύπωσης φύλλο, των ονομάτων χώρου [domain names] www.easyfix.at και www.easyfix.co.at. Επιβεβαίωσε επίσης την παρουσία, στη σελίδα 3 του πρωτοτύπου του άλλου καταλόγου της EasyFix «News 2010», του προϊόντος που επικαλείται η EasyFix, με την ημερομηνία 31 Αυγούστου 2010 σε υποσημείωση. Οι επιβεβαιώσεις αυτές έχουν καταχωριστεί στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

39      Τέλος, καίτοι είναι λυπηρό το γεγονός ότι οι διοικητικές υπηρεσίες του EUIPO κοινοποίησαν στην προσφεύγουσα τους δύο καταλόγους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Β της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας με ανακόλουθη αρίθμηση η οποία δεν αντιστοιχούσε στη σειρά των σελίδων των πρωτότυπων καταλόγων, το γεγονός αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την απόδειξη τόσο των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τη γνωστοποίηση όσο και της προτεραιότητας της γνωστοποίησης της διαφανούς θήκης δελτίου στοιχείων για οχήματα όπως απεικονίζεται στο σημείο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με το ως άνω παράρτημα Β, ιδίως δε όσον αφορά την αποδεικτική αξία των εν λόγω εγγράφων όσον αφορά την απόδειξη της γνωστοποίησης του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος.

40      Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

41      Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, με την οποία η προσφεύγουσα προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα που συνήγαγε από τη μνεία της διεθνούς έκθεσης «Automechanika 2010» στο σημείωμα του εκδότη του «καταλόγου 2010/11» το οποίο προσκομίστηκε στο παράρτημα Β της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι το σημείωμα του εκδότη αναφέρεται σε αυτή τη διεθνή έκθεση και εμφανίζεται στη σελίδα 1 του καταλόγου, στην εμπρόσθια όψη της σελίδας 2 του ίδιου καταλόγου, όπου απεικονίζεται η διαφανής θήκη δελτίου στοιχείων για οχήματα που αναπαράγεται στο σημείο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με το παράρτημα Β, σημαίνει ότι η γνωστοποίηση του σχεδίου ή υποδείγματος αυτού μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά στο έτος 2010 ή, το αργότερο, στο έτος 2011. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι καθένας από τους δύο καταλόγους που προσκομίστηκαν στο παράρτημα Β πρέπει να εξεταστεί στο σύνολό του και σε συνδυασμό με όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τη νομολογία η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 22 ανωτέρω, οπότε είναι δυνατό να χρονολογηθεί με βεβαιότητα πριν την κρίσιμη ημερομηνία. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να θέτει εν αμφιβόλω το ότι οι κατάλογοι πράγματι δημοσιοποιήθηκαν το 2010 εν όψει αυτής της διεθνούς έκθεσης ή, το αργότερο, το 2011.

42      Όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση, με την οποία η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ειδικότερα ότι ορθώς το ακυρωτικό τμήμα δεν έλαβε υπόψη το έγγραφο που προσκομίστηκε στο παράρτημα C της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας, τονίζεται, καταρχάς, ότι, με την απόφασή του της 3ης Ιουνίου 2016, το ακυρωτικό τμήμα δεν έκρινε ότι το έγγραφο αυτό ήταν ακατάλληλο προς απόδειξη της γνωστοποίησης της επίμαχης διαφανούς θήκης δελτίου στοιχείων για οχήματα στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης, αλλά θεώρησε απλώς ότι είχαν ήδη αποδειχθεί βάσει άλλων στοιχείων τόσο τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τη γνωστοποίηση αυτή όσο και το γεγονός ότι ήταν προγενέστερη σε σχέση με την κρίσιμη ημερομηνία. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο της συνολικής εξετάσεως των αποδεικτικών στοιχείων, το συγκεκριμένο έγγραφο αποτελεί επίσης κρίσιμο στοιχείο. Πράγματι, το απόσπασμα αυτό από τον κατάλογο της AHB δείχνει να συνυπάρχουν στο ίδιο εξώφυλλο η διαφανή θήκη δελτίου στοιχείων για οχήματα και η μνεία του έτους 2011. Εξάλλου, δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι αποτελεί συνήθη πρακτική η ανταλλαγή αδημοσίευτων καταλόγων στο πλαίσιο ομίλου εταιρειών, στον οποίο ανήκε η EasyFix.

43      Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τη γνωστοποίηση της διαφανούς θήκης δελτίου στοιχείων για οχήματα, όπως απεικονίζεται στη σελίδα 2 του «καταλόγου 2010/11» της EasyFix και αναπαράγεται στο σημείο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με το παράρτημα B της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), έχουν αποδειχθεί επαρκώς με τον κατάλογο, όπως άλλωστε και το προγενέστερο της γνωστοποίησης αυτής. Τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία επιβεβαιώνονται και από πρόσθετα στοιχεία, όπως το «News 2010» της EasyFix, που περιλαμβάνεται επίσης στο παράρτημα Β, και το απόσπασμα του καταλόγου της AHB το οποίο προσκομίζεται στο παράρτημα C της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας. Κατά συνέπεια, το συμβούλιο προσφυγών ορθώς έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τη γνωστοποίηση ενός σχεδίου ή υποδείγματος, καθώς και το προγενέστερο της γνωστοποίησης αυτής αποδείχθηκαν βάσει των παραρτημάτων Β και C, τα οποία περιείχαν χρονολογημένους καταλόγους.

44      Κατά συνέπεια, η πρώτη, η πέμπτη, η έκτη και η έβδομη αιτίαση σχετικά με τα έγγραφα που περιέχονται στα παραρτήματα Α, D και Ε της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας ή με την εικόνα 1 του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

45      Για όλους αυτούς τους λόγους, οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν, αφενός, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούν τη γνωστοποίηση του σχεδίου ή υποδείγματος και, αφετέρου, το προγενέστερο της γνωστοποίησης αυτής σε σχέση με την κρίσιμη ημερομηνία. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, ούτε ισχυρίστηκε καν, ότι, λόγω των περιστάσεων της υπόθεσης, ήταν εύλογο οι ειδικευμένοι κύκλοι του σχετικού τομέα οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην Ένωση να μην έχουν, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πληροφορηθεί τα γεγονότα αυτά. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί του αντιθέτου, από τις οποίες θα προέκυπτε το συμπέρασμα ότι οι κατάλογοι αυτοί δεν είχαν γνωστοποιηθεί στους εν λόγω ειδικευμένους κύκλους, το συμβούλιο προσφυγών ήταν σε θέση να συμπεράνει τη γνωστοποίηση του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος χωρίς να υποπέσει σε πλάνη.

46      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 62, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 6/2002

47      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το συμβούλιο προσφυγών προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως, καθώς δεν της παρείχε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί των εγγράφων που προσκομίστηκαν στα παραρτήματα Α και D της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας, προτού το ίδιο στηρίξει σε αυτά την προσβαλλόμενη απόφαση (ιδίως στα σημεία 31 έως 35), σε αντίθεση με το ακυρωτικό τμήμα, το οποίο δεν τα έλαβε υπόψη, καθώς τα θεώρησε «μη χρονολογημένες φωτογραφίες», επειδή η ημερομηνία εκτύπωσής τους ήταν μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατάθεσης του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, εάν το συμβούλιο προσφυγών της είχε παράσχει τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις της, θα είχε επισημάνει ότι δεν υπήρχε πραγματική προγενέστερη γνωστοποίηση και θα μπορούσε, επιπλέον, να «αμυνθεί έναντι [των εν λόγω παραρτημάτων]».

48      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

49      Κατά το άρθρο 62, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 6/2002, οι αποφάσεις του EUIPO μπορούν να στηρίζονται μόνον στους λόγους ή στα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση. Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει, στο πλαίσιο του δικαίου σχεδίων ή υποδειγμάτων της Ένωσης, τη γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Δυνάμει αυτής της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, οι αποδέκτες των αποφάσεων των δημοσίων αρχών οι οποίες θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν αποτελεσματικά την άποψή τους. Το δικαίωμα ακροάσεως καλύπτει μεν όλα τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η λήψη της απόφασης, αλλά δεν καλύπτει την τελική θέση την οποία προτίθεται να λάβει η διοίκηση [βλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2013, Beifa Group κατά ΓΕΕΑ – Schwan-Stabilo Schwanhäußer (Γραφικά είδη), T‑608/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:334, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 9ης Φεβρουαρίου 2017, Mast-Jägermeister κατά EUIPO (Κύπελλα), T‑16/16, EU:T:2017:68, σκέψη 57, και της 21ης Ιουνίου 2018, Haverkamp IP κατά EUIPO – Sissel (Ποδοτάπητας), T‑227/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:370, σκέψη 67].

50      Στην προκειμένη υπόθεση, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το ακυρωτικό τμήμα δεν έκρινε ότι τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στα παραρτήματα Α και D της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας δεν ασκούσαν επιρροή στην υπόθεση διότι ήταν «μη χρονολογημένες φωτογραφίες». Αντιθέτως, το ακυρωτικό τμήμα διαπίστωσε τη γνωστοποίηση του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος με βάση άλλα αποδεικτικά στοιχεία, οπότε δεν ήταν απαραίτητη η χωριστή εξέταση των εν λόγω παραρτημάτων (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω).

51      Στη συνέχεια, παρατηρείται ότι ορθώς το συμβούλιο προσφυγών στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση στη σύγκριση μεταξύ του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και του σχεδίου ή υποδείγματος που περιλαμβάνεται στα έγγραφα των παραρτημάτων Α και D της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας. Ειδικότερα, από το άρθρο 60, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 προκύπτει ότι το συμβούλιο προσφυγών καλείται, στο πλαίσιο της προσφυγής της οποίας επιλαμβάνεται, να προβεί σε νέα πλήρη εξέταση της ουσίας της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας, τόσο από νομικής απόψεως όσο και σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ότι το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε από τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα που επικαλείται ο αιτών την κήρυξη της ακυρότητας, χωρίς να περιορίζεται από το περιεχόμενο της απόφασης του ακυρωτικού τμήματος και χωρίς να υποχρεούται συναφώς σε συγκεκριμένη αιτιολόγηση [πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2011, Sphere Time κατά ΓΕΕΑ – Punch (Ρολόι στερεωμένο σε λουρί), T‑68/10, EU:T:2011:269, σκέψη 13 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στα παραρτήματα Α και D είχαν χρησιμοποιηθεί από την EasyFix προς στήριξη της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας.

52      Υπό τις περιστάσεις αυτές, στο πλαίσιο του σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας, το συμβούλιο προσφυγών όφειλε να της παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις επί όλων των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων του φακέλου. Η προσφεύγουσα είχε πράγματι κάθε δυνατότητα να πράξει κάτι τέτοιο καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, και σε σχέση με τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στα παραρτήματα Α και D της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας.

53      Αντιθέτως, σύμφωνα με τη μνημονευθείσα στη σκέψη 49 πάγια νομολογία, το συμβούλιο προσφυγών δεν ήταν υποχρεωμένο, προτού εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, να ακούσει την προσφεύγουσα σε σχέση με την τελική θέση που σκόπευε να λάβει, της οποίας αναπόσπαστο μέρος αποτελούσε και η αξιολόγηση των εγγράφων που προσκομίστηκαν στα παραρτήματα Α και D της αίτησης για την κήρυξη της ακυρότητας.

54      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, όπως απορρέει από το άρθρο 62, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 6/2002

55      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το συμβούλιο προσφυγών παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει, διαπιστώνοντας, χωρίς καμία αιτιολογία, στο σημείο 19 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το έγγραφο που προσκομίστηκε στο παράρτημα C της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας χρονολογούνταν χωρίς καμία αμφιβολία από το 2011, ενώ η ίδια είχε προηγουμένως αμφισβητήσει την προγενέστερη δημοσίευση των εγγράφων που προσκομίστηκαν στα παραρτήματα Α έως C της ίδιας αίτησης και είχε προσκομίσει στοιχεία τα οποία αντέκρουαν την προγενέστερη αυτή δημοσίευση. Το συμβούλιο προσφυγών, δεδομένου ότι είχε επίσης στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση (ιδίως στα σημεία 22, 31, 32 και 35) στις εικόνες του παραρτήματος C, έπρεπε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους έκρινε, σε αντίθεση με τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, ότι το έγγραφο που προσκομίστηκε στο εν λόγω παράρτημα είχε αποτελέσει αντικείμενο προγενέστερης δημοσίευσης και αποτελούσε απόδειξη της γνωστοποίησης της προτεραιότητας.

56      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

57      Βάσει του άρθρου 62, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 6/2002, οι αποφάσεις του EUIPO πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Η υποχρέωση αιτιολόγησης έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνο της υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, κατά την οποία από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη. Η υποχρέωση αυτή έχει ως διττό σκοπό να παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκεί τον έλεγχό του όσον αφορά τη νομιμότητα της απόφασης [βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Bell & Ross κατά ΓΕΕΑ – KIN (Αναπαράσταση ρολογιού), T‑80/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:214, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Το ζήτημα αν η αιτιολογία της απόφασης πληροί τις προϋποθέσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα [αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 2017, Κύπελλα, T‑16/16, EU:T:2017:68, σκέψη 58, και της 14ης Μαρτίου 2018, Gifi Diffusion κατά EUIPO – Crocs (Υποδήματα), T‑424/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:136, σκέψη 29].

58      Εντούτοις, δεν μπορεί να απαιτείται από τα συμβούλια προσφυγών να παραθέτουν αιτιολογία που να καλύπτει σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν ενώπιόν του οι διάδικοι. Επομένως, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του [αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2013, Αναπαράσταση ρολογιού, T‑80/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:214, σκέψη 37, της 4ης Ιουλίου 2017, Murphy κατά EUIPO – Nike Innovate (Περικάρπιο ηλεκτρονικού ρολογιού), T‑90/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:464, σκέψη 19, και της 29ης Νοεμβρίου 2018, Sata κατά EUIPO – Zhejiang Auarita Pneumatic Tools (Πιστόλι βαφής), T‑651/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:855, σκέψη 21]. Ως εκ τούτου, αιτιολογίες οι οποίες δεν εκτίθενται ρητώς είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη όταν είναι προφανείς, τόσο για τους ενδιαφερομένους όσο και για το αρμόδιο δικαστήριο (βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2018, Υποδήματα, T‑424/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:136, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Στην υπό κρίση υπόθεση, επισημαίνεται ότι το παράρτημα C της αίτησης για την κήρυξη της ακυρότητας περιλαμβάνει αντίγραφο του εξωφύλλου καταλόγου της AHB του 2011, το οποίο φέρει το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα και τον τίτλο «Katalog 2011» (κατάλογος 2011). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον το συμβούλιο προσφυγών, στο σημείο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης, περιέγραψε το έγγραφο που προσκομίστηκε στο συγκεκριμένο παράρτημα ως «αντίγραφο καταλόγου τρίτης εταιρίας του 2011 (αποσπάσματα)», γεγονός που είναι γνωστό στην προσφεύγουσα και δεν αμφισβητήθηκε από αυτήν. Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίον, στο σημείο 19 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ότι «δεν [αμφέβαλλε] επίσης ότι [το έγγραφο που προσκομίστηκε στο] παράρτημα C, το μερικό αντίγραφο καταλόγου, χρονολογούνταν από το 2011». Η ως άνω διαπίστωση καθίσταται προφανής άπαξ και εξεταστεί το εν λόγω έγγραφο, το οποίο φέρει την ένδειξη «κατάλογος 2011» και έχει κοινοποιηθεί στην προσφεύγουσα. Με αυτά τα δεδομένα, δεν ήταν απαραίτητη οποιαδήποτε πρόσθετη αιτιολογία. Επιπλέον, κατά τη νομολογία που παρατέθηκε στην σκέψη 58 ανωτέρω, αιτιολογίες οι οποίες δεν εκτίθενται ρητώς μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη όταν είναι προφανείς, τόσο για τους ενδιαφερομένους όσο και για το αρμόδιο δικαστήριο. Τούτο ισχύει προδήλως στην υπό κρίση υπόθεση, όσον αφορά τη μνεία του έτους 2011 στο έγγραφο το οποίο προσκομίστηκε με το παράρτημα C.

60      Πέραν τούτου, υπενθυμίζεται επίσης ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν στήριξε το συμπέρασμά του όσον αφορά τη γνωστοποίηση της προτεραιότητας αποκλειστικά στο έγγραφο που προσκομίστηκε στο παράρτημα C της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας, αλλά ότι το συγκεκριμένο έγγραφο αποτελεί ένα μόνο στοιχείο στο πλαίσιο της συνολικής αξιολογήσεως των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, το οποίο είναι κρίσιμο ειδικότερα σε σχέση με το χρονικό σημείο της γνωστοποίησης. Στην πραγματικότητα, το κύριο αποδεικτικό στοιχείο της γνωστοποίησης αυτής είναι το έγγραφο που προσκομίστηκε στο παράρτημα B της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας (βλ. σκέψεις 42 και 43 ανωτέρω).

61      Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υπομνήματος, κατά παράβαση του άρθρου 6 και του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002

62      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών εσφαλμένη εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις, από τις οποίες η πρώτη αφορά τον βαθμό ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος και η δεύτερη τη σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού της προσοχής που αποδίδει ο ενημερωμένος χρήστης στις διαφορές μεταξύ των δύο.

63      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

64      Βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα μπορεί να κηρυχθεί άκυρο μόνο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή και ιδίως αν δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 έως 9 του ίδιου κανονισμού. Διευκρινίζεται ότι, σε αντίθεση με τους λόγους ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ έως ζʹ, του κανονισμού αυτού, οι λόγοι ακυρότητας υπό στοιχεία αʹ και βʹ μπορούν καταρχήν να προβληθούν από οποιονδήποτε.

65      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, το σχέδιο ή υπόδειγμα προστατεύεται ως κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα μόνον εφόσον είναι νέο και έχει ατομικό χαρακτήρα. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, το σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι παρουσιάζει ατομικό χαρακτήρα εάν η συνολική εντύπωση που προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφέρει από τη συνολική εντύπωση που προκαλεί στον εν λόγω χρήστη κάθε σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο έχει διατεθεί στο κοινό πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την καταχώριση ή, εάν διεκδικείται προτεραιότητα, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού ορίζει επιπλέον ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί ο ατομικός χαρακτήρας, λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος. Στην αιτιολογική σκέψη 14 του ως άνω κανονισμού διευκρινίζεται ότι, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν ένα σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα σε σχέση με τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση του προϊόντος στο οποίο έχει εφαρμοστεί ή ενσωματωθεί το σχέδιο ή το υπόδειγμα και, ιδίως, ο βιομηχανικός κλάδος στον οποίον εντάσσεται.

66      Σύμφωνα με τη νομολογία, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα ενός κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος ισοδυναμεί κατ’ ουσίαν με μια εξέταση με τέσσερα στάδια. Αντικείμενο αυτής της εξέτασης είναι να προσδιοριστεί, πρώτον, ποιος λογίζεται ως τομέας των προϊόντων στα οποία πρόκειται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί το σχέδιο ή υπόδειγμα, δεύτερον, ποιος νοείται ως ενημερωμένος χρήστης των εν λόγω προϊόντων με βάση τον σκοπό τους και, σε συνάρτηση με τον ενημερωμένο αυτό χρήστη, ποιος είναι ο βαθμός γνώσης της προγενέστερης τεχνολογικής εξέλιξης, καθώς και ο βαθμός προσοχής στις ομοιότητες και τις διαφορές κατά τη σύγκριση των σχεδίων ή υποδειγμάτων, τρίτον, ποιος ήταν, κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος, ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού, ο οποίος έχει αντιστρόφως ανάλογη σχέση με τον ατομικό χαρακτήρα, και, τέταρτον, λαμβανομένου υπόψη του τελευταίου, ποιο αποτέλεσμα προκύπτει από τη σύγκριση, ει δυνατόν άμεση, των συνολικών εντυπώσεων που προκαλούν στον ενημερωμένο χρήστη το αμφισβητούμενο σχέδιο ή υπόδειγμα και κάθε προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό, εξεταζόμενο χωριστά [πρβλ. αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2013, Budziewska κατά ΓΕΕΑ — Puma (Αιλουροειδές που αναπηδά), T‑666/11, EU:T:2013:584, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, H&M Hennes & Mauritz κατά ΓΕΕΑ – Yves Saint Laurent (Τσάντες χειρός), T‑525/13, EU:T:2015:617, σκέψη 32, και της 21ης Ιουνίου 2018, Ποδοτάπητας, T‑227/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:370, σκέψη 22].

67      Στην υπό κρίση υπόθεση δεν αμφισβητείται ότι ο σχετικός με τα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα τομέας είναι εκείνος των «διαφανών θηκών δελτίου στοιχείων, επιγραφών για οχήματα». Πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά ο ενημερωμένος χρήστης, ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού και η σύγκριση των συνολικών εντυπώσεων που προκαλούν τα σχέδια ή υποδείγματα.

 Όσον αφορά τον ενημερωμένο χρήστη

68      Η προσφεύγουσα δεν διατυπώνει καμία συγκεκριμένη αιτίαση όσον αφορά τον ενημερωμένο χρήστη, όπως αυτός ορίζεται από το συμβούλιο προσφυγών. Ωστόσο, στα σημεία 49 και 55 του δικογράφου της προσφυγής, αμφισβητεί το συμπέρασμα του συμβουλίου προσφυγών ότι ο ενημερωμένος χρήστης «δεν αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή» σε ορισμένες διαφορές, ισχυριζόμενη ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν λαμβάνεται υπόψη το «επίπεδο της γνώσης» του χρήστη αυτού. Ως εκ τούτου, πρέπει να προσδιοριστούν ο βαθμός γνώσης και το επίπεδο προσοχής του ενημερωμένου χρήστη, από τα οποία προκύπτει η ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τις διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων.

69      Σύμφωνα με τη νομολογία για την έννοια του «ενημερωμένου χρήστη», αφενός, η ιδιότητα του «χρήστη» προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος, είτε είναι τελικός χρήστης είτε επαγγελματίας αγοραστής, χρησιμοποιεί το προϊόν στο οποίο είναι ενσωματωμένο το σχέδιο ή υπόδειγμα σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίον προορίζεται το προϊόν αυτό. Εξάλλου, ο προσδιορισμός «ενημερωμένος» δηλώνει ότι, χωρίς να είναι σχεδιαστής ή ειδικός τεχνικός, ο χρήστης γνωρίζει τα διάφορα σχέδια ή υποδείγματα που υπάρχουν στον σχετικό τομέα, διαθέτει ορισμένες γνώσεις ως προς τα στοιχεία τα οποία κατά κανόνα περιλαμβάνονται σε αυτά τα σχέδια ή υποδείγματα, και, λόγω του ενδιαφέροντός του για τα συγκεκριμένα προϊόντα, επιδεικνύει σχετικά υψηλότερο βαθμό προσοχής όταν τα χρησιμοποιεί. Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι ο ενημερωμένος χρήστης είναι σε θέση να διακρίνει, πέραν της πείρας την οποία έχει αποκτήσει από τη χρήση του σχετικού προϊόντος, τα χαρακτηριστικά της εμφάνισης του προϊόντος που υπαγορεύονται από την τεχνική του λειτουργία από εκείνα που επιλέγονται αυθαίρετα [πρβλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, PepsiCo κατά Grupo Promer Mon Graphic, C‑281/10 P, EU:C:2011:679, σκέψη 59· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2010, Shenzhen Taiden κατά ΓΕΕΑ – Bosch Security Systems (Εξοπλισμός επικοινωνιών), T‑153/08, EU:T:2010:248, σκέψεις 46 έως 48, και της 21ης Ιουνίου 2018, Ποδοτάπητας, T‑227/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:370, σκέψη 37].

70      Επομένως, η έννοια του «ενημερωμένου καταναλωτή» πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως ενδιάμεση έννοια μεταξύ εκείνης του «μέσου καταναλωτή» στο δίκαιο των σημάτων, από τον οποίον δεν απαιτείται καμία ειδική γνώση και ο οποίος κατά κανόνα, λόγω της ατελούς μνήμης του, δεν προβαίνει σε άμεση σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, και εκείνης του «ειδικού» που απαντά στο δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, δηλαδή του εμπειρογνώμονα που διαθέτει ειδικές τεχνικές γνώσεις. Ως εκ τούτου, η έννοια του ενημερωμένου χρήστη μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται στον χρήστη ο οποίος δεν επιδεικνύει τη μέση προσοχή, αλλά μια ιδιαίτερη επιμέλεια, είτε λόγω της προσωπικής πείρας του είτε λόγω της ευρείας γνώσης που διαθέτει στον σχετικό τομέα (αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2011, PepsiCo κατά Grupo Proer Mon Graphic, C‑281/10 P, EU:C:2011:679, σκέψη 53, της 21ης Ιουνίου 2018, Ποδοτάπητας, T‑227/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:370, σκέψη 36, και της 29ης Νοεμβρίου 2018, Πιστόλι βαφής, T‑651/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:855, σκέψη 20). Όσον αφορά το επίπεδο προσοχής του ενημερωμένου χρήστη, μολονότι αυτός δεν είναι, βεβαίως, ο μέσος καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση, είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος και αντιλαμβάνεται κατά κανόνα ένα σχέδιο ή υπόδειγμα ως ένα σύνολο, χωρίς να εξετάζει μεμονωμένα τις διάφορες λεπτομέρειές του, πλην όμως δεν είναι ούτε ο εμπειρογνώμων ή ο εξειδικευμένος γνώστης, όπως ο ειδικός του κλάδου, που είναι ικανός να παρατηρήσει στις λεπτομέρειές τους τις ενδεχόμενες ελάσσονος σημασίας διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων (πρβλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, PepsiCo κατά Grupo Promer Mon Graphic, C‑281/10 P, EU:C:2011:679, σκέψη 59).

71      Στην υπό κρίση υπόθεση, το συμβούλιο προσφυγών, στο σημείο 26 της προσβαλλόμενης απόφασης, όρισε τους ενημερωμένους χρήστες των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων ως εμπόρους που επιθυμούσαν την επισήμανση των προϊόντων τους, καθώς και ως υπεύθυνους αγορών στις επιχειρήσεις, οι οποίοι αγόραζαν τέτοιους πίνακες αναγραφής τιμών, δηλαδή διαφανείς θήκες δελτίου στοιχείων για οχήματα. Διαπιστώνεται ότι ο ορισμός αυτός, ο οποίος εξάλλου δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, δεν είναι εσφαλμένος.

72      Όσον αφορά τον βαθμό γνώσης και το επίπεδο προσοχής του ενημερωμένου χρήστη, ιδίως από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 69 και 70 ανωτέρω και στο σημείο 25 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, ακόμη και αν αυτό το πρόσωπο αναφοράς έχει ορισμένες γνώσεις ως προς τα διάφορα σχέδια ή υποδείγματα που υπάρχουν στον οικείο τομέα και επιδεικνύει σχετικά υψηλό επίπεδο προσοχής και επιμέλειας κατά τη χρήση τους, δεν είναι ούτε ο εμπειρογνώμονας ούτε ο εξειδικευμένος γνώστης, όπως ο ειδικός του κλάδου, ο οποίος είναι σε θέση να παρατηρήσει λεπτομερώς τις ενδεχόμενες ήσσονος σημασίας διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων.

 Όσον αφορά τον βαθμό ελευθερίας του δημιουργού

73      Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι κακώς έκρινε, στο σημείο 27 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση «πινάκων ανάρτησης στοιχείων [ή πινακίδων], επιγραφών για οχήματα» ήταν «μεγάλος», τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το χρησιμοποιούμενο υλικό. Κατά την προσφεύγουσα, αυτός ο βαθμός ελευθερίας είναι πολύ μικρός και υπόκειται σε περιορισμούς ως προς το σχήμα και το μέγεθος. Δεδομένου ότι το χαρτί που εισάγεται στη θήκη περιέχει τα στοιχεία του οχήματος και πληροφορίες για την τιμή, επιβάλλεται κατ’ ανάγκη ένα ορθογώνιο σχήμα. Ομοίως, όσον αφορά το μέγεθος και τις διαστάσεις, πρέπει να κυμαίνονται αναγκαστικά από έναν ελάχιστο μορφότυπο Α4 για να εξασφαλίζεται η ορατότητα μέχρι έναν μέγιστο μορφότυπο που εξαρτάται από τις διαστάσεις των υαλοπινάκων του οχήματος στην εσωτερική επιφάνεια των οποίων τοποθετείται η διαφανής θήκη δελτίου στοιχείων. Ως εκ τούτου, ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό, αφενός, από την προβλεπόμενη χρήση (εισαγωγή φύλλου χαρτιού ελάχιστου μορφότυπου Α4, στο οποίο αναγράφονται τα στοιχεία του οχήματος και πληροφορίες σχετικά με την τιμή) και, αφετέρου, από τις αντίστοιχες διαστάσεις των υαλοπινάκων του οχήματος.

74      Κατά τη νομολογία, ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού ενός σχεδίου ή υποδείγματος καθορίζεται ιδίως βάσει των περιορισμών που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά τα οποία επιβάλλει η τεχνική λειτουργία του προϊόντος ή ενός στοιχείου του προϊόντος ή επίσης βάσει των νόμιμων προδιαγραφών που ισχύουν για το προϊόν. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν ως αποτέλεσμα ορισμένα χαρακτηριστικά να καθίστανται ο κανόνας και να είναι κοινά στα σχέδια ή υποδείγματα που αφορούν το οικείο προϊόν [αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2010, Grupo Promer Mon Graphic κατά ΓΕΕΑ – PepsiCo (Απεικόνιση κυκλικής διαφημιστικής βάσης), T‑9/07, EU:T:2010:96, σκέψη 67, της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Kwang Yang Motor κατά ΓΕΕΑ – Honda Giken Kogyo (Κινητήρας εσωτερικής καύσεως), T‑10/08, EU:T:2011:446, σκέψη 32, και της 21ης Ιουνίου 2018, Ποδοτάπητας, T‑227/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:370, σκέψη 54].

75      Ωστόσο, μια γενική τάση στον τομέα του σχεδιασμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράγοντας περιορισμού της ελευθερίας του δημιουργού, στο μέτρο που αυτή ακριβώς η ελευθερία του δημιουργού του επιτρέπει να ανακαλύπτει νέες φόρμες, νέες τάσεις ή ακόμη και να καινοτομεί στο πλαίσιο κάποιας υπάρχουσας τάσης [απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012, Antrax It κατά ΓΕΕΑ – THC (Θερμοσυσσωρευτές για θερμαντικά σώματα), T‑83/11 και T‑84/11, EU:T:2012:592, σκέψη 95]. Πράγματι, το αν ένα σχέδιο ή υπόδειγμα ακολουθεί μια γενική τάση στον τομέα του σχεδιασμού αφορά το πολύ την αισθητική αντίληψη του συγκεκριμένου σχεδίου ή υποδείγματος και, ως εκ τούτου, μπορεί να επηρεάσει την εμπορική επιτυχία του προϊόντος στο οποίο ενσωματώνεται. Αντιθέτως, το ζήτημα αυτό δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εξέτασης του ατομικού χαρακτήρα του σχεδίου ή υποδείγματος, η οποία συνίσταται στον έλεγχο του ζητήματος αν η συνολική εντύπωση που αυτό προκαλεί διαφοροποιείται από τις συνολικές εντυπώσεις που προκαλούν τα ήδη γνωστοποιημένα σχέδια ή υποδείγματα, ανεξαρτήτως αισθητικών ή εμπορικών κριτηρίων [αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2010, Εξοπλισμός επικοινωνιών, T‑153/08, EU:T:2010:248, σκέψη 58, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, Sachi Premium-Outdoor Furniture κατά ΓΕΕΑ – Gandia Blasco (Πολυθρόνα), T‑357/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:55, σκέψη 24, και της 17ης Νοεμβρίου 2017, Ciarko κατά EUIPO – Maan (Απορροφητήρας κουζίνας), T‑684/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:819, σκέψη 58].

76      Ο παράγοντας που σχετίζεται με τον βαθμό ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος δεν είναι από μόνος του αποφασιστικός για την εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα του σχεδίου ή υποδείγματος, αλλά η εν λόγω εκτίμηση γίνεται, χάρη στον παράγοντα αυτό, πιο εξειδικευμένη (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Τσάντες χειρός, T‑525/13, EU:T:2015:617, σκέψη 35, και της 4ης Ιουλίου 2017, Περικάρπιο ηλεκτρονικού ρολογιού, T‑90/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:464, σκέψη 38). Τούτο διότι η επιρροή του παράγοντα αυτού στον ατομικό χαρακτήρα διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση, με βάση μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση. Επομένως, όσο μεγαλύτερη είναι η ελευθερία του δημιουργού, τόσο λιγότερο αρκούν οι ελάσσονες διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων προκειμένου να δημιουργηθεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση. Αντιστρόφως, όσο μικρότερη είναι η ελευθερία του δημιουργού, τόσο περισσότερο αρκούν οι ελάσσονες διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων για να δημιουργηθεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση. Με άλλα λόγια, ο μεγάλος βαθμός ελευθερίας του δημιουργού ενισχύει το συμπέρασμα ότι τα σχέδια ή υποδείγματα χωρίς σημαντικές μεταξύ τους διαφορές δημιουργούν την ίδια γενική εντύπωση στον ενημερωμένο χρήστη και, ως εκ τούτου, το σχέδιο του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος δεν παρουσιάζει ατομικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, ο μικρός βαθμός ελευθερίας του δημιουργού ευνοεί το συμπέρασμα ότι οι αρκούντως έντονες διαφορές μεταξύ των σχεδίων ή υποδειγμάτων προκαλούν διαφορετική συνολική εντύπωση στον ενημερωμένο χρήστη και, ως εκ τούτου, το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα παρουσιάζει ατομικό χαρακτήρα (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Κινητήρας εσωτερικής καύσεως, T‑10/08, EU:T:2011:446, σκέψη 33, της 13ης Νοεμβρίου 2012, Θερμοσυσσωρευτές για θερμαντικά σώματα, T‑83/11 και T‑84/11, EU:T:2012:592, σκέψη 45, και της 21ης Ιουνίου 2018, Ποδοτάπητας, T‑227/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:370, σκέψη 54).

77      Εν προκειμένω, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε, στα σημεία 27 έως 29 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση «διαφανών θηκών δελτίου στοιχείων, επιγραφών για οχήματα» ήταν μεγάλος, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το χρησιμοποιούμενο υλικό. Κατά το ίδιο, μια θήκη δελτίου στοιχείων για οχήματα μπορεί να έχει οποιοδήποτε γεωμετρικό σχήμα, εφόσον επιτρέπει την αναγραφή στοιχείων: μπορεί να έχει όχι μόνον το βασικό ορθογώνιο σχήμα, αλλά και τετράγωνο, κυκλικό ή ελλειπτικό, ενώ το ορθογώνιο σχήμα οφείλεται στην ελεύθερη επιλογή του δημιουργού, η οποία δεν προκαθορίζεται ούτε από την αγορά ούτε από άλλους λόγους ή περιορισμούς. Το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ότι το ίδιο ισχύει και για την επιλογή του υλικού και ότι, εν προκειμένω, η χρήση του πλαστικού αποτελούσε ήδη ελεύθερη επιλογή του δημιουργού, η οποία δεν προκαθοριζόταν ούτε από την αγορά ούτε από άλλους λόγους ή περιορισμούς· τουλάχιστον, όπως επισήμανε το ίδιο, τα μέρη δεν προέβαλαν κανέναν ισχυρισμό που να αντιβαίνει στην κρίση του αυτή.

78      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί του αντιθέτου δεν είναι διόλου πειστικά. Όσον αφορά το μέγεθος ή τις διαστάσεις των διαφανών θηκών δελτίου στοιχείων για οχήματα, αυτά δεν μπορούν να περιορίσουν την ελευθερία του δημιουργού στην προκειμένη περίπτωση. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι τα δελτία τεχνικών στοιχείων που περιέχονται σε τέτοιες διαφανείς θήκες πρέπει να έχουν μορφότυπο Α4. Ακόμη και αν ο μορφότυπος αυτός ήταν συνήθης στην αγορά, δεν θα προκαλούσε σημαντικό περιορισμό της ελευθερίας του δημιουργού. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 75 ανωτέρω, η γενική τάση χρήσης των δελτίων στοιχείων σε μορφότυπο A4 και ο ανάλογος σχεδιασμός των προϊόντων δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της εξέτασης του ατομικού χαρακτήρα του σχεδίου ή υποδείγματος. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, ούτε καν ισχυρίστηκε, ότι υφίσταται περιορισμοί που συνδέονται με χαρακτηριστικά τα οποία υπαγορεύονται είτε από την τεχνική λειτουργία του προϊόντος ή στοιχείου του προϊόντος είτε από τις ισχύουσες για το προϊόν νόμιμες προδιαγραφές.

79      Εξάλλου υπενθυμίζεται ότι ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού θεωρείται μεγάλος ή πολύ μεγάλος από τον δικαστή της Ένωσης, όταν είναι δυνατόν να φανταστεί κάποιος το ίδιο προϊόν σε διαφορετικές μορφές (πρβλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012, Θερμοσυσσωρευτές για θερμαντικά σώματα, T‑83/11 και T‑84/11, EU:T:2012:592, σκέψεις 46 έως 52), όταν το προϊόν μπορεί να σχεδιαστεί σε μεγάλη ποικιλία σχημάτων, χρωμάτων ή υλικών [πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2017, Gamet κατά EUIPO – «Metal-Bud II» Robert Gubała (Θυρολαβή), T‑306/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:466, σκέψεις 45 έως 47], όταν η περιγραφή του προϊόντος είναι πολύ ευρεία και δεν περιέχει καμιά διευκρίνιση σε σχέση με το είδος ή τη λειτουργικότητά του [πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Promarc Technics/OHMI – PIS (Τμήμα θύρας), T‑251/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:780, σκέψη 55] ή και όταν οι περιορισμοί λειτουργικής φύσεως που αφορούν την παρουσία ορισμένων ουσιωδών στοιχείων δεν μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά το σχήμα και τη γενική εμφάνιση του προϊόντος, το οποίο μπορεί να έχει διάφορες μορφές και να τοποθετείται με διαφορετικούς τρόπους [πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2011, Ρολόι στερεωμένο σε λουρί, T‑68/10, EU:T:2011:269, σκέψεις 68 και 69, της 21ης Νοεμβρίου 2013, El Hogar Perfecto del Siglo XXI κατά OHMI – Wenf International Advisers (Ανοιχτήρι κρασιού), T‑337/12, EU:T:2013:601, σκέψεις 36 έως 39, και της 29ης Οκτωβρίου 2015, Roca Sanitario κατά OHMI – Villeroy & Boch (Μονή μπαταρία νιπτήρα), T‑334/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:817, σκέψεις 45 έως 52]. Τούτο ισχύει κατ’ ουσίαν στην προκειμένη περίπτωση, ιδίως όσον αφορά τα σχήματα και τα χρησιμοποιούμενα υλικά.

80      Ως εκ τούτου, ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση των «διαφανών θηκών δελτίου στοιχείων, επιγραφών για οχήματα» είναι μεγάλος, τόσο ως προς το σχήμα και το μέγεθος του προϊόντος όσο και ως προς το χρησιμοποιούμενο υλικό, όπως ορθώς διαπίστωσε το συμβούλιο προσφυγών στα σημεία 27 έως 29 της προσβαλλόμενης απόφασης.

81      Επομένως, η πρώτη αιτίαση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

 Όσον αφορά τη σύγκριση των συνολικών εντυπώσεων

82      Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι κακώς διαπίστωσε, στα σημεία 33 και 34 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο ενημερωμένος χρήστης δεν αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στη διαφορά λόγου μήκους και πλάτους (εν προκειμένω ενός λόγου 2:1 ή 2,2:1 αντί του μορφότυπου A4), ούτε στη διαφορά σχήματος του γλωσσιδίου που βρίσκεται στο κάτω τμήμα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και των σχεδίων ή υποδειγμάτων των οποίων γίνεται επίκληση έναντι του πρώτου. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα έχει «επιμήκη εμφάνιση και μια σχεδόν κομψή διακριτικότητα», «δημιουργεί, αν ληφθεί υπόψη ο περιορισμένος βαθμός ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση, μια επίφαση υψηλής ποιότητας» και μια «κομψή εντύπωση επιμήκους ορθογωνίου παραλληλογράμμου», προσδίδοντας έναν «εύθραυστο, διακριτικό, μη επιθετικό χαρακτήρα, αντιθέτως προς το σχέδιο ή υπόδειγμα του παραρτήματος Ε», ενώ κατά την άποψή της, το μεν τελευταίο δίνει την «εντύπωση ενός αδρού και χονδροειδούς αντικειμένου», τα δε σχέδια ή υποδείγματα που προβάλλονται στα παραρτήματα A έως E είναι όλα «σχεδιασμένα κατά τρόπο χονδροειδή και χωρίς καμιά αρμονία», όσον αφορά τον συνδυασμό του γλωσσιδίου και της πινακίδας που δίνει το σχήμα της στο σύνολο, και δίνουν την «εντύπωση του χονδροειδούς και πρόχειρου», «χωρίς καμιά εκλέπτυνση ή κομψότητα».

83      Κατά πάγια νομολογία, o ατομικός χαρακτήρας ενός σχεδίου ή υποδείγματος προκύπτει από τη συνολική διαφορετική εντύπωση ή από το γεγονός ότι δεν δίνει την εντύπωση στον ενημερωμένο χρήστη ότι το έχει ξαναδεί, σε σχέση με οποιοδήποτε προγενέστερο τέτοιο σχέδιο ή υπόδειγμα, χωρίς να συνεκτιμώνται οι διαφορές οι οποίες δεν είναι τόσο έντονες ώστε να επηρεάζουν την εν λόγω συνολική εντύπωση, μολονότι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ασήμαντες, λαμβανομένων όμως υπόψη των αρκούντως χαρακτηριστικών διαφορών που δημιουργούν μια διαφορετική συνολική εντύπωση [αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2013, (Αιλουροειδές που αναπηδά), T‑666/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:584, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 21ης Ιουνίου 2018, Ποδοτάπητας, T‑227/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:370, σκέψη 72, και της 29ης Νοεμβρίου 2018, Πιστόλι βαφής, T‑651/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:855, σκέψη 39].

84      Η εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα ενός σχεδίου ή υποδείγματος πρέπει να πραγματοποιείται σε σχέση με ένα ή περισσότερα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα, τα οποία εξετάζονται χωριστά το καθένα μέσα από το σύνολο των σχεδίων ή υποδειγμάτων που έχουν ήδη γνωστοποιηθεί στο κοινό, και όχι σε σχέση με έναν συνδυασμό μεμονωμένων στοιχείων αντλούμενων από περισσότερα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2014, Karen Millen Fashions, C‑345/13, EU:C:2014:2013, σκέψεις 25 και 35, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Easy Sanitary Solutions και EUIPO κατά Group Nivelles, C‑361/15 P και C‑405/15 P, EU:C:2017:720, σκέψη 61). Η σύγκριση των συνολικών εντυπώσεων που δημιουργούν τα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα πρέπει να είναι σφαιρική και δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια αναλυτική απαρίθμηση ομοιοτήτων και διαφορών. Η σύγκριση αυτή πρέπει να στηρίζεται σε εκείνα τα χαρακτηριστικά του αμφισβητούμενου σχεδίου ή υποδείγματος τα οποία έχουν γνωστοποιηθεί και να αφορά αποκλειστικώς τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά, ιδίως τα τεχνικά, που εξαιρούνται από την προστασία. Πρέπει δε να αφορά τα σχέδια ή υποδείγματα όπως έχουν καταχωριστεί, ενώ δεν μπορεί να απαιτείται από τον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας να προσκομίσει γραφική απεικόνιση του σχεδίου ή υποδείγματος το οποίο επικαλείται, ανάλογη με εκείνη που περιέχεται στην αίτηση καταχώρισης του αμφισβητούμενου σχεδίου ή υποδείγματος [πρβλ. αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2013, Αιλουροειδές που αναπηδά, T‑666/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:584, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 13ης Ιουνίου 2017, Ball Beverage Packaging Europe κατά EUIPO – Crown Hellas Can (Μεταλλικά κουτιά ποτών), T‑9/15, EU:T:2017:386, σκέψη 79, και της 17ης Νοεμβρίου 2017, Απορροφητήρας κουζίνας, T‑684/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:819, σκέψη 43].

85      Στην προκειμένη περίπτωση, το συμβούλιο προσφυγών συνέκρινε τα ακόλουθα σχέδια ή υποδείγματα:

Image not found

86      Το συμβούλιο προσφυγών δεν έλαβε υπόψη, στο σημείο 32 της προσβαλλόμενης απόφασης, το δελτίο πληροφοριών που περιλήφθηκε στα έγγραφα τα οποία προσκομίστηκαν στα παραρτήματα Α έως D της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας, δεδομένου ότι ήταν σαφές στον ενημερωμένο χρήστη ότι οι διαφανείς θήκες δελτίου στοιχείων για οχήματα χρησιμοποιούνταν για την αναγραφή της τιμής σε κάθε αυτοκίνητο χωριστά, καίτοι, στο πλαίσιο της συνολικής εντύπωσης δεν θα απέδιδε σημασία στο συγκεκριμένο κείμενο. Στο σημείο 33 της προσβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι τόσο το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα όσο και το προγενέστερο αποτελούνταν από μια διαφανή επιφάνεια κάτω από την οποία μπορούσε να τοποθετηθεί ένα φύλλο χαρτιού· ότι το βασικό τους σχήμα ήταν ορθογώνιο, με ορισμένες διαφορές ως προς τον λόγο μήκους και πλάτους· ότι και τα δύο σχέδια ή υποδείγματα έχουν στο κάτω άκρο τους ένα γλωσσίδιο με καμπύλο σχήμα· και ότι, ενώ στο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα η καμπύλη έτεμνε το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο στα άκρα του, στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, η καμπύλη άγγιζε το ορθογώνιο από σημείο πλησιέστερο στο κέντρο κατά πλάτος. Ωστόσο, στο σημείο 34 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ότι οι διαφορές αυτές ήταν ήσσονος σημασίας και δεν μπορούσαν να μεταβάλουν τη συνολική εντύπωση που δημιουργείται από τα δύο σχέδια ή υποδείγματα. Κατά το ίδιο, ο ενημερωμένος χρήστης δεν αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στον διαφορετικό λόγο μήκους και πλάτους του ορθογώνιου σχήματος, ιδίως επειδή το γλωσσίδιο έχει το ίδιο σχεδόν σχήμα, ενώ το γεγονός ότι στο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, σε αντίθεση με το επίμαχο, το γλωσσίδιο εκτείνεται σε όλο το κάτω μέρος, δεν γινόταν καν αντιληπτό.

87      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει επ’ αυτού ότι αρκεί να ληφθεί υπόψη το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στα έγγραφα των παραρτημάτων Β και C της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας.

88      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η συνολική εντύπωση που δημιουργούν στον ενημερωμένο χρήστη τα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα κυριαρχείται από ένα ορθογώνιο σχήμα με μια διαφανή επιφάνεια και ένα τριγωνικό γλωσσίδιο στο κάτω άκρο. Η συνέργεια αυτών των τριών θεμελιωδών χαρακτηριστικών δημιουργεί παρόμοια γενική εντύπωση.

89      Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι μάλλον ήσσονος σημασίας οι διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων, οι οποίες συνίστανται σε ένα ελαφρώς μεγαλύτερο μήκος σε σχέση με το πλάτος στο επάνω ορθογώνιο τμήμα, καθώς και στο ελαφρώς πιο καμπύλο ή παραβολοειδές σχήμα και σε μια θέση ελαφρώς πλησιέστερη στο κέντρο κατά πλάτος του τριγωνικού γλωσσιδίου στο κάτω τμήμα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

90      Υπενθυμίζεται δε ότι, παρά το σχετικά υψηλό επίπεδο προσοχής του, ο ενημερωμένος χρήστης δεν παρατηρεί λεπτομερώς τις ήσσονος σημασίας διαφορές που ενδέχεται να υπάρχουν μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω).

91      Ως εκ τούτου, οι εν λόγω διαφορές δεν μπορούν να αποκλείσουν την εντύπωση του ενημερωμένου χρήστη ότι έχει δει στο παρελθόν τα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα, λαμβανομένων υπόψη των κοινών στοιχείων τους, τα οποία καταλέγονται στα πλέον ορατά και σημαντικά στοιχεία τους [πρβλ. αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2015, Μονή μπαταρία νιπτήρα, T‑334/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:817, σκέψη 74, και της 28ης Σεπτεμβρίου 2017, Rühland κατά EUIPO – 8 seasons design (Φωτιστικό αστέρι), T‑779/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:674, σκέψη 43].

92      Συνάγεται, συνεπώς, το συμπέρασμα ότι οι ως άνω διαφορές εξακολουθούν να μην είναι αρκούντως έντονες ώστε να προκαλούν, αυτές και μόνον, στον ενημερωμένο χρήστη συνολική εντύπωση διαφορετική από εκείνη που προκαλεί το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου βαθμού ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος. Ως εκ τούτου, δεν είναι ικανές να προσδώσουν ατομικό χαρακτήρα στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα.

93      Κατά συνέπεια, το συμβούλιο προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη, όταν, αφού έλαβε υπόψη στην αξιολόγησή του τις διαφορές που προέβαλε η προσφεύγουσα, έκρινε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα προκαλούσαν την ίδια συνολική εντύπωση στον ενημερωμένο χρήστη και ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν είχε ατομικό χαρακτήρα.

94      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

95      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως και, επομένως, και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

96      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 135, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας, κατ’ εξαίρεση, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, μέρος μόνον των εξόδων του αντιδίκου ή ότι, ενδεχομένως, δεν πρέπει να καταδικαστεί καν στα έξοδα αυτά.

97      Στην υπό κρίση υπόθεση, ο ηττηθείς διάδικος είναι η προσφεύγουσα και το EUIPO ζήτησε ρητώς την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, ιδίως της κοινοποίησης εκτός σειράς σελίδων δύο καταλόγων από το EUIPO στην προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 28 έως 39 ανωτέρω), επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, σύμφωνα με το άρθρο 135, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να φέρει κάθε διάδικος τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Visi/one GmbH και το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Collins

Kancheva

De Baere

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουνίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.