Language of document : ECLI:EU:C:2006:4

Υπόθεση C-178/03

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

και

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Προσφυγή ακυρώσεως — Κανονισμός (ΕΚ) 304/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις εισαγωγές και εξαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων — Επιλογή της νομικής βάσης — Άρθρα 133 ΕΚ και 175 ΕΚ»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Πράξεις των οργάνων — Επιλογή της νομικής βάσης — Κριτήρια — Κοινοτική πράξη που επιδιώκει διττό στόχο ή έχει δύο συνιστώσες

2.        Περιβάλλον — Κοινή εμπορική πολιτική — Κανονισμός για τις εισαγωγές και εξαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων

(Άρθρα 133 ΕΚ και 175 § 1 ΕΚ· κανονισμός 304/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

3.        Προσφυγή ακυρώσεως — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Περιορισμός τους από το Δικαστήριο

(Άρθρο 231, εδ. 2, ΕΚ· κανονισμός 304/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

1.        Η επιλογή της νομικής βάσης μιας κοινοτικής πράξης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται κυρίως ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης.

Αν από την εξέταση μιας κοινοτικής πράξης αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή επιδιώκει διττό στόχο ή ότι απαρτίζεται από δύο συνιστώσες, από τις οποίες η μία μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύρια ή δεσπόζουσα, ενώ η άλλη είναι απλώς παρακολουθηματική, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνο νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτείται από τον κύριο ή δεσπόζοντα στόχο ή από την κύρια ή δεσπόζουσα συνιστώσα. Κατ’ εξαίρεση, αν αποδεικνύεται αντίθετα ότι η πράξη επιδιώκει συγχρόνως πολλούς στόχους ή έχει πολλές συνιστώσες, που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας να είναι δευτερεύων και έμμεσος σε σχέση με τον άλλο, η πράξη αυτή πρέπει να στηρίζεται στις αντίστοιχες διαφορετικές νομικές βάσεις. Ωστόσο, η χρησιμοποίηση διττής νομικής βάσης αποκλείεται στην περίπτωση που οι διαδικασίες που προβλέπονται για καθεμία από τις νομικές αυτές βάσεις είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους και/ή η σώρευση νομικών βάσεων μπορεί να θίξει τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου

(βλ. σκέψεις 41-43, 57)

2.        Ο κανονισμός 304/2003, για τις εισαγωγές και εξαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων, έχει, από την άποψη τόσο των σκοπών του όσο και του περιεχομένου του, δύο συνιστώσες που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς η μία να μπορεί να θεωρηθεί δευτερεύουσα ή έμμεση σε σχέση με την άλλη, και από τις οποίες η μία εμπίπτει στην κοινή εμπορική πολιτική και η άλλη στην πολιτική της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος.

Συγκεκριμένα, πρώτον, η Σύμβαση του Ρότερνταμ σχετικά με τη διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση όσον αφορά ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και φυτοφάρμακα στο διεθνές εμπόριο, η εφαρμογή της οποίας αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό του κανονισμού 304/2003, έχει δύο συνιστώσες, τη ρύθμιση των εμπορικών συναλλαγών και την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, οι οποίες είναι τόσο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, ώστε η απόφαση για την έγκριση της Σύμβασης αυτής εξ ονόματος της Κοινότητας έπρεπε να στηριχτεί στα άρθρα 133 ΕΚ και 175, παράγραφος 1, ΕΚ. Το γεγονός βέβαια ότι μία ή περισσότερες διατάξεις της Συνθήκης έχουν επιλεγεί ως νομική βάση για την έγκριση μιας διεθνούς συμφωνίας δεν αρκεί ως απόδειξη του ότι οι ίδιες αυτές διατάξεις πρέπει επίσης να επιλεγούν ως νομική βάση για την έκδοση των πράξεων με τις οποίες θα τεθεί σε εφαρμογή σε κοινοτικό επίπεδο η εν λόγω συμφωνία. Εν προκειμένω πάντως επιβάλλεται οπωσδήποτε να χρησιμοποιηθεί για την απόφαση έγκρισης της Σύμβασης εξ ονόματος της Κοινότητας και για τον κανονισμό, με τον οποίο τίθεται σε εφαρμογή σε κοινοτικό επίπεδο η εν λόγω Σύμβαση, η ίδια νομική βάση, ενόψει της προφανούς σύγκλισης των διατάξεων των δύο αυτών πράξεων, που διαπνέονται αφενός από τη μέριμνα για τη ρύθμιση του εμπορίου των επικίνδυνων χημικών προϊόντων και αφετέρου από τη μέριμνα για τη διασφάλιση της ορθής διαχείρισης των προϊόντων αυτών και/ή την προστασία της υγείας των ανθρώπων και του περιβάλλοντος από τα αρνητικά αποτελέσματα του εμπορίου των προϊόντων αυτών.

Δεύτερον, οι διατάξεις του κανονισμού 304/2003 που βαίνουν πέραν του πεδίου εφαρμογής της Σύμβασης του Ρότερνταμ δικαιολογούσαν πλήρως τη χρησιμοποίηση όχι μόνο του άρθρου 175, παράγραφος 1, ΕΚ ως νομικής βάσης, αλλά και του άρθρου 133 ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός 304/2003 έπρεπε να στηριχτεί στην ενδεδειγμένη συναφώς διττή νομική βάση, και συγκεκριμένα στα άρθρα 133 ΕΚ και 175, παράγραφος 1, ΕΚ.

Η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση των άρθρων 133 ΕΚ και 175, παράγραφος 1, ΕΚ δεν αποκλείεται λόγω ασυμβιβάστου των διαδικασιών που προβλέπονται για καθεμία από τις δύο αυτές νομικές βάσεις, διότι η πρόσθετη χρησιμοποίηση του άρθρου 133 ΕΚ δεν μπορούσε εν προκειμένω να επηρεάσει τους κανόνες που διέπουν την ψηφοφορία στο Συμβούλιο, αφού το άρθρο 133, παράγραφος 4, ΕΚ προβλέπει, όπως ακριβώς και το άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ, ότι το Συμβούλιο, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του παρέχονται από το εν λόγω άρθρο 133, αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία. Εξάλλου, η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση των άρθρων 133 ΕΚ και 175, παράγραφος 1, ΕΚ δεν μπορεί ούτε να θίξει τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου, αφού, μολονότι το πρώτο από τα δύο αυτά άρθρα δεν προβλέπει ρητά τη συμμετοχή του εν λόγω θεσμικού οργάνου στην έκδοση των πράξεων που ανήκουν στην κατηγορία της υπό εξέταση εν προκειμένω πράξης, το δεύτερο παρέχει αντίθετα στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να εκδώσει την πράξη σύμφωνα με τη διαδικασία συναπόφασης.

Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 304/2003 πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον στηρίζεται μόνο στο άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 44-47, 50, 56-60)

3.        Κατόπιν της έναρξης της εφαρμογής του κανονισμού 304/2003, για τις εισαγωγές και εξαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων, το εμπόριο των προϊόντων αυτών διέπεται από τον κανονισμό αυτό και η Επιτροπή χρειάστηκε να λάβει, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, πολλές αποφάσεις για την εισαγωγή στην Κοινότητα ορισμένων χημικών προϊόντων και ουσιών. Ενόψει των στοιχείων αυτών και προκειμένου κυρίως να αποφευχθεί η δημιουργία νομικής αβεβαιότητας ως προς το καθεστώς που θα ισχύει για το εμπόριο των προϊόντων αυτών μετά την ακύρωση του εν λόγω κανονισμού, το Δικαστήριο πρέπει να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα του κανονισμού αυτού μέχρις ότου εκδοθεί, εντός εύλογης προθεσμίας, νέος κανονισμός, στηριζόμενος στις ενδεδειγμένες νομικές βάσεις.

(βλ. σκέψεις 62, 64-65)