Language of document : ECLI:EU:T:2008:414

Υπόθεση T-68/04

SGL Carbon AG

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Αρχή της αναλογικότητας – Αρχή της ίσης μεταχείρισης – Ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών – Τόκοι υπερημερίας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατανομή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε κατηγορίες με συγκεκριμένο κριτήριο

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Καθορισμός αρχικού ποσού του προστίμου σε συνάρτηση με τη φύση της παραβάσεως και, εν συνεχεία, διαμόρφωση του ποσού αυτού για κάθε επιχείρηση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παραβάσεως – Παράβαση μεγάλης διάρκειας

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 B)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Όριο που θέτει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17

(άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής – Έκταση – Ευχέρεια καθορισμού του τρόπου καταβολής του προστίμου

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 86)

1.      Όσον αφορά τον καθορισμό των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβιάσεως της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, η Επιτροπή τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως εφόσον παραθέτει στην απόφασή της τα στοιχεία βάσει των οποίων προσμέτρησε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της διαπραχθείσας παραβάσεως, χωρίς να οφείλει να παραθέσει αναλυτικότερη αιτιολογία ή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου. Η παράθεση αριθμητικών στοιχείων σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων, ακόμη και αν τα στοιχεία αυτά είναι χρήσιμα, δεν είναι απαραίτητη για την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

Όσον αφορά την αιτιολόγηση των ποσών εκκίνησης σε απόλυτους αριθμούς, υπενθυμίζεται ότι τα πρόστιμα συνιστούν μέσον ασκήσεως της πολιτικής επί του ανταγωνισμού της Επιτροπής, η οποία πρέπει να διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό τους, προκειμένου να κατευθύνει τις επιχειρήσεις προς την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Επιπλέον, τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι ευχερώς προβλέψιμα για τους επιχειρηματίες. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν πρέπει να υποχρεούται να παράσχει στοιχεία αιτιολογίας πέραν εκείνων που αφορούν τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 31-32)

2.      Η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ συνιστά ένα από τα μέσα που διαθέτει προς εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας που της έχει ανατεθεί από το κοινοτικό δίκαιο. Η αποστολή αυτή περιλαμβάνει, βεβαίως, τη διερεύνηση και καταστολή των ατομικών παραβάσεων, περιλαμβάνει όμως, επίσης, και το καθήκον ασκήσεως μιας γενικής πολιτικής με στόχο την εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού των αρχών που καθορίζονται στη Συνθήκη και τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση αυτή. Επομένως, η Επιτροπή έχει την εξουσία να αποφασίζει για το ύψος του προστίμου, με γνώμονα την ενίσχυση του αποτρεπτικού αποτελέσματός του, όταν οι παραβάσεις συγκεκριμένου είδους εξακολουθούν να εμφανίζονται σχετικώς συχνά, μολονότι έχουν κριθεί παράνομες από την έναρξη της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού, λόγω του κέρδους που ορισμένες από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αποκομίζουν από αυτές.

Αν μια επιχείρηση έχει υποπέσει συγχρόνως σε πολλές διαφορετικές παραβάσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οποίες συνιστούν κλασική περίπτωση παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού και συμπεριφορά που έχει επανειλημμένα κριθεί παράνομη από την Επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί να κρίνει αναγκαίο τον καθορισμό του προστίμου σε ύψος που θα το καθιστά αρκούντως αποτρεπτικό, εντός των ορίων του κανονισμού 17.

(βλ. σκέψεις 52-54, 56)

3.      Η μέθοδος που συνίσταται στην κατάταξη των μετεχόντων σε σύμπραξη σε κατηγορίες, προκειμένου να τύχουν διαφοροποιημένης μεταχείρισης κατά τον καθορισμό των ποσών εκκίνησης για την επιβολή των προστίμων, μέθοδος η οποία, μολονότι έχει ως αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεγέθους μεταξύ επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας, έχει καταρχήν επικυρωθεί από το Πρωτοδικείο, συνεπάγεται τον κατ’ αποκοπήν καθορισμό του ποσού εκκίνησης για τις επιχειρήσεις που ανήκουν στην ίδια κατηγορία.

Η Επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να κατατάξει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε περισσότερες κατηγορίες, ανά 5 % μερίδιο αγοράς, αλλά ο συγκεκριμένος τρόπος κατατάξεως των μετεχόντων σε σύμπραξη σε κατηγορίες δεν είναι ο μοναδικός που εκφράζει κατ’ αναλογία τα μερίδια αγοράς, χωρίς τον κίνδυνο να υποπέσει η Επιτροπή σε σφάλμα εκτιμήσεως κατά τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων σε καρτέλ. Η Επιτροπή, ασκώντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει, μπορεί επίσης να δημιουργήσει κατηγορίες ανά 10 % μερίδιο αγοράς.

Η κατάταξη αυτή πρέπει, πάντως, να είναι σύμφωνη με την αρχή της ίσης μεταχείρισης και το ύψος των προστίμων πρέπει να είναι τουλάχιστον ανάλογο προς τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ο δε κοινοτικός δικαστής ελέγχει μόνον αν η κατάταξη αυτή παρουσιάζει συνοχή και είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

Συναφώς, η κατάταξη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε τρεις κατηγορίες, δηλαδή σε μεγάλου, μεσαίου και μικρού μεγέθους, αποτελεί εύλογο τρόπο συνεκτιμήσεως της σημασίας της κάθε επιχείρησης στην αγορά, ενόψει του καθορισμού του ποσού εκκίνησης, υπό την προϋπόθεση ότι η κατάταξη αυτή δεν καταλήγει σε μια χονδροειδώς διαστρεβλωμένη παρουσίαση των επίμαχων αγορών. Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων ότι η μέθοδος της Επιτροπής να ορίσει τα όρια των κατηγοριών στο 10 % και στο 20 % στερείται εσωτερικής συνοχής.

Εξάλλου, κατά την κατάταξη των μετεχόντων σε σύμπραξη σε κατηγορίες, η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει τη σχέση μεταξύ των ποσών εκκίνησης για τον υπολογισμό του προστίμου ανάλογα με τη σχέση μεταξύ του μεριδίου αγοράς της «μεγαλύτερης» επιχείρησης της υψηλότερης κατηγορίας και της «μικρότερης» επιχείρησης της χαμηλότερης κατηγορίας.

Τέλος, ακόμα και αν, λόγω της κατατάξεως σε κατηγορίες, συμβαίνει να οριστεί το ίδιο βασικό ποσό για ορισμένες επιχειρήσεις παρά το διαφορετικό μέγεθός τους, η συγκεκριμένη μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά από την προέχουσα σημασία που αποδίδεται, κατά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, στη φύση της παραβάσεως σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 62, 65-66, 68-70, 79, 92)

4.      Όσον αφορά ειδικώς τις παραβάσεις που χαρακτηρίζονται «πολύ σοβαρές», οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ αναφέρουν απλώς ότι επιβάλλονται πρόστιμα «άνω των 20 εκατομμυρίων [ευρώ]». Τα μόνα ανώτατα όρια που μνημονεύονται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και εφαρμόζονται σε τέτοιες παραβάσεις είναι το γενικό όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που ορίζεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και τα ανώτατα όρια όσον αφορά το συμπληρωματικό ποσό που μπορεί να επιβληθεί λόγω της διάρκειας της παραβάσεως. Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν απαγορεύουν, στην περίπτωση των «πολύ σοβαρών» παραβάσεων, να αυξάνεται κατά πολύ το ύψος του προστίμου σε απόλυτους αριθμούς, όπως έπραξε εν προκειμένω η Επιτροπή.

(βλ. σκέψη 73)

5.      Στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβιάσεως της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, το μέρος του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως αποτελεί έγκυρη ένδειξη της εκτάσεως της παραβάσεως στη σχετική αγορά. Ειδικότερα, ο πραγματοποιηθείς κύκλος εργασιών από προϊόντα που υπήρξαν αντικείμενο περιοριστικής πρακτικής συνιστά αντικειμενικό στοιχείο που παρέχει το ορθό μέτρο της βλαπτικότητας της πρακτικής αυτής για την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού.

Όσον αφορά τον προσδιορισμό του μεγέθους της παραβάσεως στην αγορά και του μεριδίου της ευθύνης του κάθε μετέχοντος στη σύμπραξη, η Επιτροπή καλώς λαμβάνει υπόψη της τον κύκλο εργασιών που αντιστοιχεί στα επίμαχα προϊόντα και το μερίδιο αγοράς των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην οικεία αγορά κατά το τελευταίο πλήρες ημερολογιακό έτος της παραβάσεως, και όχι την κατάσταση των εν λόγω επιχειρήσεων κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 99-100)

6.      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι συμπράξεις με αντικείμενο τις τιμές ενέχουν το στοιχείο της διάρκειας, δεν μπορεί να απαγορευθεί στην Επιτροπή να συνεκτιμά την πραγματική τους διάρκεια στην εκάστοτε υπόθεση. Συγκεκριμένα, ορισμένες συμπράξεις, παρά την προσδοκώμενη μεγάλη διάρκειά τους, εντοπίζονται από την Επιτροπή ή καταγγέλλονται από κάποιον μετέχοντα έπειτα από σύντομη πραγματική λειτουργία. Το ζημιογόνο αποτέλεσμά τους είναι ασφαλώς πιο περιορισμένο σε σχέση με αυτό που θα είχαν αν εφαρμόζονταν πραγματικά επί μακρόν. Κατά συνέπεια, κατά την εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, είναι σημαντικό να γίνεται πάντοτε διάκριση μεταξύ της πραγματικής διάρκειας μιας παραβάσεως και της σοβαρότητάς της, όπως αυτή προκύπτει από την ίδια τη φύση της παραβάσεως.

Εξάλλου, το σημείο 1 B, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν προβλέπει αυτόματη προσαύξηση 10 % για κάθε έτος μιας μεγάλης διάρκειας παραβάσεως, αλλά παρέχει στην Επιτροπή διακριτική ευχέρεια ως προς το ζήτημα αυτό. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει τα ποσά εκκινήσεως για την επιβολή προστίμων κατά 10 % για κάθε πλήρες ημερολογιακό έτος της παραβάσεως και κατά 5 % επιπλέον για κάθε πρόσθετο διάστημα παραβάσεως διάρκειας έξι έως δώδεκα μηνών, και τούτο λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης διάρκειας του διαστήματος παραβάσεως. Δεν αντιβαίνει στις κατευθυντήριες γραμμές η εκ μέρους της Επιτροπής επιβολή προσαυξήσεως 10 % ανά έτος σε όλες τις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση, η οποία ορθώς χαρακτηρίστηκε ως μεγάλης διάρκειας. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι υπάρχει στο κοινοτικό δίκαιο «αρχής της φθίνουσας προσαυξήσεως των κυρώσεων» στην περίπτωση των μεγάλης διάρκειας παραβάσεων.

Τέλος, από τις διατάξεις του σημείου 1 Β των κατευθυντήριων γραμμών δεν προκύπτει ότι δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πρώτο έτος της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, προβλέπεται μόνον ότι, για τις παραβάσεις σύντομης διάρκειας, κατά κανόνα μικρότερης του έτους, δεν επιβάλλεται προσαύξηση. Αντιθέτως, για τις παραβάσεις μεγαλύτερης διάρκειας επιβάλλεται προσαύξηση η οποία μπορεί να οριστεί στο 10 % του ποσού εκκίνησης για κάθε έτος, οσάκις η παράβαση διήρκεσε περισσότερο από πέντε έτη.

(βλ. σκέψεις 109, 111-112, 120)

7.      Η Επιτροπή, αν και μπορεί ελεύθερα να εκτιμά, υπό τον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή, αν θα προβεί σε μείωση του προστίμου, βάσει της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, με γνώμονα τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως, υποχρεούται εντούτοις να τηρεί το ανώτατο όριο του 10 % του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Η Επιτροπή δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εφαρμογή του εν λόγω ορίου, το οποίο συνδέεται αποκλειστικά με το μέγεθος του κύκλου εργασιών κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή.

Όσον αφορά τη ρητή αναφορά στον κύκλο εργασιών της επιχείρησης, το ανώτατο όριο του 10 % έχει προβλεφθεί προκειμένου να μην είναι τα πρόστιμα δυσανάλογα σε σχέση με το μέγεθος της επιχείρησης, καθώς δε μόνον ο συνολικός κύκλος εργασιών μπορεί πράγματι να αποτελεί κατά προσέγγιση ένδειξη του μεγέθους αυτού, πρέπει να θεωρηθεί ότι το ποσοστό αυτό αναφέρεται στον συνολικό κύκλο εργασιών. Ο ορισμός αυτός του σκοπού του ανωτάτου ορίου του 10 % είναι, πάντως, απόλυτα συνυφασμένος με το γράμμα και το περιεχόμενο του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ο σκοπός δε αυτός δεν μπορεί να στηρίξει ερμηνεία του άρθρου αυτού αντίθετη προς το γράμμα του.

Η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει σε μια επιχείρηση διαφορετικά πρόστιμα, τηρώντας ως προς καθένα από αυτά τα όρια του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, εφόσον η εν λόγω επιχείρηση έχει αντίστοιχα υποπέσει σε διαφορετικές παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Προς τούτο, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει μία μόνο διαδικασία που να καταλήγει στην έκδοση μιας μόνον αποφάσεως, με την οποία να διαπιστώνονται διαφορετικές παραβάσεις και να επιβάλλονται χωριστά πρόστιμα, ή περισσότερες διαδικασίες, χωρίς τούτο να συνιστά «παράνομη καταστρατήγηση» του ανωτάτου ορίου του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Συγκεκριμένα, δεν έχει σημασία, για την εφαρμογή του εν λόγω ορίου, το αν η επιβολή κυρώσεων για διαφορετικές παραβάσεις γίνεται στο πλαίσιο μιας μόνο διαδικασίας ή κατόπιν χωριστών διαδικασιών, που δεν συμπίπτουν χρονικά, καθώς το ανώτατο όριο του 10 % εφαρμόζεται χωριστά για κάθε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ για την οποία η Επιτροπή επιβάλλει κυρώσεις.

(βλ. σκέψεις 124, 127, 131-132)

8.      Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εξουσίας που διαθέτει από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, δύναται να ορίζει την ημερομηνία κατά την οποία καθίστανται απαιτητά τα πρόστιμα, καθώς και την ημερομηνία μετά την οποία οφείλονται τόκοι υπερημερίας, να καθορίζει το σχετικό επιτόκιο και τις σχετικές με την εκτέλεση της αποφάσεώς της λεπτομέρειες, απαιτώντας, ενδεχομένως, τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως καλύπτουσας το κεφάλαιο και τους τόκους των επιβληθέντων προστίμων. Ελλείψει τέτοιας εξουσίας, το πλεονέκτημα που θα αντλούσαν οι επιχειρήσεις από την εκπρόθεσμη πληρωμή προστίμων θα είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των κυρώσεων που επιβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο της μέριμνάς της για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού. Συνεπώς, η επιβολή τόκων υπερημερίας λόγω μη έγκαιρης καταβολής των προστίμων δικαιολογείται προς προστασία της πρακτικής αποτελεσματικότητας της Συνθήκης από τις πρακτικές που ακολουθούν μονομερώς οι επιχειρήσεις που καθυστερούν την καταβολή των επιβληθέντων σε αυτές προστίμων και για να μην ευνοούνται οι επιχειρήσεις αυτές σε σχέση με εκείνες που καταβάλλουν τα πρόστιμά τους εμπροθέσμως.

Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει τόκους υπερημερίας με το επιτόκιο της αγοράς προσαυξημένο κατά 3,5 % και, σε περίπτωση συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως, με το επιτόκιο της αγοράς προσαυξημένο κατά 1,5 %.

Μπορεί να χρησιμοποιήσει ως σημείο αναφοράς επιτόκιο υψηλότερο από το μέσο επιτόκιο δανεισμού που ισχύει στην αγορά, στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο προς αποθάρρυνση των παρελκυστικών συμπεριφορών, χωρίς τούτο να συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε αποτελεσματική ένδικη προστασία, που αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου

Συναφώς, προς αποφυγή των συνεπειών που ενδέχεται να έχει ως προς το ύψος των τόκων το γεγονός ότι η διάρκεια της ένδικης διαδικασίας αποτελεί αστάθμητο παράγοντα, η επιχείρηση δύναται να ζητήσει αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία της επιβλήθηκε το πρόστιμο, ή να συστήσει τραπεζική εγγύηση, ούτως ώστε το επιτόκιο να μειωθεί από 5,5 σε 3,5 %.

Εξάλλου, η εκ μέρους της Επιτροπής καταβολή τόκων, με επιτόκιο κατά 0,1 % υψηλότερο από το κατώτατο επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, επί των χρηματικών ποσών που καταβάλλουν προσωρινώς οι επιχειρήσεις προς εξόφληση των επιβληθέντων σε αυτές προστίμων, ισοδυναμεί με τη χορήγηση στην οικεία επιχείρηση πλεονεκτήματος το οποίο δεν απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης, του κανονισμού 17 ή του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Συγκεκριμένα, η καταβολή τόκων από την Επιτροπή επί των ποσών των προστίμων για τα οποία, αργότερα, αποδεικνύεται οριστικά ότι καταβλήθηκαν αχρεωστήτως εξυπηρετεί εντελώς διαφορετικό σκοπό από εκείνον των τόκων υπερημερίας: στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται η αποτροπή του αδικαιολόγητου πλουτισμού των Κοινοτήτων σε βάρος μιας επιχείρησης της οποίας έγινε δεκτή η προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του προστίμου, ενώ στη δεύτερη επιδιώκεται η αποτροπή καταχρηστικών καθυστερήσεων κατά την καταβολή του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 143-144, 146, 148-149, 152)