Language of document : ECLI:EU:T:2010:252

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 24ης Ιουνίου 2010 (*)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων»

Στην υπόθεση T-66/04 DEP,

Χρίστος Γκόγκος, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Waterloo (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Ν. Κορογιαννάκη, δικηγόρο,

αιτών

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J. Currall,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων τα οποία η Επιτροπή πρέπει να καταβάλει στον Χ. Γκόγκο κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 15ης Οκτωβρίου 2008, T-66/04, Γκόγκος κατά Επιτροπής (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, E. Moavero Milanesi (εισηγητή) και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Φεβρουαρίου 2004, ο αιτών άσκησε προσφυγή περί ακυρώσεως, αφενός, της αποφάσεως της Επιτροπής για την κατάταξή του στον βαθμό A 7, κλιμάκιο 3, και, αφετέρου, της αποφάσεως της 24ης Νοεμβρίου 2003 για την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως.

2        Με απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2008, T-66/04, Γκόγκος κατά Επιτροπής (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή), το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή του αιτούντος, αλλά καταδίκασε την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

3        Με έγγραφο της 14ης Νοεμβρίου 2008, ο αιτών ζήτησε από την Επιτροπή να του καταβάλει τα δικαστικά έξοδά του, υπολογιζόμενα σε 22 247,55 ευρώ. Διευκρίνισε ότι, επειδή οι περιστάσεις της υποθέσεως ήταν παρεμφερείς προς αυτές της προηγούμενης διαφοράς του με την Επιτροπή (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Μαρτίου 2000, T-95/98, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-51 και II-219), το ποσό αυτό ήταν δικαιολογημένο σε σχέση με το ποσό των εξόδων που έπρεπε να καταβάλει η Επιτροπή στην ανωτέρω υπόθεση, καθορισθέν από το Πρωτοδικείο σε 19 831,48 ευρώ (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουνίου 2001, T-95/98 DEP, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-23 και II-571). Με έγγραφο της 5ης Ιουνίου 2009, ο αιτών επανέλαβε το αίτημά του προς την Επιτροπή.

4        Με έγγραφο της 28ης Ιουλίου 2009, η Επιτροπή επισήμανε στον αιτούντα ότι το ζητηθέν ποσό δεν δικαιολογούνταν για μια «συνηθισμένη υπαλληλική υπόθεση» και πρότεινε να του καταβάλει το ποσό των 11 000 ευρώ για την κάλυψη των δικαστικών εξόδων του. Συναφώς, αναφέρθηκε στη διάταξη του Πρωτοδικείου της 2ας Μαρτίου 2009, T-373/04 DEP, Fries Guggenheim κατά Cedefop (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), στην οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι συνολικό ποσό περίπου 9 000 ευρώ ήταν δυνατό να καλύψει τα δικαστικά έξοδα του ενδιαφερομένου, ενώ επρόκειτο, κατά την Επιτροπή, για πιο περίπλοκη υπόθεση από την υπό κρίση. Προσέθεσε ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν συνεπαγόταν τα ίδια έξοδα με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση της 23ης Μαρτίου 2000, Γκόγκος κατά Επιτροπής, και ότι, συνεπώς, οι δύο αυτές υποθέσεις δεν ήταν παρεμφερείς.

5        Με έγγραφο της 2ας Οκτωβρίου 2009, το οποίο απέστειλε στην Επιτροπή, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι η προπαρατεθείσα διάταξη Fries Guggenheim κατά Cedefop δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι η υπόθεση εκείνη δεν ήταν περίπλοκη σε σχέση με την υπό κρίση. Με το έγγραφο αυτό αναφέρθηκε επίσης σε τηλεφωνική συνομιλία διεξαχθείσα τον Ιούλιο του 2009 μεταξύ του δικηγόρου του και του επιφορτισμένου με την υπό κρίση υπόθεση δικηγόρου του θεσμικού οργάνου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε προφορικώς ότι δεν είχε αντιρρήσεις ως προς το ζητηθέν ποσό. Τέλος, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι το ποσό που πρότεινε η Επιτροπή κάλυπτε λιγότερο από το ήμισυ των εξόδων του.

6        Με έγγραφο της 19ης Οκτωβρίου 2009, η Επιτροπή απάντησε στον αιτούντα ότι η μόνη διαβεβαίωση που του είχε δοθεί κατά την προαναφερθείσα τηλεφωνική συνομιλία αφορούσε την υποχρέωση καταβολής του συνόλου των δυναμένων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων, αλλά ότι δεν είχε συμφωνήσει ως προς το ποσό των εξόδων αυτών. Προσέθεσε ότι, ακόμη και αν η υπό κρίση υπόθεση αποτελούσε «απλή» υπόθεση σε σχέση με τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν η διάταξη της 12ης Ιουνίου 2001, Γκόγκος κατά Επιτροπής, και η διάταξη Guggenheim κατά Cedefop, προπαρατεθείσες, το προταθέν ποσό των 11 000 ευρώ ήταν εύλογο, υπό το πρίσμα, αφενός, της ιδιαίτερης περιπτώσεως του αιτούντος, ο οποίος προσέφυγε τρεις φορές στο Πρωτοδικείο πριν επιλυθεί το ζήτημα της μεταβάσεώς του σε άλλη κατηγορία, στη συνέχεια δε της νέας κατατάξεώς του, αφετέρου, της καθυστερήσεως της Επιτροπής να λάβει θέση επί του αιτήματός του καταβολής των εξόδων. Καταλήγοντας, η Επιτροπή επισήμανε ότι, προκειμένου να αποφευχθεί η υποβολή αιτήσεως για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων ενώπιον του Πρωτοδικείου, πρότεινε στον αιτούνται ποσό 12 000 ευρώ.

7        Με έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2009, ο αιτών πληροφόρησε την Επιτροπή ότι δεν δεχόταν τη νέα της πρόταση.

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 25 Νοεμβρίου 2009, ο αιτών υπέβαλε, βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αίτηση περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων, με την οποία ζήτησε από το νυν Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει:

–        το ποσό των 22 247,55 ευρώ για τις αμοιβές και τα έξοδα που οφείλονται στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως,

–        νόμιμους τόκους προς 6 % επί του ανωτέρω ποσού, από τις 14 Νοεμβρίου 2008, αρχική ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματός του στην Επιτροπή,

–        ποσό ύψους 2 000 ευρώ για τις αμοιβές και τα έξοδα που οφείλονται στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

9        Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Δεκεμβρίου 2009, ο αιτών επισήμανε ότι το συνολικό ποσό των εξόδων, υπολογιζόμενο λεπτομερώς σε παράρτημα του δικογράφου της αιτήσεως, ανερχόταν στην πραγματικότητα σε 22 447,55 ευρώ και όχι σε 22 247,55 ευρώ.

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει το ποσό των δυναμένων να αναζητηθούν στην υπό κρίση υπόθεση εξόδων σε 12 000 ευρώ.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

11      Ο αιτών προβάλλει την περιπλοκότητα της υπό κρίση υποθέσεως και τον όγκο της εργασίας την οποία κλήθηκαν να παράσχουν οι διαδοχικοί συνήγοροί του. Υπήρχαν πολυάριθμα πραγματικά περιστατικά, εκτεινόμενα σε περισσότερα από δέκα έτη, και έγγραφα αποτελούμενα από πολλές εκατοντάδες σελίδες υπομνημάτων και παραρτημάτων. Τα ζητήματα που τέθηκαν ως προς την ερμηνεία του άρθρου 233 ΕΚ και των άρθρων 31 και 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ίσχυε μέχρι τις 30 Απριλίου 2004 (στο εξής: ΚΥΚ), η ανάγκη πραγματοποιήσεως επιπλέον μελετών λόγω της ενάρξεως ισχύος, την 1η Μαΐου 2004, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του [ΚΥΚ] και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] (ΕΕ L 124, σ. 1) (στο εξής: νέος ΚΥΚ), η οικονομική ζημία την οποία υπέστη ο αιτών λόγω της συμπεριφοράς της Επιτροπής, ανερχόμενη σε περισσότερα από 500 000 ευρώ, καθιστούν την υπό κρίση υπόθεση περιπλοκότερη από αυτήν επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα διάταξη Fries Guggenheim κατά Cedefop.

12      Εξάλλου, η Επιτροπή εκτιμά αυθαιρέτως τα έξοδα στις υπαλληλικές υποθέσεις, ανεξαρτήτως των πραγματικών περιστατικών και της περιπλοκότητάς τους. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τα αναγκαία έξοδα στα οποία ο αιτών αναγκάστηκε να υποβληθεί, διότι προσέλαβε, κατά τη διάρκεια της δίκης, για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του, νέο νομικό σύμβουλο.

13      Επιπλέον, ο αιτών επισημαίνει ότι το Πρωτοδικείο υπογράμμισε, στη σκέψη 51 της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 15ης Οκτωβρίου 2008, Γκόγκος κατά Επιτροπής, το γεγονός ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής ευνόησε τη γένεση της ένδικης διαφοράς. Επίσης, η Επιτροπή καθυστερεί εσκεμμένα να του καταβάλει τα δικαστικά έξοδα από τον Νοέμβριο του 2008, πράγμα το οποίο προκάλεσε επιπλέον οικονομική βλάβη στον αιτούντα, ο οποίος τα είχε ήδη καταβάλει. Ο αιτών υπενθυμίζει τέλος ότι, στην προπαρατεθείσα διάταξη της 12ης Ιουνίου 2001, Γκόγκος κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο καθόρισε τα δικαστικά έξοδα σε 800 000 βελγικά φράγκα (BEF), ήτοι σε 18 831,48 ευρώ.

14      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, χαρακτηριστικά της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας υπήρξαν το σχετικά σύντομο δικόγραφο της προσφυγής, 18 σελίδων, το υπόμνημα αντικρούσεως 11,5 σελίδων, το υπόμνημα απαντήσεως 6 σελίδων και το υπόμνημα ανταπαντήσεως 5 σελίδων. Δεν υπήρξαν επιπλέον στάδια και η απόφαση, η οποία περιελάμβανε 51 σκέψεις, ήταν πολύ σύντομη.

15      Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η υπό κρίση υπόθεση είναι πιο περίπλοκη από τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν η διάταξη της 12ης Ιουνίου 2001, Γκόγκος κατά Επιτροπής, και η διάταξη Fries Guggenheim κατά Cedefop, προπαρατεθείσες. Συγκεκριμένα, η πρώτη υπόθεση αποτελούσε μάλλον καινοτομία και επέλυε ζήτημα αρχής, χαρακτηριζόταν δε από επιπλέον διαδικαστικά στάδια. Όσον αφορά τη δεύτερη, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι παρουσίαζε στοιχεία καινοτομίας, αλλά παρά ταύτα επιδίκασε έξοδα ύψους 9 050,77 ευρώ, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει πόσο γενναιόδωρες ήταν οι προσφορές της Επιτροπής εν προκειμένω. Τέλος, υπενθυμίζει ότι, σε μια εξαιρετικά περίπλοκη και δύσκολη υπόθεση, με πολυάριθμα «κρίσιμα» σημεία, στην οποία διακυβεύονταν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα, το Πρωτοδικείο καθόρισε τα δικαστικά έξοδα σε 300 000 λίρες στερλίνες (GBP), που αντιστοιχούν σε 336 000 ευρώ, πράγμα το οποίο αντιπροσώπευε μόλις 3 536,84 ευρώ για έκαστο από τους 95 ενάγοντες (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 9ης Νοεμβρίου 2009, T-45/01 DEP, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

16      Επιπλέον, στην προπαρατεθείσα απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2008, Γκόγκος κατά Επιτροπής, ουδόλως γίνεται μνεία περί της ανάγκης πραγματοποιήσεως σημαντικών ερευνών και η έναρξη ισχύος του νέου ΚΥΚ ουδόλως ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της 1ης Μαΐου 2004. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται για ποιους λόγους πρέπει να φέρει τα έξοδα που αφορούν την αλλαγή νομικού συμβούλου του αιτούντος, στην οποία δεν είχε καμία ανάμιξη. Εξάλλου, η εκ μέρους του Πρωτοδικείου μνεία της συμπεριφοράς της Επιτροπής στην προαναφερθείσα απόφαση δεν είχε καμία σχέση με το ύψος των εξόδων, τα οποία πρέπει να εκτιμηθούν αποκλειστικώς και μόνο με γνώμονα το αν μπορούν να αναζητηθούν και αν είναι εύλογα. Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι, μολονότι η εκ μέρους της καθυστέρηση στην εξέταση της αιτήσεως καταβολής των εξόδων μπορεί να δικαιολογήσει την προσαύξησή τους με τόκους υπερημερίας, αφενός η καθυστέρηση αυτή δεν ασκεί επιρροή για τον καθορισμό του καθαυτό ποσού και αφετέρου το ζητηθέν επιτόκιο είναι σαφώς υπερβολικό.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

17      Κατά το άρθρο 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν «τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων». Από τη διάταξη αυτή του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα περιορίζονται, αφενός, στα καταβληθέντα στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας και, αφετέρου, σ’ αυτά που κατέστησαν αναγκαία για τον σκοπό αυτό [διατάξεις του Πρωτοδικείου της 28ης Ιουνίου 2004, T-342/99 DEP, Airtours κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-1785, σκέψη 13, και της 7ης Ιανουαρίου 2008, T-206/04 DEP, Rodrigues Carvalhais κατά ΓΕΕΑ – Profilpas (PERFIX), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 7].

18      Ελλείψει κοινοτικών διατάξεων περί τιμολογήσεων, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σπουδαιότητά της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, καθώς και τις δυσκολίες της υποθέσεως, τον όγκο της εργασίας που κλήθηκαν να επιτελέσουν οι εκπρόσωποι ή σύμβουλοι στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας και τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσώπευε η διαφορά για τους διαδίκους (διατάξεις Airtours κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 18, και PERFIX, προπαρατεθείσα, σκέψη 9).

19      Εξάλλου, ο δικαστής πρέπει να λαμβάνει κατά κύριο λόγο υπόψη τον συνολικό αριθμό ωρών εργασίας που μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς απαραίτητες για την ένδικη διαδικασία, ανεξαρτήτως του αριθμού δικηγόρων μεταξύ των οποίων κατανεμήθηκαν οι παρασχεθείσες υπηρεσίες. Συναφώς, η ευχέρεια του κοινοτικού δικαστή να αξιολογήσει την καταβληθείσα εργασία εξαρτάται από την ακρίβεια των παρασχεθέντων πληροφοριακών στοιχείων [διάταξη του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 2009, T-95/06 DEP, Federación de Cooperativas Agrarias de la Comunidad Valenciana κατά OCVV-Nador Cott Protection (Nadorcott), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

20      Βάσει αυτών των στοιχείων πρέπει να εκτιμηθεί το ποσό των δυναμένων να αναζητηθούν εν προκειμένω εξόδων.

21      Πρώτον, όσον αφορά το αντικείμενο και τη φύση της υπό κρίση υποθέσεως, τα στοιχεία της διαφοράς, βάσει των οποίων η Επιτροπή έλαβε την απόφαση να κατατάξει τον αιτούντα στον βαθμό A 7, κλιμάκιο 3, παρουσίαζαν ορισμένη περιπλοκότητα. Συγκεκριμένα, προκειμένου να περιληφθεί το όνομα του αιτούντος στον πίνακα επιτυχόντων του επίμαχου στην υπό κρίση υπόθεση διαγωνισμού και προκειμένου να ληφθεί η προαναφερθείσα απόφαση, υπήρξε αναγκαίο να οργανωθούν τρεις προφορικές δοκιμασίες και ο προσφεύγων άσκησε προηγουμένως δύο προσφυγές ενώπιον του Πρωτοδικείου. Συνεπώς, υπάρχουν πολυάριθμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία καλύπτουν πολλά έτη και τα οποία άλλωστε παραθέτει το Πρωτοδικείο στο σχετικό με το ιστορικό της διαφοράς μέρος της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 15ης Οκτωβρίου 2008, Γκόγκος κατά Επιτροπής.

22      Εξάλλου, το τεθέν νομικό ζήτημα αφορούσε κυρίως την ερμηνεία του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Κατά τη διάταξη αυτή, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή έχει την ευχέρεια να διορίσει έναν υποψήφιο διαγωνισμού στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας του και να παρεκκλίνει έτσι από τον προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου κανόνα, κατά τον οποίο οι υποψήφιοι που διορίζονται μόνιμοι υπάλληλοι κατηγορίας Α κατατάσσονται στον εισαγωγικό βαθμό της κατηγορίας τους. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Πρωτοδικείο έπρεπε να ερμηνεύσει την προαναφερθείσα διάταξη υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης καταστάσεως του αιτούντος, δηλαδή να αποφασίσει αν, οσάκις ο διορισμός ενός υποψηφίου πραγματοποιείται κατόπιν εσωτερικού διαγωνισμού για τη μετάβαση σε άλλη κατηγορία στον οποίο μπορούσαν να μετάσχουν όλοι οι μόνιμοι υπάλληλοι που ήδη εργάζονταν στο θεσμικό όργανο, όπως συνέβαινε με τον αιτούντα, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ μπορούσε να έχει εφαρμογή.

23      Υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων περιστάσεων που είχαν ως συνέπεια τη γένεση της ένδικης διαφοράς, καθώς και της αναλύσεως στην οποία έπρεπε να προβεί το Πρωτοδικείο για να ερμηνεύσει την προαναφερθείσα διάταξη με γνώμονα τη συγκεκριμένη κατάσταση του αιτούντος, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι η υπό κρίση υπόθεση ήταν «απλή» και ότι αποτελούσε «συνήθη υπαλληλική υπόθεση».

24      Δεύτερον, παρατηρείται ότι η υπό κρίση υπόθεση παρουσίαζε πρόδηλο οικονομικό ενδιαφέρον για τον αιτούντα, δεδομένου ότι αυτός προσέβαλε την απόφαση της Επιτροπής περί κατατάξεώς του στον βαθμό A 7, κλιμάκιο 3, από 1ης Απριλίου 2003, και ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να έχει καταταγεί στον βαθμό A 6, από 1ης Ιανουαρίου 2002, ή, εν πάση περιπτώσει, από τον διορισμό του, το 2003.

25      Τρίτον, όσον αφορά τον όγκο εργασίας που απαιτήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο αιτών προσκόμισε, προς στήριξη της αιτήσεώς του καθορισμού των δικαστικών εξόδων, λεπτομερή και εμπεριστατωμένη ανάλυση των δαπανών και των αμοιβών που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης και των οποίων την απόδοση ζητεί. Για κάθε στάδιο της δίκης, εμφαίνονται λεπτομερώς οι πραγματοποιηθείσες ώρες εργασίας και το ποσό των συνακόλουθων εξόδων. Η Επιτροπή δεν υπέβαλε παρατηρήσεις επί της αναλύσεως αυτής.

26      Όσον αφορά τις επαγγελματικές αμοιβές, υπό το πρίσμα του οικονομικού ενδιαφέροντος της ένδικης διαφοράς για τον αιτούντα και της ιδιαιτερότητας της υποθέσεως που οφείλεται τόσο στις πραγματικές περιστάσεις όσο και στη συγκεκριμένη κατάσταση του αιτούντος, η ωριαία τιμή των 200 ευρώ για τις υπηρεσίες των δύο νομικών συμβούλων του, που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο κατά τη διάρκεια της δίκης είναι δικαιολογημένη.

27      Ωστόσο, πρέπει να ελεγχθεί αν ο υπολογισθείς αριθμός ωρών εργασίας ήταν αντικειμενικώς απαραίτητος στο πλαίσιο της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης.

28      Πρώτον, οι 52,5 ώρες εργασίας οι οποίες υπολογίστηκαν για την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής και του υπομνήματος απαντήσεως δεν δικαιολογούνται πλήρως, δεδομένου ότι τα δικόγραφα αυτά αριθμούν, αντιστοίχως, μόλις 15 σελίδες, με 172 σελίδες παραρτημάτων, και 6 σελίδες χωρίς παραρτήματα. Πρόκειται πράγματι για υπομνήματα περιορισμένου όγκου, όπως είναι και αυτά της Επιτροπής, των οποίων ο αιτών ήταν σε θέση να λάβει γνώση στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας. Μολονότι το ποσό των 10 900 ευρώ το οποίο απαιτείται συναφώς δεν μπορεί να κριθεί ολόκληρο εύλογο, γεγονός παραμένει ότι, υπό το πρίσμα της ιδιαιτερότητας της υποθέσεως, μεγάλο μέρος του ποσού αυτού μπορεί να αναζητηθεί ως δικαστικά έξοδα.

29      Δεύτερον, όσον αφορά την προφορική διαδικασία, διαπιστώνεται ότι ο αιτών απαίτησε την καταβολή 5 000 ευρώ για 25 ώρες εργασίας, οι οποίες αντιστοιχούσαν, αφενός, σε 5 ώρες εργασίας για την ανάγνωση και τη μελέτη της εκθέσεως ακροατηρίου, καθώς και για την κατάρτιση των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν εγγράφως ως προς την έκθεση αυτή, οι οποίες διαβιβάσθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Ιανουαρίου 2008 και πρωτοκολλήθηκαν από αυτήν, αφετέρου, σε 12 ώρες εργασίας για την προετοιμασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Φεβρουαρίου 2008, ιδίως δε της αγορεύσεως, και, τέλος, σε 8 ώρες εργασίας όσον αφορά την παρουσία στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Φεβρουαρίου 2008. Το σύνολο των 25 ωρών εργασίας που χρεώθηκε για την προετοιμασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και την παρουσία σε αυτήν πρέπει να εξετασθεί λαμβανομένου υπόψη ότι ο αιτών αναγκάστηκε, ανεξάρτητα από τη βούλησή του, να αλλάξει νομικό σύμβουλο μεταξύ του πέρατος της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητεί η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι χρειάστηκε επιπλέον χρόνος εργασίας και τούτο πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν. Πράγματι, έχει κριθεί ότι τα πρόσθετα έξοδα και αμοιβές που έχουν προκληθεί από γεγονός τέτοιου είδους θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, υπό την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, μόνο σε περίπτωση που η αλλαγή αυτή νομικού συμβούλου δικαιολογούνταν από λόγους που καθιστούσαν αδύνατη τη συνέχιση της εκτελέσεως της δοθείσας στον αρχικό νομικό σύμβουλο εντολής (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 19ης Φεβρουαρίουr 2004, T-300/97 DEP, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-31 και II-125, σκέψη 19). Δεδομένου ότι τούτο ισχύει εν προκειμένω, πρέπει να θεωρηθούν δικαιολογημένες όλες οι ώρες εργασίας που χρεώθηκαν για την προφορική διαδικασία, καθώς και το αξιωθέν συναφώς ποσό των 5 000 ευρώ.

30      Τρίτον και για τους ίδιους λόγους με τους εκτεθέντες στη σκέψη 29 ανωτέρω, εκτιμάται ότι οι τρεις συναντήσεις μεταξύ του αιτούντος και του δευτέρου νομικού συμβούλου του, οι οποίες διήρκεσαν συνολικά 2,5 ώρες, ήταν αναγκαίες και ότι το αξιωθέν συναφώς ποσό των 500 ευρώ αποτελεί δαπάνη αντικειμενικώς αναγκαία στο πλαίσιο της δίκης.

31      Τέταρτον, όσον αφορά την αίτηση λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, καταρτισθείσα στην ελληνική και στη γαλλική και στηριζόμενη στο άρθρο 49 του Κανονισμού Διαδικασίας, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Ιανουαρίου 2008, διαπιστώνεται ότι η αίτηση αυτή, ως προς την οποία χρεώθηκαν 1 600 ευρώ για 8 ώρες εργασίας, αφορούσε τη βλάβη που υπέστη ο αιτών ως προς την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του, σε σχέση με τους επιτυχόντες του ίδιου διαγωνισμού, την οικονομική ζημία που υπέστη υπό στενή έννοια, καθώς και τη ζημία την οποία αυτός ισχυρίζεται ότι υπέστη όσον αφορά τη σύνταξη γήρατος. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι χρεώθηκαν 1 200 ευρώ για 6 ώρες εργασίας, αφορώσες την κατάρτιση συγκριτικής μελέτης του παλαιού και του νέου συστήματος σταδιοδρομιών. Η μελέτη αυτή, η οποία πραγματοποιήθηκε κατόπιν της ενάρξεως ισχύος του νέου ΚΥΚ, είχε διαβιβασθεί παλαιότερα στο Πρωτοδικείο και προσαρτήθηκε επίσης στην προαναφερθείσα αίτηση λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

32      Όσον αφορά τα έγγραφα αυτά, κρίνεται ότι μέρος των ωρών εργασίας που υπολογίσθηκαν για την προετοιμασία τους και, κατά συνέπεια, μέρος των εξόδων που καταβλήθηκαν συναφώς είναι δικαιολογημένο. Συγκεκριμένα, έστω και αν τα εν λόγω έγγραφα δεν καταχωρίσθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, γεγονός παραμένει ότι, υπό το πρίσμα της ιδιαίτερης καταστάσεως του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε ήδη κινήσει, από το 1998, δύο ένδικες διαδικασίες ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, για προγενέστερα πραγματικά περιστατικά σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο αντιλαμβάνεται την ιδιαίτερη και πέραν της συνήθους επιμέλεια την οποία επέδειξαν ο αιτών και οι δύο νομικοί σύμβουλοί του κατά την προετοιμασία του φακέλου για την ένδικη διαδικασία. Συνεπώς, ακόμη και αν τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της ενάρξεως ισχύος του νέου ΚΥΚ, δεδομένου ότι ο αιτών είχε οικονομικό συμφέρον στην υπό κρίση υπόθεση και ο νέος ΚΥΚ άρχισε να ισχύει κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης, η προετοιμασία και η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων στο Πρωτοδικείο, προκειμένου ο κοινοτικός δικαστής να έχει στη διάθεσή του το σύνολο των στοιχείων και πληροφοριών που μπορούσαν να είναι χρήσιμα και κρίσιμα για τη λήψη της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, δεν ήταν εντελώς παράλογες.

33      Όσον αφορά το ποσό των 210 ευρώ, το οποίο σκοπεί στην κάλυψη των δαπανών μετακινήσεως προς το Λουξεμβούργο και διαμονής εκεί για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αυτό είναι αναμφισβήτητα δικαιολογημένο. Όσον αφορά τα έξοδα για φωτοτυπίες και ταχυδρομικά τέλη, τα οποία αποτελούν προφανώς έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν, κρίνεται ότι το ποσό των 1 298, 80 ευρώ, το οποίο εκτιμήθηκε συναφώς για την κατάθεση της προσφυγής και των παραρτημάτων της καθώς και της απαντήσεως, δεν είναι εύλογο, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού σελίδων των εγγράφων αυτών. Συγκεκριμένα, τα έξοδα για φωτοτυπίες, το κόστος των οποίων εκτιμήθηκε σε 0,75 ανά σελίδα, είναι υπερβολικά.

34      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, κατά δίκαιη εκτίμηση του συνόλου των δικαστικών εξόδων που μπορεί να αναζητήσει ο αιτών, το ύψος τους καθορίζεται σε 18 000 ευρώ. Δεδομένου ότι για τον καθορισμό του ποσού αυτού έχουν ληφθεί υπόψη όλες οι περιστάσεις της υποθέσεως μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει λόγος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο χωριστά για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της παρούσας δίκης για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων (βλ. προπαρατεθείσα διάταξη Fries Guggenheim κατά Cedefop, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη αποτελεί τον νόμιμο τίτλο για το δικαίωμα του αιτούντος να του καταβληθεί το συνολικό ποσό των 18 000 ευρώ, το αίτημα περί καταβολής νομίμων τόκων για προγενέστερο χρονικό διάστημα, αρχόμενο από 14ης Νοεμβρίου 2008, πρέπει να απορριφθεί (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T-7/98 DEP, T-208/98 DEP και T-109/99 DEP, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-219 και II-973, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

διατάσσει:

Το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων το οποίο πρέπει να καταβάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στον Χρίστο Γκόγκο καθορίζεται σε 18 000 ευρώ.

Λουξεμβούργο, 24 Ιουνίου 2010.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      N. J. Forwood


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.