Language of document : ECLI:EU:T:2015:64

Υπόθεση T‑488/13

GEA Group AG

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Έναρξη — Κοινοποίηση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών μέσω τηλεομοιοτυπίας — Λήψη της τηλεομοιοτυπίας — Εκπρόθεσμο — Μη συνδρομή τυχαίου συμβάντος ή περιπτώσεως ανωτέρας βίας — Προδήλως απαράδεκτο»

Περίληψη – Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Ιανουαρίου 2015

1.      Κοινοτικό σήμα – Δικονομικές διατάξεις – Κοινοποίηση – Κοινοποίηση μέσω τηλεομοιοτυπίας – Υπολογισμός των προθεσμιών – Ημερομηνία λήψεως

(Κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνες 61 § 2, 65 § 1 και 70 § 2)

2.      Διαδικασία – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Εκπρόθεσμη άσκηση – Τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία – Έννοια εμπεριέχουσα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία – Όρια

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 45, εδ. 2)

3.      Ένδικη διαδικασία – Προθεσμία προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων – Άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου – Πεδίο εφαρμογής – Νέα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται κατά το στάδιο των παρατηρήσεων επί της ενστάσεως απαραδέκτου ή επί του περιοριζόμενου στο ζήτημα του απαραδέκτου υπομνήματος απαντήσεως – Παραδεκτό

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 1)

1.      Κατά τον κανόνα 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 της Επιτροπής, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, όπως έχει τροποποιηθεί, οι κοινοποιήσεις στις οποίες προβαίνει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) μπορούν να πραγματοποιούνται μέσω τηλεομοιοτυπίας. Η κοινοποίηση μέσω τηλεομοιοτυπίας μπορεί να αφορά κάθε απόφαση του ΓΕΕΑ και, ως εκ τούτου, και τις αποφάσεις, επίσης, των τμημάτων προσφυγών.

Ο τιτλοφορούμενος «Κοινοποίηση με τηλεομοιοτυπία και άλλα τεχνικά μέσα» κανόνας 65, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 διευκρινίζει ότι «[η] κοινοποίηση θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης μέσω της συσκευής φαξ του παραλήπτη». Ο κανόνας 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, ο οποίος αφορά τον «Υπολογισμό […] των προθεσμιών», αναφέρει, επίσης, ότι «[α]ν η ενέργεια αυτή συνίσταται σε επίδοση εγγράφου, το κρίσιμο γεγονός είναι η παραλαβή του επιδοθέντος εγγράφου, εφόσον δεν ορίζεται άλλως».

Η νομολογία διακρίνει μεταξύ, αφενός, της διαβιβάσεως της πράξεως στον αποδέκτη της, η οποία είναι αναγκαία για το νομότυπο της κοινοποιήσεως, και, αφετέρου, της ουσιαστικής γνώσεως της εν λόγω πράξεως, η οποία δεν είναι αναγκαία προκειμένου να γίνει δεκτό ότι η κοινοποίηση ήταν νομότυπη. Κατά την προμνησθείσα νομολογία, η ύπαρξη έγκυρης κοινοποιήσεως στον αποδέκτη ουδόλως εξαρτάται από το κατά πόσον το πρόσωπο, το οποίο σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας της αποδέκτριας οντότητας είναι καθ’ ύλην αρμόδιο, έλαβε πραγματικά γνώση, καθότι η απόφαση κοινοποιήθηκε νομοτύπως εφόσον γνωστοποιήθηκε στον αποδέκτη της και εφόσον παρασχέθηκε σ’ αυτόν η δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου της. Επομένως, προκειμένου να αξιολογηθεί το νομότυπο της κοινοποιήσεως, λαμβάνεται υπόψη μόνον η εξωτερική της πτυχή, τουτέστιν η νομότυπη διαβίβασή της στον αποδέκτη της, και όχι η εσωτερική της πτυχή, η οποία άπτεται της εσωτερικής λειτουργίας της αποδέκτριας οντότητας.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, για τον καθορισμό της ημερομηνίας λήψεως μιας κοινοποιήσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εξωτερική μόνον πτυχή της κοινοποιήσεως αυτής, ήτοι η τυπική και νομότυπη παραλαβή του σχετικού εγγράφου από την αποδέκτρια οντότητα, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής παραλαβής του και της γνώσεως του περιεχομένου του εντός της οντότητας αυτής. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται εξαιτίας της προμνησθείσας νομολογιακής απαιτήσεως, κατά την οποία η κοινοποίηση συνεπάγεται ότι πρέπει να παρέχεται στον αποδέκτη η δυνατότητα να λάβει γνώση της κοινοποιούμενης πράξεως. Κατ’ ουσίαν, απαιτείται από τον κοινοποιούντα να δημιουργήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες ο αποδέκτης θα λάβει πράγματι γνώση, τουτέστιν πρόκειται για απαίτηση ως προς το μέσο (που αντιστοιχεί στην εξωτερική πτυχή της κοινοποιήσεως) και όχι για απαίτηση να παρέμβει ο κοινοποιών στην εσωτερική λειτουργία του αποδέκτη αυτού προκειμένου να διασφαλίσει ότι αυτός θα λάβει γνώση, τουτέστιν απαίτηση ως προς το αποτέλεσμα (που αντιστοιχεί στην εσωτερική πτυχή της κοινοποιήσεως).

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε σχετικώς ότι η προσκόμιση από το ΓΕΕΑ εκθέσεων διαβιβάσεως της συσκευής τηλεομοιοτυπίας οι οποίες περιέχουν στοιχεία που τους προσδίδουν αποδεικτικό χαρακτήρα επαρκεί για τη διαπίστωση της λήψεως της εν λόγω τηλεομοιοτυπίας εκ μέρους του αποδέκτη της. Πράγματι, οι συσκευές τηλεομοιοτυπίας είναι σχεδιασμένες κατά τέτοιον τρόπο ώστε κάθε πρόβλημα μεταδόσεως, αλλά και λήψεως επίσης, ανακοινώνεται μέσω μηνύματος σφάλματος, το οποίο πληροφορεί ακριβώς τον αποστολέα σχετικά με τον λόγο της μη λήψεως, όπως αυτός διαβιβάζεται από τη συσκευή τηλεομοιοτυπίας του αποδέκτη, ελλείψει δε ανακοινώσεως τέτοιου προβλήματος, εμφανίζεται μήνυμα επιτυχούς διαβιβάσεως. Επομένως, οσάκις δεν εμφανίζεται μήνυμα σφάλματος, αλλά υπάρχει έκθεση διαβιβάσεως περιέχουσα την ένδειξη «ok», μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αποσταλείσα τηλεομοιοτυπία ελήφθη από τον αποδέκτη της.

Επιπλέον, εάν μόνον η λήψη γνώσεως της επίμαχης τηλεομοιοτυπίας μπορούσε να αποδείξει τη λήψη της από τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας, θα ήταν αδύνατον για το ΓΕΕΑ να αποδείξει την ουσιαστική κοινοποίηση μιας αποφάσεως και την ημερομηνία κατά την οποία αυτή ελήφθη από τον αποδέκτη της, παρότι η εν λόγω απόφαση θα είχε κοινοποιηθεί προσηκόντως στον αποδέκτη της. Το σημείο ενάρξεως της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεων των τμημάτων του ΓΕΕΑ θα εξαρτιόταν από περιστάσεις τυχαίες και ανεξάρτητες της επιμέλειας με την οποία το ΓΕΕΑ κοινοποίησε την απόφαση, ενώ οι προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής έχουν ακριβώς καθιερωθεί προς εγγύηση της ασφάλειας δικαίου.

(βλ. σκέψεις 14, 15, 19-22)

2.      Οι προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως. Κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεν χωρεί παρέκκλιση από την εφαρμογή των δικονομικών προθεσμιών παρά μόνον υπό τις, όλως εξαιρετικές, περιστάσεις τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας.

Οι έννοιες της ανωτέρας βίας και του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχουν ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα και χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες. Συγκεκριμένα, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της αρξαμένης διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών. Συνεπώς, ανωτέρα βία δεν συντρέχει στην περίπτωση κατά την οποία ένα επιμελές και συνετό άτομο είναι αντικειμενικώς σε θέση να αποτρέψει την παρέλευση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

Όσον αφορά το αντικειμενικό στοιχείο του τυχαίου συμβάντος ή της ανωτέρας βίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δυσλειτουργία της συσκευής τηλεομοιοτυπίας του εκπροσώπου της προσφεύγουσας, ακόμα και αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μη φυσιολογική περίσταση» κατά την έννοια της προμνησθείσας νομολογίας, δεν συνιστά «περίσταση ξένη» προς τον εν λόγω εκπρόσωπο.

Συγκεκριμένα, η επίμαχη συσκευή αποτελεί εσωτερικό εργαλείο του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπεί την προσφεύγουσα και εμπίπτει στην αποκλειστική του ευθύνη, όπως ακριβώς και οι εργαζόμενοι σε αυτό. Κατά πάγια όμως νομολογία, τα προβλήματα διαβιβάσεως εντός μιας εταιρίας δεν εκλαμβάνονται ως τυχαία συμβάντα ή περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Έχει δε κριθεί ότι το σφάλμα που καταλογίζεται σε τρίτο πρόσωπο το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί από δικηγορικό γραφείο να προβαίνει σε πράξεις που εμπίπτουν στην ευθύνη του εν λόγω γραφείου δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως περίσταση ξένη προς τον προσφεύγοντα τον οποίο εκπροσωπεί το γραφείο αυτό. Επομένως, ακόμα και εάν το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την προσφεύγουσα είχε αναθέσει σε εξωτερική εταιρεία τη διαχείριση του εξοπλισμού πληροφορικής και τηλεομοιοτυπίας της, η βλάβη του εξοπλισμού αυτού δεν μπορεί να εκληφθεί ως περίσταση ξένη προς αυτό.

Το επιχείρημα ότι η επίμαχη δυσλειτουργία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά και ήταν, ως εκ τούτου, μη προβλέψιμη, δεν την καθιστά περίσταση ξένη προς τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας. Κατά μείζονα λόγο, ο μη προβλέψιμος αυτός χαρακτήρας θα μπορούσε να συμβάλει στην αξιολόγηση της δυνατότητας του ενδιαφερόμενου να αποτρέψει την εμφάνιση της δυσλειτουργίας της συσκευής τηλεομοιοτυπίας και, επομένως, να συμβάλει στην ανάλυση του υποκειμενικού στοιχείου του τυχαίου συμβάντος ή της ανωτέρας βίας.

(βλ. σκέψεις 26, 27, 32-34)

3.      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου απαγόρευση της καθυστερημένης προτάσεως αποδεικτικών μέσων δεν αφορά τα αποδεικτικά μέσα που περιέχονται σε παρατηρήσεις επί ενστάσεως απαραδέκτου, ούτε εκείνα που περιέχονται στο υπόμνημα απαντήσεως προς αντίκρουση των επιχειρημάτων περί απαραδέκτου που περιέχονται στο υπόμνημα αντικρούσεως. Η δυνατότητα προτάσεως νέων αποδεικτικών μέσων με τις παρατηρήσεις επί ενστάσεως απαραδέκτου πρέπει να θεωρηθεί συμφυής προς το δικαίωμα του προσφεύγοντος να απαντήσει στα επιχειρήματα που προβάλλει ο καθού στην ένσταση απαραδέκτου, δεδομένου ότι ουδείς δικονομικός κανόνας επιτάσσει να προσκομίζει ο προσφεύγων αποδείξεις σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής του ήδη με το δικόγραφο της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 30)