Language of document : ECLI:EU:T:2023:651

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2023 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά modafinil – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Συμφωνία διακανονισμού για την επίλυση διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Χαρακτηρισμός – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος – Προϋποθέσεις για τη χορήγηση απαλλαγής του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Πρόστιμα»

Στην υπόθεση T‑74/21,

Teva Pharmaceutical Industries Ltd, με έδρα την Petah Tikva (Ισραήλ),

Cephalon Inc., με έδρα το West Chester, Πενσυλβάνια (Ηνωμένες Πολιτείες),

εκπροσωπούμενες από τους D. Tayar, S. Ortoli και A. Richard, avocats,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους G. Conte και T. Franchoo και από την C. Sjödin,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Schalin (εισηγητή), πρόεδρο, M. Jaeger, P. Škvařilová-Pelzl, I. Nõmm και D. Kukovec, δικαστές,

γραμματέας: M. Zwozdziak-Carbonne, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Δεκεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή τους βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες, Teva Pharmaceutical Industries Ltd (στο εξής: Teva) και Cephalon Inc., ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως C(2020) 8153 final της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2020, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση AT.39686-CEPHALON) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) και, επικουρικώς, την κατάργηση ή τη μείωση του ποσού των προστίμων.

I.      Ιστορικό της διαφοράς

2        Η Cephalon είναι βιοφαρμακευτική εταιρία με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία προμηθεύει τόσο πρωτότυπα όσο και γενόσημα φάρμακα παγκοσμίως. Οι κύριες δραστηριότητες της Cephalon περιλαμβάνουν την έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και τη διάθεση στην αγορά φαρμάκων με ιδιαίτερη έμφαση στις διαταραχές του κεντρικού νευρικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των διαταραχών του ύπνου, του πόνου, της ογκολογίας, των φλεγμονωδών παθήσεων και της αναγεννητικής ιατρικής.

3        Η Teva είναι πολυεθνική φαρμακευτική εταιρία η οποία δραστηριοποιείται στην ανάπτυξη, παραγωγή και εμπορία γενόσημων φαρμάκων, καθώς και καινοτόμων και εξειδικευμένων φαρμακευτικών προϊόντων, δραστικών φαρμακευτικών ουσιών και προϊόντων που πωλούνται ελεύθερα.

4        Τον Οκτώβριο του 2011, κατόπιν εγκρίσεως από την Επιτροπή της κοινοποιηθείσας συγκέντρωσης, με την απόφαση C(2011) 7435 final (υπόθεση COMP/M. 6258 – Teva/Cephalon), της 13ης Οκτωβρίου 2011, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων) (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1), η Cephalon εξαγοράστηκε από την Teva.

Α.      Το επίμαχο προϊόν και τα σχετικά με αυτό διπλώματα ευρεσιτεχνίας

5        Το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση προϊόν αντιστοιχεί στα φάρμακα που περιέχουν τη δραστική φαρμακευτική ουσία (στο εξής: ΔΦΟ) γνωστή ως «modafinil» (μοδαφινίλη). Η μοδαφινίλη είναι ένας διεγερτικός, αφυπνιστικός, παράγοντας μακράς δράσης που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων διαταραχών του ύπνου.

6        Η μοδαφινίλη ανακαλύφθηκε από τη Laboratoire Lafon, γαλλική φαρμακευτική εταιρεία, το 1976. Η Lafon καταχώρισε το προϊόν μοδαφινίλης που παρασκεύασε, κατ’ αρχάς, υπό το σήμα Modiodal, στις 24 Ιουνίου 1992, στη Γαλλία και, εν συνεχεία, υπό τα σήματα Provigil, Vigil ή Modasomil σε άλλες χώρες.

7        Το 1993 η Cephalon απέκτησε από τη Lafon τα αποκλειστικά δικαιώματα επί της μοδαφινίλης και, τελικά, το 2001 εξαγόρασε την εταιρία Lafon στο σύνολό της. Το 1997 η Cephalon άρχισε να πωλεί μοδαφινίλη υπό το σήμα Provigil στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2005 πωλούσε μοδαφινίλη σε διάφορες χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).

8        Όσον αφορά τον ΕΟΧ, τα διάφορα εθνικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon για τη ΔΦΟ μοδαφινίλη έληξαν το αργότερο το 2003, ενώ η προστασία των δεδομένων σχετικά με την εν λόγω ΔΦΟ έληξε το αργότερο το 2005.

9        Μολονότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας για το μόριο μοδαφινίλης είχαν λήξει, η Cephalon εξακολουθούσε να είναι κάτοχος δευτερογενών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για το μέγεθος των σωματιδίων και άλλων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σχετικών με τη μοδαφινίλη με ημερομηνία λήξεως στον ΕΟΧ το 2015.

10      Το φάρμακο Provigil ήταν το σημαντικότερο προϊόν του χαρτοφυλακίου της Cephalon από την άποψη των πωλήσεων. Ενόψει της εισόδου, στο εγγύς μέλλον, γενόσημων προϊόντων στην αγορά και προκειμένου να προστατεύσει τις δραστηριότητές της στον οικείο τομέα, η Cephalon ανέπτυξε, με βάση τη ΔΦΟ μοδαφινίλη, ένα προϊόν δεύτερης γενιάς, με την ονομασία Nuvigil, το οποίο σχεδίαζε να διαθέσει στην αγορά προς αντικατάσταση σταδιακά του Provigil από το 2006, αρχικώς στις Ηνωμένες Πολιτείες και εν συνεχεία στον ΕΟΧ. Επιπλέον, η Cephalon σχεδίαζε να κυκλοφορήσει ένα άλλο φάρμακο στην αγορά με βάση τη μοδαφινίλη, υπό την ονομασία Sparlon. Τελικά, η Cephalon δεν κυκλοφόρησε ούτε το Nuvigil ούτε το Sparlon στον ΕΟΧ. Εξάλλου, το τελευταίο δεν έλαβε έγκριση στις Ηνωμένες Πολιτείες.

11      Στα τέλη του 2002, όταν τέσσερις εταιρίες του τομέα των γενοσήμων, μεταξύ των οποίων και η Teva, ζήτησαν να λάβουν διοικητική έγκριση για τη διάθεση στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών των γενόσημων προϊόντων τους μοδαφινίλης, η Cephalon κίνησε διαδικασία για προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

12      Τον Ιούνιο του 2005, η Teva έθεσε σε κυκλοφορία το δικό της γενόσημο προϊόν μοδαφινίλης στο Ηνωμένο Βασίλειο.

13      Στις 6 Ιουλίου 2005, κατόπιν ανταλλαγής επιστολών, η Cephalon κίνησε ένδικη διαδικασία κατά της Teva σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), Ηνωμένο Βασίλειο] και ζήτησε την έκδοση προσωρινής διαταγής με αίτημα να απαγορευθεί στην Teva η πώληση του γενόσημου προϊόντος της στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εν συνεχεία, η Teva άσκησε ανταγωγή με αίτημα την κήρυξη ακυρότητας.

14      Πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί της αιτήσεως για την έκδοση προσωρινής διαταγής, που είχε οριστεί για τις 11 Ιουλίου 2005, η Teva δέχθηκε να παύσει να πωλεί γενόσημα προϊόντα μοδαφινίλης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε αντάλλαγμα, η Cephalon δέχθηκε να παράσχει εγγύηση ύψους 2,1 εκατομμυρίων λιρών στερλινών (GBP) (ήτοι περίπου 3,07 εκατομμυρίων ευρώ) για την περίπτωση που η Teva θα δικαιωνόταν κατά την ένδικη διαδικασία και θα μπορούσε να αξιώσει αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη.

15      Οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας φιλικού διακανονισμού άρχισαν στα τέλη Νοεμβρίου 2005.

Β.      Η επίμαχη συμφωνία

16      Στις 8 Δεκεμβρίου 2005 η Cephalon και η Teva συνήψαν συμφωνία φιλικού διακανονισμού (στο εξής: συμφωνία διακανονισμού). Η συμφωνία διακανονισμού συνήφθη επίσης για τις θυγατρικές τους και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Δεκεμβρίου 2005.

17      Κατά τη συμφωνία διακανονισμού προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι, δυνάμει του άρθρου 2, η Teva δεσμεύεται να μην εισέλθει κατά τρόπο ανεξάρτητο και να μην ανταγωνίζεται την Cephalon στην αγορά μοδαφινίλης (στο εξής: ρήτρα μη ανταγωνισμού), καθώς επίσης να μην προσβάλλει τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon σχετικά με τη μοδαφινίλη (στο εξής: ρήτρα μη αμφισβητήσεως) (στο εξής, από κοινού: περιοριστικές ρήτρες).

Τα άρθρα 2.2 έως 2.6 της συμφωνίας διακανονισμού περιλαμβάνουν μια δέσμη συναλλαγών που αφορούν:

–        άδεια εκμετάλλευσης της Teva στην Cephalon σχετικά με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας της Teva·

–        άδεια της Cephalon στην Teva για τη χρήση των λεγόμενων δεδομένων CEP1347, τα οποία αναπτύχθηκαν με τη συνεργασία της Cephalon στο πλαίσιο μελετών για τη θεραπεία της νόσου του Πάρκινσον·

–        την προμήθεια από την Teva στην Cephalon της ΔΦΟ μοδαφινίλη·

–        πληρωμές της Cephalon στην Teva για την αποφυγή δικαστικών εξόδων·

–        διανομή από την Teva των προϊόντων της Cephalon στο Ηνωμένο Βασίλειο.

18      Ομοίως, η συμφωνία διακανονισμού προβλέπει, στο άρθρο 3, δικαιώματα γενόσημου υπέρ της Teva. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, η Cephalon χορηγεί στην Teva μη αποκλειστική άδεια κυκλοφορίας του γενόσημου προϊόντος της μοδαφινίλης στην αγορά, μεταξύ άλλων στον ΕΟΧ, από το 2012 (ή νωρίτερα, σε περίπτωση που οποιαδήποτε οντότητα εισαγάγει ένα γενόσημο προϊόν μοδαφινίλης στην αγορά).

19      Σύμφωνα με το άρθρο 4 της συμφωνίας διακανονισμού, η Teva και η Cephalon δεσμεύτηκαν να θέσουν αμέσως τέλος στις ένδικες διαφορές τους σχετικά με τη μοδαφινίλη στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

20      Η συμφωνία διακανονισμού περιλαμβάνει επίσης τα σχετικά με τις διάφορες συναλλαγές που μνημονεύονται στις σκέψεις 17 και 18 ανωτέρω ποσά ή δικαιώματα.

Γ.      Η προσβαλλόμενη απόφαση

21      Στις 26 Νοεμβρίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

22      Η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες, μετέχοντας στη συμφωνία διακανονισμού στον φαρμακευτικό τομέα έναντι αντίστροφης πληρωμής, είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Η παράβαση αφορούσε τη Γερμανία, την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, την Κύπρο, τη Δανία, την Ισπανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία, την Ιταλία, τη Λετονία, το Λιχτενστάιν, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, τη Νορβηγία, τις Κάτω Χώρες, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σλοβακία και τη Σουηδία και διήρκεσε από τις 4 Δεκεμβρίου 2005 έως τις 12 Οκτωβρίου 2011, με εξαίρεση τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, όπου η παράβαση άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2007, καθώς και την Ουγγαρία, όπου η παράβαση τερματίστηκε στις 14 Ιουνίου 2011 (άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Για την προαναφερθείσα παράβαση, η Επιτροπή επέβαλε στην Cephalon και στην Teva πρόστιμα ύψους 30 480 000 ευρώ και 30 000 000 ευρώ αντιστοίχως (άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

II.    Αιτήματα των διαδίκων

24      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της,

–        επικουρικώς, να καταργήσει τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν,

–        έτι επικουρικότερον, όσον αφορά την Teva, να μειώσει ουσιωδώς το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως ή μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

26      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα εκ μέρους της Επιτροπής, στο μέτρο που χαρακτήρισε τη συμφωνία διακανονισμού περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Ο δεύτερος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα, καθόσον η Επιτροπή χαρακτήρισε τη συμφωνία διακανονισμού περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος. Ο τρίτος λόγος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο, ο οποίος προβάλλεται ομοίως επικουρικώς, οι προσφεύγουσες επιδιώκουν την ακύρωση των προστίμων που τους επιβλήθηκαν ή, τουλάχιστον, την ουσιώδη μερική ακύρωση του επιβληθέντος στην Teva προστίμου.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα καθόσον η Επιτροπή χαρακτήρισε τη συμφωνία διακανονισμού περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου

27      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα καθόσον χαρακτήρισε τη συμφωνία διακανονισμού περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

28      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραμόρφωσε τα δύο σωρευτικά κριτήρια που διευκρινίστηκαν με την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52). Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι συμφωνία διακανονισμού η οποία προβλέπει μεταβιβάσεις αξίας μπορεί να χαρακτηριστεί περιορισμός ως εκ του αντικειμένου μόνον εάν, αφενός, οι μεταβιβάσεις αξίας «εξηγούνται αποκλειστικώς από το εμπορικό συμφέρον τόσο του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας όσο και του φερόμενου ως προσβάλλοντος το δίπλωμα επιχειρηματία να μη διεξάγουν υγιή ανταγωνισμό» και, αφετέρου, η συμφωνία δεν συνεπάγεται «αποδεδειγμένα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα ικανά να δημιουργήσουν εύλογες αμφιβολίες ως προς τον αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της».

29      Ο υπό εξέταση λόγος περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το πρώτο κριτήριο που μνημονεύεται στη σκέψη 28 ανωτέρω πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται στο γεγονός «ότι κάθε εμπορική συναλλαγή έχει μια άλλη εύλογη εξήγηση πέραν της κατανομής της αγοράς». Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι αντικατέστησε το κριτήριο αυτό με ένα αντίστροφο κριτήριο το οποίο συνίστατο στον προσδιορισμό του κατά πόσον οι προσφεύγουσες θα είχαν προβεί στις ίδιες συναλλαγές υπό τους ίδιους όρους σε περίπτωση που η συμφωνία διακανονισμού δεν είχε συναφθεί. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε το ως άνω κριτήριο διότι δεν αντέκρουσε τα αποδεικτικά στοιχεία που οι προσφεύγουσες είχαν προσκομίσει κατά τη διοικητική διαδικασία και από τα οποία προέκυπτε ότι κάθε συναλλαγή μπορούσε να εξηγηθεί από παράγοντες διαφορετικούς από το συμφέρον των μερών να μη διεξάγουν υγιή ανταγωνισμό. Επιπλέον, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά το δεύτερο κριτήριο που μνημονεύεται στη σκέψη 28 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η συμφωνία διακανονισμού είχε «αποδεδειγμένα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα» καθόσον προέβλεπε την είσοδο της Teva νωρίτερα στην αγορά. Τέλος, στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε σφάλματα κατά την εκτίμηση του πλαισίου και των όρων της συμφωνίας διακανονισμού.

α)      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται μη εφαρμογή του κατάλληλου νομικού κριτηρίου

30      Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή παραμόρφωσε από δύο απόψεις το κριτήριο που τέθηκε με την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής (C‑591/16 P, EU:C:2021:243), ήτοι, πρώτον, καθόσον απομακρύνθηκε από τη ρητή διαπίστωση στην οποία κατέληξε η απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), κατά την οποία μια εύλογη αμοιβή, η οποία καταβάλλεται από τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων στον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων, για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες ή προϊόντα, απέκλειε τη διαπίστωση παράβασης ως εκ του αντικειμένου και, δεύτερον, καθόσον υιοθέτησε και εφάρμοσε ένα αντίστροφο κριτήριο το οποίο στηρίζεται στην ανάλυση με βάση τα αποτελέσματα.

31      Κατά τις προσφεύγουσες, οι οποίες παραπέμπουν συναφώς στα επιχειρήματα που προβάλλουν στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, κάθε εμπορική συναλλαγή που περιλαμβάνεται στη συμφωνία διακανονισμού δικαιολογείτο ανεξάρτητα από τις περιοριστικές ρήτρες και είχε μια «εύλογη» εξήγηση η οποία δεν συνίστατο «μόνο» στο γεγονός ότι αποτελούσε αντάλλαγμα για την καθυστερημένη είσοδο της Teva στην αγορά της μοδαφινίλης.

32      Επιπλέον, η εφαρμογή αντίστροφης ανάλυσης κατά την αξιολόγηση ενός φερόμενου περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου δεν συνάδει με τη νομολογία. Το αντίστροφο σενάριο συνιστά ένα περίπλοκο έργο, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το νομικό και οικονομικό πλαίσιο μιας συμφωνίας κατά το χρονικό σημείο της συνάψεώς της, αλλά και κάθε μεταγενέστερη εξέλιξη. Επιπλέον, η αντίστροφη ανάλυση αφορά την αξιολόγηση των συμφωνιών ως περιορισμών του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος. Το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε αντίστροφο κριτήριο στην απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), αλλά ένα απλό κριτήριο που στηριζόταν στα πραγματικά περιστατικά, το οποίο απαιτούσε μια εύλογη εξήγηση για τις εμπορικές συμφωνίες που είχαν πράγματι συναφθεί.

33      Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή υπέπεσε ομοίως σε πλάνη καθόσον αξιολόγησε τις εμπορικές συναλλαγές που περιλαμβάνονται στη συμφωνία διακανονισμού ως «σύνολο», «ανεξάρτητα από την ακριβή ποσοτικοποίηση και [την] πραγματική συμβολή κάθε συναλλαγής στη συνολική μεταβίβαση αξίας». Ενεργώντας κατά τα ανωτέρω, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τη συνεισφορά της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), κατά την οποία κάθε προβαλλόμενη μεταβίβαση αξίας θα πρέπει να αξιολογείται προκειμένου να βρεθεί άλλη εύλογη εξήγηση πέραν του ότι συνιστά απλώς το αντάλλαγμα για τις περιοριστικές ρήτρες.

34      Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση αποκλειστικώς σε υποκειμενικού χαρακτήρα αποδεικτικά στοιχεία, ενώ από τη νομολογία προκύπτει ότι μια παράβαση ως εκ του αντικειμένου μπορούσε να διαπιστωθεί μόνο βάσει αντικειμενικών παραγόντων. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον αντικειμενικώς εύλογο χαρακτήρα της αμοιβής, τον εμπορικό σκοπό και το πλαίσιο διαπραγμάτευσης των εμπορικών συμφωνιών.

35      Τέλος, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το βάρος αποδείξεως, καθόσον απαίτησε από τα μέρη να προσκομίσουν στοιχεία υποκειμενικού χαρακτήρα για να αποδείξουν ότι θα είχαν πραγματοποιήσει τις επίμαχες συναλλαγές στο αντίστροφο σενάριο όπου δεν θα υπήρχε η συμφωνία διακανονισμού και θα συνεχιζόταν η ένδικη διαδικασία. Ωστόσο, η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως. Επιπλέον, τα σύγχρονα των πραγματικών περιστατικών αποδεικτικά στοιχεία και οι εκθέσεις εμπειρογνωμόνων που προσκομίστηκαν ενώπιον της Επιτροπής παρέχουν εύλογη εξήγηση για τις εμπορικές συμφωνίες, την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να απορρίψει ελλείψει σημαντικής εμπειρίας περί του αντιθέτου.

36      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

37      Από τη νομολογία προκύπτει ότι η έννοια του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων τα οποία είναι, ως εκ της φύσεώς τους, αρκούντως επιβλαβή για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού ώστε να μην απαιτείται εξέταση των αποτελεσμάτων τους [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38      Όσον αφορά ειδικότερα παρόμοιες με τη συμφωνία διακανονισμού συμφωνίες για τον φιλικό διακανονισμό διαφορών σχετικών με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μέθοδο παρασκευής ΔΦΟ που έχει περιέλθει σε δημόσια χρήση, οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων και πλειόνων παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων και είχαν ως αποτέλεσμα τη αναβολή της εισόδου γενόσημων φαρμάκων στην αγορά με αντάλλαγμα μεταβιβάσεις χρηματικής ή μη αξίας από τον πρώτο προς όφελος των δεύτερων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τέτοιες συμφωνίες δεν μπορούν να θεωρηθούν, σε όλες τις περιπτώσεις, ως «περιορισμοί ως εκ του αντικειμένου», κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 84 και 85].

39      Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» πρέπει να γίνεται δεκτός οσάκις από την ανάλυση της οικείας συμφωνίας φιλικού διακανονισμού προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες από αυτή μεταβιβάσεις αξίας εξηγούνται αποκλειστικώς από το εμπορικό συμφέρον τόσο του κατόχου του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας όσο και του φερόμενου ως προσβάλλοντος το δίπλωμα επιχειρηματία να μη διεξάγουν υγιή ανταγωνισμό, κατά το μέτρο που συμφωνίες με τις οποίες ανταγωνιστές αντικαθιστούν σκοπίμως τους κινδύνους του ανταγωνισμού με μια μεταξύ τους συνεργασία σε πρακτικό επίπεδο εμπίπτουν προδήλως στον χαρακτηρισμό του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 83 και 87].

40      Για τους σκοπούς της εξετάσεως αυτής, πρέπει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να εκτιμάται εάν το καθαρό όφελος των μεταβιβάσεων αξίας από τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων προς τον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων ήταν αρκούντως σημαντικό ώστε να παροτρύνει πράγματι τον τελευταίο να μην εισέλθει στη σχετική αγορά και, ως εκ τούτου, να μην ανταγωνιστεί με θεμιτό τρόπο τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων, χωρίς να απαιτείται το καθαρό αυτό όφελος να είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερο από τα κέρδη που θα είχε αποκομίσει ο εν λόγω παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων εάν είχε δικαιωθεί στη σχετική με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ένδικη διαδικασία [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 93 και 94].

41      Επομένως, ο χαρακτηρισμός συμφωνιών όπως η συμφωνία διακανονισμού ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» προϋποθέτει αξιολόγηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, από τα οποία πρέπει να συνάγεται ότι ενδέχεται να είναι ιδιαιτέρως επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, εν ανάγκη κατόπιν λεπτομερούς αναλύσεως των εν λόγω συμφωνιών, των σκοπών τους και του οικονομικού και νομικού πλαισίου, στο πλαίσιο του οποίου το ποσό των μεταβιβάσεων αξιών έχει ιδιαίτερη σημασία [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 89].

42      Εν προκειμένω, από το τμήμα 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και ειδικότερα από τις αιτιολογικές σκέψεις 544 έως 580, προκύπτει ότι η Επιτροπή διευκρίνισε, με βάση την υφιστάμενη νομολογία, συμπεριλαμβανομένης της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 37 επ. ανωτέρω, ποια ανάλυση επρόκειτο να πραγματοποιήσει. Στο τμήμα 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε, σύμφωνα με τη νομολογία και τις αρχές που διατυπώνονται στο τμήμα 5, αν οι συναλλαγές που προβλέπονταν στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού και οι σχετικές μεταβιβάσεις αξιών αποτελούσαν κίνητρο προκειμένου η Teva να αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες.

43      Επομένως, από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 37 επ. ανωτέρω προκύπτει ότι απαιτείται σφαιρική εκτίμηση, περιλαμβάνουσα τα συμφέροντα και τα κίνητρα των ενδιαφερομένων μερών, προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι εμπορικές συναλλαγές που περιλαμβάνονται σε συμφωνία διακανονισμού, όπως αυτές οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 17 ανωτέρω, μπορούσαν να έχουν άλλη εξήγηση, πέραν του εμπορικού συμφέροντος τόσο του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας όσο και του φερόμενου ως προσβάλλοντος το εν λόγω δίπλωμα να μη διεξάγουν υγιή ανταγωνισμό.

44      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η μεταβίβαση αξίας στον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, όπως άμεσες ή έμμεσες πληρωμές, στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων και του παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων, γεγονός το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες. Επομένως, μια τέτοια εμπορική συναλλαγή δύναται να αποφέρει στον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων πλεονεκτήματα τα οποία δεν θα αποκόμιζε υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, είτε διότι μια τέτοια συναλλαγή δεν θα είχε πραγματοποιηθεί υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς είτε διότι η συναλλαγή αυτή θα πραγματοποιείτο υπό συνθήκες ευνοϊκότερες από τις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, δεν είναι σύνηθες το αντάλλαγμα για μια συναλλαγή να συνίσταται σε δέσμευση περί μη ανταγωνισμού και μη αμφισβητήσεως.

45      Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να εξακριβώσει αν οι εμπορικές συναλλαγές τις οποίες αφορούσε η συμφωνία διακανονισμού θα μπορούσαν να έχουν συναφθεί, με τόσο ευνοϊκούς όρους, και χωρίς τις περιοριστικές ρήτρες. Πράγματι, αν η Επιτροπή είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι επίμαχες συναλλαγές δεν θα είχαν συναφθεί ή δεν θα είχαν συναφθεί με τόσο ευνοϊκούς όρους αν δεν υπήρχαν οι εν λόγω ρήτρες, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω συναλλαγές δεν μπορούν να έχουν άλλη εξήγηση από το εμπορικό συμφέρον του δικαιούχου του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και του φερόμενου ως προσβάλλοντος το εν λόγω δίπλωμα να μη διεξάγουν υγιή ανταγωνισμό.

46      Προκειμένου να διαπιστώσει αν η μόνη εύλογη εξήγηση για καθεμιά από τις εμπορικές συναλλαγές ήταν να παρακινηθεί η Teva να αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες και, συνακόλουθα, να παραιτηθεί από τον υγιή ανταγωνισμό με την Cephalon ή αν οι συναλλαγές αυτές θα είχαν, εν πάση περιπτώσει, συναφθεί υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, η Επιτροπή έπρεπε να συγκρίνει αυτό το οποίο πραγματικά συνέβη με ό,τι θα συνέβαινε αν δεν υπήρχαν οι περιοριστικές ρήτρες. Επομένως, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένη αντίστροφη ανάλυση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

47      Ομοίως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το νομικό κριτήριο που εφάρμοσε η Επιτροπή δεν ισοδυναμεί με αντίστροφη ανάλυση η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της εκτίμησης των συμφωνιών ως περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος.

48      Η Επιτροπή εξέτασε μόνον αν οι επίμαχες εμπορικές συναλλαγές θα είχαν συναφθεί χωρίς τις περιοριστικές ρήτρες, προκειμένου να εξακριβώσει αν συνιστούσαν κίνητρο για την Teva να παραιτηθεί από τον θεμιτό ανταγωνισμό με την Cephalon.

49      Όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 37 επ. ανωτέρω, η εκτίμηση που πρέπει να πραγματοποιηθεί προκειμένου να καθοριστεί εάν μια συμφωνία όπως η επίμαχη εμπίπτει ή όχι στον χαρακτηρισμό του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» ουδόλως αποσκοπεί στον εντοπισμό και την ποσοτικοποίηση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων μιας πρακτικής, αλλά αποσκοπεί αποκλειστικώς στον καθορισμό της αντικειμενικής σοβαρότητάς της, η οποία μπορεί ακριβώς να δικαιολογήσει ότι τα αποτελέσματά της δεν χρειάζεται να εκτιμηθούν (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής, C‑601/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:244, σκέψη 86).

50      Ούτε το γεγονός ότι η εκτίμηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται, εν ανάγκη, κατόπιν λεπτομερούς αναλύσεως της οικείας συμφωνίας και ιδίως του χαρακτήρα κινήτρου που έχουν οι προβλεπόμενες από αυτήν μεταβιβάσεις αξιών, αλλά και των σκοπών που επιδιώκει και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται προϋποθέτει εκτίμηση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της εν λόγω συμφωνίας στην αγορά. Προϋποθέτει απλώς σφαιρική και ενδελεχή εκτίμηση των ίδιων των πολύπλοκων συμφωνιών, προκειμένου όχι μόνο να αποκλεισθεί ο χαρακτηρισμός τους ως «περιορισμών ως εκ του αντικειμένου», οσάκις προκύπτει αμφιβολία ως προς τον αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα τους, αλλά και προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να αποκλεισθεί ο ίδιος αυτός χαρακτηρισμός για κάποιες συμφωνίες λόγω και μόνον της πολυπλοκότητάς τους, μολονότι η ανάλυσή τους καταδεικνύει ότι αυτές είναι, αντικειμενικώς, αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής, C‑601/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:244, σκέψη 87).

51      Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το κριτήριο του περιορισμού ως εκ του αντικειμένου που εφάρμοσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετο προς την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), για τον λόγο ότι κάθε παρεπόμενη συναλλαγή είχε ένα εύλογο αντάλλαγμα που καταβλήθηκε από τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων στον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες ή προϊόντα, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο, με την ως άνω απόφαση, δεν απέκλεισε στην πραγματικότητα το ενδεχόμενο μια συμφωνία διακανονισμού, περιλαμβάνουσα χρηματικές ή μη χρηματικές μεταβιβάσεις αξίας, να μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποφύγει τον χαρακτηρισμό της ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου». Τούτο θα συνέβαινε αν οι εν λόγω μεταβιβάσεις αξίας μπορούσαν να αποδειχθούν δικαιολογημένες, ήτοι κατάλληλες και απολύτως αναγκαίες υπό το πρίσμα των θεμιτών σκοπών που επιδιώκουν οι συμβαλλόμενοι στη συμφωνία. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, με το οποίο οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι συναλλαγές που συνήφθησαν στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού είχαν άλλη εύλογη εξήγηση πέραν του ότι αποτελούσαν απλώς το αντάλλαγμα των περιοριστικών ρητρών.

52      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση στην οποία προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση, στηρίχθηκε μόνο στην υποκειμενική πρόθεση των μερών, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια συμφωνία συνεπάγεται περιορισμό «ως εκ του αντικειμένου», πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν συνιστά στοιχείο αναγκαίο για τη διαπίστωση του περιοριστικού χαρακτήρα συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, ουδόλως απαγορεύεται στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές ή στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα και τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να τη λαμβάνουν υπόψη (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Budapest Bank κ.λπ., C‑228/18, EU:C:2020:265, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το ζήτημα αν η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικώς, κατά την εκτίμησή της, σε υποκειμενικούς παράγοντες θα εξεταστεί στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

53      Όσον αφορά το βάρος αποδείξεως, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι, στο κρίσιμο πλαίσιο, οι ρήτρες περί μη ανταγωνισμού και περί μη αμφισβητήσεως που συνομολογήθηκαν στο πλαίσιο της επίμαχης συμφωνίας φιλικού διακανονισμού οδήγησαν σε συμφωνία περιοριστική του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και, επομένως, να αποδείξει ότι από την εξέταση της εν λόγω συμφωνίας προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες σε αυτή μεταβιβάσεις αξίας εξηγούνται αποκλειστικώς από το εμπορικό συμφέρον τόσο του δικαιούχου του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας όσο και του φερόμενου ως προσβάλλοντος το εν λόγω δίπλωμα να μη διεξάγουν υγιή ανταγωνισμό (βλ. μνημονευόμενη στη σκέψη 39 ανωτέρω νομολογία).

54      Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δύναται να στηριχθεί μόνο σε νομικά και οικονομικά στοιχεία τα οποία αυτές έλαβαν υπόψη κατά τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη συμφωνία διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών συναλλαγών. Στοιχεία μεταγενέστερα της σύναψης της συμφωνίας διακανονισμού δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος του σχετικού πλαισίου, διότι τα μέρη δεν θα μπορούσαν να τα έχουν λάβει υπόψη όταν αποφάσισαν να συνάψουν τη συμφωνία αυτή.

55      Στο μέτρο που οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν υπήρχε εμπειρία στο δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίμαχης συμφωνίας ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», αρκεί η παραπομπή στην απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), και σε εκείνη της 25ης Μαρτίου 2021 Lundbeck κατά Επιτροπής (C‑591/16 P, EU:C:2021:243). Πράγματι, με την πρώτη απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε υπό ποιες προϋποθέσεις μια συμφωνία φιλικού διακανονισμού πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου». Με τη δεύτερη απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε, με τη σκέψη 130, ότι ουδόλως απαιτείται να έχει ήδη κατακριθεί από την Επιτροπή το ίδιο είδος συμφωνιών, ώστε να μπορούν αυτές να θεωρηθούν περιορισμοί του ανταγωνισμού εκ του αντικειμένου, τούτο δε μολονότι οι συμφωνίες αυτές συνάπτονται εντός ειδικού πλαισίου όπως αυτό των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

56      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή αξιολόγησε τις εμπορικές συναλλαγές «ως σύνολο», αρκεί, στο παρόν στάδιο, πρώτον, να επισημανθεί ότι οι εμπορικές συναλλαγές που περιλαμβάνονται στη συμφωνία διακανονισμού συνήφθησαν ως μέρος ενός συνόλου. Το γεγονός ότι η συμφωνία διακανονισμού και οι συναλλαγές που αυτή περιλαμβάνει συνήφθησαν ταυτόχρονα ή ότι υφίσταται συμβατικός δεσμός μεταξύ τους είναι ενδεικτικό του ότι οι εν λόγω συμφωνίες εντάσσονται στο ίδιο συμβατικό σύνολο. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, υπάρχει κίνδυνος το γεγονός ότι μια εμπορική συμφωνία συνδέεται με μια συμφωνία φιλικού διακανονισμού που περιλαμβάνει ρήτρες περί μη εμπορίας και περί μη αμφισβητήσεως, οι οποίες, αφ’ εαυτών, περιορίζουν τον ανταγωνισμό, να σκοπεί, στην πραγματικότητα –υπό το πρόσχημα μιας εμπορικής συναλλαγής η οποία, ενδεχομένως, εμφανίζεται ως περίπλοκη συμβατική ρύθμιση– στο να παροτρύνει την επιχείρηση παραγωγής γενόσημων φαρμάκων να αποδεχθεί, έναντι μεταβιβάσεως αξίας προβλεπόμενης από την παρεπόμενη συμφωνία, τις εν λόγω ρήτρες. Στο πλαίσιο αυτό, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 45 ανωτέρω, το ζήτημα αν μια τέτοια συναλλαγή θα είχε επίσης συναφθεί υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς αποτελεί μέρος της εκτιμήσεως στην οποία πρέπει να προβεί η Επιτροπή. Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, κατόπιν της εκτιμήσεως αυτής, σημασία έχει το καθαρό όφελος των μεταβιβάσεων αξίας που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του συνόλου των συναλλαγών, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 40 ανωτέρω.

57      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη ορισμένων επιχειρημάτων που πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

β)      Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

58      Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι συναλλαγές που συνήφθησαν στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού είχαν άλλη εύλογη εξήγηση πέραν του ότι αποτελούσαν απλώς αντάλλαγμα για τις περιοριστικές ρήτρες.

59      Κατά τις προσφεύγουσες, καθεμιά από τις συναλλαγές οφείλεται όχι στην πρόοδο των διαπραγματεύσεων σχετικά με την είσοδο του προϊόντος μοδαφινίλη της Teva στην αγορά των γενόσημων φαρμάκων, αλλά σε θεμιτές, καλά τεκμηριωμένες και προϋπάρχουσες εμπορικές ανάγκες αμφοτέρων των μερών. Για κάθε συναλλαγή, η Teva ή η Cephalon ήταν είτε ο μοναδικός εταίρος με τον οποίο θα μπορούσε να υπάρξει συνεργασία (όπως στην περίπτωση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας της Teva σχετικά με τη μοδαφινίλη και των κλινικών δεδομένων της Cephalon) είτε ένας δυνητικός εταίρος με μοναδική και κατάλληλη εμπειρία (όπως στην περίπτωση της ικανότητας παραγωγής της ΔΦΟ μοδαφινίλη της Teva ή της πλατφόρμας διανομής της Teva στο Ηνωμένο Βασίλειο).

60      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

61      Υπό το πρίσμα των αιτιάσεων που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες, πρέπει να εξακριβωθεί, κατ’ αρχάς, αν, για καθεμιά από τις εμπορικές συναλλαγές που προβλέπονται στη συμφωνία διακανονισμού, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω συναλλαγή αποσκοπούσε στη μεταβίβαση αξίας από την Cephalon στην Teva με αντάλλαγμα τη δέσμευση της Teva να μην εισέλθει κατά τρόπο ανεξάρτητο στις αγορές γενόσημων φαρμάκων και να μην ανταγωνιστεί την Cephalon όσον αφορά τη μοδαφινίλη.

1)      Επί της άδειας εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας της Teva όσον αφορά τη μοδαφινίλη

62      Σύμφωνα με το άρθρο 2.2 της συμφωνίας διακανονισμού, η Cephalon συμφώνησε να αγοράσει από την Teva (μη αποκλειστική) άδεια εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (στο εξής: ΔΔΙ) της τελευταίας, έναντι συνολικού ποσού 125 εκατομμυρίων δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών (USD), ήτοι περίπου 92,9 εκατομμυρίων ευρώ.

63      Με την αιτιολογική σκέψη 864 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Teva είχε αποκτήσει σημαντική αξία παραχωρώντας άδεια εκμετάλλευσης των ΔΔΙ της στη Cephalon. Όσον αφορά τη Cephalon, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η Cephalon δεν ενδιαφερόταν για την απόκτηση των ΔΔΙ της Teva, δεν είχε πραγματική ανάγκη να αποκτήσει τέτοια δικαιώματα πριν από τη συμφωνία διακανονισμού και δεν είχε κανένα συμφέρον να καταβάλει σημαντικά ποσά για άδεια εκμεταλλεύσεως ΔΔΙ η οποία δεν είχε καμία αξία ή είχε μόνον περιορισμένη αξία γι’ αυτήν. Επομένως, κατά την Επιτροπή, τα γεγονότα υποδηλώνουν εντόνως ότι η Cephalon δεν θα είχε προβεί καθόλου σε αυτή τη συναλλαγή ή, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν θα το είχε πράξει υπό τους ίδιους όρους, αν δεν υπήρχε η συμφωνία διακανονισμού και ότι η συναλλαγή αποσκοπούσε στη μεταβίβαση αξίας από την Cephalon στην Teva με αντάλλαγμα τη δέσμευση της τελευταίας να μην εισέλθει κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά της μοδαφινίλης και να μην ανταγωνιστεί τη Cephalon με θεμιτό τρόπο. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι άλλες εξηγήσεις για τη συναλλαγή που δόθηκαν από τα μέρη δεν ήταν εύλογες. Επομένως, η άδεια εκμεταλλεύσεως των ΔΔΙ της Teva είχε ως συνέπεια αδικαιολόγητη μεταβίβαση αξίας στην Teva, την οποία αυτή δεν θα μπορούσε να αποκτήσει χωρίς τη συμφωνία διακανονισμού.

64      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκτίμηση της Επιτροπής, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας διακανονισμού, η Cephalon δεν θεωρούσε τα ΔΔΙ της Teva ως σοβαρή απειλή και ότι ουδέποτε στο παρελθόν είχε επιδείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για την απόκτησή τους.

65      Κατά τις προσφεύγουσες, από τα επιστημονικά στοιχεία προκύπτει ότι τα προϊόντα μοδαφινίλης της Cephalon θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι απέκλειαν την υποβολή αίτησης από την Teva για τη χορήγηση αμερικανικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας για τη μοδαφινίλη «μορφής III» (μια κρυσταλλική μορφή μοδαφινίλης, που κατατέθηκε το 2000 και δημοσιεύθηκε το 2002).

66      Συγκεκριμένα, ο αντιπρόεδρος της Cephalon, M., ο οποίος ήταν επίσης υπεύθυνος για την έρευνα και τη χημική ανάπτυξη παγκοσμίως, εξέφρασε αμέσως ενδιαφέρον για τις αιτήσεις της Teva σχετικά με τα πολύμορφα μοδαφινίλης μόλις πληροφορήθηκε περί των εν λόγω αιτήσεων. Εν συνεχεία, η Cephalon παρήγγειλε στην Crystallics BV μια μελέτη, η οποία ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2003, έλαβε αποτελέσματα μιας μελέτης που εκπόνησε ο καθηγητής C. του Πανεπιστημίου της Rouen (Γαλλία) το 2004 και έλαβε προκαταρκτικά αποτελέσματα μιας μελέτης που εκπονήθηκε από τη Solid State Chemical Information, Inc. (SSCI) τον Ιανουάριο του 2006.

67      Με τις εν λόγω μελέτες, η Cephalon θέλησε να πληροφορηθεί αν οι δικές της μέθοδοι δημιουργούσαν τα πολύμορφα τα οποία διεκδικούσε η Teva καθώς και αν υπήρχε ενδεχόμενο ποσότητες της μορφής III να εξακολουθούν να υφίστανται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εμπορικής παρασκευής.

68      Κατά τις προσφεύγουσες, από τα επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η Cephalon από το 1995 έως το 2005 προέκυψαν βαθμιαία διδάγματα τα οποία υποδήλωναν κίνδυνο προσβολής.

69      Επιπλέον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η Cephalon είχε επίσης ζητήσει πραγματογνωμοσύνη από τον καθηγητή M. του Massachusetts Institute of Technology (MIT), ο οποίος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Cephalon διέτρεχε τον κίνδυνο να εντοπιστεί στο τελικό προϊόν της η μορφή III, η οποία αποτελούσε αντικείμενο των αιτήσεων χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας της Teva. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, ειδικότερα, τα εξής:

–        η Teva είχε μεγάλες πιθανότητες να επικρατήσει σε οποιαδήποτε ένδικη διαδικασία ή interference proceeding (διαδικασία διεκδίκησης προτεραιότητας) ενώπιον του United States Patent and Trademark Office (Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και Σημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών), το οποίο αμφισβητούσε τα δικαιώματά της ευρεσιτεχνίας επί της μορφής III, οπότε η Επιτροπή θα έπρεπε να μην αμφισβητήσει την εμπορική εκτίμηση της Cephalon για την αντιμετώπιση του εν λόγω κινδύνου·

–        το γεγονός ότι η Cephalon είχε θέσει σε κυκλοφορία το Provigil στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας της αιτήσεως της Teva για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν άμβλυνε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Cephalon, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει η Επιτροπή·

–        το επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν υφίστατο κίνδυνος προσβολής επειδή η Cephalon δεν είχε στην πράξη εντοπίσει τη μορφή ΙΙΙ στο τελικό προϊόν της τον Δεκέμβριο του 2005 δεν λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη της επιστήμης·

–        όσον αφορά την απουσία εγγράφων, είναι σύνηθες στις Ηνωμένες Πολιτείες οι ανησυχίες σχετικά με την προσβολή να μην τεκμηριώνονται, λόγω του φόβου τα εν λόγω έγγραφα να χρησιμοποιηθούν κατά τη δίκη προκειμένου να διαπιστωθεί όχι μόνον η προσβολή, αλλά, επιπλέον, εκούσια προσβολή ικανή να οδηγήσει σε τριπλάσια αποζημίωση·

–        τα δικαιώματα που η Cephalon όφειλε να καταβάλει βάσει της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης ΔΔΙ της Teva ήταν εύλογα και η Επιτροπή δεν απέδειξε το αντίθετο.

70      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

71      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή, προς στήριξη του συμπεράσματός της ότι η άδεια εκμετάλλευσης των ΔΔΙ της Teva είχε οδηγήσει σε αδικαιολόγητη μεταβίβαση αξίας προς την τελευταία (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω), στηρίχθηκε, αφενός, σε στοιχεία σύγχρονα της σύναψης της συμφωνίας, από τα οποία προκύπτει ότι η Cephalon δεν θεωρούσε ότι απειλούνταν πραγματικά από τα ΔΔΙ της Teva και ότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτησή τους, και, αφετέρου, στην έλλειψη δέουσας επιμέλειας εκ μέρους της Cephalon.

72      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Cephalon γνώριζε από το 2002 ότι η Teva είχε καταθέσει αίτηση χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας για τη μορφή III, ότι ορισμένες ποσότητες καταλοίπων των μορφών θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να ανιχνευθούν στο τελικό προϊόν της Cephalon, ότι η μορφή III θα μπορούσε να συγχωνευθεί μεταξύ δύο κρυστάλλων μορφής I (οπότε γίνεται λόγος για «σύνδεση» των μορφών I και III μοδαφινίλης) και ότι η μορφή III ήταν κατοχυρώσιμη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Εντούτοις, δεν υπάρχει καμία σοβαρή ένδειξη ότι η Cephalon ανησυχούσε πράγματι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, για τις ενδεχόμενες συνέπειες της αιτήσεως της Teva για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας όσον αφορά τη μορφή III.

73      Συγκεκριμένα, η Cephalon γνώριζε ήδη από το 1999 ότι η μοδαφινίλη μορφής ΙΙΙ είχε δημιουργηθεί κατά τη διαδικασία παρασκευής, αλλά ότι στη συνέχεια μετατρεπόταν, κατά την εν λόγω διαδικασία, σε μοδαφινίλη μορφής Ι (σύμφωνα με τις μελέτες της Lafon).

74      Είναι ασφαλώς αληθές ότι η Cephalon, αφού πληροφορήθηκε περί της αιτήσεως της Teva για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας όσον αφορά τη μοδαφινίλη μορφής ΙΙΙ και πριν από τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού, ζήτησε την πραγματοποίηση ερευνών.

75      Πρώτον, επρόκειτο για μια αίτηση προς την Crystallics σχετικά με μελέτη που αποσκοπούσε στην καλύτερη κατανόηση της επίδρασης των συνθηκών των διαφόρων πολυμόρφων και του ελέγχου της διαδικασίας. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής, η οποία ολοκληρώθηκε το 2003, έδειξαν ότι, στη συντριπτική πλειονότητα των συνθηκών κρυστάλλωσης, η λαμβανόμενη μοδαφινίλη ήταν ένα μείγμα των μορφών I και III.

76      Δεύτερον, η Cephalon έλαβε, το 2004, τα αποτελέσματα μιας μελέτης που εκπόνησε ο καθηγητής C. του Πανεπιστημίου της Rouen, την οποία ωστόσο δεν είχε ζητήσει η ίδια. Από την εν λόγω μελέτη προέκυπτε ότι η μορφή Ι και η μορφή ΙΙΙ μοδαφινίλης παρουσίαζαν μεγάλες ομοιότητες και ότι οι δύο πολυμορφικές μορφές είχαν την τάση να αναπτύσσονται ως δίδυμοι κρύσταλλοι.

77      Εντούτοις, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι εν λόγω μελέτες ή τα αποτελέσματά τους δεν προκάλεσαν ιδιαίτερη ανησυχία στην Cephalon.

78      Συγκεκριμένα, από μια εσωτερική παρουσίαση του 2003, στην οποία γινόταν αναφορά στις αιτήσεις της Teva σχετικά με τις κρυσταλλικές μορφές της μοδαφινίλης, προκύπτει ότι η Cephalon θεωρούσε πιθανό να υπάρξει «interference proceeding» (διαδικασία διεκδίκησης προτεραιότητας) μεταξύ αυτής και της Teva, αλλά ότι δεν συνέτρεχε λόγος ανησυχίας, δεδομένου ότι διέθετε προγενέστερα δικαιώματα.

79      Ομοίως, σε εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή του Αυγούστου του 2005, ο Dr H, σύμβουλος σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Cephalon, δήλωσε ότι γνώριζε καλά και επί μακρόν το «τοπίο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας» στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη όσον αφορά τη μοδαφινίλη και ότι δεν συνέτρεχε κανένας λόγος ανησυχίας για «πιθανά ζητήματα προσβολής».

80      Τρίτον, όσον αφορά τη μελέτη που εκπόνησε η SSCI, κατόπιν αιτήσεως της Cephalon πριν από τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού, διαπιστώνεται ότι τα προκαταρκτικά αποτελέσματα παρελήφθησαν από την Cephalon μετά τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας, ήτοι στις 6 Ιανουαρίου 2006. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω αποτελέσματα δεν μπόρεσαν να ληφθούν υπόψη από την Cephalon για την αξιολόγηση του κινδύνου προσβολής κατά τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού και δεν κατέστησαν δυνατό να καθοριστεί αν η Cephalon είχε ενδιαφέρον για τα ΔΔΙ της Teva.

81      Τέταρτον, το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται όσον αφορά την έκθεση M. (ήτοι μια γνωμοδότηση του καθηγητή M. του MIT) του 2018, την οποία οι προσφεύγουσες ζήτησαν κατά τη διοικητική διαδικασία.

82      Το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι πρόκειται για «σταδιακή πληροφόρηση» δεν είναι πειστικό, όπως ούτε το επιχείρημα ότι η Cephalon ανησυχούσε ιδιαιτέρως «στα τέλη του 2005». Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Cephalon δεν προέβη σε καμία ενέργεια έναντι της Teva μεταξύ 2003 και 2005, καίτοι δεν στερούνταν των αναγκαίων γνώσεων για να το πράξει. Ως εκ τούτου, η απόφαση περί της δυνατότητας κατοχυρώσεως με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας την οποία έλαβε το Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και Σημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών τον Σεπτέμβριο του 2005 δεν εξηγεί την προβαλλόμενη αιφνίδια ανησυχία, δεδομένου ότι η ίδια η Cephalon επιδίωκε, το 2003, να κατοχυρώσει με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τη μοδαφινίλη της μορφής ΙΙΙ, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι αυτή γνώριζε τουλάχιστον από το 2003 (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω) ότι επρόκειτο για αντικείμενο κατοχυρώσιμο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Εξάλλου, κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας διακανονισμού, η Cephalon δεν είχε εντοπίσει κανένα ίχνος πολυμορφικής μοδαφινίλης της μορφής ΙΙΙ είτε στη δική της ΔΦΟ μοδαφινίλη είτε στο τελικό προϊόν Provigil.

83      Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία έγγραφη απόδειξη περί τυχόν ανησυχίας εκ μέρους της Cephalon. Το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η έλλειψη σύγχρονων με τα πραγματικά περιστατικά αποδεικτικών στοιχείων εξηγείται από το αμερικανικό δικονομικό δίκαιο πρέπει να απορριφθεί.

84      Συναφώς, πρώτον, στον βαθμό που ένα έγγραφο καλύπτεται από τον κανόνα του «legal privilege», θα προστατευόταν και δεν θα μπορούσε να αποκαλυφθεί ενώπιον των αμερικανικών δικαστηρίων.

85      Δεύτερον, αντιθέτως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ορισμένα σύγχρονα των πραγματικών περιστατικών αποδεικτικά στοιχεία συνηγορούν υπέρ του ότι η Cephalon θεωρούσε ότι τα προϊόντα της δεν συνιστούσαν προσβολή των ΔΔΙ της Teva. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, αν η Cephalon είχε πράγματι αντιληφθεί ότι υπήρχε κίνδυνος προσβολής των ΔΔΙ της Teva, θα είχε ενεργήσει για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Επιπροσθέτως, ακόμη και όταν η Teva ήρθε σε επαφή με την Cephalon, τον Ιούλιο του 2005, προκειμένου να συζητήσει σχετικά με άδεια εκμετάλλευσης των ΔΔΙ της, η Cephalon δεν εξέφρασε κανένα ενδιαφέρον για μια τέτοια άδεια εκτός του πλαισίου της συμφωνίας διακανονισμού.

86      Τέλος, η παράλειψη της Cephalon να επιδείξει εύλογη επιμέλεια συναφώς εξηγείται από το γεγονός ότι η παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης των ΔΔΙ της Teva στην Cephalon αποσκοπούσε κατ’ ουσίαν στο να παρακινήσει την Teva να αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες. Ειδικότερα, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Cephalon δεν είχε εκφράσει, εκτός του πλαισίου της συμφωνίας διακανονισμού, πραγματικό ενδιαφέρον για την απόκτηση άδειας. Επιπλέον, ο ισχυρισμός της Cephalon ότι γνώριζε τι υπήρχε στον τομέα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας όσον αφορά τη μοδαφινίλη δεν είναι πειστικός. Συγκεκριμένα, δεν εξηγεί γιατί η Cephalon συμφώνησε να αγοράσει την άδεια εκμετάλλευσης των ΔΔΙ της Teva χωρίς να προβεί σε εκτίμηση του ύψους των δικαιωμάτων που θα έπρεπε να καταβάλει και γιατί η Cephalon κατέβαλε αμέσως σημαντικό μέρος των δικαιωμάτων αυτών, χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις και χωρίς να είναι βέβαιη ότι η αίτηση της Teva για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας θα γινόταν πράγματι δεκτή. Τέλος, επισημαίνεται ότι οι συνήθεις διατάξεις για την προστασία των συμφερόντων της Cephalon δεν περιλαμβάνονταν καν στη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης.

87      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ορθώς κατέληξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο συμπέρασμα ότι το ύψος της μεταβιβάσεως αξίας που πραγματοποιήθηκε με την άδεια εκμετάλλευσης των ΔΔΙ της Teva μπορούσε να εξηγηθεί μόνον από το γεγονός ότι αποτελούσε αντάλλαγμα για την αποδοχή από την Teva των περιοριστικών ρητρών.

2)      Επί της συμφωνίας προμήθειας ΔΦΟ μοδαφινίλη

88      Σύμφωνα με το άρθρο 2.4 της συμφωνίας διακανονισμού, η Teva και η Cephalon δεσμεύθηκαν να συνάψουν συμφωνία προμήθειας, δυνάμει της οποίας, πρώτον, η Teva θα προμήθευε στην Cephalon ελάχιστο όγκο 10 000 kg ΔΦΟ μοδαφινίλη ετησίως μεταξύ 2007 και 2011 (ήτοι τουλάχιστον 50 000 kg συνολικά) και, δεύτερον, η Cephalon θα κατέβαλλε ως αντάλλαγμα στην Teva σταθερή ελάχιστη τιμή, η οποία προοριζόταν ρητώς να αντανακλά το κατά προσέγγιση κόστος παραγωγής της Teva προσαυξημένο κατά 30 %, για συνολικό ποσό 28 εκατομμυρίων USD μεταξύ 2007 και 2011. Ως εκ τούτου, στις 7 Νοεμβρίου 2006, η Teva, μέσω της θυγατρικής της Plantex, και η Cephalon συνήψαν σύμβαση προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή οι όροι του άρθρου 2.4 της συμφωνίας διακανονισμού (στο εξής: συμφωνία προμήθειας ΔΦΟ μοδαφινίλη).

89      Με την αιτιολογική σκέψη 781 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για την Teva, οι όροι της συμφωνίας προμήθειας ΔΦΟ μοδαφινίλη αντιπροσώπευαν μια εγγυημένη σταθερή ροή εσόδων για πέντε έτη, την οποία δεν θα μπορούσε να επιτύχει χωρίς να αποδεχθεί τις δεσμεύσεις περί μη ανταγωνισμού και περί μη αμφισβητήσεως που περιλαμβάνονταν στη συμφωνία διακανονισμού. Όσον αφορά την Cephalon, η Επιτροπή, με την προσβαλλομένη απόφαση, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι δεν θα είχε συμφωνήσει να συνάψει τη συμφωνία εφοδιασμού με ΔΦΟ μοδαφινίλη αν δεν υπήρχαν οι ανωτέρω δεσμεύσεις, διότι τούτο δεν θα ήταν οικονομικώς ορθολογικό, δεδομένης της τότε κατάστασής της όσον αφορά την προμήθεια και τη ζήτηση και των όρων της εν λόγω συμφωνίας.

90      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά την Cephalon. Η τελευταία αντιμετώπιζε τον κίνδυνο ανεπαρκούς εφοδιασμού της με ΔΦΟ μοδαφινίλη, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται επίσης από έγγραφα σύγχρονα των πραγματικών περιστατικών, όπως το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 29ης Δεκεμβρίου 2005. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι στήριξε την απόφασή της σε επιλεκτική και μη ισορροπημένη εξέταση του φακέλου όσον αφορά την ικανότητα εφοδιασμού της Cephalon και τους σχετικούς με τις τιμές όρους που συμφωνήθηκαν με την Teva.

91      Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι, στα τέλη Νοεμβρίου 2005, κατόπιν της ανακοίνωσης του Food and Drug Administration (FDA, Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων, Ηνωμένες Πολιτείες) περί πιθανής έγκρισης του Sparlon, η Cephalon αύξησε τις εσωτερικές εκτιμήσεις της σχετικά με τις ανάγκες της σε ΔΦΟ μοδαφινίλη για την παραγωγή των φαρμάκων Provigil, Nuvigil και Sparlon, εκ των οποίων τα δύο τελευταία αναμενόταν να κυκλοφορήσουν στο εγγύς μέλλον, από ποσότητα 96 000 kg σε ποσότητα 138 500 ή 148 000 kg, ενώ η ικανότητα εφοδιασμού άφηνε ελάχιστα περιθώρια για να αντιμετωπιστεί μια αύξηση της ζήτησης ή μια απροσδόκητη μείωση της παραγωγής. Συναφώς, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, όσον αφορά τα δύο εργοστάσια της Cephalon που βρίσκονται στο Mitry-Mory (Γαλλία), το ένα (ήτοι το εργοστάσιο C‑1) ήταν παλαιό και το άλλο (ήτοι το εργοστάσιο C‑2), μολονότι νέο, χρειαζόταν διοικητική άδεια, ενώ εξάλλου ήταν αμφίβολο κατά πόσον ο εξωτερικός προμηθευτής της, η Helsinn, θα ήταν σε θέση να αυξήσει την παραγωγή του.

92      Επομένως, ο πιο συνετός και ασφαλής τρόπος για την αντιμετώπιση του κινδύνου ανεπαρκούς εφοδιασμού ήταν η σύναψη σύμβασης με την Teva. Κατά την Cephalon, η Teva ήταν ένας λογικός εταίρος, δεδομένου ότι διέθετε ισχυρή παραγωγική ικανότητα όσον αφορά τη μοδαφινίλη, χάρη στις δικές της προσπάθειες να κυκλοφορήσει στην αγορά προϊόντα με βάση τη μοδαφινίλη. Επιπλέον, το συνολικό ποσό που η Cephalon θα έπρεπε να καταβάλει βάσει της εν λόγω συμφωνίας αντιπροσώπευε μικρό μόνο μέρος της ζημίας που αυτή θα υφίστατο σε περίπτωση ανεπαρκούς εφοδιασμού της με ΔΦΟ.

93      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

94      Πρώτον, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το συμφέρον της Teva και ότι οι επικρίσεις τους αφορούν μόνον το συμφέρον της Cephalon για τη σύναψη της συμφωνίας εφοδιασμού.

95      Δεύτερον, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή αμφισβήτησε την εμπορική εκτίμηση της Cephalon ή προέβη σε επιλεκτική και μη ισορροπημένη εξέταση του φακέλου δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμά της σε έγγραφα σύγχρονα των πραγματικών περιστατικών, τα οποία προέρχονταν, ως επί το πλείστον, από την ίδια την Cephalon. Εν συνεχεία, η Επιτροπή περιορίστηκε να ελέγξει το ευλογοφανές των ισχυρισμών των προσφευγουσών υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών που προκύπτουν από τα αποδεικτικά στοιχεία.

96      Από τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει πράγματι ότι η εκτιμώμενη ικανότητα εφοδιασμού της Cephalon από το 2007 ήταν επαρκής για την κάλυψη της ζήτησης την οποία αυτή προέβλεπε.

97      Συναφώς προκύπτει (βλ. σκέψη 91 ανωτέρω) ότι η αλυσίδα εφοδιασμού της Cephalon αποτελούνταν από τα εργοστάσιά της στο Mitry-Mory, ήτοι το υφιστάμενο εργοστάσιο C‑1 και το νέο εργοστάσιο C‑2, καθώς και από έναν εξωτερικό προμηθευτή, τη Helsinn.

98      Από τα έγγραφα της Cephalon που είναι σύγχρονα των πραγματικών περιστατικών προκύπτει ότι στα τέλη του 2005 αυτή αξιολόγησε τη ζήτησή της σε ΔΦΟ μοδαφινίλη ως εξής:

–        για το έτος 2006, μεταξύ 115 000 και 148 000 kg, με αυτή να έχει πρόσβαση σε περίπου 146 000 kg συνολικά (ήτοι 37 000 kg από το εργοστάσιο C‑1, 29 400 kg από το εργοστάσιο C‑2 και 80 000 kg από τον προμηθευτή της Helsinn)·

–        για το έτος 2007, μεταξύ 117 000 και 146 000 kg, με αυτή να έχει πρόσβαση σε περίπου 230 000 kg συνολικά (ήτοι 37 000 kg από το εργοστάσιο C‑1, 74000 kg από το εργοστάσιο C‑2 και 120 000 kg από την Helsinn)·

–        για το έτος 2008, μεταξύ 137 000 και 160 000 kg, με αυτή να έχει πρόσβαση σε περίπου 230 000 kg συνολικά (ήτοι 37 000 kg από το εργοστάσιο C‑1, 74000 kg από το εργοστάσιο C‑2 και 120 000 kg από την Helsinn).

99      Με βάση τα αριθμητικά αυτά στοιχεία μπορεί να συναχθεί, όσον αφορά τα έτη 2007 και 2008, ότι η προβλεπόμενη ικανότητα εφοδιασμού της Cephalon υπερέβαινε την προβλεπόμενη ζήτηση και ότι, επομένως, δεν ετίθετο ζήτημα ανεπαρκούς εφοδιασμού μακροπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ανησυχίες περί ανεπαρκούς εφοδιασμού δεν αποτελούσαν εύλογη εξήγηση για τη σύναψη της συμφωνίας από την Cephalon.

100    Επιπλέον, στη δικογραφία δεν υπάρχει κανένα ίχνος οποιασδήποτε ανησυχίας της Cephalon σχετικά με την ενδεχόμενη περιορισμένη ικανότητα εφοδιασμού με ΔΦΟ μοδαφινίλη μακροπρόθεσμα.

101    Ασφαλώς, από ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 29ης Δεκεμβρίου 2005 που επικαλούνται οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι υπήρχαν ανησυχίες σχετικά με τον εφοδιασμό. Εντούτοις, οι εν λόγω ανησυχίες αφορούσαν μόνον τις αρχές του έτους 2006 και όχι τη μεταγενέστερη περίοδο. Κατά συνέπεια, η συναφθείσα με την Teva συμφωνία εφοδιασμού με ΔΦΟ μοδαφινίλη δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες για το 2006, διότι αφορούσε τον εφοδιασμό για την περίοδο από το 2007 έως το 2011. Επιπλέον, από το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προκύπτει ότι για την αντιμετώπιση του προαναφερθέντος προβλήματος όσον αφορά το πρώτο εξάμηνο του 2006 υπήρχε εσωτερική λύση, ήτοι, η επιβράδυνση ή η διακοπή της παραγωγής της R‑μοδαφινίλης (ήτοι της ΔΦΟ του Nuvigil) για δύο έως τρεις μήνες, προκειμένου να δημιουργηθεί κάποιο απόθεμα μοδαφινίλης για να αντιμετωπιστεί πιθανή αύξηση της ζήτησης για το Provigil και πιθανή αύξηση των προβλέψεων πωλήσεων για το Sparlon μετά την έναρξη κυκλοφορίας του.

102    Εξάλλου, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 29ης Δεκεμβρίου 2005 είναι μεταγενέστερο της υπογραφής της συμφωνίας διακανονισμού. Εάν υπήρχε πραγματική ανησυχία σχετικά με ενδεχόμενο πρόβλημα ανεπαρκούς εφοδιασμού μακροπρόθεσμα, στο εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου θα είχε γίνει αναφορά στην εν λόγω ανησυχία, όπως και στην επιλογή της Teva ως νέας πηγής εφοδιασμού.

103    Όσον αφορά τις επικρίσεις των προσφευγουσών που αφορούν την εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση της τιμολόγησης που συμφωνήθηκε μεταξύ της Cephalon και της Teva (αιτιολογικές σκέψεις 404 έως 407, 749, 750 και 765 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αρκεί η επισήμανση ότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η σύναψη από την Cephalon της συμφωνίας εφοδιασμού με ΔΦΟ μοδαφινίλη δεν υπαγορεύθηκε από πραγματικές ανησυχίες όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη ανεπάρκεια εφοδιασμού με ΔΦΟ μοδαφινίλη. Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα σχετικά με την τιμολόγηση στηρίζονται στην παραδοχή ότι η Cephalon ορθώς αναζήτησε μια πρόσθετη πηγή εφοδιασμού για να προστατευθεί από τον κίνδυνο ελλείψεων, τα εν λόγω επιχειρήματα μπορούν να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

104    Εν πάση περιπτώσει, από την ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία στηριζόταν στα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι τιμές της ΔΦΟ μοδαφινίλη που προβλέπονταν στη συμφωνία προμήθειας ΔΦΟ μοδαφινίλη ήταν κατά 100 έως 300 % υψηλότερες από τις τιμές που καταβάλλονταν στη Helsinn ή από τις εσωτερικές τιμές που θα κατέβαλλε η Cephalon χρησιμοποιώντας τις δικές της εγκαταστάσεις παραγωγής στο Mitry-Mory. Ομοίως, οι τιμές της Teva ήταν ακόμη πιο υψηλές από τις τιμές που προσέφερε η Helsinn με τις εναλλακτικές προτάσεις της για μια ενδεχόμενη νέα συμφωνία προμήθειας ΔΦΟ μοδαφινίλη ή άλλοι εναλλακτικοί προμηθευτές. Επιπλέον, η συμφωνία εφοδιασμού με ΔΦΟ μοδαφινίλη, όπως συνήφθη, αντιπροσώπευε για την Cephalon μια μη ευέλικτη δέσμευση «take or pay», με την οποία δεσμευόταν να αγοράζει σταθερές ποσότητες ΔΦΟ μοδαφινίλη σε ένα χρονικό σημείο κατά το οποίο η μελλοντική ζήτηση για τα υποψήφια φάρμακά της με βάση τη μοδαφινίλη (ήτοι για το Nuvigil και το Sparlon) ήταν αβέβαιη, διότι δεν είχε ακόμη λάβει τις προβλεπόμενες από τον νόμο εγκρίσεις.

105    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι οι λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε η Cephalon για να δικαιολογήσει τη σύναψη της συμφωνίας εφοδιασμού με ΔΦΟ μοδαφινίλη δεν ανταποκρίνονταν ούτε στην πλέον συνετή ούτε στην πλέον ασφαλή προσέγγιση για την αντιμετώπιση του κινδύνου ανεπαρκούς εφοδιασμού.

106    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία προμήθειας ΔΦΟ μοδαφινίλη είχε συμβάλει στο να παρακινήσει την Teva να αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες.

3)      Επί της συμφωνίας CEP1347

107    Σύμφωνα με το άρθρο 2.3 της συμφωνίας διακανονισμού, η Cephalon χορήγησε στην Teva άδεια χρήσης των κλινικών δεδομένων και των δεδομένων ασφαλείας που αναπτύχθηκαν με τη συνεργασία της Cephalon στο πλαίσιο μελετών για τη θεραπεία της νόσου του Πάρκινσον (στο εξής: δεδομένα CEP‑1347), τα οποία η Teva χρειαζόταν για την εμπορική διάθεση του φαρμάκου της Azilect (το οποίο δεν είχε σχέση με τη μοδαφινίλη), έναντι 1 εκατομμυρίου USD.

108    Με την αιτιολογική σκέψη 810 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η πρόσβαση στα δεδομένα CEP‑1347 της Cephalon ήταν πολύτιμη για την Teva, καθώς θα μπορούσε να επιταχύνει την εμπορική διάθεση του φαρμάκου Azilect, από το οποίο θα μπορούσε να αναμένει σημαντικές πρόσθετες πωλήσεις και κέρδη. Όσον αφορά τη Cephalon, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι αυτή δεν είχε αξιολογήσει ή διαπραγματευθεί ανεξάρτητα το τίμημα για την παροχή πρόσβασης στα δεδομένα CEP‑1347 και ότι είχε χρησιμοποιήσει τα εν λόγω δεδομένα ως μοχλό πίεσης στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία διακανονισμού, αρνούμενη να χορηγήσει άδεια χρήσης μέχρι να οριστικοποιηθεί η εν λόγω συμφωνία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 811 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν απίθανο η Cephalon να είχε χορηγήσει πρόσβαση στα δεδομένα CEP‑1347 τον Δεκέμβριο του 2005 χωρίς τις δεσμεύσεις μη ανταγωνισμού και μη αμφισβητήσεως που περιλαμβάνονταν στη συμφωνία διακανονισμού ή, εν πάση περιπτώσει, υπό τους ίδιους όρους. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία CEP‑1347 αποτελούσε αδικαιολόγητη μεταβίβαση αξίας, η οποία είχε συμβάλει στο να παρακινήσει την Teva να αναλάβει τις εν λόγω δεσμεύσεις στο ευρύτερο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού.

109    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η συμφωνία CEP‑1347 δεν συνέβαλε σε αδικαιολόγητη μεταβίβαση αξίας και δεν λειτούργησε καν ως παράνομη αντίστροφη πληρωμή, δεδομένου ότι η Cephalon μεταβίβασε τα δεδομένα CEP‑1347 στην τιμή της αγοράς.

110    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν επίσης τον υπολογισμό στον οποίο προέβη η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 789 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τον οποίο καθυστέρηση ενός έτους στην εμπορική κυκλοφορία του φαρμάκου Azilect θα είχε ως συνέπεια απώλεια εσόδων περίπου 200 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ για την Teva. Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, ως προς το σημείο αυτό, ότι η ως άνω εκτίμηση είναι υπερβολική, διότι η Επιτροπή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της κανονιστικής διαδικασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Επιτροπή εσφαλμένως θεωρεί ότι η καθυστέρηση εγκρίσεως του Azilect από τον FDA στέρησε από την Teva αποκλειστικότητα ενός έτους όσον αφορά το Azilect και ότι, επομένως, τούτο θα είχε ως συνέπεια την απώλεια εσόδων ενός έτους.

111    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

112    Δεν αμφισβητείται ότι η Teva ήρθε σε επαφή με την Cephalon, προκειμένου να αποκτήσει το δικαίωμα χρήσης των δεδομένων CEP‑1347. Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η Teva χρειαζόταν τα εν λόγω δεδομένα προκειμένου να λάβει κανονιστική έγκριση στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Αυστραλία για το καινοτόμο φάρμακό της Rasagiline, ισοδύναμο του Azilect, το 2006. Συγκεκριμένα, το 2005 βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία τελικής εγκρίσεως για την κυκλοφορία του Azilect, την οποία είχε κινήσει η Teva ενώπιον του FDA. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας εγκρίσεως, ο FDA είχε θέσει ερωτήματα σχετικά με τα χαρακτηριστικά των παρενεργειών του Azilect και είχε ζητήσει τη διενέργεια περαιτέρω δερματολογικών δοκιμών. Για το ζήτημα αυτό είχε προγραμματιστεί συνάντηση μεταξύ του FDA και της Teva στις 7 Δεκεμβρίου 2005. Δεδομένου ότι η Teva δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τις εν λόγω δοκιμές πριν από την ανωτέρω ημερομηνία και δεδομένου ότι είχε πληροφορηθεί ότι η Cephalon διέθετε δεδομένα τα οποία θα μπορούσαν να είναι σημαντικά γι’ αυτήν, επικοινώνησε επανειλημμένως με τη Cephalon.

113    Επιπλέον, από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι η Cephalon ήταν ενήμερη για τις ανάγκες της Teva και ότι η Teva είχε εκτιμήσει ότι τα δεδομένα CEP‑1347 της Cephalon ήταν «πολύ χρήσιμα» και «κρίσιμα» τόσο για την προγραμματισμένη συνάντηση με τον FDA όσο και για την έγκριση του Azilect στην Αυστραλία.

114    Δεν αμφισβητείται επίσης ότι η Cephalon αρνήθηκε να παράσχει τα εν λόγω δεδομένα στην Teva, τούτο δε λόγω των εκκρεμών ενδίκων διαφορών σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας στις οποίες αυτές εμπλέκονταν.

115    Συναφώς, η Teva ανέφερε ότι «η Cephalon είχε προφανώς αμετάκλητα αποφασίσει να μην [της] παράσχει κανένα στοιχείο ενόψει της συνάντησής της με τον FDA έως ότου η ίδια και η Cephalon θα είχαν επιλύσει πλήρως και οριστικώς όλες τις εκκρεμείς ένδικες διαφορές καθώς και άλλα ζητήματα σχετικά με το modafinil».

116    Όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, τούτο καταδεικνύει ότι η Cephalon είχε εξαρτήσει τη γνωστοποίηση στην Teva των δεδομένων CEP‑1347 από την επίλυση της σχετικής με διπλώματα ευρεσιτεχνίας εκκρεμούς διαφοράς, για την οποία οι δεσμεύσεις μη ανταγωνισμού και μη αμφισβητήσεως ήταν ουσιώδεις.

117    Όσον αφορά τον υπολογισμό στον οποίο προέβη η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 789 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι αυτός στηρίζεται σε ένα εσωτερικό έγγραφο της Teva το οποίο είναι σύγχρονο με τα πραγματικά περιστατικά και περιέχει τις προβλέψεις πωλήσεων του Azilect τις οποίες διατύπωσε η Teva για τα έτη 2006 έως 2009. Με βάση τις εκτιμήσεις αυτές ο υπολογισμός του διαφυγόντος κέρδους σε περίπτωση καθυστερήσεως κυκλοφορίας του Azilect στην αγορά είναι ευχερής, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τις συμπληρωματικές εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της. Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι μια τέτοια καθυστέρηση θα είχε ως συνέπεια απώλεια εσόδων της τάξεως των 200 εκατομμυρίων USD και ότι ακόμη και καθυστέρηση μιας εβδομάδας θα είχε μη αμελητέες συνέπειες. Τούτο δείχνει ότι ήταν σημαντικό για την Teva να έχει πρόσβαση στα δεδομένα CEP‑1347 το συντομότερο δυνατό.

118    Όσον αφορά το επιχείρημα, το οποίο προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα το αμερικανικό κανονιστικό πλαίσιο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το παραδεκτό του υπό το πρίσμα του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

119    Συγκεκριμένα, πέραν του ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε ερμηνεύσει εσφαλμένα το αμερικανικό κανονιστικό πλαίσιο, από το εν λόγω πλαίσιο προκύπτει σαφώς ότι ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έχει περιορισμένη διάρκεια ισχύος και ότι ανανέωση είναι δυνατή μόνο μία φορά. Εν προκειμένω, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αντίληψη της Teva κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Δεδομένου ότι η Teva είχε ήδη υποβάλει αίτηση για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τη Rasagiline (τη ΔΦΟ του Azilect) το 1994, γνώριζε ότι η αποκλειστικότητα ήταν προσωρινή και ότι η διάρκεια των αναγκαίων διαδικασιών για την έγκριση του Azilect θα μπορούσε να μειώσει τη διάρκεια της εν λόγω προστασίας. Επομένως, ήταν ζωτικής σημασίας για την Teva να έχει στη διάθεσή της τα αναγκαία στοιχεία το συντομότερο δυνατό προκειμένου να λάβει άδεια από τον FDA.

120    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συναλλαγή CEP‑1347 συνέβαλε στο να παρακινήσει την Teva να αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες.

4)      Επί της συμφωνίας διανομής στο Ηνωμένο Βασίλειο

121    Σύμφωνα με το άρθρο 2.6 της συμφωνίας διακανονισμού, η Cephalon δεσμεύθηκε, πρώτον, να ορίσει τη θυγατρική της Teva στο Ηνωμένο Βασίλειο ως αποκλειστικό διανομέα όλων των προϊόντων της με βάση τη μοδαφινίλη στο Ηνωμένο Βασίλειο για πέντε έτη, με περιθώριο διανομής 20 %, και, δεύτερον, να προβεί σε εφάπαξ πληρωμή 2,5 εκατομμυρίων ευρώ στην Teva για την εμπορική διάθεση, από αυτή, των προϊόντων μοδαφινίλης της Cephalon.

122    Με την αιτιολογική σκέψη 946 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία διανομής ήταν πολύτιμη για την Teva, καθόσον η τελευταία ανέμενε να αποκομίσει, στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής, κέρδος τουλάχιστον 10,5 εκατομμυρίων ευρώ από τον διορισμό της ως αποκλειστικού διανομέα στο Ηνωμένο Βασίλειο (ήτοι εφάπαξ πληρωμή 2,5 εκατομμυρίων ευρώ και κέρδος διανομέα 8 εκατομμυρίων ευρώ), κέρδος το οποίο δεν θα μπορούσε να αποκομίσει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, τουλάχιστον όχι για το σύνολο του ποσού, αν δεν υπήρχε η συμφωνία διακανονισμού. Κατά την Επιτροπή, από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει επίσης σαφώς ότι, από την πλευρά της Cephalon, η μόνη εύλογη εξήγηση για τη συναλλαγή ήταν να παρακινήσει την Teva να συνάψει τη συμφωνία διακανονισμού. Ως εκ τούτου, η εν λόγω συναλλαγή συνέβαλε στην αδικαιολόγητη μεταβίβαση αξίας, η οποία συνιστούσε το αντάλλαγμα προκειμένου η Teva να αναλάβει τις δεσμεύσεις στο ευρύτερο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού.

123    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε συναφώς η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

124    Αφού επισημαίνουν ότι, στα τέλη του 2005, η Cephalon και η Novartis είχαν αποφασίσει να μην ανανεώσουν τη συμφωνία διανομής τους, γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια η Cephalon να χρειάζεται νέο εταίρο διανομής στο Ηνωμένο Βασίλειο για τα προϊόντα της με βάση τη μοδαφινίλη, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Teva, η οποία είχε ήδη αρχίσει να διανέμει το δικό της γενόσημο προϊόν μοδαφινίλης στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν προφανής επιλογή. Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ένσταση της Επιτροπής ότι επρόκειτο για ανταγωνιστή, με τον οποίο συνήφθη η συμφωνία διανομής, με το σκεπτικό ότι από τη στιγμή που τα μέρη αποφάσισαν να συνάψουν φιλικό διακανονισμό δεν ήταν πλέον ανταγωνιστές.

125    Όσον αφορά τους εμπορικούς όρους της συμφωνίας διανομής στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι όροι αυτοί ήταν εύλογοι. Συναφώς, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι επικεντρώθηκε στο ποσό των 2,5 εκατομμυρίων ευρώ ως αρχική προμήθεια και ότι επέμεινε στο γεγονός ότι τα μέρη δεν ήταν σε θέση, δέκα έτη αργότερα, να παράσχουν λεπτομερή λογιστικά στοιχεία. Επιπλέον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η Cephalon δεν έλαβε καμία αξία σε αντάλλαγμα για την εφάπαξ πληρωμή δεν ευσταθεί. Συγκεκριμένα, εάν η Cephalon είχε συμφωνήσει, για παράδειγμα, να συμπεριλάβει τα 2,5 εκατ. ευρώ στην τρέχουσα προμήθεια, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό την προμήθεια της Teva από 20 % σε 25 %, κανένα στοιχείο του φακέλου δεν θα παρείχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να υποστηρίξει ότι η αποζημίωση ήταν μη εύλογη. Κατά τις προσφεύγουσες, η Cephalon δέχθηκε να προβεί στην αρχική πληρωμή, όπως προκύπτει από τη συμφωνία διακανονισμού, «σε αναγνώριση των εξόδων και των δαπανών που συνδέονται με την εν λόγω κυκλοφορία την οποία προετοίμασε η Teva».

126    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

127    Στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή, προκειμένου να διαπιστώσει αν μία από τις συναλλαγές που συνήφθησαν μεταξύ των μερών στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού ήταν, στην πραγματικότητα, το αντάλλαγμα για την εκ μέρους της Teva αποδοχή των περιοριστικών ρητρών, ή αν η εν λόγω συναλλαγή μπορούσε να εξηγηθεί διαφορετικά, έπρεπε να εξετάσει αν τα μέρη θα είχαν συνάψει την εν λόγω συναλλαγή ή θα την είχαν συνάψει υπό τους ίδιους όρους, αν δεν υπήρχαν οι εν λόγω ρήτρες.

128    Εν προκειμένω, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η Teva είχε ήδη θέσει σε κυκλοφορία στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου το γενόσημο προϊόν της και, επομένως, ήταν άμεση ανταγωνίστρια της Cephalon στην αγορά αυτή, πράγμα το οποίο θα εξακολουθούσε να είναι χωρίς τη συμφωνία διακανονισμού και την περιλαμβανόμενη σε αυτή συμφωνία διανομής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η ανωτέρω διαπίστωση δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες.

129    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 930 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η ανάθεση της διανομής των προϊόντων modafinil [της Cephalon] στον μεγαλύτερο ανταγωνιστή της αγοράς δημιουργ[ούσε] σύγκρουση συμφερόντων» και ότι, «[χ]ωρίς τις ρήτρες μη ανταγωνισμού και μη αμφισβητήσεως της Teva, οι οποίες ουσιαστικά έθεταν τέλος στην ανεξάρτητη δραστηριότητα της Teva στον τομέα της modafinil παγκοσμίως (συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου), δεν [θα ήταν] ορθολογικό από οικονομικής απόψεως για την Cephalon να παραχωρήσει τη διανομή των προϊόντων [της] […] modafinil στην Teva, τη μεγαλύτερη αντίπαλο και ανταγωνίστρια στην αγορά modafinil στο Ηνωμένο Βασίλειο.»

130    Συναφώς, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι δεν ήταν πλέον ανταγωνίστριες, αφ’ ης στιγμής είχαν αποφασίσει να συνάψουν τη συμφωνία διακανονισμού, και ότι, ως εκ τούτου, τα συμφέροντά τους ήταν ευθυγραμμισμένα δεν δύναται να ευδοκιμήσει. Πράγματι, η συμφωνία διανομής αποτελεί μέρος της συμφωνίας διακανονισμού και συνήφθη στο πλαίσιο αυτής. Αν όμως γινόταν δεκτή η συλλογιστική των προσφευγουσών, τούτο θα σήμαινε ότι η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να εξετάσει αν μια εμπορική συναλλαγή, όπως μια συμφωνία διανομής, συνιστά το αντάλλαγμα, τουλάχιστον εν μέρει, για την αποδοχή δεσμεύσεων περί μη ανταγωνισμού που περιλαμβάνονται σε συμφωνία διακανονισμού, σε περίπτωση που η εν λόγω εμπορική συναλλαγή αποτελούσε μέρος της εν λόγω συμφωνίας. Η ως άνω συλλογιστική αντιβαίνει, επίσης, στην απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52). Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο, στις σκέψεις 90 και 91, έκρινε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το σύνολο των μεταβιβάσεων αξίας που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των μερών, ανεξαρτήτως του εάν ήταν χρηματικές ή μη, γεγονός το οποίο μπορούσε να προϋποθέτει συνεκτίμηση των έμμεσων μεταβιβάσεων οι οποίες απορρέουν, παραδείγματος χάριν, από τα κέρδη που θα αποκομίσει ο παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων από σύμβαση διανομής συναφθείσα με τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων και παρέχουσα στον πρώτο αυτόν παρασκευαστή τη δυνατότητα να πωλήσει μια ενδεχομένως περιορισμένη ποσότητα γενόσημων φαρμάκων που παρασκευάζει ο παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων.

131    Επομένως, η Επιτροπή, όπως ορθώς υποστήριξε, όφειλε να εξετάσει αν τα μέρη θα είχαν συνάψει τη συμφωνία διανομής στο Ηνωμένο Βασίλειο σε περίπτωση που δεν υπήρχαν οι δεσμεύσεις περί μη ανταγωνισμού και περί μη αμφισβητήσεως.

132    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το ότι, χωρίς τις εν λόγω δεσμεύσεις, η Teva θα παρέμενε η μεγαλύτερη ανταγωνίστρια της Cephalon στην αγορά μοδαφινίλης στο Ηνωμένο Βασίλειο, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, είναι εξαιρετικά απίθανο η Cephalon να επέλεγε τη μεγαλύτερη ανταγωνίστριά της, την Teva, ως αποκλειστικό διανομέα της στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς τη συμφωνία διακανονισμού.

133    Με άλλα λόγια, αν η Teva κατόρθωσε να συνάψει με την Cephalon την επίμαχη συμφωνία διανομής, η οποία θα της απέφερε τουλάχιστον 8 εκατομμύρια ευρώ ετησίως σε προμήθεια, τούτο οφείλεται αποκλειστικώς και μόνο στο ότι είχε αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες.

134    Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι η συμφωνία διανομής είχε συμβάλει στην αύξηση του επιπέδου της συνολικής μεταβίβασης αξίας που πραγματοποιήθηκε με τη συμφωνία διακανονισμού, με σκοπό να παράσχει στην Teva επαρκές αντάλλαγμα προκειμένου να την παρακινήσει να αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες.

135    Το ανωτέρω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται από εσωτερικά έγγραφα της Cephalon σχετικά με τη συμφωνία διακανονισμού, τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 944 της προσβαλλομένης αποφάσεως και στα οποία διαλαμβάνεται ότι «το αντάλλαγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο περιλαμβάνει συμφωνία διανομής και προμήθειας […]» (εσωτερικό έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2005) και ότι «στο Ηνωμένο Βασίλειο η Teva θα διανείμει το Provigil και, […] με τη σειρά της, δεν θα κυκλοφορήσει γενόσημη μοδαφινίλη πριν από το 2012» (εσωτερικό έγγραφο που χρονολογείται στα μέσα του 2006).

136    Εν συνεχεία, όσον αφορά την εφάπαξ πληρωμή ποσού 2,5 εκατομμυρίων ευρώ βάσει της σύμβασης διανομής, διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2.6, στοιχείο a, σημείο i, της συμφωνίας διακανονισμού, η πληρωμή αυτή προβλέφθηκε σε αναγνώριση των εξόδων και δαπανών που συνδέονται με την προετοιμασία της Teva για την εμπορική διάθεση από αυτήν στο Ηνωμένο Βασίλειο του προϊόντος μοδαφινίλης της Cephalon καθώς και σε αναγνώριση της άδειας εκμετάλλευσης των ΔΔΙ.

137    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αμφισβήτησε την προμήθεια με συντελεστή 20 %, υπέρ της Teva, επί της τιμής πωλήσεως των προϊόντων μοδαφινίλης στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά την εφάπαξ πληρωμή. Κατά την Επιτροπή, η Cephalon δεν έλαβε καμία αξία ούτε κανένα εμπορικό πλεονέκτημα σε αντάλλαγμα για την εφάπαξ πληρωμή.

138    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται ότι η εφάπαξ πληρωμή αφορά μόνον τις προβαλλόμενες δαπάνες και έξοδα της Teva. Κατά τη διοικητική διαδικασία, οι προσφεύγουσες παραδέχθηκαν ότι η πληρωμή δεν είχε πραγματοποιηθεί ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης των ΔΔΙ, μολονότι το άρθρο 2.6, στοιχείο a, σημείο i, της συμφωνίας διακανονισμού αναφέρει ότι αυτός ήταν ένας από τους λόγους της εφάπαξ πληρωμής.

139    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει τίποτε στα σύγχρονα των πραγματικών περιστατικών αποδεικτικά στοιχεία που να υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο τα μέρη καθόρισαν «τα έξοδα και τις δαπάνες της Teva που σχετίζονται με την προετοιμασία και/ή την κυκλοφορία του προϊόντος modafinil της Cephalon», τα οποία θα έπρεπε να αποζημιωθούν από την Cephalon, καθώς και το ακριβές ποσό των εν λόγω εξόδων, ή το ποιες υπηρεσίες θα μπορούσε να αναμένει η Cephalon από την Teva.

140    Πράγματι, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή ζήτησε επανειλημμένως από τις προσφεύγουσες να εξηγήσουν τον λόγο ύπαρξης/τον σκοπό της εφάπαξ πληρωμής. Οι προσφεύγουσες, ωστόσο, ποτέ δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν τις υπηρεσίες που έλαβε η Cephalon ως αντάλλαγμα για την εφάπαξ πληρωμή ή να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκε το ποσό της εν λόγω πληρωμής, ούτε καν να αποδείξουν ότι η Cephalon είχε ζητήσει διευκρινίσεις σχετικά με τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Teva κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία διακανονισμού.

141    Όπως υποστήριξε η Επιτροπή, το μοντέλο διανομής της Teva στο Ηνωμένο Βασίλειο επιβεβαιώνει ότι η Teva δεν παρείχε υπηρεσίες στην Cephalon σε σχέση με την κυκλοφορία των προϊόντων μοδαφινίλης της τελευταίας, ούτε ανέλαβε το κόστος της εν λόγω κυκλοφορίας. Συγκεκριμένα, τα καθήκοντα της Teva, ως διανομέα στο πλαίσιο της συμφωνίας διανομής, περιορίζονταν στη λήψη παραγγελιών από πελάτες, στη διαβίβαση παραγγελιών στη Cephalon, στην παραλαβή των προϊόντων της τελευταίας, στην αποθήκευση και φύλαξη των προϊόντων και στη διασφάλιση της μεταφοράς τους προς τους πελάτες. Όλες οι άλλες εργασίες, όπως η μεταφορά των προϊόντων στην αποθήκη της Teva, η συσκευασία των προϊόντων, το μάρκετινγκ, η διαφήμιση και οι δραστηριότητες προώθησης, πραγματοποιήθηκαν από την Cephalon.

142    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η επίμαχη συμφωνία είχε συμβάλει στην αδικαιολόγητη μεταβίβαση αξίας.

5)      Επί των πληρωμών για την αποφυγή δικαστικών εξόδων

143    Το άρθρο 2.5 της συμφωνίας διακανονισμού προβλέπει την υποχρέωση της Cephalon να πραγματοποιήσει δύο πληρωμές προς την Teva σε αναγνώριση της εξοικονόμησης πόρων της Cephalon (από την αποφυγή δαπανών, απώλειας χρόνου και πόρων κ.λπ.) ως αποτέλεσμα της παύσης των εκκρεμών ενδίκων διαφορών στο Ηνωμένο Βασίλειο και της αποτροπής ενδεχόμενων διαφορών σχετικά με τη μοδαφινίλη μεταξύ των δύο μερών σε άλλες αγορές, και συγκεκριμένα:

–        πληρωμή ύψους 2,1 εκατομμυρίων GBP (περίπου 3,07 εκατομμυρίων ευρώ) για τον τερματισμό της εκκρεμούς στο Ηνωμένο Βασίλειο ένδικης διαφοράς (άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας διακανονισμού)·

–        πληρωμή 2,5 εκατομμυρίων ευρώ για την αποτροπή ενδεχόμενων μελλοντικών ενδίκων διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας ή άλλων στις ευρωπαϊκές και λοιπές αγορές πλην των Ηνωμένων Πολιτειών ή του Ηνωμένου Βασιλείου (άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, της συμφωνίας διακανονισμού).

144    Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας διακανονισμού, η απαλλαγή από την εν λόγω υποχρέωση λάμβανε υπόψη την ανάγκη αποφυγής μελλοντικών δαπανών στις οποίες θα υποβάλλονταν η Cephalon και τις οποίες μπόρεσε, ως εκ τούτου, να εξοικονομήσει, ήτοι «δαπάνες, απώλεια χρόνου και πόρων, διατάραξη της λειτουργίας και έξοδα που συνδέονται με τη συνέχιση τέτοιων ενδίκων διαφορών στο Ηνωμένο Βασίλειο».

145    Σύμφωνα με το άρθρο 4.2 της συμφωνίας διακανονισμού, η Cephalon και η Teva ανέλαβαν τα δικαστικά έξοδά τους για την επίλυση της ένδικης διαφοράς στο Ηνωμένο Βασίλειο.

146    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η συμφωνία διακανονισμού δεν προέβλεπε αποζημίωση της Teva για τα δικαστικά έξοδα στα οποία πράγματι υποβλήθηκε. Οι πληρωμές, ύψους 5,57 εκατομμυρίων ευρώ, χρησίμευσαν για τον τερματισμό της ένδικης διαφοράς στο Ηνωμένο Βασίλειο και την αποφυγή οποιασδήποτε μελλοντικής διαφοράς μεταξύ των μερών σε άλλες αγορές πλην του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 898 και 899 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι οι ως άνω δύο πληρωμές συνέβαλαν στην αδικαιολόγητη μεταβίβαση αξίας στην Teva.

147    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, με την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), το Δικαστήριο ουδόλως έκρινε ότι δεν επιτρέπονται πραγματικές πληρωμές με σκοπό την αποφυγή δικαστικών εξόδων.

148    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών, τα οποία έχουν δεχθεί την αποφυγή των δικαστικών εξόδων.

149    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

150    Με τη σκέψη 86 της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο πλαίσιο συμφωνίας διακανονισμού, η μεταβίβαση αξίας μπορεί να δικαιολογηθεί όταν αντιστοιχεί πράγματι στην αντιστάθμιση των εξόδων ή της διαταράξεως της ομαλής λειτουργίας που συνεπάγεται η διαφορά μεταξύ των διαδίκων. Εντούτοις, με την ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι ο δικαιολογητικός αυτός λόγος μπορούσε επίσης να ισχύει για όλα τα έξοδα που συνδέονται με τυχόν μελλοντικές ένδικες διαδικασίες.

151    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Teva έλαβε από την Cephalon ποσό ύψους 5,57 εκατομμυρίων ευρώ χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα.

152    Επιπλέον, η πληρωμή του εν λόγω ποσού δεν συνδέεται με τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Teva.

153    Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι οι προσφεύγουσες συμφώνησαν ότι εκάστη εξ αυτών θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της (βλ. σκέψη 145 ανωτέρω).

154    Ομοίως, αν η Cephalon και η Teva είχαν συνεχίσει την μεταξύ τους εκκρεμή ένδικη διαδικασία στο Ηνωμένο Βασίλειο, ή αν είχαν κινήσει νέα ένδικη διαδικασία ενώπιον άλλων δικαστηρίων, θα είχαν υποβληθεί αμφότερες σε πρόσθετα δικαστικά έξοδα.

155    Ωστόσο, επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι η Cephalon θα κατέβαλλε πρόσθετα ποσά στην Teva (βλ. σκέψη 143 ανωτέρω).

156    Όπως υποστήριξε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της και όπως επισήμανε στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ήταν λογικό ότι η Teva, εκτός από την αποφυγή μελλοντικών δικαστικών εξόδων, όπως και η Cephalon, έλαβε επίσης δύο πληρωμές σε μετρητά, οι οποίες υποτίθεται ότι αντιστοιχούσαν στα δικαστικά έξοδα που απέφυγε η Cephalon.

157    Κατά συνέπεια, οι εν λόγω πληρωμές σε μετρητά δεν ήταν δυνατό να αντιστοιχούν «ουσιαστικά σε αποζημίωση για έξοδα ή για ταλαιπωρία που συνδέονται με τη διαφορά», όπως απαιτεί η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 150 ανωτέρω.

158    Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η δικογραφία δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα ποσά αυτά συμφωνήθηκαν βάσει της εκτιμήσεως των μερών για τα έξοδα που απέφυγε η Cephalon. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι πληρωμές αποσυνδέθηκαν από οποιαδήποτε πραγματική ή δυνητική ένδικη διαφορά. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η πληρωμή που αφορά τα δικαστικά έξοδα που αποφεύχθηκαν αντιστοιχούσε σε ποσό το οποίο υπολογίστηκε με βάση τις προβλέψεις πωλήσεων μοδαφινίλης στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις οποίες διατύπωσε η Teva κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας (βλ. σκέψη 143, πρώτη περίπτωση, ανωτέρω), και ότι το εν λόγω ποσό δεν συνδεόταν με τυχόν δικαστικά έξοδα που αποφεύχθηκαν. Ομοίως, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι, με την αύξηση του ποσού που έπρεπε να καταβληθεί για την αποφυγή δικαστικών εξόδων ενώπιον άλλων δικαστηρίων (βλ. σκέψη 143, δεύτερη περίπτωση, ανωτέρω), μειώθηκε αντίστοιχα η εφάπαξ πληρωμή για τη συμφωνία διανομής στο Ηνωμένο Βασίλειο, με αποτέλεσμα τα εν λόγω ποσά να ανακατανεμηθούν σε δύο φαινομενικά ανεξάρτητες πληρωμές.

159    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι, ενώπιον άλλων δικαστηρίων, όπως εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών, γίνονται δεκτές οι πληρωμές που αντιστοιχούν σε έξοδα που εξοικονομήθηκαν, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 150 ανωτέρω, κατ’ αρχήν, μόνον η αποζημίωση που χορηγείται από τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων για πραγματικά δικαστικά ή άλλα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη και, ως τέτοια, δεν συνιστά αντίστροφη πληρωμή.

160    Πάντως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι πληρωμές που αποσκοπούν στην αποφυγή μελλοντικών δικαστικών εξόδων θα μπορούσαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να θεωρηθούν δικαιολογημένες, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι τα μέρη δεν προσκόμισαν στοιχεία σχετικά με τον υπολογισμό ή την εκτίμηση των εξόδων που αποφεύχθηκαν, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως δικαιολογητικός λόγος.

161    Ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι πληρωμές που έλαβε η Teva για τα δικαστικά έξοδα που απέφυγε η Cephalon δεν είχαν άλλη εύλογη εξήγηση πέραν της αύξησης του επιπέδου της πραγματοποιούμενης με τη συμφωνία διακανονισμού συνολικής μεταβίβασης αξίας προς την Teva, με σκοπό να της παράσχουν επαρκές αντάλλαγμα προκειμένου να την παρακινήσει να αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες.

162    Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εφάρμοσε το κατάλληλο νομικό κριτήριο κατά τη διαπίστωση ότι καθεμιά από τις εμπορικές συναλλαγές που προέβλεπε η συμφωνία διακανονισμού είχε ως μοναδικό σκοπό να αυξήσει το επίπεδο της μεταβίβασης αξίας προς την Teva που πραγματοποιείτο με τη συμφωνία διακανονισμού, προκειμένου να την παρακινήσει να αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες. Συναφώς, η Επιτροπή εξέτασε, σε σχέση με κάθε εμπορική συναλλαγή, μεταξύ άλλων, το σκεπτικό των εναλλακτικών εξηγήσεων που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες και το συμφέρον, τόσο της Cephalon όσο και της Teva, για την πραγματοποίηση της σχετικής μεταβίβασης αξίας. Επιπλέον, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι συναλλαγές στο σύνολό τους ήταν επαρκείς για να παρακινήσουν την Teva να αποδεχθεί τις δεσμεύσεις περί μη ανταγωνισμού και μη αμφισβητήσεως.

163    Δεν αμφισβητείται ότι οι εν λόγω συναλλαγές αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως ταυτόχρονα και κατά τρόπο αλληλένδετο. Επισημαίνεται επίσης ότι η συμφωνία διακανονισμού συνήφθη ως ενιαία, νομικώς δεσμευτική συμφωνία, η οποία αποτελεί τη βάση όλων των πράξεων που συμφώνησαν οι προσφεύγουσες. Επιπλέον, από την πορεία των διαπραγματεύσεων, όπως αναλύεται από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι τόσο η Cephalon όσο και η Teva επιδίωξαν να βρεθεί ένας συνδυασμός συναλλαγών που να αντιπροσωπεύει μια ορισμένη συνολική αξία η οποία να είναι αρκούντως επωφελής για την τελευταία προκειμένου να αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες.

164    Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 40 ανωτέρω, καθοριστικό, προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσον μια συμφωνία φιλικού διακανονισμού μεταξύ του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων και του παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου», είναι το καθαρό θετικό ισοζύγιο των μεταβιβάσεων αξίας που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του συνόλου των μεταξύ τους συναλλαγών.

165    Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών με το οποίο προσάπτεται στην Επιτροπή ότι αξιολόγησε τις εμπορικές συμφωνίες που περιλαμβάνονται στη συμφωνία διακανονισμού ως «σύνολο», «ανεξάρτητα από την ακριβή ποσοτικοποίηση και [την] πραγματική συμβολή κάθε συναλλαγής στη συνολική μεταβίβαση αξίας», πρέπει να απορριφθεί.

166    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο σκέλος πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

γ)      Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

167    Το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως αφορά το δεύτερο κριτήριο που θεσπίστηκε με την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), κατά το οποίο η ύπαρξη θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων, αποδεδειγμένων, ασκούντων επιρροή, προσιδιαζόντων στην οικεία συμφωνία και αρκούντως σημαντικών, ώστε να εγείρονται εύλογες αμφιβολίες ως προς τον αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της εν λόγω συμφωνίας, αντιτίθεται στη διαπίστωση ως εκ του αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 107 και 111].

168    Στο τμήμα 6.9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αντιστοιχεί στις αιτιολογικές σκέψεις 974 έως 1012 αυτής, η Επιτροπή εξέτασε το δεύτερο κριτήριο της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία διακανονισμού δεν μπορούσε να έχει θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα αποδεδειγμένα, ασκούντα επιρροή, αρκούντως σημαντικά και μη αβέβαια, τα οποία θα ήταν ικανά να δημιουργήσουν εύλογες αμφιβολίες ως προς τον αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της εν λόγω συμφωνίας.

169    Ειδικότερα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απέρριψε τα προβαλλόμενα ως θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των δικαιωμάτων γενόσημου που παραχώρησε η Cephalon στην Teva, για το λόγο ότι τα δικαιώματα αυτά είχαν ως συνέπεια ελεγχόμενη και καθυστερημένη είσοδο στις αγορές μοδαφινίλης (αιτιολογικές σκέψεις 977 έως 981 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ότι είχαν καταστήσει λιγότερο πιθανή την είσοδο στις εν λόγω αγορές άλλων παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων (αιτιολογικές σκέψεις 982 έως 992 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ότι η στρατηγική της Cephalon όσον αφορά το Nuvigil είχε υπονομεύσει τα τυχόν προβαλλόμενα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα (αιτιολογικές σκέψεις 993 έως 995 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι τα δικαιώματα γενόσημου που χορηγήθηκαν στην Teva δεν αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της συμφωνίας διακανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 996 έως 1001 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

170    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η συμφωνία διακανονισμού είχε θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, ούτως ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο να συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Τα εν λόγω αποτελέσματα απορρέουν από τα δικαιώματα γενόσημου που παραχωρήθηκαν στην Teva, γεγονός το οποίο κατέστησε δυνατή την ανεξάρτητη και πρώιμη είσοδό της στις αγορές μοδαφινίλης, ήτοι τουλάχιστον τρία έτη πριν από τη λήξη των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Cephalon σχετικά με το μέγεθος των σωματιδίων (λαμβάνοντας υπόψη την περίπτωση στην οποία η Teva δεν είχε κερδίσει την ένδικη διαδικασία κατά της Cephalon). Τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που προκύπτουν από την πρώιμη αυτή είσοδο στις αγορές μοδαφινίλης θεωρούνται ασκούντα επιρροή, βέβαια και αρκούντως σημαντικά, όπως προκύπτει επίσης από την απόφαση έγκρισης της συγκέντρωσης μεταξύ Teva και Cephalon (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω). Συναφώς, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι με την εν λόγω απόφαση διαπιστώνεται ότι, από τον Οκτώβριο του 2012, «η Teva [ήταν] ελεύθερη να θέσει σε κυκλοφορία το modafinil εντός του ΕΟΧ, χωρίς να διωχθεί δικαστικώς από τη Cephalon» (αιτιολογική σκέψη 95 της εν λόγω αποφάσεως) και ότι, λόγω των δικαιωμάτων γενόσημου, «η Teva […] ήταν η μόνη ανταγωνίστρια με εγγυημένο δικαίωμα εισόδου στις αγορές του ΕΟΧ από τον Οκτώβριο του 2012 έως τον Οκτώβριο του 2015» (αιτιολογική σκέψη 126 της εν λόγω αποφάσεως), γεγονός το οποίο, κατά την Επιτροπή, καθιστούσε την Teva «την πιθανότερη ανταγωνιστική πίεση που ασκείτο στη Cephalon, τουλάχιστον κατά την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2012 έως τον Οκτώβριο του 2015». Εξ αυτού προκύπτει επίσης ότι τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα προσιδιάζουν στη συμφωνία διακανονισμού.

171    Κατά τις προσφεύγουσες, η θέση της Επιτροπής, όπως διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και σύμφωνα με την οποία τα συμπεράσματά της στην απόφαση εγκρίσεως της συγκεντρώσεως στερούνται σημασίας στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι αξιόπιστη. Συγκεκριμένα, η απόφαση εγκρίσεως της συγκεντρώσεως ανέλυσε σαφώς τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που συνδέονται με τη βεβαιότητα της πρώιμης εισόδου της Teva στις αγορές της μοδαφινίλης ως άμεση συνέπεια της συμφωνίας διακανονισμού, στο μέτρο που εξέτασε τη δυνατότητα της Teva να εισέλθει στις αγορές της μοδαφινίλης χωρίς να διωχθεί δικαστικώς, ενώ άλλοι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων θα αντιμετώπιζαν πάντοτε την απειλή μιας τέτοιας δικαστικής δίωξης.

172    Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, αν η συμφωνία διακανονισμού δεν είχε δυνητικά οφέλη για τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή δεν θα είχε απαιτήσει από την Teva να μεταβιβάσει τα σχετικά με τη μοδαφινίλη δικαιώματά της σε τρίτον ως προϋπόθεση για την εξαγορά της από τη Cephalon.

173    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν επίσης τις λοιπές διαπιστώσεις της Επιτροπής κατά τις οποίες τα δικαιώματα γενόσημου της Teva είχαν ως συνέπεια καθυστερημένη και ελεγχόμενη είσοδο, κατέστησαν λιγότερο πιθανή την είσοδο στην αγορά άλλων παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων, υπονομεύθηκαν από τη στρατηγική της Cephalon όσον αφορά το Nuvigil και δεν αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της συμφωνίας.

174    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

175    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 18 ανωτέρω, τα δικαιώματα γενόσημου της Teva αποτελούν μέρος της συμφωνίας διακανονισμού. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της συμφωνίας διακανονισμού, η Cephalon ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στην Teva μη αποκλειστικό δικαίωμα δυνάμει των «απαριθμούμενων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας» για την παρασκευή, τη χρήση, την εμπορία και την πώληση του γενόσημου προϊόντος μοδαφινίλης στις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και σε άλλες αγορές (συμπεριλαμβανομένης της αγοράς του ΕΟΧ) και να πράξει το ίδιο όσον αφορά την προμήθεια ΔΦΟ μοδαφινίλη για τα τελικά φαρμακευτικά προϊόντα που είχαν ως ΔΦΟ τη μοδαφινίλη, από το 2011, στις Ηνωμένες Πολιτείες και, από το 2012, σε άλλες αγορές, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς του ΕΟΧ. Το άρθρο 3.1.1 της συμφωνίας διακανονισμού ορίζει ότι τα δικαιώματα γενόσημου της Teva ισχύουν, όσον αφορά άλλες αγορές, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς του ΕΟΧ, το νωρίτερο από τις 6 Οκτωβρίου 2012 ή από την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε τρία ημερολογιακά έτη πριν από την ημερομηνία λήξης των αποκλειστικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Κατά την ίδια διάταξη, η Teva οφείλει να καταβάλλει στην Cephalon ποσό για δικαιώματα ίσο προς το 10 % του συνόλου των καθαρών κερδών που προέρχονται από τις πωλήσεις γενόσημων προϊόντων μοδαφινίλης από την Teva ή τις θυγατρικές της στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες αγορές κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των εν λόγω δικαιωμάτων γενόσημου.

176    Τα άρθρα 3.1.2 και 3.1.3 της συμφωνίας διακανονισμού αφορούν, μεταξύ άλλων, τους μηχανισμούς που ενεργοποιούνται από την ενδεχόμενη πρώιμη είσοδο τρίτων στις αγορές μοδαφινίλης. Οι διατάξεις αυτές παρέχουν στην Teva τη δυνατότητα να θέσει σε κυκλοφορία τη δική της γενόσημη εκδοχή μοδαφινίλης μόλις οποιαδήποτε άλλη εταιρία παρασκευής γενόσημων φαρμάκων εισέλθει, ανεξάρτητα από το αν η Cephalon είχε εγκρίνει ή όχι την είσοδο αυτή. Αν η Teva, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, διέθετε το γενόσημο προϊόν της στις αγορές μοδαφινίλης πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των εν λόγω δικαιωμάτων, θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει τέλη προσαυξημένα κατά 15 % (αν επρόκειτο για είσοδο με άδεια της Cephalon) ή κατά 20 % (αν επρόκειτο για είσοδο με κίνδυνο, χωρίς άδεια από την Cephalon) κατά την κρίσιμη περίοδο. Τα σενάρια που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη περιλαμβάνουν ένα στο οποίο η Cephalon ζητεί προσωρινή απαγόρευση ή άλλα διορθωτικά μέτρα. Στις περιπτώσεις αυτές, τα δικαιώματα γενόσημου της Teva θα αναστέλλονταν (άρθρο 3, παράγραφος 1.3.3, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας διακανονισμού) και η Cephalon θα αγόραζε τα αποθέματα από την Teva σε συμφωνημένες τιμές (άρθρο 3, παράγραφος 1.3.3, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας διακανονισμού).

177    Πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως διαπίστωσε και η Επιτροπή, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι η συμφωνία διακανονισμού επιτάχυνε την ανεξάρτητη είσοδο της Teva στην αγορά, για την περίπτωση στην οποία αυτή δεν θα είχε κερδίσει στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας κατά της Cephalon. Από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα αποκλείουν τη διαπίστωση της ύπαρξης περιορισμού ως εκ του αντικειμένου, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστούν άλλα σενάρια, όπως εκείνα κατά τα οποία ο ένας ή ο άλλος διάδικος θα είχε δικαιωθεί σε ένδικη διαφορά σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Για τον χαρακτηρισμό μιας συμφωνίας ως περιορισμού ως εκ του αντικειμένου, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι αυτή είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου των διατάξεών της, των σκοπών που επιδιώκει, καθώς και του οικονομικού και του νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής, C‑591/16 P, EU:C:2021:243, σκέψεις 140 και 141).

178    Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι πριν από τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού, η Teva ήταν η πιο προηγμένη δυνητική ανταγωνίστρια της Cephalon στην αγορά μοδαφινίλης. Η Teva είχε συγκεκριμένες ευκαιρίες να εισέλθει στην εν λόγω αγορά πολύ πριν από το 2012 (συγκεκριμένα το 2005) ως ανεξάρτητος εισερχόμενος. Η συμφωνία διακανονισμού εξάλειψε τη δυνατότητα αυτή.

179    Ασφαλώς, η συμφωνία διακανονισμού και τα συναφή δικαιώματα γενόσημου της Teva προβλέπουν την είσοδο της Teva στην αγορά της μοδαφινίλης μόλις το 2012. Η είσοδος αυτή δεν πραγματοποιείται λόγω του ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά λόγω συνεννοήσεως μεταξύ των μερών. Επομένως, δεν πρόκειται για είσοδο στην αγορά νωρίτερα, με θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες. Πρόκειται απλώς για μια συμβατικώς συμφωνημένη είσοδο, την οποία η συμφωνία διακανονισμού καθυστέρησε κατά επτά έτη και η οποία παρείχε στην Cephalon την εγγύηση ότι, κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, δεν θα υφίστατο ανταγωνισμό εκ μέρους της Teva.

180    Εξάλλου, η είσοδος αυτή της Teva στην αγορά μοδαφινίλης, από το 2012, δεν δύναται να εξομοιωθεί με την είσοδο στην εν λόγω αγορά ενός ανεξάρτητου φορέα ευρισκόμενου σε άμεσο ανταγωνισμό με την Cephalon. Αφενός, η προβλεπόμενη είσοδος της Teva στην αγορά μοδαφινίλης στηριζόταν σε άδεια χορηγηθείσα από την Cephalon και, αφετέρου, υπέκειτο σε σημαντικά τέλη, τα οποία αντιπροσώπευαν ποσοστό 10 έως 20 % των καθαρών κερδών που προέρχονταν από την πώληση όλων των γενόσημων προϊόντων μοδαφινίλης της Teva. Ως εκ τούτου, ήταν απίθανο να υπάρξει έντονος ανταγωνισμός τιμών μεταξύ της Teva και της Cephalon.

181    Τρίτον, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που στηρίζονται στην απόφαση εγκρίσεως της συγκεντρώσεως μεταξύ της Teva και της Cephalon πρέπει να απορριφθούν.

182    Κατά πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το πλαίσιο αναφοράς της αποφάσεως εγκρίσεως της συγκεντρώσεως είναι διαφορετικό από εκείνο στο οποίο στηρίζεται η ανάλυση της συμφωνίας διακανονισμού υπό το πρίσμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ενώ στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή αξιολόγησε τον περιορισμό του ανταγωνισμού που προκάλεσε η συμφωνία διακανονισμού και συνέκρινε τον αντίκτυπό του με ένα αντίστροφο σενάριο, στο οποίο η συμφωνία διακανονισμού δεν θα είχε συναφθεί, η απόφαση σχετικά με τη συγκέντρωση μεταξύ της Teva και της Cephalon θεωρεί δεδομένη τη συμφωνία διακανονισμού και αξιολογεί τον πιθανό αντίκτυπο της συγκέντρωσης των μερών για τον ανταγωνισμό στο προβλέψιμο μέλλον βάσει των κανόνων της Ένωσης για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, από το 2011 και μετά.

183    Κατά δεύτερον, στο πλαίσιο αυτό, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ύπαρξη της συμφωνίας διακανονισμού και των δικαιωμάτων γενόσημου της Teva και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Teva απολάμβανε ορισμένα «πλεονεκτήματα», τα οποία απέρρεαν από τη συμφωνία διακανονισμού, όπως εκείνο το οποίο συνίστατο στη δυνατότητα να θέσει σε κυκλοφορία γενόσημα προϊόντα μοδαφινίλης στον ΕΟΧ χωρίς να διωχθεί δικαστικώς από την Cephalon, ενώ οι λοιποί παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων δεν απολάμβαναν αυτά τα πλεονεκτήματα και αντιμετώπιζαν εκκρεμείς δίκες σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας οι οποίες περιλάμβαναν, επίσης, ασφαλιστικά μέτρα. Τούτο εξηγεί τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 98 της αποφάσεως εγκρίσεως της συγκεντρώσεως, αμφισβήτησε το ότι άλλοι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων, πλην της Teva, ήταν σε θέση, μεταξύ Οκτωβρίου 2012 και Οκτωβρίου 2015, να ασκήσουν σημαντική ανταγωνιστική πίεση στο γενόσημο προϊόν μοδαφινίλης της Cephalon. Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή, με την απόφαση εγκρίσεως της συγκεντρώσεως, έκρινε ότι η Teva εξακολουθούσε, μετά και παρά τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού, να είναι η πιθανότερη ανταγωνιστική πίεση για την Cephalon δεν σημαίνει ότι θεώρησε ότι τα δικαιώματα γενόσημου της Teva είχαν θετικό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα.

184    Ομοίως, το γεγονός ότι η Επιτροπή αποδέχθηκε δεσμεύσεις της Teva στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των συγκεντρώσεων, δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία διακανονισμού και τα συναφή δικαιώματα γενόσημου της Teva είχαν θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα. Αντιθέτως, οι εν λόγω δεσμεύσεις αποσκοπούν, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικής πίεσης επί της Cephalon, την οποία η συγκέντρωση είχε καταργήσει στην αγορά μοδαφινίλης.

185    Στο μέτρο που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έλαβε υπόψη την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Krka κατά Επιτροπής (T‑684/14, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:918), διότι έκρινε ότι είσοδος βάσει αδείας ισοδυναμεί με ελεγχόμενη είσοδο, η εν λόγω αιτίαση δεν δύναται να ευδοκιμήσει. Πράγματι, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση διαφέρει από την υπό κρίση υπόθεση. Ενώ στην εν λόγω υπόθεση επιτράπηκε στον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων να εισέλθει αμέσως στις σχετικές αγορές, στην προκειμένη περίπτωση ο επιζήμιος για τον ανταγωνισμό χαρακτήρας απορρέει από το γεγονός ότι η συμφωνία διακανονισμού προέβλεπε καθυστέρηση της εισόδου της Teva κατά επτά σχεδόν έτη.

186    Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών με το οποίο αμφισβητούν τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τα οποία, κατ’ αρχάς, τα δικαιώματα γενόσημου της Teva κατέστησαν λιγότερο πιθανή την είσοδο στην αγορά άλλων παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων, εν συνεχεία, η στρατηγική της Cephalon όσον αφορά το Nuvigil υπονόμευσε τα προβαλλόμενα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των εν λόγω δικαιωμάτων γενόσημου της Teva και, τέλος, τα εν λόγω δικαιώματα δεν αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της συμφωνίας διακανονισμού.

187    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν απαίτησε από την Teva να συνεχίσει την ένδικη διαδικασία. Ομοίως η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι δικαίωση της Teva στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας θα επέτρεπε στους λοιπούς παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων να εισέλθουν αμέσως στην αγορά μοδαφινίλης. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η ακύρωση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Cephalon θα είχε εξαλείψει ένα φραγμό για την είσοδο στην εν λόγω αγορά, που συνιστούσε εμπόδιο τόσο για την Teva όσο και για τους λοιπούς παρασκευαστές, και ότι, σε περίπτωση που η Teva δικαιωνόταν, οι λοιποί παρασκευαστές θα μπορούσαν επίσης να επωφεληθούν.

188    Ομοίως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αρνηθούν ότι τα δικαιώματα γενόσημου της Teva κατέστησαν δυνατό σε αυτή να εισέλθει πρώτη στην αγορά γενόσημων φαρμάκων μοδαφινίλης, πριν από τη λήξη των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Cephalon και χωρίς τον κίνδυνο να διωχθεί δικαστικώς. Η θέση αυτή του πρώτου εισερχόμενου στην αγορά γενόσημων φαρμάκων μοδαφινίλης ήταν ικανή να παράσχει στην Teva τη δυνατότητα να ενισχύσει τη θέση της, γεγονός το οποίο θα επέτρεπε, εν συνεχεία, στην Teva να καταστήσει δυσχερέστερη την είσοδο οποιουδήποτε ανταγωνιστή στην εν λόγω αγορά, για παράδειγμα μέσω μιας επιθετικής στρατηγικής ως προς τις τιμές, πέραν του ότι ένας νεοεισερχόμενος θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπος με νομικές ενέργειες εκ μέρους της Cephalon ή ακόμη και με άλλα εμπόδια.

189    Όσον αφορά τη στρατηγική της Cephalon που αποσκοπεί στον αναπροσανατολισμό των ασθενών που λαμβάνουν το Provigil, το οποίο παρασκευάζεται με βάση τη μοδαφινίλη, προς το δικό της προϊόν δεύτερης γενιάς, το Nuvigil, το οποίο βασίζεται στην armodafinil (στρατηγική προοριζόμενη να αντισταθμίσει τη λήξη των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που συνεπάγεται ανταγωνισμό από γενόσημα φάρμακα), ορθώς η Επιτροπή έλαβε υπόψη την εν λόγω στρατηγική, δεδομένου ότι, σε μια προοπτική ex ante, τα δικαιώματα γενόσημου της Teva θα της είχαν επιτρέψει, το πολύ, να εισέλθει βάσει άδειας σε ό,τι απέμενε από την αγορά ασθενών μοδαφινίλης μέχρι το 2012. Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει ότι, ακόμη και αν τα δικαιώματα γενόσημου που παραχωρήθηκαν στην Teva είχαν θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, τα αποτελέσματα αυτά ήταν πολύ περιορισμένα και ανεπαρκή για να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας διακανονισμού ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

190    Ομοίως ορθώς η Επιτροπή απέρριψε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 996 έως 1001 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι τα δικαιώματα γενόσημου της Teva αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της συμφωνίας διακανονισμού και είχαν θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, ενώ οι περιοριστικές ρήτρες ήταν απλώς παρεπόμενες της εν λόγω συμφωνίας. Συναφώς, το επιχείρημα ότι η συμφωνία διακανονισμού είχε πρωτίστως θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα πρέπει να απορριφθεί υπό το πρίσμα των προηγουμένων εκτιμήσεων, στο μέτρο που η είσοδος της Teva στις αγορές μοδαφινίλης πρέπει να χαρακτηριστεί ως καθυστερημένη, ελεγχόμενη και περιορισμένη είσοδος στις εν λόγω αγορές, και όχι ως είσοδος νωρίτερα σε αυτές, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες (βλ. σκέψεις 178 έως 180 ανωτέρω). Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα που στηρίζεται στον προβαλλόμενο παρεπόμενο χαρακτήρα των περιοριστικών ρητρών, δεδομένου ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι το συμπέρασμα ότι μια συμφωνία πρέπει να χαρακτηριστεί ως «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου» δεν δύναται να κλονιστεί για τον λόγο ότι οι επιχειρήσεις που συνήψαν την οικεία συμφωνία επικαλούνται το γεγονός ότι οι περιορισμοί που απορρέουν από τη συμφωνία αυτή έχουν αμιγώς παρεπόμενο χαρακτήρα [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 96].

191    Επομένως, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

δ)      Επί του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

192    Στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους, το οποίο περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση του οικονομικού και νομικού πλαισίου της συμφωνίας διακανονισμού, αφενός, διαστρεβλώνοντας τον τρόπο με τον οποίο τα μέρη αντιλαμβάνονται τη διαφορά και, αφετέρου, κρίνοντας ότι οι περιοριστικές ρήτρες που περιλαμβάνονταν στη συμφωνία διακανονισμού «εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής».

193    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διατύπωσε υπερβολικά μεγάλο αριθμό υποθέσεων, και μάλιστα βάσει ελάχιστων αποδεικτικών στοιχείων, όσον αφορά το γεγονός ότι η Teva ήταν πεπεισμένη ότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon σχετικά με το μέγεθος των σωματιδίων ήταν ανίσχυρα και ότι το προϊόν της δεν συνιστούσε προσβολή τους και, συνακόλουθα, ότι συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η Teva δεν είχε αποδεχθεί περιοριστικές ρήτρες λόγω της αντίληψής της για την ισχύ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας της Cephalon ή, γενικότερα, για τις προοπτικές επιτυχίας της, αλλά λόγω της μεταβίβασης αξίας υπέρ αυτής που θα προέκυπτε από τις εμπορικές συναλλαγές.

194    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το συμπέρασμα που διατυπώνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 667 έως 678 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο το πεδίο εφαρμογής της δέσμευσης της Teva περί μη ανταγωνισμού υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Cephalon, είναι εσφαλμένο και μη εύλογο. Συναφώς, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, όπως προκύπτει από μελέτες, για την επίτευξη ουσιώδους ομοιότητας με το Provigil, ήταν αναγκαία η χρήση σωματιδίων μοδαφινίλης τα οποία να ανήκουν στην κατηγορία μεγεθών που διεκδικείται με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon. Επομένως, οι συμφωνίες περί μη ανταγωνισμού δεν υπερέβαιναν το δυνητικό πεδίο εφαρμογής των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

195    Η Επιτροπή αμφισβητεί την προβαλλόμενη από τις προσφεύγουσες πλάνη.

196    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε πλείονα στοιχεία για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Teva είχε αμφιβολίες όσον αφορά τη θέση της Cephalon σε σχέση με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας.

197    Συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

–        η Teva άρχισε να αναπτύσσει τη δική της γενόσημη εκδοχή μοδαφινίλης την οποία έθεσε σε κυκλοφορία με κίνδυνο στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2005 (αιτιολογικές σκέψεις 152, 158 και 610 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        η Teva δήλωσε, επανειλημμένως, ότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon σχετικά με το μέγεθος των σωματιδίων ήταν ανίσχυρα ή ότι το δικό της γενόσημο προϊόν μοδαφινίλης δεν προσέβαλλε τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας (αιτιολογικές σκέψεις 153 έως 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        ο επιστημονικός εμπειρογνώμονας της Teva δήλωσε, τον Απρίλιο του 2003, ότι «η Teva είχε [κατορθώσει] να αποδείξει τη βιοϊσοδυναμία [με το modafinil της Cephalon] διά της δημιουργίας ενός υλικού που δεν [ενέπιπτε] στο πεδίο εφαρμογής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας της Cephalon» (αιτιολογικές σκέψεις 157 και 611 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        οι δοκιμές που πραγματοποίησε ένα εργαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο επέλεξε η Cephalon, σε δείγματα μοδαφινίλης της Teva κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που αφορούσε τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας στο Ηνωμένο Βασίλειο καταδεικνύουν ότι η μοδαφινίλη της Teva δεν προσέβαλλε τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon σχετικά με το μέγεθος των σωματιδίων (αιτιολογικές σκέψεις 159 και 611 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

198    Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την εσωτερική θέση της Teva είναι αβάσιμο. Επιπλέον, η αντίληψη της Teva για τη θέση της Cephalon όσον αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας αποτελεί, επίσης, ένδειξη ότι αυτό το οποίο διαδραμάτισε ρόλο στη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού δεν ήταν ισχύς των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Cephalon ή η αβεβαιότητα ως προς την έκβαση της δίκης, αλλά τα οικονομικά κίνητρα.

199    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της ρήτρας περί μη ανταγωνισμού, η Teva ανέλαβε την υποχρέωση να μην παράγει, εμπορεύεται ή εισάγει τελικά φάρμακα τα οποία περιέχουν μοδαφινίλη ως ΔΦΟ.

200    Η δέσμευση περί μη ανταγωνισμού διασφάλιζε ότι η Teva θα έπαυε οποιαδήποτε παρασκευή και εμπορία προϊόντων μοδαφινίλης, ανεξάρτητα από το αν η διαδικασία παραγωγής και εμπορίας βασιζόταν σε τεχνολογία που συνιστούσε προσβολή των υφιστάμενων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Cephalon.

201    Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η δέσμευση περί μη ανταγωνισμού καλύπτει το σύνολο των προϊόντων μοδαφινίλης.

202    Δεδομένου ότι πρόκειται για δέσμευση που αφορά «κάθε τελικό φαρμακευτικό προϊόν» και όχι κάθε τελικό προϊόν το οποίο ενδέχεται να προσβάλει τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon σχετικά με τη μοδαφινίλη, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι η δέσμευση της Teva ήταν συμφωνία σχετικά με τη συμπεριφορά της στην αγορά και όχι απλώς δέσμευση να μην προσβάλει τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon, τούτο δε κατά μείζονα λόγο στο μέτρο που είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ένα γενόσημο προϊόν μοδαφινίλης το οποίο να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Cephalon. Όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, η Cephalon δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει κατά νόμο τόσο ευρείες δεσμεύσεις περί μη ανταγωνισμού διά της επιτυχούς επιβολής των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σχετικά με το μέγεθος των σωματιδίων. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι η εν λόγω δέσμευση εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

203    Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν όφειλε να αποδείξει ότι η Teva θα μπορούσε να αναπτύξει ή θα είχε αναπτύξει μια εκδοχή η οποία δεν θα συνιστούσε προσβολή. Συγκεκριμένα, αρκούσε να αποδειχθεί ότι η Teva είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες διείσδυσης στις αγορές μοδαφινίλης και ότι, ως εκ τούτου, αποτελούσε δυνητικό ανταγωνιστή. Κατά τα λοιπά, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 197 ανωτέρω, η Teva θεώρησε ότι είχε κατορθώσει να «αποδείξει τη βιοϊσοδυναμία [με το modafinil της Cephalon] διά της δημιουργίας ενός υλικού το οποίο δεν [ενέπιπτε] στο πεδίο εφαρμογής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας της Cephalon». Επιπλέον, οι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν στο δείγμα της Teva και οι οποίοι ανάγονται στο 2005 δεν απέδειξαν προσβολή των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Cephalon.

204    Τέλος, μολονότι η συμφωνία διακανονισμού δεν περιείχε δεσμεύσεις οι οποίες υποτίθεται ότι ενέπιπταν στο «πεδίο εφαρμογής» των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Cephalon σχετικά με τη μοδαφινίλη, τούτο δεν αποκλείει τη διαπίστωση περιορισμού ως εκ του αντικειμένου. Εν προκειμένω, σκοπός της συμφωνίας διακανονισμού ήταν να κρατήσει την Teva μακριά από τις αγορές μοδαφινίλης με μεταβιβάσεις αξίας συνολικού επιπέδου αρκετά υψηλού ώστε να την παρακινήσει να αναβάλει τις προσπάθειές της για ανεξάρτητη είσοδο στις εν λόγω αγορές. Πλην όμως μια τέτοια συμφωνία, η οποία καθορίζει τη μελλοντική συμπεριφορά των δυνητικών ανταγωνιστών στην αγορά, έχει ως στόχο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, τούτο δε ανεξάρτητα από το αν η Cephalon θα μπορούσε, βάσει της νομοθεσίας περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, να επιτύχει ή μη τον ίδιο αποκλεισμό με δικαστική απόφαση (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής, T‑472/13, EU:T:2016:449, σκέψεις 491 έως 499).

205    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει ομοίως να απορριφθεί και, συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα καθόσον η Επιτροπή χαρακτήρισε τη συμφωνία διακανονισμού ως περιορισμό ως εκ του αποτελέσματος

206    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία διακανονισμού συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Μολονότι η απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας διακανονισμού ως συνιστώσας περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, καθιστά, a priori, περιττή την εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 28 έως 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να προχωρήσει στην εξέτασή του.

207    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, παραπέμποντας στην απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Krka κατά Επιτροπής (T‑684/14, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:918), ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο καθόσον στηρίχθηκε στα δυνητικά αποτελέσματα της συμφωνίας διακανονισμού χωρίς να επιχειρήσει να αποδείξει τα πραγματικά αποτελέσματά τους.

208    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 1030 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, «προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον υφίστανται περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, αρκεί να προσδιοριστούν τα δυνητικά αποτελέσματα της συμφωνίας για τον ανταγωνισμό». Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ενώ για την αξιολόγηση συμφωνιών οι οποίες δεν έχουν εφαρμοστεί πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα δυνητικά αποτελέσματα που οι συμφωνίες αυτές «ενδέχεται» να έχουν, για την αξιολόγηση των συμφωνιών που έχουν ήδη εφαρμοστεί πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα που οι συμφωνίες αυτές «πράγματι» είχαν για τον ανταγωνισμό. Δεδομένου ότι η συμφωνία διακανονισμού είχε ήδη εφαρμοστεί, η Επιτροπή όφειλε να αναλύσει, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 207 ανωτέρω, τα πραγματικά αποτελέσματα που η συμφωνία διακανονισμού είχε για τον ανταγωνισμό.

209    Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα αποτελέσματα επί των παραμέτρων του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές ήταν αρκούντως αισθητά. Πρώτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, ειδικότερα, το αντίστροφο σενάριο που εφάρμοσε η Επιτροπή. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν απέδειξε οποιαδήποτε αρνητικό αποτέλεσμα της συμφωνίας διακανονισμού.

210    Όσον αφορά το αντίστροφο σενάριο, ενώ η Επιτροπή χρησιμοποίησε, στην αιτιολογική σκέψη 1215 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως αντίστροφο σενάριο τη συνέχιση της ένδικης διαδικασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ της Teva και της Cephalon, δεν προσδιόρισε ποιος διάδικος θα είχε δικαιωθεί ή σε ποιο χρονικό σημείο θα είχε λήξει η ένδικη διαφορά. Ούτε εξάλλου διαπίστωσε ότι θα είχε συναφθεί μια λιγότερο περιοριστική συμφωνία φιλικού διακανονισμού.

211    Ομοίως, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει τη διαφορά μεταξύ των τιμών, της παραγωγής, της καινοτομίας, της ποικιλίας ή της ποιότητας της μοδαφινίλης στην αγορά, αναλόγως του αν τα μέρη είχαν εμμείνει στην προσφυγή τους ενώπιον των δικαστηρίων ή αν είχαν συνάψει συμφωνία διακανονισμού. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι κατά το χρονικό σημείο εισόδου στην αγορά των γενόσημων προϊόντων μοδαφινίλης υφίστατο διαφορά ως προς την τιμή. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε διαφορές όσον αφορά τις λοιπές παραμέτρους του ανταγωνισμού μεταξύ των σεναρίων με ή χωρίς συμφωνία διακανονισμού.

212    Όσον αφορά τα αρνητικά αποτελέσματα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν εντόπισε ούτε ένα αρνητικό αποτέλεσμα για τις παραμέτρους του ανταγωνισμού μετά τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού σε σύγκριση με το αντίστροφο σενάριο όπου η ένδικη διαδικασία μεταξύ των μερών θα είχε συνεχιστεί.

213    Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προσδιόρισε τις ημερομηνίες κατά τις οποίες η Teva έλαβε άδειες κυκλοφορίας για τη μοδαφινίλη σε πέντε χώρες, αλλά ότι δεν διαπίστωσε ότι η Teva είχε εισέλθει, στην πράξη, στις χώρες αυτές πριν της δοθεί η σχετική άδεια με τη συμφωνία διακανονισμού. Ομοίως, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι άλλος προμηθευτής γενόσημων φαρμάκων θα είχε δραστηριοποιηθεί «με εύλογο βαθμό πιθανότητας» στην πώληση μοδαφινίλης και δεν απέδειξε ότι η συμφωνία διακανονισμού επηρέασε κάποια άλλη εταιρία παραγωγής γενόσημων φαρμάκων. Όσον αφορά την κατάσταση της αγοράς κατά τη διάρκεια της «συνέχισης της ένδικης διαδικασίας», ήτοι στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται το αντίστροφο σενάριο της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η Teva απλούστατα δεν θα μπορούσε να εισέλθει στην αγορά αυτή διότι, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχε αποδεχθεί την προσωρινή διαταγή να μην πωλεί μοδαφινίλη στην εν λόγω χώρα, εν αναμονή της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή. Επομένως, η συμφωνία διακανονισμού δεν είχε, αυτή καθεαυτήν, κανένα αποτέλεσμα στις παραμέτρους του ανταγωνισμού στις αγορές μοδαφινίλης. Ωστόσο, χωρίς την πραγματική είσοδο γενόσημων προϊόντων στις αγορές, οι τιμές της μοδαφινίλης και όλες οι λοιπές παράμετροι του ανταγωνισμού θα παρέμεναν, σύμφωνα με την ανάλυση της Επιτροπής, οι ίδιες σε αμφότερα τα σενάρια της συμφωνίας διακανονισμού και της συνέχισης της ένδικης διαδικασίας μεταξύ των μερών.

214    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα δύο σκέλη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.

215    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, του οποίου τα δύο σκέλη πρέπει να εξεταστούν από κοινού, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη διαπίστωση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η συμφωνία διακανονισμού συνιστούσε, επίσης, περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος.

216    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, στο τμήμα 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε τις γενικές αρχές οι οποίες διέπουν την ανάλυση που πρέπει να πραγματοποιείται προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια συμφωνία, και ειδικότερα μια συμφωνία φιλικού διακανονισμού σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ότι, στο τμήμα 8 της εν λόγω αποφάσεως, τις εφάρμοσε στην προκειμένη περίπτωση. Στο τελευταίο αυτό τμήμα, η Επιτροπή όρισε κατ’ αρχάς την αγορά του προϊόντος καθώς και τη γεωγραφική της διάσταση (τμήμα 8.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και προσδιόρισε τη διάρθρωση της αγοράς και τη θέση της Cephalon, της Teva και άλλων δυνητικών ανταγωνιστών στην αγορά αυτή. Εξ αυτού απορρέει ότι η Cephalon διέθετε ισχύ στην αγορά ως μοναδικός παραγωγός μοδαφινίλης και ότι η Teva ήταν η πιο προηγμένη ανταγωνίστρια (τμήμα 8.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν συνεχεία, η Επιτροπή παρουσίασε την ανάλυση των περιοριστικών ρητρών περί μη ανταγωνισμού και μη αμφισβητήσεως, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτές προέκυψαν και επηρέασαν τη συμπεριφορά της Teva στην αγορά. Από την ανάλυση αυτή προκύπτει ότι οι εν λόγω ρήτρες περιόρισαν την ανεξαρτησία της Teva, εμποδίζοντάς τη να εισέλθει στην αγορά μοδαφινίλης με γενόσημα προϊόντα και περιορίζοντας τη δυνατότητά της να συνεχίσει να αμφισβητεί τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon (τμήμα 8.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο τμήμα 8.4 της ίδιας αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει ποια θα ήταν η κατάσταση του ανταγωνισμού χωρίς τη συμφωνία διακανονισμού, για να καταλήξει, στο τμήμα 8.5 της ίδιας αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία διακανονισμού περιόρισε τον ανταγωνισμό ως εκ του αποτελέσματος.

217    Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τον ορισμό της αγοράς, τη διάρθρωση της αγοράς ή τη θέση της Teva ή της Cephalon στην εν λόγω αγορά.

218    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η Teva ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της Cephalon.

219    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως περιορίζεται στο ζήτημα, αφενός, αν η απόδειξη των δυνητικών αποτελεσμάτων της συμφωνίας διακανονισμού για τον ανταγωνισμό στις αγορές μοδαφινίλης αρκούσε για να διαπιστώσει η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος (πρώτο σκέλος) και, αφετέρου, αν το αντίστροφο σενάριο που εφάρμοσε η Επιτροπή, με την ίδια απόφαση, ήταν κατάλληλο και της επέτρεψε να αποδείξει τα αρνητικά αποτελέσματα για τον ανταγωνισμό στις αγορές μοδαφινίλης, τα οποία προέκυψαν ως συνέπεια της συμφωνίας διακανονισμού (δεύτερο σκέλος).

220    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ απαγορεύει συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

221    Όπως υπενθύμισε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 1020 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά πάγια νομολογία, για να εκτιμηθεί αν μια συμφωνία πρέπει να θεωρηθεί απαγορευμένη λόγω του ότι έχει ως αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού, πρέπει να εξεταστεί η λειτουργία του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου όπου θα διεξαγόταν αν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία (βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 161 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

222    Προς τούτο, πρέπει να συνεκτιμάται το συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η εν λόγω πρακτική, ιδίως δε το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους οι οικείες επιχειρήσεις, η φύση των προϊόντων ή υπηρεσιών που επηρεάζονται, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της εν λόγω αγοράς ή των εν λόγω αγορών (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 165 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

223    Το σενάριο που εξετάζεται με βάση την υπόθεση ότι δεν υφίσταται η επίμαχη συμφωνία πρέπει να είναι ρεαλιστικό. Υπό το πρίσμα αυτό, επιτρέπεται, ενδεχομένως, να ληφθούν υπόψη πιθανές εξελίξεις που θα προκαλούνταν στην αγορά σε περίπτωση απουσίας της συμφωνίας (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 166).

224    Κατά πάγια νομολογία, τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μπορούν να είναι τόσο πραγματικά όσο και δυνητικά, αλλά, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να είναι αρκούντως αισθητά [βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

225    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο καθόσον στηρίχθηκε αποκλειστικά στα δυνητικά αποτελέσματα της συμφωνίας διακανονισμού.

226    Υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 224 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

227    Συγκεκριμένα, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι είναι δυνατόν να ληφθεί ως βάση ο δυνητικός ανταγωνισμός που αντιπροσωπεύει ένας δυνητικός νεοεισερχόμενος στην αγορά ανταγωνιστής, ο οποίος εκτοπίζεται με την επίμαχη συμφωνία, καθώς και η διάρθρωση της σχετικής αγοράς.

228    Όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 218 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι, κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας διακανονισμού, η Teva ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της Cephalon στις αγορές μοδαφινίλης. Κατά συνέπεια, όπως παρατήρησε η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 1027 έως 1032 και 1244 έως 1257 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εφαρμογή της συμφωνίας διακανονισμού είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Teva και της Cephalon.

229    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ δεν αποσκοπεί μόνο στην προστασία του πραγματικού αλλά και του δυνητικού ανταγωνισμού (απόφαση της 14ης Απριλίου 2011, Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής, T‑461/07, EU:T:2011:181, σκέψη 68).

230    Επιπλέον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε πράγματι η συμφωνία διακανονισμού και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε στη συνέχεια η αγορά (βλ. σκέψη 247 ανωτέρω).

231    Εν συνεχεία, πρέπει ομοίως να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε, στο πλαίσιο του αντίστροφου σεναρίου της, ποιος διάδικος θα είχε δικαιωθεί στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας μεταξύ της Teva και της Cephalon στο Ηνωμένο Βασίλειο ή σε ποιο χρονικό σημείο θα είχε λήξει η διαδικασία αυτή. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την αιτίαση των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι μεταξύ τω μερών θα μπορούσε να είχε συναφθεί μια συμφωνία φιλικού διακανονισμού λιγότερο περιοριστική για τον ανταγωνισμό απ’ ό,τι η συμφωνία διακανονισμού.

232    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιούνταν οι προσφεύγουσες και, ιδίως, την άποψή τους, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, σχετικά με την αντίστοιχη κατάστασή τους όσον αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, καθώς και τις πραγματικές συνθήκες λειτουργίας και διαρθρώσεως των αγορών μοδαφινίλης, συμπεριλαμβανομένης της θέσης της Teva ως της πλέον προηγμένης ανταγωνιστικής απειλής για την Cephalon, έκρινε ότι το πιθανό αντίστροφο σενάριο, αν δεν υπήρχε η συμφωνία διακανονισμού, ήταν η συνέχιση της σχετικής με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ένδικης διαφοράς μεταξύ των προσφευγουσών.

233    Επομένως, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι ο δυνητικός ανταγωνισμός μεταξύ της Teva και της Cephalon θα διατηρούνταν και ότι η Teva θα είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στις αγορές μοδαφινίλης. Ως εκ τούτου, συνέκρινε την κατάσταση ανταγωνισμού που προέκυψε από τη συμφωνία διακανονισμού με το αντίστροφο σενάριο το οποίο θα είχε πιθανώς προκύψει χωρίς τη συμφωνία διακανονισμού.

234    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, η απόδειξη του αντίστροφου σεναρίου δεν προϋποθέτει καμία οριστική διαπίστωση σχετικά με τις πιθανότητες επιτυχίας του παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων στη διαδικασία χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή σχετικά με την πιθανότητα συνάψεως λιγότερο περιοριστικής συμφωνίας [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 119].

235    Το αντίστροφο σενάριο έχει ως αποκλειστικό σκοπό να διαπιστωθούν οι ρεαλιστικές δυνατότητες συμπεριφοράς που θα είχε ο εν λόγω παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων εάν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία. Επομένως, καίτοι το εν λόγω αντίστροφο σενάριο δεν είναι δυνατόν να μην επηρεάζεται από τις πιθανότητες να δικαιωθεί ο εν λόγω παρασκευαστής στη διαδικασία χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ακόμη σε σχέση με την πιθανότητα συνάψεως συμφωνίας λιγότερο περιοριστικής του ανταγωνισμού απ’ ό,τι η συμφωνία που πράγματι συνήφθη μεταξύ του εν λόγω παρασκευαστή και του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων, εντούτοις τα στοιχεία αυτά αποτελούν απλώς στοιχεία μεταξύ άλλων που πρέπει να συνεκτιμώνται προκειμένου να προσδιορισθεί πώς θα λειτουργούσε πιθανώς η αγορά καθώς και ποια θα ήταν η διάρθρωσή της, εάν δεν είχε συναφθεί η οικεία συμφωνία [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 120].

236    Κατά συνέπεια, προκειμένου να αποδειχθεί ότι συμφωνίες φιλικού διακανονισμού, όπως η επίμαχη εν προκειμένω συμφωνία διακανονισμού, έχουν σημαντικές δυνητικές ή πραγματικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή δεν οφείλει να διαπιστώσει είτε ότι ο παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων που μετέχει στην εν λόγω συμφωνία θα είχε πιθανώς δικαιωθεί στη σχετική με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ένδικη διαδικασία είτε ότι τα μέρη της εν λόγω συμφωνίας θα είχαν πιθανώς συνάψει μια λιγότερο περιοριστική συμφωνία φιλικού διακανονισμού [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 121].

237    Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τυχόν αποτελέσματα της συμφωνίας διακανονισμού που θα ήταν αρνητικά για τον ανταγωνισμό στις αγορές μοδαφινίλης.

238    Όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 223 και 235 ανωτέρω, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει με ρεαλιστικό τρόπο ποια θα ήταν η πιθανή κατάσταση του ανταγωνισμού στις αγορές μοδαφινίλης χωρίς τη συμφωνία διακανονισμού.

239    Συναφώς, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, η εξάλειψη μιας σημαντικής πηγής δυνητικού ανταγωνισμού, λόγω της συμφωνίας διακανονισμού και η συνακόλουθη καθυστέρηση εισόδου στην αγορά μπορούν, αυτές καθεαυτές, να έχουν αρνητικά αποτελέσματα για τις παραμέτρους του ανταγωνισμού, ιδίως για τις τιμές.

240    Τα αρνητικά αποτελέσματα της συμφωνίας διακανονισμού για τον ανταγωνισμό στις αγορές μοδαφινίλης εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 1213 έως 1253 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

241    Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Teva ήταν η πιο προηγμένη δυνητική ανταγωνίστρια της Cephalon στις αγορές μοδαφινίλης και ότι είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στις εν λόγω αγορές (τμήματα 8.2.2 και 8.4 και, ειδικότερα, αιτιολογικές σκέψεις 1216 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας διακανονισμού, η Teva, η οποία σχεδίαζε να εισέλθει στις αγορές μοδαφινίλης σε διάφορες χώρες (όπως η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες και η Σουηδία), είχε ζητήσει, προς τούτο, άδειες κυκλοφορίας, στις εν λόγω χώρες, του γενόσημου προϊόντος της μοδαφινίλης, τις οποίες έλαβε μεταξύ 2005 και 2009, και είχε ήδη θέσει σε κυκλοφορία, με κίνδυνο, το εν λόγω προϊόν στο Ηνωμένο Βασίλειο, μόλις έλαβε, στις 6 Ιουνίου 2005, άδεια κυκλοφορίας στη χώρα αυτή.

242    Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι οι περιοριστικές ρήτρες έθεσαν τέλος στην είσοδο της Teva στις αγορές μοδαφινίλης. Η ρήτρα περί μη ανταγωνισμού εμπόδισε την Teva να ασκεί οποιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα σχετικά με τη γενόσημη μοδαφινίλη, ενώ η ρήτρα μη αμφισβητήσεως την εξαφάνισε ως απειλή για τον ανταγωνισμό (αιτιολογικές σκέψεις 1200 έως 1212 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

243    Επιπλέον, οι εν λόγω δεσμεύσεις αναλήφθηκαν σε ένα πλαίσιο όπου η Teva θεωρούσε ότι το γενόσημο προϊόν της δεν προσέβαλλε τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon και ότι τα διπλώματα της τελευταίας ήταν ανίσχυρα, γεγονός που σημαίνει ότι οι περιοριστικές ρήτρες της συμφωνίας διακανονισμού δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας πραγματικής αξιολόγησης με βάση την αντίληψη περί της ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της σημαντικής μεταβίβασης αξίας που συνεπάγονται οι συναλλαγές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 της εν λόγω συμφωνίας (αιτιολογικές σκέψεις 691 έως 694, 1208 και 1209 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

244    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αμφισβήτηση του κύρους και της εμβέλειας ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι συμφυής προς τη λειτουργία του ανταγωνισμού στον φαρμακευτικό τομέα [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 81].

245    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 1226 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, χωρίς τη συμφωνία διακανονισμού, η Teva θα εξακολουθούσε πιθανότατα να υπερασπίζεται τη θέση της στο πλαίσιο της σχετικής με διπλώματα ευρεσιτεχνίας ένδικης διαφοράς μεταξύ των δύο μερών στο Ηνωμένο Βασίλειο και θα συνέχιζε τις προσπάθειές της να εισέλθει στις αγορές μοδαφινίλης, γεγονός το οποίο θα είχε επίσης αντίκτυπο στην πιθανότητα εισόδου άλλων δυνητικών προμηθευτών γενόσημων προϊόντων μοδαφινίλης στις εν λόγω αγορές.

246    Συναφώς, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 1245 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξαλείφοντας την κύρια ανταγωνιστική πίεση που υφίστατο η Cephalon, η συμφωνία διακανονισμού θα είχε πιθανώς ως αποτέλεσμα την προστασία της Cephalon από τον ασκούμενο από τους ανταγωνιστές παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων ανταγωνισμό ως προς τις τιμές. Ωστόσο, εάν η Teva είχε εισέλθει στην αγορά, θα ήταν πιθανό, σύμφωνα με το σύνηθες επιχειρηματικό μοντέλο των νεοεισερχομένων που παρασκευάζουν γενόσημα προϊόντα, αυτή να είχε ανταγωνιστεί ως προς τις τιμές τους παρασκευαστές πρωτότυπων φαρμάκων, όπως την Cephalon.

247    Στο τμήμα 8.4.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 1244 έως 1253 της αποφάσεως), η Επιτροπή υπογραμμίζει τον ανταγωνισμό αυτόν ως προς τις τιμές παρουσιάζοντας τις διαφορές στις τιμές πριν και μετά την είσοδο των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων στις αγορές φαρμάκων των εν λόγω χωρών.

248    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Teva δεν ήταν μόνον ένας δυνητικός ανταγωνιστής της Cephalon στις αγορές μοδαφινίλης, αλλά και η πιο προηγμένη ανταγωνιστική απειλή για την τελευταία στις εν λόγω αγορές. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία διακανονισμού είχε εξαλείψει τον κίνδυνο ανταγωνισμού και εισόδου της Teva στις αγορές μοδαφινίλης, γεγονός το οποίο είχε αρνητικά αποτελέσματα για τον ανταγωνισμό στις εν λόγω αγορές. Μια τέτοια είσοδος θα είχε πιθανότατα ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής της μοδαφινίλης. Η ανάλυση της εξέλιξης των αγορών μοδαφινίλης κατόπιν της εισόδου άλλων παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων, μερικά χρόνια αργότερα, επιβεβαιώνει την ορθότητα της ως άνω ανάλυσης.

249    Οι πίνακες που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, και ιδίως ο πίνακας 21, καταδεικνύουν πράγματι ότι, κατά τη λήξη της διάρκειας ισχύος της συμφωνίας και την είσοδο στην αγορά των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων, οι μέσες τιμές της μοδαφινίλης μειώθηκαν σημαντικά. Επομένως, είναι πολύ πιθανό ότι το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο σε περίπτωση που η Teva δεν είχε υπογράψει τη συμφωνία διακανονισμού και είχε εισέλθει νωρίτερα στις αγορές μοδαφινίλης με το γενόσημο προϊόν της.

250    Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, τα αποτελέσματα ως προς τις τιμές παρατηρούνται μόνο μετά την πραγματική είσοδο στην αγορά, όταν ασκείται πραγματικός ανταγωνισμός, δεδομένου ότι ο δυνητικός ανταγωνισμός δεν έχει ως συνέπεια μείωση των τιμών.

251    Επομένως, δεν ήταν δυνατό η Επιτροπή να διαπιστώσει τα πραγματικά αποτελέσματα της συμφωνίας διακανονισμού για τον ανταγωνισμό στις αγορές μοδαφινίλης, συγκρίνοντας την κατάσταση δυνητικού ανταγωνισμού που υφίστατο στις εν λόγω αγορές πριν από τη σύναψη της συμφωνίας με την κατάσταση απουσίας δυνητικού ανταγωνισμού που επικρατούσε στην ίδια αγορά μετά τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας.

252    Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, εν πάση περιπτώσει, η Teva δεν θα μπορούσε να εισέλθει στην αγορά μοδαφινίλης επειδή είχε δεχθεί να συμμορφωθεί με προσωρινή διαταγή στο πλαίσιο της εκκρεμούς, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, στο Ηνωμένο Βασίλειο ένδικης διαδικασίας για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Επισημαίνεται ότι, όπως διαπίστωσε και η Επιτροπή, η εκ μέρους της Teva αποδοχή της ως άνω διαταγής αφορούσε αποκλειστικώς τη διάρκεια της επίμαχης ένδικης διαδικασίας και ότι το αντίστροφο σενάριο που επικαλέστηκε η Επιτροπή δεν στηριζόταν στο ότι η ένδικη διαφορά θα συνεχιζόταν επ’ αόριστον, αλλά στο γεγονός ότι, χωρίς τη συμφωνία διακανονισμού, ο δυνητικός ανταγωνισμός μεταξύ της Teva και της Cephalon θα είχε διατηρηθεί με τη συνέχιση της ένδικης διαδικασίας και με την πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα εισόδου της Teva στην αγορά μοδαφινίλης.

253    Ομοίως, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Teva είχε πράγματι εισέλθει στις αγορές των χωρών στις οποίες είχε λάβει άδειες κυκλοφορίας δεν ασκεί επιρροή. Το γεγονός ότι η Teva είχε λάβει τις εν λόγω άδειες καταδεικνύει ότι ήταν δυνητικός ανταγωνιστής της Cephalon στις αγορές μοδαφινίλης και αποτελεί ένδειξη ότι θα είχε εισέλθει στις αγορές αυτές, αν δεν είχε συνάψει τη συμφωνία διακανονισμού με την τελευταία.

254    Όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αφορούν άλλους παρασκευαστές γενόσημων προϊόντων μοδαφινίλης, είναι ασφαλώς αληθές ότι, όπως προκύπτει από την ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, αυτοί δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να εισέλθουν στην αγορά μοδαφινίλης κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας διακανονισμού. Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι αυτοί βρίσκονταν στη διαδικασία ανάπτυξης των δικών τους γενόσημων προϊόντων μοδαφινίλης με σκοπό να εισέλθουν τελικώς στην εν λόγω αγορά. Επιπλέον, το κύριο αποτέλεσμα της συμφωνίας διακανονισμού ήταν η εξάλειψη του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Cephalon και της Teva, η οποία αποτελούσε την κύρια ανταγωνιστική απειλή για την Cephalon στις αγορές μοδαφινίλης κατά τον χρόνο σύναψης της εν λόγω συμφωνίας.

255    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

256    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον περιέχει εκτίμηση κατά την οποία η συμφωνία διακανονισμού δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις απαλλαγής του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

257    Πρώτον, κατά τις προσφεύγουσες, η συμφωνία διακανονισμού συνέβαλε στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής γενόσημων φαρμάκων. Κατά πρώτον, η εν λόγω συμφωνία, από μια προοπτική ex ante, σχεδιάστηκε για να επιταχύνει την είσοδο της Teva νωρίτερα στην αγορά των γενόσημων φαρμάκων στην περίπτωση κατά την οποία τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon σχετικά με το μέγεθος των σωματιδίων κατοχυρώνονταν. Κατά δεύτερον, η συμφωνία διακανονισμού κατέστησε δυνατές εμπορικές συναλλαγές με προστιθέμενη αξία.

258    Δεύτερον, κατά τις προσφεύγουσες, η συμφωνία διακανονισμού και οι εμπορικές συναλλαγές ήταν επωφελείς για τους καταναλωτές και την κοινωνία στο σύνολό της. Συναφώς, η συμφωνία διακανονισμού αύξησε νωρίτερα τον ανταγωνισμό των γενόσημων φαρμάκων. Επιπλέον, οι εμπορικές συναλλαγές κατέστησαν δυνατή την ταχύτερη πρόσβαση στο Azilect προς όφελος των ασθενών που πάσχουν από τη νόσο του Πάρκινσον, καθώς και τη διαθεσιμότητα μεγαλύτερου αριθμού προϊόντων μοδαφινίλης χάρη στην παροχή πρόσθετης δυναμικότητας όσον αφορά τη ΔΦΟ, γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια να αποφευχθεί ο κίνδυνος προσβολής όσον αφορά τα τρία φάρμακα υψηλής αξίας με βάση τη μοδαφινίλη.

259    Τρίτον, η συμφωνία διακανονισμού δεν επέβαλε περιορισμούς που δεν ήταν απαραίτητοι για την επίτευξη της ανωτέρω βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και των ανωτέρω κερδών.

260    Τέταρτον, κατά τις προσφεύγουσες, η συμφωνία διακανονισμού δεν παρείχε τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων. Αντιθέτως, σκοπός της εν λόγω συμφωνίας ήταν να επιτρέψει στην Teva να εισέλθει στην αγορά. Επιπλέον, η συμφωνία αυτή δεν επηρέασε τις προσπάθειες των λοιπών παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων να αναπτύξουν μεταξύ τους ανταγωνισμό στην αγορά.

261    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

262    Το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, βάσει της οποίας δεν απαγορεύονται οι συμφωνίες της παραγράφου 1 οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3.

263    Η εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προϋποθέτει τη σωρευτική συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων. Πρώτον, η οικεία συμφωνία πρέπει να συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των επίμαχων προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, δεύτερον, πρέπει να εξασφαλίζει στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει, τρίτον, πρέπει να μην επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μη απαραίτητους περιορισμούς και, τέταρτον, να μη τους παρέχει τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων.

264    Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), «η απόδειξη ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου [101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ] βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται τη διάταξη αυτή».

265    Το βάρος αποδείξεως το φέρει συνεπώς η επιχείρηση που ζητεί να τύχει της απαλλαγής βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Ωστόσο, τα πραγματικά στοιχεία που επικαλείται η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας δύναται να συναχθεί ότι προσκομίστηκε η απόδειξη (πρβλ. απόφαση GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

266    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1269 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ στην υπό κρίση υπόθεση.

267    Η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι από τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνυόταν ότι η συμφωνία διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών συναλλαγών που τη συνόδευαν, συνεπαγόταν επαρκή βελτίωση της αποτελεσματικότητας.

268    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση που μνημονεύεται στη σκέψη 263 ανωτέρω, ότι η συμφωνία διακανονισμού είχε επισπεύσει κατά τρία έτη την είσοδο της Teva στην αγορά και είχε καταστήσει δυνατές αποδοτικές εμπορικές συναλλαγές, αυτό πρέπει να απορριφθεί.

269    Όπως διαπιστώθηκε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η συμφωνία διακανονισμού και τα δικαιώματα γενοσήμου που χορήγησε η Cephalon στην Teva στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας δεν προώθησαν, αλλά, αντιθέτως, καθυστέρησαν την είσοδο της Teva στις αγορές μοδαφινίλης και, κατά συνέπεια, τον ανταγωνισμό των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων στις αγορές αυτές.

270    Αποδεχόμενη τη συμφωνία διακανονισμού, η Teva εγκατέλειψε τις προσπάθειές της να εισέλθει στην αγορά μοδαφινίλης ως ανεξάρτητος επιχειρηματίας, τούτο δε παρά το γεγονός ότι είχε ήδη αναπτύξει και μάλιστα λανσάρει ένα γενόσημο προϊόν μοδαφινίλης το οποίο, κατά την άποψή της, δεν προσέβαλλε τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Cephalon, και ότι είχε, επίσης, καταθέσει αιτήσεις χορήγησης άδειας κυκλοφορίας για τον εν λόγω προϊόν σε διάφορες χώρες. Το γεγονός ότι η έκβαση της ένδικης διαδικασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας μεταξύ της Teva και της Cephalon ήταν αβέβαιη ουδόλως μεταβάλλει την ανωτέρω διαπίστωση. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 244 ανωτέρω, ο ανταγωνισμός στον φαρμακευτικό τομέα χαρακτηρίζεται επίσης από τις αμφισβητήσεις του κύρους των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που αφορούν τα φάρμακα και τις ΔΦΟ τους.

271    Όσον αφορά τις εμπορικές συναλλαγές που περιλαμβάνονται στη συμφωνία διακανονισμού, η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 1293 έως 1298 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διευκρίνισε τον λόγο για τον οποίο οι συναλλαγές αυτές δεν είχαν συμβάλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των γενόσημων προϊόντων μοδαφινίλης. Οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα το οποίο να εξηγεί γιατί ο λόγος τον οποίο επικαλέστηκε η Επιτροπή ήταν εσφαλμένος.

272    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν οι διάφορες συναλλαγές που περιλαμβάνονται στη συμφωνία διακανονισμού είχαν κάποια εμπορική αξία ή λογική για τις προσφεύγουσες, ωστόσο, δεν συνεπάγονταν κατ’ ανάγκην βελτίωση της αποτελεσματικότητας ικανή να δικαιολογήσει την απαλλαγή της εν λόγω συμφωνίας βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Συναφώς, όπως προκύπτει από το σημείο 49 των κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή του άρθρου [101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, C 101, σ. 97), «η βελτίωση της αποτελεσματικότητας δεν εκτιμάται από την υποκειμενική άποψη των μερών», δεδομένου ότι μόνον τα αντικειμενικά πλεονεκτήματα μπορούν να ληφθούν υπόψη.

273    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω η πρώτη προϋπόθεση απαλλαγής βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι οι τέσσερις προϋποθέσεις του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι σωρευτικές, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών όσον αφορά τις τρεις άλλες προϋποθέσεις πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

274    Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

4.      Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τα επιβληθέντα στις αναιρεσείουσες πρόστιμα

275    Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, καθόσον τους επέβαλε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σημαντικά πρόστιμα, παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της μη αναδρομικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και την αρχή nullum crimen sine lege και την αρχή nulla poena sine lege. Με το πρώτο σκέλος, οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση των εν λόγω προστίμων στο σύνολό τους. Με το δεύτερο σκέλος, η Teva ζητεί να ακυρωθεί εν μέρει το ποσό του επιβληθέντος σε αυτή προστίμου.

α)      Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

276    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι αρχές που μνημονεύονται στη σκέψη 275 ανωτέρω επιβάλλουν στην Επιτροπή να απέχει από την επιβολή προστίμου σε περίπτωση που οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούσαν ευλόγως να προβλέψουν, κατά τον χρόνο τέλεσης της φερόμενης παραβάσεως, ότι η επίμαχη συμπεριφορά παραβιάζει το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης.

277    Κατά τις προσφεύγουσες, τούτο συνέβη εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας διακανονισμού, οι προσφεύγουσες ενεργούσαν σε ένα νομικό περιβάλλον στο οποίο το άρθρο 101 ΣΛΕΕ δεν είχε ποτέ εφαρμοστεί σε τέτοιου είδους συμφωνίες. Επιπλέον, ελλείψει προηγουμένου στο δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης και καθοδήγησης της Επιτροπής σχετικά με τη νομιμότητα των συμφωνιών διακανονισμού σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας υπό το πρίσμα του εν λόγω δικαίου, η Teva νομίμως στηρίχθηκε στις κατευθυντήριες γραμμές που είναι διαθέσιμες στις Ηνωμένες Πολιτείες.

278    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η συμφωνία διακανονισμού δεν ήταν μια συμφωνία που αφορούσε την πληρωμή μετρητών από τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων στον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων. Καθεμιά από τις συναλλαγές που περιλάμβανε η εν λόγω συμφωνία στηριζόταν στη δική της ανεξάρτητη εμπορική λογική, ούτως ώστε η συμφωνία δεν στηριζόταν σε έναν ενιαίο και γενικό σκοπό κατανομής των αγορών. Τέλος, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση έρχονται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα που διατυπώνει η ίδια στην έβδομη έκθεση σχετικά με την παρακολούθηση και την εφαρμογή των κανονισμών περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η οποία συντάχθηκε στο πλαίσιο της έρευνας στον φαρμακευτικό τομέα που διεξήχθη δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1/2003, με σκοπό τον εντοπισμό, αφενός, των αιτίων της συρρίκνωσης της καινοτομίας στον εν λόγω τομέα, η οποία μετράται με βάση τον αριθμό των νέων προϊόντων που εισέρχονται στις αγορές των φαρμάκων και, αφετέρου, των λόγων της καθυστερημένης εισόδου ορισμένων γενόσημων φαρμάκων στις αγορές αυτές. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισήμανε, στην εν λόγω έκθεση, ότι η αξιολόγηση από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού των συμφωνιών διακανονισμού που συνάπτονται μεταξύ των παρασκευαστών πρωτότυπων φαρμάκων και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων ήταν περίπλοκη.

279    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

280    Από τη νομολογία προκύπτει ότι μπορεί να επιβληθεί κύρωση σε επιχείρηση για συμπεριφορά εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον αυτή δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ανεξαρτήτως του εάν είχε ή όχι επίγνωση της παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, αρκεί το γεγονός ότι η εν λόγω επιχείρηση ήταν σε θέση να προσδιορίσει ότι η συμπεριφορά της ήταν αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού υπό το πρίσμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής, C‑591/16 P, EU:C:2021:243, σκέψεις 156 έως 158).

281    Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, μολονότι οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της νομιμότητας των ποινών προβλέπουν ότι η νομοθεσία της Ένωσης πρέπει να είναι σαφής και ακριβής, ούτως ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω νομοθεσία και να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα, εντούτοις, δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν τη σταδιακή διασαφήνιση των κανόνων περί ποινικής ευθύνης μέσω νομολογιακής ερμηνείας, υπό την προϋπόθεση το αποτέλεσμα της ερμηνείας αυτής να είναι ευλόγως προβλέψιμο (απόφαση της 25 Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής, C‑591/16 P, EU:C:2021:243, σκέψη 166).

282    Στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου λόγου ακυρώσεως, επισημάνθηκε ότι σκοπός της συμφωνίας διακανονισμού ήταν να αποκλείσει, τουλάχιστον προσωρινώς, την Teva από τις αγορές μοδαφινίλης ως ανταγωνίστρια της Cephalon. Οι συμφωνίες αποκλεισμού από την αγορά συνιστούν ακραία μορφή κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής, οι οποίες απαγορεύονται ρητώς από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

283    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν ήταν δυνατό να αγνοούν ότι η σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού, στο μέτρο που περιείχε ρήτρες μη ανταγωνισμού και μη αμφισβητήσεως, ήταν προβληματική από την άποψη του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης.

284    Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να κλονίσουν την ανωτέρω διαπίστωση.

285    Ειδικότερα, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας διακανονισμού, η νομική θέση της πλειονότητας των αμερικανικών δικαστηρίων ήταν ότι οι συμφωνίες διακανονισμού σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν αντέβαιναν στους κανόνες του δικαίου ανταγωνισμού δεν είναι λυσιτελές. Συγκεκριμένα, μόνον το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης είχε σημασία εν προκειμένω, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οπότε οι αποφάσεις των αμερικανικών δικαιοδοτικών οργάνων δεν ήταν υποχρεωτικό να ληφθούν υπόψη. Επιπλέον, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 1364 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας διακανονισμού η αμερικανική νομολογία δεν ήταν ομόφωνη και η Federal Trade Commission (Ομοσπονδιακή υπηρεσία ανταγωνισμού, Ηνωμένες Πολιτείες) αμφισβητούσε, υπό το πρίσμα του αμερικανικού δικαίου ανταγωνισμού, τις συμφωνίες διακανονισμού έναντι αντίστροφης πληρωμής, ούτως ώστε οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να επικαλεστούν την ύπαρξη σαφών κατευθύνσεων που πήγαζαν από το αμερικανικό δίκαιο ανταγωνισμού.

286    Ομοίως, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στα συμπεράσματα της εκθέσεως σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των κανονισμών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν δύναται να ευδοκιμήσει. Το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε διαπιστώσει, με την εν λόγω έκθεση, ότι η αξιολόγηση των συμφωνιών διακανονισμού που συνάπτονται μεταξύ των παρασκευαστών πρωτότυπων φαρμάκων και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων ήταν περίπλοκη υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού δεν σήμαινε ότι οι εν λόγω συμφωνίες δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω δικαίου ή ότι ήταν κατ’ ανάγκην σύμφωνες με αυτό. Επιπλέον, από την ως άνω έκθεση προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι οι συμφωνίες φιλικού διακανονισμού οι οποίες προέβλεπαν, a priori, την είσοδο ενός γενόσημου φαρμάκου νωρίτερα στην αγορά έπρεπε, στην πραγματικότητα, να θεωρηθούν ως περιορίζουσες την εν λόγω είσοδο όταν αυτή δεν ήταν άμεση και όταν οι όροι που την διέπουν ακύρωναν, στην πράξη, όλα τα θετικά αποτελέσματά της επί του ανταγωνισμού. Αυτό ακριβώς συνέβαινε στην περίπτωση της συμφωνίας διακανονισμού.

287    Επιπλέον, το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας διακανονισμού, η Επιτροπή δεν είχε ακόμη επιβάλει πρόστιμα για παρόμοιες παραβάσεις δεν ασκεί επιρροή. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι η επιβολή προστίμων που υπερβαίνουν ένα συμβολικό επίπεδο ουδόλως συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, παρά τον καινοφανή και πολύπλοκο χαρακτήρα των ζητημάτων που εγείρουν οι συμφωνίες φιλικού διακανονισμού και την απουσία προηγουμένου (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής, C‑591/16 P, EU:C:2021:243, σκέψη 165).

288    Όσον αφορά την προβαλλόμενη από τις προσφεύγουσες παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα επίκλησης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε ιδιώτης που βρίσκεται σε μια κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοίκηση της Ένωσης του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, διευκρινιζομένου ότι ουδείς μπορεί να επικαλεσθεί παραβίαση της αρχής αυτής όταν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοίκησης (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Deltafina κατά Επιτροπής, T‑29/05, EU:T:2010:355, σκέψη 427 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

289    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν ισχυρίζονται, ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή τους παρέσχε τέτοιες διαβεβαιώσεις.

290    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι παραβιάστηκε η αρχή της μη αναδρομικότητας, αρκεί η διαπίστωση ότι το εν λόγω επιχείρημα ουδόλως τεκμηριώνεται.

291    Τέλος, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η συμφωνία διακανονισμού δεν περιλάμβανε καταβολή μετρητών από την Cephalon στην Teva είναι αλυσιτελές. Στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου λόγου ακυρώσεως, διαπιστώθηκε ότι η μόνη εύλογη εξήγηση για τις πληρωμές που προβλέπονταν σε εκτέλεση των εμπορικών συναλλαγών που περιλάμβανε η συμφωνία διακανονισμού ήταν να παρακινήσουν την Teva να αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες της εν λόγω συμφωνίας και, ως εκ τούτου, να μην ανταγωνιστεί με θεμιτό τρόπο την Cephalon στις αγορές μοδαφινίλης.

292    Επομένως, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

293    Με το δεύτερο σκέλος, η Teva προσάπτει στην Επιτροπή ότι της επέβαλε ένα εντελώς αυθαίρετο και αδικαιολόγητο πρόστιμο για τον λόγο ότι η μεταβίβαση χρηματικής αξίας δεν ήταν αρκούντως υψηλή, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

294    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Teva.

295    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων) στηρίζονται, όσον αφορά τον καθορισμό του βασικού ποσού των επιβλητέων προστίμων, στη συνεκτίμηση της αξίας των πωλήσεων των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών σε σχέση με την παράβαση για την οποία επιβάλλονται κυρώσεις. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές προβλέπουν, στα σημεία 6 και 13, ότι η αξία των εν λόγω πωλήσεων, σε συνδυασμό με τη διάρκεια της παράβασης, σκοπούν στο να «προσδιοριστεί η οικονομική σημασία της παράβασης καθώς και το σχετικό βάρος της συμμετοχής κάθε επιχείρησης σε αυτήν».

296    Ωστόσο, ενίοτε η μέθοδος αυτή ενδέχεται να είναι απρόσφορη για τις συγκεκριμένες περιστάσεις μιας υπόθεσης. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, όταν μια επιχείρηση που κρίθηκε υπεύθυνη για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν πραγματοποιεί κύκλο εργασιών στις επίμαχες αγορές. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή δύναται να παρεκκλίνει από τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων και, σύμφωνα με το σημείο 37 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, να καθορίσει το βασικό ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στην οικεία επιχείρηση κατ’ αποκοπή (πρβλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, AC‑Treuhand κατά Επιτροπής, C‑194/14 P, EU:C:2015:717, σκέψεις 65 έως 67).

297    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, λόγω του ίδιου του αντικειμένου της συμφωνίας διακανονισμού, που συνίσταται στον αποκλεισμό της Teva από τη σχετική αγορά, η Teva δεν ήταν παρούσα στην εν λόγω αγορά κατά την περίοδο της παράβασης και, επομένως, δεν είχε πραγματοποιήσει πωλήσεις στην αγορά αυτή.

298    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να λάβει υπόψη την αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησε η Teva στη σχετική αγορά κατά τη διάρκεια της παράβασης, περίσταση η οποία της επέτρεπε, σύμφωνα με την παράγραφο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, να παρεκκλίνει από τη μεθοδολογία που ορίζεται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

299    Ασφαλώς, σε άλλες υποθέσεις που αφορούσαν συμφωνίες φιλικού διακανονισμού σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας οι οποίες αντέβαιναν στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ και στο πλαίσιο των οποίων οι επιχειρήσεις του τομέα των γενόσημων φαρμάκων δεν είχαν πραγματοποιήσει πωλήσεις στις αγορές των εν λόγω φαρμάκων, η Επιτροπή είχε καθορίσει τα πρόστιμα λαμβάνοντας υπόψη την αξία που είχε μεταβιβαστεί από τον παρασκευαστή των πρωτότυπων φαρμάκων στον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων, ως κίνητρο προκειμένου αυτός να παραμείνει εκτός των σχετικών αγορών, χωρίς να εκτιμήσει τον κύκλο εργασιών του παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων.

300    Ωστόσο, η Επιτροπή δεν δεσμευόταν από την προγενέστερη πρακτική λήψης αποφάσεων, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτή δεν χρησιμεύει ως νομικό πλαίσιο για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, T‑38/02, EU:T:2005:367, σκέψη 153 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

301    Επιπλέον, με τις αιτιολογικές σκέψεις 1386 έως 1391 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους το πρόστιμο της Teva δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μεταβίβαση αξίας την οποία είχε λάβει βάσει της συμφωνίας διακανονισμού και των εμπορικών συναλλαγών που αυτή περιλάμβανε. Συγκεκριμένα, η μεταβίβαση αξίας ήταν αναπόσπαστο μέρος των εν λόγω συναλλαγών. Πέραν του ότι ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια η αξία που μεταβιβάστηκε στην Teva στο πλαίσιο τεσσάρων από τις πέντε συναλλαγές στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2 της συμφωνίας διακανονισμού, τούτο αποδείχθηκε αδύνατο όσον αφορά την κοινοποίηση των στοιχείων CEP‑1347. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η εν λόγω κοινοποίηση των στοιχείων αποτελούσε για την Teva σημαντικό κίνητρο για την αποδοχή των περιοριστικών ρητρών, γεγονός το οποίο δεν μπορούσε να αγνοήσει η Επιτροπή, κατά το στάδιο του καθορισμού του ύψους του επιβληθέντος στην Teva προστίμου, διότι άλλως θα θιγόταν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του εν λόγω προστίμου.

302    Λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας που έγκειται στο γεγονός ότι η μεταβίβαση αξίας στην Teva δεν μπορούσε να εκτιμηθεί με επαρκή ακρίβεια και προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποιητικό αποτρεπτικό επίπεδο, η Επιτροπή επέλεξε ένα σταθερό ποσό για το επιβληθέν στην Teva πρόστιμο.

303    Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να υποστηρίξουν ότι, για τον λόγο αυτό, το ποσό είναι αυθαίρετο.

304    Συγκεκριμένα, κατά τον καθορισμό του ποσού του επιβληθέντος στην Teva προστίμου, η Επιτροπή ορθώς έλαβε ως σημείο αναφοράς το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Cephalon πριν από την εφαρμογή του ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών της τελευταίας. Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1393 έως 1395 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι:

–        η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης ήταν ίδιες τόσο για την Teva όσο και για τη Cephalon·

–        το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Teva δεν θα πρέπει να υψηλότερο εκείνου που επιβλήθηκε στην Cephalon, δεδομένου ότι το διαφυγόν κέρδος της είναι πιθανώς χαμηλότερο από το πραγματικό κέρδος της Cephalon·

–        έπρεπε επίσης να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως το γεγονός ότι η Teva ήταν μεγαλύτερη επιχείρηση (το 2010, ήτοι το τελευταίο πλήρες έτος της παράβασης και το έτος πριν από την πραγματική εξαγορά της Cephalon από την Teva, ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών της ανερχόταν σε 12,16 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η Cephalon είχε παγκόσμιο κύκλο εργασιών περίπου 2,12 δισεκατομμύρια ευρώ) και ότι βρισκόταν σε ισχυρή διαπραγματευτική θέση.

305    Κατά το μέτρο που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, το επιχείρημά τους πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 300 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την προγενέστερη πρακτική της. Όσον αφορά την προβαλλόμενη από τις προσφεύγουσες παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν καν, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 288 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή τους είχε παράσχει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει για τον καθορισμό του ποσού του επιβληθέντος στην Teva προστίμου.

306    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, καθόσον αφορά την ακύρωση των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων, πρέπει να απορριφθούν.

307    Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, τα αιτήματα των προσφευγουσών περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει, επομένως, να απορριφθούν.

Β.      Επί του αιτήματος μεταρρυθμίσεως των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων

308    Με το δεύτερο και το τρίτο αίτημά τους, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να καταργήσει ή να μειώσει το ποσό του προστίμου.

309    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες επιβάλλεται πρόστιμο για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, ο έλεγχος νομιμότητας συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει, κατά περίπτωση, το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που έχουν επιβληθεί.

310    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, ότι κανένα από τα στοιχεία που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως και κανένας λόγος δημοσίας τάξεως δεν δικαιολογούν την εκ μέρους του άσκηση, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, της πλήρους δικαιοδοσίας του για τη μείωση του ποσού των προστίμων που καθόρισε η Επιτροπή.

311    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα περί καταργήσεως ή μειώσεως του ποσού των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων και, συνακόλουθα, η προσφυγή στο σύνολό της.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

312    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Teva Pharmaceutical Industries Ltd και Cephalon Inc. στα δικαστικά έξοδα.

Schalin

Jaeger

Škvařilová-Pelzl

Nõmm

 

      Kukovec

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου 2023.

(Υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.