Language of document : ECLI:EU:T:2022:778

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 7ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συσκευασίες τροφίμων για λιανική πώληση – Απόφαση που τροποποιεί το ύψος προστίμου – Τρόποι υπολογισμού του προστίμου – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων – Ανώτατο όριο του προστίμου – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση – Ικανότητα πληρωμής του προστίμου»

Στην υπόθεση T‑130/21,

CCPL – Consorzio Cooperative di Produzione e Lavoro SC, με έδρα το Reggio Emilia (Ιταλία),

Coopbox Group SpA, με έδρα το Bibbiano (Ιταλία),

Coopbox Eastern s.r.o., με έδρα τη Nové Mesto nad Váhom (Σλοβακία),

εκπροσωπούμενες από τους E. Cucchiara και E. Rocchi, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους P. Rossi και T. Baumé,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, M. J. Costeira, M. Kancheva, P. Zilgalvis (εισηγητή) και I. Δημητρακόπουλο, δικαστές,

γραμματέας: P. Nuñez Ruiz, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 22ας Ιουλίου 2021, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑130/21 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:488),

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή τους δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες CCPL – Consorzio Cooperative di Produzione e Lavoro SC, Coopbox Group SpA και Coopbox Eastern s.r.o. ζητούν την ακύρωση της απόφασης C(2020) 8940 τελικό της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2020 (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), με την οποία τροποποιήθηκε το ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση C(2015) 4336 τελικό της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2015, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.39563 – Λιανική συσκευασία τροφίμων) (στο εξής: απόφαση του 2015).

 Ιστορικό της διαφοράς και μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής πραγματικά περιστατικά

2        Οι προσφεύγουσες είναι εταιρίες που ανήκουν στον όμιλο CCPL και δραστηριοποιούνται, ιδίως, στον τομέα της συσκευασίας τροφίμων.

3        Η CCPL είναι μια συνεταιριστική εταιρία που κατέχει, μέσω της CCPL SpA, συμμετοχές σε εταιρίες εκμετάλλευσης, όπως οι Coopbox Group και Coopbox Eastern.

4        Στις 24 Ιουνίου 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση του 2015, με την οποία διαπίστωσε ότι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της συσκευασίας τροφίμων για λιανική πώληση είχαν συμμετάσχει, κατά την περίοδο μεταξύ 2000 και 2008, σε πέντε ξεχωριστές παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Κατά το άρθρο 2 της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή επέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), πρόστιμα συνολικού ποσού 33 694 000 ευρώ, μεταξύ άλλων, στις προσφεύγουσες και σε δύο άλλες εταιρίες που ανήκαν κατά το χρονικό εκείνο διάστημα στον όμιλο CCPL.

5        Λαμβάνοντας υπόψη τη μειωμένη δυνατότητα των πέντε εμπλεκομένων εταιριών να πληρώσουν το πρόστιμο, η Επιτροπή καθόρισε το τελικό ποσό των προστίμων, δυνάμει του σημείου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, [στοιχείο] αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006), χορηγώντας μείωση 25 % επί του τελικού ποσού των προστίμων που έπρεπε να τους είχε επιβάλει.

6        Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2015, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑522/15 R, EU:T:2015:1012), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέστειλε την υποχρέωση των πέντε εμπλεκομένων εταιριών να συστήσουν υπέρ της Επιτροπής τραπεζική εγγύηση προς αποτροπή της άμεσης είσπραξης των προστίμων που τους είχαν επιβληθεί, υπό τον όρο, αφενός, ότι θα κατέβαλλαν στην Επιτροπή το ποσό των 5 εκατομμυρίων ευρώ καθώς και το σύνολο των εσόδων που θα αποκόμιζαν από τη σχεδιαζόμενη εκχώρηση ορισμένων συμμετοχών και, αφετέρου, ότι θα υπέβαλλαν γραπτώς στην Επιτροπή, ανά τρίμηνο έως την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας υποθέσεως καθώς και με την επέλευση οποιουδήποτε γεγονότος ικανού να επηρεάσει τη μελλοντική ικανότητά τους να εξοφλήσουν τα επιβληθέντα πρόστιμα, λεπτομερή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης που περιλαμβάνεται στη συμφωνία αναδιάρθρωσης του χρέους που συνήφθη με τους πιστωτές τους (στο εξής: σχέδιο αναδιάρθρωσης) και σχετικά με τα έσοδα από την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού του ομίλου CCPL τόσο σε εκτέλεση του σχεδίου όσο και «εκτός» του σχεδίου αυτού.

7        Η CCPL, ενεργώντας για λογαριασμό των πέντε εμπλεκομένων εταιριών, πραγματοποίησε προσωρινές πληρωμές στην Επιτροπή συνολικού ποσού 5 942 000 ευρώ.

8        Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑522/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:500), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του 2015 ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό της χορηγηθείσας, λόγω της αδυναμίας πληρωμής, μείωσης του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στις πέντε εμπλεκόμενες εταιρίες. Κατά συνέπεια, ακύρωσε το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία στʹ έως ηʹ, παράγραφος 2, στοιχεία δʹ και εʹ, και παράγραφος 4, στοιχεία γʹ και δʹ, της εν λόγω αποφάσεως.

9        Με επιστολή της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, η Επιτροπή ενημέρωσε τη CCPL μεταξύ άλλων και για την πρόθεσή της να εκδώσει νέα απόφαση για την επιβολή προστίμων στις εμπλεκόμενες εταιρίες του ομίλου της και κάλεσε τις εταιρίες αυτές να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

10      Στις 20 Σεπτεμβρίου 2019 οι προσφεύγουσες άσκησαν αναίρεση κατά της απόφασης της 11ης Ιουλίου 2019, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑522/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:500).

11      Στις 4 Οκτωβρίου 2019 οι εμπλεκόμενες εταιρίες ζήτησαν από την Επιτροπή να εξετάσει, δυνάμει του σημείου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, την αδυναμία τους να πληρώσουν, προς τον σκοπό μείωσης του ποσού των προστίμων την οποία θα μπορούσε η Επιτροπή να εφαρμόσει κατά το πέρας της εν εξελίξει διαδικασίας. Προκειμένου να αξιολογήσει το αίτημα αυτό, η Επιτροπή απηύθυνε στον όμιλο CCPL αιτήματα παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003, στα οποία ο εν λόγω όμιλος ανταποκρίθηκε.

12      Στις 7 Οκτωβρίου 2019 η Επιτροπή, σε εκτέλεση της απόφασης της 11ης Ιουλίου 2019, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑522/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:500), επέστρεψε στη CCPL το ποσό των 5 942 084 ευρώ που η τελευταία της είχε εμβάσει ως προσωρινή πληρωμή.

13      Στις 17 Δεκεμβρίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία, κατ’ ουσίαν, απέρριψε το αίτημα των προσφευγουσών για μείωση των επίμαχων προστίμων λόγω αδυναμίας πληρωμής και τους επέβαλε πρόστιμα συνολικού ποσού 9 441 000 ευρώ.

14      Με διάταξη της 20ής Ιανουαρίου 2021, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑706/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:45), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως των προσφευγουσών ως προδήλως απαράδεκτη. Το Δικαστήριο ανέφερε μεταξύ άλλων ότι οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν, εφόσον παρίστατο ανάγκη, να επικαλεστούν τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που απέρριψε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑522/15, μη δημοσιευθείσα, ΕU:T:2019:500), στο πλαίσιο ενδεχόμενης νέας προσφυγής κατά της αποφάσεως που θα εκδιδόταν μετά την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως του 2015 από το Γενικό Δικαστήριο (διάταξη της 20ής Ιανουαρίου 2021, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑706/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:45, σκέψη 26).

15      Με διάταξη της 22ας Ιουλίου 2021, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής (Τ‑130/21 R, μη δημοσιευθείσα, ΕU:T:2021:488), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων των προσφευγουσών με αίτημα την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικά, να μειώσει το ποσό των εν λόγω προστίμων·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

18      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως.

19      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως θεμελιώνεται, κατ’ ουσίαν, σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και σε παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως θεμελιώνεται σε παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης. O τρίτος λόγος ακυρώσεως θεμελιώνεται, κατ’ ουσίαν, σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που προσκόμισε ο όμιλος CCPL προς απόδειξη της αδυναμίας καταβολής προστίμου.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος θεμελιώνεται, κατ’ ουσίαν, σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003

20      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως διαιρείται σε δύο σκέλη, με το πρώτο εκ των οποίων προβάλλεται ανεπάρκεια της αιτιολογίας όσον αφορά την ευθύνη της μητρικής εταιρίας του ομίλου CCPL εξαιτίας της συμπεριφοράς των εταιριών του ομίλου CCPL, ενώ με το δεύτερο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθόσον η Επιτροπή εσφαλμένα στηρίχθηκε στο τεκμήριο ότι η CCPL ασκούσε καθοριστική επιρροή στις εταιρίες του ομίλου CCPL.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο θεμελιώνεται σε ανεπαρκή αιτιολογία ως προς την ευθύνη της μητρικής εταιρίας του ομίλου CCPL λόγω της συμπεριφοράς των εταιριών του ομίλου

21      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, καθόσον δεν προσδιορίζει τους λόγους για τους οποίους καταλογίζεται ευθύνη στη CCPL για τη συμπεριφορά των Coopbox Group και Coopbox Eastern.

22      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

23      Υπενθυμίζεται ότι η απαιτούμενη κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που έχει εκδώσει την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, στον δε δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Volkswagen κατά Επιτροπής, C‑338/00 P, EU:C:2003:473, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Επιπλέον, όταν η αρχική απόφαση της Επιτροπής έχει τροποποιηθεί από απόφαση που ρητά προβλέπει ότι συνιστά τροποποιητική της πρώτης, η διαδικασία εκδόσεως της τροποποιητικής απόφασης αποτελεί συνέχεια της διαδικασίας που κατέληξε στην αρχική απόφαση (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2017, Toshiba κατά Επιτροπής, C‑180/16 P, EU:C:2017:520, σκέψη 22).

25      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αιτιολογία της αρχικής απόφασης μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της νομιμότητας της τροποποιητικής απόφασης, καθόσον το κύρος της δεν έχει επηρεασθεί από ακυρωτική δικαστική απόφαση και καθόσον δεν αντιφάσκει προς το γράμμα της τροποποιητικής απόφασης (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2016, Toshiba κατά Επιτροπής, T‑404/12, EU:T:2016:18, σκέψη 95).

26      Εν προκειμένω, από τον τίτλο και το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ρητώς ότι πρόκειται για απόφαση τροποποιητική εκείνης του 2015 όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες.

27      Συνακόλουθα, το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης επιβάλλει στις προσφεύγουσες πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 της απόφασης του 2015.

28      Επιπλέον, δεν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι τα στοιχεία της απόφασης του 2015, εκτός από όσα σχετίζονται με την ικανότητα πληρωμής των προσφευγουσών, εθίγησαν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2019, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑522/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:500), ή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς την απόφαση του 2015 όσον αφορά την ευθύνη της CCPL για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι εταιρίες του ομίλου CCPL, η οποία αποτελεί αντικείμενο του παρόντος λόγου.

29      Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 25 ανωτέρω, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της αποφάσεως του 2015 όσον αφορά της ευθύνη της CCPL για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι εταιρίες του ομίλου CCPL.

30      Στην αιτιολογική σκέψη 848 της απόφασης του 2015, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η CCPL ήταν η επικεφαλής εταιρία του ομίλου CCPL καθ’ όλη τη διάρκεια των επίμαχων παραβάσεων και ότι η άμεση ή έμμεση συμμετοχή της σε μία ή περισσότερες οντότητες, συμπεριλαμβανομένης της Coopbox Group, οι οποίες συμμετείχαν άμεσα στην παράβαση, ανερχόταν στο 100 % μέχρι τις 18 Απριλίου 2006, κατόπιν δε στο 93,864 % μεταξύ της 18ης Απριλίου 2006 και της λήξης των εν λόγω παραβάσεων.

31      Στην αιτιολογική σκέψη 849 της απόφασης του 2015, η Επιτροπή έκρινε ότι μια συμμετοχή της τάξεως του 93,864 % ήταν επαρκής για να θεωρηθεί κατά τεκμήριο ότι μητρική εταιρία ασκούσε αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι, μολονότι, κατά την άποψή της, το τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής ήταν αρκετό για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη των εμπλεκομένων οντοτήτων, το τεκμήριο αυτό ενισχύθηκε από την περιλαμβανόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 850 έως 855 της απόφασης του 2015 ανάλυση των νομικών, προσωπικών και οικονομικών δεσμών που υπάρχουν μεταξύ των οντοτήτων που ανήκουν στην εμπλεκόμενη επιχείρηση.

32      Πλην όμως, τα στοιχεία αυτά παρέχουν τη δυνατότητα στις μεν προσφεύγουσες να κατανοήσουν την εκτίμηση που οδήγησε την Επιτροπή να θεωρήσει τη CCPL υπεύθυνη για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι εταιρίες του ομίλου CCPL, στο δε Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τη βασιμότητα των αιτιολογιών αυτών.

33      Το επιχείρημα των προσφευγουσών περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την ευθύνη της CCPL για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι εταιρίες του ομίλου CCPL πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο θεμελιώνεται σε παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 καθόσον η Επιτροπή εσφαλμένα στηρίχθηκε στο τεκμήριο ότι η CCPL άσκησε αποφασιστική επιρροή στις εταιρίες του ομίλου CCPL

34      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, καθόσον η Επιτροπή στηρίχθηκε, για την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, στο τεκμήριο ότι η CCPL είχε ασκήσει καθοριστική επιρροή στις εταιρίες του ομίλου CCPL.

35      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

36      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει, με απόφασή της, πρόστιμα σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

37      Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της επιχείρησης περιλαμβάνει κάθε μονάδα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής της και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς της. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει αφενός ότι, στο πλαίσιο αυτό, η επιχείρηση πρέπει να νοείται ως ενιαία οικονομική ενότητα, έστω και αν από νομική άποψη αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και αφετέρου ότι, όταν μια τέτοια οικονομική ενότητα παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, η παράβασή της καταλογίζεται σύμφωνα με την αρχή της προσωπικής ευθύνης (βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Επιπλέον, η συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κυρίως τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών που υφίστανται μεταξύ των δύο νομικών αυτών προσώπων (βλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, The Goldman Sachs Group κατά Επιτροπής, C‑595/18 P, EU:C:2021:73, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η μητρική εταιρία κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, αφενός, η μητρική εταιρία έχει τη δυνατότητα ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να θεωρηθεί κατά τεκμήριο ότι η μητρική ασκεί πράγματι αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική της, εκτός εάν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (βλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, The Goldman Sachs Group κατά Επιτροπής, C‑595/18 P, EU:C:2021:73, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Ως εκ τούτου, το τεκμήριο αυτό συνεπάγεται ότι, εξαιρουμένης της περιπτώσεως ανατροπής του, η πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία στη θυγατρική της θεωρείται αποδεδειγμένη και ότι η Επιτροπή μπορεί βασίμως να κρίνει ότι η πρώτη εταιρία είναι υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της δεύτερης, χωρίς να υποχρεούται να προσκομίσει οποιοδήποτε επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως, η εφαρμογή του τεκμηρίου της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής δεν εξαρτάται από την προσκόμιση πρόσθετων ενδείξεων σχετικών με την πραγματική άσκηση επιρροής από τη μητρική εταιρία (βλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, The Goldman Sachs Group κατά Επιτροπής, C‑595/18 P, EU:C:2021:73, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Επιπλέον, ουδόλως υποχρεούται η Επιτροπή να στηριχθεί αποκλειστικώς στο εν λόγω τεκμήριο. Πράγματι, τίποτα δεν εμποδίζει το θεσμικό όργανο να αποδείξει την εκ μέρους μητρικής εταιρίας πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής επί της θυγατρικής της με άλλα αποδεικτικά στοιχεία ή με συνδυασμό των στοιχείων αυτών με το εν λόγω τεκμήριο (βλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, The Goldman Sachs Group κατά Επιτροπής, C‑595/18 P, EU:C:2021:73, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι στην αιτιολογική σκέψη 846 της αποφάσεως του 2015 η Επιτροπή επισήμανε ότι, προκειμένου να καταλογίσει την ευθύνη για τις επίμαχες παραβάσεις στη CCPL, ως μητρική εταιρία, είχε χρησιμοποιήσει το τεκμήριο ευθύνης, σύμφωνα με το οποίο η CCPL είχε ασκήσει αποφασιστική επιρροή κατά τη χρονική περίοδο (ή τις περιόδους) όπου μία τουλάχιστον οντότητα, άμεσα εμπλεκόμενη στην παράβαση, ελεγχόταν εξ ολοκλήρου (ή σχεδόν εξ ολοκλήρου) από την εν λόγω μητρική εταιρία.

43      Όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 30 και 31 ανωτέρω, η Επιτροπή, στην απόφαση του 2015, διαπίστωσε ότι η CCPL ήταν η επικεφαλής εταιρία του ομίλου CCPL καθ’ όλη τη διάρκεια των παραβάσεων και ότι η άμεση ή έμμεση συμμετοχή της σε μία ή περισσότερες οντότητες του ομίλου που συμμετείχε άμεσα στην παράβαση ήταν αρκετή για να συναχθεί ότι ασκούσε αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι, μολονότι, κατά την άποψή της, το τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής ήταν αρκετό για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη των εμπλεκομένων οντοτήτων, το τεκμήριο αυτό ενισχύθηκε από την ανάλυση των νομικών, προσωπικών και οικονομικών δεσμών που υπάρχουν μεταξύ των οντοτήτων που ανήκουν στην οικεία επιχείρηση.

44      Μεταξύ των στοιχείων που αποδεικνύουν τους νομικούς, προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς των οντοτήτων που ανήκουν στην εμπλεκόμενη επιχείρηση, η Επιτροπή ανέφερε ειδικότερα ότι η CCPL μπορούσε να διορίζει όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και τον διευθύνοντα σύμβουλο της CCPL SpA, ότι ενέκρινε τον προϋπολογισμό της CCPL SpA και καθόριζε τις αρμοδιότητες των διευθυντών, ότι το διοικητικό συμβούλιο της CCPL SpA είχε τις ευρύτερες εξουσίες τακτικής διαχείρισης της επιχειρήσεως και διόριζε έναν πρόεδρο, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη διασφάλιση του στρατηγικού προσανατολισμού της εταιρίας μεριμνώντας για την ορθή εκτέλεση των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου, ότι η συμφωνία των μετόχων αναγνώριζε ρητά ότι η CCPL κατείχε συμμετοχή που εξασφάλιζε τον έλεγχο στη CCPL SpA, ότι οι μειοψηφούντες μέτοχοι δεν απολάμβαναν ειδικά δικαιώματα και ότι το υπόλοιπο 6,14 % του κεφαλαίου της CCPL SpA κατείχαν οι ίδιοι οι μέτοχοι στους οποίους ανήκε η CCPL. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι το ίδιο επιχειρηματικό μοντέλο ίσχυε και για την Coopbox Group.

45      Στο πλαίσιο αυτό, με το άρθρο 1.1 της απόφασης του 2015, η Επιτροπή έκρινε ότι τόσο η Coopbox Group όσο και η CCPL παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ συμμετέχοντας από τις 18 Ιουνίου 2002 έως τις 17 Δεκεμβρίου 2007 σε ενιαία και διαρκή παράβαση, αποτελούμενη από περισσότερες διακριτές παραβάσεις, αφορώσες σκαφίδια από πολυστυρένιο που προορίζονταν για τον τομέα της συσκευασίας τροφίμων για λιανική πώληση και καλύπτουσες το έδαφος της Ιταλίας.

46      Με το άρθρο 1.4 της απόφασης του 2015, η Επιτροπή έκρινε ότι τόσο η CCPL, από τις 8 Δεκεμβρίου 2004 έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2007, όσο και η Coopbox Eastern, από τις 5 Νοεμβρίου 2004 έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2007, παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ συμμετέχοντας σε ενιαία και διαρκή παράβαση, αποτελούμενη από περισσότερες διακριτές παραβάσεις, αφορώσες σκαφίδια από πολυστυρένιο που προορίζονται για τον τομέα της συσκευασίας τροφίμων για λιανική πώληση και καλύπτουσες το έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Σλοβακίας.

47      Επί της βάσεως αυτής, με το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επέβαλε, για την αναφερόμενη στο άρθρο 1.1 της απόφασης του 2015 παράβαση, πρόστιμο ύψους 4 627 000 ευρώ στις Coopbox Group και CCPL, από κοινού και εις ολόκληρον, για την αναφερόμενη στο άρθρο 1.2 της απόφασης του 2015 παράβαση, πρόστιμο ύψους 4 010 000 ευρώ στη CCPL και, για την αναφερόμενη στο άρθρο 1.4 της απόφασης του 2015 παράβαση, πρόστιμο ύψους 789 000 ευρώ στις Coopbox Eastern και CCPL, από κοινού και εις ολόκληρον, καθώς επίσης και πρόστιμο ύψους 15 000 ευρώ στην Coopbox Eastern.

48      Ως εκ τούτου η Επιτροπή θεώρησε τη CCPL υπεύθυνη καθ’ όλη τη διάρκεια των παραβάσεων λόγω, ιδίως, της άμεσης ή έμμεσης συμμετοχής της σε μία ή περισσότερες οντότητες του ομίλου CCPL.

49      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καταλογίζοντας στη CCPL τις πρακτικές που εφαρμόζουν η Coopbox Group και η Coopbox Eastern, τις οποίες κατέχει η CCPL μέσω της CCPL SpA, χωρίς να διαπιστώσει καμία παράβαση όσον αφορά τη CCPL SpA.

50      Εντούτοις, από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 38 ανωτέρω προκύπτει ότι η συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κυρίως τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων.

51      Σε μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία ανήκουν στην ίδια οικονομική ενότητα, αποτελώντας έτσι ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δύναται να απευθύνει στη μητρική εταιρία απόφαση περί επιβολής προστίμου, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει συμμετοχή της εν λόγω εταιρίας στην παράβαση (βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Με άλλα λόγια, το στοιχείο που παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα σε μητρική εταιρία ενός ομίλου εταιριών δεν είναι κατ’ ανάγκη η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην παράβαση, αλλά το γεγονός ότι οι εν λόγω εταιρίες αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 88).

52      Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία, το τεκμήριο που αναφέρεται στη σκέψη 39 ανωτέρω ισχύει επίσης όταν η μητρική εταιρία κατέχει το κεφάλαιο της θυγατρικής της, όχι άμεσα, αλλά μέσω άλλων εταιριών (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2011, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑90/09 P, EU:C:2011:21, σκέψη 86· της 8ης Μαΐου 2013, Eni κατά Επιτροπής, C‑508/11 P, ΕU:C:2013:289, σκέψεις 48 και 49, και της 15ης Ιουλίου 2015, GEA Group κατά Επιτροπής, T‑45/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:507, σκέψη 142).

53      Επομένως, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να καταλογίσει στη μητρική εταιρία την ευθύνη για τη συμπεριφορά των θυγατρικών εταιριών που ανήκουν έμμεσα στη μητρική, ακόμη και χωρίς να διαπιστώσει παράβαση όσον αφορά τις ενδιάμεσες εταιρίες.

54      Πράγματι, το γεγονός ότι τέτοιες θυγατρικές ανήκουν στη μητρική μέσω μιας εταιρίας στην οποία δεν καταλογίζεται παράβαση δεν κλονίζει το τεκμήριο της πραγματικής άσκησης εκ μέρους της μητρικής εταιρίας, λόγω της έμμεσης συμμετοχής της στις θυγατρικές, αποφασιστικής επιρροής επί της συμπεριφοράς των θυγατρικών.

55      Από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 37 ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι, σύμφωνα με την αρχή της προσωπικής ευθύνης, εναπόκειται σε μια οικονομική ενότητα, αποτελούμενη από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, η οποία παραβιάζει τους κανόνες του ανταγωνισμού να φέρει την ευθύνη για την εν λόγω παράβαση.

56      Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, δεχόμενη ότι η CCPL είναι υπεύθυνη για παράβαση την οποία δεν διέπραξε και η οποία δεν καταλογίστηκε στην ενδιάμεση οντότητα μέσω της οποίας η οντότητα που είχε διαπράξει την παράβαση ανήκε στην CCPL, εκδόθηκε κατά παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης.

57      Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο καθόσον η Επιτροπή καταλόγισε στη CCPL πρακτικές που εφάρμοσαν η Coopbox Group και η Coopbox Eastern, οι οποίες ανήκουν στην CCPL μέσω της CCPL SpA, χωρίς να έχει διαπιστώσει παράβαση όσον αφορά τη CCPL SpA.

58      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το τεκμήριο ευθύνης της CCPL για τις ενέργειες των εταιριών του ομίλου CCPL δεν είχε εφαρμογή, δεδομένου ότι από τις 18 Απριλίου 2006 έως το τέλος του διαστήματος της παραβάσεως η συμμετοχή της CCPL στη CCPL SpA ανερχόταν μόνον σε ποσοστό 93,864 %.

59      Εντούτοις, η μητρική εταιρία που κατέχει το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της θυγατρικής της βρίσκεται, κατ’ αρχήν, σε θέση ανάλογη με εκείνη του αποκλειστικού κυρίου, όσον αφορά την εξουσία της να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών που τη συνδέουν με την εν λόγω θυγατρική. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ορθώς εφαρμόζει στην περίπτωση αυτήν τους ίδιους κανόνες αποδείξεως, προσφεύγει δηλαδή στο τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία χρησιμοποιεί όντως την εξουσία της να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της. Δεν αποκλείεται πάντως το ενδεχόμενο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μειοψηφούντες εταίροι να διαθέτουν, έναντι της θυγατρικής, δικαιώματα που να τους επιτρέπουν να αμφισβητήσουν την ως άνω αναλογία.

60      Εν προκειμένω, αφενός, η CCPL κατείχε, λόγω της συμμετοχής της στο κεφάλαιο της CCPL SpA με ποσοστό 93,864 %, κατά την περίοδο από τις 18 Απριλίου 2006 έως το τέλος του διαστήματος της παραβάσεως, το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της CCPL SpA. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες δεν ισχυρίζονται και, κατά μείζονα λόγο, δεν αποδεικνύουν ότι οι μειοψηφούντες εταίροι είχαν, έναντι της CCPL SpA, δικαιώματα δυνάμενα να κλονίσουν το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως, εκ μέρους της CCPL, αποφασιστικής επιρροής στη συμπεριφορά της εν λόγω θυγατρικής.

61      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον η Επιτροπή εφάρμοσε το τεκμήριο ευθύνης της CCPL για τη συμπεριφορά των εταιριών του ομίλου CCPL στην περίοδο κατά την οποία η συμμετοχή της CCPL στη CCPL SpA ανερχόταν σε ποσοστό μόνον 93,864 %..

62      Τρίτον, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να κάνει χρήση του τεκμηρίου ευθύνης της CCPL για τη συμπεριφορά των εταιριών του ομίλου CCPL στο μέτρο που, κατά την έκδοση της απόφασης του 2015, η συμμετοχή της CCPL στο κεφάλαιο της CCPL SpA είχε μειωθεί ακόμα περισσότερο σε ποσοστό περίπου 90 % πρέπει να απορριφθεί.

63      Πράγματι, η εφαρμογή του τεκμηρίου που επιτρέπει να καταλογισθεί η συμπεριφορά μιας θυγατρικής στη μητρική της εταιρία συνεπάγεται ότι η ευθύνη της μητρικής εταιρίας απορρέει από τη συμπεριφορά της θυγατρικής της την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκε η παράβαση, με αποτέλεσμα να μην ασκεί επιρροή το ύψος της συμμετοχής της μητρικής εταιρίας στη θυγατρική της κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση.

64      Τέταρτον, αφενός, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή έφερε το βάρος να αποδείξει ότι η CCPL ασκούσε πράγματι αποφασιστική επιρροή στις εταιρίες του ομίλου CCPL, δεδομένου ότι στηρίχθηκε συγχρόνως τόσο στο τεκμήριο της πραγματικής άσκησης αποφασιστικής επιρροής όσο και σε μια δέσμη στοιχείων.

65      Ωστόσο, αρκεί να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που αναφέρεται στη σκέψη 40 ανωτέρω, η εφαρμογή του τεκμηρίου της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής δεν εξαρτάται από την προσκόμιση προσθέτων ενδείξεων σχετικά με την πραγματική άσκηση επιρροής από τη μητρική εταιρία.

66      Επίσης από τη μνημονευόμενη νομολογία στη σκέψη 41 ανωτέρω προκύπτει ότι τίποτα δεν εμποδίζει την Επιτροπή να αποδείξει την, εκ μέρους μητρικής εταιρίας, πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής επί της θυγατρικής της με άλλα αποδεικτικά στοιχεία ή με συνδυασμό τέτοιων στοιχείων με το εν λόγω τεκμήριο.

67      Επομένως, αντίθετα με όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι η Επιτροπή επισήμανε διάφορα στοιχεία προκειμένου να ενισχυθεί η διαπίστωση της ύπαρξης αποφασιστικής επιρροής της CCPL στις εταιρίες του ομίλου CCPL, δεν της επέβαλλε μεγαλύτερο βάρος αποδείξεως σε σχέση με αυτό που θα είχε αν περιοριζόταν στη χρήση του τεκμηρίου πραγματικής άσκησης αποφασιστικής επιρροής.

68      Αφετέρου, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον το τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής έπρεπε να είχε ανατραπεί, δεδομένου ότι η CCPL δεν ασκούσε όντως αποφασιστική επιρροή στις εταιρίες του ομίλου CCPL, όχι μόνο για την περίοδο που κατείχε όλο το μετοχικό κεφάλαιο των οντοτήτων του ομίλου CCPL που εμπλέκονται στην παράβαση, αλλά και όταν η συμμετοχή της CCPL ήταν μικρότερη του 100 %.

69      Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού,  οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι η CCPL έπαυσε κάθε δραστηριότητα διαχείρισης στον τομέα της συσκευασίας τροφίμων και παραχώρησε στις εταιρίες του ομίλου CCPL που ήταν υπεύθυνες για τον τομέα αυτόν πλήρη αυτονομία στον τομέα της παραγωγής και σε εμπορικά, βιομηχανικά και διαχειριστικά θέματα. Ισχυρίζονται ακόμη, κατ’ ουσίαν, ότι ο διευθύνων σύμβουλος της Coopbox Group ορίζει ανεξάρτητα τις εταιρικές πολιτικές εμπορικής και στρατηγικής διαχείρισης.

70      Εξάλλου, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η CCPL είναι συνεταιριστική εταιρία που ενεργεί κυρίως ως μέτοχος και κατέχει συμμετοχές στις εταιρίες εκμετάλλευσης μέσω της CCPL SpA, της οποίας ο ρόλος ως ελεγχόμενης εταιρίας χαρτοφυλακίου δεν συνεπάγεται καμία ανάμειξη στην λειτουργική και στην τρέχουσα διαχείριση των εταιριών που ελέγχει, καθώς και ότι η CCPL δεν διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην τρέχουσα διαχείριση των εταιριών του ομίλου CCPL.

71      Επιπλέον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η CCPL ήταν η επικεφαλής εταιρία ενός ομίλου εταιριών που δραστηριοποιούνταν σε έξι διαφορετικούς τομείς και ότι ούτε η Coopbox Group ούτε καμία από τις άλλες εταιρίες που εμπλέκονται στις επίμαχες παραβάσεις ενημέρωσαν ποτέ τη CCPL για παράνομες δραστηριότητες ούτε ενήργησαν με προηγούμενη έγκρισή της.

72      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι κανένα από τα τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου της CCPL που ήταν ταυτόχρονα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών του ομίλου CCPL δεν ασκούσε επιχειρησιακά καθήκοντα εντός αυτών των εταιριών ούτε συμμετείχε, άμεσα ή έμμεσα, στις συναντήσεις με ανταγωνιστικές εταιρίες.

73      Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής, η μητρική εταιρία οφείλει, στο πλαίσιο προσφυγών κατά αποφάσεως της Επιτροπής, να υποβάλει στην εκτίμηση του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης κάθε στοιχείο σχετικό με τους οργανωτικούς, οικονομικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ αυτής και της θυγατρικής της δυνάμενο να καταδείξει ότι δεν αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής, C‑155/14 P, EU:C:2016:446, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Επιπλέον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η λειτουργική ανεξαρτησία δεν αποδεικνύει, αφ’ εαυτής, ότι μια θυγατρική καθορίζει τη συμπεριφορά της στην αγορά αυτόνομα σε σχέση με τη μητρική της εταιρία. Η κατανομή καθηκόντων μεταξύ των θυγατρικών εταιριών και των μητρικών τους, και ειδικότερα το γεγονός της αναθέσεως της λειτουργικής διαχειρίσεως στην τοπική διεύθυνση μιας θυγατρικής, αποτελεί συνήθη πρακτική των μεγάλων επιχειρήσεων που αποτελούνται από πλειάδα θυγατρικών που ανήκουν, σε τελευταία ανάλυση, στην ίδια επικεφαλής εταιρία (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2014, RWE και RWE Dea κατά Επιτροπής, T‑543/08, EU:T:2014:627, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Επιπλέον, το γεγονός ότι η CCPL δεν έδινε οδηγίες στη CCPL SpA ούτε στην Coopbox Group ή στην Coopbox Eastern σχετικά με τις εν λόγω συμπράξεις ή ακόμη και ότι δεν γνώριζε τις εν λόγω συμπράξεις δεν είναι, δυνάμει της νομολογίας, αυτό καθεαυτό, ικανό να ανατρέψει το τεκμήριο της αποφασιστικής επιρροής (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Ori Martin και SLM κατά Επιτροπής, C‑490/15 P και C‑505/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:678, σκέψεις 59 και 60).

76      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι –πάντως μη αποδεδειγμένοι– ισχυρισμοί, κατά τους οποίους η CCPL διέκοψε κάθε δραστηριότητα διαχείρισης στον τομέα της συσκευασίας τροφίμων και παραχώρησε στις εταιρίες του ομίλου CCPL που ήταν υπεύθυνες για αυτόν τον τομέα πλήρη αυτονομία, χωρίς η ίδια ή η CCPL SpA να διαδραματίζουν οιονδήποτε ενεργό ρόλο στην τρέχουσα διαχείριση της Coopbox Group και της Coopbox Eastern, δεν δύνανται να ανατρέψουν το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής.

77      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης εκτιμά ότι η εκπροσώπηση της μητρικής εταιρίας στα όργανα διοικήσεως της θυγατρικής της συνιστά πρόσφορο στοιχείο για την απόδειξη της άσκησης πραγματικού ελέγχου επί της εμπορικής πολιτικής της (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Socitrel και Companhia Previdente κατά Επιτροπής, T‑413/10 και T‑414/10, EU:T:2015:500, σκέψη 213 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι τα τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου της CCPL που ήταν ταυτόχρονα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών του ομίλου CCPL δεν είχαν επιχειρησιακό ρόλο πρέπει να απορριφθούν.

79      Για τον ίδιο λόγο, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο κανένα εκ των εγγράφων της δικογραφίας της παρούσας διαδικασίας δεν περιείχε στοιχεία για την εμπλοκή αυτών των μελών του διοικητικού συμβουλίου της CCPL στις δραστηριότητες διαχείρισης οποιασδήποτε από τις εταιρίες του ομίλου CCPL.

80      Τρίτον, το γεγονός ότι η CCPL ήταν η επικεφαλής εταιρία ενός ομίλου επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν σε έξι διαφορετικούς τομείς δεν εμποδίζει να της καταλογιστούν οι παραβάσεις της Coopbox Group και της Coopbox Eastern, δεδομένου ότι μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία ευθύνη για παράβαση της θυγατρικής, ακόμη και όταν στον όμιλο υπάρχουν πολλές εταιρίες εκμετάλλευσης (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑343/06, EU:T:2012:478, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Κατόπιν των ανωτέρω, τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, αυτά καθεαυτά, δεν επαρκούν για να ανατρέψουν το τεκμήριο που εφάρμοσε η Επιτροπή σύμφωνα με το οποίο η CCPL ασκούσε αποφασιστική επιρροή στις εταιρίες του ομίλου CCPL.

82      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος θεμελιώνεται σε παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης

83      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στις αρχές της αναλογικότητας, της επιείκειας, της εξατομίκευσης και διαβάθμισης των προστίμων, του ορθολογισμού και της ίσης μεταχείρισης, καθόσον η Επιτροπή εφάρμοσε χωριστά, για κάθε παράβαση, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που έχει καθοριστεί στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και καθόσον η εν λόγω μέθοδος εφαρμογής του ανώτατου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών οδήγησε την Επιτροπή να τους επιβάλει πρόστιμα πολύ υψηλότερα από τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

84      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

85      Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά την εφαρμογή στην προσβαλλόμενη απόφαση του ανωτάτου ορίου του 10 % χωριστά για κάθε παράβαση, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για κάθε επιχείρηση που συμμετείχε στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

86      Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία, ο χαρακτηρισμός ορισμένων παράνομων ενεργειών ως αποτελουσών μία και την αυτή παράβαση ή πολλές χωριστές παραβάσεις έχει, κατ’ αρχήν, συνέπειες επί της κύρωσης που μπορεί να επιβληθεί, καθόσον η διαπίστωση της ύπαρξης πολλών χωριστών παραβάσεων μπορεί να επισύρει την επιβολή πολλών χωριστών προστίμων, κάθε φορά εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, δηλαδή τηρουμένου του ανωτάτου ορίου του 10 % επί του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά το προγενέστερο της έκδοσης της απόφασης οικονομικό έτος (βλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2014, AC-Treuhand κατά Επιτροπής, T‑27/10, EU:T:2014:59, σκέψη 230 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87      Επίσης, η Επιτροπή μπορεί να διαπιστώσει, με μία απόφαση, δύο χωριστές παραβάσεις και να επιβάλει δύο πρόστιμα, το συνολικό ποσό των οποίων υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 10 % που ορίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, εφόσον το ποσό του κάθε προστίμου δεν υπερβαίνει το εν λόγω όριο. Συγκεκριμένα, δεν έχει σημασία, για την εφαρμογή του εν λόγω ορίου του 10 %, αν η επιβολή κυρώσεων για διαφορετικές παραβάσεις των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ένωσης γίνεται στο πλαίσιο μίας μόνο διαδικασίας ή χωριστών διαδικασιών, που δεν συμπίπτουν χρονικά, καθώς το ανώτατο όριο του 10 % εφαρμόζεται για κάθε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2014, AC‑Treuhand κατά Επιτροπής, T‑27/10, EU:T:2014:59, σκέψεις 231 και 232).

88      Δεδομένου ότι η εφαρμογή του ανώτατου ορίου του 10 % χωριστά για κάθε παράβαση είναι σύμφωνη με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όπως αυτό ερμηνεύεται από τη νομολογία, το εν λόγω επιχείρημα των προσφευγουσών δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στις αρχές της αναλογικότητας, της επιείκειας, της εξατομίκευσης και διαβάθμισης του προστίμου, του ορθολογισμού και της ίσης μεταχείρισης.

89      Όσον αφορά, δεύτερον, το ποσοστό που εκφράζει τη σχέση του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου με τον συνολικό κύκλο εργασιών τους, το οποίο είναι σαφώς μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, δεν συντρέχει παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης στην περίπτωση που, κατ’ εφαρμογήν της προβλεπόμενης στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 μεθόδου υπολογισμού των προστίμων, επιβάλλεται σε μια επιχείρηση πρόστιμο που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνολικού κύκλου εργασιών της, σε σύγκριση με τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις λοιπές επιχειρήσεις. Πράγματι, η εμφάνιση διαφορών μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του συνολικού κύκλου εργασιών και του ποσού των επιβαλλόμενων σε αυτές προστίμων είναι σύμφυτη με την ως άνω μέθοδο υπολογισμού, η οποία δεν στηρίζεται στον συνολικό κύκλο εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 64).

90      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, να βεβαιώνεται, σε περίπτωση επιβολής προστίμων σε πλείονες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων αντικατοπτρίζουν τις διαφορές μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών τους (βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Όσον αφορά την προβαλλόμενη από τις προσφεύγουσες παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, επισημαίνεται ότι η διαφορά του ποσοστού του συνολικού κύκλου εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο οποίο αντιστοιχεί το πρόστιμο δεν αποτελεί αφ’ εαυτής επαρκή λόγο για να δικαιολογήσει παρέκκλιση της Επιτροπής από τη μέθοδο υπολογισμού που η ίδια θέσπισε. Πράγματι, κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ευνοούνταν ορισμένες επιχειρήσεις βάσει ενός κριτηρίου το οποίο δεν σχετίζεται με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως. Όσον αφορά όμως τον καθορισμό του ποσού του προστίμου δεν επιτρέπονται διακρίσεις, με την εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού, μεταξύ των επιχειρήσεων που μετείχαν σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική αντίθετη προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Croup κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92      Συνεπώς η ύπαρξη των προβαλλόμενων διαφορών μεταξύ, αφενός, της σχέσης των προστίμων που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες με τον συνολικό κύκλο εργασιών τους και, αφετέρου, της σχέσης των προστίμων που επιβλήθηκαν στις άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις με τον δικό τους κύκλο εργασιών δεν είναι ικανή να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης.

93      Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο το χαμηλό ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στις εταιρίες του ομίλου Vitembal στην απόφαση του 2015 καταδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, C‑580/12 P, EU:C:2014:2363, σκέψη 51).

94      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε διαφορετικές μεθόδους υπολογισμού στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, το μόνο στοιχείο που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, το οποίο αφορά το συνολικό ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στις εμπλεκόμενες οντότητες σε σχέση με τον αντίστοιχο συνολικό κύκλο εργασιών τους, είναι, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 92 ανωτέρω, ανεπαρκές για να τεκμηριωθεί η προβαλλόμενη διάκριση. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν επικαλέστηκαν κανένα άλλο στοιχείο σχετικά με τις πραγματικές και νομικές συνθήκες που φέρεται να έλαβε υπόψη η Επιτροπή στο πλαίσιο του υπολογισμού του ύψους των προστίμων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν απέδειξαν ότι η οικονομική κατάσταση των άλλων εμπλεκομένων εταιριών και, ειδικότερα, των εταιριών του ομίλου Vitembal ήταν συγκρίσιμη με τη δική τους κατάσταση και επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που αναφέρεται στη σκέψη 93 ανωτέρω, το επιχείρημά τους πρέπει να απορριφθεί.

95      Κατόπιν των ανωτέρω, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας χωριστά, για κάθε παράβαση, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που καθορίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

96      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος θεμελιώνεται, κατ’ ουσίαν, σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολόγησης και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της ικανότητας καταβολής προστίμου των προσφευγουσών

97      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ανεπαρκή αιτιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής αναφορικά με την εκτίμηση της ικανότητάς τους για καταβολή προστίμου και της προσάπτουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της ικανότητας αυτής.

98      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

99      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το σημείο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 ορίζει, υπό τον τίτλο «Ικανότητα καταβολής προστίμου» τα εξής:

«Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, εφόσον αυτό της ζητηθεί, να συνεκτιμήσει την αδυναμία της επιχείρησης να πληρώσει το πρόστιμο σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Η Επιτροπή δεν θα βασίζει καμία μείωση του προστίμου που χορηγείται για αυτό τον λόγο στην απλή διαπίστωση μιας προβληματικής ή ελλειμματικής οικονομικής κατάστασης. Μία τέτοια μείωση θα μπορεί να χορηγείται μόνο βάσει αντικειμενικών αποδείξεων ότι η επιβολή του προστίμου, σύμφωνα με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της.»

100    Κατά πάγια νομολογία, θεσπίζοντας κανόνες συμπεριφοράς όπως οι κατευθυντήριες γραμμές και αναγγέλλοντας, με τη δημοσίευσή τους, ότι θα τους εφαρμόζει εφεξής στις περιπτώσεις που αφορούν οι κανόνες αυτοί, η Επιτροπή αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της οικείας εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες, άλλως υπάρχει ενδεχόμενο να ακυρωθούν οι πράξεις της, λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10, EU:T:2015:515, σκέψη 287 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

101    Επιπλέον, το πρόστιμο μπορεί να μειωθεί δυνάμει του σημείου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές. Ειδικότερα, αφενός, πρέπει να αποδειχθεί ότι το επιβαλλόμενο πρόστιμο «θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της». Αφετέρου, πρέπει επίσης να αποδειχθεί η ύπαρξη ενός «συγκεκριμένου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου». Πρέπει να υπομνησθεί εξάλλου ότι τα δύο αυτά σύνολα προϋποθέσεων διαμορφώθηκαν προηγουμένως από τη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10, EU:T:2015:515, σκέψη 288).

102    Όσον αφορά το πρώτο σύνολο προϋποθέσεων, έχει κριθεί ότι η Επιτροπή δεν έχει, κατ’ αρχήν, την υποχρέωση να λάβει υπόψη, κατά τον καθορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα την παροχή αδικαιολόγητου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις εκείνες οι οποίες έχουν σε μικρότερο βαθμό προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της αγοράς (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10, EU:T:2015:515, σκέψη 289 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

103    Πράγματι, αν αυτό γινόταν δεκτό, θα υπήρχε το ενδεχόμενο οι επιχειρήσεις αυτές να ευνοηθούν εις βάρος άλλων περισσότερο αποτελεσματικών και καλύτερα διοικούμενων επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η απλή διαπίστωση μιας δυσμενούς ή ελλειμματικής οικονομικής καταστάσεως της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως δεν αρκεί προς θεμελίωση αιτήσεως να λάβει η Επιτροπή υπόψη την έλλειψη ικανότητας καταβολής προστίμου προκειμένου να της μειώσει το πρόστιμο (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10, EU:Τ:2015:515, σκέψη 290).

104    Επίσης, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένα μέτρο λαμβανόμενο από αρχή της Ένωσης να προκαλέσει την πτώχευση ή την εκκαθάριση επιχειρήσεως. Καίτοι μια τέτοια ενέργεια ενδέχεται να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα των ιδιοκτητών ή των μετόχων, τούτο δεν σημαίνει εντούτοις ότι τα προσωπικά, υλικά ή άυλα, στοιχεία που συνθέτουν την επιχείρηση θα χάσουν επίσης την αξία τους (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10, EU:Τ:2015:515, σκέψη 291 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι μόνον το ενδεχόμενο απώλειας της αξίας προσωπικών στοιχείων, υλικών ή άυλων, που συνθέτουν την επιχείρηση, δηλαδή στοιχείων του ενεργητικού της, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη συνεκτίμηση, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, του ενδεχομένου πτωχεύσεώς της ή εκκαθαρίσεώς της, κατόπιν επιβολής αυτού του προστίμου (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10, EU:Τ:2015:515, σκέψη 292 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

106    Πράγματι, η εκκαθάριση μιας εταιρίας δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την εξαφάνιση της εν λόγω επιχειρήσεως. Η επιχείρηση μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται, είτε σε περίπτωση ανακεφαλαιοποιήσεως της εταιρίας είτε σε περίπτωση συνολικής αναλήψεως των στοιχείων του ενεργητικού της από άλλη οντότητα. Μια τέτοια ανάληψη μπορεί να γίνει είτε κατόπιν εκούσιας εξαγοράς είτε κατόπιν αναγκαστικής πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρίας με συνέχιση της δραστηριότητάς της (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10, EU:T:2015:515, σκέψη 293).

107    Συνεπώς, η αναφορά που γίνεται στο σημείο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της επιχειρήσεως πρέπει να νοηθεί ως αναφορά σε κατάσταση στην οποία εμφανίζεται ως απίθανη ή ως αδύνατη η ανάληψη της επιχειρήσεως υπό τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν στη σκέψη 106 ανωτέρω. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα στοιχεία του ενεργητικού της επιχειρήσεως θα προσφερθούν προς πώληση χωριστά και είναι πιθανόν πολλά εξ αυτών να μη βρουν αγοραστή ή, στην καλύτερη περίπτωση, να πωληθούν σε τιμή σημαντικά μειωμένη (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10, EU:Τ:2015:515, σκέψη 294 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

108    Όσον αφορά το δεύτερο σύνολο προϋποθέσεων, το σχετικό με την ύπαρξη συγκεκριμένου οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου, δι’ αυτού νοούνται, κατά τη νομολογία, οι συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η καταβολή του προστίμου, ιδίως όσον αφορά την αύξηση της ανεργίας ή την επιδείνωση οικονομικών τομέων ευρισκομένων ανάντη ή κατάντη της οικείας επιχειρήσεως (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10, EU:Τ:2015:515, σκέψη 295 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Συνεπώς, αν συντρέχουν οι σωρευτικές προϋποθέσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω, η επιβολή προστίμου που ενδεχομένως θα προκαλούσε την εξαφάνιση επιχειρήσεως θα ερχόταν σε αντίθεση με τον επιδιωκόμενο με τη διάταξη του σημείου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 σκοπό. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συνιστά, επομένως, συγκεκριμενοποίηση της αρχής της αναλογικότητας που διέπει τις επιβαλλόμενες για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού κυρώσεις (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑393/10, EU:Τ:2015:515, σκέψη 296 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

110    Υπό το φως αυτών των αρχών πρέπει να εκτιμηθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

111    Εν προκειμένω, στο σημείο 3.4.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή, αφού προέβη σε οικονομική και χρηματοοικονομική ανάλυση της ικανότητας πληρωμής προστίμων των προσφευγουσών και της επιπτώσεως ενδεχόμενου προστίμου στην οικονομική τους βιωσιμότητα, διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 90 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, παρά τους χαμηλούς δείκτες φερεγγυότητας και κερδοφορίας του ομίλου CCPL και του υψηλού συνολικού ποσού των επίδικων προστίμων σε σχέση με το μέγεθος του ομίλου, ο όμιλος CCPL διέθετε επαρκή ρευστότητα για να καταβάλει το συνολικό ποσό των εν λόγω προστίμων και ότι η πιθανότητα να απειληθεί η οικονομική του βιωσιμότητα αυτή καθεαυτήν ήταν χαμηλή.

112    Η Επιτροπή, προς στήριξη της διαπίστωσής της σχετικά με την ύπαρξη επαρκούς ρευστότητας, ανέφερε κατ’ αρχάς, στην αιτιολογική σκέψη 90, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης ότι, κατά τα έτη 2018 και 2019, ο όμιλος CCPL είχε παρουσιάσει σημαντικά ταμειακά υπόλοιπα ύψους 18,6 εκατομμυρίων ευρώ και 22,8 εκατομμυρίων ευρώ, αντιστοίχως. Στην αιτιολογική σκέψη 90, στοιχείο βʹ, της εν λόγω απόφασης, ανέφερε ότι το μέσο ταμειακό υπόλοιπο του ομίλου κατά την περίοδο 2014-2018, δηλαδή περίπου το 11,6 % του μέσου ετήσιου κύκλου εργασιών του ομίλου, αποτελούσε καλή ένδειξη βάσει της οποίας μπορούσε να συναχθεί ότι το επίπεδο ρευστότητας ήταν επαρκές για την κάλυψη των βραχυπρόθεσμων δεσμεύσεων και εξόδων, για τη διασφάλιση της συνέχισης της ασκούμενης δραστηριότητας και την αποφυγή προσωρινών ελλείψεων ρευστότητας. Στην αιτιολογική σκέψη 90, στοιχείο γʹ, της εν λόγω απόφασης, ανέφερε ότι το ίδιο συμπέρασμα μπορούσε να συναχθεί με βάση τον λόγο μεταξύ ταμειακών υπολοίπων και πωλήσεων. Στην αιτιολογική σκέψη 90, στοιχείο δʹ, της ίδιας απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι, δεδομένου ότι τις περισσότερες φορές τα ταμειακά διαθέσιμα κατείχαν οι εταιρίες χαρτοφυλακίου του εν λόγω ομίλου, οι οποίες ουσιαστικά δεν είχαν προσωπικό και πραγματοποιούσαν πολύ χαμηλό κύκλο εργασιών, θα ήταν απίθανο η καταβολή του προστίμου από τα διαθέσιμα σε επίπεδο ομίλου να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα των δύο βασικών εταιριών εκμετάλλευσης του ομίλου. Στην αιτιολογική σκέψη 90, στοιχείο εʹ της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή τόνισε ότι η CCPL δεν είχε αναφέρει, στις παρατηρήσεις και τις απαντήσεις της, καμία ειδική ανάγκη ρευστότητας για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που προέκυψαν από την πανδημία του Covid-19 ούτε για την τήρηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης για την περίοδο 2020-2023. Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 90, στοιχείο στʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι, μολονότι είχε ζητήσει ρητά από τη CCPL να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με την ικανότητα του ομίλου να κινητοποιήσει οικονομικούς πόρους για την πληρωμή των προστίμων, εκείνη δεν είχε απαντήσει ούτε είχε αναφέρει τον λόγο για τον οποίο δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα σε επίπεδο ομίλου για την εν λόγω πληρωμή. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή προσέθεσε ότι έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη το ποσό των 5 942 084 ευρώ που είχε επιστρέψει στη CCPL στις 7 Οκτωβρίου 2019, σε εκτέλεση της απόφασης της 11ης Ιουλίου 2019, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑522/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:500).

 Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο θεμελιώνεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

113    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία για την παράλειψη συνεκτίμησης του αρνητικού καθαρού κεφαλαίου κινήσεώς τους, για την επάρκεια της ταμειακής ρευστότητας του ομίλου CCPL παρά τις σημαντικές οφειλές του, για την επίπτωση των προβλέψεων που παρασχέθηκαν αναφορικά με την Coopbox Group και την Coopbox Eastern στο ζήτημα της ρευστότητας ούτε για την ανάλυση που οι προσφεύγουσες συμπεριέλαβαν στην απάντησή τους επί του πέμπτου αιτήματος παροχής πληροφοριών ως προς το αν μπορούσαν να επωμισθούν το πρόστιμο.

114    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

115    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία την οποία επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως και να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξης, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Philips κατά Επιτροπής, T‑92/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:605, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

116    Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 90 της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 112 ανωτέρω, η Επιτροπή αιτιολόγησε με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν την αδυναμία τους να χρησιμοποιήσουν τη ρευστότητα του ομίλου CCPL προς πληρωμή των προστίμων, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητά τους. Η δε εκτίμηση της Επιτροπής ως προς τις προβλέψεις σχετικά με τη ρευστότητα των Coopbox Group και Coopbox Eastern προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 86 και 92 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες επαναλαμβάνουν εν μέρει τις πληροφορίες που παρείχαν οι προσφεύγουσες με την απάντησή τους στο πέμπτο αίτημα πληροφοριών. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν έχει γενική υποχρέωση να αποφανθεί, με την απόφαση αυτή, ως προς όλα τα έγγραφα ή όλες τις πληροφορίες που ζήτησε από τα μέρη κατά τη διοικητική διαδικασία.

117    Πράγματι, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση εφ’ όλων των επιχειρημάτων που προέβαλαν ενώπιόν της οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Philips κατά Επιτροπής, Τ-92/13, μη δημοσιευθείσα, ΕU:T:2015:605, σκέψη 103, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

118    Συνεπώς, η εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την ικανότητα πληρωμής προστίμου των προσφευγουσών δεν είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

119    Επομένως, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο θεμελιώνεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της ικανότητας καταβολής προστίμου των προσφευγουσών

120    Προκαταρκτικώς, σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που αναφέρεται στις σκέψεις 102 έως 107 ανωτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της ικανότητας πληρωμής των προσφευγουσών, αυτές οφείλουν να αποδείξουν ότι, αντίθετα με ό,τι έκρινε η Επιτροπή, η καταβολή προστίμων συνολικού ύψους 9 441 000 ευρώ θα έθιγε ανεπανόρθωτα την οικονομική τους βιωσιμότητα και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού τους.

121    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι περιεχόμενες στην αιτιολογική σκέψη 90, στοιχεία αʹ, εʹ και στʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης διαπιστώσεις, σύμφωνα με τις οποίες, αφενός μεν, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν τα στοιχεία προβλέψεων που ζητήθηκαν για την περίοδο 2020-2023, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται να ληφθεί υπόψη η διαθέσιμη το 2018 και το 2019 ρευστότητα, αφετέρου δε, ο όμιλος CCPL δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα σε επίπεδο ομίλου για την πληρωμή του προστίμου, είναι ουσία αβάσιμες.

122    Κατ’ αρχάς, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν το περιεχόμενο της αλληλογραφίας τους με την Επιτροπή για να αμφισβητήσουν τη διαπίστωση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η CCPL δεν ανέφερε καμία ειδική ανάγκη ρευστότητας για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που προέκυψαν από την πανδημία του Covid-19 ούτε για την τήρηση του σχεδίου αναδιαρθρώσεως για την περίοδο 2020-2023.

123    Στη συνέχεια, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι παρείχαν στοιχεία προβλέψεων έως το 2023 για την Coopbox Group και την Coopbox Eastern, οι πωλήσεις των οποίων αντιπροσώπευαν το 94 % του ενοποιημένου κύκλου εργασιών για το οικονομικό έτος 2019, τα οποία η Επιτροπή δεν ανέλυσε.

124    Προσθέτουν δε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υπήρχαν καθόλου προβλέψεις για το σύνολο του ομίλου CCPL κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ιδίως για τον λόγο ότι οι λοιπές εταιρίες του ομίλου δεν δραστηριοποιούνταν πλέον στην αγορά, αρκούμενες να μεταβιβάζουν στοιχεία του ενεργητικού τους καθώς και να χρησιμοποιούν τα εισπραχθέντα και τα διανεμόμενα ποσά για την εξόφληση των χρεών τους στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

125    Τέλος, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν το περιεχόμενο της αλληλογραφίας τους με την Επιτροπή προκειμένου να αμφισβητήσουν τη διαπίστωση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο όμιλος CCPL ούτε απάντησε ούτε ανέφερε γιατί δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα ταμειακά διαθέσιμα σε επίπεδο ομίλου για να πληρώσει το πρόστιμο.

126    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

127    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι παρείχαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, μόνον τα στοιχεία προβλέψεων για την περίοδο 2020-2023 που αφορούσαν την Coopbox Group και την Coopbox Eastern, καθόσον τα στοιχεία προβλέψεων για ολόκληρο τον όμιλο CCPL δεν ήταν διαθέσιμα ή κρίσιμα.

128    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή το γεγονός ότι διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν παράσχει τα ενοποιημένα στοιχεία προβλέψεων που ζητήθηκαν για την περίοδο 2020-2023.

129    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι τα στοιχεία προβλέψεων για το σύνολο του ομίλου CCPL δεν ήταν κρίσιμα, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της εκτίμησης της ικανότητας πληρωμής προστίμου ενός ομίλου εταιριών, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη την οικονομική κατάσταση όλων των οντοτήτων του ομίλου στον βαθμό που οι πόροι όλων αυτών των οντοτήτων μπορούν να κινητοποιηθούν για την αντιμετώπιση προστίμων (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Rubinetteria Cisal κατά Επιτροπής, T‑368/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:460, σκέψη 118, και της 11ης Ιουλίου 2019, Italmobiliare κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑523/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:499, σκέψεις 180 έως 182).

130    Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, στα τέλη του 2019 το 96 % της ρευστότητας του ομίλου CCPL βρισκόταν εκτός της Coopbox Group και της Coopbox Eastern.

131    Επομένως, αντίθετα με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τα στοιχεία προβλέψεων που σχετίζονται με τις εταιρίες του ομίλου εκτός της Coopbox Group και της Coopbox Eastern, ιδίως εκείνα που αφορούν τη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού τους, ήταν κρίσιμα για την εκτίμηση της ικανότητας καταβολής προστίμου του ομίλου CCPL.

132    Για τον ίδιο λόγο, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι πόροι της CCPL SpA δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για την αξιολόγηση της ικανότητος πληρωμής προστίμου του ομίλου CCPL στο μέτρο που η εταιρία αυτή δεν ήταν αποδέκτης της προσβαλλόμενης απόφασης.

133    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, επιπροσθέτως, ότι από τις απαντήσεις τους στα αιτήματα παροχής πληροφοριών προκύπτει ότι οι οικονομικοί πόροι του ομίλου CCPL δεν μπορούσαν να κινητοποιηθούν για την πληρωμή του προστίμου. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απάντηση των προσφευγουσών της 31ης Ιουλίου 2020 στο πέμπτο αίτημα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Α.22 και μνημονεύεται από αυτές, περιορίζεται να εκθέσει την κατάσταση του τραπεζικού χρέους και του καθαρού ενεργητικού τους καθώς επίσης και μια εκτίμηση της κερδοφορίας, της κεφαλαιοποίησης, της φερεγγυότητας και της ταμειακής ρευστότητας του ομίλου CCPL, χωρίς να παρουσιάζει τους λόγους για τους οποίους οι προσφεύγουσες θεωρούσαν ότι τα ταμειακά διαθέσιμα και οι πόροι του ομίλου CCPL δεν μπορούσαν να διατεθούν για την πληρωμή των προστίμων λόγω του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

134    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαπίστωση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο όμιλος CCPL δεν ανέφερε τον λόγο για τον οποίο δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα ταμειακά διαθέσιμα σε επίπεδο ομίλου για την πληρωμή του προστίμου ενέχει πλάνη περί τα πράγματα.

135    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες προκειμένου να αποδείξουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως επειδή η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εσφαλμένες διαπιστώσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, αναφέροντας στην εν λόγω απόφαση ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν προσκομίσει τις ενοποιημένες προβλέψεις που ζητήθηκαν για την περίοδο 2020-2023 και ότι ο όμιλος CCPL δεν είχε εξηγήσει γιατί δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα ταμειακά διαθέσιμα σε επίπεδο ομίλου για την πληρωμή του προστίμου.

136    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα ταμειακά υπόλοιπα του ομίλου CCPL για τα οικονομικά έτη 2018 και 2019, χωρίς να λάβει υπόψη τις οφειλές του και το γεγονός ότι τα χρήματα αυτά δεν ήταν δυνατόν να διατεθούν για άλλους σκοπούς εκτός από την επιβαλλόμενη από το σχέδιο αναδιάρθρωσης αποπληρωμή των χρεών του, ενώ τα στοιχεία αυτά που καταδεικνύουν επίπεδο παθητικού πολύ υψηλότερο του ενεργητικού είχαν παρουσιαστεί λεπτομερώς κατά τη διοικητική διαδικασία.

137    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το να ληφθεί υπόψη το μέσο ταμειακό υπόλοιπο από το 2014 έως το 2018 θα ήταν επίσης εσφαλμένο, δεδομένου ότι τα εν λόγω ταμειακά διαθέσιμα δεν αφορούσαν κεφάλαια που θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν άμεσα και ελεύθερα και έπρεπε να διατεθούν προς εξόφληση των οφειλών τους λόγω των υποχρεώσεών τους βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

138    Για την ίδια αιτία, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη, καθόσον στηρίζεται στον λόγο ταμειακού υπολοίπου/πωλήσεων για την απόδειξη της ύπαρξης ρευστότητας, χάρη στην οποία είναι δυνατόν να πληρωθούν τα πρόστιμα.

139    Συγκεκριμένα, ο όμιλος CCPL περιλαμβάνει πλέον μόνο εταιρίες χαρτοφυλακίου ή ελεγχόμενες εταιρίες χαρτοφυλακίου που δεν δραστηριοποιούνται στην αγορά, άλλες εταιρίες χωρίς δραστηριότητα που ασχολούνται μόνο με την εκποίηση των ακινήτων τους, οι οποίες παράγουν ρευστότητα, σχεδόν αποκλειστικά, εκποιώντας τα στοιχεία του ενεργητικού τους σε εκτέλεση του σχεδίου αναδιάρθρωσης, και δύο μόνο εταιρίες εκμετάλλευσης (τις Coopbox Group και Coopbox Eastern), οι οποίες είναι οι μόνες που δημιουργούν λειτουργικά κεφάλαια από μια συνήθη δραστηριότητα πώλησης αγαθών και υπηρεσιών σε τρίτους πελάτες.

140    Αφενός, οι προσφεύγουσες δηλώνουν ότι η ρευστότητα που προέκυψε από εκποίηση των στοιχείων του ενεργητικού δεν μπορεί να διατεθεί, δεδομένου ότι προορίζεται για την εξόφληση του χρέους σε εκτέλεση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και ότι η ρευστότητα που παρήχθη από τις εταιρίες εκμετάλλευσης ανήλθε μόνο σε 1,4 εκατομμύρια ευρώ.

141    Αφετέρου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι βάσει του λόγου ταμειακού υπολοίπου/πωλήσεων δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η ικανότητα κάλυψης ταμειακών αναγκών, δεδομένου ότι η ρευστότητα εξαρτάται από τη συγκεκριμένη δυνατότητα εκποίησης των υπολειπόμενων στοιχείων του ενεργητικού, από την υποχρέωση υπαγωγής του συνόλου σχεδόν των εκποιήσεων στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, καθώς και από τον μικρό αριθμό και την έλλειψη ελκυστικότητας των στοιχείων του ενεργητικού που μπορούν ακόμη να εκποιηθούν.

142    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

143    Επ ’αυτού, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 135 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν τα ενοποιημένα στοιχεία προβλέψεων που ζητήθηκαν για την περίοδο 2020-2023 και δεν ανέφεραν τον λόγο για τον οποίο δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα ταμειακά διαθέσιμα σε επίπεδο ομίλου, ώστε να πληρώσουν τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση.

144    Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή το γεγονός ότι έλαβε υπόψη τα ταμειακά υπόλοιπα του ομίλου CCPL για τις χρήσεις 2018 και 2019 χωρίς να συνεκτιμήσει τα χρέη του ομίλου και την αδυναμία διάθεσης της εν λόγω ρευστότητας για άλλους σκοπούς πέραν της επιβαλλόμενης από το σχέδιο αναδιάρθρωσης αποπληρωμής των χρεών.

145    Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 102 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν έχει, κατ’ αρχήν, την υποχρέωση να λάβει υπόψη, κατά τον καθορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα την παροχή αδικαιολόγητου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις εκείνες οι οποίες έχουν σε μικρότερο βαθμό προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της αγοράς.

146    Επομένως, σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η ύπαρξη στοιχείων που αποδεικνύουν ότι το παθητικό είναι πολύ υψηλότερο από το ενεργητικό δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να καταδείξει ότι η επιβολή προστίμων θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και θα μπορούσε να οδηγήσει στην απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού τους κατά την έννοια του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

147    Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το ύψος των οφειλών των προσφευγουσών στο πλαίσιο της εκτίμησής της σχετικά με την ικανότητά τους πληρωμής προστίμων.

148    Τρίτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την πληρωμή του προστίμου όλοι οι πόροι που παρέμειναν εκτός του σχεδίου αναδιάρθρωσης, συμπεριλαμβανομένων του ποσού των 5 942 084 ευρώ που επέστρεψε η Επιτροπή και αναφέρεται στη σκέψη 12 ανωτέρω, του προϊόντος της πώλησης της Erzelli Energia Srl (το οποίο εκτιμήθηκε στην αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλόμενης απόφασης σε 1,4 εκατομμύρια ευρώ), καθώς και του προϊόντος της πώλησης των συμμετοχών της Refincoop Srl σε περίπτωση εταιρικής μεταβίβασης.

149    Συγκεκριμένα, κατ’ ουσίαν, αυτοί οι πόροι που παρέμειναν εκτός σχεδίου ήταν, κατά τις προσφεύγουσες, τα μόνα διαθέσιμα ποσά για να εξασφαλιστεί η επιβίωση της Coopbox Group και της Coopbox Eastern, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να κάνουν επενδύσεις λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης.

150    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν επίσης ότι τα μόνα ταμειακά διαθέσιμα που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, τα οποία εκτιμήθηκαν για την περίοδο 2020-2023 σε 1,8 εκατομμύρια ευρώ, ήταν αυτά που παρήχθησαν από τις δύο μοναδικές εταιρίες εκμετάλλευσης του ομίλου CCPL, δηλαδή την Coopbox Group και την Coopbox Eastern, οι οποίες είχαν εξαιρετικά περιορισμένη ικανότητα δημιουργίας ταμειακών ροών ικανών να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς άλλους πέραν της λειτουργικής διαχείρισης. Οι προσφεύγουσες αναφέρουν συναφώς ότι τα ταμειακά διαθέσιμα της Coopbox Group και της Coopbox Eastern δεν επαρκούν για να καλύψουν τις πράξεις τρέχουσας διαχείρισης των εν λόγω εταιριών.

151    Κατά την άποψή τους, η πληρωμή των προστίμων, ιδίως μέσω της χρήσης πόρων που δεν καλύπτονται από το σχέδιο αναδιάρθρωσης, θα εμπόδιζε τις εταιρίες αυτές να αντιμετωπίσουν ορισμένα απαραίτητα λειτουργικά έξοδα, αλλά και να πραγματοποιήσουν επενδύσεις απαραίτητες για τον εκσυγχρονισμό των εργοστασίων τους, για την εξέλιξη των τεχνολογιών τους και για την επιβίωσή τους.

152    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη διαπίστωση της Επιτροπής, που διατυπώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 90, στοιχείο δʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η πληρωμή του προστίμου μέσω των ταμειακών διαθεσίμων σε επίπεδο ομίλου είναι απίθανο να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα των δύο βασικών εταιριών εκμετάλλευσης του ομίλου.

153    Πρώτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι τα ταμειακά διαθέσιμα στις 31 Δεκεμβρίου 2019 αντιπροσωπεύουν μόλις το ένα έκτο του χρηματοοικονομικού και μόνο χρέους, στο οποίο πρέπει να προστεθεί το μη χρηματοοικονομικό χρέος, συμπεριλαμβανομένων των χρεών προς προμηθευτές.

154    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες σημειώνουν ότι το σύνολο σχεδόν του ομίλου CCPL αποτελείται από εταιρίες που δεν δραστηριοποιούνται πλέον στην αγορά, δεν παράγουν εισόδημα και αφιερώνουν τα πολύ περιορισμένα διαθέσιμά τους στις τρέχουσες εργασίες με σκοπό την ολοκλήρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

155    Τρίτον, το γεγονός ότι οι δύο εταιρίες εκμετάλλευσης (Coopbox Group και Coopbox Eastern) έχουν χρηματοοικονομικά χρέη υπερδεκαπλάσια της αξίας των ταμειακών διαθεσίμων τους, τα οποία δεν επαρκούν για να καλύψουν τις τρέχουσες διαχειριστικές πράξεις, καθιστά αναγκαίες τις εισφορές μετρητών εκ μέρους της CCPL, με αποτέλεσμα η χρήση των ταμειακών διαθεσίμων των εταιριών χαρτοφυλακίου για την πληρωμή του προστίμου να βλάπτει κατ’ ανάγκη την κερδοφορία των Coopbox Group και Coopbox Eastern.

156    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

157    Συναφώς, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 101 ανωτέρω, για να χορηγηθεί μείωση του προστίμου σύμφωνα με το σημείο 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, πρέπει να αποδειχθεί ότι το επιβληθέν πρόστιμο θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια κάθε αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της.

158    Δεδομένου ότι μείωση του προστίμου μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο όταν αποσκοπεί στο να αποφευχθεί να τεθεί ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο η οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και να απολεσθεί κάθε αξία των στοιχείων του ενεργητικού της, η πρόθεση πραγματοποίησης επενδύσεων που προορίζονται για την ανάπτυξη των εταιριών εκμετάλλευσης του ομίλου CCPL ή πληρωμών που αποσκοπούν στο να μη θιγεί η κερδοφορία τους δεν μπορεί κατ’ αρχήν να δικαιολογήσει μια τέτοια μείωση.

159    Πράγματι, οι προσφεύγουσες δεν ισχυρίστηκαν ότι οι εν λόγω επενδύσεις ήταν αναγκαίες για τη λειτουργία τους και ότι η αναβολή των επενδύσεων θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα των εμπλεκομένων εταιριών. Το ίδιο ισχύει και για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται για να μη θιγεί η κερδοφορία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

160    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών σύμφωνα με το οποίο ήταν αναγκαία η διάθεση των πόρων που δεν καλύπτονταν από το σχέδιο αναδιάρθρωσης για την πραγματοποίηση επενδύσεων προς όφελος της Coopbox Group και της Coopbox Eastern, προκειμένου να διασφαλιστεί η λειτουργία τους ή η κερδοφορία τους.

161    Ομοίως, απορριπτέα είναι τα επιχειρήματα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, επειδή δεν έλαβε υπόψη το αρνητικό καθαρό κεφάλαιο κίνησης του ομίλου CCPL, επειδή έκρινε ότι η πρόβλεψη 16,4 εκατομμυρίων ευρώ που αναφέρεται στον προϋπολογισμό του 2018 για την πληρωμή των προστίμων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέα ρευστότητα, ή σχετικά με τη μεγαλύτερη επίπτωση που έχουν τα πρόστιμα, ως προς τη σχετική αξία τους, στον κύκλο εργασιών των προσφευγουσών, σε σύγκριση με τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν με την απόφαση του 2015.  

162    Πράγματι, τα στοιχεία τα οποία προσδιόρισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 90 της προσβαλλόμενης απόφασης και τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 112 ανωτέρω, όπως τα ταμειακά υπόλοιπα για το 2018 και το 2019 που ανέρχονταν αντιστοίχως σε 18,6 εκατομμύρια ευρώ και 22,8 εκατομμύρια ευρώ και το μέσο ταμειακό υπόλοιπο κατά την περίοδο 2014-2018, ήτοι περίπου το 11,6 % του μέσου ετήσιου κύκλου εργασιών του ομίλου, στοιχεία που δεν αμφισβήτησαν λυσιτελώς οι προσφεύγουσες, αποτελούν, όπως θεώρησε και η Επιτροπή, μια καλή ένδειξη από την οποία είναι δυνατόν να συναχθεί ότι το επίπεδο ρευστότητας ήταν επαρκές για να καλυφθούν οι βραχυπρόθεσμες δεσμεύσεις και δαπάνες, να διασφαλισθεί η συνέχεια της δραστηριότητας και να αποφευχθούν προσωρινές ελλείψεις ρευστότητας.

163    Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, αφού ενημερώθηκαν από την Επιτροπή για την πρόθεσή της να εκδώσει νέα απόφαση επιβολής προστίμων, οι προσφεύγουσες έλαβαν στις 7 Οκτωβρίου 2019 το ποσό των 5 942 084 ευρώ ως επιστροφή του ποσού που είχαν καταβάλει προσωρινά σε εκτέλεση της διάταξης της 15ης Δεκεμβρίου 2015, CCPL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑522/15 R, EU:T:2015:1012). Ως εκ τούτου, το επιπλέον ποσό που πρέπει να καταβληθεί ώστε να καλυφθεί το συνολικό ποσό των επίμαχων προστίμων ανέρχεται σε λιγότερο από 3,5 εκατομμύρια ευρώ.

164    Λαμβανομένης υπόψη της συνολικής χρηματοοικονομικής κατάστασης του ομίλου CCPL και ειδικότερα της ύπαρξης πόρων μη καλυπτόμενων από το σχέδιο αναδιάρθρωσης, την οποία δεν αντικρούουν λυσιτελώς οι προσφεύγουσες, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι η πληρωμή των προστίμων μπορούσε να θέσει ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα του ομίλου CCPL.

165    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι η ρευστότητα που δημιουργείται από την Coopbox Group και την Coopbox Eastern είναι ανεπαρκής για να καλύψει τις τρέχουσες διαχειριστικές πράξεις των εν λόγω εταιριών είναι ελλιπώς τεκμηριωμένος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένος από το Γενικό Δικαστήριο.

166    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, οι προσφεύγουσες ουδόλως απέδειξαν ότι, αντίθετα με ό,τι έκρινε η Επιτροπή, η καταβολή προστίμων συνολικού ύψους 9 441 000 ευρώ θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική τους βιωσιμότητα και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού τους.

167    Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

168    Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να υπολογίσει εκ νέου το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει της πραγματικής τους ικανότητας πληρωμής.

169    Εντούτοις, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες, με τα επιχειρήματα που προέβαλαν προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, δεν απέδειξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ούτε επικαλέστηκαν ουσιώδη μεταβολή της κατάστασής τους, ιδίως της οικονομικής, μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, δεν συντρέχει λόγος να ασκήσει το Γενικό Δικαστήριο την πλήρη δικαιοδοσία του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

170    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτής, περιλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι CCPL – Consorzio Cooperative di Produzione e Lavoro SC, Coopbox group SpA και Coopbox Eastern s.r.o. φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.

Παπασάββας

Costeira

Kancheva

Zilgalvis

 

      Δημητρακόπουλος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Δεκεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.