Language of document : ECLI:EU:F:2010:88

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2010

Υπόθεση F-103/09

John Allen κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό απασχολούμενο στο πλαίσιο του σχεδίου JET — Αγωγή αποζημιώσεως — Εύλογη προθεσμία — Εκπρόθεσμη άσκηση»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στην περίπτωση της Συνθήκης ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου της 106α, με την οποία ο J. Allen και άλλοι 113 ζητούν κατά κύριο λόγο να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επανορθώσει τις υλικές ζημίες που υπέστησαν λόγω του ότι δεν προσλήφθηκαν ως έκτακτοι υπάλληλοι όσον αφορά την εργασία τους στην κοινή επιχείρηση Joint European Torus (JET).

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ο προσφεύγων-ενάγων και οι λοιποί 110 των οποίων τα ονόματα εξακολουθούν να είναι καταχωρισμένα στον κατάλογο των προσφευγόντων-εναγόντων καταδικάζονται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Αίτημα ακυρώσεως της εκδοθείσας προ της ασκήσεως της αγωγής αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος αποζημιώσεως — Αίτημα μη αυτοτελές ως προς τα αιτήματα αποζημιώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Προθεσμίες — Αίτημα αποζημιώσεως απευθυνόμενο σε θεσμικό όργανο — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90)

1.      Η απόφαση θεσμικού οργάνου περί απορρίψεως αιτήματος αποζημιώσεως και η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος αποζημιώσεως αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και, ως εκ τούτου, τα αιτήματα περί ακυρώσεως των αποφάσεων αυτών δεν μπορούν να εξετασθούν αυτοτελώς σε σχέση με τα αιτήματα αποζημιώσεως. Συγκεκριμένα, οι πράξεις αυτές περιέχουν τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το στάδιο προ της ασκήσεως της αγωγής και έχουν ως αποκλειστικό αποτέλεσμα να καθιστούν δυνατή στον ζημιωθέντα την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης.

(βλ. σκέψη 22)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 14 Οκτωβρίου 2004, T‑389/02, Sandini κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑295 και II‑1339, σκέψη 56

2.      Στους υπαλλήλους και στα μέλη του λοιπού προσωπικού απόκειται να υποβάλουν στο θεσμικό όργανο, εντός εύλογης προθεσμίας, οποιοδήποτε αίτημα αποκαταστάσεως εκ μέρους της Ένωσης ζημίας που αυτή προκάλεσε, τούτο δε από του χρονικού σημείου κατά το οποίο έλαβαν γνώση της βλαπτικής κατ’ αυτούς καταστάσεως.

Η τήρηση εύλογης προθεσμίας απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, εφόσον τα νομοθετικά κείμενα δεν περιέχουν σχετική ρύθμιση, οι αρχές της ασφαλείας δικαίου ή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαγορεύουν στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να ενεργούν χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, διακυβεύοντας έτσι, μεταξύ άλλων, τη σταθερότητα κεκτημένων νομικών καταστάσεων.

Μολονότι καμία διάταξη δεν προβλέπει ρητώς ότι η αγωγή αποζημιώσεως λόγω πταισματικής ενέργειας που δεν συνιστά απόφαση υπόκειται σε προθεσμία, δεν αμφισβητείται ότι, ελλείψει ρητής προβλέψεως όσον αφορά την προθεσμία ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος επί ορισμένης κατηγορίας διαφορών, απόκειται στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να καλύψουν το κενό αυτό του νομικού καθεστώτος ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων. Προς τούτο, το δικαστήριο πρέπει να σταθμίσει, αφενός, το δικαίωμα του ενάγοντος για αποτελεσματική δικαστική προστασία, το οποίο καταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και το οποίο συνεπάγεται ότι ο πολίτης πρέπει να έχει στη διάθεσή του επαρκή προθεσμία για να εκτιμήσει τη νομιμότητα της βλαπτικής για αυτόν πράξεως ή του βλαπτικού κατ’ αυτόν γεγονότος και να προετοιμάσει το ένδικο βοήθημα που, ενδεχομένως, προτίθεται να ασκήσει, και, αφετέρου, την απαίτηση περί ασφάλειας δικαίου, βάσει της οποίας, μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας, οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης καθίστανται απρόσβλητες.

Ο συμβιβασμός μεταξύ αυτών των διαφορετικών συμφερόντων επιβάλλει, ελλείψει ρητής προβλέψεως, να άγονται οι διαφορές ενώπιον της δικαιοσύνης εντός εύλογης προθεσμίας. Ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε υποθέσεως και, ιδίως, του διακυβεύματος της υποθέσεως για τον ενδιαφερόμενο, της περιπλοκότητάς της και της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων μερών. Συναφώς, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ως συγκριτικό σημείο αναφοράς η πενταετής προθεσμία παραγραφής η οποία προβλέπεται για τις αγωγές λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης βάσει του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, μολονότι η προθεσμία αυτή δεν έχει εφαρμογή επί διαφορών μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της.

Η τήρηση εύλογης προθεσμίας και η κατ’ αναλογία εφαρμογή της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, την οποία προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σκοπούν ακριβώς να καλύψουν το κενό δικαίου και να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να μπορεί να ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως άνευ χρονικού περιορισμού, διακυβεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη σταθερότητα κεκτημένων νομικών καταστάσεων. Η χρονική διάρκεια της προθεσμίας αυτής δύναται να διασφαλίσει τη δίκαιη στάθμιση μεταξύ της απαιτήσεως περί ασφάλειας δικαίου και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των εναγόντων υπό προϋποθέσεις παρεμφερείς αυτών που ισχύουν για οποιονδήποτε πιστωτή της Ένωσης. Η προθεσμία αυτή καθιστά επίσης δυνατή την προσέγγιση της νομικής μεταχειρίσεως των ενδίκων διαφορών εξωσυμβατικής ευθύνης λόγω πταισματικής ενέργειας που δεν συνιστά απόφαση, όπως ανακύπτουν στο πλαίσιο υπαλληλικών υποθέσεων, και του γενικού νομικού καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης, η οποία υπόκειται σε πενταετή παραγραφή βάσει του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 33 έως 38, 42 και 48)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 25 Μαρτίου 1998, T‑202/97, Koopman κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑163 και II‑511, σκέψεις 24 και 25· 6 Μαρτίου 2001, T‑192/99, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2001, σ. II‑813, σκέψεις 51 έως 53· 6 Ιουλίου 2004, T‑281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑203 και II‑903, σκέψεις 46 και 47· 5 Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3381, σκέψεις 57, 60, 65, 66 και 71· 26 Ιουνίου 2009, T‑114/08 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑53 και II‑B‑1‑313, σκέψη 25

ΓΔΕΕ: 23 Μαρτίου 2010, T‑16/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψεις 33 και 34

ΔΔΔΕΕ: 1 Φεβρουαρίου 2007, F‑125/05, Τσαρνάβας κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑Α‑1‑43 και II‑Α‑1‑231, σκέψη 71