Language of document : ECLI:EU:T:2022:851

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Μηχανισμός προενταξιακής βοήθειας – Έρευνα της OLAF – Επιτόπιος έλεγχος – Παρατυπίες και παραβάσεις στις οποίες φέρεται να υπέπεσε η Επιτροπή – Δικαίωμα ακροάσεως – Ηθική βλάβη – Αιτιώδης συνάφεια»

Στην υπόθεση T‑617/17 RENV,

Vialto Consulting Kft., με έδρα τη Βουδαπέστη (Ουγγαρία), εκπροσωπούμενη από τη Σ. Παλιού και τον Α. Σκουλίκη, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου και J. Baquero Cruz καθώς και από την Α. Κατσιμέρου,

εναγομένης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, I. Reine και M. Sampol Pucurull (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: M. Zwozdziak-Carbonne, διοικητική υπάλληλος,

κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 2021,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Μαΐου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αγωγή της δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, η ενάγουσα Vialto Consulting Kft. ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των παρανομιών που διέπραξε, αφενός, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κατά τη διάρκεια ελέγχου που διενήργησε στις εγκαταστάσεις της και, αφετέρου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετά τον εν λόγω έλεγχο.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η ενάγουσα είναι εταιρία ουγγρικού δικαίου, η οποία παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε επιχειρήσεις και φορείς τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα.

3        Βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1085/2006 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού προενταξιακής βοήθειας (ΜΠΒ) (ΕΕ 2006, L 210, σ. 82), η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει τις χώρες που παρατίθενται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ του εν λόγω κανονισμού, μεταξύ των οποίων και τη Δημοκρατία της Τουρκίας, κατά τη σταδιακή τους ευθυγράμμιση με τις προδιαγραφές και τις πολιτικές της Ένωσης, περιλαμβανομένου, όπου ενδείκνυται, και του κοινοτικού κεκτημένου, με στόχο την ένταξή τους.

4        Το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) 718/2007 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή του κανονισμού 1085/2006 (ΕΕ 2007, L 170, σ. 1), προβλέπει, στο πλαίσιο των γενικών αρχών υλοποιήσεως της βοήθειας, ότι η Επιτροπή αναθέτει την αποκεντρωμένη διαχείριση ορισμένων ενεργειών στη δικαιούχο χώρα, διατηρώντας την τελική γενική ευθύνη για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού. Η αποκεντρωμένη διαχείριση καλύπτει τουλάχιστον τις προσκλήσεις υποβολής προσφορών, τη σύναψη συμβάσεων και τις πληρωμές.

5        Στις 11 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή συνήψε με τη Δημοκρατία της Τουρκίας συμφωνία-πλαίσιο για τον γενικό καθορισμό των κανόνων συνεργασίας που αφορούν τη βοήθεια δυνάμει του Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας (ΜΠΒ). Κατά το άρθρο 6 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, η Δημοκρατία της Τουρκίας είχε το καθήκον, στο πλαίσιο αποκεντρωμένης διαχειρίσεως του προγράμματος, να ορίσει τις επιχειρησιακές δομές.

6        Στις 11 Απριλίου 2011 η Επιτροπή συνήψε με τη Δημοκρατία της Τουρκίας χρηματοδοτική συμφωνία η οποία διεπόταν από το καθεστώς της αποκεντρωμένης διαχειρίσεως με εκ των προτέρων έλεγχο και εντασσόταν στο εθνικό πρόγραμμα υπέρ της Δημοκρατίας της Τουρκίας στο πλαίσιο της συνιστώσας «Παροχή βοήθειας για τη μετάβαση και για την ενίσχυση των θεσμών» του ΜΠΒ. Ως επιχειρησιακή δομή, κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού 718/2007, ορίστηκε η Central Finance and Contracts Unit (CFCU).

7        Στις 17 Δεκεμβρίου 2013 δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013/S 244‑423607), με στοιχεία αναφοράς EuropeAid/132338/D/SER/TR, προκήρυξη κλειστού διαγωνισμού για την παροχή υπηρεσιών εξωτερικού ποιοτικού ελέγχου στο πλαίσιο του έργου TR2010/0311.01 «Digitization of Land Parcel Identification System» (ψηφιοποίηση του συστήματος αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων, στο εξής: επίμαχο έργο). Αντικείμενο του διαγωνισμού ήταν η σύναψη συμβάσεως με αρχική διάρκεια 26 μηνών και με μέγιστο προϋπολογισμό 4 500 000 ευρώ. Ως αναθέτουσα αρχή οριζόταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού η CFCU.

8        Στις 19 Σεπτεμβρίου 2014 η σύμβαση την οποία αφορούσε ο επίμαχος διαγωνισμός ανατέθηκε σε κοινοπραξία (στο εξής: κοινοπραξία) με επικεφαλής την Agrotec S.p.A. (στο εξής: επικεφαλής της κοινοπραξίας) και με τη συμμετοχή πέντε μελών, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα. Η κοινοπραξία υπέγραψε με τη CFCU τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών υπ’ αριθ. TR2010/0311.01‑02/001 (στο εξής: επίμαχη σύμβαση).

9        Κατόπιν έρευνας η οποία κινήθηκε λόγω υπονοιών περί πράξεων διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του επίμαχου έργου δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 248, σ. 1), η OLAF αποφάσισε να προβεί σε ελέγχους και εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας (στο εξής: επιτόπιος έλεγχος).

10      Στις 7 Απριλίου 2016 η OLAF εξέδωσε δύο εντάλματα με τα οποία ορίζονταν οι υπάλληλοι που θα διενεργούσαν επιτόπιο έλεγχο και ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση. Σύμφωνα με τα εντάλματα αυτά, σκοπός του επιτόπιου ελέγχου ήταν να συγκεντρωθούν όσα αποδεικτικά στοιχεία είχε στην κατοχή της η ενάγουσα τα οποία αποδείκνυαν πιθανή ανάμιξή της στις πράξεις διαφθοράς ή απάτης που φέρονταν να είχαν διαπραχθεί στο πλαίσιο του επίμαχου έργου. Η ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση αποσκοπούσε ιδίως στη δημιουργία ψηφιακών εγκληματολογικών εικόνων από όλες τις ψηφιακές συσκευές της ενάγουσας οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί για τη διαχείριση του επίμαχου έργου, όπως επιτραπέζιοι υπολογιστές, φορητοί υπολογιστές, ταμπλέτες, εξωτερικές ή φορητές συσκευές αποθηκεύσεως, κινητά τηλέφωνα και άλλες συσκευές που θα μπορούσαν να έχουν σημασία για την έρευνα, εξυπηρετητές ανταλλαγής δεδομένων και ανταλλαγής αρχείων, ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των διευθυντικών στελεχών και των υπαλλήλων της ενάγουσας, λειτουργικές ηλεκτρονικές ταχυδρομικές θυρίδες οι οποίες χρησιμοποιούνταν για την εκτέλεση του επίμαχου έργου, καθώς και όσα αρχεία ή όσοι φάκελοι υπήρχαν στο δίκτυο της ενάγουσας και θα μπορούσαν να έχουν σημασία για την έρευνα.

11      Ο επιτόπιος έλεγχος και η ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση πραγματοποιήθηκαν από τις 12 έως τις 14 Απριλίου 2016. Η OLAF συνέταξε πρακτικά για καθεμία από τις ημέρες διεξαγωγής του ελέγχου. Στο πρακτικό ελέγχου για τη 14η Απριλίου 2016 σημειώθηκε ότι η ενάγουσα αρνήθηκε να παράσχει στην OLAF ορισμένες πληροφορίες. Η ενάγουσα υπέγραψε καθένα από τα πρακτικά αυτά, διατυπώνοντας, κατά περίπτωση, τα σχόλιά της.

12      Με έγγραφο της 6ης Μαΐου 2016, η ενάγουσα υπέβαλε στην OLAF καταγγελία με την οποία αμφισβητούσε ή σχολίαζε ορισμένα στοιχεία που περιέχονταν στα πρακτικά για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 11 ανωτέρω. Ειδικότερα, η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι όφειλε μεν να συνεργαστεί με την OLAF, αλλά μόνον εντός των ορίων του αντικειμένου της έρευνας που διεξήγε η τελευταία, δηλαδή όσον αφορά τη χρηματοδότηση του επίμαχου έργου, και ότι, κατά συνέπεια, ήταν υποχρεωμένη να επιτρέψει στην OLAF την πρόσβαση μόνο σε όσες πληροφορίες σχετίζονταν με το αντικείμενο της συγκεκριμένης έρευνας. Επιπλέον, η ενάγουσα ζήτησε από την OLAF να λάβει τα κατάλληλα μέτρα αναφορικά με τη μη τήρηση ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων εκ μέρους των υπαλλήλων της κατά τον επιτόπιο έλεγχο. Η OLAF επιβεβαίωσε τη λήψη της εν λόγω καταγγελίας στις 18 Μαΐου 2016.

13      Με έγγραφο της 8ης Ιουλίου 2016, η OLAF απάντησε στην καταγγελία της ενάγουσας. Αφού συνόψισε τις αιτιάσεις της ενάγουσας και υπενθύμισε το εύρος της εξουσίας έρευνας την οποία διαθέτει η ίδια, υποστήριξε ότι οι ελεγκτές της είχαν το δικαίωμα να δημιουργήσουν ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των σκληρών δίσκων της ενάγουσας και ότι ο επιτόπιος έλεγχος είχε τερματιστεί λόγω της έλλειψης συνεργασίας εκ μέρους της. Ειδικότερα, κατά την OLAF, η ενάγουσα, αφενός, αντιτάχθηκε όχι μόνο στη λήψη αντιγράφου των πληροφοριών που προεπιλέχθηκαν κατά την έρευνα, αλλά και στη λήψη των ψηφιακών εγκληματολογικών εικόνων που δημιουργήθηκαν και, αφετέρου, δεν προσκόμισε τα ζητηθέντα χρηματοοικονομικά στοιχεία. Η OLAF προσέθεσε ότι το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013 διασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που συλλέγονται. Ως εκ τούτου, η OLAF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αφενός, οι υπάλληλοί της είχαν ενεργήσει εντός των ορίων των εξουσιών τους κατά τη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου και, αφετέρου, ότι η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου της ενάγουσας δεν συνιστούσε θεμιτό λόγο ικανό να εμποδίσει τις έρευνές τους. Η OLAF συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι κατά τον επιτόπιο έλεγχο ουδόλως προσβλήθηκαν τα διαδικαστικά δικαιώματα της ενάγουσας.

14      Με έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, η OLAF ενημέρωσε την ενάγουσα ότι θεωρούνταν ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο για τους σκοπούς της έρευνας σχετικά με τις υπόνοιες περί διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του επίμαχου έργου και την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας δέκα ημερών.

15      Με έγγραφο της 23ης Σεπτεμβρίου 2016, η ενάγουσα υπέβαλε στην OLAF τις παρατηρήσεις της και ισχυρίστηκε ότι η συμπεριφορά της ήταν νόμιμη και ότι είχε τηρήσει όλους τους όρους προκειμένου να εξασφαλίσει στην OLAF νόμιμη πρόσβαση στα δεδομένα της. Δήλωσε πρόθυμη να εξακολουθήσει να συνεργάζεται με την OLAF και να της παράσχει πρόσβαση σε κάθε σχετικό δεδομένο το οποίο θα μπορούσε να συλλεγεί για τους σκοπούς της έρευνάς της.

16      Με έγγραφο της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, η CFCU ενημέρωσε την επικεφαλής της κοινοπραξίας ότι διεξήχθη επιτόπιος έλεγχος στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας και ότι η τελευταία δεν είχε επιτρέψει στην OLAF την πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες τις οποίες είχε ζητήσει για να ολοκληρώσει την έρευνά της. Προσέθεσε ότι, κατά την άποψη της OLAF, η συμπεριφορά της ενάγουσας στοιχειοθετούσε παράβαση του άρθρου 25 των γενικών όρων της επίμαχης συμβάσεως (στο εξής: γενικοί όροι) και ότι εξέταζε το ζήτημα με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. Τέλος, ισχυριζόμενη ότι, σύμφωνα με τους γενικούς όρους, η επικεφαλής της κοινοπραξίας ήταν ο μοναδικός συνομιλητής της για όλα τα συμβατικά και χρηματοοικονομικά ζητήματα, η CFCU ενημέρωσε την επικεφαλής της κοινοπραξίας ότι αποφάσισε, κατά συνέπεια, να αναστείλει, ως προληπτικό μέτρο, τις πληρωμές των τιμολογίων που της είχαν αποσταλεί τουλάχιστον μέχρι το πέρας της έρευνας της OLAF.

17      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2016 η επικεφαλής της κοινοπραξίας διαβίβασε στην ενάγουσα το έγγραφο της CFCU που είχε λάβει την προηγουμένη και την κάλεσε, αφενός, να αποσαφηνίσει αμέσως την κατάσταση με την OLAF και, αφετέρου, να την ενημερώσει, όπως και τα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας, για την ύπαρξη οποιασδήποτε παραβάσεως εκ μέρους της η οποία είχε οδηγήσει στην κίνηση έρευνας από την OLAF. Προσέθεσε ότι επιφυλασσόταν του δικαιώματός της να λάβει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως στις σχέσεις της με τη CFCU, για να προστατεύσει τα συμφέροντά της από τυχόν ενέργειες της ενάγουσας οι οποίες δεν συμβιβάζονταν με τη μεταξύ τους συμφωνία συνεργασίας.

18      Με έγγραφο της 4ης Οκτωβρίου 2016, η ενάγουσα ενημέρωσε την επικεφαλής της κοινοπραξίας για την πρόοδο της έρευνας που διεξήγε η OLAF ως προς αυτήν και της διαβίβασε την αλληλογραφία της με την OLAF. Επιπλέον, της γνωστοποίησε τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι, λαμβανομένων υπόψη των γενικών όρων, δεν ήταν νόμιμη η απόφαση της CFCU να αναστείλει τις πληρωμές που αφορούσαν την επίμαχη σύμβαση.

19      Με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2016, η CFCU πληροφόρησε την επικεφαλής της κοινοπραξίας ότι η OLAF την ενημέρωσε για την έρευνα που διενεργούσε και ότι, δεδομένου ότι τα μέτρα που επρόκειτο να ληφθούν έναντι της ενάγουσας δεν είχαν ακόμη αποφασιστεί, η Επιτροπή της συνέστησε να αναστείλει το σύνολο των πληρωμών προς την κοινοπραξία έως το πέρας της έρευνας της OLAF.

20      Με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2016, η Γενική Διεύθυνση «Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση» (στο εξής: ΓΔ «Διεύρυνση») ενημέρωσε τη CFCU για την άρνηση της ενάγουσας, κατά παράβαση του άρθρου 25 των γενικών όρων, να συνεργαστεί στην έρευνα της OLAF και την κάλεσε να λάβει τα αναγκαία μέτρα κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω γενικών όρων και, στο πλαίσιο αυτό, να εξετάσει ως ένα εκ των πιθανών μέτρων την αναστολή εκτελέσεως της συμβάσεως ή του τμήματος εκείνου της συμβάσεως που εκτελούνταν από την ενάγουσα, βάσει των άρθρων 25 και 35 των γενικών όρων. Προσέθεσε ότι, κατά την εκτίμησή της, τα ποσά που είχαν καταβληθεί στην ενάγουσα στο πλαίσιο της επίμαχης συμβάσεως δεν ήταν επιλέξιμα για χρηματοδότηση από την Ένωση και κάλεσε τη CFCU να καθορίσει επακριβώς τα ποσά αυτά.

21      Με έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2016, η OLAF ενημέρωσε την ενάγουσα για την περάτωση της έρευνάς της, για την υποβολή της τελικής εκθέσεως της έρευνάς της στη ΓΔ «Διεύρυνση» και για τις συστάσεις της προς την εν λόγω Γενική Διεύθυνση να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διαδικασιών και της επιβολής των κυρώσεων λόγω της σοβαρής παραβάσεως των όρων της επίμαχης συμβάσεως εκ μέρους της ενάγουσας.

22      Με έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 2016, η CFCU ενημέρωσε την επικεφαλής της κοινοπραξίας για την περάτωση της έρευνας της OLAF και για το πόρισμα της τελευταίας ότι η ενάγουσα είχε παραβεί το άρθρο 25 των γενικών όρων. Η CFCU ενημέρωσε επίσης την επικεφαλής της κοινοπραξίας για την απόφασή της να αποκλείσει την ενάγουσα από την επίμαχη σύμβαση, ως προς όλες τις πτυχές της, και να συνεχίσει την εκτέλεσή της αντί να την αναστείλει πλήρως, όπως της είχε συστήσει, ως ένα εκ των πιθανών μέτρων, η ΓΔ «Διεύρυνση». Ως εκ τούτου, η CFCU ζήτησε από την επικεφαλής της κοινοπραξίας να τερματίσει αμέσως τις δραστηριότητες της ενάγουσας από τις 11 Νοεμβρίου 2016 και να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την αποβολή της από την κοινοπραξία διά της καταρτίσεως προσαρτήματος στην επίμαχη σύμβαση.

23      Στις 17 Νοεμβρίου 2016 υπογράφηκε μεταξύ της επικεφαλής της κοινοπραξίας και των μελών της κοινοπραξίας, πλην της ενάγουσας, προσάρτημα στη συμφωνία συνεργασίας τους με αντικείμενο τη νέα κατανομή καθηκόντων μεταξύ των οικείων εταιριών.

24      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 5ης Δεκεμβρίου 2016 προς τη CFCU, η ενάγουσα προέβαλε αντιρρήσεις ως προς τον αποκλεισμό της από την επίμαχη σύμβαση. Η CFCU απέρριψε τα επιχειρήματα της ενάγουσας με έγγραφο της 10ης Ιανουαρίου 2017.

25      Στις 13 Δεκεμβρίου 2016 υπογράφηκε μεταξύ της CFCU και της επικεφαλής της κοινοπραξίας προσάρτημα στην επίμαχη σύμβαση με αντικείμενο τη διαγραφή της ενάγουσας από τον κατάλογο των μελών της κοινοπραξίας και τις συνέπειες της διαγραφής αυτής, ιδίως από χρηματοοικονομικής απόψεως.

26      Με έγγραφο της 6ης Ιανουαρίου 2017, η CFCU ενημέρωσε την επικεφαλής της κοινοπραξίας ότι το ποσό που αφορούσε τη συμμετοχή της ενάγουσας στην εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως ανερχόταν σε 182 350,75 ευρώ και ότι, λόγω της αθετήσεως από την ενάγουσα των συμβατικών της υποχρεώσεων, το ποσό αυτό δεν ήταν επιλέξιμο για χρηματοδότηση από την Ένωση.

 Διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Σεπτεμβρίου 2017, η ενάγουσα άσκησε αγωγή αποζημιώσεως.

28      Με το δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει ποσόν ύψους 320 944,56 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς, της μεν OLAF κατά τον επιτόπιο έλεγχο, της δε Επιτροπής κατόπιν του ελέγχου αυτού, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων βάσει του επιτοκίου το οποίο καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες·

–        να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει ποσόν ύψους 150 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της επαγγελματικής της φήμης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς, της μεν OLAF κατά τον επιτόπιο έλεγχο, της δε Επιτροπής κατόπιν του ελέγχου αυτού, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων βάσει του επιτοκίου το οποίο καθορίζει η ΕΚΤ για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα μείωσε το ποσό που ζητούσε για αποκατάσταση της υλικής ζημίας σε 26 083,26 ευρώ και ενέμεινε στο αίτημα να της επιδικαστεί ποσόν ύψους 150 000 ευρώ, πλέον τόκων, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

30      Η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή και

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

31      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η ενάγουσα παραιτήθηκε από το αίτημα για αποκατάσταση της προβληθείσας υλικής ζημίας και μείωσε το ποσό που ζητούσε ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της σε 25 000 ευρώ, πλέον τόκων.

32      Με την απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (T‑617/17, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αρχική απόφαση, EU:T:2019:446), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.

33      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Σεπτεμβρίου 2019, η ενάγουσα άσκησε κατά της αρχικής αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου αναίρεση, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑650/19 P.

34      Με την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2021:879), το Δικαστήριο αναίρεσε εν μέρει την αρχική απόφαση, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

35      Το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε νομικό σφάλμα καθόσον έκρινε, στη σκέψη 122 της αρχικής αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν υπείχε υποχρέωση ακροάσεως της αναιρεσείουσας και νυν ενάγουσας πριν από την έκδοση, εκ μέρους της τουρκικής αναθέτουσας αρχής, της αποφάσεώς της περί αποκλεισμού της νυν ενάγουσας από την επίμαχη σύμβαση και ότι δεν είχε υποπέσει σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή είχε προσβάλει το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο συνιστά κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Όσον αφορά τον κατάφωρο χαρακτήρα της παραβάσεως αυτής, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, όταν ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης διαθέτει αισθητά περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου αυτού, ικανής να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πλην όμως, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να ακούσει τη νυν ενάγουσα πριν διαβιβάσει στην τουρκική αναθέτουσα αρχή τη θέση της επί των μέτρων που έπρεπε να ληφθούν έναντι αυτής σε σχέση με την επίμαχη σύμβαση, όπερ σημαίνει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν διέθετε συναφώς κανένα περιθώριο εκτιμήσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

36      Στις παρατηρήσεις της επί της συνέχειας που πρέπει να δοθεί στην αναιρετική απόφαση στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιανουαρίου 2022, η ενάγουσα έλαβε θέση επί των συνεπειών της αναιρετικής αποφάσεως επί της παρούσας υποθέσεως. Συναφώς, εμμένει στο αγωγικό της αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω προσβολής της φήμης και της εικόνας της. Ζητεί επίσης να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα για το σύνολο των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι τόσο για την παρούσα διαδικασία όσο και για τη διαδικασία επί της οποίας εκδόθηκε η αρχική απόφαση καθώς και για τη διαδικασία επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρετική απόφαση.

37      Στις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Νοεμβρίου 2021, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη ή, επικουρικώς, ως απαράδεκτη και να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως και στα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως T‑617/17 RENV καθώς και στα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρετική απόφαση.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς μετά την αναπομπή της

38      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη και η υπόθεση αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί επί της διαφοράς, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου. Κατόπιν αναιρέσεως από το Δικαστήριο και αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 215 του Κανονισμού Διαδικασίας, επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως του Δικαστηρίου και καλείται να αποφανθεί εκ νέου επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως τους οποίους είχε προβάλει ο προσφεύγων, εξαιρουμένων των σημείων του διατακτικού που δεν αναιρέθηκαν από το Δικαστήριο καθώς και των εκτιμήσεων που συνιστούν το αναγκαίο θεμέλιο των εν λόγω σημείων, καθόσον τούτα αποκτούν ισχύ δεδικασμένου (βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑236/02, EU:T:2011:465, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 7ης Ιουλίου 2021, HM κατά Επιτροπής, T‑587/16 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:415, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Εν προκειμένω, όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από τους διαδίκους, το αντικείμενο της αγωγής αφορά μόνον την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως και της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης καθώς και το υποστατό της εν λόγω βλάβης. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παραιτήθηκε από το αίτημά της περί απορρίψεως της υπό κρίση αγωγής ως απαράδεκτης, όπως αυτό διατυπώθηκε στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στις 23 Νοεμβρίου 2021.

 Επί της ουσίας

 Επί των προϋποθέσεων της αγωγής αποζημιώσεως

40      Κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[σ]το πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».

41      Η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των θεσμικών ή άλλων οργάνων της, στοιχειοθετείται εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων οι οποίες σχετίζονται με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται σε θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης, με το υποστατό της ζημίας και με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2014, Giordano κατά Επιτροπής, C‑611/12 P, EU:C:2014:2282, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το υποστατό της ζημίας, είναι δυνατό να θεμελιωθεί ευθύνη της Ένωσης μόνο σε περίπτωση που ο ενάγων έχει όντως υποστεί πραγματική και βέβαιη ζημία (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1996, Candiotte κατά Συμβουλίου, T‑108/94, EU:T:1996:5, σκέψη 54). Στον ενάγοντα εναπόκειται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στον δικαστή της Ένωσης προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη και την έκταση μιας τέτοιας ζημίας (απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 1996, Koelman κατά Επιτροπής, T‑575/93, EU:T:1996:1, σκέψη 97· πρβλ. επίσης απόφαση της 21ης Μαΐου 1976, Roquette frères κατά Επιτροπής, 26/74, EU:C:1976:69, σκέψεις 22 έως 24).

43      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας, απαιτείται η ζημία να απορρέει με αρκούντως άμεσο τρόπο από τη συμπεριφορά, υπό την έννοια ότι η δεύτερη πρέπει να είναι η καθοριστική αιτία της πρώτης. Ο ενάγων οφείλει να αποδείξει ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2007, Bouychou κατά Επιτροπής, T‑344/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:234, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να ακολουθεί μια συγκεκριμένη σειρά εξέτασης των προϋποθέσεων αυτών (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 13).

45      Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί το ζήτημα σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως και της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης και, στη συνέχεια, το ζήτημα του υποστατού της εν λόγω βλάβης.

 Επί της αιτιώδους συνάφειας

46      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παρανομίας που προβάλλει και της ηθικής βλάβης της οποίας ζητεί την ικανοποίηση.

47      Εν προκειμένω, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη ηθική βλάβη λόγω της παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής, η οποία συνίσταται στην προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως πριν την επιβολή κυρώσεων σε σχέση με την προβαλλόμενη έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους της κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενήργησε η OLAF και σε σχέση με την παράβαση του άρθρου 25 των γενικών όρων, κυρώσεων για τις οποίες γινόταν λόγος στο έγγραφο της Επιτροπής της 13ης Οκτωβρίου 2016.

48      Η προβαλλόμενη από την ενάγουσα ηθική βλάβη συνίσταται στην προσβολή της εικόνας και της επαγγελματικής φήμης της έναντι των λοιπών μελών της κοινοπραξίας. Κατ’ αυτήν, η βλάβη προέκυψε από τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή έλαβε θέση καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο η εν λόγω θέση περιήλθε σε γνώση των λοιπών μελών της κοινοπραξίας διά της μεσολαβήσεως της τουρκικής αναθέτουσας αρχής.

49      Στο πλαίσιο αυτό, η ενάγουσα υπενθυμίζει την αλληλουχία των πραγματικών περιστατικών, ήτοι, πρώτον, την επιστολή της 29ης Σεπτεμβρίου 2016 της CFCU προς την επικεφαλής της κοινοπραξίας με την οποία την πληροφορούσε για την έλλειψη συνεργασίας της ενάγουσας κατά τον επιτόπιο έλεγχο της OLAF και την αναστολή της πληρωμής του τελευταίου τιμολογίου. Δεύτερον, επικαλείται το από 30 Σεπτεμβρίου 2016 έγγραφο που της απέστειλε η επικεφαλής της κοινοπραξίας ζητώντας διευκρινίσεις επί των αναφερομένων στην προηγούμενη επιστολή. Τρίτον, επικαλείται το από 4 Οκτωβρίου 2016 έγγραφό της σε απάντηση του αιτήματος της επικεφαλής της κοινοπραξίας προς παροχή διευκρινίσεων. Τέταρτον, παραπέμπει στο από 6 Οκτωβρίου 2016 έγγραφο της CFCU προς την επικεφαλής της κοινοπραξίας σχετικά με την υποτιθέμενη παράβαση των ουσιωδών συμβατικών της υποχρεώσεων και στο από 13 Οκτωβρίου 2016 έγγραφο της ΓΔ «Διεύρυνση», στο οποίο διατυπώνονταν ρητώς οι συστάσεις της εν λόγω Γενικής Διευθύνσεως προς τη CFCU και επισημαινόταν ότι τα ποσά που της είχαν καταβληθεί δεν ήταν επιλέξιμα για χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Πέμπτον, κάνει αναφορά στο έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2016 που της απηύθυνε η OLAF, πληροφορώντας την για την περάτωση της έρευνας και τις συστάσεις της προς τη ΓΔ «Διεύρυνση», και στο έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 2016 που κατήρτισε η CFCU για να γνωστοποιήσει την απόφασή της περί αποκλεισμού της ενάγουσας από την επίμαχη σύμβαση. Τα ανωτέρω είχαν ως συνέπεια την απαξίωση της ενάγουσας έναντι των μελών της κοινοπραξίας, με τα οποία συνεργαζόταν συνήθως για άλλα έργα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δημιούργησε με τη συμπεριφορά της την εντύπωση ότι η παράβαση ήταν τετελεσμένη, έθεσε την ενάγουσα στο περιθώριο και δημιούργησε την αίσθηση ότι υπήρχε κάτι το επείγον και το ιδιαιτέρως σοβαρό όσον αφορά την προσαπτόμενη παράβαση. Η ενάγουσα αποτιμά σε 25 000 ευρώ το ύψος της ηθικής βλάβης της, κατά δίκαιη και εύλογη κρίση.

50      Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υφίσταται καμία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως και της προβαλλόμενης βλάβης. Υποστηρίζει ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι η μη διεξαγωγή δεύτερης ακροάσεως από την Επιτροπή συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την προβαλλόμενη ηθική βλάβη. Υπενθυμίζει ότι το επίμαχο έργο αποτελεί αντικείμενο αποκεντρωμένης διαχειρίσεως εκ μέρους της τουρκικής αναθέτουσας αρχής, όπερ σημαίνει ότι πρόκειται για εθνική σύμβαση, και ότι η απόφαση της τουρκικής αναθέτουσας αρχής διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά δεν υπήρξε η καθοριστική αιτία της βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα. Επιπλέον, η κατάσταση της ενάγουσας δεν θα ήταν διαφορετική ελλείψει της παράνομης συμπεριφοράς, δεδομένου ότι σε καμία περίπτωση η ενάγουσα δεν θα είχε ανατρέψει το βάσιμο των εις βάρος της κατηγοριών και, συνεπώς, δεν θα είχε μεταβάλει τη θέση της Επιτροπής επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η βλάβη που υπέστη η ενάγουσα απορρέει από τη δική της απόφαση να μη συμμορφωθεί προς τις συμβατικές της υποχρεώσεις, εμποδίζοντας την ομαλή διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου της OLAF. Προσθέτει ότι η ενάγουσα δεν κάνει, εξάλλου, καμία αναφορά στην προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως ως γενεσιουργό αιτία της βλάβης που υπέστη.

51      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς για την οποία κάνει λόγο η ενάγουσα και της προβαλλόμενης ζημίας, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η προβαλλόμενη ζημία πρέπει να απορρέει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την προσαπτόμενη συμπεριφορά, η οποία πρέπει να αποτελεί την καθοριστική αιτία της ζημίας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ, T‑461/08, EU:T:2011:494, σκέψη 209 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1992, Finsider κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑363/88 και C‑364/88, EU:C:1992:44, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η ερμηνεία κατά την οποία, για να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια, αρκεί η φερόμενη ως παράνομη συμπεριφορά να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επέλευση της ζημίας, υπό την έννοια ότι η ζημία δεν θα είχε προκληθεί αν δεν είχε υπάρξει η συμπεριφορά αυτή, δεν αντιστοιχεί σε εκείνη που ισχύει στο δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, από τη νομολογία σχετικά με το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν συνάγεται μια τόσο ευρεία ερμηνεία της αιτιώδους συνάφειας. Το τελευταίο περιορίζει την ευθύνη της Ένωσης στις ζημίες που απορρέουν άμεσα, ή ακόμη και κατά τρόπο αρκούντως άμεσο, από την παράνομη συμπεριφορά του οικείου θεσμικού οργάνου, όπερ σημαίνει, ειδικότερα, ότι η εν λόγω ευθύνη δεν καλύπτει τις ζημίες που αποτελούν απώτερη μόνο συνέπεια της συμπεριφοράς αυτής. Με αυτή τη λογική, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το γεγονός και μόνον ότι η παράνομη συμπεριφορά αποτέλεσε αναγκαία προϋπόθεση για την επέλευση της ζημίας, καθόσον αυτή δεν θα είχε προκληθεί αν δεν είχε υπάρξει η συμπεριφορά αυτή, δεν αρκούσε για να αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια (βλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Missir Mamachi di Lusignano κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑401/11 P-RENV-RX, EU:T:2017:874, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Ωστόσο, κατά τη νομολογία, όταν, αφενός, η συμπεριφορά που προσάπτεται σε θεσμικό όργανο εντάσσεται σε ευρύτερη διαδικασία στην οποία μετείχαν τρίτοι και, αφετέρου, η προβαλλόμενη ζημία οφείλεται άμεσα σε παρέμβαση ενός από τους τρίτους αυτούς, εναπόκειται στον δικαστή να εξακριβώσει αν η παρέμβαση αυτή είχε καταστεί αναπόφευκτη απλώς και μόνο λόγω της υιοθετήσεως της προσαπτόμενης συμπεριφοράς ή αν, αντιθέτως, συνιστούσε εκδήλωση αυτοτελούς βουλήσεως (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2009, CAS Succhi di Frutta κατά Επιτροπής, C‑497/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:273, σκέψεις 61 και 62, και της 18ης Δεκεμβρίου 2009, Arizmendi κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑440/03, T‑121/04, T‑171/04, T‑208/04, T‑365/04 και T‑484/04, EU:T:2009:530, σκέψεις 92 και 93). Σε περίπτωση αυτοτελούς βουλήσεως, εναπόκειται στο δικαστήριο να διαπιστώσει τη διακοπή της αιτιώδους συνάφειας (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Missir Mamachi di Lusignano κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑401/11 P-RENV-RX, EU:T:2017:874, σκέψη 68).

54      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει ρητώς ότι μια ζημία ενδέχεται να μην οφείλεται άμεσα και βέβαια σε μία και μόνη αιτία, αλλά να οφείλεται σε περισσότερες αιτίες, οι οποίες συνέβαλαν καθοριστικά στην επέλευσή της. Εντούτοις, η νομολογία αυτή αφορά περιπτώσεις αμβλύνσεως της ευθύνης του οικείου θεσμικού οργάνου λόγω της συμπεριφοράς του θύματος, δεδομένου ότι αυτός δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια για να αποφύγει ή να ελαχιστοποιήσει τη ζημία του (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Missir Mamachi di Lusignano κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑401/11 P‑RENV‑RX, EU:T:2017:874, σκέψη 71· πρβλ. επίσης απόφαση της 12ης Ιουνίου 1986, Sommerlatte κατά Επιτροπής, 229/84, EU:C:1986:241, σκέψεις 24 έως 27).

55      Επιπλέον, για να διαπιστωθεί αν η ζημία μπορεί να καταλογιστεί σε πταίσμα θεσμικού οργάνου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα της γενεσιουργού της στοιχειοθετήσεως της ευθύνης παραβάσεως και όχι εκείνα της πράξεως στην οποία αυτή εντάσσεται, εφόσον το θεσμικό όργανο μπορούσε ή όφειλε να εκδώσει πράξη με τα ίδια αποτελέσματα χωρίς να παραβεί τον κανόνα δικαίου. Η ανάλυση, δηλαδή, της αιτιώδους συνάφειας δεν δύναται να εκκινεί από την εσφαλμένη προϋπόθεση ότι, στην περίπτωση που δεν υφίστατο η μη σύννομη συμπεριφορά, το θεσμικό όργανο δεν θα εξέδιδε καμία πράξη ή θα εξέδιδε πράξη με αντίθετο περιεχόμενο, πράγμα το οποίο θα μπορούσε, επίσης, να συνιστά παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους του, αλλά πρέπει να γίνεται με σύγκριση μεταξύ της καταστάσεως που δημιουργήθηκε, για τον ενδιαφερόμενο τρίτο, από τη συνιστώσα πταίσμα συμπεριφορά και της καταστάσεως που θα προέκυπτε γι’ αυτόν από συμπεριφορά του θεσμικού οργάνου σύμφωνη προς τον κανόνα δικαίου (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2010, Sungro κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Τ-252/07, Τ-271/07 και Τ-272/07, EU:T:2010:17, σκέψη 48).

56      Επομένως, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη άμεσης σχέσεως αιτίου-αιτιατού μεταξύ της προσαπτόμενης στην Επιτροπή συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2010, Sungro κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑252/07, T‑271/07 και T‑272/07, EU:T:2010:17, σκέψη 49), πρέπει να εξετασθεί αν η προβαλλόμενη ζημία οφείλεται άμεσα στην παρανομία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 35 ανωτέρω (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1992, Finsider κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑363/88 και C‑364/88, EU:C:1992:44, σκέψη 28).

57      Εν προκειμένω, η κατάσταση που προκλήθηκε από την υπαίτια συμπεριφορά της Επιτροπής αποτελεί το αποτέλεσμα εκτεταμένης αλληλογραφίας μεταξύ αυτής, της τουρκικής αναθέτουσας αρχής, της επικεφαλής της κοινοπραξίας και της ενάγουσας.

58      Ειδικότερα, ήδη από τις 29 Σεπτεμβρίου 2016 η επικεφαλής της κοινοπραξίας ενημερώθηκε για τους λόγους της έρευνας της OLAF καθώς και για τα προβλήματα που αυτή αντιμετώπισε κατά τον επιτόπιο έλεγχο.

59      Με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή διαβίβασε την άποψή της σχετικά με την προσαπτόμενη στην ενάγουσα συμπεριφορά, τις συνέπειές της όσον αφορά τη χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό της Ένωσης των υπηρεσιών που παρέσχε η ενάγουσα καθώς και σύσταση σχετικά με την ανάγκη λήψεως κατάλληλων μέτρων στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών.

60      Αν η Επιτροπή δεν είχε διαπράξει την παρανομία για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 35 ανωτέρω, το δικαίωμα ακροάσεως της ενάγουσας θα είχε γίνει σεβαστό στο πλαίσιο των διαφόρων ανταλλαγών εγγράφων. Η ενάγουσα θα είχε εν τοιαύτη περιπτώσει τη δυνατότητα να ενημερώσει την αναθέτουσα αρχή για τους λόγους της έρευνας και για τη συμπεριφορά της κατά τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου, ενώ θα μπορούσε να είχε διατυπώσει και τις παρατηρήσεις της ως προς το τι θα έπρεπε να ακολουθήσει.

61      Συναφώς, η ακρόαση θα είχε παράσχει στην ενάγουσα τη δυνατότητα όχι μόνο να παρουσιάσει τη δική της ερμηνεία των συμβατικών της υποχρεώσεων και του νομικού πλαισίου που εφαρμόζεται στον επιτόπιο έλεγχο της OLAF, αλλά και να πληροφορηθεί τις πιθανές συνέπειες των πράξεών της. Επομένως, θα μπορούσε εγκαίρως να είχε γνωστοποιήσει τη θέση της στο σύνολο των μελών της κοινοπραξίας, ακόμη δε και να τους προειδοποιήσει για την επικείμενη επιβολή κυρώσεως.

62      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2013, η OLAF, αφού έδωσε στην ενάγουσα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, τής διαβίβασε στις 9 Νοεμβρίου 2016 κοινοποίηση της περατώσεως της έρευνας περιέχουσα τη σύστασή της προς την Επιτροπή σχετικά με τις συνέπειες της συμπεριφοράς της ενάγουσας κατά τον επιτόπιο έλεγχο.

63      Επομένως, η ενάγουσα πληροφορήθηκε τις ενδεχόμενες συνέπειες της έρευνας της OLAF μόλις κατά την ημερομηνία αυτή, ήτοι περισσότερο από ένα μήνα μετά το έγγραφο της Επιτροπής της 13ης Οκτωβρίου 2016.

64      Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4, και το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013, η διαβίβαση της εκθέσεως έρευνας της OLAF πραγματοποιήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται για να δοθεί στην ενάγουσα η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της, όπως είχε κληθεί να πράξει με την επιστολή της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλε με επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 2016.

65      Επομένως, η ενάγουσα ήταν μεν σε θέση να γνωρίζει από τη χρονική στιγμή της περατώσεως του επιτόπιου ελέγχου το περιεχόμενο των αιτιάσεων που μπορούσαν να της προσαφθούν όσον αφορά τη συμπεριφορά της και τις επαπειλούμενες κυρώσεις, πλην όμως μπορούσε επίσης νομίμως να διατηρεί αμφιβολίες ως προς τις πραγματικές συνέπειες του ελέγχου αυτού έως το χρονικό σημείο κατά το οποίο έλαβε γνώση της συστάσεως της OLAF.

66      Επομένως, η Επιτροπή, καθόσον δεν διεξήγαγε ακρόαση της ενάγουσας πριν εκφράσει τη θέση της επί της βασιμότητας των συστάσεων της OLAF και γνωστοποιήσει τις συστάσεις αυτές στην τουρκική αναθέτουσα αρχή, διατήρησε την ενάγουσα σε αβέβαιη νομική κατάσταση, στην οποία οφείλεται η απώλεια της αξιοπιστίας της έναντι των μελών της κοινοπραξίας, λόγω των διαδοχικών και αντιφατικών δηλώσεων της ενάγουσας και της Επιτροπής, και, συνεπώς, η προσβολή της εικόνας και της επαγγελματικής της φήμης (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, T‑203/96, EU:T:1998:302, σκέψη 108).

67      Συναφώς, η προσβολή της εικόνας και της επαγγελματικής φήμης της ενάγουσας απορρέει ευθέως από τους ισχυρισμούς ότι αρνήθηκε να συνεργαστεί, κατά παράβαση του άρθρου 25 των γενικών όρων όπως αυτοί διατυπώθηκαν στο έγγραφο της Επιτροπής της 13ης Οκτωβρίου 2016, ενώ η ενάγουσα είχε απορρίψει σαφώς τους ισχυρισμούς αυτούς με το από 4 Οκτωβρίου 2016 έγγραφό της, τούτο δε πριν ακόμη διαβιβαστούν στην Επιτροπή τα πορίσματα της έρευνας της OLAF στις 9 Νοεμβρίου 2016. Τα εν λόγω πορίσματα γνωστοποιήθηκαν στη συνέχεια στην επικεφαλής της κοινοπραξίας από την τουρκική αναθέτουσα αρχή και, κατόπιν της υπογραφής του προσαρτήματος στη συμφωνία συνεργασίας, στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας.

68      Επομένως, οι πρόωροι αυτοί ισχυρισμοί αποτελούν την αιτία τόσο της αβεβαιότητας στην οποία περιήλθε η ενάγουσα όσο και της προσβολής της αξιοπιστίας της, της εικόνας και της επαγγελματικής φήμης της.

69      Εξάλλου, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η παρέμβαση της τουρκικής αναθέτουσας αρχής διέρρηξε τον αιτιώδη σύνδεσμο δεν ασκεί επιρροή στην προηγούμενη διαπίστωση. Πράγματι, αποδεικνύεται ότι η εν λόγω αναθέτουσα αρχή δεν διαδραμάτισε κανέναν αυτοτελή ρόλο στο στάδιο αυτό και ότι διαδραμάτισε κάποιον ρόλο μόνον κατά τον αποκλεισμό της ενάγουσας. Πάντως, η προβαλλόμενη ηθική βλάβη δεν συνδέεται με το τελευταίο αυτό γεγονός, αλλά με την προηγούμενη θέση της Επιτροπής, την οποία η τουρκική αναθέτουσα αρχή απλώς διαβίβασε παθητικά στα μέλη της κοινοπραξίας.

70      Επομένως, πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας.

 Επί της βλάβης

71      Πριν γίνει αξιολόγηση της βλάβης που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη, πρέπει να εξεταστεί αν αυτή είναι πραγματική και βέβαιη.

72      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής έπληξε την εικόνα και τη φήμη της έναντι των λοιπών μελών της κοινοπραξίας, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η παράβαση που είχε διαπράξει ήταν εξαιρετική σοβαρή, αλλά και καθιστώντας τις απόψεις της αναξιόπιστες έναντι των λοιπών μελών της κοινοπραξίας και δημιουργώντας δυσπιστία εκ μέρους τους λόγω των αντιφατικών δηλώσεων της ίδιας και της Επιτροπής ως προς το επίμαχο ζήτημα. Το αίσθημα αυτό εντάθηκε λόγω της μεγάλης ταχύτητας με την οποία έλαβε θέση η Επιτροπή σε συνδυασμό με τον πλήρη αποκλεισμό της ενάγουσας από την αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής, της αναθέτουσας αρχής και των μελών της κοινοπραξίας. Λαμβανομένης υπόψη της θέσεώς της στην αγορά ως ιδιαίτερα σημαντικής επιχειρήσεως στον τομέα της παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και φορείς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, η οποία δραστηριοποιείται τόσο στην Ουγγαρία όσο και στην αλλοδαπή, η προσβολή αυτή καθίσταται ακόμη πιο σημαντική. Επιπλέον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως τής προξένησε αίσθημα αδικίας, αδυναμίας και απογοητεύσεως.

73      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ηθική βλάβη την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα είναι υποθετική και ατεκμηρίωτη. Εκτιμά ότι μια νέα ακρόαση της ενάγουσας πριν από τη διατύπωση της θέσεώς της προς την τουρκική αναθέτουσα αρχή ουδόλως θα είχε βελτιώσει την εικόνα της έναντι των τρίτων. Η Επιτροπή θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι η ενάγουσα δεν υπέστη καμία βλάβη.

–       Επί της φύσεως της ζημίας

74      Από τη νομολογία σχετικά με το άρθρο 268 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί, καταρχήν, να καταβληθεί σε νομικό πρόσωπο (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1999, BAI κατά Επιτροπής, T‑230/95, EU:T:1999:11, σκέψη 37, και της 15ης Οκτωβρίου 2008, Camar κατά Επιτροπής, T‑457/04 και T‑223/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:439, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και ότι μια τέτοια βλάβη μπορεί να λάβει τη μορφή προσβολής της εικόνας ή της φήμης του εν λόγω προσώπου (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, T‑203/96, EU:T:1998:302, σκέψη 108· της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑88/09, EU:T:2011:641, σκέψεις 70 έως 76, και της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψεις 80 έως 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Επομένως, η ζημία της οποίας η ενάγουσα ζητεί την αποκατάσταση συνίσταται στην ηθική βλάβη της, έχει άυλο χαρακτήρα και αντιστοιχεί σε προσβολή της εικόνας ή της φήμης της.

–       Επί του υποστατού της ζημίας

76      Λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που καθιστούν δυνατή την απόδειξη του υποστατού της ζημίας, τα οποία υπομνήσθηκαν στη σκέψη 42 ανωτέρω, και, ειδικότερα, εκείνων που αφορούν τη μη υλική ζημία, ακόμη και αν η προσκόμιση αποδεικτικού στοιχείου δεν θεωρείται κατ’ ανάγκην ως προϋπόθεση για την αναγνώριση τέτοιας ζημίας, ο ενάγων οφείλει τουλάχιστον να αποδείξει ότι η προσαπτόμενη στο οικείο θεσμικό όργανο συμπεριφορά ήταν, λόγω της σοβαρότητάς της, ικανή να του προκαλέσει τέτοια ζημία (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, Dalli κατά Επιτροπής, T‑399/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:384, σκέψη 225 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καθόσον η ενάγουσα προβάλλει ότι οι ενέργειες της Επιτροπής που απορρέουν από την κοινοποίηση διαφόρων επιστολών τις οποίες η αναθέτουσα αρχή προώθησε στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας έπληξαν την εικόνα και την επαγγελματική της φήμη, πρέπει να εξεταστεί, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 74 ανωτέρω, αν η ενάγουσα απέδειξε ότι οι πληροφορίες που περιέχονταν στις επιστολές αυτές ήταν ικανές να της προξενήσουν τέτοια βλάβη.

78      Καταρχάς, πρέπει να προσδιοριστεί ποιες ακριβώς ήταν οι πληροφορίες σχετικά με την έρευνα και την εκτίμηση της συμπεριφοράς της ενάγουσας που κοινοποιήθηκαν στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας.

79      Πρώτον, σε επιστολή της 29ης Σεπτεμβρίου 2016 της αναθέτουσας αρχής προς την επικεφαλής της κοινοπραξίας, αναφέρεται ότι η τελευταία ενημερώθηκε, κατόπιν κοινοποιήσεως, ότι, στο πλαίσιο επιτόπιου ελέγχου, η ενάγουσα δεν επέτρεψε την πρόσβαση της OLAF σε κρίσιμες για την έρευνά της πληροφορίες. Στο έγγραφο αυτό διευκρινιζόταν ο λόγος της έρευνας, ήτοι η ύπαρξη υπονοιών διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του επίμαχου έργου. Αναφερόταν επίσης ότι η OLAF θεωρούσε ότι τούτο συνιστούσε σοβαρή παράβαση των γενικών όρων, ιδίως του άρθρου 25, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι η αξιολόγηση των μέτρων που έπρεπε να ληφθούν δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Στο τέλος της επιστολής, η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιούσε την αναστολή της πληρωμής του τελευταίου αποσταλθέντος τιμολογίου.

80      Δεύτερον, σε συνέχεια της ανωτέρω επιστολής, η επικεφαλής της κοινοπραξίας απέστειλε επιστολή στην ενάγουσα στις 30 Σεπτεμβρίου 2016, κοινοποιώντας την σε άλλο μέλος της κοινοπραξίας, με την οποία την ενημέρωνε για την απόφαση της αναθέτουσας αρχής περί αναστολής των πληρωμών. Με το έγγραφο αυτό, η επικεφαλής της κοινοπραξίας εξέφραζε επίσης την έκπληξη και την ανησυχία της αναφορικά με το ενδεχόμενο η συμπεριφορά αυτή να θίξει σοβαρά την υπόληψη όλων των μελών της κοινοπραξίας. Για αυτόν τον λόγο, ζητούσε από την ενάγουσα διευκρινίσεις σχετικά με τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά.

81      Με επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 2016, αντίγραφο της οποίας απεστάλη σε άλλο μέλος της κοινοπραξίας, η ενάγουσα εξέφρασε τη θέση της επί της μνημονευθείσας στη σκέψη 79 επιστολής της αναθέτουσας αρχής. Θεωρούσε ότι είχε παράσχει πρόσβαση στις κρίσιμες για την έρευνα πληροφορίες και αντέκρουε τις κατηγορίες της αναθέτουσας αρχής. Επίσης, ενημέρωνε την επικεφαλής της κοινοπραξίας αναφορικά με τη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου.

82      Τρίτον, κατόπιν της απαντήσεως της ενάγουσας στις 4 Οκτωβρίου 2016, η αναθέτουσα αρχή απέστειλε στην επικεφαλής της κοινοπραξίας νέα επιστολή, με ημερομηνία 6 Οκτωβρίου 2016, με την οποία την ενημέρωνε ότι η έρευνα της OLAF δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί και ότι η αναθέτουσα αρχή δεν είχε λάβει γνώση των σχετικών λεπτομερειών. Στο έγγραφο αυτό διευκρινιζόταν ότι η Επιτροπή τους είχε συστήσει την αναστολή κάθε πληρωμής μέχρι την περάτωση της έρευνας.

83      Τέταρτον, στο έγγραφό της της 13ης Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή επιβεβαίωσε στην αναθέτουσα αρχή τον λόγο διεξαγωγής της έρευνας, ήτοι την άρνηση της ενάγουσας να επιτρέψει στην OLAF την πρόσβαση σε πληροφορίες και έγγραφα που δεν σχετίζονταν σαφώς με το επίμαχο έργο. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενάγουσα είχε διαπράξει σοβαρή παράβαση του άρθρου 25.2 των γενικών όρων. Κάλεσε την αναθέτουσα αρχή να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, της πρότεινε ορισμένα από αυτά και παρέπεμπε σε συγκεκριμένες νομικές βάσεις για τη θεμελίωσή τους. Επίσης, ανέφερε στην επιστολή ότι τα ποσά που είχαν καταβληθεί στην ενάγουσα στο πλαίσιο της επίμαχης συμβάσεως δεν ήταν επιλέξιμα για χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

84      Πέμπτον, στις 11 Νοεμβρίου 2016 η αναθέτουσα αρχή ενημέρωσε την επικεφαλής της κοινοπραξίας για την ολοκλήρωση της έρευνας της OLAF και για τη σοβαρή παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας βάσει του άρθρου 25 των γενικών όρων. H αναθέτουσα αρχή γνωστοποιούσε την απόφασή της να αποκλείσει την ενάγουσα από την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως και ζητούσε από την επικεφαλής της κοινοπραξίας να λάβει τα αναγκαία προς τούτο μέτρα.

85      Από το σύνολο της ανωτέρω αλληλογραφίας προκύπτει ότι υφίστανται δύο διακριτές περίοδοι όσον αφορά την κατάσταση της ενάγουσας, μία πριν από το έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2016 και μία μετά το έγγραφο αυτό.

86      Αφενός, κατόπιν των επιστολών της 29ης και της 30ής Σεπτεμβρίου και της 4ης Οκτωβρίου 2016, τα μέλη της κοινοπραξίας ήταν σε θέση να γνωρίζουν τον λόγο διεξαγωγής της έρευνας, λεπτομέρειες σχετικά με τη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου που διενήργησαν οι υπάλληλοι της OLAF, ιδίως όσον αφορά τη συμπεριφορά της ενάγουσας, καθώς και μια πρώτη εκτίμηση της OLAF σχετικά με τη σοβαρότητά της. Επιπλέον, ήταν ενήμερα για τον προκαταρκτικό χαρακτήρα του συνόλου των συμπερασμάτων. Στο στάδιο αυτό, γνώριζαν επίσης τα επιχειρήματα που είχε προβάλει η ενάγουσα προς υπεράσπισή της.

87      Αφετέρου, κατόπιν του εγγράφου της 13ης Οκτωβρίου 2016, τα μέλη της κοινοπραξίας βρέθηκαν ενώπιον διαφορετικής καταστάσεως. Συγκεκριμένα, με τη θέση που διατύπωσε, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την ακρίβεια της καταστάσεως και το βάσιμο των κατηγοριών σχετικά με τη συμπεριφορά της ενάγουσας. Συνέστησε να παύσει η συνεργασία με την ενάγουσα και επισήμανε ότι τα ποσά που της είχαν καταβληθεί στο πλαίσιο της επίμαχης συμβάσεως δεν ήταν επιλέξιμα για χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, γεγονός που δεν μπορούσε παρά να έχει σημαντική επιρροή όσον αφορά τη συνέχεια που έπρεπε να δοθεί στις κατηγορίες αυτές.

88      Με την επιστολή αυτή, η οποία εστάλη δέκα ημέρες μετά την τοποθέτηση της ενάγουσας επί της έρευνας και την αναστολή των πληρωμών και η οποία απευθυνόταν στην επικεφαλής της κοινοπραξίας, η Επιτροπή αμφισβήτησε το σύνολο των επιχειρημάτων που είχε προβάλει η ενάγουσα με το έγγραφο αυτό προς υπεράσπισή της.

89      Η αντίφαση αυτή δημιούργησε στα μέλη της κοινοπραξίας αλγεινή εντύπωση ως προς την αξιοπιστία της ενάγουσας και αρνητική γνώμη για αυτήν.

90      Η ως άνω πεποίθηση των μελών της κοινοπραξίας έναντι της ενάγουσας ενισχύθηκε από το γεγονός ότι το έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2016 εξέφραζε σαφώς τη θέση της Επιτροπής τόσο για τις κυρώσεις που θα μπορούσαν να επιβληθούν στην ενάγουσα όσο και ως προς τον απολύτως αναγκαίο χαρακτήρα τους.

91      Επισημαίνεται ακόμη ότι η διαδοχική αποστολή εγγράφων σε σύντομο χρονικό διάστημα ήταν εύλογο να δημιουργήσει μια εντύπωση αυξημένης σοβαρότητας και βεβαιότητας ως προς την εκτίμηση της βαρύτητας της συμπεριφοράς της ενάγουσας, πράγμα που αντανακλάται στην έντονη κλιμάκωση της εκτάσεως των κυρώσεων.

92      Ως εκ τούτου, η διαδοχική αποστολή των εγγράφων αυτών έθιξε πράγματι την αξιοπιστία, την εικόνα και την επαγγελματική φήμη της ενάγουσας, καθιστώντας αδύνατον για αυτήν να εκθέσει με σαφήνεια στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας τη θέση της επί της ερμηνείας που υιοθέτησε η Επιτροπή σχετικά με τις συνέπειες που έπρεπε να συναχθούν από τον επιτόπιο έλεγχο της OLAF, δεδομένου ότι δεν είχε λάβει γνώση αυτής πριν από την αποστολή του εγγράφου της 13ης Οκτωβρίου 2016, για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 83 ανωτέρω.

93      Επομένως, η Επιτροπή, καθόσον δεν παρέσχε στην ενάγουσα τη δυνατότητα προηγούμενης ακρόασης σχετικά με τη συμπεριφορά της, έθιξε την εικόνα και την επαγγελματική φήμη της έναντι των λοιπών μελών της κοινοπραξίας, καθιστώντας δυσχερέστερη τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών και τη συνεργασία με την ενάγουσα, πλήττοντας έτσι την αξιοπιστία της έναντι των εταίρων της υπό το πρίσμα μιας κατηγορίας που αφορούσε συμπεριφορά αντίθετη προς τις συμβατικές υποχρεώσεις της ή ακόμη και παράβαση της νομοθεσίας.

94      Συναφώς, καίτοι η ενάγουσα υποστηρίζει ότι απέδειξε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ενεργειών αυτών και της αποσύρσεως ενός εκ των μελών της κοινοπραξίας από άλλο σχέδιο συνεργασίας μαζί της, εντούτοις δεν προκύπτει ρητώς από τη δικογραφία ότι η απόφαση αυτή οφειλόταν κυρίως στην προσβολή της εικόνας και της φήμης της ενάγουσας. Στις παρατηρήσεις της, η ενάγουσα επικαλείται επίσης την αποτυχία πολλών εν εξελίξει διαφορετικών συνεργιών με τα διάφορα μέλη της κοινοπραξίας, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύει μετά βεβαιότητος τα πραγματικά κίνητρα των μελών αυτών.

95      Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί συναφώς ότι η επικεφαλής της κοινοπραξίας εκφράζει την ανησυχία της όσον αφορά τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς της ενάγουσας έναντι της δικής της φήμης και εκείνης των λοιπών μελών.

96      Επομένως, η συμπεριφορά της Επιτροπής πράγματι έθιξε την εικόνα και την επαγγελματική φήμη της ενάγουσας.

97      Ως εκ τούτου, πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με το υποστατό της ζημίας.

–       Επί της εκτιμήσεως της δυναμένης να αποκατασταθεί βλάβης

98      Η ενάγουσα αποτιμά την ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της προσβολής της εικόνας και της επαγγελματικής φήμης της στο ποσό των 25 000 ευρώ, κατά δίκαιη και εύλογη κρίση. Ζητεί επίσης το ποσό αυτό να προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας από τη δημοσίευση της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί επί της παρούσας υποθέσεως μέχρι την πλήρη εξόφληση της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποιήσεως, υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου το οποίο καθορίζει η ΕΚΤ για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδοτήσεως, όπως αυτό ίσχυε τον Νοέμβριο του 2016, προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.

99      Η Επιτροπή δεν λαμβάνει θέση επί του ποσοτικού προσδιορισμού της ζημίας. Θεωρεί μόνον ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε, ως όφειλε, την ηθική βλάβη της.

100    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο ενάγων πρέπει να παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει την έκταση και τον χαρακτήρα της ζημίας που υπέστη. Επομένως, ανεξαρτήτως του αν η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ζητείται συμβολικά ή προκειμένου να του καταβληθεί πραγματική αποζημίωση, εναπόκειται στον ενάγοντα να διευκρινίσει, μεταξύ άλλων, τη φύση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, σε σχέση με τη συμπεριφορά που προσάπτεται στο οικείο θεσμικό όργανο, και στη συνέχεια να διευκρινίσει, έστω και κατά προσέγγιση, την εκτίμηση του συνόλου της βλάβης αυτής (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουλίου 2019, Fulmen κατά Συμβουλίου, T‑405/15, EU:T:2019:469, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

101    Εξάλλου, μολονότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, η ακύρωση παράνομης πράξεως μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, πρόσφορη και, καταρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η πράξη αυτή (απόφαση της 3ης Ιουλίου 2018, Transtec κατά Επιτροπής, T‑616/15, EU:T:2018:399, σκέψη 165), εν προκειμένω, δεν είναι δυνατή η ακύρωση πράξεως λόγω διαδικαστικής παρανομίας που διέπραξε η Επιτροπή, οπότε δεν είναι δυνατή η προσήκουσα αποκατάσταση της προσβολής της εικόνας και της φήμης της ενάγουσας κατά τον τρόπο αυτόν. Συγκεκριμένα, οι λόγοι που προβλήθηκαν κατά της συμπεριφοράς των υπαλλήλων της OLAF επ’ ευκαιρία του επιτόπιου ελέγχου απορρίφθηκαν στο σύνολό τους με την αρχική απόφαση και με την αναιρετική απόφαση και, συνεπώς, επικυρώθηκε το βάσιμο των κατηγοριών που διατύπωσε η Επιτροπή, λόγω των οποίων αποκλείστηκε η ενάγουσα από την κοινοπραξία παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο του επίμαχου έργου.

102    Επομένως, μόνον η χρηματική ικανοποίηση της ενάγουσας είναι ικανή να αποκαταστήσει πλήρως την ηθική βλάβη που υπέστη. Ως εκ τούτου, η χρηματική ικανοποίηση πρέπει να αντανακλά την ειδική φύση καθώς και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως.

103    Πρώτον, όσον αφορά τους παράγοντες τους οποίους η ενάγουσα θεωρεί ότι επιτείνουν τη βλάβη της, ήτοι, αφενός, τη θέση της ως ιδιαίτερα σημαντικής επιχειρήσεως στον τομέα των συμβουλευτικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και φορείς που ανήκουν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, η οποία δραστηριοποιείται τόσο στην Ουγγαρία όσο και στην αλλοδαπή, και, αφετέρου, τον αποκλεισμό τον οποίο θεωρεί ότι υπέστη εκ μέρους των λοιπών μελών της κοινοπραξίας, διαπιστώνεται, βάσει των προσκομισθέντων στοιχείων, ότι οι παράγοντες αυτοί δεν είναι δυνατόν να επέτειναν τη βλάβη.

104    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η ενάγουσα δεν τεκμηριώνει λεπτομερώς το αίτημά της περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως ύψους 25 000 ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα ή αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους το ποσό αυτό συνιστά δίκαιη ικανοποίηση για την προσβολή της εικόνας και της φήμης της. Συναφώς, διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν υποστηρίζεται ότι το ποσό αυτό έχει οποιαδήποτε σχέση με το κόστος των επενδύσεων που πραγματοποίησε η ενάγουσα για τη δημιουργία, τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της εικόνας και της φήμης της. Εξάλλου, απαντώντας στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα διευκρίνισε ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω ηθική βλάβη δεν μπορούσε να αποτιμηθεί ποσοτικώς, ζήτησε να της επιδικάσει το Γενικό Δικαστήριο χρηματική ικανοποίηση ύψους 25 000 ευρώ.

105    Τρίτον, διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα ήταν, εν πάση περιπτώσει, σε θέση να περιορίσει το μέγεθος της ηθικής βλάβης που υπέστη. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που γνώριζε τα πραγματικά περιστατικά τα οποία της προσάπτονταν αρχής γενομένης με το έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, που μνημονεύθηκε στη σκέψη 14 ανωτέρω, και για τα οποία είχε διατυπώσει τις παρατηρήσεις της με την από 23 Σεπτεμβρίου 2016 απάντησή της, μνεία της οποίας έγινε στη σκέψη 15 ανωτέρω, συνάγεται ότι μπορούσε να επικοινωνήσει με τους εταίρους της προκειμένου να τους ενημερώσει για την ύπαρξη επιτόπιου ελέγχου της OLAF καθώς και για τις διαφωνίες της με την τελευταία ως προς την έκταση του οικείου ελέγχου, πριν ακόμη το κάνει η Επιτροπή με το από 13 Οκτωβρίου 2016 έγγραφο, και επομένως να μειώσει το εύρος της προσβολής της εικόνας και της φήμης της που απέρρεαν απ’ αυτό.

106    Ως εκ τούτου, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της αποκαταστάσεως της εικόνας και της φήμης της ενάγουσας, η αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη πρέπει να καλύψει μόνο τις συνέπειες από την προσβολή δικονομικού της δικαιώματος εκ μέρους της Επιτροπής και δεν αποσκοπεί στην αποκατάσταση των οικονομικών συνεπειών της παράνομης συμπεριφοράς της ενάγουσας όσον αφορά τον αποκλεισμό της ούτε στην κάλυψη του διαφυγόντος κέρδους που συνεπάγεται για αυτήν η απώλεια μεταγενέστερων συμβάσεων.

107    Υπό το πρίσμα του συνόλου των παρατηρήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 100 έως 105 ανωτέρω και δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν προσκόμισε πιο συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την έκταση της προσβολής της εικόνας και της φήμης της, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι επιδίκαση ποσού ύψους 5 000 συνιστά δίκαιη και εύλογη χρηματική ικανοποίηση.

108    Όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το ποσό της οφειλόμενης αποζημιώσεως μπορεί να προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1979, Dumortier κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 64/76, 113/76, 167/78, 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, EU:C:1979:223, σκέψη 25· της 19ης Μαΐου 1992, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:1992:217, σκέψη 35, και της 26ης Νοεμβρίου 2008, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑285/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:526, σκέψη 55).

109    Κατά τη νομολογία, το εφαρμοστέο επιτόκιο υπολογίζεται βάσει του επιτοκίου της ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, το οποίο ίσχυε κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, προσαυξανόμενο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑88/09, EU:T:2011:641, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

110    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή οφείλει να καταβάλει τόκους υπερημερίας από της εκδόσεως της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση μέχρι την πλήρη εξόφληση της οφειλομένης χρηματικής ικανοποιήσεως, με βάση το καθοριζόμενο από την ΕΚΤ επιτόκιο για τις κυριότερες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, το οποίο ίσχυε για την οικεία περίοδο, προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

111    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

112    Με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Επομένως, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί των δικαστικών εξόδων που αφορούν, αφενός, τις ενώπιόν του διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας.

113    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία, στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρετική απόφαση, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της και να καταδικαστεί στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ενάγουσα, τα οποία συνδέονται με την εν λόγω διαδικασία και την προ της ασκήσεως αναιρέσεως διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑617/17.

114    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε επίσης επί της ουσίας κατά τη διαδικασία αναπομπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑617/17 RENV, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα σχετικά με τη διαδικασία αυτή δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      H Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στη Vialto Consulting Kft. χρηματική ικανοποίηση ύψους 5 000 ευρώ λόγω της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη.

2)      Η καταβλητέα στη Vialto Consulting χρηματική ικανοποίηση προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας από της εκδόσεως της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση μέχρι την πλήρη εξόφληση της οφειλομένης χρηματικής ικανοποιήσεως, με βάση το καθοριζόμενο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) επιτόκιο για τις κυριότερες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, το οποίο ίσχυε για την οικεία περίοδο, προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.

3)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα σχετικά με την αναιρετική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υποθέσεως C650/19 P καθώς και στα δικαστικά έξοδα της αρχικής διαδικασίας στο πλαίσιο της υποθέσεως T617/17 και της διαδικασίας αναπομπής στο πλαίσιο της υποθέσεως T617/17 RENV ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

da Silva Passos

Reine

Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Δεκεμβρίου 2022.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

M. van der Woude


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.