Language of document : ECLI:EU:T:2015:819

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 29ης Οκτωβρίου 2015 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Διαγωνισμός — Μεταφορά των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — Απόφαση περί κηρύξεως διαγωνισμού ως άγονου, διακοπής του και προσφυγής σε διαδικασία με διαπραγμάτευση — Ανάθεση της συμβάσεως σε άλλο προσφέροντα — Ίση μεταχείριση — Ουσιαστική τροποποίηση των αρχικών όρων της συμβάσεως»

Στην υπόθεση T‑126/13,

Direct Way, με έδρα το Machelen (Βέλγιο),

Directway Worldwide, με έδρα το Machelen,

εκπροσωπούμενες από τον E. van Nuffel d’Heynsbroeck, δικηγόρο,

προσφεύγουσες ενάγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από την L. Darie και τον P. Biström,

καθού εναγόμενου,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως των τριών αποφάσεων του Κοινοβουλίου σχετικά με την ανάθεση της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών μεταφοράς των μελών του Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, F. Dehousse και A. M. Collins (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Απριλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 8 Μαΐου 2012 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δημοσίευσε προκήρυξη σχετικά με τον διαγωνισμό INLO.AO-2012-008-LUX-UTP-02, με τίτλο «Μεταφορά των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες» (ΕΕ 2012/S 88-143608), ο οποίος θα διεξαγόταν με ανοικτή διαδικασία.

2        Βάσει της προκηρύξεως το εύρος της συμβάσεως αντιστοιχούσε κατά προσέγγιση σε 3 050 ώρες‑όχημα ανά εβδομάδα για διάστημα 26 περίπου εβδομάδων ανά έτος και κατά προσέγγιση 675 ώρες‑όχημα για διάστημα περίπου 7 εβδομάδων ανά έτος. Η συνολική αξία της συμβάσεως (πλην ΦΠΑ) υπολογιζόταν μεταξύ 10 000 000 και 12 000 000 ευρώ για διάστημα μέγιστης διάρκειας 4 ετών.

3        Η προκήρυξη του διαγωνισμού προέβλεπε την ανάθεση της συμβάσεως στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει των ακόλουθων κριτηρίων: την τιμή (60 βαθμοί), την καταλληλότητα της οργανώσεως για τη διαχείριση της συμβάσεως (20 βαθμοί), τα προτεινόμενα περιβαλλοντικά μέτρα (10 βαθμοί) και τη διαχείριση και ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων (10 βαθμοί).

4        Δύο μόνο προσφορές υποβλήθηκαν, η πρώτη από τις προσφεύγουσες-ενάγουσες (στο εξής: προσφεύγουσες) Direct Way και Directway Worldwide και η δεύτερη από την TMS Limousine.

5        Η προσφορά της TMS Limousine κατετάγη πρώτη έχοντας συγκεντρώσει συνολικώς 83,43 βαθμούς. Στη συγκεκριμένη προσφορά η προτεινόμενη τιμή ήταν 38,90 ευρώ ανά ώρα. Η προσφορά των προσφευγουσών κατετάγη δεύτερη έχοντας συγκεντρώσει συνολικώς 80,25 βαθμούς. Ειδικότερα, η τιμή που πρότειναν οι προσφεύγουσες στην προσφορά τους ήταν 34,34 ευρώ ανά ώρα, αναφορικά με περίπου 123 000 ώρες‑όχημα ανά έτος συνολικώς.

6        Με το από 3 Σεπτεμβρίου 2012 έγγραφο το Κοινοβούλιο ενημέρωσε τις προσφεύγουσες σχετικά με την απόφασή του να διακόψει την ανοικτή διαδικασία για την ανάθεση της συμβάσεως και την πρόθεσή του να προσφύγει σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, λόγω του ότι οι προσφορές που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας ήταν «απαράδεκτες υπό το πρίσμα των κριτηρίων αναθέσεως, ιδίως των προτεινόμενων τιμών, οι οποίες [ήταν] εξαιρετικά υψηλές σε σχέση με την αξία που είχε ορισθεί στην προκήρυξη του διαγωνισμού». Η απόφαση για τη διακοπή της πρώτης διαδικασίας δημοσιεύτηκε με ανακοίνωση στις 2 Οκτωβρίου 2012 (ΕΕ 2012/S 189-310052).

7        Με το από 20 Σεπτεμβρίου 2012 έγγραφο το Κοινοβούλιο κάλεσε τις προσφεύγουσες και την TMS Limousine να υποβάλουν προσφορά όσον αφορά τον διαγωνισμό INLO.AO-2012-018-LUX-UTP-05, με τίτλο «Μεταφορά των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες», στο πλαίσιο διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκηρύξεως. Τα χαρακτηριστικά του εν λόγω διαγωνισμού ήταν κατ’ ουσίαν πανομοιότυπα με αυτά του προγενέστερου διαγωνισμού, ιδίως όσον αφορά την εκτιμώμενη αξία της συμβάσεως, το αντικείμενο και τα κριτήρια αναθέσεως, ήτοι την τιμή και τα τρία ποιοτικά κριτήρια που αναφέρθηκαν στην ως άνω σκέψη 3.

8        Στο πλαίσιο της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, οι δύο προσφέροντες διατήρησαν κατ’ ουσίαν τις προσφορές που είχαν υποβάλει αρχικώς. Εντούτοις, η TMS Limousine πρότεινε χαμηλότερη τιμή, ήτοι 36,15 ευρώ ανά ώρα, ενώ οι προσφεύγουσες πρότειναν την τιμή των 34,34 ευρώ ανά ώρα, την οποία είχαν προτείνει και στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας.

9        Εν συνεχεία, δύο συσκέψεις έλαβαν χώρα μεταξύ του Κοινοβουλίου και καθενός από τους προσφέροντες κατόπιν των οποίων οι προσφεύγουσες αύξησαν ελαφρώς την προτεινόμενη τιμή σε 34,63 ευρώ ανά ώρα, ενώ η TMS Limousine μείωσε την προτεινόμενη τιμή σε 34,95 ευρώ ανά ώρα.

10      Με το από 21 Δεκεμβρίου 2012 έγγραφο, καθώς και τη συστημένη επιστολή της 3ης Ιανουαρίου 2013, το Κοινοβούλιο κοινοποίησε στις προσφεύγουσες την απόφασή του να απορρίψει την προσφορά τους για τον λόγο ότι δεν την έκρινε ως την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά (στο εξής: απορριπτική απόφαση). Ειδικότερα, η συγκεκριμένη προσφορά κατετάγη δεύτερη, έχοντας συγκεντρώσει 85,39 βαθμούς. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες ενημερώθηκαν για την απόφαση του Κοινοβουλίου να αναθέσει τη σύμβαση στην TMS Limousine, η οποία είχε συγκεντρώσει 87,99 βαθμούς (στο εξής: απόφαση αναθέσεως). Τέλος, το Κοινοβούλιο επισήμανε στις προσφεύγουσες ότι μπορούσαν να ζητήσουν συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς τους, τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου. Οι προσφεύγουσες ζήτησαν συμπληρωματικές πληροφορίες με το ηλεκτρονικό μήνυμα της 26ης Δεκεμβρίου 2012.

11      Στις 8 Ιανουαρίου 2013, το Κοινοβούλιο δημοσίευσε ανακοίνωση αποτελεσμάτων του διαγωνισμού (ΕΕ 2013/S 5-4640).

12      Στις 10 Ιανουαρίου 2013, το Κοινοβούλιο απέστειλε στις προσφεύγουσες, με ηλεκτρονικό μήνυμα και συστημένη επιστολή, την απάντησή του στο από 26 Δεκεμβρίου 2012 ηλεκτρονικό τους μήνυμα, με το οποίο παρέσχε πληροφορίες σχετικά με την αξιολόγηση καθεμιάς από τις προσφορές ανά κριτήριο αναθέσεως, διευκρινίζοντας επίσης την τιμή που πρότεινε τελικώς ο ανάδοχος (ήτοι 34,95 ευρώ ανά ώρα).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαρτίου 2013, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή), ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο τα εξής:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2012 του Κοινοβουλίου περί διακοπής της «ανοικτής» διαδικασίας για τη σύναψη της συμβάσεως·

–        να ακυρώσει την από 20 Σεπτεμβρίου 2012 απόφαση του Κοινοβουλίου περί κινήσεως διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως με διαδικασία «με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκηρύξεως»·

–        να ακυρώσει την απόφαση αναθέσεως·

–        να κηρύξει άκυρη τη σύμβαση που συνήφθη με τον ανάδοχο·

–        να τους επιδικάσει αποζημίωση·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

14      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή ακυρώσεως κατά της από 3 Σεπτεμβρίου 2012 αποφάσεως περί διακοπής της ανοικτής διαδικασίας και κατά της από 20 Σεπτεμβρίου 2012 αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας με διαπραγμάτευση·

–        να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή κατά της αποφάσεως αναθέσεως·

–        να απορρίψει το αίτημα περί κηρύξεως άκυρης της συμβάσεως·

–        να απορρίψει το αίτημα περί επιδικάσεως αποζημιώσεως·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

15      Το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα), κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, ζήτησε από τους διαδίκους να διευκρινίσουν την ημερομηνία κατά την οποία περιήλθε σε αυτούς η από 10 Ιανουαρίου 2013 κοινοποίηση του Κοινοβουλίου.

16      Ανταποκρινόμενοι στο αίτημα αυτό, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι η συγκεκριμένη κοινοποίηση περιήλθε σε αυτές με το από 10 Ιανουαρίου 2013 ηλεκτρονικό μήνυμα, αλλά ότι δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν επακριβώς την ημερομηνία κατά την οποία περιήλθε σε αυτές η ίδια κοινοποίηση με συστημένη επιστολή.

17      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Απριλίου 2015. Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες επιβεβαίωσαν ότι δεν είχαν ζητήσει τυπικώς την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου με την οποία αυτό απέρριψε την προσφορά τους, η οποία τους κοινοποιήθηκε με το από 21 Δεκεμβρίου 2012 ηλεκτρονικό μήνυμα καθώς και με την από 3 Ιανουαρίου 2013 συστημένη επιστολή.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

18      Το Κοινοβούλιο προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής κατά των αποφάσεων περί διακοπής της ανοικτής διαδικασίας και κινήσεως της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, ισχυριζόμενο ότι είχε παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής. Όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής κατά της αποφάσεως αναθέσεως, το Κοινοβούλιο επισήμανε απλώς ότι επαφίεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου.

19      Οι προσφεύγουσες ζητούν την απόρριψη της ενστάσεως απαραδέκτου. Προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η ανάθεση δημόσιας συμβάσεως είναι περίπλοκη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας η αναθέτουσα αρχή μπορεί να υποχρεωθεί να λάβει ενδιάμεσες αποφάσεις για την ανάθεση της συμβάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, ο παράτυπος χαρακτήρας αποφάσεως μπορεί να μην είναι αμέσως εμφανής, αλλά να προκύπτει από τις μεταγενέστερες αποφάσεις. Κατά τις προσφεύγουσες, ο παράνομος χαρακτήρας των προγενέστερων αποφάσεων κατέστη εμφανής μόλις μετά την έκδοση της αποφάσεως αναθέσεως και ειδικότερα με την από 10 Ιανουαρίου 2013 κοινοποίηση των λόγων απορρίψεως της προσφοράς τους. Συγκεκριμένα, από την κοινοποίηση αυτή προκύπτει ότι η προτεινόμενη από τον ανάδοχο τιμή ήταν υψηλότερη αυτής που είχαν προτείνει αρχικώς οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της διακοπείσας ανοικτής διαδικασίας. Οι προσφεύγουσες, οι οποίες είχαν προτείνει υψηλότερη τιμή σε σχέση με την ορισθείσα στην προκήρυξη εκτιμώμενη αξία, ισχυρίζονται ότι δεν είχαν κανένα λόγο να προβάλουν τη σχετική αιτίαση νωρίτερα.

20      Όσον αφορά την απόφαση περί διακοπής της ανοικτής διαδικασίας, μολονότι δεν είχε ως αποδέκτες τις προσφεύγουσες, δεν αμφισβητείται ότι αυτές ενημερώθηκαν από το Κοινοβούλιο σχετικά με την απόφαση αυτή με την από 3 Σεπτεμβρίου 2012 συστημένη επιστολή. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο δημοσίευσε ανακοίνωση διακοπής της ανοικτής διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα στις 2 Οκτωβρίου 2012.

21      Λαμβανομένης υπόψη της ιδιότητάς τους ως μετέχουσες στην ανοικτή διαδικασία, η απόφαση περί διακοπής της εν λόγω διαδικασίας ήταν ικανή να επηρεάσει την έννομη κατάσταση των προσφευγουσών και, επομένως, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση περί διακοπής της ανοικτής διαδικασίας που περιέχεται στο από 3 Σεπτεμβρίου 2012 έγγραφο δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες μέχρι την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής την 1η Μαρτίου 2013.

22      Δυνάμει του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να ασκείται εντός προθεσμίας δύο μηνών, ανάλογα με την περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση αυτής. Δεδομένου ότι η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως ασκήθηκε σαφώς εκπρόθεσμα, είναι προδήλως απαράδεκτη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της περιλαμβανόμενης στο από 3 Σεπτεμβρίου 2012 έγγραφο αποφάσεως.

23      Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες όφειλαν να ζητήσουν από το Κοινοβούλιο, εντός εύλογης προθεσμίας από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβαν γνώση της υπάρξεως της συγκεκριμένης αποφάσεως, να τους κοινοποιήσει το σύνολο του κειμένου ή, ελλείψει αυτού, κάθε απαραίτητη πληροφορία, προκειμένου να λάβουν ακριβή γνώση του περιεχομένου της και της αιτιολογίας της ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν λυσιτελώς το δικαίωμα προσφυγής τους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ, T‑461/08, Συλλογή, EU:T:2011:494, σκέψη 107).

24      Οι προσφεύγουσες δεν απηύθυναν τέτοιου είδους αίτημα στο Κοινοβούλιο. Συνεπώς, η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως είναι εκπρόθεσμη, καθόσον στρέφεται κατά της αποφάσεως περί διακοπής της ανοικτής διαδικασίας.

25      Όσον αφορά την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, η οποία κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες με την από 20 Σεπτεμβρίου 2012 συστημένη επιστολή, πρέπει να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως αν μπορεί να ασκηθεί κατ’ αυτής προσφυγή ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, έστω και αν το Κοινοβούλιο δεν αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής για τον λόγο αυτό, καθόσον στην πραγματικότητα πρόκειται περί απαραδέκτου για λόγους δημοσίας τάξεως.

26      Κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των προσφευγόντων, τροποποιώντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή τους (βλ. απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, Sogelma κατά ΕΥΑ, T‑411/06, Συλλογή, EU:T:2008:419, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Κατά κανόνα, η απόφαση περί διεξαγωγής διαγωνισμού δεν θίγει τους ενδιαφερομένους, καθόσον τους παρέχει απλώς τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία και υποβολής προσφοράς (απόφαση Sogelma κατά ΕΥΑ, ως άνω σκέψη 26, EU:T:2008:419, σκέψη 86). Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες έλαβαν μέρος στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, η απόφαση περί κινήσεώς της δεν είναι ικανή να τους βλάψει.

28      Επιπλέον, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, μολονότι η διαδικασία με διαπραγμάτευση μπορεί να κινηθεί μόνον αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, όπως ενδεικτικώς σε περίπτωση παράτυπων ή απαράδεκτων προσφορών στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας μετά την ολοκλήρωση αυτής, τις οποίες προβλέπει το άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (EΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: κανόνες εφαρμογής), εντούτοις, συνιστά αυτοτελή και διακριτή διαδικασία σε σχέση με κάθε άλλη διαδικασία για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως και, ειδικότερα, σε σχέση με την ανοικτή διαδικασία, κατά την έννοια του άρθρου 91 του κανονισμού (EΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: Δημοσιονομικός Κανονισμός) (διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 2009, Bull κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑333/08, EU:T:2009:514, σκέψη 14).

29      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσβάλλουν παραδεκτώς την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, η οποία τους κοινοποιήθηκε με την από 20 Σεπτεμβρίου 2012 συστημένη επιστολή.

30      Μολονότι το Κοινοβούλιο δεν προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της αποφάσεως αναθέσεως για τον λόγο ότι είναι επίσης εκπρόθεσμη, πρέπει να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της προσφυγής, δεδομένου ότι συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991 (βλ. υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής, C‑225/91, Συλλογή, EU:C:1993:239, σκέψεις 11 έως 13, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, CMB και Christof κατά Επιτροπής, T‑407/07, EU:T:2011:477, σκέψη 74).

31      Από το γράμμα του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το κριτήριο του χρόνου κατά τον οποίο ο προσφεύγων λαμβάνει γνώση της πράξεως και από τον οποίο αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τη δημοσίευση ή την κοινοποίηση της πράξεως (απόφαση της 11ης Μαρτίου 2009, TF1 κατά Επιτροπής, T‑354/05, Συλλογή, EU:T:2009:66, σκέψη 33).

32      Αφενός, επισημαίνεται συναφώς ότι οι προσφεύγουσες δεν είναι αποδέκτριες της αποφάσεως αναθέσεως, έστω και αν αυτή συνδέεται στενώς με την απορριπτική απόφαση που τους απευθύνεται. Επομένως, η απόφαση αναθέσεως δεν κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες.

33      Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση αναθέσεως δεν είναι πράξη η οποία αυτή καθεαυτήν πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα (βλ., ειδικότερα, το άρθρο 90, παράγραφος 1, του Δημοσιονομικού Κανονισμού και το άρθρο 118 των κανόνων εφαρμογής).

34      Εξάλλου, δεν πρόκειται ούτε για πράξη η οποία δημοσιεύεται κατά πάγια πρακτική του οικείου θεσμικού οργάνου. Αντιθέτως προς τις περιπτώσεις τις οποίες αφορά η σχετική με την υποχρέωση κοινοποιήσεως νομολογία (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2009, Qualcomm κατά Επιτροπής, T‑48/04, Συλλογή, EU:T:2009:212, σκέψεις 43 έως 58) καθώς και η νομολογία αναφορικά με την πρακτική της δημοσιεύσεως (αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2005, Olsen κατά Επιτροπής, T‑17/02, Συλλογή, EU:T:2005:218, σκέψεις 72 έως 87, και TF1 κατά Επιτροπής, ως άνω σκέψη 31, EU:T:2009:66, σκέψεις 34 έως 36), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εν προκειμένω η απόφαση αναθέσεως δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ή στο Διαδίκτυο. Το Κοινοβούλιο δημοσίευσε απλώς, στις 8 Ιανουαρίου 2013, ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διαγωνισμού περιέχουσα συνοπτικές πληροφορίες οι οποίες δεν επέτρεψαν στις προσφεύγουσες να ασκήσουν λυσιτελώς το δικαίωμα προσφυγής τους ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να αποτελεί το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως.

35      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία οι προσφεύγουσες έλαβαν γνώση της προσβαλλομένης πράξεως. Από την έκθεση των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες έλαβαν γνώση της υπάρξεως της αποφάσεως αναθέσεως μεταξύ της 21ης και της 26ης Δεκεμβρίου 2012, ενώ κατά τη δεύτερη εκ των ως άνω ημερομηνιών ζήτησαν από το Κοινοβούλιο επιπρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω απόφαση. Κατά την περίοδο αυτή, οι προσφεύγουσες δεν είχαν ακριβή γνώση του περιεχομένου και της αιτιολογίας της επίμαχης πράξεως ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν λυσιτελώς το δικαίωμα προσφυγής τους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ, ως άνω σκέψη 23, EU:T:2011:494, σκέψη 107).

36      Οι προσφεύγουσες ήταν σε θέση να ασκήσουν λυσιτελώς το δικαίωμα προσφυγής τους μόνο από τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν την κοινοποίηση του Κοινοβουλίου, η οποία απεστάλη με ηλεκτρονικό μήνυμα καθώς και με την από 10 Ιανουαρίου 2013 συστημένη επιστολή.

37      Όσον αφορά τη νομιμότητα της κοινοποιήσεως των πράξεων της Ένωσης, έχει διευκρινισθεί νομολογιακώς ότι προσήκουσα κοινοποίηση αποφάσεως υπάρχει αφότου η απόφαση γνωστοποιείται στον αποδέκτη της και αυτός έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου της (διάταξη της 2ας Οκτωβρίου 2014, Page Protective Services κατά ΕΥΕΔ, C‑501/13 P, EU:C:2014:2259, σκέψη 30), πράγμα που καθιστά έγκυρη την κοινοποίηση με ηλεκτρονικό μήνυμα (διάταξη Page Protective Services κατά ΕΥΕΔ, προαναφερθείσα, EU:C:2014:2259, σκέψεις 31 έως 33). Η ίδια συλλογιστική μπορεί να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση όσον αφορά την από 10 Ιανουαρίου 2013 κοινοποίηση του Κοινοβουλίου από την οποία μπορούν να συναχθούν το περιεχόμενο και η αιτιολογία της αποφάσεως αναθέσεως.

38      Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος δεν εγγυάται αυτομάτως την πραγματική παραλαβή του από τον αποδέκτη του. Πράγματι, ενδέχεται ένα ηλεκτρονικό μήνυμα να μην περιέλθει σε αυτόν για τεχνικούς λόγους. Επιπλέον, ακόμη και όταν ένα ηλεκτρονικό μήνυμα περιέρχεται όντως στον αποδέκτη του, ενδέχεται η παραλαβή του να μην έγινε κατά την ημερομηνία της αποστολής του (απόφαση Sogelma κατά ΕΥΑ, ως άνω σκέψη 26, EU:T:2008:419, σκέψη 77).

39      Εν προκειμένω, το Κοινοβούλιο απέστειλε την κοινοποίησή του με ηλεκτρονικό μήνυμα και συστημένη επιστολή στις 10 Ιανουαρίου 2013. Όπως αναφέρθηκε στην ως άνω σκέψη 16, οι προσφεύγουσες επισήμαναν σε απάντηση προς ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι αδυνατούν να προσδιορίσουν επακριβώς την ημερομηνία κατά την οποία έλαβαν το έγγραφο αυτό με τη συστημένη επιστολή. Παρά ταύτα, επισήμαναν ότι έλαβαν το από 10 Ιανουαρίου 2013 ηλεκτρονικό μήνυμα την ίδια ημέρα και προσκόμισαν αντίγραφό του.

40      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή κατά της αποφάσεως αναθέσεως, η οποία κατατέθηκε την 1η Μαρτίου 2013, είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι ασκήθηκε πριν την παρέλευση της προθεσμίας των δύο μηνών, η οποία παρεκτάθηκε κατ’ αποκοπήν κατά δέκα ημέρες λόγω αποστάσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

41      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι προσφεύγουσες δεν ζητούσαν τυπικώς την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου περί απορρίψεως της προσφορά τους, το Κοινοβούλιο διατύπωσε επιφυλάξεις όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής, στο μέτρο που αυτή στρεφόταν κατά της αποφάσεως αναθέσεως λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος.

42      Δεδομένου ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που το πρόσωπο αυτό έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθεαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (απόφαση της 23ης Μαΐου 2014, European Dynamics Luxembourg κατά ΕΚΤ, T‑553/11, EU:T:2014:275, σκέψη 94).

43      Όταν η προσφορά διαγωνιζομένου απορρίπτεται λόγω του ότι η σύμβαση ανατίθεται στον άλλο διαγωνιζόμενο, μετά τη σύγκριση των δύο προσφορών, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του διαγωνιζομένου η προσφορά του οποίου δεν επελέγη να προσφύγει κατά της αποφάσεως αναθέσεως δεν προϋποθέτει την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά του.

44      Σε περίπτωση ακυρώσεως της αποφάσεως αναθέσεως, στο Κοινοβούλιο απόκειται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ, ως άνω σκέψη 23, EU:T:2011:494, σκέψη 66). Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την επίμαχη απόφαση αναθέσεως ώστε να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προς επανόρθωση της καταστάσεως στην οποία περιήλθαν οι προσφεύγουσες, η οποία μπορεί ανά περίπτωση να προσλάβει τη μορφή επαρκούς χρηματικής αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστησαν, όπως εξάλλου ζητείται εν προκειμένω.

45      Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση αναθέσεως, και, ως εκ τούτου, το αίτημά τους να ακυρωθεί η απόφαση αυτή είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

46      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων και ο δεύτερος την παράβαση του άρθρου 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των κανόνων εφαρμογής, το οποίο απαγορεύει την ουσιαστική τροποποίηση των αρχικών όρων της συμβάσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

47      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η τιμή του αναδόχου ήταν αποδεκτή στο πλαίσιο διαδικασίας με διαπραγμάτευση, το Κοινοβούλιο παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων, καθότι οι προσφεύγουσες είχαν προτείνει τιμή ελαφρώς χαμηλότερη σε σχέση με την τιμή που είχε κριθεί απαράδεκτη από το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, η απόφαση περί διακοπής της ανοικτής διαδικασίας για τη σύναψη της συμβάσεως, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως με διαδικασία «με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκηρύξεως» και η απόφαση αναθέσεως της επίμαχης συμβάσεως πρέπει να ακυρωθούν.

48      Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι στο από 3 Σεπτεμβρίου 2012 έγγραφο το Κοινοβούλιο δήλωσε σαφώς ότι η απόφαση περί διακοπής της ανοικτής διαδικασίας είχε θεμελιωθεί μόνο στις προτεινόμενες τιμές. Εξάλλου, εν συνεχεία, οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας με διαπραγμάτευση αφορούσαν αποκλειστικώς την τιμή των προσφορών. Το Κοινοβούλιο ουδέποτε ζήτησε από τις προσφεύγουσες να βελτιώσουν τις τεχνικές προσφορές τους.

49      Οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της συμπεριφοράς του Κοινοβουλίου, το οποίο αποδέχτηκε την τιμή που πρότεινε ο ανάδοχος, η οποία ήταν υψηλότερη αυτής που είχε προταθεί προηγουμένως, μολονότι οι ποιοτικές απαιτήσεις μειώθηκαν. Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Κοινοβούλιο μείωσε τον όγκο των υπηρεσιών που έπρεπε να παρασχεθούν από 400 000 ώρες‑όχημα περίπου σε 300 000 ώρες‑όχημα για όλη τη διάρκεια της συμβάσεως.

50      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το Κοινοβούλιο παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, καθώς και ότι παρέβη το άρθρο 101 του Δημοσιονομικού Κανονισμού και το άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των κανόνων εφαρμογής.

51      Κατά το στάδιο υποβολής του υπομνήματος απαντήσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι δεν είχαν αντιληφθεί ορθώς τον απαιτούμενο από την προκήρυξη όγκο των υπηρεσιών που έπρεπε να παρασχεθούν. Στην πραγματικότητα, η συγγραφή υποχρεώσεων όριζε σαφώς υψηλότερο όγκο υπηρεσιών σε σχέση με τον οριζόμενο στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Σε περίπτωση παρεκκλίσεων, η συγγραφή υποχρεώσεων κατισχύει της προκηρύξεως. Επομένως, οι προσφεύγουσες υπολόγισαν ορθώς τον όγκο των υπηρεσιών που έπρεπε να παρασχεθούν.

52      Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε απάντηση προς ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες παραδέχτηκαν ότι είχαν υπερεκτιμήσει αρχικώς τον όγκο των υπηρεσιών που έπρεπε να παρασχεθούν, πράγμα που τους ώθησε να ανεβάσουν ελαφρώς την τιμή την οποία πρότειναν στο πλαίσιο της διαδικασίας με διαπραγμάτευση.

53      Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι οι αρχικοί τεχνικοί όροι της συμβάσεως δεν τροποποιήθηκαν ουσιαστικώς. Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε, κατ’ αυτές, να αναθέσει τη σύμβαση έναντι τιμής υψηλότερης αυτής που είχε θεωρηθεί απαράδεκτη στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας.

54      Τέλος, οι προσφεύγουσες προσθέτουν, όσον αφορά το άρθρο 101 του Δημοσιονομικού Κανονισμού, ότι δεν προσάπτουν στο Κοινοβούλιο έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεώς του αλλά εσφαλμένη αιτιολογία αυτής, καθώς η προσφορά που υπέβαλαν στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας δεν ήταν απαράδεκτη.

55      Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

56      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι οι αιτιάσεις των προσφευγουσών πρέπει να εξετασθούν αποκλειστικώς στον βαθμό που θεμελιώνουν την προσφυγή ακυρώσεως, καθόσον αυτή στρέφεται κατά της αποφάσεως αναθέσεως, δεδομένου ότι η προσφυγή ακυρώσεως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, στον βαθμό που στρεφόταν κατά των λοιπών αποφάσεων (βλ. ως άνω σκέψεις 20 έως 45).

57      Κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι δημόσιας τάξεως, η δε αυστηρή εφαρμογή των σχετικών με τις δικονομικές προθεσμίες ρυθμίσεων της Ένωσης ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη αποτροπής κάθε είδους δυσμενούς διακρίσεως ή αυθαίρετης μεταχειρίσεως κατά την απονομή της δικαιοσύνης (διατάξεις Page Protective Services κατά ΕΥΕΔ, ως άνω σκέψη 37, EU:C:2014:2259, σκέψεις 21 και 37, και της 5ης Φεβρουαρίου 2010, Pro humanum κατά Επιτροπής, T‑319/09, EU:T:2010:29, σκέψη 7).

58      Αν γινόταν δεκτό ότι ο προσφεύγων μπορεί, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως, να προβάλλει τον παράνομο χαρακτήρα προγενέστερης πράξεως της ιδίας φύσεως, την οποία θα μπορούσε να προσβάλει ευθέως, θα του παρεχόταν η δυνατότητα να προσβάλλει εμμέσως προγενέστερες αποφάσεις οι οποίες δεν προσβλήθηκαν εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, να παρακάμπτει την εν λόγω προθεσμία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑135/93, Συλλογή, EU:C:1995:201, σκέψη 17).

59      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τη δυνατότητα αποδοχής, υπό το πρίσμα των κριτηρίων αναθέσεως, των προσφορών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο προηγουμένως περατωθείσας ανοικτής διαδικασίας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αξιολογήσεως της προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αναθέσεως η οποία εκδόθηκε κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση, η οποία συνιστά αυτοτελή και διακριτή διαδικασία σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως (διάταξη Bull κ.λπ. κατά Επιτροπής, ως άνω σκέψη 28, EU:T:2009:514, σκέψη 14). Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα θα καθιστούσε δυνατή την προσβολή της αποφάσεως περί περατώσεως της ανοικτής διαδικασίας από τις προσφεύγουσες, η οποία, δεδομένου ότι δεν προσβλήθηκε εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, κατέστη απρόσβλητη έναντι όσων θα μπορούσαν να την προσβάλουν (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2001, Nachi Europe, C‑239/99, Συλλογή, EU:C:2001:101, σκέψη 37).

60      Τούτο ισχύει και όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με το βάσιμο της αποφάσεως αναθέσεως, στον βαθμό που αντλούνται αποκλειστικώς από τη φερόμενη παρατυπία της αποφάσεως περί διακοπής της ανοικτής διαδικασίας. Συναφώς, στο σημείο 45 του δικογράφου της προσφυγής, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η διαδικασία αυτή δεν μπορούσε να διακοπεί νομίμως λόγω του απαράδεκτου χαρακτήρα των προσφορών. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι προσφορές ήταν απαράδεκτες, κάτι που τονίστηκε ήδη στην απόφαση περί διακοπής της ανοικτής διαδικασίας, δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί με προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αναθέσεως.

61      Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, το ζήτημα αν το Κοινοβούλιο επικαλέσθηκε βασίμως τον απαράδεκτο χαρακτήρα των προσφορών που υποβλήθηκαν για να δικαιολογήσουν την απόφαση περί διακοπής της ανοικτής διαδικασίας δεν μπορεί να εξετασθεί. Επομένως, χωρίς να εξετάσει τη βασιμότητα του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε το Κοινοβούλιο μετά το τέλος της ανοικτής διαδικασίας (ήτοι τον απαράδεκτο χαρακτήρα των προσφορών που υποβλήθηκαν), το Γενικό Δικαστήριο θα ελέγξει απλώς αν το συμπέρασμα αυτό μπορεί να ασκήσει οποιαδήποτε επιρροή στο πλαίσιο της διαδικασίας με διαπραγμάτευση.

62      Κατά το άρθρο 89, παράγραφος 1, του Δημοσιονομικού Κανονισμού, όλες οι δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό της Ένωσης πρέπει να συνάπτονται τηρουμένων των αρχών της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

63       Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2014, Communicaid Group κατά Επιτροπής, T‑4/13, EU:T:2014:437, σκέψη 50).

64      Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να μεριμνά, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως και, κατά συνέπεια, για την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους τους προσφέροντες. Επίσης, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως έχει την έννοια ότι στους προσφέροντες πρέπει να επιφυλάσσεται ίση μεταχείριση τόσο κατά τον χρόνο προετοιμασίας των προσφορών τους όσο και κατά την αξιολόγηση των προσφορών τους από την αναθέτουσα αρχή (απόφαση Communicaid Group κατά Επιτροπής, ως άνω σκέψη 63, EU:T:2014:437, σκέψη 51).

65      Τούτο σημαίνει, ειδικότερα, ότι τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται, στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο και ότι, κατά την αξιολόγηση των προσφορών, τα κριτήρια αυτά πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες (απόφαση Communicaid Group κατά Επιτροπής, ως άνω σκέψη 63, EU:T:2014:437, σκέψη 52).

66      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμο ότι το Κοινοβούλιο παραβίασε τις αρχές αυτές.

67      Πρώτον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία, μολονότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προσφύγει σε διαδικασία με διαπραγμάτευση μόνο παρουσία ειδικών περιστάσεων, όπως ενδεικτικώς σε περίπτωση παράτυπων ή απαράδεκτων προσφορών στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας μετά την ολοκλήρωση αυτής, τις οποίες διαλαμβάνει το άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των κανόνων εφαρμογής, εντούτοις, συνιστά αυτοτελή και διακριτή διαδικασία σε σχέση με κάθε άλλη διαδικασία για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως και, ειδικότερα, σε σχέση με την ανοικτή διαδικασία (διάταξη Bull κ.λπ. κατά Επιτροπής, ως άνω σκέψη 28, EU:T:2009:514, σκέψη 14).

68      Το Γενικό Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, μετά την ακύρωση διαδικασίας για τη σύναψη συμβάσεως, η διαδικασία αυτή περατώνεται και η αναθέτουσα αρχή είναι εξ ολοκλήρου ελεύθερη να αποφασίσει σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί (απόφαση Sogelma κατά ΕΥΑ, ως άνω σκέψη 26, EU:T:2008:419, σκέψη 136).

69      Οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων παραβιάστηκε στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας με διαπραγμάτευση. Όπως ορθώς υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, δεν είναι δυνατή η σύγκριση της τιμής που πρότειναν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας με την τιμή που πρότεινε ο ανάδοχος στο πλαίσιο της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, καθόσον πρόκειται για δύο διακριτές διαδικασίες.

70      Επομένως, στο πλαίσιο δύο διακριτών διαδικασιών, θα ήταν παράλογο να θεωρηθεί ότι η τιμή που πρότειναν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας, η οποία οδήγησε την αναθέτουσα αρχή στο συμπέρασμα ότι οι προσφορές ήταν απαράδεκτες, είναι η ανώτερη δυνατή τιμή που μπορεί να προταθεί στο πλαίσιο δεύτερης διαδικασίας με διακριτό χαρακτήρα.

71      Θα μπορούσε να υπάρχει δυσμενής διάκριση στην υπό κρίση υπόθεση αν, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, εν προκειμένω της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, η αναθέτουσα αρχή είχε επιφυλάξει διαφορετική μεταχείριση σε παρεμφερείς προσφορές. Εντούτοις, οι προσφεύγουσες δεν ισχυρίζονται κάτι τέτοιο.

72      Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η κατάσταση των προσφευγουσών στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί ως συγκρίσιμη με την κατάσταση του αναδόχου στο πλαίσιο της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, το οποίο δεν ισχύει, στο πλαίσιο αναθέσεως βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, η τιμή αποτελεί ένα μόνο από τα τέσσερα κριτήρια αναθέσεως. Κατά συνέπεια, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αναθέσει τη σύμβαση στον προσφέροντα που προτείνει την υψηλότερη τιμή, αλλά η προσφορά του οποίου είναι ποιοτικώς καλύτερη υπό το πρίσμα των λοιπών κριτηρίων αναθέσεως, το οποίο συμβαίνει εν προκειμένω. Ειδικότερα, πρέπει να επισημανθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η προσφορά του αναδόχου ήταν ποιοτικώς καλύτερη από τη δική τους υπό το πρίσμα των κριτηρίων αναθέσεως.

73      Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να απορριφθεί.

74      Κανένα από τα υπόλοιπα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν είναι σε θέση να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

75      Το επιχείρημα ότι η διαπραγμάτευση αφορούσε αποκλειστικώς την τιμή των προσφορών είναι αβάσιμο. Ειδικότερα, από τα πρακτικά των συσκέψεων της 13ης και 28ης Νοεμβρίου 2012 προκύπτει ότι οι διαπραγματεύσεις αφορούσαν μεταξύ άλλων και τα χαρακτηριστικά των επίμαχων οχημάτων (ήτοι τον υβριδικό τους χαρακτήρα).

76      Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το επιχείρημα ότι το Κοινοβούλιο μείωσε τις ποιοτικές απαιτήσεις και τον όγκο των αιτούμενων υπηρεσιών από 400 000 σε 300 000 ώρες‑όχημα. Το επιχείρημα αυτό βασίζεται σε παρανόηση εκ μέρους των προσφευγουσών, όπως προκύπτει ιδίως από τα πρακτικά της συσκέψεως της 28ης Νοεμβρίου 2012 και όπως οι ίδιες παραδέχτηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. ως άνω σκέψη 52). Κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορισθεί αν, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, σε περίπτωση παρεκκλίσεων, η συγγραφή υποχρεώσεων κατισχύει της προκηρύξεως. Επιπλέον, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, στο υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες παραδέχονται ότι οι τεχνικοί όροι (πλην του όγκου των υπηρεσιών) δεν τροποποιήθηκαν.

77      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα επιχειρήματα όσον αφορά τη φερόμενη παράβαση του άρθρου 101 του Δημοσιονομικού Κανονισμού και του άρθρου 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των κανόνων εφαρμογής δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

78      Στον βαθμό που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο Κοινοβούλιο ότι παρέβη τις προαναφερθείσες διατάξεις, διότι αιτιολόγησε εσφαλμένως τις αποφάσεις περί διακοπής της ανοικτής διαδικασίας και κινήσεως της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, τα συγκεκριμένα επιχειρήματα δεν θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν για τους λόγους που παρατέθηκαν στις ως άνω σκέψεις 20 έως 29. Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα αυτά στρέφονται κατά της αποφάσεως αναθέσεως και ταυτίζονται, κατ’ ουσίαν, με τα επιχειρήματα που εξετάσθηκαν στις ως άνω σκέψεις 63 έως 76, πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους που παρατέθηκαν στις συγκεκριμένες σκέψεις.

79      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτος και εν μέρει ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την ουσιαστική τροποποίηση των αρχικών όρων της συμβάσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

80      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αναθέτοντας τη σύμβαση σε υψηλότερη τιμή σε σχέση με αυτή που είχε κριθεί προηγουμένως απαράδεκτη (ήτοι 34,95 ευρώ ανά ώρα που πρότεινε ο ανάδοχος έναντι των 34,45 ευρώ ανά ώρα που είχαν προτείνει αρχικώς οι προσφεύγουσες), το Κοινοβούλιο τροποποίησε ουσιαστικώς τους αρχικούς όρους της συμβάσεως, κατά παράβαση του άρθρου 127, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, των κανόνων εφαρμογής.

81      Κατά τις προσφεύγουσες, από τη νομολογία προκύπτει ότι η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση δεν μπορεί να συνιστά ευκαιρία για την ουσιαστική τροποποίηση των αρχικών όρων της συμβάσεως.

82      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

83      Δυνάμει του άρθρου 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των κανόνων εφαρμογής, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προσφύγουν σε διαδικασία με διαπραγμάτευση αφού δημοσιεύσουν προκήρυξη διαγωνισμού ανεξαρτήτως της εκτιμώμενης αξίας της συμβάσεως, σε περίπτωση υποβολής παράτυπων ή απαράδεκτων προσφορών, ιδίως με γνώμονα τα κριτήρια επιλογής ή αναθέσεως, αφού προηγηθεί και ολοκληρωθεί κλειστή ή ανοικτή διαδικασία ή διαδικασία ανταγωνιστικού διαλόγου, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχικοί όροι του διαγωνισμού, όπως αυτοί προσδιορίσθηκαν στην προκήρυξη διαγωνισμού που αναφέρονται στο άρθρο 130 των κανόνων εφαρμογής, δεν τροποποιούνται ουσιωδώς, με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου του 2.

84      Στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, η μόνη φερόμενη ουσιαστική τροποποίηση των όρων που πρέπει να εξετασθεί είναι η σχετική με την τιμή. Ειδικότερα, στο υπόμνημα απαντήσεως οι προσφεύγουσες απέσυραν το δεύτερο σκέλος του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως σχετικά με τον όγκο των υπηρεσιών που πρέπει να παρασχεθούν, και επισήμαναν επιπλέον ότι δεν υποστηρίζουν ότι το Κοινοβούλιο τροποποίησε τους τεχνικούς όρους της συμβάσεως. Εξάλλου, όπως εκτέθηκε στις ως άνω σκέψεις 52 και 76, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τη φερόμενη τροποποίηση του όγκου των υπηρεσιών που πρέπει να παρασχεθούν βασίζονται σε παρανόηση εκ μέρους τους.

85      Κατά τις προσφεύγουσες, η ουσιαστική τροποποίηση των αρχικών όρων της συμβάσεως προκύπτει από το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο ανέθεσε τη σύμβαση σε τιμή υψηλότερη σε σχέση με αυτές που είχαν προταθεί αρχικώς και η οποία είχε κριθεί απαράδεκτη.

86      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

87      Πρώτον, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η συνολική εκτιμώμενη αξία της συμβάσεως παρέμεινε αμετάβλητη, ήτοι μεταξύ 10 000 000 και 12 000 000 ευρώ, για μέγιστη διάρκεια τεσσάρων ετών.

88      Δεύτερον, ούτε από το άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των κανόνων εφαρμογής ούτε από το άρθρο 130 των κανόνων εφαρμογής (στο οποίο παραπέμπει η προηγούμενη διάταξη) προκύπτει ότι η τιμή που προτείνει ένας από τους προσφέροντες στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας πρέπει να θεωρηθεί ως αρχικός όρος της συμβάσεως μη δυνάμενος να τροποποιηθεί ουσιαστικώς. Αντιθέτως, από το άρθρο 130 των κανόνων εφαρμογής μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι αρχικοί όροι της συμβάσεως περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής, τα κριτήρια αναθέσεως και τη στάθμισή τους καθώς και τις τεχνικές προδιαγραφές. Εντούτοις, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι υπήρξε ουσιαστική τροποποίηση των στοιχείων αυτών.

89      Τρίτον, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στις ως άνω σκέψεις 67 έως 72, θα ήταν παράλογο να θεωρηθεί ότι η τιμή που πρότειναν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της ανοικτής διαδικασίας πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι η ανώτερη δυνατή τιμή που μπορεί να προταθεί στο πλαίσιο διακριτής διαδικασίας, ιδίως όταν η σύμβαση ανατίθεται με κριτήριο την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά (ήτοι κατόπιν αξιολογήσεως η οποία γίνεται με γνώμονα και ποιοτικά κριτήρια και επομένως όχι μόνο βάσει της προτεινόμενης τιμής).

90      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγουσες δεν μπορεί να στηριχθεί στη νομολογία, καθόσον αυτή αφορά πραγματικά και νομικά στοιχεία που δεν είναι συγκρίσιμα με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως.

91      Η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2008, pressetext Nachrichtenagentur (C‑454/06, Συλλογή, EU:C:2008:351) αφορούσε την τροποποίηση δημόσιας συμβάσεως που βρισκόταν στο στάδιο της εκτελέσεως από εθνικές αρχές, κατά την έννοια της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1). Κατά τη νομολογία, μολονότι οι οδηγίες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών δεν έχουν άμεση εφαρμογή στις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται από τη διοίκηση της Ένωσης, εντούτοις, οι κανόνες ή οι αρχές που κατοχυρώνονται ή συνάγονται στο πλαίσιο των εν λόγω οδηγιών μπορούν να προβληθούν κατά της διοικήσεως αυτής στον βαθμό που συνιστούν έκφραση των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης και των γενικών αρχών του δικαίου που ισχύουν άμεσα έναντι της διοικήσεως της Ένωσης (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EFSA, T‑457/07, EU:T:2012:671).

92      Εντούτοις, οι επίμαχες διατάξεις της οδηγίας 92/50 δεν είναι συγκρίσιμες με αυτές του άρθρου 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των κανόνων εφαρμογής. Επομένως, η απόφαση pressetext Nachrichtenagentur, που μνημονεύθηκε στην ως άνω σκέψη 91 (EU:C:2008:351), δεν αφορά ευθέως την υπό κρίση υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι τροποποιήσεις όρων συμβάσεως στο στάδιο της εκτελέσεως στην υπόθεση εκείνη ήταν διαφορετικής φύσεως σε σχέση με την τροποποίηση που επικαλούνται οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

93      Τα προεκτεθέντα ισχύουν όσον αφορά την απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑250/07, Συλλογή, EU:C:2009:338), η οποία αφορά φερόμενη τροποποίηση των τεχνικών προδιαγραφών μεταξύ δύο διαγωνισμών και των διατάξεων της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ L 199, σ. 84), που επίσης δεν είναι συγκρίσιμες με το άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των κανόνων εφαρμογής.

94      Επομένως, από τις αποφάσεις αυτές δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ανάθεση συμβάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας με διαπραγμάτευση σε ανάδοχο ο οποίος προτείνει τιμή υψηλότερη σε σχέση με αυτή που είχε προτείνει άλλος προσφέρων στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας συνεπάγεται αναπόφευκτα ουσιαστική τροποποίηση των αρχικών όρων της συμβάσεως, κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 127, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των κανόνων εφαρμογής.

95      Βάσει των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της κηρύξεως της συμβάσεως ως άκυρης

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

96      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να κηρύξει άκυρη τη σύμβαση που συνήφθη με τον ανάδοχο λόγω ουσιωδών ελαττωμάτων.

97      Οι προσφεύγουσες θεμελιώνουν το αίτημα αυτό στο άρθρο 116, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 (ΕΕ L 298, σ. 1), το άρθρο 166, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕE) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού 966/2012 (ΕΕ L 362, σ. 1), της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ L 395, σ. 33), καθώς και τη νομολογία του Δικαστηρίου.

98      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι δεν διέπραξε καμία παρατυπία κατά τη σύναψη της συμβάσεως, και ότι, συνεπώς, το αίτημα περί κηρύξεως της συμβάσεως ως άκυρης είναι προδήλως αβάσιμο.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

99      Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκαν εν μέρει ως απαράδεκτοι και εν μέρει ως αβάσιμοι, το αίτημα να κηρυχθεί άκυρη η σύμβαση που υπογράφηκε με τον ανάδοχο πρέπει επίσης να απορριφθεί.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

100    Όσον αφορά το αίτημα απoκαταστάσεως της ζημίας την οποία υπέστησαν, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αν δεν είχε μεσολαβήσει η φερόμενη παράνομη συμπεριφορά του Κοινοβουλίου, η προσφορά τους θα είχε κριθεί ως η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη. Επομένως, θα είχαν σοβαρές πιθανότητες να τους κατακυρωθεί η σύμβαση παρά την ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής να αποφασίσει να μην προβεί σε ανάθεση συμβάσεως. Λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου του εκτιμώμενου κέρδους (ήτοι 1,9 ευρώ ανά ώρα) και του όγκου των υπηρεσιών που θα παρείχαν (105 000 ώρες ανά έτος), οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ζημία την οποία υπέστησαν ανέρχεται σε 199 500 ευρώ ανά έτος. Στο υπόμνημα απαντήσεως οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι το διαφυγόν τους κέρδος ανέρχεται σε 217 161,7 ευρώ ανά έτος, ήτοι σε 868 646,8 ευρώ για όλη τη διάρκεια της συμβάσεως.

101    Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

102    Κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[σ]το πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στο δίκαιο των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».

103    Κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1997, Oleifici Italiani κατά Επιτροπής, T‑267/94, Συλλογή, EU:T:1997:113, σκέψη 20, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, MyTravel κατά Επιτροπής, T‑212/03, Συλλογή, EU:T:2008:315, σκέψη 35). Όσον αφορά την προϋπόθεση της παράνομης συμπεριφοράς που καταλογίζεται σε συγκεκριμένο θεσμικό όργανο της Ένωσης, πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη κατάφωρης παραβίασης ενός κανόνα δικαίου ο οποίος έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (απόφαση MyTravel κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, EU:T:2008:315, σκέψη 29).

104    Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους του Κοινοβουλίου, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις.

105    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

106    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Κοινοβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει τις Direct Way και Directway Worldwide στα δικαστικά έξοδα.

Frimodt Nielsen

Dehousse

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Οκτωβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.