Language of document : ECLI:EU:T:2014:890

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 16ης Οκτωβρίου 2014 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Ηλεκτρική ενέργεια — Προτιμησιακή τιμολόγηση — Απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ — Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξη μη δεκτική προσφυγής — Μέτρο ενισχύσεως πλήρως εκτελεσθέν, εν μέρει, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως και, εν μέρει, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής — Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑517/12,

Alro SA, με έδρα τη Slatina (Ρουμανία), εκπροσωπούμενη από τους C. Quigley, QC, O. Bretz, solicitor, και S. Verschuur, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους É. Gippini Fournier και T. Maxian Rusche,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2012) 2517 τελικό της Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2012, περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 33624 (2012/C) (ex 2011/NN) – Ρουμανία – Προτιμησιακή τιμολόγηση ηλεκτρικής ενέργειας υπέρ της Alro Slatina SA, και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2012) 2517 τελικό καθόσον η απόφαση αυτή έχει εφαρμογή στη χρονική περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2009,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή) και V. Tomljenović, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Alro SA, είναι ρουμανική εταιρία παραγωγής αλουμινίου, η οποία συνήψε στις 8 Σεπτεμβρίου 2005, με τη δημόσια επιχείρηση Hidroelectrica SA (στο εξής: προμηθευτής) μακρόχρονη σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας συνεχούς ροής για τη χρονική περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2005 έως 31 Ιανουαρίου 2013. Από 1ης Ιανουαρίου 2006, η προσφεύγουσα, βάσει της συμβάσεως αυτής, αγόρασε ηλεκτρική ενέργεια για το σύνολο του ομίλου στον οποίο ανήκει στη Ρουμανία.

2        Η μακρόχρονη σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας συνεχούς ροής αποτέλεσε το αντικείμενο, πριν από τις 10 Αυγούστου 2012, 17 τροποποιήσεων (στο εξής: μέτρο εικαζομένης ενισχύσεως), από τις οποίες η τέταρτη, υπογραφείσα στις 6 Ιουνίου 2006, προέβλεπε νέα μέθοδο υπολογισμού της τιμής αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία εφαρμόσθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009 (στο εξής: τροποποιηθείσα σύμβαση του 2005). Η δέκατη έβδομη τροποποίηση υπογράφηκε στις 11 Μαρτίου 2010 και προέβλεπε νέα μέθοδο υπολογισμού, εφαρμοστέα από 1ης Ιανουαρίου 2010 (στο εξής: σύμβαση του 2010).

3        Η μέθοδος υπολογισμού, η οποία περιλαμβάνεται στην τροποποιηθείσα σύμβαση του 2005, προβλέπει ότι η τιμή μιας μεγαβατώρας (MWh) ηλεκτρικής ενέργειας υπόκειται σε τιμαριθμική αναπροσαρμογή επί των δαπανών του προμηθευτή, των οποίων οι κύριες συνιστώσες είναι το κόστος του εργατικού δυναμικού, οι λειτουργικές δαπάνες και τα έξοδα αποσβέσεως, και λαμβάνει υπόψη τον πληθωρισμό. Η μέθοδος υπολογισμού εισήγαγε μια κατώτατη τιμή, υποχρέωση πληρωμής σε ρουμανικό λέι (RON) και την προκαταβολή αγοράς έξι μηνών.

4        Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση του 2010 μέθοδος υπολογισμού, η οποία αντικατέστησε την προηγούμενη μέθοδο, δεν στηριζόταν πλέον στις δαπάνες παραγωγής του προμηθευτή, αλλά στη διαμόρφωση της τιμής του αλουμινίου στο London Metal Exchange (Χρηματιστήριο σιδηρούχων μετάλλων του Λονδίνου), κατήργησε την κατώτατη τιμή, επέλεξε το δολάριο Ηνωμένων Πολιτειών (USD) ως νόμισμα πληρωμών και καθόρισε σε ένα μήνα την υποχρέωση προκαταβολής για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.

5        Βάσει των δημοσιευθεισών στον ρουμανικό Τύπο πληροφοριών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον Ιανουάριο του 2011, κίνησε αυτεπαγγέλτως έρευνα για τις μακρόχρονες συμβάσεις σε θέματα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας που αποτελούσαν αντικείμενο άμεσης διαπραγματεύσεως μεταξύ του προμηθευτή και της προσφεύγουσας.

6        Η Επιτροπή ζήτησε την παροχή πληροφοριών από τη Ρουμανία όσον αφορά τις προαναφερθείσες μακρόχρονες συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, με τα από 16 Φεβρουαρίου, 4 Μαρτίου και 14 Απριλίου 2011 έγγραφα, στα οποία η Ρουμανία απάντησε με τα από 24 Μαρτίου, 16 Μαΐου και 6 Ιουνίου 2011 έγγραφα. Η Επιτροπή έλαβε επίσης τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας με τα από 30 Σεπτεμβρίου και 9 Νοεμβρίου 2011, και 29 Φεβρουαρίου και 8 Μαρτίου 2012 έγγραφα. Έλαβαν επίσης χώρα συναντήσεις με τους εκπροσώπους της Ρουμανίας και της προσφεύγουσας.

7        Με την απόφαση C(2012) 2517 τελικό, της 25ης Απριλίου 2012, η Επιτροπή κίνησε την τυπική διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όσον αφορά τη νέα ενίσχυση που καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα και στα λοιπά μέλη του ομίλου στον οποίο ανήκει στη Ρουμανία, αφενός, κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2009 και, αφετέρου, από 1ης Ιανουαρίου 2010, στο πλαίσιο του μέτρου της εικαζομένης ενισχύσεως (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

8        Στις αιτιολογικές σκέψεις 61 και 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, αφενός, εξέδωσε την προκαταρκτική γνώμη ότι το μέτρο εικαζομένης ενισχύσεως συνιστά κρατική ενίσχυση κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, χορηγηθείσα υπό μορφή προτιμησιακής τιμολογήσεως για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, υπέρ της προσφεύγουσας και των λοιπών μελών του ομίλου στον οποίο ανήκει στη Ρουμανία, και, αφετέρου, αμφισβήτησε το γεγονός ότι, με μείωση των λειτουργικών εξόδων τα οποία θα επιβάρυναν καθ’ ολοκληρίαν τους δικαιούχους χωρίς να επιδιώκεται κανένας σκοπός γενικού συμφέροντος, τέτοιου είδους ενίσχυση μπορούσε να κριθεί συμβατή με τη Συνθήκη.

9        Στις αιτιολογικές σκέψεις 74 έως 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο εικαζομένης ενισχύσεως συνιστά νέα ενίσχυση από την ημερομηνία προσχωρήσεως της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήτοι από την 1η Ιανουαρίου 2007. Διέκρινε δύο περιόδους, δηλαδή, πρώτον, την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2007 και 1ης Ιανουαρίου 2010, κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμοζόταν η τροποποιηθείσα σύμβαση του 2005, και, δεύτερον, τη μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2010 περίοδο, μετά την έναρξη ισχύος της συμβάσεως του 2010.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Νοεμβρίου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον έχει εφαρμογή για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2009·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

13      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, να ζητήσει από την Επιτροπή να προσκομίσει τα έγγραφα επί των οποίων στηριζόταν στο υπόμνημα αντικρούσεως.

14      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Απριλίου 2013, η Επιτροπή γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις της επί του ζητηθέντος από την προσφεύγουσα μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας.

 Σκεπτικό

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

15      Η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους, με τους οποίους επικρίνει την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της προϋποθέσεως του καταλογισμού του μέτρου εικαζομένης ενισχύσεως στο ρουμανικό κράτος. Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, κατά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ειδικότερα λόγω εσφαλμένης ερμηνείας των τεθεισών με τη νομολογία του Δικαστηρίου προϋποθέσεων. Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή των κριτηρίων της νομολογίας του Δικαστηρίου. Τρίτον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι προσηκόντως αιτιολογημένη.

16      Η Επιτροπή φρονεί ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη και, επικουρικώς, ότι είναι αβάσιμη.

17      Όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα δεν είχε γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής το μέτρο εικαζομένης ενισχύσεως δεν εκτελούνταν πλέον. Η Επιτροπή διατείνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε το προσωπικό, γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον της για την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως.

18      Πρέπει, κυρίως, να δοθεί απάντηση στον πρώτο λόγο απαραδέκτου, ο οποίος συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στη μη αναγνώριση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως πράξεως δεκτικής προσφυγής κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και του περιεχομένου των νομικών ζητημάτων που συνεπάγεται ο λόγος αυτός απαραδέκτου.

 Επί του χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως ως πράξεως δεκτικής προσφυγής

19      Κατά την Επιτροπή, η προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι η προσφεύγουσα δεν έχει γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η σύμβαση του 2010 δεν εκτελούνταν κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, εφόσον είχε καταγγελθεί και αντικατασταθεί, κατόπιν της δηλώσεως αφερεγγυότητας του προμηθευτή, με τη δέκατη όγδοη τροποποίηση, υπογραφείσα στις 10 Αυγούστου 2012, η οποία περιλαμβάνει νέους συμβατικούς όρους συνιστώντες τροποποίηση της ενισχύσεως κατά το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 140, σ. 1). Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και για την τροποποιηθείσα σύμβαση του 2005, η οποία έπαυσε να παράγει τα αποτελέσματά της κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμβάσεως του 2010, η δε εξ αυτής απορρέουσα ενίσχυση είχε χορηγηθεί και καταβληθεί.

20      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή, εφόσον μπορεί πάντοτε να αμφισβητηθεί η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας, όταν η Επιτροπή και το κράτος μέλος ή ο δικαιούχος του μέτρου εικαζομένης ενισχύσεως δεν συμφωνούν περί της ακριβούς φύσεως του μέτρου αυτού —δηλαδή αν πρόκειται για νέα ενίσχυση, υφιστάμενη ενίσχυση ή μέτρο μη συνιστών ενίσχυση—, ανεξαρτήτως του αν βρίσκεται στο στάδιο εκτελέσεως ή όχι.

21      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα φρονεί ότι, από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, καθεαυτή, δεκτική προσφυγής, καθόσον πρόκειται, επιπλέον, για τυπική απόφαση η οποία, κατά το γράμμα του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής. Τέτοιου είδους απόφαση δύναται να παράγει έννομα αποτελέσματα, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης διαδικασίας ενώπιον του εθνικού δικαστή για να ανασταλεί ή να ανακτηθεί η φερομένη ως παράνομη ενίσχυση, καθόσον ο δικαστής μπορεί να κληθεί να συναγάγει όλες τις απορρέουσες από παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συνέπειες.

22      Αφενός, κατά πάγια νομολογία, αναπτυχθείσα στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεων τις οποίες άσκησαν κράτη μέλη ή θεσμικά όργανα, προκύπτει ότι αποτελούν πράξεις δεκτικές προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όλες οι πράξεις που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ανεξαρτήτως του είδους τους ή του τύπου τον οποίο έχουν περιβληθεί, και οι οποίες σκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, καλούμενη «AETR», Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729, σκέψη 42· της 2ας Μαρτίου 1994, C‑316/91, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I‑625, σκέψη 8, και της 13ης Οκτωβρίου 2011, C‑463/10 P και C‑475/10 P, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑9639, σκέψη 36). Επιπλέον, από τη νομολογία, προκύπτει ότι κράτος μέλος δύναται να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει έννομο συμφέρον (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ασφαλώς, τα ενδιάμεσα μέτρα που κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής αποφάσεως δεν συνιστούν, καταρχήν, πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 10· της 17ης Ιουλίου 2008, C‑521/06 P, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑5829, σκέψη 42, και Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 50). Πάντως, οι ενδιάμεσες αυτές πράξεις είναι, καταρχάς, πράξεις οι οποίες εκφράζουν προσωρινή άποψη του θεσμικού οργάνου (απόφαση Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 50· βλ., επίσης, συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση IBM κατά Επιτροπής, σκέψη 20).

24      Όταν η προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως θεσμικού οργάνου ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η προσφυγή είναι δυνατή μόνον αν η πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση (αποφάσεις IBM κατά Επιτροπής, σκέψη 23 ανωτέρω, σκέψη 9, και Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 37).

25      Πάντως, υπογραμμίζεται ότι η παρατιθέμενη στη σκέψη 24 ανωτέρω νομολογία διαμορφώθηκε στο πλαίσιο προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων των οποίων ήσαν οι αποδέκτες. Οσάκις η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται από μη προνομιούχο διάδικο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης, η προϋπόθεση κατά την οποία τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου μέτρου πρέπει να είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση, συμπίπτει με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 38).

26      Επομένως, για να εκτιμηθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεκτική προσφυγής, πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της παρατιθέμενης στη σκέψη 22 ανωτέρω νομολογίας, να εξεταστεί αν συνιστά πράξη η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων (βλ., συναφώς, απόφαση Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 40).

27      Αφετέρου, όσον αφορά απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας κρατικής ενισχύσεως, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν η Επιτροπή χαρακτηρίζει μέτρο ευρισκόμενο στο στάδιο εκτελέσεως ως νέα ενίσχυση, η απόφαση αυτή συνεπάγεται αυτοτελή έννομα αποτελέσματα, ειδικότερα όσον αφορά την αναστολή του υπό εξέταση μέτρου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 2001, C‑400/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑7303, σκέψη 62· του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑346/99 έως T‑348/99, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑4259, σκέψη 33, και της 25ης Μαρτίου 2009, T‑332/06, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 35). Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το μέτρο, η εκτέλεση του οποίου έχει ήδη αρχίσει, θεωρείται από τις αρχές του οικείου κράτους μέλους ως υφιστάμενη ενίσχυση, αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία οι αρχές αυτές εκτιμούν ότι το μέτρο που αφορά η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (προαναφερθείσες αποφάσεις Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 33, και Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 35).

28      Ειδικότερα, η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας ελέγχου ενός υπό εκτέλεση μέτρου, το οποίο χαρακτηρίζεται ως νέα ενίσχυση από την Επιτροπή, μεταβάλλει κατ’ ανάγκη τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται το εξεταζόμενο μέτρο, καθώς και τη νομική κατάσταση των δικαιούχων επιχειρήσεων, ιδίως όσον αφορά τη συνέχιση εκτελέσεως του μέτρου. Μέχρι την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως, το κράτος μέλος, οι δικαιούχοι επιχειρήσεις και οι λοιποί επιχειρηματίες δύνανται να εκλαμβάνουν ότι το μέτρο εφαρμόζεται νομίμως ως γενικό μέτρο, το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΕΚ ή ως υφιστάμενη ενίσχυση. Αντιθέτως, μετά την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως, συντρέχουν τουλάχιστον σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα του μέτρου αυτού, οι οποίες, χωρίς να θίγουν την ευχέρεια του κράτους μέλους να ζητήσει από τον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων τη λήψη προσωρινών μέτρων, πρέπει να το κατευθύνουν στην αναστολή εφαρμογής του, δεδομένου ότι η κίνηση της τυπικής διαδικασίας έρευνας αποκλείει την άμεση έκδοση αποφάσεως επιβεβαιωτικής του συμβατού χαρακτήρα του εν λόγω μέτρου με την κοινή αγορά και παρέχουσας τη δυνατότητα για νομότυπη συνέχιση της εκτελέσεώς του. Η επίκληση παρόμοιας αποφάσεως θα ήταν επίσης δυνατή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία καλούνται να συναγάγουν όλες τις απορρέουσες από την παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ συνέπειες. Τέλος, η σχετική απόφαση ενδέχεται να οδηγήσει τις επιχειρήσεις, υπέρ των οποίων έχει ληφθεί το μέτρο, να αρνηθούν, εν πάση περιπτώσει, νέες καταβολές ή νέα πλεονεκτήματα ή να εξασφαλίζουν τα αναγκαία ποσά για τυχόν μεταγενέστερες οικονομικές αντισταθμίσεις. Η επιχειρηματική κοινότητα θα λάβει επίσης υπόψη, στις σχέσεις της με τους εν λόγω δικαιούχους, την ευάλωτη νομική και οικονομική κατάστασή τους (αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 59· Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 34, και Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 36).

29      Τέλος, τα αυτοτελή έννομα αποτελέσματα για τα οποία γίνεται λόγος στις σκέψεις 27 και 28 ανωτέρω πρέπει να νοηθούν ως τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που παρήγαγαν τα προπαρασκευαστικά ή ενδιάμεσα μέτρα όπως, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά των οποίων προσφυγή βάλλουσα κατά της αποφάσεως η οποία περατώνει τη διαδικασία σχετικά με την εικαζόμενη κρατική ενίσχυση δεν μπορεί να διασφαλίσει επαρκή δικαστική προστασία στους δικαιούχους του μέτρου εικαζομένης ενισχύσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψεις 54 έως 56).

30      Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών πρέπει να καθορισθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πράξη η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων και, επομένως, πράξη δεκτική προσφυγής, κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

31      Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι, κατά γενικό κανόνα, η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας συνιστά απλώς προπαρασκευαστική πράξη, η οποία δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και δεν δύναται να θίξει τα συμφέροντα του δικαιούχου της εικαζομένης ενισχύσεως μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση. Εντούτοις, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, κατ’ εξαίρεση, η απόφαση αυτή συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής αν το μέτρο το οποίο αφορά βρίσκεται στο στάδιο της εκτελέσεως. Φρονεί ότι, στην περίπτωση αυτή, απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας παράγει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα λόγω του ανασταλτικού της αποτελέσματος, εφόσον το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης της ενισχύσεως υποχρεούται να αναστείλει τη χορήγηση της ενισχύσεως.

32      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή εκτίμησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 74 έως 79 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το μέτρο της εικαζομένης ενισχύσεως συνιστά νέα ενίσχυση, καθόσον απορρέει τόσο από την τροποποιηθείσα σύμβαση του 2005 όσο και από τη σύμβαση του 2010 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), και, στην αιτιολογική σκέψη 145 της εν λόγω αποφάσεως, το μέτρο αυτό θεσπίστηκε κατά παράβαση των σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υποχρεώσεων κοινοποιήσεως και απαγορεύσεως εκτελέσεως, που εφαρμόζονται στις χαρακτηριζόμενες ως νέες ενισχύσεις. Στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε στη Ρουμανία ότι η τελευταία αυτή διάταξη έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999 προβλέπει ότι κάθε παράνομη ενίσχυση μπορεί να ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

33      Σημειωτέον ότι η προσφεύγουσα δηλώνει ότι δεν αμφισβητεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίμηση της Επιτροπής τη σχετική με την ύπαρξη δύο χωριστών συμβάσεων, της τροποποιηθείσας συμβάσεως του 2005 και της συμβάσεως του 2010.

34      Δεύτερον, τονίζεται ότι, μέχρι σήμερα, ούτε το Δικαστήριο ούτε το Γενικό Δικαστήριο έχουν αποφανθεί επί του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας όσον αφορά μέτρο το οποίο δεν βρισκόταν πλέον υπό εκτέλεση κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως ή την ημερομηνία ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής. Ωστόσο, μολονότι η προσφεύγουσα θεωρεί ότι κάθε απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως εξαρτάται, στην πραγματικότητα, από το αν η απόφαση αυτή συνεπάγεται αυτοτελή έννομα αποτελέσματα κατά την έννοια της σκέψεως 29 ανωτέρω (αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 62· Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 33, και Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 35).

35      Συναφώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας συνεπάγεται αυτοτελή έννομα αποτελέσματα, όταν, λαμβανομένων υπόψη των πορισμάτων που περιέχει, παράγει άμεσο, βέβαιο και επαρκώς δεσμευτικό αποτέλεσμα για το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης της αποφάσεως και τον ή τους δικαιούχους του υπό εξέταση μέτρου ενισχύσεως. Επομένως, πρόκειται για απόφαση η οποία, μόνο βάσει του αποτελέσματός της και χωρίς να απαιτείται η λήψη άλλων μέτρων από την Επιτροπή ή άλλη αρχή, υποχρεώνει το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης της αποφάσεως να λάβει ένα ή περισσότερα μέτρα για να συμμορφωθεί με αυτήν.

36      Τούτο συμβαίνει όταν η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την τυπική διαδικασία έρευνας όσον αφορά μέτρο ενισχύσεως το οποίο άρχισε να εφαρμόζεται χωρίς να έχει κοινοποιηθεί και το οποίο εξακολουθεί να εφαρμόζεται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, το αποτέλεσμα του υπό εξέταση μέτρου μεταβάλλεται κατ’ ανάγκη, λαμβανομένου υπόψη του προσωρινού συμπεράσματος της Επιτροπής για τον χαρακτήρα του μέτρου αυτού ως παράνομης κρατικής ενισχύσεως, διότι ετέθη υπό εκτέλεση χωρίς να κοινοποιηθεί. Λαμβανομένης υπόψη της εκτιμήσεως αυτής, η οποία δημιουργεί σημαντική αμφιβολία περί της νομιμότητας του υπό εξέταση μέτρου, το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης της αποφάσεως πρέπει να αναστείλει την εφαρμογή του μέτρου αυτού (βλ., συναφώς, αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 59· Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 34, και Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 36). Στην περίπτωση αυτή εκδηλώνεται άμεσο, βέβαιο και επαρκώς δεσμευτικό αποτέλεσμα της αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας, εφόσον το κράτος μέλος υποχρεούται να αναστείλει την εφαρμογή του υπό εξέταση μέτρου ως αποτέλεσμα της αποφάσεως και μόνον και προκειμένου να αντληθούν οι συνέπειες των προσωρινών πορισμάτων της Επιτροπής όσον αφορά την παρανομία του εν λόγω μέτρου.

37      Περαιτέρω, ο δικαστής της Ένωσης κρίνει ότι, όταν η Επιτροπή έχει κινήσει την τυπική διαδικασία έρευνας όσον αφορά ένα υπό εκτέλεση μέτρο ενισχύσεως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διατάσσουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να συναχθούν οι συνέπειες τυχόν παραβάσεως της υποχρεώσεως αναστολής της εκτελέσεως του εν λόγω μέτρου (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 2013, C‑284/12, Deutsche Lufthansa, σκέψη 42).

38      Προς τούτο, τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να αποφασίσουν να ανασταλεί η εκτέλεση του επίμαχου μέτρου και να διατάξουν την ανάκτηση των ήδη καταβληθέντων ποσών. Δύνανται επίσης να διατάξουν προσωρινά μέτρα για τη διασφάλιση, αφενός, των συμφερόντων των ενδιαφερόμενων μερών και, αφετέρου, της αποτελεσματικότητας της αποφάσεως της Επιτροπής να κινήσει την τυπική διαδικασία έρευνας (απόφαση Deutsche Lufthansa, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 43).

39      Σε αντίθεση προς την απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας όσον αφορά υπό εκτέλεση μέτρο, απόφαση τέτοιας φύσεως σχετική με μέτρο το οποίο δεν βρίσκεται πλέον υπό εκτέλεση δεν συνεπάγεται αυτοτελή έννομα αποτελέσματα, καθόσον δεν έχει άμεσο, βέβαιο και επαρκώς δεσμευτικό περιεχόμενο έναντι του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της αποφάσεως και του ή των δικαιούχων του υπό εξέταση μέτρου.

40      Επομένως, το κράτος μέλος δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάκτηση των καταβληθεισών στον δικαιούχο ενισχύσεων λόγω της εκδόσεως τέτοιου είδους αποφάσεως. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός 659/1999 επιβάλλει πολύ αυστηρούς όρους στην Επιτροπή όταν σχεδιάζει να επιβάλει στο οικείο κράτος μέλος την προσωρινή ανάκτηση της ενισχύσεως. Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 απαιτεί να μην υπάρχουν αμφιβολίες περί του χαρακτήρα του συγκεκριμένου μέτρου ως ενισχύσεως, να υπάρχει ανάγκη κατεπείγουσας λήψεως μέτρων και να συντρέχει σοβαρός κίνδυνος προκλήσεως ουσιώδους και ανεπανόρθωτης ζημίας σε ανταγωνιστή. Τέτοιου είδους προϋποθέσεις, ασφαλώς καθορισθείσες για την έκδοση χωριστής αποφάσεως με διαφορετικό περιεχόμενο από την απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας, συνιστούν ενδείξεις περί του ότι δεν υφίσταται, για το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης της αποφάσεως, γενική υποχρέωση ανακτήσεως των παρανόμως καταβληθεισών ενισχύσεων, απορρέουσα από την απόφαση αυτή και μόνον. Εξάλλου, το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 προβλέπει ρητώς ότι, μετά την έκδοση της τελικής αποφάσεως που διαπιστώνει το ασύμβατον ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή δεν απαιτεί την ανάκτησή της αν, ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, θα προσέβαλε γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

41      Εξάλλου, έχει κριθεί, αφενός, ότι ο εθνικός δικαστής δεν υποχρεούται να διατάξει την ανάκτηση ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όταν η Επιτροπή εκδώσει τελική απόφαση διαπιστώνουσα τη συμβατότητα της εν λόγω ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, αλλά υποχρεούται να επιβάλει στον δικαιούχο της ενισχύσεως την καταβολή τόκων για την περίοδο της παρανομίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C‑199/06, CELF και Ministre de la Culture et de la Communication, Συλλογή 2008, σ. I‑469, σκέψη 55). Αφετέρου, όταν εθνικό δικαστήριο επιληφθεί διαφοράς με αντικείμενο την ανάκτηση ενισχύσεως, υποχρέωση του εθνικού δικαστή προς λήψη ασφαλιστικών μέτρων υφίσταται μόνον αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, δηλαδή εφόσον ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, εφόσον η ενίσχυση πρόκειται να χορηγηθεί ή χορηγήθηκε και εφόσον δεν διαπιστώθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν μη προσήκουσα την ανάκτηση, ειδάλλως το εθνικό δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την αίτηση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 2010, C‑1/09, CELF και Ministre de la Culture et de la Communication, Συλλογή 2010, σ. I‑2099, σκέψη 36).

42      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας όσον αφορά μέτρο το οποίο δεν βρίσκεται πλέον υπό εκτέλεση παράγει άμεσο, βέβαιο και επαρκώς δεσμευτικό για το κράτος μέλος αποτέλεσμα ώστε να το υποχρεώσει να ανακτήσει την παρανόμως καταβληθείσα ενίσχυση.

43      Όσον αφορά τον βέβαιο χαρακτήρα των αυτοτελών εννόμων αποτελεσμάτων τα οποία παράγει η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς την υποχρέωση αναστολής του υπό εξέταση μέτρου που απορρέει από τέτοιου είδους απόφαση ληφθείσα ως προς υπό εκτέλεση μέτρο, η ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως δύναται, κατά γενικό κανόνα, να επέλθει μόνον κατόπιν προσφυγής ενώπιον του εθνικού δικαστή η έκβαση της οποίας είναι, ως εκ της φύσεώς της, αβέβαιη, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων παραμέτρων τις οποίες πρέπει να λάβει υπόψη του ο δικαστής αυτός για να υποχρεώσει τον δικαιούχο της παράνομης ενισχύσεως να την επιστρέψει (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω).

44      Συνεπώς, από όλα αυτά τα στοιχεία προκύπτει ότι απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας κατά μέτρου το οποίο δεν βρίσκεται πλέον υπό εκτέλεση, όπως εν προκειμένω η τροποποιηθείσα σύμβαση του 2005, δεν συνεπάγεται αυτοτελή έννομα αποτελέσματα και, συνεπώς, δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Επομένως, δεν πρόκειται για πράξη δεκτική προσφυγής κατά το άρθρο 263 ΕΚ.

45      Τρίτον, διαπιστώνεται ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 44 ανωτέρω δεν ισχύει για τη σύμβαση του 2010, η οποία ήταν υπό εκτέλεση κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εντούτοις, συνομολογείται ότι η σύμβαση του 2010 καταγγέλθηκε και αντικαταστάθηκε με τη δέκατη όγδοη τροποποίηση, υπογραφείσα στις 10 Αυγούστου 2012, η οποία τέθηκε αναδρομικώς σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2012. Ωστόσο, καθόσον η παρούσα προσφυγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Νοεμβρίου 2012, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το μέτρο της εικαζόμενης ενισχύσεως δεν ήταν πλέον υπό εκτέλεση κατά τον χρόνο ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής.

46      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι το παραδεκτόν προσφυγής εκτιμάται σε σχέση με την υφιστάμενη κατά τον χρόνο καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής κατάσταση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 1984, 50/84, Bensider κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3991, σκέψη 8, και της 18ης Απριλίου 2002, C‑61/96, C‑132/97, C‑45/98, C‑27/99, C‑81/00 και C‑22/01, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑3439, σκέψη 23).

47      Επομένως, καθόσον αφορά τη σύμβαση του 2010, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται πλέον αυτοτελή έννομα αποτελέσματα και, συνεπώς, δεν παράγει πλέον δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Στον βαθμό αυτόν, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά πλέον πράξη δεκτική προσφυγής κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής.

48      Τέταρτον, διαπιστώνεται ότι βάσει των διαφόρων προβληθέντων από την προσφεύγουσα επιχειρημάτων δεν μπορούν να ανατραπούν τα συμπεράσματα των σκέψεων 44 και 47 ανωτέρω.

49      Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999 για να υποστηρίξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, καθεαυτή, δεκτική προσφυγής, καθόσον, επιπλέον, πρόκειται για τυπική απόφαση, η οποία, δυνάμει του γράμματος του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής, όπερ επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

50      Μολονότι είναι αληθές ότι ο κανονισμός 659/1999 χρησιμοποιεί τον όρο της αποφάσεως για να κατονομάσει πολλά από τα μέτρα που δύναται να λάβει η Επιτροπή κατά τη διαδικασία εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για να καθοριστεί αν μια πράξη συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, μεταξύ άλλων, για να γίνει διάκριση ενός προπαρασκευαστικού μέτρου από μια τελική απόφαση, πρέπει να εξετασθεί η ουσία του μέτρου του οποίου ζητείται η ακύρωση, η δε μορφή υπό την οποία ελήφθη καταρχήν δεν ασκεί συναφώς επιρροή (βλ., συναφώς, αποφάσεις AETR, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 42· IBM κατά Επιτροπής, σκέψη 23 ανωτέρω, σκέψη 9· της 24ης Μαρτίου 1994, T‑3/93, Air France κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑121, σκέψεις 43 και 57, και της 17ης Απριλίου 2008, T‑260/04, Cestas κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑701, σκέψη 68).

51      Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 39 έως 44 ανωτέρω προκύπτει επαρκώς ότι από απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας κατά μέτρου το οποίο δεν είναι πλέον υπό εκτέλεση κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής δεν προκύπτουν αυτοτελή έννομα αποτελέσματα και επομένως ούτε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα συνεπαγόμενα την ύπαρξη πράξεως δεκτικής προσφυγής. Επομένως, τέτοιου είδους πράξη, η οποία συνιστά απόφαση από τυπικής απόψεως, δεν έχει, λόγω της ουσίας της, χαρακτήρα αποφάσεως.

52      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα στηρίχθηκε στην απόφαση Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω (σκέψεις 43 έως 45), για να υποστηρίξει την επιχειρηματολογία της όσον αφορά τον καθοριστικό χαρακτήρα του τύπου υπό τον οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να καθορισθεί αν η απόφαση αυτή μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Βεβαίως, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, προβλέποντας ότι η διαταγή παροχής πληροφοριών, στο άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, λαμβάνει τη μορφή αποφάσεως, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να προσδώσει δεσμευτικό χαρακτήρα στην πράξη αυτή και, επομένως, η εν λόγω διαταγή αποσκοπούσε στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων και αποτελούσε, συνεπώς, πράξη δεκτική προσφυγής κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην ανάλυση αυτή για να κρίνει ότι η προσβαλλομένη στην υπόθεση εκείνη πράξη μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Στην απόφαση Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, το Δικαστήριο εξέτασε αν, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη διάταξη η οποία αποτελούσε το αντικείμενο της αναιρέσεως της οποίας είχε επιληφθεί, η προσβαλλομένη πράξη συνιστούσε ενδιάμεσο μέσο προκαταρκτικού χαρακτήρα και συνεπαγόταν αυτοτελή έννομα αποτελέσματα έναντι των οποίων η προσφυγή κατά της αποφάσεως η οποία περατώνει τη διαδικασία σχετικά με την εικαζομένη κρατική ενίσχυση μπορούσε να διασφαλίσει επαρκή δικαστική προστασία για τους προσφεύγοντες στην υπόθεση αυτή (σκέψεις 48 έως 63). Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν επρόκειτο περί αυτού εφόσον, αν η προσβαλλόμενη πράξη αποτελούσε, πράγματι, ενδιάμεση πράξη, τα αποτελέσματα της τυχόν παρανομίας της δεν μπορούσαν να εξουδετερωθούν από προσφυγή κατά της αποφάσεως η οποία θέτει τέρμα στη σχετική με την εικαζομένη κρατική ενίσχυση διαδικασία (απόφαση Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψεις 56 έως 60). Επομένως, μολονότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τον τύπο της προσβαλλομένης πράξεως, ήτοι αποφάσεως κατά το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, για να κρίνει ότι πρόκειται για πράξη δυνάμενη να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, η εκτίμηση αυτή ήταν απλώς ένα στοιχείο της συλλογιστικής του για να καταλήξει στην κρίση αυτή.

53      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ενέμεινε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επί της σημασίας της αποφάσεως Deutsche Lufthansa, σκέψη 37 ανωτέρω, για να καθορισθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο έκρινε ότι απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας παράγει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα για τον λόγο ότι συνεπάγεται δεσμευτικές υποχρεώσεις για τα εθνικά δικαστήρια, μεταξύ άλλων καθόσον τα δικαστήρια αυτά μπορούν να αποφασίσουν την αναστολή του επίμαχου μέτρου, να διατάξουν την ανάκτηση των ήδη καταβληθέντων στον δικαιούχο του μέτρου αυτού ποσών ή να αποφασίσουν τη λήψη προσωρινών μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των μερών. Φρονεί ότι ενδέχεται να αντιμετωπίσει, κατά την τυπική διαδικασία έρευνας, ένδικες διαδικασίες μολονότι το μέτρο της εικαζόμενης ενισχύσεως δεν είναι πλέον υπό εκτέλεση, διότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εφαρμόσουν τα πορίσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

54      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η διαφορά της κύριας δίκης, της οποίας έχει επιληφθεί το γερμανικό δικαστήριο και στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην οποία απάντησε το Δικαστήριο, αφορούσε μέτρο ενισχύσεως που ήταν υπό εκτέλεση κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω).

55      Εν συνεχεία, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι, επιληφθέν τέτοιας αιτήσεως, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει την ανάκτηση της καταβληθείσας ενισχύσεως, ανεξαρτήτως του αν το μέτρο ενισχύσεως ήταν υπό εκτέλεση κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας, η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεσο, βέβαιο και επαρκώς δεσμευτικό αποτέλεσμα της αποφάσεως αυτής. Συναφώς, η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας συνεπάγεται τέτοιο αποτέλεσμα έναντι του κράτους μέλους μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το οικείο μέτρο είναι υπό εκτέλεση, εφόσον, στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος υποχρεούται, με την απόφαση καθεαυτήν, να αναστείλει το μέτρο ενισχύσεως χωρίς να απαιτείται να επιληφθεί ο εθνικός δικαστής (βλ. σκέψεις 36 έως 38 ανωτέρω). Εξάλλου, από τις διατυπωθείσες ανωτέρω αρχές προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο εθνικός δικαστής δεν υποχρεούται να διατάξει την ανάκτηση της καταβληθείσας ενισχύσεως (βλ. σκέψεις 40 και 41 ανωτέρω), η οποία επέρχεται, κατά γενικό κανόνα, όταν ασκείται ένδικη προσφυγή της οποίας η έκβαση είναι, ως εκ της φύσεώς της, αβέβαιη (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω).

56      Συναφώς, όπως πράττει και η Επιτροπή, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ, αφενός, των εθνικών δικαστηρίων και, αφετέρου, της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να διατάσσουν όλα τα πρόσφορα γενικά ή ειδικά μέτρα ώστε να διασφαλιστεί η εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και να απέχουν από μέτρα ικανά να θέσουν σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης, ειδικότερα, να απέχουν από την έκδοση αποφάσεων που αντιστρατεύονται απόφαση της Επιτροπής, ακόμη και αν η απόφαση αυτή έχει προσωρινό χαρακτήρα (απόφαση Deutsche Lufthansa, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 41).

57      Στη συνέχεια, βάσει της ερμηνείας της αποφάσεως Deutsche Lufthansa, σκέψη 37 ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας κατά μέτρου το οποίο δεν είναι πλέον υπό εκτέλεση έχει άμεσο, βέβαιο και επαρκώς δεσμευτικό περιεχόμενο έναντι του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται.

58      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι μόνον η δυνατότητα καταθέσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως η οποία περατώνει την τυπική διαδικασία έρευνας ή η δυνατότητα προβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν της διασφαλίζουν επαρκή προστασία.

59      Μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα με την επιχειρηματολογία της υποστηρίζει ότι η δυνατότητα αμφισβητήσεως της νομιμότητας της τελικής αποφάσεως ή η δυνατότητα προβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αρκούν να της διασφαλίσουν αποτελεσματική δικαστική προστασία, εφόσον ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με τυχόν διαδικασίες για την ανάκτηση των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν πριν από την έκδοση της τελικής αποφάσεως. Ωστόσο, σε κατάσταση όπως εν προκειμένω, η δικαστική προστασία της προσφεύγουσας βάσει της Συνθήκης διασφαλίζεται με τη δυνατότητα του εθνικού δικαστή, ο οποίος επιλαμβάνεται διαφοράς περί της ανακτήσεως παρανόμως καταβληθείσας ενισχύσεως, να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως για την εκτίμηση του κύρους της αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εφόσον από το ένδικο αυτό μέσο αποκλείονται μόνον τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να ασκήσουν κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 1994, C‑188/92, TWD Textilwerke Deggendorf, Συλλογή 1994, σ. I‑833, σκέψη 26).

60      Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή συνάγει ότι η τροποποιηθείσα σύμβαση του 2005 και η σύμβαση του 2010 συνιστούν μέτρο παράνομης κρατικής ενισχύσεως, χωρίς να διαφαίνονται, μεταξύ άλλων στο διατακτικό, οι αμφιβολίες της ως προς το αν πρόκειται για κρατική ενίσχυση, καθόσον δεν χαρακτήρισε το μέτρο της εικαζομένης ενισχύσεως ως «ενδεχόμενο» ή «ύποπτο».

61      Διαπιστώνεται ότι προκύπτει επαρκώς από την προσβαλλομένη απόφαση ότι η Επιτροπή κατέληξε προσωρινώς στα σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα του μέτρου της εικαζομένης ενισχύσεως συμπεράσματα, μετά από προκαταρκτική εκτίμηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. Επομένως, στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι, «[α]φού εξέτασε τις πληροφορίες και τα επιχειρήματα που προέβαλαν μέχρι τότε [η Ρουμανία] και [η προσφεύγουσα], εκδίδει την προκαταρκτική γνώμη ότι [το μέτρο της εικαζομένης ενισχύσεως] συνεπάγεται κρατική ενίσχυση κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ», και αμφισβητούσε τη συμβατότητά της με τη Συνθήκη. Στην αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι υπήρχαν ενδείξεις περί της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως και ότι διατηρούσε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της εικαζομένης αυτής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά. Βάσει των αποσπασμάτων αυτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή εκτίμησε οριστικώς ότι το μέτρο της εικαζομένης ενισχύσεως έχει χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως. Η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η τροποποιηθείσα σύμβαση του 2005 και η σύμβαση του 2010 συνιστούν παράνομες κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν πληρούσαν προφανώς καμία από τις προϋποθέσεις συμβατότητας με την εσωτερική αγορά.

62      Πέμπτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφορά τις συναφθείσες με τον προμηθευτή συμβάσεις, δημιούργησε σημαντική αβεβαιότητα στην επιχειρηματική κοινότητα καθώς και στις σχέσεις της με τις τράπεζες, τους πελάτες και ανταγωνιστές της, μεταξύ άλλων όσον αφορά τυχόν αίτημα εκ μέρους του προμηθευτή να του καταβάλει συμπληρωματικά ποσά λόγω των συναφθεισών συμβάσεων προμηθειών.

63      Όπως διαπίστωσε και η Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι η εμπορική αβεβαιότητα και η αντίληψη των λοιπών επιχειρηματιών ως προς την κατάσταση του δικαιούχου της ενισχύσεως, όπως είναι η προσφεύγουσα εν προκειμένω, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, εφόσον πρόκειται απλώς για πρακτικές συνέπειες και όχι για έννομα αποτελέσματα τα οποία παράγει η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου IBM κατά Επιτροπής, σκέψη 23 ανωτέρω, σκέψη 19· της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C‑301/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑10217, σκέψη 30, και του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαΐου 2010, T‑258/06, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑2027, σκέψη 151). Βεβαίως ο δικαστής της Ένωσης έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η επιχειρηματική κοινότητα θα συνεκτιμήσει, στις σχέσεις της με τον δικαιούχο μέτρου παράνομης κρατικής ενισχύσεως, την ασταθή νομική και οικονομική θέση του εν λόγω δικαιούχου (αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 59· Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 34, και Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 36). Πάντως, από τα στοιχεία αυτά καθίσταται σαφές ότι ο δικαστής της Ένωσης απλώς τόνισε τις πραγματικές συνέπειες των δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων βάσει των οποίων έκρινε, με τις αποφάσεις αυτές, ότι οι αποφάσεις περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας κατά υπό εκτέλεση μέτρου συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής.

64      Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν μπορεί να έχει συνέπειες στον χαρακτηρισμό της προσβαλλομένης αποφάσεως ως πράξεως δυνάμενης να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

65      Έκτον, η προσφεύγουσα αναφέρει ένα γεγονός του οποίου την επέλευση καταλογίζει στην προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι ότι η εταιρία V., με την οποία είναι συνδεδεμένη, ανέστειλε το σχέδιό της κατασκευής εργοστασίου παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο, με συστήματα συμπαραγωγής ηλεκτρισμού-θερμότητας, στη Ρουμανία, λόγω της απροθυμίας των τραπεζών να το χρηματοδοτήσουν.

66      Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον πρόκειται, το πολύ, για ενδεχόμενη συνέπεια της αποφάσεως αυτής στην πράξη (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο όσων διατείνεται, εφόσον στη δικογραφία δεν περιλαμβάνεται κανένα έγγραφο αποδεικνύον την αρχική πρόθεση της εταιρίας V. να υλοποιήσει το σχέδιο αυτό και τη σχέση μεταξύ της υποτιθέμενης αυτής αποφάσεως και της αρνήσεως χρηματοδοτήσεως από τις τράπεζες λόγω της προσβαλλομένης αποφάσεως.

67      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ και, κατά συνέπεια, η προσφυγή είναι απαράδεκτη, χωρίς να απαιτείται να γίνει δεκτό το ζητηθέν από την προσφεύγουσα μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

68      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και αυτά της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει την Alro SA στα δικαστικά έξοδα.

Dittrich

Schwarcz

Tomljenović

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Οκτωβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.