Language of document : ECLI:EU:F:2014:263

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 8ης Δεκεμβρίου 2014

Υπόθεση F‑4/13

Michael Cwik

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση βαθμολογίας — Περίοδος βαθμολογίας 1995/1997 — Εκτέλεση αποφάσεως του Πρωτοδικείου, νυν Γενικού Δικαστηρίου — Αίτημα ακυρώσεως της εκθέσεως βαθμολογίας — Μη προσφυγή στην επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας — Καθυστέρηση στη σύνταξη της εκθέσεως βαθμολογίας — Αγωγή αποζημιώσεως»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο M. Cwik ζητεί, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 12ης Μαρτίου 2012 περί οριστικής συντάξεως της εκθέσεως βαθμολογίας για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1995 έως 30ής Ιουνίου 1997 σε εκτέλεση της αποφάσεως Cwik κατά Επιτροπής (T‑155/03, T‑157/03 και T‑331/03, EU:T:2005:447, στο εξής: απόφαση Cwik) και, εφόσον παραστεί ανάγκη, η απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε κατά της αποφάσεως της 12ης Μαρτίου 2012 και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή στην καταβολή αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως για την υλική ζημία και την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 12ης Μαρτίου 2012 με την οποία γίνεται οριστικώς δεκτή η νέα έκθεση βαθμολογίας του M. Cwik για την περίοδο βαθμολογίας 1995/1997 ακυρώνεται. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στον M. Cwik ποσό 15 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Η προσφυγή‑αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και εκείνα του M. Cwik.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή ακυρώσεως εκθέσεως βαθμολογίας — Προσφυγή ασκηθείσα μετά τη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου — Το παραδεκτό εξαρτάται από την συνδρομή ιδιαίτερης περιστάσεως — Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η καθυστερημένη εκτέλεση αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης περί ακυρώσεως της επίδικης εκθέσεως βαθμολογίας — Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 43, 90 και 91)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως — Ακύρωση εκθέσεως βαθμολογίας — Μη προσφυγή στην επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας κατά την κατάρτιση της νέας εκθέσεως λόγω προβαλλομένων δυσχερειών σχετικών με τη συγκρότηση της εν λόγω επιτροπής — Παράβαση ουσιώδους τύπου — Ακύρωση

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

3.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας — Σύνθεση — Ανάγκη πείρας των μελών σε ζητήματα εσωτερικών προσφυγών — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

4.      Υπαλληλικές προσφυγές — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως — Εύλογη προθεσμία — Σύνταξη νέας εκθέσεως βαθμολογίας — Κριτήρια εκτιμήσεως — Μη τήρηση των προθεσμιών που ορίζουν εσωτερικές διατάξεις — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας — Ακύρωση της εκθέσεως

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43· Καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, άρθρο 2 § 6)

1.      Όσον αφορά το έννομο συμφέρον υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου να ζητήσει την ακύρωση εκθέσεως βαθμολογίας, μια τέτοια έκθεση θίγει, κατ’ αρχήν, τα συμφέροντα του βαθμολογουμένου μόνο μέχρι την οριστική παύση των καθηκόντων του και, μετά την εν λόγω παύση, ο ενδιαφερόμενος δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον για την εκδίκαση προσφυγής ασκηθείσας κατά τέτοιας εκθέσεως, εκτός αν αποδεικνύει τη συνδρομή ιδιαίτερης περιστάσεως που δικαιολογεί προσωπικό και ενεστώς συμφέρον να επιτύχει την ακύρωσή της.

Όταν με την προσφυγή πρώην υπαλλήλου προσβάλλεται η κατά τους ισχυρισμούς του εσφαλμένη εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε μετά τη συνταξιοδότησή του, με την οποία ο δικαστής της Ένωσης ακύρωσε έκθεση βαθμολογίας την οποία είχε προσβάλει όσο ήταν εν ενεργεία, η μη αναγνώριση του εννόμου συμφέροντός του για ακύρωση της νέας εκθέσεως θα ισοδυναμούσε με προσβολή του δικαιώματός του για ορθή εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως περί ακυρώσεως και, συνεπώς, του δικαιώματός του για αποτελεσματική ένδικη προστασία. Εξάλλου, στο μέτρο που ο προσφεύγων‑ενάγων ζητεί χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της καθυστερήσεως έξι ετών και τριών μηνών για τη σύνταξη νέας εκθέσεως σε εκτέλεση της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η καθυστέρηση που αντιμετώπισε ήταν σημαντική και ικανή να του έχει προκαλέσει ζημία. Υπό τις συνθήκες αυτές, συντρέχει ιδιαίτερη περίσταση που δικαιολογεί προσωπικό και ενεστώς συμφέρον για ακύρωση της νέας εκθέσεως.

(βλ. σκέψεις 59 και 62 έως 64)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διάταξη N κατά Επιτροπής, T‑97/94, EU:T:1998:270, σκέψη 26, και απόφαση Διονυσσοπούλου κατά Συμβουλίου, T‑105/03, EU:T:2005:189, σκέψη 20

2.      Στο πλαίσιο του συστήματος βαθμολογήσεως που εφαρμόζει η Επιτροπή, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του δικαιώματος κάθε βαθμολογούμενου υπαλλήλου να εξετάζεται η έκθεση βαθμολογίας του από επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως που έχει συσταθεί για τον σκοπό αυτό, η έκθεση βαθμολογίας πρώην υπαλλήλου που συντάσσεται κατόπιν ακυρωτικής αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης εκδίδεται κατά παράβαση ουσιώδους τύπου που προσβάλλει τα δικαιώματα του ενδιαφερομένου και θίγει το κύρος της, στην περίπτωση που η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας δεν παραλαμβάνει καν τον φάκελο του ενδιαφερομένου για να αποφανθεί επί της διαδικασίας βαθμολογήσεως και επί του περιεχομένου της νέας εκθέσεως, λόγω του ότι η Επιτροπή δεν συγκάλεσε τα μέλη της.

Το συμπέρασμα αυτό ουδόλως αναιρείται από το γεγονός ότι τα μέλη της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας που συνεδρίασαν για την περίοδο βαθμολογίας που αφορά το χρονικό διάστημα που καλύπτει η έκθεση έχουν αποβιώσει ή συνταξιοδοτηθεί, ότι η συγκρότηση επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας ad hoc δεν προβλέπεται από τις εφαρμοστέες γενικές εκτελεστικές διατάξεις ή ότι δεν είναι δυνατή η προσφυγή στην επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως επί θεμάτων αξιολογήσεως, ήτοι στην επιτροπή που διαδέχθηκε την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας. Πράγματι, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση που του επιβάλλει το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα ικανά να άρουν την παρανομία που διαπράχθηκε εις βάρος του οικείου προσώπου και δεν μπορεί, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση αυτή, να προβάλει πρακτικές δυσκολίες τις οποίες συνεπάγεται ενδεχομένως η επαναφορά του προσφεύγοντος‑ενάγοντος στη νομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας πράξεως.

Συναφώς, επικουρικώς και μόνον, όταν η εκτέλεση ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως εμφανίζει ιδιαίτερες δυσχέρειες, το καθήκον μέριμνας επιβάλλει στην Επιτροπή την έγκαιρη ενημέρωση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, καθώς και την έναρξη διαλόγου προς δίκαιη αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται, κατά μείζονα λόγο, σε περίπτωση που συντάσσεται νομοτύπως έκθεση βαθμολογίας πρώην υπαλλήλου για περίοδο βαθμολογίας που έλαβε χώρα πριν από 20 περίπου έτη, δεδομένου ότι η εν λόγω έκθεση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για ενδεχόμενη προαγωγή του προσφεύγοντος‑ενάγοντος, ή για αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του, αφού οι περίοδοι προαγωγών που ακολούθησαν την εν λόγω περίοδο βαθμολογίας και κατά τη διάρκεια των οποίων ο προσφεύγων‑ενάγων θα μπορούσε να διεκδικήσει προαγωγή έχουν λήξει προ πολλού.

(βλ. σκέψεις 74, 77, 79, 80, 84 και 123)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση Gordon κατά Επιτροπής, C‑198/07 P, EU:C:2008:761, σκέψη 72

ΓΔΕΕ: αποφάσεις Meskens κατά Κοινοβουλίου, T‑84/91, EU:T:1992:103, σκέψη 78, και C κατά Επιτροπής, T‑166/04, EU:T:2007:24, σκέψη 52

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Andres κ.λπ. κατά ΕΚΤ, F‑15/05, EU:F:2008:81, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Προκειμένου να έχει η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας τη δυνατότητα να διατυπώσει, μετά λόγου γνώσεως, την άποψή της επί της διαδικασίας βαθμολογήσεως, δεν απαιτείται τα μέλη της να έχουν αποκτήσει εμπειρία όσον αφορά μεγάλο αριθμό εσωτερικών προσφυγών, για να μπορούν ιδίως να εκτιμήσουν τον δίκαιο και αντικειμενικό χαρακτήρα της διαδικασίας. Προκειμένου να εκτιμήσει τον δίκαιο και αντικειμενικό χαρακτήρα διαδικασίας βαθμολογήσεως, η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας πρέπει να εξετάσει τη διαδικασία βαθμολογήσεως που ακολουθήθηκε για τη σύνταξη της εν λόγω εκθέσεως και να τη συγκρίνει με τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για τη σύνταξη άλλων εκθέσεων βαθμολογίας, χωρίς να είναι απαραίτητο οι εκθέσεις αυτές να έχουν αμφισβητηθεί ενώπιον της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας. Εξάλλου, η απαίτηση να διατυπώνει η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας την άποψή της μόνον αν έχει επιληφθεί μεγάλου αριθμού αμφισβητήσεων ισοδυναμεί με περιορισμό του δικαιώματος κάθε υπαλλήλου να ζητήσει την παρέμβαση της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας.

(βλ. σκέψη 87)

4.      Το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχεται πράξη που ακυρώθηκε από τον δικαστή της Ένωσης υποχρεούται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως εντός εύλογης προθεσμίας. Συνεπώς, ένα θεσμικό όργανο ενεργεί κατά παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ και υποπίπτει σε υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης οσάκις, χωρίς να υφίστανται ιδιαίτερα προβλήματα ερμηνείας της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως ή πρακτικές δυσκολίες, παραλείπει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα προς εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως εντός εύλογης προθεσμίας.

Όσον αφορά δικαστική απόφαση περί ακυρώσεως εκθέσεως βαθμολογίας πρώην υπαλλήλου της Επιτροπής, οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΥΚ (ΓΕΔ) που εξέδωσε η Επιτροπή καθορίζουν συγκεκριμένες και σχετικώς σύντομες προθεσμίες για κάθε στάδιο της διαδικασίας. Συναφώς, κάθε υπέρβαση των εν λόγω προθεσμιών πρέπει μεν, κατ’ αρχήν, να προσάπτεται στη Διοίκηση, πλην όμως δεν είναι δυνατόν να καταλογίζονται στη Διοίκηση υπερβάσεις που οφείλονται σε ιδιαίτερες περιστάσεις ή στη συμπεριφορά του προσφεύγοντος‑ενάγοντος που προκαλεί καθυστέρηση. Όσον αφορά προβαλλόμενες καθυστερήσεις οφειλόμενες στην κατάθεση καταγγελιών ενώπιον του διαμεσολαβητή, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αναμείνει την έκβαση των εν λόγω καταγγελιών. Σύμφωνα πάντως με το άρθρο 2, παράγραφος 6, της αποφάσεως 94/262, σχετικά με το καθεστώς του ευρωπαϊκού διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του, η υποβολή καταγγελίας ενώπιον του διαμεσολαβητή δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα όσον αφορά τις προθεσμίες σχετικά με την άσκηση διοικητικής προσφυγής. Δεν μπορεί συνεπώς να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα ούτε όσον αφορά την εξέλιξη διαδικασίας βαθμολογήσεως.

Η παραβίαση της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας δεν δικαιολογεί, γενικώς, την ακύρωση αποφάσεως ληφθείσας κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας, ασκεί δε επιρροή στο κύρος της διοικητικής διαδικασίας μόνον όταν η παρέλευση υπερβολικά μεγάλου χρονικού διαστήματος είναι ικανή να έχει επιπτώσεις στο περιεχόμενο αυτής καθεαυτήν της αποφάσεως που λαμβάνεται κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας. Αυτό ακριβώς ισχύει όταν η παρέλευση υπερβολικά μεγάλου χρονικού διαστήματος επηρεάζει τη δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας των εμπλεκόμενων προσώπων. Η μη τήρηση των προθεσμιών που προβλέπουν οι ΓΕΔ όταν ο ενδιαφερόμενος ζητήσει την παρέμβαση της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για ζητήματα βαθμολογίας στο πλαίσιο της συντάξεως εκθέσεως βαθμολογίας σε εκτέλεση ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως επηρεάζει τη δυνατότητά του να προβάλει τα δικαιώματα που του παρέχει ο ΚΥΚ και το δικαίωμά του να εξεταστεί η νέα έκθεση σύμφωνα με τους κανόνες που το θεσμικό όργανο επέβαλε στον εαυτό του.

(βλ. σκέψεις 94, 98, 107, 111 και 112)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση Huygens κατά Επιτροπής, T‑281/01, EU:T:2004:207, σκέψη 67

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις C και F κατά Επιτροπής, F‑44/06 και F‑94/06, EU:F:2007:66, σκέψεις 60 και 63 έως 67, και AE κατά Επιτροπής, F‑79/09, EU:F:2010:99, σκέψη 100