Language of document : ECLI:EU:T:2013:200

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑99/09 και T‑308/09

Ιταλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«ΕΤΠΑ – Περιφερειακό επιχειρησιακό πρόγραμμα (ΠΕΠ) 2000-2006 για την Περιφέρεια Καμπανίας – Κανονισμός (EK) 1260/1999 – Άρθρο 32, παράγραφος 3, στοιχείο στ΄ – Απόφαση περί μη πραγματοποιήσεως των ενδιάμεσων πληρωμών για το μέτρο του ΠΕΠ που αφορά τη διαχείριση και τη διάθεση των αποβλήτων – Διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως κατά της Ιταλίας»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 19ης Απριλίου 2013

1.      Οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή – Διαρθρωτικές παρεμβάσεις – Χρηματοδότηση από την Ένωση – Κανονισμός 1260/1999 – Αιτήσεις ενδιάμεσων πληρωμών – Διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως – Συνέπεια – Προσωρινώς απαράδεκτος χαρακτήρας αιτήσεων ενδιάμεσων πληρωμών – Κριτήρια εφαρμογής – Έννοια των «μέτρων» τα οποία αφορούν οι αιτήσεις πληρωμής – Σχέση μεταξύ του αντικειμένου της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως και των εν λόγω μέτρων – Άμεσος σύνδεσμος – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1260/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 32 § 3, εδ. 1, στοιχείο στ΄, και 39 §§ 2 και 3)

2.      Ένδικη διαδικασία – Προβολή νέων λόγων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Λόγος που προβάλλεται για πρώτη φορά κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 2)

3.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολόγηση – Υποχρέωση – Περιεχόμενο – Απόφαση της Επιτροπής περί προσωρινώς απαράδεκτου χαρακτήρα αιτήσεων ενδιάμεσων πληρωμών στο πλαίσιο της εφαρμογής του ΕΤΠΑ – Αναγωγή στο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω απόφαση – Επιτρέπεται

(Άρθρο 253 ΕΚ)

1.      Κατά το άρθρο 32, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1260/1999, περί των γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά ταμεία, η έννοια του «μέτρου» έχει γενικό περιεχόμενο, συνδεόμενο με στρατηγική προτεραιότητα που καθορίζεται από έναν άξονα προτεραιότητας, του οποίου αποτελεί το μέσο εφαρμογής σε πολυετή βάση επιτρέποντας τη χρηματοδότηση των «πράξεων». Εφόσον ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να καλύπτει περισσότερες πράξεις, το μέτρο έχει περιεχόμενο ευρύτερο από εκείνο της πράξεως, στη δε πράξη εμπίπτουν έργα ή δράσεις που μπορούν να επωφεληθούν από την παρέμβαση των ταμείων.

Προκειμένου να κριθεί μια αίτηση πληρωμής ως απαράδεκτη, το άρθρο 32, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1260/1999 επιβάλλει να συγκριθεί το αντικείμενο της κινηθείσας από την Επιτροπή διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως με το αντικείμενο «των μέτρων» –και όχι «των πράξεων»– «που αποτελούν το αντικείμενο της [εν λόγω] αίτησης». Ειδικότερα, το γεγονός και μόνον ότι μια αίτηση πληρωμής μπορεί να αναφέρεται σε περισσότερες συγκεκριμένες πράξεις, που διενεργούνται στο πλαίσιο ενός (πολυετούς) μέτρου, δεν επιτρέπει την contra legem ερμηνεία του σαφούς και ακριβούς γράμματος του άρθρου 32, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1260/1999, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο να πραγματοποιείται η σύγκριση αυτή ως προς το αντικείμενο της καθεμίας από τις διάφορες πράξεις αυτές καθεαυτές, και όχι ως προς το επίμαχο «μέτρο» ή τα επίμαχα «μέτρα». Η Επιτροπή πρέπει όμως να αποδείξει αρκούντως άμεσο σύνδεσμο μεταξύ του οικείου μέτρου, αφενός, και του αντικειμένου της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως, αφετέρου.

Οι εκτιμήσεις αυτές ανταποκρίνονται στον σκοπό των οικείων διατάξεων του κανονισμού 1260/1999. Ασφαλώς, το άρθρο 32, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1260/1999 έχει ως σκοπό να αποτρέψει το ενδεχόμενο να χρηματοδοτήσουν τα διαρθρωτικά ταμεία πράξεις των κρατών μελών που παραβιάζουν το δίκαιο της Ένωσης, πλην όμως εξ αυτού δεν συνάγεται ότι ο συνακόλουθος κίνδυνος μιας ανεπίτρεπτης απώλειας κοινοτικών κεφαλαίων πρέπει να καταλογισθεί ειδικώς στον παράνομο χαρακτήρα ή την παράνομη υλοποίηση συγκεκριμένων πράξεων (έργων ή δράσεων) που αποτελούσαν αντικείμενο της αιτήσεως πληρωμής, ούτε ότι η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι ο κίνδυνος αυτός απορρέει ακριβώς και απευθείας από τις εν λόγω παράνομες πράξεις, που αμφισβητούνται στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως. Ειδικότερα, μια τέτοια στενή ερμηνεία θα μείωνε την πρακτική αποτελεσματικότητα των επίμαχων διατάξεων, που απονέμουν στην Επιτροπή, προσωρινά και μόνον, εξουσία αναστολής των πληρωμών βάσει χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων των διαρθρωτικών ταμείων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος, όταν διαπιστώνει ότι το κράτος μέλος λήπτης έχει υποπέσει σε παράβαση του δικαίου της Ένωσης η οποία εμφανίζει αρκούντως στενό σύνδεσμο με το μέτρο που αποτελεί αντικείμενο της προβλεπόμενης χρηματοδοτήσεως, μέχρι η διαπίστωση της εν λόγω παραβάσεως να επικυρωθεί ή να απορριφθεί αμετακλήτως με απόφαση του Δικαστηρίου.

Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται ούτε από την πρώτη περίπτωση του άρθρου 32, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1260/1999, που προβλέπει κατά τρόπο ανάλογο τη δυνατότητα της Επιτροπής να προκαλέσει αναστολή των ενδιάμεσων πληρωμών, μέσω της διαδικασίας αναστολής κατά το άρθρο 39, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού, ήτοι εκτός του πλαισίου της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως. Ειδικότερα, πέρα από το γεγονός ότι στην τελευταία διάταξη επίσης δεν γίνεται αναφορά στην έννοια της «πράξεως», η πρώτη περίπτωση του άρθρου 32, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1260/1999 προβλέπει, όπως και η δεύτερη περίπτωση, ότι η «[μη επέλευση] αναστολ[ής] πληρωμών» πρέπει να αφορά «τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της αίτησης [πληρωμής]». Τέλος, από το γράμμα των δύο περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 32, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1260/1999 προκύπτει σαφώς ότι είναι αρκετό να επικαλεσθεί η Επιτροπή μία και μόνον από τις περιπτώσεις αυτές προκειμένου να αρνηθεί προσωρινώς μια ενδιάμεση πληρωμή.

Ως εκ τούτου, προκειμένου να δικαιολογηθεί η κήρυξη ενδιάμεσων πληρωμών ως απαράδεκτων βάσει μιας υπό εξέλιξη διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως, είναι αρκετό να αποδείξει η Επιτροπή ότι το αντικείμενο της ως άνω διαδικασίας εμφανίζει αρκούντως στενό σύνδεσμο με το μέτρο στο οποίο εμπίπτουν οι πράξεις τις οποίες αφορούν οι οικείες αιτήσεις πληρωμής.

Κατά συνέπεια, αφενός, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να θεμελιώσει απόφαση με την οποία κηρύσσονται ως απαράδεκτες οι ενδιάμεσες πληρωμές στο άρθρο 32, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1260/1999 και, αφετέρου, βάσει της εξουσίας που της παρέχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο να αρνηθεί προσωρινώς τις εν λόγω πληρωμές, δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει τη διαδικασία την οποία προβλέπει η πρώτη περίπτωση του άρθρου 32, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1260/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφοι 2 και 3, του ως άνω κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 45, 46, 49-51, 53, 54)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 63)

3.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως ατομικής αποφάσεως έχει σκοπό να παράσχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση έχει επαρκές έρεισμα ή αν ενδεχομένως πάσχει ελάττωμα που θα έδινε λαβή να αμφισβητηθεί το κύρος της και να επιτρέψει στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει έλεγχο επί της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής. Η έκταση της υποχρεώσεως αυτής εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε. Δεδομένου ότι μια απόφαση της Επιτροπής, που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο της εφαρμογής του ΕΤΠΑ και αφορά τον προσωρινώς απαράδεκτο χαρακτήρα αιτήσεων ενδιάμεσων πληρωμών, έχει οικονομικές επιπτώσεις τόσο για το αιτούν κράτος μέλος όσο και για τους τελικούς αποδέκτες των εν λόγω πληρωμών, από την αιτιολογία της ως άνω αποφάσεως πρέπει να προκύπτουν σαφώς οι λόγοι που δικαιολογούν την κήρυξη των αιτήσεων αυτών ως απαράδεκτων. Δεν απαιτείται όμως να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα.

(βλ. σκέψη 71)