Language of document : ECLI:EU:T:2008:239

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2008

Υπόθεση T-262/06 P

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

D

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ακύρωση, πρωτοδίκως, της αποφάσεως της Επιτροπής – Επαγγελματική νόσος – Άρνηση αναγνωρίσεως της επαγγελματικής προελεύσεως της νόσου ή της επιδεινώσεως της νόσου από την οποία έχει προσβληθεί ο υπάλληλος – Παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως– Παραδεκτό του λόγου που εξετάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο – Δεδικασμένο»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 12ης Ιουλίου 2006, F-18/05, D κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. σ. I‑A‑1‑83 και II‑A‑1‑303).

Απόφαση: Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 12ης Ιουλίου 2006, F-18/05, D κατά Επιτροπής, ακυρώνεται. Η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Το Πρωτοδικείο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Έννοια

(Άρθρο 230 ΕΚ)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως

(Άρθρο 233 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 73 και 78)

1.      Εάν στοιχεία που περιλαμβάνονται σε δικόγραφο προσφυγής ακυρώσεως υπό τον τίτλο «Περίληψη της αποφάσεως» δεν αποτελούν, εκ πρώτης όψεως, αυτοτελείς λόγους ακυρώσεως που μπορούν ενδεχομένως να οδηγήσουν στην ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά αποτελούν μάλλον περιγραφή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί a priori η δυνατότητα να περιλαμβάνεται σε αυτό το τμήμα του δικογράφου της προσφυγής η ανάπτυξη ενός ή περισσότερων λόγων ακυρώσεως.

(βλ. σκέψη 52)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 14 Δεκεμβρίου 2005, T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5527, σκέψεις 105 έως 107

2.      Όταν ο κοινοτικός δικαστής ακυρώνει την απόφαση που έλαβε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχής (ΑΔΑ) να χορηγήσει σε υπάλληλο σύνταξη αναπηρίας καθορισθείσα κατά τις διατάξεις του άρθρου 78, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), λόγω πλάνης στην οποία υπέπεσε η επιτροπή αναπηρίας όσον αφορά τον καθορισμό της έννοιας της επαγγελματικής νόσου η οποία μπορεί να επέδρασε επί της αποφάσεως αυτής, δεν αποφαίνεται περί της επαγγελματικής προελεύσεως της εν λόγω νόσου, όπερ, εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας εκτιμήσεως της επιτροπής αναπηρίας επί ιατρικών θεμάτων, αποτελεί πραγματική διαπίστωση για την οποία δεν είναι αρμόδιος. Υπό τις συνθήκες αυτές, αν η ΑΔΑ αποφασίσει μεταγενέστερα ότι η εν λόγω νόσος έχει επαγγελματική προέλευση και χορηγήσει στον υπάλληλο σύνταξη αναπηρίας καθορισθείσα κατά τις διατάξεις του άρθρου 78, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η απόφαση αυτή δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο.

Επομένως, επιληφθείς προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αρνήσεως αναγνωρίσεως στον εν λόγω υπάλληλο της επαγγελματικής προελεύσεως της νόσου του κατά την έννοια του άρθρου 73 του ΚΥΚ, ο κοινοτικός δικαστής υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ΑΔΑ δύναται νομίμως, χωρίς να παραβιάζει το δεδικασμένο, να αρνείται να αναγνωρίσει ότι η νόσος του υπαλλήλου, η οποία έχει επαγγελματική προέλευση κατά το άρθρο 78, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, έχει επίσης επαγγελματική προέλευση, κατά την έννοια του άρθρου 73.

Εν πάση περιπτώσει, οι παροχές των άρθρων 73 και 78 του ΚΥΚ διαφέρουν και είναι ανεξάρτητες οι μεν των δε, μολονότι μπορούν να είναι σωρευτικές. Ομοίως, οι διατάξεις αυτές προβλέπουν δύο διαφορετικές διαδικασίες οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικές και ανεξάρτητες μεταξύ τους αποφάσεις. Μολονότι είναι ευκταίο, ενδεχομένως, να διεξάγονται από κοινού και οι ίδιες ιατρικές αρχές να καλούνται να αποφανθούν επί των διαφόρων πτυχών αναπηρίας ενός υπαλλήλου, δεν πρόκειται πάντως για προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η μεν ή η δε διαδικασία και η ΑΔΑ απολαύει συναφώς, αναλόγως των περιστάσεων, εξουσίας εκτιμήσεως. Επιπλέον, το άρθρο 25 της ρυθμίσεως σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου προβλέπει ότι η αναγνώριση, ακόμα και ολικής, διαρκούς αναπηρίας «δεν προδικάζει κατά κανένα τρόπο την εφαρμογή του άρθρου 78 του ΚΥΚ και αντίστροφα». Επομένως, η διαδικασία αναγνωρίσεως ολικής ή μερικής διαρκούς αναπηρίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73 του ΚΥΚ, και η διαδικασία χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78 του ΚΥΚ, δύνανται νομίμως να καταλήξουν σε διαφορετικά αποτελέσματα όσον αφορά την ίδια πραγματική κατάσταση, και, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το ζήτημα της επαγγελματικής προελεύσεως της νόσου που θίγει τον ίδιο υπάλληλο.

(βλ. σκέψεις 70 έως 74)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 15 Ιανουαρίου 1981, 731/79, B κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 107, σκέψεις 9 και 10· 12 Ιανουαρίου 1983, 257/81, K κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1983, σ. 1, σκέψη 10· ΠΕΚ, 14 Μαΐου 1998, T‑165/95, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑203 και II‑627, σκέψεις 136 και 137· ΠΕΚ, 23 Νοεμβρίου 2004, T‑376/02, O κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑349 και II‑1595, σκέψη 45