Language of document : ECLI:EU:T:2013:322

Υπόθεση T‑406/08

Industries chimiques du fluor (ICF)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Παγκόσμια αγορά φθοριούχου αργιλίου — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ — Καθορισμός των τιμών και κατανομή των αγορών — Απόδειξη της παραβάσεως — Δικαιώματα άμυνας — Ταυτότητα περιεχομένου μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων — Ευρωμεσογειακή Συμφωνία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 18ης Ιουνίου 2013

1.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Ιδιόχειρη υπογραφή δικηγόρου — Ουσιώδης τύπος αυστηρής εφαρμογής — Πρωτότυπο δικόγραφο το οποίο φέρει μη ιδιόχειρη υπογραφή και συνοδεύεται από έγγραφο φέρον ιδιόχειρη υπογραφή του ίδιου εκπροσώπου — Δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του συντάκτη του δικογράφου — Παραδεκτό

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 43 §§ 1 και 6)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση — Τρόπος αποδείξεως — Χρήση δέσμης ενδείξεων — Απαιτούμενος βαθμός αποδεικτικής ισχύος

(Άρθρο 81 ΕΚ)

3.      Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού — Επαρκής διαπίστωση — Ανάγκη in concreto εξετάσεως των κριτηρίων που απαιτείται να πληρούνται για τη διαπίστωση εναρμονισμένης πρακτικής — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Συμπράξεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Έννοια — Προσωπική ευθύνη των συναυτουργών της παραβάσεως επιχειρήσεων για το σύνολο της παραβάσεως — Προϋποθέσεις — Βάρος αποδείξεως — Ενιαίος σκοπός — Έννοια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Υποχρεωτικό περιεχόμενο — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 1)

6.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση — Απόφαση που δεν συμπίπτει με την ανακοίνωση αιτιάσεων — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Μείωση του αριθμού μετεχόντων στην παράβαση καθώς και της διάρκειας της παραβάσεως — Απουσία πρόσθετων αιτιάσεων που θίγουν τα συμφέροντα της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως — Μερική και επιτρεπτή παραίτηση από αιτίαση — Δυνατότητα καταθέσεως παρατηρήσεων επί των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη με την ανακοίνωση των αιτιάσεων

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 1)

7.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο — Προσβολή — Άρνηση προσβάσεως σε έγγραφα που ενδέχεται να είναι χρήσιμα για την άμυνα της επιχειρήσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2)

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως — Δεν υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων — Νομική φύση — Ενδεικτικός κανόνας συμπεριφοράς ο οποίος συνεπάγεται αυτοπεριορισμό της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής — Υποχρέωση τηρήσεως των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

10.    Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Δεν υφίσταται — Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

11.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Κατευθυντήριες γραμμές εκδοθείσες από την Επιτροπή — Βασικό ποσό του προστίμου — Υπολογισμός με κριτήριο την αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησαν οι μετέχουσες στην παράβαση επιχειρήσεις στον σχετικό γεωγραφικό χώρο — Παγκόσμιες συμφωνίες κατανομής αγορών — Συνεκτίμηση των συνολικών πωλήσεων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην παγκόσμια αγορά και των καλύτερων διαθέσιμων στοιχείων

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 12, 13, 15 και 18)

12.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Κατευθυντήριες γραμμές εκδοθείσες από την Επιτροπή — Βασικό ποσό του προστίμου — Υπολογισμός με κριτήριο την αξία των πωλήσεων χωρίς αφαίρεση των εξόδων μεταφοράς και των προμηθειών

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 15, 16 και 18)

13.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Υποχρέωση της Επιτροπής να συνεχίσει την πρακτική των προηγουμένων αποφάσεών της — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοινώσεις της Επιτροπής 98/C 9/03 και 2006/C 210/02)

14.    Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Κατά τόπον πεδίο εφαρμογής — Σύμπραξη μεταξύ επιχειρήσεων εγκατεστημένων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία όμως παράγει τα αποτελέσματά της εντός της εσωτερικής αγοράς — Εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης — Παραδεκτή από απόψεως δημοσίου διεθνούς δικαίου

(Άρθρο 81 ΕΚ· Ευρωμεσογειακή Συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Τυνησίας, άρθρο 36)

1.      Η απαίτηση περί ιδιόχειρης υπογραφής κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου αποβλέπει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, στο να διασφαλιστεί η αυθεντικότητα του δικογράφου της προσφυγής και να αποκλειστεί ο κίνδυνος το έγγραφο αυτό να μην αποτελεί, στην πραγματικότητα, το έργο του συντάκτη που είναι εξουσιοδοτημένος να διενεργεί διαδικαστικές πράξεις. Επομένως, η απαίτηση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως ουσιώδης τύπος και να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής εφαρμογής, με αποτέλεσμα η μη τήρησή της να συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής. Παρά ταύτα, η προσφυγή πρέπει να κρίνεται παραδεκτή όταν το δικόγραφο, αν και δεν φέρει πρωτότυπη υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου, εντούτοις επισυνάπτεται σε συνοδευτικό έγγραφο φέρον πρωτότυπη ιδιόχειρη υπογραφή του ίδιου πληρεξουσίου δικηγόρου, η οποία αντιστοιχεί επίσης στην υπογραφή που φέρει το διαβιβαστικό έγγραφο της τηλεομοιοτυπίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του συντάκτη του εγγράφου που παρουσιάστηκε ως πρωτότυπο. Εκτός αυτού, ένα διαβιβαστικό έγγραφο ή σημείωμα υπογεγραμμένο από τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας και ένα μη υπογεγραμμένο υπόμνημα πρέπει να θεωρούνται ότι συνιστούν ενιαία διαδικαστική πράξη δεόντως υπογεγραμμένη εφόσον αποτελούν τμήμα μιας και μοναδικής ταχυδρομικής αποστολής.

(βλ. σκέψεις 52, 55)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 66-69)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 88-91)

4.      Η έννοια της ενιαίας παραβάσεως αναφέρεται σε μια κατάσταση στην οποία πολλές επιχειρήσεις μετείχαν σε παράβαση που συνίστατο σε διαρκή συμπεριφορά με έναν και μόνο οικονομικό σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού, αλλά και σε μεμονωμένες παραβάσεις που συνδέονται λόγω ταυτότητας αντικειμένου και υποκειμένων. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της διαρκούς αυτής συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Περαιτέρω, η έννοια της ενιαίας παραβάσεως ενδέχεται να αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό αντιθέτων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενεργειών, συνισταμένων σε συμφωνίες, εναρμονισμένες πρακτικές και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων.

Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο, λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση, η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της. Οι διάφορες εκδηλώσεις της παραβατικής συμπεριφοράς πρέπει να εξετάζονται στο συνολικό τους πλαίσιο που εξηγεί τον λόγο ύπαρξής τους. Συναφώς, στο πλαίσιο διεξαγωγής των αποδείξεων, η αποδεικτική ισχύς των διαφόρων πραγματικών στοιχείων αυξάνεται ή ενισχύεται από τα λοιπά υφιστάμενα πραγματικά στοιχεία τα οποία, συνδυαζόμενα, δίνουν μια λογική και πλήρη εικόνα ενιαίας παραβάσεως.

Τέλος, η έννοια του ενιαίου σκοπού δεν μπορεί να καθορίζεται μέσω της γενικής αναφοράς στη στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της αγοράς που αφορά η παράβαση. Έτσι, προκειμένου να χαρακτηριστούν διάφορες ενέργειες ως ενιαία και διαρκής παράβαση, πρέπει να επαληθεύεται αν εμφανίζουν μεταξύ τους δεσμό συμπληρωματικότητας υπό την έννοια ότι κάθε μία από αυτές σκοπεί στην αντιμετώπιση μιας ή περισσοτέρων συνεπειών της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και συντείνουν, μέσω της αλληλεπιδράσεώς τους, στην επέλευση του συνόλου των αντιθέτων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων τα οποία επιδίωξαν όσοι ενήργησαν στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου με ενιαίο σκοπό.

(βλ. σκέψεις 101-104)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 117)

6.      H παράθεση των ουσιωδών στοιχείων στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων μπορεί να γίνει συνοπτικά, η δε τελική απόφαση δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να αποτελεί αντίγραφο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, καθόσον η ανακοίνωση αυτή συνιστά προκαταρκτικό έγγραφο του οποίου οι πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις έχουν αμιγώς προσωρινό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, μέχρι την έκδοση τελικής αποφάσεως, η Επιτροπή μπορεί, ενόψει ιδίως των γραπτών ή προφορικών παρατηρήσεων των μερών, είτε να εγκαταλείψει ορισμένες ή ακόμη και όλες τις αιτιάσεις που αρχικά διατύπωσε εναντίον τους και να μεταβάλει έτσι τη θέση της υπέρ αυτών είτε, αντιθέτως, να αποφασίσει να προσθέσει νέες αιτιάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι θα παράσχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διατυπώσουν συναφώς την άποψή τους.

Όσον αφορά, ειδικότερα, τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, όταν με την τελική απόφαση η διάρκεια της παραβάσεως μειώνεται σε σχέση με την περιλαμβανόμενη στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, βάσει της αποδεικτικής ισχύος που αποδίδεται στα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, ο περιορισμός αυτός σε καμία περίπτωση δεν συνιστά πρόσθετη αιτίαση ούτε θίγει τα συμφέροντα της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η εν λόγω απόφαση. Αντιθέτως, η μείωση αυτή ευνοεί την οικεία επιχείρηση. Συγκεκριμένα, ισοδυναμεί με μερική και επιτρεπτή υπέρ της επιχειρήσεως παραίτηση της Επιτροπής από αιτίαση. Επιπλέον, δεδομένου ότι παρασχέθηκε στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, καθώς και επί των επισημάνσεων των σχετικών με τη διάρκεια της παραβάσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά της άμυνας.

(βλ. σκέψεις 118, 123-125)

7.      Στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, γίνεται δεκτό ότι προσβάλλονται τα δικαιώματα άμυνας οσάκις υφίσταται το ενδεχόμενο, λόγω παρατυπίας εκ μέρους της Επιτροπής, η κινηθείσα από αυτήν διοικητική διαδικασία να καταλήξει πιθανώς σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η προσφεύγουσα επιχείρηση αποδεικνύει ότι έλαβε χώρα τέτοια προσβολή εφόσον αποδείξει επαρκώς όχι ότι η απόφαση της Επιτροπής θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι θα μπορούσε να υποστηρίξει καλύτερα την άμυνά της αν δεν είχε διαπραχθεί η διαδικαστική πλημμέλεια, παραδείγματος χάρη ως εκ του ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την άμυνά της έγγραφα στα οποία δεν της επετράπη η πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία.

Όσον αφορά ειδικότερα το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, αρκεί η επιχείρηση να αποδεικνύει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το εν λόγω έγγραφο για την άμυνά της. Δεν απόκειται στην επιχείρηση αυτή να αποδείξει ότι η επίμαχη παρατυπία θα επηρέαζε εις βάρος της την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής, αλλ’ αποκλειστικά ότι η παρατυπία ήταν σε θέση να επηρεάσει την έκβαση της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Επομένως, σε περίπτωση μη γνωστοποιήσεως των εγγράφων, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι η διοικητική διαδικασία θα είχε διαφορετική έκβαση αν τα επίμαχα έγγραφα είχαν καταστεί γνωστά, αλλά αρκεί να αποδείξει το ενδεχόμενο, έστω και περιορισμένο, τα μη γνωστοποιηθέντα κατά τη διοικητική διαδικασία έγγραφα να μπορούσαν να αποβούν χρήσιμα για την άμυνά της.

Λαμβανομένου υπόψη ότι, σε δεδομένη υπόθεση, η προσφεύγουσα, πρώτον, είχε πλήρη πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με επαφές, χωρίς να κατορθώσει να αντλήσει από αυτά οποιοδήποτε απαλλακτικό στοιχείο ούτε κατά τη διοικητική ούτε κατά την ένδικη διαδικασία, ότι, επιπροσθέτως, δεύτερον, κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας παραιτήθηκε από το να τοποθετηθεί επί μεταγενέστερων επαφών και ότι, ομοίως, τρίτον, κατά την ένδικη διαδικασία δεν διευκρίνισε αλλ’ ούτε και τεκμηρίωσε την άποψή της ότι η έλλειψη ρητής αναφοράς στα έγγραφα αυτά με την ανακοίνωση των αιτιάσεων έθιξε την αποτελεσματικότητα της άμυνάς της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και ότι θα μπορούσε να έχει αμυνθεί αποτελεσματικότερα αν είχε συγκεκριμένη ενημέρωση, κατά το στάδιο αυτό, για την πρόθεση της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα ως ενοχοποιητικά στοιχεία, η εν λόγω προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι η έλλειψη ενημέρωσής της με την ανακοίνωση των αιτιάσεων για την πρόθεση της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τα επίμαχα έγγραφα ως ενοχοποιητικά στοιχεία ήταν ικανή να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα της άμυνάς της και, ως εκ τούτου, την εκτίμηση στην οποία θα είχε καταλήξει η Επιτροπή με την απόφασή της.

(βλ. σκέψεις 119, 120, 137, 141)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 148-152)

9.      Οι κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει λόγους που να συνάδουν με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές αρκούνται στην περιγραφή της μεθόδου που χρησιμοποιεί η Επιτροπή για να ελέγξει την παράβαση και των κριτηρίων που το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει να λαμβάνει υπόψη για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου. Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές είναι ένα μέσο που αποβλέπει στο να διευκρινισθούν, τηρουμένου του δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, τα κριτήρια που προτίθεται να εφαρμόσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των προστίμων την οποία της απονέμει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν συνιστούν τη νομική βάση της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου, καθόσον αυτή στηρίζεται στον κανονισμό 1/2003, καθορίζουν ωστόσο, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, τη μέθοδο την οποία δεσμεύτηκε να ακολουθεί η Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή και κατοχυρώνουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων. Επομένως, μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου, εντούτοις περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προβάλει δικαιολογητικούς λόγους, άλλως υπάρχει κίνδυνος προσβολής των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχείρισης.

(βλ. σκέψεις 153-156)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 163-165, 218, 219)

11.    Σε περίπτωση επιβολής προστίμου για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, όταν η γεωγραφική έκταση μιας παραβάσεως υπερβαίνει τα όρια του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), η Επιτροπή, δυνάμει του σημείου 18 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, προκειμένου να καθορίσει το ύψος του βασικού ποσού του προστίμου, μπορεί να εκτιμήσει τη συνολική αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση στον σχετικό γεωγραφικό χώρο, ευρύτερο του ΕΟΧ, να προσδιορίσει το μερίδιο των πωλήσεων που αντιστοιχεί σε κάθε επιχείρηση που συμμετέχει στην παράβαση στην εν λόγω αγορά και να εφαρμόσει το ποσοστό αυτό στις συνολικές πωλήσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο εσωτερικό του ΕΟΧ. Συναφώς, από την οικονομία και το γράμμα του σημείου 18 των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι η έκφραση «συνολική αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση» πρέπει να γίνει αντιληπτή ως η συνολική αξία των πωλήσεων που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις που μετέχουν στην παράβαση και όχι η συνολική αξία των πωλήσεων που πραγματοποιεί το σύνολο των επιχειρήσεων των δραστηριοποιούμενων στην αγορά όπου διαπράχθηκε η παράβαση. Συγκεκριμένα, οι πωλήσεις των επιχειρήσεων που δεν συμμετέχουν στην παράβαση δεν αποτελούν πωλήσεις «με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση». Η γραμματική αυτή ερμηνεία υποστηρίζεται και από την οικονομία του εν λόγω σημείου 18 των κατευθυντηρίων γραμμών, το οποίο έχει σκοπό να αντικατοπτρίσει τόσο το συνολικό μέγεθος των οικείων πωλήσεων όσο και τη σχετική βαρύτητα της συμμετοχής της κάθε επιχειρήσεως στην παράβαση. Ο τελευταίος αυτός σκοπός συνεπάγεται ότι λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά και μόνον η αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην παράβαση.

(βλ. σκέψεις 171, 172, 182-184)

12.    Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, στο πλαίσιο υπολογισμού της αξίας των πωλήσεων σημασία έχει ο κύκλος εργασιών που αντικατοπτρίζει πλήρως το πραγματικό ποσό της συναλλαγής. Επομένως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από τα λογιστικά βιβλία της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως. Επιπροσθέτως, η αξία των πωλήσεων αντικατοπτρίζει την τιμή που χρεώνεται στον πελάτη, χωρίς αφαίρεση των εξόδων μεταφοράς ή άλλων δαπανών. Συγκεκριμένα, όταν ο παραγωγός παραδίδει τις πωλούμενες ποσότητες στον τόπο προορισμού κατόπιν απαιτήσεως του πελάτη, η υπηρεσία μεταφοράς αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της πώλησης του προϊόντος. Επομένως, το τίμημα που αξιώνεται για την παροχή της υπηρεσίας αυτής, μολονότι αντιστοιχεί στα ποσά που επιστρέφονται στον πωλητή και τα οποία ο τελευταίος οφείλει στον ανεξάρτητο μεταφορέα τις υπηρεσίες του οποίου χρησιμοποίησε, αποτελεί συστατικό στοιχείο της συνολικής τιμής πώλησης.

(βλ. σκέψεις 175, 176)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 189-191)

14.    Το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης έχει εφαρμογή σε συμπράξεις που παράγουν τα αποτελέσματά τους στο έδαφος της εσωτερικής αγοράς, ανεξαρτήτως του ότι μία εκ των επιχειρήσεων που μετέχουν σε συμφωνία ενδέχεται να είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα.

Η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία, ανεξαρτήτως της νομικής της φύσεως και των αποτελεσμάτων της στην έννομη τάξη της Ένωσης, δεν κατισχύει του εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα του άρθρου 81 ΕΚ, και δεν αποκλείει την εφαρμογή του δικαίου αυτού. Όταν μια απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης δεν αφορά πρακτική που επηρεάζει ειδικά το εμπόριο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμβαλλόμενου κράτους στην εν λόγω συμφωνία, αλλά πρακτική παγκόσμιας εμβέλειας που επηρεάζει την ευρωπαϊκή αγορά, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του εν λόγω συμβαλλόμενου κράτους και, κατά μείζονα λόγο, δεν αντίκειται στη συμφωνία αυτή. Με την απόφασή της, η Επιτροπή ασκεί την αρμοδιότητά της και εφαρμόζει το άρθρο 81 ΕΚ όσον αφορά τον επηρεασμό του ανταγωνισμού στο εσωτερικό του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να τεθεί σε εφαρμογή η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία και οι μηχανισμοί της.

(βλ. σκέψεις 210, 212, 213, 216)