Language of document : ECLI:EU:T:2003:39

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 26ης Φεβρουαρίου 2003 (1)

«Υπάλληλοι - Συντάξεις - Διορθωτικός συντελεστής - Νομιμότητα του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ - Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως - Αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ελεύθερης εγκαταστάσεως εντός της Κοινότητας»

Στην υπόθεση T-184/00,

Ζήσης Χρίστου Δρούβης, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Μαρουσίου Αττικής (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τον Ι. Σταμούλη, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον J. Currall, επικουρούμενο από τον Π. Ανέστη, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

υποστηριζομένης από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από την Δ. Ζαχαρίου και τον A. Pilette,

παρεμβαίνον,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα περί τροποποιήσεως της κοινοποιηθείσας στον προσφεύγοντα στις 30 Νοεμβρίου 1999 αποφάσεως της Επιτροπής, περί εκκαθαρίσεως της συντάξεώς του επί της οποίας εφαρμόστηκε ο ισχύων για την Ελλάδα διορθωτικός συντελεστής, ούτως ώστε να εφαρμοστεί επ' αυτής ο διορθωτικός συντελεστής που εφαρμόζεται επί των συντάξεων των συνταξιούχων που κατοικούν στο Ηνωμένο Βασίλειο, επικουρικώς δε ο συντελεστής που εφαρμόζεται στους συνταξιούχους που κατοικούν στο Βέλγιο,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑ.ΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τον Μ. Βηλαρά, Πρόεδρο, τη V. Tiili και τον P. Mengozzi, δικαστές,

γραμματέας: B. Pastor, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ' ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Νοεμβρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Νομικό πλαίσιο

1.
    Σύμφωνα με το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), οι συντάξεις που λαμβάνουν οι υπάλληλοι αυτοί «προσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή που ορίζεται για την [ευρισκόμενη εντός των Κοινοτήτων] χώρα στην οποία ο δικαιούχος της σύνταξης αποδεικνύει ότι [κατοικεί]».

2.
    Ο διορθωτικός συντελεστής που εφαρμόζεται επί των συντάξεων είναι ο ίδιος με αυτόν που, σύμφωνα με το άρθρο 64, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, εφαρμόζεται επί των αποδοχών των υπαλλήλων. Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:

«Οι αποδοχές του υπαλλήλου, που εκφράζονται σε ευρώ, προσαρμόζονται βάσει συντελεστού αναπροσαρμογής ανωτέρου, κατωτέρου ή ίσου προς το 100 %, ανάλογα με τις συνθήκες ζωής στους διαφόρους τόπους τοποθετήσεως, μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών κρατήσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό ή στους κανονισμούς εφαρμογής του».

3.
    Σύμφωνα με τα άρθρα 64, δεύτερο εδάφιο, 65, δεύτερο εδάφιο, και 65α του ΚΥΚ, οι συντελεστές αυτοί καθορίζονται και αναπροσαρμόζονται περιοδικώς, σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους ζωής, από το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, βάσει των κριτηρίων που ορίζονται στο παράρτημα XI του ΚΥΚ και των ερευνών τις οποίες πραγματοποιεί σύμφωνα με το παράρτημα αυτό η Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4.
    Κατά το άρθρο 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, οι υπάλληλοι συμβάλλουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού τους συστήματος. Το άρθρο αυτό διευκρινίζει ότι «η συνεισφορά αυτή καθορίζεται στο 8,25 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συντελεστές αναπροσαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 64. Η εν λόγω συνεισφορά αφαιρείται μηνιαίως από το μισθό του ενδιαφερομένου».

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

5.
    Ο προσφεύγων, ελληνικής ιθαγενείας, ανέλαβε καθήκοντα στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ως μόνιμος υπάλληλος στις 16 Ιουλίου 1982. Συνταξιοδοτήθηκε από 1ης Νοεμβρίου 1999.

6.
    Κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, ο προσφεύγων δήλωσε στις υπηρεσίες της Επιτροπής, η οποία ήταν το θεσμικό όργανο στο οποίο ανήκε, ότι επέλεγε ως τόπο κατοικίας του την Ελλάδα (Αθήνα).

7.
    Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) καθόρισε, ως εκ τούτου, το ύψος της συντάξεώς του, στην οποία περιέλαβε και το επίδομα στέγης, εφαρμόζοντας τον προβλεπόμενο τότε για την Ελλάδα διορθωτικό συντελεστή (86,5 %), σύμφωνα με το άρθρο 82 και τα παραρτήματα VIII και XI του ΚΥΚ, καθώς και με την απόφαση (99) 3773 του Συμβουλίου. Το κατ' αυτόν τον τρόπο καθορισθέν ύψος της συντάξεως γνωστοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 30 Νοεμβρίου 1999.

8.
    Με επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2000, που πρωτοκολλήθηκε στη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής στις 16 Φεβρουαρίου 2000, ο προσφεύγων υπέβαλε, κατά της αποφάσεως αυτής της ΑΔΑ, διοικητική ένσταση βάσει του άρθρο 90 του ΚΥΚ.

9.
    Μη έχοντας λάβει απάντηση στην ένστασή του εντός της τετράμηνης προθεσμίας του άρθρου 90, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, ο προσφεύγων, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Ιουλίου 2000, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

10.
    Στις 14 Ιουλίου 2000, κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα η εκδοθείσα αυθημερόν απόφαση της ΑΔΑ με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή του.

11.
    Μετά την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως από την καθής, δεν ακολούθησε δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, καθόσον ο προσφεύγων δεν κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως εντός της προθεσμίας που του είχε ταχθεί.

12.
    Στις 23 Φεβρουαρίου 2001, το Συμβούλιο υπέβαλε αίτηση παρεμβάσεως υπέρ της καθής.

13.
    Δεδομένου ότι οι κύριοι διάδικοι δεν προέβαλαν αντίρρηση κατά της αιτήσεως παρεμβάσεως του Συμβουλίου, επετράπη στο τελευταίο να παρέμβει με διάταξη του προέδρου του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 3ης Απριλίου 2001.

14.
    Το Συμβούλιο κατέθεσε στις 15 Μα.ου 2001 υπόμνημα παρεμβάσεως, επί του οποίου οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν παρατηρήσεις.

15.
    Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 5 Ιουλίου 2001.

16.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε από την καθής να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Η καθής ικανοποίησε το αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

Αιτήματα των διαδίκων

17.
    Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να τροποποιήσει την απόφαση της ΑΔΑ περί εκκαθαρίσεως της συντάξεώς του, εφαρμόζοντας επ' αυτής τον ίδιο διορθωτικό συντελεστή που εφαρμόζεται επί των προσώπων που είναι εγκατεστημένα στο Ηνωμένο Βασίλειο ή, επικουρικώς, αυτόν που εφαρμόζεται επί των προσώπων που είναι εγκατεστημένα στο Βέλγιο.

18.
    Η καθής ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να απορρίψει την προσφυγή,

-    να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

19.
    Το Συμβούλιο υποστηρίζει τα αιτήματα της καθής.

Σκεπτικό

20.
    Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, του οποίου εφαρμογή αποτελεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η ένσταση αυτή στηρίζεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και ο δεύτερος από παραβίαση των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας και της ελεύθερης εγκαταστάσεως στην επικράτεια των κρατών μελών.

Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

21.
    Κατά τον προσφεύγοντα, η απορρέουσα από το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ διαφοροποίηση του ύψους της συντάξεως, με μοναδικό κριτήριο τον τόπο που επιλέγουν οι υπάλληλοι για την εγκατάστασή τους μετά τη συνταξιοδότησή τους και τις συνθήκες ζωής που επικρατούν σ' αυτόν, συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθ' όσον καταβάλλεται σύνταξη διαφορετικού ύψους σε υπαλλήλους που έχουν προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες και έχουν υποβληθεί στις ίδιες εισφορές, οι οποίες υπολογίζονται, δυνάμει του άρθρου 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εφαρμοζόμενοι επί των αποδοχών διορθωτικοί συντελεστές.

22.
    Συναφώς, τονίζει, πρώτον, ότι το δικαίωμα του υπαλλήλου επί συντάξεως γήρατος, καθόσον προϋποθέτει την καταβολή εισφοράς κατά την έννοια του άρθρου 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ) (ΕΔΔΑ, απόφαση Gaygusuz κατά Αυστρίας της 16ης Σεπτεμβρίου 1996, Recueil des arrêts et décisions, 1996-IV, σ. 1129), του οποίου η απόλαυση πρέπει να εξασφαλίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, χωρίς καμία διάκριση, ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως. Συνεπώς, η διαφοροποίηση της συντάξεως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, ανάλογα με τον τόπο στον οποίο προτίθεται να εγκατασταθεί ο συνταξιούχος, προσκρούει στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 1, διατάξεις οι οποίες, κατά τον προσφεύγοντα, αποτελούν γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ.

23.
    Δεύτερον, ο προσφεύγων υπενθυμίζει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, που επιβάλλει τα πρόσωπα που τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες να τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως, αποτελεί επίσης κοινή συνταγματικήπαράδοση όλων των κρατών μελών και δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα κατά τη θέσπιση κανόνων παραγώγου κοινοτικού δικαίου.

24.
    Ο προσφεύγων φρονεί ότι, αν ο κοινοτικός δικαστής διαπιστώσει ότι μια πράξη παραγώγου κοινοτικού δικαίου συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει επίσης με την απόφασή του να αναγνωρίσει υπέρ των προσώπων που υφίστανται τη δυσμενή μεταχείριση τα ίδια δικαιώματα με εκείνα που παρέχονται στα άλλα πρόσωπα τα οποία τελούν σε ίδια ή παρόμοια κατάσταση.

25.
    Εν προκειμένω, θα πρέπει, συνεπώς, η σύνταξη του προσφεύγοντος να καθοριστεί στο επίπεδο της συντάξεως των συνταξιούχων υπαλλήλων που είναι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο και στους οποίους εφαρμόζεται ο υψηλότερος διορθωτικός συντελεστής. Συγκεκριμένα, τυχόν αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως μέσω καταβολής σε όλους τους συνταξιούχους της συντάξεως που αντιστοιχεί στους εγκαθιστάμενους στο Βέλγιο, με διορθωτικό συντελεστή 100 %, θα προσέκρουε στα κεκτημένα δικαιώματα εκείνων των οποίων η σύνταξη εκκαθαρίστηκε και καταβλήθηκε με συντελεστή μεγαλύτερο του 100 %. Συνεπώς, επικουρικώς και μόνον ο προσφεύγων ζητεί την τροποποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως διά της εφαρμογής του τελευταίου αυτού συντελεστή.

26.
    Η καθής αμφισβητεί ότι το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ είναι αντίθετο προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, ισχυριζόμενη ότι η προσαρμογή του ύψους της συντάξεως με βάση το κόστος ζωής στον τόπο τον οποίο ο συνταξιούχος επέλεξε ως τόπο κατοικίας του και στον οποίο θεωρείται ότι πραγματοποιεί το μεγαλύτερο μέρος από τις δαπάνες του εξασφαλίζει ακριβώς την ίση μεταχείριση μεταξύ των δικαιούχων των υπό εκκαθάριση συντάξεων.

27.
    Η καθής παρατηρεί ότι το Πρωτοδικείο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ο διορθωτικός συντελεστής τον οποίο θεσπίζει το άρθρο αυτό επιδιώκει θεμιτό σκοπό, καθόσον αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει ότι όλοι οι συνταξιούχοι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας διαθέτουν την ίδια αγοραστική δύναμη ανεξαρτήτως του τόπου τον οποίο επέλεξαν για την κατοικία τους μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1998, Τ-116/96, Τ-212/96 και Τ-215/96, Telchini κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. ΙΙ-947, σκέψεις 101 έως 109, και Τ-238/95 έως Τ-242/95, Mongelli κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-319 και ΙΙ-925, σκέψεις 41 έως 43).

28.
    Η καθής προσθέτει ότι η κοινοτική νομολογία έχει καταστήσει σαφές ότι η φύση του διορθωτικού συντελεστή ανταποκρίνεται στην αρχή της ισότητας, καθόσον εγγυάται την ίδια αγοραστική δύναμη για όλους, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των διαφόρων τόπων (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 1992, C-301/90, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I-221, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Δεκεμβρίου 1995, T-544/93 και T-566/93, Abello κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I-A-271 και II-815). Ηνομολογία του Δικαστηρίου έχει μάλιστα θεωρήσει ότι η εν λόγω αρχή υποχρεώνει το Συμβούλιο να καθορίζει διορθωτικό συντελεστή αν υπάρχει διαφορετικό κόστος ζωής στους διάφορους τόπους (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1999, C-327/97 P, Αποστολίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-6709).

29.
    Το παρεμβαίνον παρατηρεί ότι ο διορθωτικός συντελεστής που εφαρμόζεται στις συντάξεις αποβλέπει στο να εξασφαλίσει ισοδύναμη αγοραστική δύναμη σε όλους τους συνταξιούχους, ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία πρέπει να αντιμετωπίσουν τις δαπάνες τους. Συντάσσεται με τις παρατηρήσεις της καθής, σύμφωνα με τις οποίες από πάγια νομολογία του Πρωτοδικείου έχει επιβεβαιωθεί η νομιμότητα του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, ως προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

30.
    Με τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Συμβουλίου, ο προσφεύγων αντιλέγει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου την οποία επικαλούνται το παρεμβαίνον και η καθής αφορά αποκλειστικά τον διορθωτικό συντελεστή που εφαρμόζεται επί του μισθού των εν ενεργεία υπαλλήλων και όχι αυτόν που εφαρμόζεται επί της συντάξεώς τους. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι μεταξύ των δύο αυτών περιπτώσεων υφίσταται πρόδηλη διαφορά. Αφενός, εν αντιθέσει προς τον μισθό που καταβάλλεται στους εν ενεργία υπαλλήλους, η σύνταξη συνιστά την αντιπαροχή για τις εισφορές που έχουν καταβληθεί στον ασφαλιστικό φορέα. Αφετέρου, εν αντιθέσει προς τον εν ενεργεία υπάλληλο, ο συνταξιούχος δεν είναι υποχρεωμένος να εγκαθίσταται σε συγκεκριμένο τόπο.

31.
    Ο προσφεύγων παρατηρεί ότι, αν, για λόγους ισότητας, η σύνταξη έπρεπε να εξασφαλίζει την ίδια αγοραστική δύναμη σε όλους, θα έπρεπε τότε αναγκαίως και οι εισφορές των οποίων αντιπαροχή αποτελεί η προσδοκώμενη σύνταξη να είχαν προσδιοριστεί σε ποσά «ανάλογα προς την απροσδιόριστη αγοραστική αξία των αποθεματικών που απαιτούνται για να καλύψει ο ασφαλιστικός φορέας τις μελλοντικές συντάξεις των ασφαλισμένων του».

32.
    Εφόσον όμως το άρθρο 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ επιβάλλει εισφορές ίσης ονομαστικής αξίας, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει, κατά τον προσφεύγοντα, οι εισφορές αυτές να έχουν ως αντάλλαγμα ίσες συνταξιοδοτικές παροχές.

33.
    Ο προσφεύγων τονίζει ότι, εξ όσων γνωρίζει, κανένας άλλος φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως ή ιδιωτικός ασφαλιστικός φορέας δεν υιοθετεί, για τον προσδιορισμό του ύψους των παροχών που οφείλει να καταβάλλει στους ασφαλισμένους, κριτήριο στηριζόμενο στην αγοραστική δύναμη της παροχής στον τόπο εγκαταστάσεως του ασφαλισμένου, αφιστάμενος έτσι από την αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ των καταβληθεισών εισφορών και των καταβαλλομένων παροχών. .τσι, σε κανένα κράτος μέλος οι διαφορές, ενίοτε σημαντικές, του κόστους ζωής σε διάφορες περιοχές δεν οδήγησαν τον εθνικό νομοθέτη ναδιαφοροποιήσει το ύψος των ασφαλιστικών παροχών με την εφαρμογή διορθωτικών συντελεστών. Ομοίως, κανένας άλλος διεθνής οργανισμός δεν εφαρμόζει τέτοιους συντελεστές στις συντάξεις του συνταξιοδοτηθέντος προσωπικού του.

34.
    Τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το σύστημα που εγκαθιδρύει το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ δεν είναι ορθολογικό και καταλήγει να έχει συνέπειες διαμετρικά αντίθετες προς εκείνες που επιδιώκει. Συγκεκριμένα, αφενός, δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το κόστος ζωής είναι πολύ υψηλότερο στις πρωτεύουσες (Αθήνα, Λισαβώνα, Μαδρίτη) χωρών, για τις οποίες ο διορθωτικός συντελεστής είναι μικρότερος του 100, απ' ό,τι σε ένα απομακρυσμένο χωριό του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Δανίας, οι οποίες είναι χώρες στις οποίες εφαρμόζονται οι υψηλότεροι διορθωτικοί συντελεστές. Αφετέρου, το σύστημα αυτό μπορεί εύκολα να καταστρατηγηθεί, καθόσον οι πρώην υπάλληλοι μπορούν να δηλώσουν ότι εγκαθίστανται σε μία από τις τελευταίες αυτές χώρες ενώ, στην πραγματικότητα, κατοικούν αλλού, χωρίς τα θεσμικά όργανα να διαθέτουν επαρκή μέσα για να εξακριβώσουν τον πραγματικό τόπο κατοικίας τους.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

35.
    Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνηστεί ότι το άρθρο 64, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, για να διασφαλίσει σε όλους τους υπαλλήλους αποδοχές έχουσες την ίδια αγοραστική δύναμη ανεξάρτητα από τον τόπο υπηρεσίας, προβλέπει ότι οι αποδοχές του υπαλλήλου, που εκφράζονται σε ευρώ, προσαρμόζονται βάσει συντελεστή αναπροσαρμογής ανώτερου, κατώτερου ή ίσου προς το 100 %, ανάλογα με τις συνθήκες ζωής στους διαφόρους τόπους υπηρεσίας. Βάσει των άρθρων 64, δεύτερο εδάφιο, και 65 του ΚΥΚ, ο συντελεστής αναπροσαρμογής είναι το 100 για τις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο και, για τις υπόλοιπες χώρες, καθορίζεται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής (προπαρατεθείσα απόφαση Telchini κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45).

36.
    Η εφαρμογή επί των αποδοχών συντελεστών αναπροσαρμογής εκφραζόντων τη σχέση μεταξύ του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες, που αποτελεί την πόλη αναφοράς, και του κόστους ζωής στους διαφόρους τόπους υπηρεσίας αποτελεί συνεπώς εφαρμογή της αρχής της ισοδυναμίας της αγοραστικής δύναμης μεταξύ των υπαλλήλων, η οποία συνεπάγεται ότι τα περιουσιακά δικαιώματα των μονίμων και των μη μονίμων υπαλλήλων παρέχουν, όσον αφορά ισοδύναμες επαγγελματικές και οικογενειακές καταστάσεις, πανομοιότυπη αγοραστική δύναμη ανεξάρτητα από τον τόπο υπηρεσίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, Τ-201/00 και Τ-384/00, Ajour κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 45).

37.
    .σον αφορά τις συντάξεις που ρυθμίζονται με τα άρθρα 77 έως 81α του ΚΥΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι συντάξεις λόγω συμπληρώσεως του συνταξίμου χρόνου και αναπηρίας που καταβάλλονται στους πρώην υπαλλήλους,το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει ότι οι συντάξεις αυτές προσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή που ορίζεται για τη χώρα στην οποία ο συνταξιούχος αποδεικνύει ότι κατοικεί. Το άρθρο 82 του ΚΥΚ, μολονότι δεν παραπέμπει ρητώς στο άρθρο 64 του ΚΥΚ, που εφαρμόζεται στις αποδοχές των υπαλλήλων, αναφέρεται ωστόσο στον διορθωτικό συντελεστή που ορίζεται για κάθε χώρα και ο οποίος καθορίζεται ακριβώς βάσει των κριτηρίων που διαλαμβάνονται στο άρθρο αυτό (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Τ-285/94, Pfloeschner κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. Ι-Α-291 και ΙΙ-889, σκέψη 48, και Telchini κ.λπ. κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 46).

38.
    Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει κατ' ουσίαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, στον βαθμό που εφαρμόζει τον διαλαμβανόμενο στο άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ διορθωτικό συντελεστή, ο οποίος δεν θα έπρεπε να εφαρμοστεί εν προκειμένω λόγω του ότι είναι αντίθετος προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

39.
    Κατά πάγια νομολογία, η γενική αρχή της ισότητας αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου. Βάσει της αρχής αυτής, οι παρεμφερείς καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο, εκτός αν η διαφορετική αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977, 117/76 και 16/77, Ruckdeschel και Hansa-Lagerhaus Ströh, Συλλογή τόμος 1977, σ. 531, σκέψη 7, της 8ης Οκτωβρίου 1980, 810/779, Überschär, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 43, και της 16ης Οκτωβρίου 1980, 147/79, Hochstrass κατά Δικαστηρίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 191, σκέψη 7· απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Σεπτεμβρίου 1990, Τ-48/89, Beltrante κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1990, ΙΙ-493, σκέψη 34). Η αρχή αυτή επιτάσσει προφανώς οι υπάλληλοι που τελούν σε πανομοιότυπες καταστάσεις να διέπονται από τους ίδιους κανόνες, αλλά δεν απαγορεύει στον κοινοτικό νομοθέτη να λαμβάνει υπόψη τις αντικειμενικές διαφορές συνθηκών ή καταστάσεων στις οποίες τελούν οι ενδιαφερόμενοι (προπαρατεθείσα απόφαση Hochstrass κατά Δικαστηρίου, σκέψη 7).

40.
    Από τη νομολογία προκύπτει έτσι ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας όταν δύο κατηγορίες προσώπων, των οποίων οι πραγματικές και έννομες καταστάσεις δεν παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές, τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως ή όταν διαφορετικές καταστάσεις τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 1994, Τ-100/92, La Pietra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. ΙΙ-275, σκέψη 50, και της 16ης Απριλίου 1997, Τ-66/95, Kuchlenz-Winter κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. Ι-Α-79 και ΙΙ-235, σκέψη 55).

41.
    Σε έναν τομέα ο οποίος εμπίπτει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται οσάκις το οικείο θεσμικό όργανο προβαίνει σε αυθαίρετη ή προδήλως μη προσήκουσα διαφοροποίηση σε σχέση με τον σκοπό της σχετικής ρυθμίσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1998,Τ-154/96, Chvatal κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-527 και ΙΙ-1579, σκέψη 126, και T-13/97, Losch κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-543, και ΙΙ-1633, σκέψη 113, οι οποίες αναιρέθηκαν ως προς άλλα σημεία με την απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 200, C-432/98 P και C-433/98 P, Συμβούλιο κατά Chvatal κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. Ι-8535).

42.
    Εν προκειμένω, πρέπει κατ' αρχάς να υπομνηστεί, όπως έπραξε και η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, ότι πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ του καθορισμού του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και της καταβολής των παροχών (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1982, 127/80, Grogan κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 869, σκέψη 14, 164/80, De Pascale κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 909, σκέψη 16, και 167/80, Curtis κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1982, σ. 931, σκέψη 16). Τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων στηρίζονται στην άποψη ότι το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα, κατά την έννοια του ΚΥΚ, υπέστη μείωση λόγω του ότι επέλεξε την Ελλάδα ως χώρα κατοικίας για τον μετά τη συνταξιοδότησή του χρόνο.

43.
    Το γεγονός όμως ότι ο προσφεύγων λαμβάνει σύνταξη ποσού μικρότερου από εκείνο της συντάξεως που λαμβάνει ένας συνάδελφός του ο οποίος παρέσχε ισοδύναμη υπηρεσία αλλ' ο οποίος κατοικεί, από της συνταξιοδοτήσεώς του, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στο Βέλγιο προκύπτει από τη λειτουργία των διορθωτικών συντελεστών, οι οποίοι, μολονότι επηρεάζουν την καταβολή των παροχών, ουδόλως θίγουν το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του προσφεύγοντος, όπως αυτό καθορίστηκε κατ' εφαρμογήν του κεφαλαίου 2 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και όπως εξακολουθεί να χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό των ποσών των παροχών που πράγματι του καταβάλλονται (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Grogan κατά Επιτροπής, σκέψη 15, De Pascale κατά Επιτροπής, σκέψη 17, και Curtis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 17).

44.
    Κατ' ουσίαν, με τον καθορισμό του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αναγνωρίζεται υπέρ του πρώην υπαλλήλου ένα ονομαστικό ποσό το οποίο αντιστοιχεί, σε σχέση με το κόστος ζωής στις Βρυξέλλες και στο Λουξεμβούργο κατά τον χρόνο της αφυπηρετήσεως, σε συγκεκριμένη αγοραστική δύναμη και, συνεπώς, σε συγκεκριμένο βιοτικό επίπεδο. Η αγοραστική αυτή δύναμη είναι κατ' ανάγκην η ίδια για τους υπαλλήλους που τελούν σε πανομοιότυπες επαγγελματικές και οικογενειακές καταστάσεις.

45.
    Μόνο στη φάση της καταβολής της συντάξεως επέρχονται προσαρμογές, μέσω ακριβώς της εφαρμογής των διορθωτικών συντελεστών, στο ονομαστικό ποσό το οποίο προκύπτει από τον καθορισμό του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, σύμφωνα με το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εν λόγω αγοραστική δύναμη παραμένει η ίδια ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο ο συνταξιοδοτηθείς υπάλληλος επιλέγει για να εγκατασταθεί.

46.
    Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, στην πράξη, υπήρχαν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο κόστος ζωής μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών, οιοποίες εξετάζονται περιοδικά με βάση τη διαδικασία του άρθρου 65 και του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ και τις οποίες αντικατοπτρίζουν οι συντελεστές αναπροσαρμογής που καθορίζει και προσαρμόζει το Συμβούλιο.

47.
    Η διαφορά όμως των βιοτικών συνθηκών που υφίστανται στις διάφορες χώρες εντός της Κοινότητας αποτελεί ένα αντικειμενικό στοιχείο το οποίο συνεπάγεται ουσιώδη διαφορά της καταστάσεως στην οποία τελούν οι πρώην υπάλληλοι που παρέσχον στις Κοινότητες ισοδύναμη καθ' όλα (κατά βαθμό, αρχαιότητα κ.λπ.) υπηρεσία και το οποίο, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση που συνεπάγεται για τους υπαλλήλους αυτούς, κατά την καταβολή των παροχών, η εφαρμογή των επίμαχων διορθωτικών συντελεστών επί του ονομαστικού ποσού της συντάξεώς τους.

48.
    Συναφώς, όπως ορθώς υπενθυμίζουν η καθής και το παρεμβαίνον, το Πρωτοδικείο έχει ήδη κρίνει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως διασφαλίζεται έναντι των συνταξιούχων, υπό την έννοια ότι οι εφαρμοζόμενοι διορθωτικοί συντελεστές αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν σε όλους τους πρώην υπαλλήλους παροχές έχουσες την ίδια αγοραστική δύναμη, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας τους. Προς τούτο, το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ επιβάλλει την εφαρμογή επί των συντάξεων του διορθωτικού συντελεστή που ορίζεται για τη χώρα στην οποία ο συνταξιούχος αποδεικνύει ότι κατοικεί (προπαρατεθείσες αποφάσεις Telchini κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 101, και Mongelli κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41).

49.
    Το Πρωτοδικείο έχει τονίσει ότι η επιλογή της χώρας κατοικίας ως κριτηρίου αναφοράς για την εκτίμηση των βιοτικών συνθηκών και της αγοραστικής δυνάμεως των συνταξιούχων δικαιολογείται από το γεγονός ότι η έννοια της κατοικίας, κατά το άρθρο 82 του ΚΥΚ, πρέπει να ερμηνεύεται ως ο τόπος στον οποίο ο πρώην υπάλληλος έχει πράγματι εγκαταστήσει το κέντρο των ενδιαφερόντων του και, συνεπώς, ως ο τόπος στον οποίο θεωρείται ότι πραγματοποιεί τις δαπάνες του (προαπαρατεθείσα απόφαση Telchini κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 108).

50.
    Περαιτέρω, όσον αφορά τις αποδοχές των υπαλλήλων, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει με πάγια νομολογία ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αποτελεί τη βάση των άρθρων 64 και 65 του ΚΥΚ (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 1988, 7/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 3401, σκέψεις 25 και 26, και της 23ης Ιανουαρίου 1992, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, όπ.π., σκέψεις 15, 22 και 29). Ο σκοπός των διατάξεων αυτών είναι, συγκεκριμένα, η διασφάλιση της διατηρήσεως ισοδύναμης αγοραστικής δυνάμεως για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από τον τόπο υπηρεσίας τους, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1982, 59/81, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1982, σ. 3329, σκέψη 33, της 23ης Ιανουαρίου 1992, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, όπ.π., σκέψη 22, και Αποστολίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 40 και 54).

51.
    Ο προσφεύγων όμως δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω οι εκτιμήσεις αυτές και να αποδειχθεί ότι οι συντάκτες του ΚΥΚ προέβησαν σε διαφοροποίηση η οποία είναι αυθαίρετη ή προδήλως μη προσήκουσα σε σχέση με τον σκοπό που επιδίωκαν, κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, με τις διατάξεις του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 64 και 65 του ΚΥΚ.

52.
    Συναφώς, η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος, η οποία αντλείται από το ότι, σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, δεν λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές του άρθρου 64 του ΚΥΚ κατά τον υπολογισμό της συνεισφοράς του εν ενεργεία υπαλλήλου στο συνταξιοδοτικό σύστημα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

53.
    Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι οι πρώην υπάλληλοι έχουν παράσχει ισοδύναμη καθ' όλα υπηρεσία και έχουν επιβαρυνθεί, καθ' όλη την περίοδο υπηρεσίας, με ισόποσες κρατήσεις επί των αποδοχών τους, ως συνεισφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα, δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην, από την άποψη της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ότι πρέπει να λάβουν, κατά την καταβολή των παροχών, τα ίδια χρηματικά ποσά, ενόσω εξακολουθεί να υφίσταται η αντικειμενική και ουσιώδης διαφορά την οποία δημιουργεί στην κατάστασή τους η απόκλιση μεταξύ των βιοτικών συνθηκών που επικρατούν στους διαφόρους τόπους κατοικίας.

54.
    Πρέπει να προστεθεί ότι η ισοδυναμία της αγοραστικής δυνάμεως όλων των εν ενεργεία υπαλλήλων, οι οποίοι τελούν σε ισοδύναμες επαγγελματικές και οικογενειακές καταστάσεις, διασφαλίζεται ακριβώς από το γεγονός ότι η συνεισφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα υπολογίζεται επί των αποδοχών πριν από την εφαρμογή του διορθωτικού συντελεστή (βλ., πέραν του άρθρου 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, το άρθρο 64, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ).

55.
    Αυτό όμως που είναι σημαντικό είναι το επίμαχο σύστημα να εισπράττει από τους υπαλλήλους αυτούς συνεισφορές του ίδιου ποσού, χωρίς να επηρεάζει για τον λόγο αυτό την ισοδυναμία της αγοραστικής δυνάμεως των αποδοχών τους, προκειμένου να τους χορηγήσει εν συνεχεία, μετά την αφυπηρέτησή τους, σύνταξη παρέχουσα την ίδια αγοραστική δύναμη, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας.

56.
    .σον αφορά, επιπλέον, τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι η διόρθωση του ύψους της συντάξεως με βάση το κόστος ζωής στον τόπο κατοικίας του δικαιούχου δεν υφίσταται στα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και των λοιπών διεθνών οργανισμών, ούτε και στην ασφάλεια ζωής του ιδιωτικού τομέα, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένος, είναι αλυσιτελής όσον αφορά την εκτίμηση, στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξεως, του συμβατού της βαλλομένης διατάξεως προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η ευρωπαϊκή δημοσιοϋπαλληλία έχει εξάλλου ιδιαίτερα χαρακτηριστικά - όπως είναι η ανάγκη προσλήψεως του προσωπικού σε όλα τα κράτη μέλη και η προϋπόθεση εκπατρισμού της πλειονότητας του προσωπικού αυτού - τα οποία ήταν απολύτως θεμιτό να λάβει υπόψη ο κοινοτικός νομοθέτης κατά τη διαμόρφωση τουκοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, προκειμένου ακριβώς να διασφαλίσει το συμβατό του συστήματος αυτού προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

57.
    Περαιτέρω, ενόψει του περιθωρίου εκτιμήσεως που πρέπει να αναγνωρίζεται σε κάθε νομοθέτη κατά τη διαμόρφωση ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν μπορεί να συναχθεί από το ότι ο μηχανισμός του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, που χαρακτηρίζει το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, είναι συμβατός προς τη θεμελιώδη αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ότι κάθε άλλο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που δεν υιοθετεί έναν τέτοιο μηχανισμό είναι ως εκ τούτου ασύμβατο προς την ίδια αυτή αρχή.

58.
    Τέλος, είναι ομοίως αλυσιτελή τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος, που προέβαλε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με τα οποία το σύστημα που θεσπίζει το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ δεν είναι ορθολογικό και καταλήγει να έχει συνέπειες διαμετρικά αντίθετες από εκείνες που επιδιώκει.

59.
    Πρώτον, όσον αφορά το ότι το κόστος ζωής μπορεί να είναι υψηλότερο σε πόλεις όπως η Αθήνα, η Λισαβώνα ή η Μαδρίτη απ' ό,τι σε ένα απομακρυσμένο χωριό του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Δανίας, πρέπει να τονιστεί ότι, στον βαθμό που με το επιχείρημα αυτό ο προσφεύγων αναφέρεται στον καθορισμό του διορθωτικού συντελεστή ενός κράτους μέλους σε σχέση με το κόστος ζωής στην πρωτεύουσα, το ίδιο αυτό επιχείρημα δεν μπορεί να προβληθεί προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, το εν λόγω κριτήριο καθορισμού των διορθωτικών συντελεστών δεν προκύπτει παρά από το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο α´, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, την έλλειψη νομιμότητας του οποίου δεν προέβαλε εξάλλου ο προσφεύγων.

60.
    Στον βαθμό που το εν λόγω επιχείρημα αφορά την ίδια την αρχή του καθορισμού ενός ενιαίου διορθωτικού συντελεστή ανά χώρα, ενώ το κόστος ζωής μπορεί να διαφοροποιείται εντός μιας και της αυτής χώρας, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν μπορεί να ζητηθεί από τα θεσμικά όργανα να καταγράφουν το κόστος ζωής και τις διακυμάνσεις του σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Κοινότητας τα οποία οι πρώην υπάλληλοι μπορούν να επιλέξουν ως τόπο κατοικίας τους. .να τέτοιο σύστημα, αν και είναι ευκταίο θεωρητικά, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να είναι βιώσιμο. Αντιθέτως, ένα σύστημα το οποίο στηρίζεται, κατ' αρχήν, στην εφαρμογή επί των συντάξεων ενός ενιαίου διορθωτικού συντελεστή ανά χώρα δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να χαρακτηριστεί προδήλως αυθαίρετο ή μη προσήκον σε σχέση με τον σκοπό της επίμαχης ρυθμίσεως, ήτοι τον σκοπό της διασφαλίσεως ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ πρώην υπαλλήλων. Συγκεκριμένα, ένας ενιαίος συντελεστής καθοριζόμενος βάσει κριτηρίων που εγγυώνται την αντιπροσωπευτικότητά του μπορεί να αποτελεί τον κατάλληλο δείκτη που αντικατοπτρίζει, αναγκαστικά κατά προσέγγιση, το κόστος ζωής εντός μιας χώρας και, συνεπώς, μπορεί να εξυπηρετεί προσηκόντως τον εν λόγω σκοπό.

61.
    Δεύτερον, εφόσον, σύμφωνα με την επίδικη διάταξη, ο συνταξιούχος οφείλει να αποδείξει τη δηλωθείσα κατοικία, το αρμόδιο όργανο, εκτιμώντας τις προσκομισθείσες προς τούτο αποδείξεις και, προβαίνοντας, ενδεχομένως, σε ελέγχους, μπορεί να αποφύγει τις καταχρήσεις και να διασφαλίσει την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, η οποία, περαιτέρω, ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστεί παράνομη από το γεγονός και μόνον ότι υποτίθεται ότι ενέχει τον κίνδυνο καταστρατηγήσεως.

62.
    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι από την εξέταση των επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων δεν προέκυψαν στοιχεία από τα οποία να μπορεί να καταδειχθεί ότι το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, καθόσον προβλέπει την εφαρμογή διορθωτικών συντελεστών για την προσαρμογή του ύψους των συνταξιοδοτικών παροχών στις βιοτικές συνθήκες που υφίστανται στη χώρα κατοικίας του πρώην υπαλλήλου, συνεπάγεται διαφοροποίηση αυθαίρετη ή προδήλως μη προσήκουσα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Κατά συνέπεια, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του εν λόγω άρθρου, καθόσον στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, λόγω παραβιάσεως των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας και της ελεύθερης εγκαταστάσεως στην επικράτεια των κρατών μελών

Επιχειρήματα των διαδίκων

63.
    Κατά τον προσφεύγοντα, το άρθρο 42 ΕΚ, που υποχρεώνει το Συμβούλιο, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, να λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εγκαθίδρυση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, και το άρθρο 43 ΕΚ, που απαγορεύει τους περιορισμούς της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων κράτους μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, απαγορεύουν τη θέσπιση κανόνων οι οποίοι, έστω και εμμέσως, περιέχουν κίνητρα αντίθετα προς την ελεύθερη κυκλοφορία ή την ελεύθερη επιλογή του τόπου εγκαταστάσεως των Ευρωπαίων πολιτών εντός της Κοινότητας.

64.
    Η εφαρμογή όμως του διορθωτικού συντελεστή επί των συντάξεων των υπαλλήλων, καθόσον συνεπάγεται σημαντικές και ουσιώδεις διακυμάνσεις του ύψους της συντάξεως ανάλογα με τον τόπο κατοικίας του συνταξιούχου υπαλλήλου, συνιστά έμμεσο κίνητρο για τον συνταξιούχο αυτό να επιλέξει ως τόπο εγκαταστάσεώς του τη χώρα στην οποία εφαρμόζεται ο υψηλότερος διορθωτικός συντελεστής.

65.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων επικαλέστηκε προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1986, 41/84, Pinna (Συλλογή 1986, σ. 1), της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 379/85, 380/85, 381/85 και 93/86 (Συλλογή 1987, σ. 955), και της 12ης Ιουλίου 1990, 36/88, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1990, σ. Ι-3163). Ειδικότερα, υπενθύμισε ότι, μετην προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, η οποία στηρίζεται στην προπαρατεθείσα απόφαση Giletti, το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι ασύμβατη προς το άρθρο 10 του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (EE ειδ. εκδ. 05/001, σ. 73), μια ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιφυλάσσει μόνο στους κατοικούντες στην επικράτεια του κράτους αυτού τη χορήγηση ή τη διατήρηση ενός πρόσθετου επιδόματος που καταβάλλεται από ένα εθνικό ταμείο αλληλεγγύης και αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει στους συνταξιούχους τα ελάχιστα μέσα διαβιώσεως, καθόσον το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι οι συντάξεις, οι παροχές και τα επιδόματα που αποκτώνται δυνάμει των νομοθεσιών ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών δεν μπορούν να υποστούν μείωση λόγω του ότι ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο ευρίσκεται ο φορέας οφειλέτης. .σον αφορά την προπαρατεθείσα απόφαση Pinna, ο προσφεύγων υπενθύμισε ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε με την απόφαση αυτή ότι το άρθρο 73, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ήταν ανίσχυρο, καθόσον απέκλειε τη χορήγηση γαλλικών οικογενειακών παροχών στους υποκείμενους στη γαλλική νομοθεσία εργαζομένους, για τα μέλη της οικογενείας τους που κατοικούσαν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

66.
    Η καθής και το παρεμβαίνον αμφισβητούν την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος, τονίζοντας ότι η εφαρμογή του διορθωτικού συντελεστή, καθόσον διασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των συνταξιούχων ως προς την αγοραστική τους δύναμη στα διάφορα μέρη που βρίσκονται εντός της Κοινότητας, έχει ακριβώς ως κύριο σκοπό και αποτέλεσμα να εξασφαλίσει ότι η επιλογή του τόπου κατοικίας μετά την αφυπηρέτηση μπορεί να γίνει ελεύθερα και υπό καθεστώς ουδετερότητας. Το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ διευκολύνει συνεπώς την ελεύθερη κυκλοφορία και την ελεύθερη εγκατάσταση.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

67.
    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί του κύρους του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ από την άποψη των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας των μισθωτών εργαζομένων και της ελεύθερης εγκαταστάσεως των μη μισθωτών εργαζομένων, που καθιερώνονται αντιστοίχως στα άρθρα 39 ΕΚ έως 42 ΕΚ και στο άρθρο 43 ΕΚ.

68.
    Οι εν λόγω διατάξεις αποσκοπούν στο να διευκολύνουν, για τους κοινοτικούς υπηκόους, την άσκηση πάσης φύσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων στο σύνολο του εδάφους της Κοινότητας και απαγορεύουν τα μέτρα που θα μπορούσαν να συνεπάγονται δυσμενή μεταχείριση των υπηκόων αυτών οσάκις επιθυμούν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 1988, 143/87, Stanton, Συλλογή 1988, σ. 3877, σκέψη 13, της 7ης Ιουλίου 1992, C-370/90, Singh, Συλλογή1992, σ. Ι-4265, σκέψη 16, και της 19ης Μαρτίου 2002, C-393/99 και C-394/99, Hervein κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. Ι-2829, σκέψη 47).

69.
    Επιπλέον, πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 39, παράγραφος 3, στοιχείο δ´, ΕΚ και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64), παρέχουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το δικαίωμα παραμονής στην επικράτεια κράτους μέλους στους κοινοτικούς υπηκόους και μετά την παροχή εντός του κράτους αυτού μισθωτής εργασίας στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Τέλος, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/365/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων που έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα (EE L 180, σ. 28), παρέχει το δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής «σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος άσκησε στην Κοινότητα μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, καθώς και στα μέλη της οικογενείας του [...], υπό την προϋπόθεση ότι εισπράττει σύνταξη αναπηρίας, πρόωρη σύνταξη ή σύνταξη γήρατος [...] και υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτουν υγειονομική ασφάλιση που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων στο κράτος μέλος υποδοχής [...]».

70.
    Επομένως, οι υπάλληλοι των Κοινοτήτων, που έχουν την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια της Συνθήκης ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-411/98, Ferlini, Συλλογή 2000, σ. Ι-8081, σκέψη 42, και την παρατιθέμενη εκεί νομολογία), έχουν, μετά τη συνταξιοδότησή τους, το δικαίωμα παραμονής και διαμονής εντός της Κοινότητας, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του κανονισμού 1251/79 και της οδηγίας 90/365. Εν προκειμένω, ουδόλως αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.

71.
    Τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος με τα οποία επιχειρεί να αποδείξει ότι το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ δεν είναι συμβατό προς τις προαναφερθείσες αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής εντός της Κοινότητας δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

72.
    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς τόνισαν τόσο η καθής όσο και το παρεμβαίνον, η εφαρμογή των επίμαχων διορθωτικών συντελεστών έχει ακριβώς ως αποτέλεσμα τη διασφάλιση του ότι η εκ μέρους του συνταξιούχου επιλογή του τόπου κατοικίας του, μετά την αφυπηρέτησή του, μπορεί να πραγματοποιείται παντελώς ελεύθερα και υπό καθεστώς ουδετερότητας.

73.
    Συγκεκριμένα, χάρη στον μηχανισμό του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ που επιτρέπει στον πρώην υπάλληλο να λαμβάνει σύνταξη έχουσα την ίδια αγοραστική δύναμη εντός οποιουδήποτε κράτους μέλους στο οποίο αποφασίζει να εγκατασταθεί, παρέχεται πράγματι η δυνατότητα στον πρώην αυτόν υπάλληλο να ασκεί το δικαίωμά του να διαμένει ελεύθερα εντός της Κοινότητας.

74.
    .πως τονίστηκε ανωτέρω στις σκέψεις 44 και 45, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του υπαλλήλου δεν επηρεάζεται από τον τόπο στον οποίο αυτός αποφασίζει να εγκατασταθεί μετά την αφυπηρέτησή του. Συνεπεία της εφαρμογής των διορθωτικών συντελεστών κατά την καταβολή των παροχών, ο συνταξιοδοτούμενος υπάλληλος μπορεί να υπολογίζει, εντός οποιασδήποτε χώρας της Κοινότητας στην οποία αποφασίζει να εγκατασταθεί, στην αγοραστική δύναμη που θα του παρείχε στις Βρυξέλλες το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα, ενώ η προσαρμογή των εν λόγω συντελεστών που προβλέπει το άρθρο 65, παράγραφος 2, του ΚΥΚ επιτρέπει την εξουδετέρωση των επιπτώσεων στην εν λόγω αγοραστική δύναμη των σχετικών διακυμάνσεων του κόστους ζωής εντός των διαφόρων κρατών μελών.

75.
    .τσι, αφενός, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του προσφεύγοντος υπέστη μείωση λόγω του ότι αυτός, μετά την αφυπηρέτησή του, αποχώρησε από τις Βρυξέλλες για να επιστρέψει στην Ελλάδα. .να τέτοιο συμπέρασμα θα μπορούσε να αντληθεί μόνο μετά την αμφισβήτηση των διορθωτικών συντελεστών που έχουν καθορίσει για την Ελλάδα οι κανονισμοί τους οποίους το Συμβούλιο έχει διαδοχικά εκδώσει, σύμφωνα με το άρθρο 65 του ΚΥΚ, μετά τη συνταξιοδότηση του προσφεύγοντος και οι οποίοι έχουν μέχρι σήμερα εφαρμοστεί στη σύνταξή του. Ουδόλως όμως ο προσφεύγων προέβαλε την έλλειψη νομιμότητας των κανονισμών αυτών λόγω ιδίων ελαττωμάτων τους.

76.
    Αφετέρου, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του προσφεύγοντος ομοίως δεν θα υφίστατο αύξηση σε περίπτωση που ο δικαιούχος θα μετέφερε στο μέλλον την κατοικία του στο Ηνωμένο Βασίλειο ή σε κάθε άλλη χώρα της Κοινότητας. Υπό την έννοια αυτή, η εφαρμογή των διορθωτικών συντελεστών εμποδίζει το να μπορεί ο καθορισμός της κατοικίας στη χώρα που ενδιαφέρει περισσότερο τον υπάλληλο να μπορεί να παρακωλύεται ή να καθίσταται λιγότερο ελκυστικός λόγω του σχετικώς υψηλότερου κόστους ζωής το οποίο, ενδεχομένως, θα αντιμετώπιζε στη χώρα αυτή.

77.
    .σον αφορά, τέλος, τις δικαστικές αποφάσεις που επικαλέστηκε ο προσφεύγων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψη 65 ανωτέρω), αρκεί να τονιστεί ότι, εν αντιθέσει προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις αυτές, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα περιορισμού της ευχέρειας εξαγωγής των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως στο εσωτερικό της Κοινότητας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη συλλογιστική των ανωτέρω σκέψεων 74 έως 76, η αρχή της εφαρμογής των επίμαχων διορθωτικών συντελεστών δεν θίγει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των πρώην υπαλλήλων και ουδόλως έχει ως αποτέλεσμα να αποτρέπει τους πρώην υπαλλήλους από τη μεταφορά της κατοικίας τους προς τις χώρες της Κοινότητας για τις οποίες έχουν καθοριστεί χαμηλότεροι διορθωτικοί συντελεστές.

78.
    Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο δυνάμενο να θίξει τη νομιμότητα του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, η παρούσα προσφυγή,δεδομένου ότι στηρίζεται μόνο στην προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας του άρθρου αυτού, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

Επί των δικαστικών εξόδων

79.
    Η καθής φρονεί ότι οι λόγοι που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας είναι προδήλως αβάσιμοι, τούτο δε ο προσφεύγων θα έπρεπε να το είχε αντιληφθεί σαφώς ήδη πριν την άσκηση της προσφυγής του βάσει της άφθονης σχετικής νομολογίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκήθηκε κακοβούλως, οπότε ο προσφεύγων πρέπει να καταδικασθεί στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

80.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Σύμφωνα με το άρθρο 88 του κανονισμού αυτού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδα τους, υπό την επιφύλαξη, ωστόσο, της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, το οποίο προβλέπει ότι το Πρωτοδικείο μπορεί να καταδικάσει ακόμη και τον νικήσαντα διάδικο στην καταβολή των εξόδων στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί ο αντίδικός του, αν κρίνει ότι τα έξοδα αυτά προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

81.
    Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, ότι, με την παρούσα προσφυγή, υποβλήθηκαν για πρώτη φορά ρητώς στην εκτίμηση του κοινοτικού δικαστή τα ζητήματα της νομιμότητας του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ από την άποψη των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας και, αφετέρου, ότι δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις από τις οποίες να προκύπτει αμελής ή κακόπιστη συμπεριφορά του προσφεύγοντος, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι δεν πρέπει να εφαρμόσει το άρθρο 87, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά συνέπεια, έκαστος των κυρίων διαδίκων θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

82.
    Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Συμβούλιο, που άσκησε παρέμβαση, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Απορρίπτει την προσφυγή.

2)    Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

3)    Το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Βηλαράς

Tiili
Mengozzi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Φεβρουαρίου 2003.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

Μ. Βηλαράς


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.