Language of document : ECLI:EU:T:2014:1040

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά του οπλισμού σκυροδέματος σε ράβδους ή σε ρόλλους — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 — Καθορισμός των τιμών και των προθεσμιών πληρωμής — Περιορισμός ή έλεγχος της παραγωγής ή των πωλήσεων — Παράβαση ουσιώδους τύπου — Νομική βάση — Υπέρβαση εξουσίας και καταστρατήγηση διαδικασίας — Πρόστιμα — Ανώτατο όριο του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 — Προσφυγή ακυρώσεως — Τροποποιητική απόφαση — Απαράδεκτο»

Στις υποθέσεις T‑472/09 και T‑55/10,

SP SpA, με έδρα την Brescia (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον G. Belotti, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης, στην υπόθεση T‑472/09, αρχικώς από τους R. Sauer, V. Di Bucci και B. Gencarelli, στη συνέχεια από τον R. Sauer και την R. Striani, επικουρούμενους από τον M. Moretto, δικηγόρο, και, στην υπόθεση T‑55/10, αρχικώς από τους R. Sauer και B. Gencarelli, στη συνέχεια από τον R. Sauer και την R. Striani, επικουρούμενους από τον M. Moretto,

καθής,

με αντικείμενο, στην υπόθεση T‑472/09, αίτημα περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου ή περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2009) 7492 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 ΑΧ (υπόθεση COMP/37.956 — Οπλισμός σκυροδέματος, επανέκδοση), επικουρικώς, αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως και, επικουρικότερα, αίτημα περί μειώσεως του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου, καθώς και, στην υπόθεση T‑55/10, αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2009) 9912 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2009, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως C(2009) 7492 τελικό,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια), προεδρεύουσα, A. Popescu και G. Berardis, δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Ιανουαρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Διατάξεις της Συνθήκης EKAX

1        Το άρθρο 36 ΑΧ όριζε τα εξής:

«Η Επιτροπή, πριν επιβάλει μία από τις χρηματικές κυρώσεις ή καθορίσει μία από τις χρηματικές ποινές που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη, οφείλει να παράσχει στον ενδιαφερόμενο την ευκαιρία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

Οι χρηματικές κυρώσεις και οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται δυνάμει των διατάξεων της παρούσας Συνθήκης δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας.

Οι προσφεύγοντες, κατά τους όρους που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 33 της παρούσας Συνθήκης, δύνανται να επικαλεσθούν εις ενίσχυση της προσφυγής αυτής την έλλειψη νομιμότητας των αποφάσεων και συστάσεων η οποία τους προσάπτεται.»

2        Το άρθρο 47 είχε ως εξής:

«Η Επιτροπή δύναται να συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση της αποστολής της. Δύναται να ζητήσει τη διεξαγωγή των αναγκαίων επαληθεύσεων.

Η Επιτροπή υποχρεούται να μη μεταδίδει πληροφορίες που αποτελούν εκ της φύσεώς τους επαγγελματικά απόρρητα ιδίως για πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις ή τα κοστολογικά τους στοιχεία. Με την επιφύλαξη αυτή η Επιτροπή οφείλει να δημοσιεύει τα στοιχεία που δύνανται να είναι χρήσιμα στις κυβερνήσεις ή σε κάθε άλλον ενδιαφερόμενο.

Η Επιτροπή δύναται, στις επιχειρήσεις οι οποίες αποφεύγουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν εκ των αποφάσεων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή οι οποίες παρέχουν εν γνώσει τους ψευδείς πληροφορίες, να επιβάλει πρόστιμα, το ανώτατο ποσόν των οποίων θα είναι 1 τοις εκατό του ετησίου κύκλου εργασιών και χρηματικές ποινές, το ανώτατο ποσόν των οποίων είναι 5 τοις εκατό του μέσου ημερησίου κύκλου εργασιών για κάθε ημέρα καθυστερήσεως.

Κάθε παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου από την Επιτροπή η οποία προξενεί ζημία σε μία επιχείρηση, δύναται να αποτελέσει αντικείμενο αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το άρθρο 40.»

3        Το άρθρο 65 ΑΧ όριζε τα εξής:

«1.      Απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που τείνουν εντός της κοινής αγοράς, άμεσα ή έμμεσα, να παρεμποδίζουν, να περιορίζουν ή να νοθεύουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού, και ιδιαίτερα:

α)      να καθορίζουν ή να προσδιορίζουν τις τιμές·

β)      να περιορίζουν ή να ελέγχουν την παραγωγή, την τεχνολογική ανάπτυξη ή τις επενδύσεις·

γ)      να κατανέμουν τις αγορές, τα προϊόντα, τους πελάτες ή τις πηγές εφοδιασμού.

[…]

4.      Οι δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου απαγορευμένες συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν δύναται να γίνει επίκλησή τους ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου των κρατών μελών.

Η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, με την επιφύλαξη των προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου, να αποφαίνεται αν οι εν λόγω συμφωνίες ή αποφάσεις συμβιβάζονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

5.      Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει στις επιχειρήσεις που συνάπτουν αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή εφαρμόζουν ή επιχειρούν να εφαρμόσουν, μέσω διαιτησίας, ποινικής ρήτρας, εμπορικού αποκλεισμού ή με κάθε άλλο μέσο, μία αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή απόφαση, ή συμφωνία, η έγκριση για την οποία δεν εχορηγήθη ή ανεκλήθη, ή επιτυγχάνουν μία άδεια μέσω ενσυνειδήτως ψευδών ή απατηλών πληροφοριών, ή επιδίδονται σε πρακτική αντίθετη προς τις διατάξεις της παραγράφου 1, πρόστιμα και χρηματικές ποινές μέχρι του διπλασίου του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών επί των προϊόντων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της αντίθετης προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής. Αν όμως αντικείμενο της συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής είναι ο περιορισμός της παραγωγής, της τεχνικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων, το ανώτατο αυτό όριο δύναται να αυξηθεί μέχρι 10 τοις εκατό του ετησίου κύκλου εργασιών των εν λόγω επιχειρήσεων, εφόσον πρόκειται για πρόστιμο, και μέχρι 20 τοις εκατό του ημερήσιου κύκλου εργασιών εφόσον πρόκειται για χρηματικές ποινές.»

4        Κατά το άρθρο 97 ΑΧ, η ισχύς της Συνθήκης ΕΚΑΧ έληξε στις 23 Ιουλίου 2002.

2.     Διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ

5        Το άρθρο 305, παράγραφος 1, ΕΚ όριζε τα εξής:

«Η παρούσα Συνθήκη δεν τροποποιεί τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών, τις εξουσίες των οργάνων της Κοινότητας αυτής και τις διατάξεις της περί της λειτουργίας της κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα.»

3.     Κανονισμός 1/2003

6        Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), «[γ]ια την εφαρμογή των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], η Επιτροπή διαθέτει τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό».

7        Το άρθρο 7 του κανονισμού 1/2003, τιτλοφορούμενο «Διαπίστωση και παύση της παράβασης», προβλέπει τα εξής:

«1.      Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει, κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως, παράβαση του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ], δύναται να υποχρεώσει με απόφασή της τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να θέσουν τέλος στη διαπιστωθείσα παράβαση […] Εφόσον έχει σχετικό έννομο συμφέρον, η Επιτροπή μπορεί επίσης να διαπιστώνει ότι η παράβαση έχει διαπραχθεί στο παρελθόν.

[...]»

8        Το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 ορίζει τα εξής:

«Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 [ΕΚ …]».

4.     Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού συνεπεία της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ

9        Στις 18 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε ανακοίνωση σχετική με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού συνεπεία της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ C 152, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση της 18ης Ιουνίου 2002).

10      Το σημείο 2 της ανακοινώσεως της 18ης Ιουνίου 2002 διευκρινίζει ότι σκοπός της είναι:

«[…]

–        […] να συνοψισθούν προς όφελος των παραγόντων της οικονομίας και των κρατών μελών, στον βαθμό που τα αφορά η Συνθήκη ΕΚΑΧ και το συναφές παράγωγο δίκαιο, οι πλέον σημαντικές μεταβολές που θα προκύψουν σε σχέση με την εφαρμοστέα ουσιαστική και διαδικαστική νομοθεσία συνεπεία της μετάβασης στο καθεστώς ΕΚ.

–        […] να εξηγηθεί πώς η Επιτροπή σκοπεύει να ρυθμίσει κάποια ειδικά ζητήματα που ανακύπτουν εξ αιτίας της μετάβασης από το καθεστώς ΕΚΑΧ στο καθεστώς ΕΚ στους τομείς της προστασίας του ανταγωνισμού [...], του ελέγχου των συγκεντρώσεων [...] και του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.»

11      Το σημείο 31 της ανακοινώσεως της 18ης Ιουνίου 2002, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα που αφορά τα ειδικά ζητήματα που ανακύπτουν λόγω της μεταβάσεως από το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ στο καθεστώς της Συνθήκης ΕΚ, έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση που η Επιτροπή, κατά την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων ανταγωνισμού ως προς δεδομένη συμφωνία, διαπιστώνει κάποια παράβαση σε τομέα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ, εφαρμοστέες θα είναι οι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου οι οποίες ίσχυαν κατά τον χρόνο τέλεσης των γεγονότων που συνιστούν την παράβαση, χωρίς να έχει σημασία ο χρόνος κατά τον οποίο εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις. Εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, εφαρμοστέα μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ θα είναι η νομοθεσία της ΕΚ […]».

 Αντικείμενα των διαφορών

12      Οι υπό κρίση υποθέσεις έχουν ως αντικείμενο, αφενός, αίτημα περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου ή περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2009) 7492 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 ΑΧ (υπόθεση COMP/37.956 — Οπλισμός σκυροδέματος, επανέκδοση) (στο εξής: πρώτη απόφαση), επικουρικώς, αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως και, επικουρικότερα, αίτημα περί μειώσεως του ποσού του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα, SP SpA (υπόθεση T‑472/09), προστίμου και, αφετέρου, αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2009) 9912 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2009, περί τροποποιήσεως της πρώτης αποφάσεως (στο εξής: τροποποιητική απόφαση) (υπόθεση T‑55/10).

13      Στην πρώτη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ακόλουθες εταιρίες είχαν παραβεί το άρθρο 65 ΑΧ:

–        η Alfa Acciai SpA (στο εξής: Alfa),

–        η Feralpi Holding SpA (στο εξής: Feralpi),

–        η Ferriere Nord SpA,

–        η IRO Industrie Riunite Odolesi SpA (στο εξής: IRO),

–        η Leali SpA και η Acciaierie e Ferriere Leali Luigi SpA υπό εκκαθάριση (στο εξής: AFLL) (οι δύο αυτές εταιρίες καλούνται στο εξής, από κοινού: Leali-AFLL),

–        η Lucchini SpA και η προσφεύγουσα (οι δύο αυτές εταιρίες καλούνται στο εξής, από κοινού: Lucchini-SP),

–        η Riva Fire SpA (στο εξής: Riva),

–        η Valsabbia Investimenti SpA και η Ferriera Valsabbia SpA (οι δύο αυτές εταιρίες καλούνται στο εξής, από κοινού: Valsabbia).

 Παρουσίαση της προσφεύγουσας

14      Η προσφεύγουσα είναι εταιρία υπό εκκαθάριση, φερόμενη ως ανενεργή στο εμπορικό μητρώο της Brescia (Ιταλία), το 83,333 % του εταιρικού κεφαλαίου της οποίας κατέχουν νομικά πρόσωπα ανήκοντα στην οικογένεια Lucchini ή φυσικά πρόσωπα της οικογένειας Lucchini, το δε λοιπό 16,667 % κατέχει η Lucchini (αιτιολογική σκέψη 99 της πρώτης αποφάσεως).

15      Η Siderpotenza SpA (στο εξής: πρώτη Siderpotenza) ήταν, μεταξύ του 1989 και του 1991, επιχείρηση ελεγχόμενη από κοινού, αφενός, από τη Lucchini Siderurgica SpA και, αφετέρου, από την πρώην Acciaierie e Ferriere Leali Luigi. Στις 5 Μαρτίου 1991, η πρώτη Siderpotenza απορροφήθηκε από τη Lucchini Siderurgica. Η Lucchini Siderurgica απορροφήθηκε από τη Lucchini στις 10 Οκτωβρίου 1998, με ισχύ από 1ης Δεκεμβρίου 1998 (αιτιολογικές σκέψεις 96 και 97 της πρώτης αποφάσεως).

16      Στις 31 Οκτωβρίου 1997, ο κλάδος «οπλισμού σκυροδέματος» της Lucchini Siderurgica μεταβιβάσθηκε στη Siderpotenza, εταιρία συσταθείσα τον Ιούλιο του 1997 (στο εξής: νέα Siderpotenza). Στις 30 Μαΐου 2002, η νέα Siderpotenza μεταβίβασε τις μονάδες της παραγωγής οπλισμού σκυροδέματος στη Ferriere Nord (αιτιολογικές σκέψεις 99 και 538 της πρώτης αποφάσεως).

17      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2002, η νέα Siderpotenza τροποποίησε την εταιρική επωνυμία της σε SP (αιτιολογική σκέψη 99 της πρώτης αποφάσεως). Η SP τέθηκε σε εκκαθάριση στις 28 Μαΐου 2009.

 Ιστορικό της διαφοράς

18      Από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο του 2000, η Επιτροπή διενήργησε, σύμφωνα με το άρθρο 47 ΑΧ, ελέγχους στις ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής οπλισμού σκυροδέματος και σε μια ένωση ιταλικών χαλυβουργικών επιχειρήσεων. Τους απηύθυνε επίσης αιτήσεις παροχής πληροφοριών, δυνάμει του άρθρου 47 ΑΧ (αιτιολογική σκέψη 114 της πρώτης αποφάσεως).

19      Στις 26 Μαρτίου 2002, η Επιτροπή κίνησε τη διοικητική διαδικασία και διατύπωσε αιτιάσεις βάσει του άρθρου 36 ΑΧ (στο εξής: ανακοίνωση των αιτιάσεων) (αιτιολογική σκέψη 114 της πρώτης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Διεξήχθη ακρόαση στις 13 Ιουνίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 118 της πρώτης αποφάσεως).

20      Στις 12 Αυγούστου 2002, η Επιτροπή διατύπωσε συμπληρωματικές αιτιάσεις (στο εξής: ανακοίνωση των συμπληρωματικών αιτιάσεων), τις οποίες απηύθυνε στους αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Στην ανακοίνωση αυτή των συμπληρωματικών αιτιάσεων, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), η Επιτροπή εξήγησε τη θέση της όσον αφορά τη συνέχιση της διαδικασίας μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Τάχθηκε προθεσμία στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και διεξήχθη δεύτερη ακρόαση, παρουσία των εκπροσώπων των κρατών μελών, στις 30 Σεπτεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 119 της πρώτης αποφάσεως).

21      Κατά το πέρας της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2002) 5087 τελικό, της 17ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 65 ΑΧ (COMP/37.956 – Οπλισμός σκυροδέματος) (στο εξής: απόφαση του 2002), με την οποία διαπίστωσε ότι οι αποδέκτριες της αποφάσεως αυτής επιχειρήσεις είχαν θέσει σε εφαρμογή μια ενιαία, σύνθετη και συνεχή σύμπραξη στην ιταλική αγορά του οπλισμού σκυροδέματος σε ράβδους ή σε ρόλλους, η οποία είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών και η οποία είχε επίσης ως συνέπεια τον κατόπιν συνεννοήσεως περιορισμό ή έλεγχο της παραγωγής ή των πωλήσεων, κατά παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ (αιτιολογική σκέψη 121 της πρώτης αποφάσεως). Η Επιτροπή, με την απόφαση αυτή, επέβαλε αλληλεγγύως στη Lucchini και στην προσφεύγουσα πρόστιμο ύψους 16,14 εκατομμυρίων ευρώ.

22      Στις 30 Ιανουαρίου 2003, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά της αποφάσεως του 2002. Με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03 και T‑79/03 και T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03, SP κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑4331), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του 2002. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι στην απόφαση του 2002 ουδόλως γινόταν παραπομπή στο άρθρο 3 και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, η απόφαση αυτή στηριζόταν αποκλειστικώς και μόνον στο άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ (προπαρατεθείσα απόφαση SP κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 101). Δεδομένου ότι η ισχύς των διατάξεων αυτών έληξε στις 23 Ιουλίου 2002, η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον να στηρίξει την αρμοδιότητά της στις διατάξεις αυτές, οι οποίες είχαν παύσει να ισχύουν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του 2002, προκειμένου να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην εν λόγω παράβαση (προπαρατεθείσα απόφαση SP κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 120).

23      Με έγγραφο της 30ής Ιουνίου 2008, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα και τις λοιπές ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για την πρόθεσή της να εκδώσει εκ νέου απόφαση, τροποποιώντας τη νομική βάση σε σχέση με την επιλεγείσα για την απόφαση του 2002. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης εκτάσεως του δεδικασμένου της προπαρατεθείσας στη σκέψη 22 αποφάσεως SP κ.λπ. κατά Επιτροπής, η εκ νέου εκδοθείσα απόφαση θα στηριζόταν στις αποδείξεις που παρατέθηκαν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και στην ανακοίνωση των συμπληρωματικών αιτιάσεων. Παρασχέθηκε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (αιτιολογικές σκέψεις 6 και 123 της πρώτης αποφάσεως).

24      Με τηλεομοιοτυπία της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα πληροφορίες σχετικές με τις τροποποιήσεις που επήλθαν στη διάρθρωση του εταιρικού κεφαλαίου της από τον Αύγουστο του 2002 και με τον πραγματοποιηθέντα το 2007 παγκόσμιο κύκλο εργασιών και διαβίβασε στην προσφεύγουσα αντίγραφο του προμνησθέντος εγγράφου της 30ής Ιουνίου 2008, το οποίο είχε σταλεί σε διεύθυνση που δεν χρησιμοποιούνταν πλέον. Η προσφεύγουσα απάντησε στην εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών με έγγραφο της 17ης Σεπτεμβρίου 2008.

 Η πρώτη απόφαση

25      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε την πρώτη απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 2009.

26      Στην πρώτη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι περιορισμοί του ανταγωνισμού τους οποίους αφορούσε η απόφαση αυτή απέρρεαν από σύμπραξη μεταξύ Ιταλών παραγωγών οπλισμού σκυροδέματος και μεταξύ των παραγωγών αυτών και της ενώσεώς τους, η οποία διήρκεσε κατά το διάστημα μεταξύ του 1989 και του 2000 και η οποία είχε ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών και τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των πωλήσεων, διά της ανταλλαγής σημαντικού αριθμού πληροφοριών σχετικών με την αγορά οπλισμού σκυροδέματος στην Ιταλία (αιτιολογικές σκέψεις 7 και 399 της πρώτης αποφάσεως).

27      Όσον αφορά τη νομική εκτίμηση της επίμαχης εν προκειμένω συμπεριφοράς, πρώτον, η Επιτροπή υπογράμμισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 353 έως 369 της πρώτης αποφάσεως, ότι ο κανονισμός 1/2003 είχε την έννοια ότι της παρείχε το δικαίωμα να διαπιστώνει, μετά τις 23 Ιουλίου 2002, την ύπαρξη συμπράξεων στους τομείς που ενέπιπταν στο καθ’ ύλην και στο διαχρονικό πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ και να επιβάλλει κυρώσεις για τις συμπράξεις αυτές. Στην αιτιολογική σκέψη 370 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η απόφαση αυτή είχε εκδοθεί σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες της Συνθήκης ΕΚ και του κανονισμού 1/2003. Στις αιτιολογικές σκέψεις 371 έως 376 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε εξάλλου ότι οι αρχές που διέπουν τη διαχρονική διαδοχή των κανόνων ήταν δυνατό να συνεπάγονται την εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων που έχουν παύσει να ισχύουν κατά τον χρόνο της εκδόσεως πράξεως από θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της γενικής αρχής lex mitior, κατά την οποία δεν μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις σε πρόσωπο για πράξη που δεν συνιστά παράπτωμα υπό την έννοια της νομοθεσίας που τέθηκε μεταγενεστέρως σε ισχύ. Κατέληξε ότι, εν προκειμένω, η Συνθήκη ΕΚ δεν ήταν ευνοϊκότερη in concreto απ’ ό,τι η Συνθήκη ΕΚΑΧ και ότι, κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατό να γίνει λυσιτελώς επίκληση της αρχής lex mitior προκειμένου να αμφισβητηθεί ότι η Συνθήκη ΕΚΑΧ έχει εφαρμογή στην επίμαχη εν προκειμένω συμπεριφορά.

28      Δεύτερον, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ, κατά πρώτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η σύμπραξη είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, με γνώμονα δε αυτόν είχε αποφασιστεί επίσης ο περιορισμός ή ο έλεγχος της παραγωγής ή των πωλήσεων. Κατά την Επιτροπή, όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών, η σύμπραξη λειτουργούσε κυρίως με βάση συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές αφορώσες τη βασική τιμή, κατά το διάστημα από τις 15 Απριλίου 1992 έως τις 4 Ιουλίου 2000 (και, μέχρι το 1995, με βάση συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές αφορώσες τις προθεσμίες πληρωμής) και με βάση συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές αφορώσες τις «πρόσθετες τιμές» κατά το διάστημα από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 μέχρι την 1η Ιουνίου 2000 (αιτιολογικές σκέψεις 399 και 400 της πρώτης αποφάσεως).

29      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τα αποτελέσματα των επιμάχων περιοριστικών πρακτικών στην αγορά, η Επιτροπή επισήμανε ότι, δεδομένου ότι επρόκειτο περί συμπράξεως που είχε ως αντικείμενο την παρακώλυση, τον περιορισμό ή την αλλοίωση της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού, δεν ήταν αναγκαίο να εξακριβωθεί αν είχε αποτελέσματα στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 512 της πρώτης αποφάσεως). Έκρινε πάντως ότι η σύμπραξη είχε συγκεκριμένα αποτελέσματα στην αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 513 έως 518 της πρώτης αποφάσεως). Ειδικότερα, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύμπραξη είχε επηρεάσει την τιμή πωλήσεων που εφάρμοζαν οι παραγωγοί οπλισμού σκυροδέματος στην Ιταλία, ακόμη και αν τα μέτρα που λαμβάνονταν στο πλαίσιο της συμβάσεως δεν παρήγαν πάντοτε τα αποτελέσματα που είχαν ελπίσει οι μετέχουσες επιχειρήσεις. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, ίσως υπήρξαν φαινόμενα των οποίων τα αποτελέσματα εκδηλώθηκαν αργότερα. Εξάλλου, οι εν λόγω επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν περίπου το 21 % της ιταλικής αγοράς οπλισμού σκυροδέματος το 1989, το 60 % το 1995 και περίπου το 83 % το 2000, πράγμα το οποίο εμφαίνει ότι οι κατόπιν συνεννοήσεως αυξήσεις τιμών είχαν διαρκώς μεγαλύτερες συνέπειες στην αγορά. Η Επιτροπή υπογράμμισε τέλος ότι το γεγονός ότι οι λαμβανόμενες συναφώς πρωτοβουλίες γνωστοποιούνταν από το 1989 σε όλους τους παραγωγούς οπλισμού σκυροδέματος αύξησε τη σπουδαιότητα των αποτελεσμάτων αυτών και κατά τα πρώτα έτη της συμπράξεως (αιτιολογική σκέψη 519 της πρώτης αποφάσεως).

30      Τρίτον, η Επιτροπή προσδιόρισε ποιοι ήταν οι αποδέκτες της πρώτης αποφάσεως. Όσον αφορά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 538 έως 544 της πρώτης αποφάσεως, ότι είχε αποφασίσει να καταλογίσει την ευθύνη για την παράβαση στη Lucchini και στην προσφεύγουσα, διότι αυτές αποτελούσαν μια επιχείρηση στην οποία καταλογίζονταν όχι μόνον οι δικές τους πράξεις, αλλά και αυτές της Lucchini Siderurgica και της πρώτης Siderpotenza.

31      Όσον αφορά την ύπαρξη οικονομικής ενότητας μεταξύ της Lucchini και της προσφεύγουσας, η Επιτροπή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι τόσο η Lucchini όσο και η προσφεύγουσα ελέγχονταν άμεσα ή έμμεσα, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, από την οικογένεια Lucchini. Εξάλλου, η Lucchini ασκούσε τον έλεγχο επί της προσφεύγουσας, όσον αφορά τη συγκεκριμένη διαχείριση της πολιτικής που σχετιζόταν με την παραγωγή και της εμπορικής πολιτικής στον τομέα του οπλισμού σκυροδέματος, όπως προκύπτει, κατά την Επιτροπή, από ακριβή, εμπεριστατωμένα και τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και από συγκλίνοντα στοιχεία αφορώντα την οργανωτική διάρθρωση της Lucchini και της προσφεύγουσας, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ότι ορισμένα πρόσωπα ασκούσαν σημαντικά καθήκοντα εμπορικής διαχειρίσεως, ενίοτε ταυτόχρονα, και στις δύο αυτές εταιρίες (αιτιολογική σκέψη 540 της πρώτης αποφάσεως).

32      Όσον αφορά τον καταλογισμό, στη Lucchini και στην προσφεύγουσα, της ενδεχόμενης αντίθετης στον ανταγωνισμό συμπεριφοράς της πρώτης Siderpotenza και της Lucchini Siderurgica, οι οποίες δεν έχουν πλέον νομική υπόσταση, πρώτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Lucchini Siderurgica είχε διαδεχθεί νομικώς την πρώτη Siderpotenza κατόπιν της απορροφήσεως της 5ης Μαρτίου 1991 και ότι η Lucchini είχε, κατά τον ίδιο τρόπο, διαδεχθεί τη Lucchini Siderurgica κατόπιν της απορροφήσεως της 1ης Δεκεμβρίου 1998. Δεύτερον, η Lucchini Siderurgica εκμεταλλευόταν το σύνολο του υλικού και του ανθρώπινου κεφαλαίου που ανήκε στην πρώτη Siderpotenza, αφότου η πρώτη Siderpotenza απορροφήθηκε από αυτήν στις 5 Μαρτίου 1991. Τρίτον, το υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο του εργοστασίου της Potenza (Ιταλία) το οποίο διαχειριζόταν η Lucchini Siderurgica μεταβιβάστηκε εντός του ομίλου στην προσφεύγουσα. Τέταρτον, η Lucchini Siderurgica και στη συνέχεια η Lucchini ασκούσαν αποφασιστική επιρροή στις δραστηριότητες της προσφεύγουσας μέχρι την 1η Ιουνίου 2002, ημερομηνία της μεταβιβάσεως στη Ferriere Nord του επιχειρηματικού κλάδου που κατασκευάζει οπλισμό σκυροδέματος (αιτιολογικές σκέψεις 540 και 541 της πρώτης αποφάσεως).

33      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε ότι υπήρχε α) νομική συνέχεια μεταξύ της πρώτης Siderpotenza και της Lucchini Siderurgica, β) οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο αυτών εταιριών και της νέας Siderpotenza (της νυν προσφεύγουσας) όσον αφορά το εργοστάσιο της Potenza (Ιταλία), γ) ευθύνη της Lucchini Siderurgica και της Lucchini για τις δραστηριότητες της νέας Siderpotenza, απορρέουσα από την αποφασιστική επιρροή που άσκησαν, και δ) νομική συνέχεια μεταξύ της Lucchini Siderurgica και της Lucchini. Η Επιτροπή έκρινε ότι συναγόταν εντεύθεν ότι όλες αυτές οι οντότητες συνιστούσαν μία και μόνη επιχείρηση η οποία ταυτιζόταν με την αποτελούμενη από τη Lucchini και την προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 541 της πρώτης αποφάσεως).

34      Τέταρτον, η Επιτροπή έκρινε ότι το άρθρο 65, παράγραφος 2, ΑΧ και το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ δεν είχαν εφαρμογή εν προκειμένω (αιτιολογικές σκέψεις 567 έως 570 της πρώτης αποφάσεως). Υπογράμμισε επίσης ότι οι κανόνες περί παραγραφής του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003 δεν την εμπόδιζαν να εκδώσει την πρώτη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 571 έως 574 της πρώτης αποφάσεως).

35      Πέμπτον, όσον αφορά τον υπολογισμό των επιβληθέντων εν προκειμένω προστίμων, η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, μπορούσε να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που είχαν παραβεί τους κανόνες ανταγωνισμού. Δεδομένου ότι το ανώτατο όριο των προστίμων που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 είναι υψηλότερο από το καθοριζόμενο στο άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ, η Επιτροπή επισήμανε ότι θα εφάρμοζε το χαμηλότερο ανώτατο όριο, σύμφωνα με την αρχή lex mitior (αιτιολογική σκέψη 576 της πρώτης αποφάσεως). Επισήμανε επίσης ότι, όπως είχε ενημερώσει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις με έγγραφο της 30ής Ιουνίου 2008, είχε αποφασίσει να εφαρμόσει, εν προκειμένω, τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998). Προσέθεσε ότι, εν προκειμένω, πάντως, θα ελάμβανε υπόψη το γεγονός ότι είχε ήδη αποφασίσει το ύψος των προστίμων που σκόπευε να επιβάλει στις εν λόγω επιχειρήσεις κατά την έκδοση της αποφάσεως του 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 579 και 580 της πρώτης αποφάσεως).

36      Κατά πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι μια σύμπραξη με σκοπό τον καθορισμό των τιμών, εφαρμοζόμενη με διάφορους τρόπους, ιδίως μέσω του περιορισμού ή του ελέγχου της παραγωγής ή των πωλήσεων, συνιστούσε πολύ σοβαρή παραβίαση του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης (αιτιολογική σκέψη 591 της πρώτης αποφάσεως). Η Επιτροπή απέρριψε τα επιχειρήματα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ότι η σοβαρότητα της παραβάσεως καθίστατο λιγότερο έντονη αν λαμβάνονταν υπόψη τα περιορισμένα απτά αποτελέσματά της στην αγορά και το οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου εξελίχθηκαν οι επιχειρήσεις αυτές (αιτιολογικές σκέψεις 583 έως 596 της πρώτης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, υπό την επιφύλαξη του πολύ σοβαρού χαρακτήρα της παραβάσεως, έλαβε υπόψη της, κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, τα ειδικά χαρακτηριστικά της υπό κρίση υποθέσεως, εν προκειμένω το γεγονός ότι αφορούσε εθνική αγορά η οποία υπέκειτο, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, στην ειδική ρύθμιση της Συνθήκης ΕΚΑΧ και εντός της οποίας οι αποδέκτριες της πρώτης αποφάσεως επιχειρήσεις κατείχαν, κατά το αρχικό διάστημα της παραβάσεως, περιορισμένα μερίδια αγοράς (αιτιολογική σκέψη 599 της πρώτης αποφάσεως).

37      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή εξέτασε τη συγκεκριμένη βαρύτητα κάθε επιχειρήσεως και τις κατέταξε με γνώμονα τη σχετική σπουδαιότητά τους στην οικεία αγορά. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε τα σχετικά μερίδια αγοράς που επιτεύχθηκαν από τους αποδέκτες της πρώτης αποφάσεως κατά τη διάρκεια του πρώτου πλήρους έτους της παραβάσεως (1999) ως αντιπροσωπευτικά της αληθούς παρουσίας των αποδεκτών αυτών στην οικεία αγορά κατά την περίοδο αναφοράς, διέκρινε, βάσει των μέσων όρων των μεριδίων αγοράς κατά την περίοδο 1990-1999, τρεις ομάδες επιχειρήσεων, συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, τις Feralpi και Valsabbia, στις οποίες επιβλήθηκε αρχικό ποσό προστίμου 5 εκατομμυρίων ευρώ, στη συνέχεια τις Lucchini-SP, Alfa, Riva και Leali-AFLL, στις οποίες επέβαλε αρχικό ποσό προστίμου 3,5 εκατομμυρίων ευρώ και, τέλος, τις IRO και Ferriere Nord, στις οποίες επέβαλε αρχικό ποσό 1,75 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 599 έως 602 της πρώτης αποφάσεως).

38      Προκειμένου να διασφαλίσει ότι το πρόστιμο θα έχει αρκούντος αποτρεπτικό αποτέλεσμα, η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό του προστίμου της Lucchini-SP κατά 200 % και αυτό της Riva κατά 375 % (αιτιολογικές σκέψεις 604 και 605 της πρώτης αποφάσεως).

39      Κατά τρίτον, η Επιτροπή έκρινε ότι η σύμπραξη είχε διαρκέσει από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 έως τις 4 Ιουλίου 2000. Όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι αυτή διήρκεσε από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 έως τις 27 Ιουνίου 2000. Εντούτοις, υπογράμμισε ότι, από τις 9 Ιουνίου 1998 μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 1998, η Lucchini-SP δεν είχε μετάσχει στην πτυχή της συμπράξεως που αφορούσε τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των πωλήσεων (αιτιολογική σκέψη 606 της πρώτης αποφάσεως).

40      Δεδομένου ότι η παράβαση διήρκεσε περισσότερα από δέκα έτη και έξι μήνες για όλες τις επιχειρήσεις, εξαιρουμένης της Ferriere Nord, το αρχικό ποσό του προστίμου προσαυξήθηκε κατά 105 % για όλες τις επιχειρήσεις, εξαιρουμένης της Ferriere Nord, το αρχικό ποσό του προστίμου της οποίας προσαυξήθηκε κατά 70 %. Ως εκ τούτου, τα βασικά ποσά των προστίμων καθορίστηκαν ως εξής:

–        Feralpi: 10,25 εκατομμύρια ευρώ·

–        Valsabbia: 10,25 εκατομμύρια ευρώ·

–        Lucchini-SP: 14,35 εκατομμύρια ευρώ·

–        Alfa: 7,175 εκατομμύρια ευρώ·

–        Riva: 26,9 εκατομμύρια ευρώ·

–        Leali-AFLL: 7,175 εκατομμύρια ευρώ·

–        IRO: 3,58 εκατομμύρια ευρώ·

–        Ferriere Nord: 2,97 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 607 και 608 της πρώτης αποφάσεως).

41      Κατά τέταρτον, όσον αφορά τις επιβαρυντικές περιστάσεις, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Ferriere Nord είχε ήδη υπάρξει αποδέκτρια αποφάσεως της Επιτροπής, εκδοθείσας στις 2 Αυγούστου 1989, για τη συμμετοχή της σε σύμπραξη αφορώσα τον καθορισμό των τιμών και τον περιορισμό των πωλήσεων στον τομέα των δομικών πλεγμάτων και προσαύξησε κατά 50 % το βασικό ποσό του προστίμου της. Η Επιτροπή δεν δέχθηκε καμία ελαφρυντική περίσταση (αιτιολογικές σκέψεις 609 έως 623 της πρώτης αποφάσεως).

42      Κατά πέμπτον, όσον αφορά τον καθορισμό του ανώτατου ποσού του προστίμου κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή έκρινε ότι το ποσό του επιβληθέντος στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προστίμου δεν υπερέβαινε το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών τον οποίο πραγματοποίησαν για τα προϊόντα που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ στην επικράτεια της Ένωσης το 2007. Όσον αφορά ειδικότερα την προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή ήταν ανενεργή κατά τον χρόνο εκείνο δεν εμπόδιζε την επιβολή προστίμου εκ μέρους της Επιτροπής, κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα έπρεπε να θεωρηθεί εις ολόκληρον υπεύθυνη με τη Lucchini, δεδομένου ότι αποτελούσαν μία και μόνη επιχείρηση (αιτιολογικές σκέψεις 630 έως 632 της πρώτης αποφάσεως).

43      Κατά έκτον, όσον αφορά την εφαρμογή της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996), η Επιτροπή επισήμανε ότι η Ferriere Nord της είχε παράσχει χρήσιμα στοιχεία που της έδωσαν τη δυνατότητα να κατανοήσει καλύτερα τη λειτουργία της συμπράξεως πριν την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, οπότε της χορήγησε μείωση του προστίμου της κατά 20 %. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις της εν λόγω ανακοινώσεως (αιτιολογικές σκέψεις 633 έως 641 της πρώτης αποφάσεως).

44      Το διατακτικό της πρώτης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 65, παράγραφος 1, [ΑΧ] μετέχοντας, κατά τα κατωτέρω χρονικά διαστήματα, σε συνεχή συμφωνία και/ή σε εναρμονισμένες πρακτικές αφορώσες τον οπλισμό σκυροδέματος σε ράβδους ή σε ρόλλους, οι οποίες είχαν ως σκοπό και/ή ως αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών και τον περιορισμό και/ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των πωλήσεων στην κοινή αγορά:

–        [Leali-AFLL], από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 έως τις 27 Ιουνίου 2000·

–        [Alfa], από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 έως τις 4 Ιουλίου 2000·

–        [Ferriera Valsabbia και Valsabbia Investimenti], από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 έως τις 27 Ιουνίου 2000·

–        [Feralpi], από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 έως τις 27 Ιουνίου 2000·

–        [IRO], από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 έως τις 27 Ιουνίου 2000·

–        [Lucchini-SP], από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 έως τις 27 Ιουνίου 2000·

–        [Riva], από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 έως τις 27 Ιουνίου 2000·

–        [Ferriere Nord], από την 1η Απριλίου 1993 έως τις 4 Ιουλίου 2000·

Άρθρο 2

Για τις παραβάσεις που περιγράφονται στο άρθρο 1 επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

–        [Alfa]: 7,175 εκατομμύρια ευρώ·

–        [Feralpi]: 10,25 εκατομμύρια ευρώ·

–        [Ferriere Nord]: 3,57 εκατομμύρια ευρώ·

–        [IRO]: 3,58 εκατ. ευρώ

–        [Leali και AFLL], εις ολόκληρον: 6,093 εκατομμύρια ευρώ·

–        [Leali]: 1,082 εκατομμύρια ευρώ·

–        [Lucchini και SP], εις ολόκληρον: 14,35 εκατομμύρια ευρώ·

–        [Riva]: 26,9 εκατομμύρια ευρώ·

–        [Valsabbia Investimenti και Ferriera Valsabbia], εις ολόκληρον: 10,25 εκατομμύρια ευρώ.·

[…]»

 Εξελίξεις μετά την κοινοποίηση της πρώτης αποφάσεως

45      Με έγγραφα που απεστάλησαν μεταξύ της 20ής και της 23ης Νοεμβρίου 2009, οκτώ από τις έντεκα αποδέκτριες της πρώτης αποφάσεως επιχειρήσεις, δηλαδή οι Riva, Feralpi, Ferriere Nord, Lucchini, Alfa, Ferriera Valsabbia, Valsabbia Investimenti και IRO, επισήμαναν στην Επιτροπή ότι το παράρτημα της πρώτης αποφάσεως, όπως κοινοποιήθηκε στους αποδέκτες της, δεν περιείχε τους πίνακες από τους οποίους προέκυπταν οι διακυμάνσεις των τιμών.

46      Στις 24 Νοεμβρίου 2009, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πληροφόρησαν τους αποδέκτες της πρώτης αποφάσεως ότι θα προέβαιναν στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να τους κοινοποιηθεί απόφαση στην οποία θα περιέχονταν οι εν λόγω πίνακες. Διευκρίνισαν επίσης ότι οι προθεσμίες που έχουν εφαρμογή στην καταβολή του προστίμου και σε μια ενδεχόμενη ένδικη προσφυγή θα άρχιζαν να τρέχουν από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της «πλήρους αποφάσεως».

 Η τροποποιητική απόφαση

47      Στις 8 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε την τροποποιητική απόφαση, η οποία περιείχε στο παράρτημά της τους πίνακες που έλειπαν και διόρθωνε τις αριθμητικές παραπομπές στους εν λόγω πίνακες σε οκτώ υποσημειώσεις. Η τροποποιητική απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 9 Δεκεμβρίου 2009.

48      Το διατακτικό της τροποποιητικής αποφάσεως τροποποιούσε τις υποσημειώσεις 102, 127, 198, 264, 312, 362, 405 και 448 της πρώτης αποφάσεως. Οι πίνακες που επισυνάφθηκαν στην τροποποιητική απόφαση προστέθηκαν ως παραρτήματα της πρώτης αποφάσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

49      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα άσκησε την προσφυγή της υποθέσεως T‑472/09.

50      Στην υπόθεση T‑472/09, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        προκριματικώς, να κηρύξει ανυπόστατη ή άκυρη ή, εν πάση περιπτώσει, να ακυρώσει την πρώτη απόφαση, λόγω ελλείψεως νομιμότητας και παραβάσεως ουσιώδους τύπου, λαμβανομένου υπόψη του ελλιπούς χαρακτήρα της·

–        κυρίως και επί της ουσίας, να κηρύξει ανυπόστατη ή άκυρη ή, εν πάση περιπτώσει, να ακυρώσει την πρώτη απόφαση όσον αφορά το πρόστιμο, λόγω ελλείψεως νομιμότητας, αναρμοδιότητας και καταχρήσεως εξουσίας·

–        επικουρικώς και επί της ουσίας, να ακυρώσει την πρώτη απόφαση, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών, πλάνης περί το δίκαιο, αβάσιμου και αναπόδεικτου χαρακτήρα των αιτιάσεων, παραβιάσεως της αρχής της αμερόληπτης συμπεριφοράς της διοικήσεως και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

–        επικουρικότερα και επί της ουσίας, να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε, αφενός, ακυρώνοντας την αποτρεπτική προσαύξηση ποσοστού 200 % και την προσαύξηση ποσοστού 105 % λόγω της διάρκειας και, αφετέρου, μειώνοντας αναλόγως το βασικό ποσό, λαμβάνοντας υπόψη την παραγραφή, την περιορισμένη σοβαρότητα της παραβάσεως, την ελάσσονος σημασίας συμμετοχής της στη σύμπραξη και τις αιτιάσεις που δεν διατυπώθηκαν ρητώς εις βάρος της·

–        στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και της διεξαγωγής αποδείξεων, να υποχρεώσει την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 64 και 65 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να προσκομίσει τα έγγραφα περί της συνεργασίας της Ferriere Nord τα οποία την αφορούν και να διεξαχθεί ακρόαση του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας αυτής σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο σημείο 176 του δικογράφου της προσφυγής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

51      Στην υπόθεση T‑472/09, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

52      Με έγγραφο της 8ης Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει, ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, να κληθεί η προσφεύγουσα να εξετάσει αν συντρέχει λόγος να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τα αιτήματά της, υπό το πρίσμα της τροποποιητικής αποφάσεως, η οποία της κοινοποιήθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής της υποθέσεως T‑472/09. Η προσφεύγουσα αντιτάχθηκε στο εν λόγω αίτημα. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Επιτροπής.

53      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Φεβρουαρίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την προσφυγή στην υπόθεση T‑55/10.

54      Στην υπόθεση T‑55/10, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        κυρίως και επί της ουσίας, να ακυρώσει την τροποποιητική απόφαση, πρώτον, λόγω ελλείψεως προσήκουσας νομικής βάσεως, δεύτερον, διότι η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να θεραπεύσει τα ελαττώματα προγενέστερης αποφάσεως όταν το γράμμα και το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής είναι ελλιπή, δηλαδή όταν η απόφαση βαρύνεται με πρόδηλη και σοβαρή πλημμέλεια, τρίτον λόγω παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως·

–        σε περίπτωση που η Επιτροπή αμφισβητήσει τα πραγματικά περιστατικά που υπενθυμίζονται στο σημείο I του δικογράφου της προσφυγής, να της ζητηθεί να προσκομίσει τα πρακτικά των συσκέψεων της 30ής Σεπτεμβρίου και της 8ης Δεκεμβρίου 2009, συνοδευόμενα από τα παραρτήματά τους·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

55      Στην υπόθεση T‑55/10, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

56      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία επί των υπό κρίση υποθέσεων και, στο πλαίσιο λήψεως των προβλεπόμενων στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε από την προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑472/09 να προσκομίσει ένα έγγραφο. Η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

57      Με διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2012, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος, αφού συνέλεξε τις παρατηρήσεις των διαδίκων, αποφάσισε να συνεκδικάσει τις υποθέσεις T‑472/09 και T‑55/10 προς διευκόλυνση της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

58      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Ιανουαρίου 2013.

 Νομική εκτίμηση

59      Δεδομένου ότι οι διάδικοι δήλωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν είχαν αντιρρήσεις όσον αφορά τη συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς έκδοση κοινής αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει να συνεκδικάσει τις υποθέσεις αυτές προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

1.     Υπόθεση T‑472/09

60      Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι η προσφυγή της υποθέσεως T‑472/09 έχει τρία αιτήματα, ήτοι, κυρίως, αίτημα περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου ή περί ακυρώσεως της πρώτης αποφάσεως, επικουρικώς, αίτημα περί ακυρώσεως της πρώτης αποφάσεως όσον αφορά το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο και, επικουρικότερα, αίτημα περί μειώσεως του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου.

61      Προς στήριξη της προσφυγής της στην υπόθεση T‑472/09, η προσφεύγουσα προβάλλει δέκα λόγους. Ο πρώτος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου. Ο δεύτερος αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής και πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη νομική βάση της παραβάσεως και του προστίμου. Ο τρίτος αφορά έλλειψη αιτιολογίας, παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Ο τέταρτος αφορά υπέρβαση εξουσίας και καταστρατήγηση της διαδικασίας. Ο πέμπτος αφορά παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ, έλλειψη αιτιολογίας και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών. Ο έκτος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και έλλειψη αιτιολογίας. Ο έβδομος αφορά εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών. Ο όγδοος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας. Ο ένατος αφορά πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και υπέρβαση εξουσίας κατά την εφαρμογή των προσαυξήσεων του ποσού του προστίμου και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Τέλος, ο δέκατος λόγος αφορά την παραγραφή της παραβάσεως.

62      Η προσφεύγουσα, κληθείσα από το Γενικό Δικαστήριο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να αναπτύξει τις παρατηρήσεις της όσον αφορά το ακριβές περιεχόμενο της επιχειρηματολογίας της, διευκρίνισε ότι ο τρίτος και ο ένατος λόγος ακυρώσεως προβάλλονταν μόνον προς στήριξη των επικουρικών αιτημάτων της, δηλαδή του αιτήματος περί ακυρώσεως της πρώτης αποφάσεως όσον αφορά το πρόστιμο και του επικουρικότερου αιτήματος περί μειώσεως του προστίμου.

 Επί του αιτήματος περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου ή περί ακυρώσεως της πρώτης αποφάσεως

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου

63      Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει την ύπαρξη πλειόνων παραβάσεων ουσιώδους τύπου, λόγω του ελλιπούς χαρακτήρα της πρώτης αποφάσεως, οφειλομένου στην έλλειψη των πινάκων που έπρεπε να έχουν προσαρτηθεί σ’ αυτήν.

64      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή υποστηρίζει, στο υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε, στο δικόγραφο της προσφυγής της, καμία επιχειρηματολογία προς στήριξη του αιτήματός της περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου της πρώτης αποφάσεως. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, προσέθεσε ότι ο προβληθείς με το υπόμνημα απαντήσεως «λόγος ακυρώσεως» που αφορά το ανυπόστατο της πρώτης αποφάσεως δεν προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής και, συνεπώς, πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτος, δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

65      Επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα στον μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία. Για τον λόγο αυτόν, το εν λόγω δικόγραφο πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε απλώς και μόνον η αφηρημένη επίκλησή του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας. Ανάλογες επιταγές ισχύουν όταν προβάλλεται αιτίαση προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑352/94, Mo Och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1989, σκέψη 333). Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να απορρίψει ως απαράδεκτο αίτημα της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του όταν τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται το αίτημα αυτό δεν προκύπτουν κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό από το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2006, C‑214/05 P, Rossi κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑7057, σκέψη 37, και της 15ης Απριλίου 2010, C‑485/08 P, Gualtieri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑3009 σκέψη 104).

66      Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει να περιέχει μνεία του αντικειμένου της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ισχυρισμός συνιστάμενος σε ανάπτυξη προηγουμένως προβληθέντος, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ισχυρισμού και συνδεόμενος στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 2011, T‑109/05 και T‑444/05, NLG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑2479, σκέψη 149 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Εν προκειμένω επισημαίνεται ότι, στα αιτήματα που παρατίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει το ανυπόστατο της πρώτης αποφάσεως και, εν πάση περιπτώσει, να την ακυρώσει λόγω ελλείψεως νομιμότητας και λόγω τυπικού ελαττώματος, λαμβανομένου υπόψη του ελλιπούς χαρακτήρα της (βλ. σκέψη 50 ανωτέρω). Εντούτοις, στο κύριο μέρος του δικογράφου αυτού, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε ρητώς λόγους προς στήριξη του αιτήματος περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου της πρώτης αποφάσεως.

68      Στα σημεία 15 έως 18 του δικογράφου της προσφυγής της, η προσφεύγουσα εκθέτει, στο πλαίσιο ενός λόγου με τον τίτλο: «Ελλιπής χαρακτήρας της [πρώτης αποφάσεως]. Παράβαση ουσιώδους τύπου», ότι η πρώτη απόφαση δεν περιέχει τα παραρτήματά της, ενώ η Επιτροπή παραπέμπει σ’ αυτά σε διάφορες αιτιολογικές σκέψεις της πρώτης αποφάσεως, για να στηρίξει τις εκτιθέμενες στις σκέψεις αυτές αιτιάσεις. Επισημαίνει επίσης, κατ’ αρχάς, ότι η πρώτη απόφαση δεν της παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το ακριβές περιεχόμενο των αιτιάσεων για τις οποίες της επιβλήθηκαν κυρώσεις και δεν θεμελιώνει αρκούντως όσα της προσάπτει η Επιτροπή. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι το σώμα των επιτρόπων αποφάνθηκε επί ελλιπούς σχεδίου αποφάσεως. Τέλος, εκτιμά ότι οι πλημμέλειες αυτές, «ανήκουστης σοβαρότητας, υπερτερούσες κάθε άλλης νομικής εκτιμήσεως», δικαιολογούν την ακύρωση της πρώτης αποφάσεως λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου. Στο υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει «το βάσιμο των λόγων [της] […] οι οποίοι αφορούν το ανυπόστατο και, επικουρικώς, την έλλειψη νομιμότητας της [πρώτης αποφάσεως]».

69      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι, δεδομένου ότι η πρώτη απόφαση της είχε κοινοποιηθεί χωρίς τα παραρτήματά της, δεν είχε λάβει γνώση, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής της υποθέσεως T‑472/09, του γεγονότος ότι η Επιτροπή στην πραγματικότητα εξέδωσε απόφαση χωρίς παραρτήματα, πράγμα το οποίο αντελήφθη μόλις κατά το χρονικό σημείο κοινοποιήσεως της τροποποιητικής αποφάσεως.

70      Χωρίς να υπάρχει λόγος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού της επιχειρηματολογίας που αντλείται από το ανυπόστατο της πρώτης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αβάσιμη.

71      Εκτός από την επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στη σκέψη 67 ανωτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επιχειρήσει να θεραπεύσει τα ελαττώματα της πρώτης αποφάσεως παραπέμποντας, αφενός, στην τροποποιητική απόφαση και, αφετέρου, στην ανακοίνωση των αιτιάσεων που της απεστάλη προ οκτώ ετών, δεδομένου ότι η νομιμότητα μιας αποφάσεως δεν μπορεί είναι δυνατό να εκτιμηθεί με βάση την παραπομπή σε ένα άλλο μέτρο, προγενέστερο ή μεταγενέστερο.

72      Όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας να διαπιστωθεί από το Γενικό Δικαστήριο το ανυπόστατο της πρώτης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης απολαύουν κατ’ αρχήν τεκμηρίου νομιμότητας και, ως εκ τούτου, παράγουν έννομα αποτελέσματα, ακόμη και αν βαρύνονται με πλημμέλειες, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί ή ανακληθεί (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1994, C‑137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑2555, σκέψη 48, της 8ης Ιουλίου 1999, C‑227/92 P, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4443, σκέψη 69, και της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑475/01, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2004, σ. I‑8923, σκέψη 18).

73      Κατ’ εξαίρεση όμως από την αρχή αυτή, οι πράξεις οι οποίες βαρύνονται με πλημμέλεια της οποίας η σοβαρότητα είναι τόσο πρόδηλη ώστε να μη μπορεί να γίνει ανεκτή από την έννομη τάξη της Ένωσης πρέπει να θεωρούνται ότι δεν έχουν παραγάγει κανένα έννομο αποτέλεσμα, ούτε καν προσωρινό, δηλαδή να θεωρούνται νομικώς ανύπαρκτες. Η εξαίρεση αυτή αποβλέπει στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των δύο θεμελιωδών, αλλά ενίοτε ανταγωνιστικών μεταξύ τους, επιταγών τις οποίες πρέπει να τηρεί μια έννομη τάξη, δηλαδή της σταθερότητας των εννόμων σχέσεων και της τηρήσεως της νομιμότητας (αποφάσεις Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 72, σκέψη 49, και Hoechst κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 72, σκέψη 70).

74      Η σοβαρότητα των συνεπειών που συναρτώνται προς την αναγνώριση του ανυποστάτου μιας πράξεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης επιτάσσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να επιφυλάσσεται η αναγνώριση αυτή σε εντελώς ακραίες περιπτώσεις (αποφάσεις Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 72, σκέψη 50, και Hoechst κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 72, σκέψη 76).

75      Διαπιστώνεται εκ προοιμίου εν προκειμένω ότι οι πλημμέλειες που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν είναι τόσο προδήλως σοβαρές ώστε να πρέπει η απόφαση να θεωρηθεί ως νομικώς ανυπόστατη.

76      Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η πρώτη απόφαση δεν της παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το ακριβές περιεχόμενο των αιτιάσεων λόγω των οποίων της επιβλήθηκαν κυρώσεις και δεν θεμελιώνει αρκούντως τα όσα της προσάπτει η Επιτροπή, αναφερόμενη ρητώς συναφώς στις αιτιολογικές σκέψεις 496, 515, 516 και στην υποσημείωση 102 της πρώτης αποφάσεως.

77      Ερωτηθείσα συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι η υπό κρίση αιτίαση βάλλει απλώς και μόνον κατά της εκ μέρους της Επιτροπής παρατεθείσας αιτιολογίας.

78      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εμφαίνει κατά τρόπο σαφή και απαλλαγμένο αιρέσεων τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλόμενων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά να τους παρασχεθούν εξηγήσεις. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 15 ΑΧ πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα όχι μόνο του περιεχομένου της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, T‑57/91, NALOO κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1019, σκέψη 298, και της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T‑45/98 και T‑47/98, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3757, σκέψη 129· βλ., επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63, και της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑280/08 P, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I-9555, σκέψη 131 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Εξάλλου, όσον αφορά τις ατομικές αποφάσεις, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των ατομικών αποφάσεων έχει ως σκοπό, εκτός του να καθιστά δυνατό τον έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων, να παρέχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια λόγω της οποίας θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑8947, σκέψη 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Συνεπώς, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει (απόφαση Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 79, σκέψη 149).

81      Διαπιστώνεται ότι η πρώτη απόφαση δεν περιείχε τα παραρτήματά της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν πλείονες πίνακες στους οποίους παρέπεμπαν οι αιτιολογικές σκέψεις 451 (πίνακας 13), 513 (πίνακες 1 και 3), 515 (πίνακες 1 έως 3), 516 (πίνακες 9, 11 έως 14 και 16) και 518 (πίνακες 11, 12 και 14), καθώς και οι υποσημειώσεις 102 (πίνακες 15 έως 17), 127 (πίνακες 18 έως 21), 198 (πίνακες 22 και 23), 264 (πίνακες 24 και 25), 312 (πίνακας 26), 362 (πίνακας 27), 405 (πίνακας 28), 448 (πίνακες 29 και 30) και 563 (όλοι οι προσαρτημένοι στην απόφαση πίνακες) της πρώτης αποφάσεως. Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι επρόκειτο περί πινάκων οι οποίοι καταρτίσθηκαν για να διευκολύνουν και να καταστήσουν πιο άμεση την κατανόηση των διακυμάνσεων των τιμών μνεία των οποίων έγινε στην πρώτη απόφαση, και οι οποίοι απλώς επαναλάμβαναν σχηματικώς τις πληροφορίες και τα στοιχεία που υπήρχαν στον φάκελο.

82      Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί αν, ανεξαρτήτως της ελλείψεως των πινάκων των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 81 ανωτέρω, οι σχετικές αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής, προς στήριξη των οποίων έγινε μνεία των εν λόγω πινάκων, εμφαίνουν κατά τρόπο σαφή και απαλλαγμένο αιρέσεων τη συλλογιστική της Επιτροπής και παρέσχαν τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούσαν το ληφθέν μέτρο.

83      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται, όπως υποστήριξε και η Επιτροπή, ότι όλοι οι πίνακες είχαν επισυναφθεί στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και ότι η προσφεύγουσα γνώριζε το περιεχόμενό τους, δεδομένου ότι τους επισύναψε ως παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής της και ότι αναφέρθηκε στους εν λόγω πίνακες στα σημεία 83, 98, 100, 101 και 125 της προσφυγής αυτής.

84      Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι, στην τροποποιητική απόφαση, η Επιτροπή δεν τροποποίησε το σύνολο των παραπομπών στους ελλείποντες πίνακες οι οποίες υπήρχαν στην πρώτη απόφαση, αλλά μόνον τις εν λόγω παραπομπές που περιέχονταν στις υποσημειώσεις 102, 127, 198, 264, 312, 362, 405 και 448 της αποφάσεως αυτής.

85      Πρώτον, όσον αφορά τους πίνακες 15 έως 17 (μνεία των οποίων έγινε στην υποσημείωση 102 της πρώτης αποφάσεως), διαπιστώνεται ότι οι πίνακες αυτοί περιέχουν, κατά την υποσημείωση αυτή, παράθεση των «στοιχείων που αφορούν τις τροποποιήσεις των “προσθέτων τιμών λόγω διαστάσεων” που χαρακτήριζαν τη βιομηχανία οπλισμού σκυροδέματος στην Ιταλία μεταξύ του Δεκεμβρίου του 1989 και του Ιουνίου του 2000». Η Επιτροπή αναφέρεται στους πίνακες αυτούς προς στήριξη της πρώτης περιόδου της αιτιολογικής σκέψεως 126 της πρώτης αποφάσεως, η οποία έχει ως εξής:

«Κατά την πρώτη σύσκεψη της οποίας έλαβε γνώση η Επιτροπή (της 6ης Δεκεμβρίου 1989, στην [Ένωση Βιομηχάνων της Brescia]), οι μετέχοντες αποφάσισαν ομοφώνως να αυξήσουν, από τη Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 1989, τις πρόσθετες τιμές που συνδέονται με τη διάμετρο του οπλισμού σκυροδέματος, σε ράβδους ή σε ρόλλους, που προοριζόταν για την ιταλική αγορά (+ 10 ITL/kg για τις “πρόσθετες τιμές” από 14 έως 30 mm, + 15 ITL/kg για τις “πρόσθετες τιμές” από 8 έως 12 mm, + 20 ITL/kg για τις “πρόσθετες τιμές” από 6 mm· γενική αύξηση κατά 5 ITL/kg για το υλικό σε ρόλλους).»

86      Διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή παρέθεσε ρητώς, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, τις αυξήσεις των συνδεομένων με τη διάμετρο του οπλισμού σκυροδέματος προσθέτων τιμών που αποφασίσθηκαν από τους μετέχοντες στη σύσκεψη της 6ης Δεκεμβρίου 1989, καθώς και την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος τους. Εξάλλου, όσον αφορά τις μεταγενέστερες αυξήσεις οι οποίες, κατά την υποσημείωση 102 της πρώτης αποφάσεως, παρατίθενται επίσης στους πίνακες αυτούς (δεδομένου ότι καλύπτουν το διάστημα μεταξύ του 1989 και του 2000), επισημαίνεται ότι οι αυξήσεις αυτές δεν αποτελούν το αντικείμενο του σημείου 4.1 της πρώτης αποφάσεως, στο οποίο περιλαμβάνεται η αιτιολογική σκέψη 126 και το οποίο αφορά τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων μεταξύ του 1989 και του 1992. Εν πάση περιπτώσει, μνεία των αυξήσεων αυτών γίνεται επίσης, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 126 έως 128 και 133 (για τα έτη 1989-1992), 93 και 94 (για τα έτη 1993-1994), 149 έως 151, 162 και 163 (για το 1995), 184 και 185 (για το 1996), 199, 200 και 213 (για το 1997), 269 (για το 1999) και 296 έως 304 (για το 2000), καθώς και στις αιτιολογικές σκέψεις 439 και 515 της πρώτης αποφάσεως.

87      Δεύτερον, όσον αφορά τους πίνακες 18 έως 21, μνεία των οποίων γίνεται στην υποσημείωση 127 της πρώτης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι περιέχουν, κατά την υποσημείωση αυτή, παράθεση των «στοιχείων που αφορούν τις βασικές τιμές των τιμοκαταλόγων ή τις κοινοποιηθείσες στους αντιπροσώπους για το διάστημα τέλος 1989/τέλος 1992, και τα οποία [είχε] στην κατοχή της η Επιτροπή». Η Επιτροπή αναφέρεται στους πίνακες αυτούς προς στήριξη της αιτιολογικής σκέψεως 131 της πρώτης αποφάσεως, η οποία έχει ως εξής:

«Όσον αφορά τις βασικές τιμές του οπλισμού σκυροδέματος οι οποίες ίσχυαν κατά το διάστημα εφαρμογής της προαναφερθείσας συμφωνίας, σημειωτέον ότι η IRO και (η πρώην) Ferriera Valsabbia SpA εφάρμοζαν, από τις 16 Απριλίου 1992, την τιμή των 210 ITL/kg και, από την 1η/6η Μαΐου1992, την τιμή των 225 ITL/kg. Από την 1η/8η Ιουνίου 1992, οι IRO, (πρώην) Ferriera Valsabbia SpA, Acciaieria di Darfo SpA και Acciaierie e Ferriere Leali Luigi SpA εφάρμοζαν την τιμή των 235 ITL/kg.»

88      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε μεν στις πέντε σελίδες του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας, μνεία των οποίων γίνεται στην υποσημείωση 126 της πρώτης αποφάσεως, παρέθεσε όμως ρητώς, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, τις βασικές τιμές τις οποίες είχαν καθορίσει οι επιχειρήσεις των οποίων έγινε μνεία στην αιτιολογική σκέψη αυτή, καθώς και την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος τους. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 419 της πρώτης αποφάσεως, έκρινε ότι η πρώτη πρακτική που αφορούσε τον καθορισμό της βασικής τιμής άρχισε το αργότερο στις 16 Απριλίου 1992. Τα στοιχεία που ενδεχομένως περιέχονταν στους πίνακες 18 έως 21 της πρώτης αποφάσεως, τα οποία αφορούσαν τις βασικές τιμές για το διάστημα, κατά την υποσημείωση 127 της πρώτης αποφάσεως, μεταξύ του «τέλους [του] 1989» και της 16ης Απριλίου 1992, δεν έχουν, επομένως, σημασία για την κατανόηση των αιτιάσεων της Επιτροπής που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 131 της πρώτης αποφάσεως.

89      Τρίτον, όσον αφορά τους πίνακες 22 και 23, μνεία των οποίων γίνεται στην υποσημείωση 198 της πρώτης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι περιέχουν, κατά την υποσημείωση αυτή, παράθεση των «στοιχείων που αφορούν τις βασικές τιμές των τιμοκαταλόγων ή τις κοινοποιηθείσες στους αντιπροσώπους για τα έτη 1993 και 1994, και τα οποία [είχε] στην κατοχή της η Επιτροπή». Η Επιτροπή αναφέρεται στους πίνακες αυτούς προς στήριξη της αιτιολογικής σκέψεως 145 της πρώτης αποφάσεως, η οποία έχει ως εξής:

«Όπως προβλέπεται στην τηλεομοιοτυπία της Federacciai της 25ης Νοεμβρίου 1994, διεξήχθη νέα σύσκεψη την 1η Δεκεμβρίου 1994 στην Brescia, κατά την οποία ελήφθησαν οι αποφάσεις που διευκρινίζονται σε μια άλλη τηλεομοιοτυπία της Federacciai την οποία έλαβαν οι επιχειρήσεις στις 5 Δεκεμβρίου 1994. Οι αποφάσεις αυτές είχαν ως αντικείμενο:

–        τις τιμές του οπλισμού σκυροδέματος (320 ITL/kg, βασική εκ Brescia, με άμεσο αποτέλεσμα)·

–        τις πληρωμές (από 1ης Ιανουαρίου 1995, η μέγιστη προθεσμία θα είναι 60/90 ημέρες τέλος του μήνα· από 1ης Μαρτίου 1995, η προθεσμία αυτή θα περιοριστεί σε 60 ημέρες) και τις εκπτώσεις·

–        την παραγωγή (υποχρέωση, για εκάστη των επιχειρήσεων, να γνωστοποιήσει στη Federacciai, πριν τις 7 Δεκεμβρίου 1994, το βάρος σε τόνους του οπλισμού σκυροδέματος που παρήχθη τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1994).

Η Alfa Acciai Srl υιοθέτησε τη νέα βασική τιμή στις 7 Δεκεμβρίου 1994. Στις 21 Δεκεμβρίου 1994, την υιοθέτησε και η Acciaieria di Darfo SpA, η δε Alfa Acciai Srl επιβεβαίωσε εκ νέου την ίδια τιμή. Η βασική τιμή της [Lucchini-SP] για τον Ιανουάριο του 1995 ήταν επίσης 320 ITL/kg.»

90      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε στους πίνακες τους οποίους αφορά η υποσημείωση 198 της πρώτης αποφάσεως προς στήριξη της διαπιστώσεώς της ότι «η Alfa Acciai Srl υιοθέτησε τη νέα βασική τιμή στις 7 Δεκεμβρίου 1994», «[σ]τις 21 Δεκεμβρίου 1994, την υιοθέτησε και η Acciaieria di Darfo SpA, η δε Alfa Acciai Srl επιβεβαίωσε εκ νέου την ίδια τιμή». Η «νέα βασική τιμή» και η «ίδια τιμή» των οποίων γίνεται μνεία ήταν η τιμή των 320 ιταλικών λιρών ανά χιλιόγραμμο (ITL/kg), η οποία παρατίθεται στην πρώτη περίπτωση της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως. Τα στοιχεία που ενδεχομένως περιέχονται στους πίνακες 22 και 23 της πρώτης αποφάσεως, τα οποία αφορούν τις βασικές τιμές για το διάστημα μεταξύ του 1993 και της 7ης Δεκεμβρίου 1994 δεν έχουν, επομένως, σημασία για την κατανόηση των αιτιάσεων της Επιτροπής που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 145 της πρώτης αποφάσεως.

91      Τέταρτον, όσον αφορά τους πίνακες 24 και 25, μνεία των οποίων γίνεται στην υποσημείωση 264 της πρώτης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι περιέχουν, κατά την υποσημείωση αυτή, παράθεση των «στοιχείων που αφορούν τις βασικές τιμές των τιμοκαταλόγων ή τις κοινοποιηθείσες στους αντιπροσώπους (και, ως προς τη Lucchini Siderurgica, ωσαύτως των στοιχείων που αφορούν τη μηνιαία κατάσταση) για το 1995, και τα οποία [είχε] στην κατοχή της η Επιτροπή». Η Επιτροπή αναφέρεται τους πίνακες προς στήριξη της αιτιολογικής σκέψεως 174 της πρώτης αποφάσεως, η οποία έχει ως εξής:

«Στη συνέχεια, σε έγγραφο το οποίο χρονολογείται στις πρώτες ημέρες Οκτωβρίου 1995, το οποίο κατείχε η Federacciai (χειρόγραφο της γραμματέως του εκτελούντος καθήκοντα γενικού διευθυντή) εκτίθενται τα εξής:

–        η πελατεία συζητούσε εκ νέου τις πληρωμές (εξ ου η ανάγκη μιας ανακοινώσεως που επιβεβαιώνει εκ νέου τη σταθερότητα της θέσεως που αφορά τις πληρωμές)·

–        από την προηγούμενη εβδομάδα, η τιμή του οπλισμού σκυροδέματος είχε μειωθεί κατά ακόμη 5/10 ITL/kg, τοποθετούμενη ως εκ τούτου στις 260/270 ITL/kg περίπου στη ζώνη της Brescia, με δημοσιευθείσες τιμές χαμηλότερες από 250 ITL/kg εκτός της ζώνης αυτής·

–        η μάλλον συγκεχυμένη κατάσταση της αγοράς καθιστούσε δυσχερές το καθήκον της παροχής ακριβών αριθμητικών στοιχείων για την τιμή· και

–        έπρεπε να ζητηθούν από τις επιχειρήσεις τα στοιχεία που αφορούσαν τις παραγγελίες της 39ης (από τις 25 έως τις 29 Σεπτεμβρίου 1995) και της 40ής εβδομάδας (από τις 2 έως τις 6 Οκτωβρίου 1995).»

92      Επισημαίνεται ως εκ τούτου ότι, στην αιτιολογική σκέψη 174 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή περιορίστηκε στην παράθεση του περιεχομένου ενός χειρογράφου της γραμματέως του εκτελούντος καθήκοντα γενικού διευθυντή, το οποίο συνετάγη τον Οκτώβριο του 1995. Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρθηκε στους πίνακες 24 και 25 μόνον προς στήριξη του συμπεράσματος που περιέχεται στο έγγραφο αυτό ότι «η μάλλον συγκεχυμένη κατάσταση της αγοράς καθιστούσε δυσχερές το καθήκον της παροχής ακριβών αριθμητικών στοιχείων για την τιμή». Συνεπώς, οι πίνακες 24 και 25 προφανώς δεν έχουν σημασία για την κατανόηση των αιτιάσεων της Επιτροπής που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 174 της πρώτης αποφάσεως.

93      Πέμπτον, όσον αφορά τον πίνακα 26, μνεία του οποίου γίνεται στην υποσημείωση 312 της πρώτης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι ο πίνακας αυτός περιέχει, κατά την υποσημείωση αυτή, παράθεση των «στοιχείων που αφορούν τις βασικές τιμές των τιμοκαταλόγων ή τις κοινοποιηθείσες στους αντιπροσώπους (και, ως προς τη Lucchini Siderurgica, ωσαύτως των στοιχείων που αφορούν τη μηνιαία κατάσταση) για το 1996, και τα οποία [είχε] στην κατοχή της η Επιτροπή». Η Επιτροπή αναφέρεται στον πίνακα αυτόν προς στήριξη διαπιστώσεως που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 200 της πρώτης αποφάσεως, κατά την οποία, «[κ]ατά το διάστημα από τις 22 Οκτωβρίου 1996 έως τις 17 Ιουλίου 1997, διεξήχθησαν τουλάχιστον δώδεκα συσκέψεις των εμπορικών διευθυντών των επιχειρήσεων, [… συγκεκριμένα την] Τρίτη 22 Οκτωβρίου 1996, οπότε επιβεβαιώθηκε για τον Νοέμβριο του 1996 η τιμή των 230 ITL/kg βασική εκ Brescia και η διατήρηση της δημοσιευθείσας τιμής των 210 ITL/kg αποκλειστικώς και μόνο για τις παραδόσεις του Οκτωβρίου».

94      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, παρά την έλλειψη του πίνακα 26 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέθεσε ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 200 της αποφάσεως αυτής, τις βασικές τιμές κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, καθώς και το χρονικό σημείο ενάρξεως ισχύος τους.

95      Έκτον, όσον αφορά τον πίνακα 27, μνεία του οποίου γίνεται στην υποσημείωση 362 της πρώτης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι ο πίνακας αυτός περιέχει, κατά την υποσημείωση αυτή, παράθεση των «στοιχείων που αφορούν τις βασικές τιμές των τιμοκαταλόγων ή τις κοινοποιηθείσες στους αντιπροσώπους (και, ως προς τη Lucchini Siderurgica, ωσαύτως των στοιχείων που αφορούν τη μηνιαία κατάσταση) για το 1997, και τα οποία [είχε] στην κατοχή της η Επιτροπή». Η Επιτροπή αναφέρεται στον πίνακα αυτόν προς στήριξη διαπιστώσεως που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 216 της πρώτης αποφάσεως, η οποία έχει ως εξής:

«Εν πάση περιπτώσει, οι [Lucchini-SP …], Acciaieria di Darfo SpA, Alfa Acciai Srl, Feralpi Siderurgica Srl, IRO, Riva Prodotti Siderurgici SpA και (πρώην) Ferriera Valsabbia SpA είναι οι επτά επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται μια ανακοίνωση (της 24ης Νοεμβρίου 1997) του Pierluigi Leali, με αντικείμενο τη “Συμφωνία τιμές-παραδόσεις” […] “Την τιμή των 270 ITL/kg ζήτησαν λίγες επιχειρήσεις, χωρίς αποτέλεσμα –συνέχιζε η ανακοίνωση–, ενώ, στην πραγματικότητα, η δημοσιευθείσα τιμή σταθεροποιήθηκε στις 260 ITL/kg, σε μερικές δε περιπτώσεις ήταν ακόμη χαμηλότερη, όπως πολλοί επιβεβαίωσαν κατά την τελευταία σύσκεψη των εμπορικών διευθυντών. Σημειώνουμε πάντως με κάποια ικανοποίηση ότι η πτώση σταμάτησε χάρη στον καθορισμό ποσοστώσεων για τις παραδόσεις τον οποίο όλοι σεβόμαστε και ο οποίος, σύμφωνα με τις συμφωνίες, θα ελέγχεται από οριζόμενους προς τούτο εξωτερικούς επιθεωρητές”. “Στο τέλος αυτού του μηνός –συνέχιζε ακόμη η ανακοίνωση–, το οποίο αργεί να έρθει λόγω της απραξίας, είναι απαραίτητη η επέμβαση με την άμεση σταθεροποίηση της δημοσιευθείσας ελάχιστης τιμής των 260 ITL/kg (η οποία βεβαίως δεν θα επηρεάσει τις λίγες αγορές του διαστήματος αυτού). Με τον προγραμματισμό των συμφωνηθεισών παραδόσεων του Δεκεμβρίου (– 20 % σε σχέση με τον Νοέμβριο), είμαστε βεβαίως σε θέση να διατηρήσουμε το συμφωνηθέν επίπεδο τιμών· είναι πάντως απαραίτητο –κατέληξε ο Pierluigi Leali– να μη δεχθεί κανείς παρεκκλίσεις από την καθορισθείσα ελάχιστη τιμή (260 ITL/kg)”.»

96      Ως εκ τούτου, από το γράμμα της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως προκύπτει ότι η Επιτροπή απλώς και μόνον παρέθεσε την ανακοίνωση της 24ης Νοεμβρίου 1997, μνεία της οποίας γίνεται στη σκέψη αυτή. Συνεπώς, ο πίνακας 27 προφανώς δεν έχει σημασία για την κατανόηση της αιτιάσεως της Επιτροπής που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 216 της πρώτης αποφάσεως.

97      Έβδομον, όσον αφορά τον πίνακα 28, μνεία του οποίου γίνεται στην υποσημείωση 405 της πρώτης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι ο πίνακας αυτός περιέχει, κατά την υποσημείωση αυτή, παράθεση των «στοιχείων που αφορούν τις βασικές τιμές των τιμοκαταλόγων ή τις κοινοποιηθείσες στους αντιπροσώπους (και, ως προς τη Lucchini Siderurgica, ωσαύτως των στοιχείων που αφορούν τη μηνιαία κατάσταση) για το 1998, και τα οποία [είχε] στην κατοχή της η Επιτροπή». Η Επιτροπή αναφέρεται στον πίνακα αυτόν προς στήριξη διαπιστώσεως που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 241 της πρώτης αποφάσεως, η οποία έχει ως εξής:

«Στις 11 Σεπτεμβρίου 1998, ο Pierluigi Leali απέστειλε ανακοίνωση […] στην οποία, αναφερόμενος στην εκφρασθείσα (κατά τη διάρκεια συναντήσεως στις 9 Σεπτεμβρίου 1998) πρόθεση διατηρήσεως της ελάχιστης δημοσιευθείσας τιμής σε “70 ITL βάση εκ” ???, επισήμανε την ύπαρξη “περιπτώσεων ασυνήθους συμπεριφοράς, συγκεκριμένα δημοσιευθείσες τιμές χαμηλότερες κατά 5 ITL/kg κατά μέσον όρο από το καθορισθέν επίπεδο, περιπτώσεις οι οποίες ήταν ακόμη σοβαρότερες σε ορισμένες ζώνες του Νότου”. “Όσον μας αφορά —έγραφε ο Pierluigi Leali— το συμφωνηθέν ελάχιστο επίπεδο διατηρείται, με μια συνακόλουθη μείωση της ροής των παραγγελιών”. “Ελπίζουμε —κατέληγε η ανακοίνωση— ότι, κατά τη σύσκεψη των εμπορικών διευθυντών που θα διεξαχθεί αυτή την Τρίτη 15, θα παρατηρήσουμε ότι οι τιμές διατηρούνται σε καλό επίπεδο, ώστε ενδεχομένως να αυξηθούν οι δημοσιευθείσες τιμές.”»

98      Συνεπώς, από το γράμμα της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως προκύπτει ότι η Επιτροπή απλώς και μόνον παρέθεσε την ανακοίνωση της 11ης Σεπτεμβρίου 1998, μνεία της οποίας γίνεται στη σκέψη αυτή. Συνεπώς, ο πίνακας 28 προφανώς δεν έχει σημασία για την κατανόηση της αιτιάσεως της Επιτροπής που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 241 της πρώτης αποφάσεως.

99      Όγδοον, όσον αφορά τους πίνακες 29 και 30, μνεία των οποίων γίνεται στην υποσημείωση 448 της πρώτης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι περιέχουν, κατά την υποσημείωση αυτή, παράθεση των «στοιχείων που αφορούν τις βασικές τιμές των τιμοκαταλόγων ή τις κοινοποιηθείσες στους αντιπροσώπους (και, ως προς τη Lucchini/Siderpotenza, ωσαύτως των στοιχείων που αφορούν τη μηνιαία κατάσταση) για το 1999, και τα οποία [είχε] στην κατοχή της η Επιτροπή». Η Επιτροπή αναφέρεται στους πίνακες προς στήριξη της αιτιολογικής σκέψεως 276 της πρώτης αποφάσεως, η οποία έχει ως εξής:

«Συμπληρωματικές πληροφορίες για την κατάσταση της αγοράς του οπλισμού σκυροδέματος στην Ιταλία κατά το διάστημα εκείνο περιέχονται σε έγγραφο καταρτισθέν από τη Leali στις 10 Νοεμβρίου 1999, και ειδικότερα στο τμήμα με τον τίτλο “Οφέλη και όρια της εμπορικής συμφωνίας του 1999”, στο οποίο αναγράφονται τα εξής: “Η βασική συμφωνία που συνήφθη μεταξύ των εγχωρίων παραγωγών επέτρεψε, κατά τη διάρκεια του 1999, να αντιστραφεί η κατάσταση της αδυναμίας των τιμών που είχε χαρακτηρίσει τις δύο προηγούμενες περιόδους εμπορίας (1997 και 1998) και να ανακτηθούν άνω των 50 ITL/kg μικτού περιθωρίου κέρδους. Κατά το 1998, το μέσο μικτό περιθώριο κέρδους (τιμή πωλήσεως — κόστος των πρώτων υλών) ανερχόταν σε 70 ITL/kg, και επί πέντε μήνες έπεσε κάτω από το όριο αυτό”. “Η επιτευχθείσα συμφωνία κατέστησε δυνατή τη σταθεροποίηση των τιμών πωλήσεως κατά τη διάρκεια του έτους και οι παραγωγοί ήταν σε θέση να επωφεληθούν από την κατάσταση του κόστους των πρώτων υλών, αυξάνοντας το μικτό περιθώριο κέρδους κατά περισσότερες από 50 ITL/kg, ώστε αυτό ανήλθε έως τις 122 ITL/kg καθαρά.”»

100    Συνεπώς, από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 276 της πρώτης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή απλώς και μόνον παρέθεσε την ανακοίνωση της 10ης Νοεμβρίου 1999, μνεία της οποίας γίνεται στη σκέψη αυτή. Συνεπώς, η έλλειψη των πινάκων 29 και 30 προφανώς δεν έχει σημασία για την κατανόηση της αιτιάσεως της Επιτροπής που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 276 της πρώτης αποφάσεως.

101    Ένατον, η αναφορά στον πίνακα 13, μνεία του οποίου γίνεται στην αιτιολογική σκέψη 451 της πρώτης αποφάσεως, γίνεται προς στήριξη της διαπιστώσεως ότι, «[ό]σον αφορά το 1997, διαπιστώνεται ότι το έτος αυτό χαρακτη[ριζόταν] κατά το πρώτο εξάμηνό του, από διαρκή αύξηση της βασικής τιμής που καθοριζόταν με την αντίθετη στον ανταγωνισμό σύμπραξη: 190 ITL/kg, τιμή καθορισθείσα κατά τη σύσκεψη της 30ής Ιανουαρίου· 210 ITL/kg, τιμή καθορισθείσα κατά τη σύσκεψη της 14ης Φεβρουαρίου· 250 ITL/kg, τιμή καθορισθείσα κατά τη σύσκεψη της 10ης Ιουλίου (αιτιολογική σκέψη 200)» και ότι, «[κ]ατά ο ίδιο διάστημα, η μέση βασική τιμή της αγοράς [αύξανε] και αυτή διαρκώς, οπότε, από τις 170 ITL/kg τον Ιανουάριο, έφθασε στις 240 ITL/kg τον Ιούλιο (συνημμένος πίνακας 13)· τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, η μέση βασική τιμή της αγοράς αυξήθηκε κι άλλο, ώστε έφθασε τις 290 ITL/kg (συνημμένος πίνακας 13)». Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε ρητώς, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, τις αυξήσεις της βασικής τιμής που αφορούσαν το έτος 1997, οπότε, προφανώς, ο εν λόγω πίνακας δεν ήταν απαραίτητος για την κατανόηση της συλλογιστικής της Επιτροπής.

102    Δέκατον, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 496 της πρώτης αποφάσεως (υποσημείωση 563 της πρώτης αποφάσεως), η Επιτροπή παρέπεμψε, συνολικώς, στους «πίνακες που έχουν επισυναφθεί στην παρούσα απόφαση», προκειμένου να στηρίξει τη διαπίστωση ότι «[α]πό τις πληροφορίες της […] προ[έκυπτε] ότι όλες οι εμπλεκόμενες στην παρούσα διαδικασία επιχειρήσεις [είχαν] δημοσιεύσει τιμοκαταλόγους κατά το επίμαχο διάστημα». Υπογραμμίζεται πάντως ότι η αιτιολογική σκέψη 496 της πρώτης αποφάσεως παραπέμπει επίσης στις αιτιολογικές σκέψεις  419 έως 433 της αποφάσεως αυτής, οι οποίες «περιέχουν τον κατάλογο όλων των αποδεδειγμένων περιπτώσεων στις οποίες η βασική τιμή αποτέλεσε το αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ των επιχειρήσεων (περιλαμβανομένης της ενώσεως)». Συναφώς, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, «[α]πό τις περιπτώσεις αυτές, [είχε] ήδη γίνει μνεία μερικών, όταν διαπιστώθηκε η ύπαρξη συμπτώσεως βουλήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 473 έως 475)», ότι, «[γ]ια τις λοιπές περιπτώσεις, μεταξύ του 1993 και του 2000, [έπρεπε] να χρησιμοποιηθεί η έννοια της συνεννοήσεως» και ότι «[σ]κοπός της συνεννοήσεως αυτής ήταν να επηρεάσει τη συμπεριφορά των παραγωγών στην αγορά και να δημοσιοποιήσει τη συμπεριφορά την οποία καθένας από αυτούς σκόπευε συγκεκριμένα να ακολουθήσει όσον αφορά τον καθορισμό της βασικής τιμής». Συνεπώς, το σύνολο των πινάκων που επισυνάφθηκαν στην πρώτη απόφαση προφανώς δεν είναι απαραίτητο για την κατανόηση της αιτιάσεως της Επιτροπής.

103    Ενδέκατον, όσον αφορά τις παραπομπές στους πίνακες 1 έως 3, 9, 11 έως 14 και 16 που υπάρχουν στις αιτιολογικές σκέψεις 513, 515, 516 και 518 της πρώτης αποφάσεως, υπογραμμίζεται ότι οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις εντάσσονται στο τμήμα της πρώτης αποφάσεως το οποίο αφορά τα αποτελέσματα των περιοριστικών πρακτικών στην αγορά και ότι, από την ανάλυση του περιεχομένου τους, προκύπτει ότι οι πίνακες των οποίων γίνεται μνεία στις αιτιολογικές σκέψεις αυτές είτε απλώς περιέχουν τα αριθμητικά στοιχεία τα οποία παρατίθενται στις εν λόγω σκέψεις είτε δεν είναι απαραίτητοι για την κατανόηση της συλλογιστικής της Επιτροπής όσον αφορά τα αποτελέσματα της συμπράξεως.

104    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η παράλειψη επισυνάψεως στην πρώτη απόφαση των πινάκων μνεία των οποίων έγινε στη σκέψη 81 ανωτέρω εμπόδισε την προσφεύγουσα να κατανοήσει τις αιτιάσεις που παρατέθηκαν στην πρώτη απόφαση.

105    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως των ανωτέρω πινάκων, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το σώμα των επιτρόπων κλήθηκε να αποφανθεί χωρίς να έχει λάβει πλήρη και ολοκληρωμένη γνώση των στοιχείων στα οποία στηριζόταν το μέτρο, οπότε η πρώτη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

106    Κρίνεται ότι το γεγονός ότι δεν επισυνάφθηκαν στην πρώτη απόφαση οι πίνακες των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 81 ανωτέρω είναι δυνατό να συνεπάγεται το παράνομο της αποφάσεως αυτής μόνον αν το γεγονός αυτό δεν επέτρεψε στο σώμα των επιτρόπων να επιβάλει κυρώσεις για τη συμπεριφορά που περιγράφεται στο άρθρο 1 της πρώτης αποφάσεως έχοντας πλήρη επίγνωση, δηλαδή χωρίς να έχει παραπλανηθεί όσον αφορά ουσιώδες σημείο από ανακρίβειες ή παραλείψεις (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1991, T‑69/89, RTE κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑485, σκέψεις 23 έως 25, της 27ης Νοεμβρίου 1997, T‑290/94, Kaysersberg κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-2137, σκέψη 88, της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑491, σκέψη 742, και της 17ης Φεβρουαρίου 2011, T‑122/09, Zhejiang Xinshiji Foods και Hubei Xinshiji Foods κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 104 και 105).

107    Δεδομένου ότι, παρά την έλλειψη των προπαρατεθέντων πινάκων, τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η πρώτη απόφαση εκτίθενται επαρκώς στην απόφαση αυτή (βλ. σκέψεις 76 έως 104 ανωτέρω), δεν είναι δυνατό να υποστηρίζεται ότι το σώμα των επιτρόπων δεν είχε λάβει, κατά την έγκριση της πρώτης αποφάσεως, πλήρη και ολοκληρωμένη γνώση των στοιχείων στα οποία στηριζόταν το μέτρο. Συνεπώς, η παράλειψη αυτή δεν ήταν ικανή να καταστήσει πλημμελή τη διαδικασία εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως και να κλονίσει κατά τον τρόπο αυτόν τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως.

108    Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν αναρμοδιότητα της Επιτροπής και πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη νομική βάση της παραβάσεως και του προστίμου, κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση της διαδικασίας

109    Πρέπει να εξετασθούν από κοινού ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν αναρμοδιότητα της Επιτροπής και πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη νομική βάση της παραβάσεως και του προστίμου, κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση της διαδικασίας και οι οποίοι θέτουν κατ’ ουσίαν το ζήτημα της αρμοδιότητας της Επιτροπής να εκδώσει την πρώτη απόφαση.

110    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ότι η πρώτη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, διότι η Επιτροπή της επέβαλε πρόστιμο χωρίς νομική βάση, πράγμα που αντιβαίνει τόσο στην αρχή της νομοθετικής προβλέψεως των εγκλημάτων και των ποινών (nullum crimen, nulla poena sine lege) όσο και στο θεσμικό οικοδόμημα στο οποίο στηρίζονται οι Συνθήκες και βάσει του οποίου η Επιτροπή έχει αυτοτελή εξουσία μόνον εντός του ακριβούς πλαισίου των αρμοδιοτήτων που της έχουν απονεμηθεί. Η ισχύς της Συνθήκης ΕΚΑΧ έληξε στις 23 Ιουλίου 2002 και η Επιτροπή απώλεσε ως εκ τούτου την αρμοδιότητά της όχι μόνο για την επιβολή κυρώσεων δυνάμει του άρθρου 65 ΑΧ, αλλά και για τη διαπίστωση των παραβάσεων του άρθρου αυτού, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό δεν ισχύει πλέον.

111    Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με την αρχή της νομοθετικής προβλέψεως των εγκλημάτων, κανείς δεν είναι δυνατό να τιμωρηθεί για πράξη η οποία δεν είναι πλέον παράνομη κατά την ημερομηνία της αποφάνσεως. Ως εκ τούτου, η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι μπορεί να επιβληθεί κύρωση μόνον αν η επίμαχη πράξη ήταν παράνομη όχι μόνον κατά το χρονικό σημείο τελέσεώς της, αλλά και κατά το χρονικό σημείο τυπικής επιβολής της κυρώσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία να επιβάλει κύρωση στην προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 65 ΑΧ.

112    Περαιτέρω, βάσει της αρχής της νομοθετικής προβλέψεως των ποινών και της αρχής της δοτής αρμοδιότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να στηρίξει την επιβολή κυρώσεων στην «ασύμμετρη» εφαρμογή του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 65 ΑΧ, δεδομένου ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν κάνει μνεία της διατάξεως αυτής.

113    Τέλος, η νομιμότητα των πράξεων της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου και ιδίως του άρθρου 70 της Συμβάσεως της Βιέννης περί του δικαίου των Συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969, κατά το οποίο σύμβαση μεταξύ κρατών η οποία έχει λήξει δεν γεννά πλέον υποχρεώσεις για τα συμβαλλόμενα μέρη της ή για όσους υπόκεινται σ’ αυτήν ούτε θεμελιώνει αρμοδιότητα για τα όργανά της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή μπορούσε να εφαρμόσει αναδρομικώς το άρθρο 65 ΑΧ μόνον εφόσον υπήρχε μεταβατική διάταξη αφορώσα τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η οποία δεν υφίσταται. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι Συνθήκες ΕΚ και ΕΚΑΧ συνιστούν αυτοτελείς έννομες τάξεις.

114    Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί να βασιστεί «στη γενική αρχή δικαίου κατά την οποία η lex generalis υπερτερεί της lex specialis» ούτε στην ανακοίνωση της 18ης Ιουνίου 2002.

115    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της πρώτης αποφάσεως συνεχίστηκε βάσει του κανονισμού 17, κατόπιν δε του κανονισμού 1/2003. Εντούτοις, οι κανονισμοί αυτοί ουδόλως καλύπτουν την περίπτωση συνεχίσεως μιας διαδικασίας στηριζόμενης στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει της Συνθήκης ΕΚ, και δεν επιτρέπουν την έκδοση αποφάσεως στηριζόμενης σε παραβάσεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τις οποίες δεν αφορούν οι κανονισμοί αυτοί. Ελλείψει σχετικού κανόνα δικαίου, η συνέχιση της διαδικασίας καθώς και η χρήση, στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει της Συνθήκης ΕΚ, εγγράφων που αποκτήθηκαν βάσει διατάξεων της Συνθήκης ΕΚΑΧ συνιστούν υπέρβαση εξουσίας και καταστρατήγηση διαδικασίας.

–       Επί της επιλογής της νομικής βάσεως της πρώτης αποφάσεως

116    Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι οι κοινοτικές συνθήκες ίδρυσαν μια νέα έννομη τάξη, υπέρ της οποίας τα κράτη μέλη περιορίζουν, σε όλο και ευρύτερους τομείς, τα κυριαρχικά δικαιώματά τους και της οποίας υποκείμενα είναι όχι μόνον τα κράτη μέλη αλλά και οι πολίτες τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 1963, 26/62, van Gend & Loos, Συλλογή 1954-1964, σ. 861, και της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa, Συλλογή 1954-1964, σ. 1191, 1197, γνωμοδότηση 1/91 του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1991, Συλλογή 1991, σ. I‑6079, σκέψη 21· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου SP κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 22, σκέψη 70, και της 1ης Ιουλίου 2009, T‑24/07, ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑2309, σκέψη 63).

117    Στο πλαίσιο της έννομης τάξεως αυτής, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν δοτές αρμοδιότητες. Για τον λόγο αυτόν, οι κοινοτικές πράξεις παραθέτουν στο προοίμιό τους τη νομική βάση που εξουσιοδοτεί το θεσμικό όργανο να ενεργήσει στον οικείο τομέα. Πράγματι, η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσεως ενέχει σπουδαιότητα συνταγματικού χαρακτήρα (βλ. αποφάσεις SP κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 22, σκέψη 71, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

118    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το προοίμιο της πρώτης αποφάσεως παραπέμπει στις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ και συγκεκριμένα στα άρθρα 36 ΑΧ, 47 ΑΧ και 65 ΑΧ, αλλά διαλαμβάνει μνεία και της Συνθήκης ΕΚ, του κανονισμού 17, και συγκεκριμένα του άρθρου του 11, του κανονισμού 1/2003, και συγκεκριμένα του άρθρου του 7, παράγραφος 1, του άρθρου του 18 και του άρθρου του 23, παράγραφος 2, και μνεία του κανονισμού (ΕΚ) 2842/98 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ’ εφαρμογήν των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ L 354, σ. 18).

119    Επιβάλλεται επιπλέον να υπομνησθεί ότι, στο σκεπτικό της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 1, ότι «[μ]ε την παρούσα απόφαση διαπιστώ[θηκε] παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, [ΑΧ] και [η απόφαση αυτή εκδόθηκε] βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003». Στην αιτιολογική σκέψη 3 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή προσέθεσε ότι, «[μ]ε την παρούσα απόφαση, […] [επέβαλε] πρόστιμα στις αποδέκτριες επιχειρήσεις, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003».

120    Στην αιτιολογική σκέψη 350 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ως εκ τούτου ότι «το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 συνιστ[ούσαν] τις προσήκουσες νομικές βάσεις που την εξουσιοδοτ[ούσαν] να εκδώσει την παρούσα απόφαση» και ότι, «[β]άσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, […] διαπ[ίστωσε] παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, [ΑΧ] και υποχρέω[σε] τους αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως να την παύσουν, ενώ δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, τους [επέβαλε] πρόστιμα» (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 361 της πρώτης αποφάσεως).

121    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πρώτη απόφαση, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και επέβαλε πρόστιμο στην προσφεύγουσα, βρίσκει νομικό έρεισμα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 για τη διαπίστωση της παραβάσεως και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 για την επιβολή του προστίμου.

–       Επί της αρμοδιότητας της Επιτροπής να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και να επιβάλει κύρωση, μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, βάσει του κανονισμού 1/2003

122    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη που συνιστά τη νομική βάση μιας πράξεως και νομιμοποιεί το θεσμικό όργανο της Ένωσης για την έκδοση της εν λόγω πράξεως πρέπει να ισχύει κατά τον χρόνο εκδόσεώς της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Απριλίου 2000, C‑269/97, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑2257, σκέψη 45, της 29ης Μαρτίου 2011, C‑201/09 P και C‑216/09 P, ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. I-2239, σκέψη 75, και C‑352/09 P, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑2359, σκέψη 88· αποφάσεις SP κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 22, σκέψη 118, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 74), πράγμα που αναμφισβήτητα συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της πρώτης αποφάσεως.

123    Δεύτερον, επιβάλλεται να υπογραμμισθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι κοινοτικές Συνθήκες εγκαθίδρυσαν μια ενιαία έννομη τάξη στο πλαίσιο της οποίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 305, παράγραφος 1, ΕΚ, η Συνθήκη ΕΚΑΧ συνιστούσε ειδικό καθεστώς παρεκκλίνον από τους γενικού χαρακτήρα κανόνες που έχει θεσπίσει η Συνθήκη ΕΚ (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 2009, T‑405/06, ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑771, σκέψη 57, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

124    Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Συνθήκη ΕΚΑΧ αποτελούσε, δυνάμει του άρθρου 305, παράγραφος 1, ΕΚ, lex specialis παρεκκλίνοντα από τον lex generalis που ήταν η Συνθήκη ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1985, 239/84, Gerlach, Συλλογή 1985, σ. 3507, σκέψεις 9 έως 11, γνωμοδότηση 1/94 του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 1994, Συλλογή 1994, σ. I‑5267, σκέψεις 25 έως 27· αποφάσεις SP κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 22, σκέψη 111, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 76, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 70 και 73).

125    Κατά συνέπεια, όσον αφορά τη λειτουργία της κοινής αγοράς, οι κανόνες της Συνθήκης EKAX και το σύνολο των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή της εξακολούθησαν να ισχύουν, καίτοι παρεμβλήθηκε η Συνθήκη EK (αποφάσεις του Δικαστηρίου Gerlach, προπαρατεθείσα στη σκέψη 124, σκέψη 9, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 100· απόφαση ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 77, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 70 και 73).

126    Ωστόσο, στο μέτρο που ορισμένα ζητήματα δεν αποτελούσαν αντικείμενο διατάξεων της Συνθήκης ΕΚΑΧ ή ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν βάσει αυτής, η Συνθήκη ΕΚ και οι διατάξεις που έχουν θεσπιστεί προς εκτέλεσή της μπορούσαν να εφαρμόζονται, ακόμη και πριν τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, σε προϊόντα που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1987, 328/85, Deutsche Babcock, Συλλογή 1987, σ. 5119, σκέψη 10, και Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 125, σκέψη 100· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2007, T‑94/03, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 83, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 78, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 70 και 73).

127    Βάσει του άρθρου της 97, η Συνθήκη ΕΚΑΧ έπαυσε να ισχύει στις 23 Ιουλίου 2002. Κατά συνέπεια, στις 24 Ιουλίου 2002 το πεδίο εφαρμογής του γενικού καθεστώτος που απορρέει από τη Συνθήκη ΕΚ επεκτάθηκε στους τομείς που αρχικώς διέπονταν από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ (αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 123, σκέψη 58, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 79, επικυρωθείσες κατ’ αναίρεση με τις αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 59 και 63, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 70 και 73).

128    Αν η μετάβαση από το νομικό πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΧ στο νομικό πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ επέφερε, από 24ης Ιουλίου 2002, τροποποίηση των νομικών βάσεων, των διαδικασιών και των ουσιαστικών κανόνων που έχουν εφαρμογή, η τροποποίηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της ενότητας και της συνέχειας της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών της (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑25/04, González y Díez κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3121, σκέψη 55, ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 123, σκέψη 59, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 80, επικυρωθείσες κατ’ αναίρεση με τις αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 60 και 63, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 71 και 73).

129    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η καθιέρωση και διατήρηση καθεστώτος ελεύθερου ανταγωνισμού, εντός του οποίου διασφαλίζονται οι συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού και στο οποίο στηρίζονται ιδίως οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων, αποτελεί έναν από τους κύριους σκοπούς τόσο της Συνθήκης ΕΚ όσο και της Συνθήκης ΕΚΑΧ (βλ. αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 123, σκέψη 60, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, επικυρωθείσες κατ’ αναίρεση με τις αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 60 και 63, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 71 και 73).

130    Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι οι κανόνες των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚ που διέπουν τον τομέα των συμπράξεων διαφέρουν σε κάποιο βαθμό, επισημαίνεται ότι οι έννοιες της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής κατά το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ συμπίπτουν με τις αντίστοιχες έννοιες του άρθρου 81 ΕΚ και ότι οι δύο αυτές διατάξεις τυγχάνουν της ίδιας ερμηνείας από τον δικαστή της Ένωσης. Συγκεκριμένα, ο σκοπός διασφαλίσεως ανόθευτου ανταγωνισμού στους τομείς που αρχικώς ενέπιπταν στην κοινή αγορά χάλυβα και άνθρακα δεν υπονομεύεται από τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, καθόσον εξακολουθεί να επιδιώκεται στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ από το ίδιο όργανο, την Επιτροπή, διοικητική αρχή αρμόδια για την εφαρμογή και την ανάπτυξη της πολιτικής ανταγωνισμού προς το γενικό συμφέρον της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (βλ. αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 123, σκέψη 61, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, επικυρωθείσες κατ’ αναίρεση με τις αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 60 και 63, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 71 και 73).

131    Η συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών που πρυτανεύουν κατά τη λειτουργία της επιβάλλει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθόσον διαδέχθηκε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα και εντός του δικού της διαδικαστικού πλαισίου, να διασφαλίζει, έναντι των καταστάσεων που δημιουργήθηκαν υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τον σεβασμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που υπέχουν eo tempore τόσο τα κράτη μέλη όσο και οι ιδιώτες από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ και των κανόνων που θεσπίσθηκαν για την εφαρμογή της εν λόγω Συνθήκης. Η απαίτηση αυτή είναι επιβεβλημένη κατά μείζονα λόγο διότι η στρέβλωση του ανταγωνισμού που απορρέει από τη μη τήρηση των κανόνων περί συμπράξεων ενδέχεται να παρατείνει τα διαχρονικά αποτελέσματά της και πέραν της λήψεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚ (βλ. αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 123, σκέψη 63, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, επικυρωθείσες κατ’ αναίρεση με τις αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 62 και 63, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 72 και 73).

132    Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι η διαδοχή των Συνθηκών ΕΚΑΧ, ΕΚ και ΣΛΕΕ εγγυάται, προς διασφάλιση του ελεύθερου ανταγωνισμού, ότι για κάθε συμπεριφορά η οποία αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη από το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ πραγματική κατάσταση, είτε σημειώνεται πριν είτε μετά τις 23 Ιουλίου 2002, η Επιτροπή ηδύνατο και εξακολουθεί να δύναται να επιβάλλει κυρώσεις (αποφάσεις ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 65 έως 67 και 77, και ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 55 έως 57 και 65).

133    Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει, αφενός, ότι, σύμφωνα με κοινή αρχή των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, της οποίας η καταγωγή ανατρέχει στο ρωμαϊκό δίκαιο, σε περίπτωση μεταβολής της νομοθεσίας πρέπει να διασφαλίζεται η συνέχεια των νομικών δομών, εκτός αν ο νομοθέτης εκφράσει αντίθετη βούληση, και, αφετέρου, ότι η αρχή αυτή έχει εφαρμογή στις τροποποιήσεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 1969, 23/68, Klomp, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 27, σκέψη 13, και ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 63).

134    Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ανταποκρίνεται στη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης η μη επιβολή κυρώσεων επί συνιστωσών συμπαιγνία συμπεριφορών που απαγορεύονται από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης αυτής (απόφαση ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 64).

135    Πράγματι, αφενός, το Δικαστήριο τόνισε ότι το Συμβούλιο και οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών είχαν επισημάνει ότι είναι έτοιμοι να λάβουν όλα τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των συνεπειών της λήξεως ισχύος της εν λόγω Συνθήκης. Αφετέρου, υπογράμμισε ότι η Επιτροπή είχε διευκρινίσει ότι έχει υποχρέωση να υποβάλει προτάσεις μεταβατικών διατάξεων μόνον αν τούτο κριθεί αναγκαίο και ότι, υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων γενικών αρχών δικαίου, έκρινε ότι δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων (απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 75).

136    Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αντλήσει κανένα βάσιμο επιχείρημα από την απουσία μεταβατικών διατάξεων συναφώς (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 76).

137    Υπό τις συνθήκες αυτές, θα αντέβαινε στον σκοπό και στη συνοχή των Συνθηκών και θα ήταν ασυμβίβαστο προς τη συνέχεια της έννομης τάξεως της Ένωσης να μην έχει η Επιτροπή αρμοδιότητα να διασφαλίζει την ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ και εξακολουθούν να παράγουν αποτελέσματα μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2007, C‑119/05, Lucchini, Συλλογή 2007, σ. I-6199, σκέψη 41).

138    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο κανονισμός 1/2003 και, ειδικότερα, τα άρθρα του 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, έχουν την έννοια ότι παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει, μετά τις 23 Ιουλίου 2002, την ύπαρξη συμπράξεων σε τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ ratione materiae και ratione temporis και να επιβάλει κυρώσεις, ακόμη και αν οι προμνησθείσες διατάξεις του κανονισμού αυτού δεν διαλαμβάνουν ρητή μνεία του άρθρου 65 ΑΧ (βλ. αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 123, σκέψη 64, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, επικυρωθείσες κατ’ αναίρεση με τις αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 74, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 72, 73 και 87).

139    Συναφώς, κρίνεται ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αφορά την ανακοίνωση της 18ης Ιουνίου 2002, η οποία κατά την προσφεύγουσα δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει τη βάση της αρμοδιότητας της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 65 ΑΧ, είναι αλυσιτελής, στο μέτρο που η αρμοδιότητα της Επιτροπής δεν στηρίζεται, εν προκειμένω, στην εν λόγω ανακοίνωση, αλλά στα προμνησθέντα άρθρα του κανονισμού 1/2003 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 71). Εξάλλου, τα επιχειρήματα που διατύπωσε η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι «η αυτόματη και ανεπίσημη συνέχιση […] μιας διαδικασίας [ΕΚ]ΑΧ στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ΕΚ» συνιστά υπέρβαση εξουσίας και καταστρατήγηση διαδικασίας πρέπει ως εκ τούτου ωσαύτως να απορριφθούν.

140    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η εφαρμογή, στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξεως, των κανόνων της Συνθήκης ΕΚ σε τομέα ο οποίος διεπόταν αρχικώς από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ πρέπει να πραγματοποιηθεί τηρουμένων των αρχών που διέπουν τη διαχρονική εφαρμογή του δικαίου. Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, καίτοι γίνεται εν γένει δεκτό ότι οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή εφ’ όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των κανόνων αυτών, εντούτοις δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι ουσιαστικοί κανόνες πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι έχουν εφαρμογή επί καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της ενάρξεως της ισχύος τους, μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από το γράμμα τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωρισθεί αναδρομική ισχύς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Meridionale Industria Salumi κ.λπ., Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9, και της 10ης Φεβρουαρίου 1982, 21/81, Bout, Συλλογή 1982, σ. 381, σκέψη 13· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Φεβρουαρίου 1998, T‑42/96, Eyckeler & Malt κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑401, σκέψη 55, ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 123, σκέψη 65, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 85, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 79).

141    Υπό το πρίσμα αυτό, όσον αφορά το ζήτημα των ουσιαστικών διατάξεων που έχουν εφαρμογή επί νομικής καταστάσεως η οποία διαμορφώθηκε οριστικώς προ της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η συνέχεια της έννομης τάξεως της Ένωσης και οι αφορώσες τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτήσεις επιβάλλουν την εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ επί των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους ratione materiae και ratione temporis. Το γεγονός ότι, λόγω της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το επίμαχο κανονιστικό πλαίσιο δεν είναι πλέον σε ισχύ κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκτιμάται η πραγματική κατάσταση δεν μεταβάλλει την ως άνω διαπίστωση, εφόσον η εκτίμηση αυτή αφορά νομική κατάσταση η οποία έχει οριστικώς διαμορφωθεί σε χρόνο κατά τον οποίο είχαν εφαρμογή οι ουσιαστικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ (αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 123, σκέψη 66, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 86, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 79· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Ferriere Nordκατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 126, σκέψη 96).

142    Εν προκειμένω, όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, παρατηρείται ότι η πρώτη απόφαση αφορά νομική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί οριστικώς πριν από τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ στις 23 Ιουλίου 2002, καθόσον οι παραβάσεις διήρκεσαν από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 έως τις 4 Ιουλίου 2000 (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω). Ελλείψει κάθε αναδρομικού αποτελέσματος του ουσιαστικού δικαίου του ανταγωνισμού που ίσχυε από τις 24 Ιουλίου 2002, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ αποτελεί τον ισχύοντα ουσιαστικό κανόνα που πράγματι εφάρμοσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της πρώτης αποφάσεως, υπενθυμίζεται δε ότι, από τη φύση της Συνθήκης ΕΚ ως lex generalis σε σχέση με τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, που καθιερώνεται στο άρθρο 305 ΕΚ, προκύπτει ακριβώς ότι το ειδικό καθεστώς που απορρέει από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ και από τους κανόνες που θεσπίσθηκαν προς εφαρμογή της είναι, δυνάμει της αρχής lex specialis derogat legi generali, το μοναδικό εφαρμοστέο καθεστώς που διέπει τις καταστάσεις που έχουν διαμορφωθεί προ της 24ης Ιουλίου 2002 (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 123, σκέψη 68, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 89, επικυρωθείσες κατ’ αναίρεση με τις αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 77, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 79).

143    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την αρχή της νομοθετικής προβλέψεως των εγκλημάτων και των ποινών, μπορεί να επιβληθεί κύρωση μόνον αν η επίμαχη πράξη ήταν παράνομη όχι μόνον κατά το χρονικό σημείο τελέσεώς της, αλλά και κατά το χρονικό σημείο τυπικής επιβολής της κυρώσεως. Ωσαύτως δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θα μπορούσε ενδεχομένως να επιβάλει κύρωση στις εν λόγω επιχειρήσεις, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 ΕΚ, αφού είχε αποδείξει ότι πληρούνταν οι πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

144    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι η αρχή της νομοθετικής προβλέψεως των εγκλημάτων και των ποινών, όπως θεσπίζεται ιδίως με το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβάλλει όπως η νομοθεσία της Ένωσης ορίζει σαφώς τις παραβάσεις και τις κυρώσεις (βλ. απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

145    Στο μέτρο που οι Συνθήκες προσδιόριζαν σαφώς, ήδη πριν από την ημερομηνία των πραγματικών περιστατικών, τις παραβάσεις καθώς και τη φύση και τη βαρύτητα των κυρώσεων που μπορούσαν να επιβληθούν για τις παραβάσεις αυτές, οι εν λόγω αρχές δεν έχουν ως σκοπό να εγγυώνται στις επιχειρήσεις ότι οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις των νομικών βάσεων και των διαδικαστικών διατάξεων θα τους παράσχουν τη δυνατότητα να διαφύγουν κάθε κύρωση για διαπραχθείσες στο παρελθόν παραβάσεις εκ μέρους τους (αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 70, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 83).

146    Επισημαίνεται ότι μια επιμελής επιχείρηση ευρισκόμενη στην κατάσταση της προσφεύγουσας δεν επιτρεπόταν να αγνοεί τις συνέπειες της συμπεριφοράς της ούτε να βασίζεται στο ότι η μετάβαση από το νομικό πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΧ στο νομικό πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ θα είχε ως συνέπεια να διαφύγει κάθε κύρωση για τις διαπραχθείσες εκ μέρους της κατά το παρελθόν παραβάσεις του άρθρου 65 ΑΧ (αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 73, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 86).

147    Εξάλλου, η πρώτη απόφαση εκδόθηκε βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, κατόπιν διαδικασίας διεξαχθείσας σύμφωνα με τον κανονισμό 17 και με τον κανονισμό 1/2003. Οι διατάξεις που αφορούν τη νομική βάση και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε έως την έκδοση της πρώτης αποφάσεως εμπίπτουν στους διαδικαστικούς κανόνες κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 140 νομολογίας. Αφού η πρώτη απόφαση εκδόθηκε μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή ορθώς εφάρμοσε τους κανόνες που περιέχει ο κανονισμός 1/2003 (βλ. αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 123, σκέψη 67, και ThyssenKrupp Stainless κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, επικυρωθείσες κατ’ αναίρεση με τις αποφάσεις ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψεις 74 και 77, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 122, σκέψη 90· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Ferriere Nord κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 126, σκέψη 96).

148    Επομένως, οι υπό κρίση λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ, έλλειψη αιτιολογίας και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών

149    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η πρώτη απόφαση βαρύνεται με παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ, έλλειψη αιτιολογίας και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

150    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, παρά τις αναλογίες που υφίστανται μεταξύ του άρθρου 65 ΑΧ και του άρθρου 81 ΕΚ, οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να υποκαταστήσουν η μία την άλλη. Ενώ μια αντίθετη στον ανταγωνισμό συμφωνία μπορεί, βάσει του άρθρου 81 ΕΚ, να επισύρει κυρώσεις στο μέτρο που υπήρχε τουλάχιστον απόπειρα συμφωνίας, συμφωνία που δεν αντικατοπτρίζεται στην αγορά, έστω και υπό τη μορφή απλής τάσεως, προφανώς δεν εμπίπτει στο άρθρο 65 ΑΧ. Στην πρώτη απόφαση, η Επιτροπή δεν παρέθεσε αποδείξεις περί αντικειμενικών αποτελεσμάτων στην αγορά του οπλισμού σκυροδέματος.

151    Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ απαγορεύει τις συμφωνίες που «τείνουν» να παρεμποδίζουν, να περιορίζουν ή να νοθεύουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού. Επομένως, απαγορεύεται, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, συμφωνία με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, της οποίας, όμως, τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα δεν έχουν αποδειχθεί. Δεδομένου ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 399 της πρώτης αποφάσεως, ότι η σύμπραξη είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, με βάση τον οποίο διαπιστώθηκε επίσης ο περιορισμός ή έλεγχος της παραγωγής ή των πωλήσεων, δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει την ύπαρξη βλαπτικού αποτελέσματος επί του ανταγωνισμού προκειμένου να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑198/99 P, Ensidesa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11111, σκέψεις 59 και 60, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 277) (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 463 της πρώτης αποφάσεως). Εν πάση περιπτώσει, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εξέτασε, χάριν πληρότητος, τα αποτελέσματα της συμπράξεως και έκρινε, βάσει ενός συνόλου στοιχείων τα οποία εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 513 έως 524 της πρώτης αποφάσεως, ότι η σύμπραξη είχε απτά αποτελέσματα. Προκειμένου να αμφισβητήσει το συμπέρασμα αυτό, η προσφεύγουσα περιορίζεται, στην υπόθεση T‑472/09, στην προβολή του επιχειρήματος, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ότι οι αγοραστές οπλισμού σκυροδέματος, ιδίως η εθνική ένωση των επιχειρήσεων μορφοποιήσεως του σιδήρου (στο εξής: Ansfer), ουδέποτε διαπίστωσαν ούτε υποπτεύθηκαν την ύπαρξη τέτοιας συμπράξεως. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι αγοραστές του οπλισμού σκυροδέματος δεν γνώριζαν την ύπαρξη συμπράξεως δεν είναι ικανό να αποδείξει τη φερόμενη έλλειψη αποτελεσμάτων στην αγορά την οποία υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

152    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι, στην πρώτη απόφαση, η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί της διακρίσεως μεταξύ συμφωνίας και εναρμονισμένης πρακτικής. Η διάκριση αυτή είναι κρίσιμη, δεδομένου ότι, ενώ μπορεί να παρέλκει η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας εντοπισθείσας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας, τα πράγματα έχουν άλλως όσον αφορά μια εναρμονισμένη πρακτική, η οποία προϋποθέτει ότι η συνεννόηση προκύπτει από πραγματικά στοιχεία καταλογιστέα στις επιχειρήσεις για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες συμμετοχής σε σύμπραξη στην αγορά.

153    Περαιτέρω, οι προβαλλόμενες συμφωνίες που εκτίθενται στην πρώτη απόφαση σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ως συμφωνίες αντικατοπτρίζουσες την κοινή και πραγματική βούληση των μετεχόντων στη σύμπραξη, περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας, να συμπεριφέρονται κατά συγκεκριμένο και προκαθορισμένο στη συμφωνία τρόπο. Ως εκ τούτου, από κανένα στοιχείο του φακέλου της Επιτροπής δεν προκύπτει η ύπαρξη συμφωνίας, υπογεγραμμένης ή μη, μεταξύ των μερών, στην οποία να εμπλέκεται, έστω και εμμέσως, η προσφεύγουσα.

154    Τέλος, όσον αφορά τις εναρμονισμένες πρακτικές, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί παράβαση, απαιτείται ένα αντικειμενικό στοιχείο, συγκεκριμένα η συντονισμένη συμπεριφορά των μετεχουσών στη σύμπραξη επιχειρήσεων στην κοινή αγορά. Πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των δύο στοιχείων που συνιστούν την εναρμονισμένη πρακτική, δηλαδή της συμπεριφοράς, του τρόπου ενέργειας ή της πρακτικής στην αγορά και της προηγούμενης συνεννοήσεως, Συναφώς, η παράβαση στοιχειοθετείται μόνον αν τα περιοριστικά αποτελέσματα της συμφωνίας εκδηλώνονται επί του ανταγωνισμού, διότι άλλως υπάρχει μόνον απόπειρα εναρμονισμένης πρακτικής, η οποία δεν εμπίπτει ούτε στο άρθρο 81 ΕΚ ούτε στο άρθρο 65 ΑΧ.

155    Στην πρώτη απόφαση, η Επιτροπή δεν ενδιαφέρθηκε για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην αγορά, ως εάν υπήρχε τυπική συμφωνία και όχι μια προβαλλόμενη ανεπίσημη συνεννόηση. Εν προκειμένω δεν υπήρχε έγγραφη συμφωνία ούτε έμμεσες αποδείξεις της υπάρξεως του καρτέλ.

156    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί της κατ’ αυτήν «πρωτεύουσας σπουδαιότητας» διακρίσεως μεταξύ συμφωνίας και εναρμονισμένης πρακτικής, σημειωτέον ότι, στην πρώτη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι η σύμπραξη λειτουργούσε κυρίως με βάση συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές αφορώσες τη βασική τιμή, κατά το διάστημα από τις 15 Απριλίου 1992 έως τις 4 Ιουλίου 2000 (και, μέχρι το 1995, με βάση συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές αφορώσες τις προθεσμίες πληρωμής), και με βάση συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές αφορώσες τις «πρόσθετες τιμές» κατά το διάστημα από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 μέχρι την 1η Ιουνίου 2000 (αιτιολογική σκέψη 400 της πρώτης αποφάσεως).

157    Στις αιτιολογικές σκέψεις 403 και 405 της πρώτης αποφάσεως, εξήγησε τις έννοιες της «συμφωνίας» και της «εναρμονισμένης πρακτικής» κατά το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ, διευκρινίζοντας, στην αιτιολογική σκέψη 407 της αποφάσεως αυτής, ότι δεν ήταν αναγκαίο, ιδίως στην περίπτωση μακροχρόνιας και σύνθετης παραβάσεως, να χαρακτηρίσει η Επιτροπή τη συμπεριφορά ως εμπίπτουσα αποκλειστικώς στην τάδε ή στη δείνα μορφή παράνομης συμπεριφοράς. Στηριζόμενη στη νομολογία, η Επιτροπή κατέληξε, στις αιτιολογικές σκέψεις 409 και 410 της πρώτης αποφάσεως, ότι, ως εκ τούτου, μια σύμπραξη μπορούσε να αποτελέσει συγχρόνως συμφωνία και σειρά εναρμονισμένων πρακτικών και ότι το άρθρο 65 ΑΧ δεν προέβλεπε καμία ειδική κατηγορία για μια σύνθετη παράβαση όπως η διαπιστωθείσα εν προκειμένω.

158    Η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης το ενδεχόμενο συμπεριφορές οι οποίες έχουν το ίδιο, αντίθετο στον ανταγωνισμό αντικείμενο —καθεμία από τις οποίες εμπίπτει κατ’ ιδίαν στην έννοια της «συμφωνίας», της «εναρμονισμένης πρακτικής» ή της «αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων»— να χαρακτηρισθούν ως συνιστώσες μία και μόνη παράβαση (αιτιολογική σκέψη 437 της πρώτης αποφάσεως).

159    Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από τη νομολογία, μολονότι οι έννοιες της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής περιέχουν εν μέρει διαφορετικά συστατικά στοιχεία δεν είναι αμοιβαίως ασύμβατες. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να χαρακτηρίσει ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική έκαστη από τις διαπιστωθείσες συμπεριφορές, αλλά ορθώς χαρακτήρισε ορισμένες από τις συμπεριφορές αυτές, κυρίως ως «συμφωνίες» και άλλες, επικουρικώς, ως «εναρμονισμένες πρακτικές» (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 132).

160    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η πρώτη απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ των εννοιών της «συμφωνίας» και της «εναρμονισμένης πρακτικής».

161    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου της Επιτροπής δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συμφωνίας, υπογεγραμμένης ή μη, στην οποία να εμπλέκεται, έστω και εμμέσως, η προσφεύγουσα. Όσον αφορά την ύπαρξη εναρμονισμένων πρακτικών, η Επιτροπή ωσαύτως δεν ενδιαφέρθηκε για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην αγορά.

162    Υπενθυμίζεται ότι συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ υφίσταται άπαξ οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις εκδηλώσουν την κοινή τους βούληση να συμπεριφέρονται στην αγορά κατά ορισμένο τρόπο (βλ., όσον αφορά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 159, σκέψη 130· βλ., όσον αφορά το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ, απόφαση Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 151, σκέψη 262) (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 403 της πρώτης αποφάσεως).

163    Εξάλλου, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 491 και 492 της πρώτης αποφάσεως, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής κατά την ίδια αυτή διάταξη αφορά μορφή συνεννοήσεως μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να φθάνει μέχρι τη σύναψη κατά κυριολεξίαν συμβάσεως, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους του ανταγωνισμού με την έμπρακτη συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψη 26, της 31ης Μαρτίου 1993, C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1307, σκέψη 63, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 159, σκέψη 115, και της 8ς Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψη 158, απόφαση Thyssen Stahlκατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 151, σκέψη 266).

164    Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι τα κριτήρια του συντονισμού και της συνεργασίας πρέπει να νοούνται υπό το πρίσμα της αντιλήψεως που είναι συνυφασμένη με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης, κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 163, σκέψη 173, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 163, σκέψη 63, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 159, σκέψη 116, και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑199/99 P, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11177, σκέψη 106).

165    Κατά τη νομολογία αυτή, μολονότι αυτή η απαίτηση αυτονομίας δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστουμένη ή αναμενομένη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, εντούτοις αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών δυνάμενη είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός ενεστώτος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις συνήθεις συνθήκες της εν λόγω αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχομένων υπηρεσιών, του μεγέθους και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της εν λόγω αγοράς (αποφάσεις Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 163, σκέψη 174, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 159, σκέψη 117, Hüls κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 163, σκέψη 160, και Corus UK κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 164, σκέψη 107).

166    Πρέπει εξάλλου να τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου, η οποία βαρύνει τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, ότι όσες επιχειρήσεις μετείχαν στη συνεννόηση και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η συνεννόηση γίνεται τακτικά και επί μακρό χρονικό διάστημα (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 159, σκέψη 121· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Hüls κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 163, σκέψη 162).

167    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι από τη σύγκριση μεταξύ των εννοιών της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής προκύπτει ότι, από υποκειμενική άποψη, οι έννοιες αυτές καλύπτουν μορφές συμπαιγνίας που είναι της ίδιας φύσεως και διακρίνονται μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες αυτές εκδηλώνονται (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 159, σκέψη 131).

168    Εν προκειμένω, όσον αφορά την ύπαρξη συμφωνιών, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου της Επιτροπής δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη οποιοσδήποτε συμφωνίας μεταξύ των μερών, στην οποία να εμπλέκεται, έστω και εμμέσως, η προσφεύγουσα.

169    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το εν λόγω θεσμικό όργανο υπογράμμισε, στην αιτιολογική σκέψη 473 της πρώτης αποφάσεως, η οποία υπενθυμίζει τις συσκέψεις στο πλαίσιο των οποίων συνήφθησαν συμφωνίες μεταξύ των μερών για τις οποίες καταρτίσθηκαν έγγραφα και τις σχετικές αιτιολογικές σκέψεις της πρώτης αποφάσεως, την ύπαρξη συμφωνιών τις οποίες εξέφρασαν οι μετέχοντες σε συσκέψεις και οι οποίες καταγράφηκαν σε έγγραφα, όσον αφορά 27 συσκέψεις που διεξήχθησαν μεταξύ της 6ης Δεκεμβρίου 1989 και της 4ης Ιουλίου 2000. Η προσφεύγουσα δεν προβάλλει με τον λόγο ακυρώσεως κανένα στοιχείο προς αποδυνάμωση των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 126, 142, 146 και 147, 154, 158, 160, 165, 168, 183, 200, 212 έως 214, 216 έως 287, 290 έως 293, 295 και 296, 299, 300 και 305 της πρώτης αποφάσεως).

170    Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται όσον αφορά τις συσκέψεις μνεία των οποίων γίνεται στην αιτιολογική σκέψη 474 της πρώτης αποφάσεως, για τις οποίες η ύπαρξη συμφωνίας συνάγεται από το γεγονός ότι, κατά τη Federacciai, «βρέθηκε» συγκεκριμένη τιμή (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 137, 141, 201, 210, 282 της πρώτης αποφάσεως), καθώς και όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες «δόθηκε» μια τιμή (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 138, 200, 210 και 289 της πρώτης αποφάσεως).

171    Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 475 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε επίσης εννέα συμφωνίες για τις οποίες διέθετε σχέδια ή προτάσεις συμφωνιών ως προς τις οποίες συγκεκριμένα στοιχεία αποδείκνυαν ότι είχαν αρχίσει να ισχύουν ή ότι οι επιχειρήσεις τις είχαν εγκρίνει κατόπιν συζητήσεως.

172    Επί παραδείγματι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η ανάμιξη της προσφεύγουσας όσον αφορά τις τελευταίες αυτές συμφωνίες συνάγεται, κατ’ αρχάς, από το σχέδιο συμφωνίας του Απριλίου-Μαΐου 1992, το οποίο είχε κυρίως ως αντικείμενο την τήρηση των ελαχίστων τιμών πωλήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 129 έως 132 της πρώτης αποφάσεως), το οποίο αναφέρει ειδικώς τη Lucchini, η οποία, κατά την πρώτη απόφαση, αποτελεί μία και μόνη επιχείρηση μαζί με την προσφεύγουσα. Όπως υπογράμμισε ορθώς η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 130 της πρώτης αποφάσεως, το γεγονός ότι οκτώ επιχειρήσεις οι οποίες δεν είχαν προσχωρήσει στη συμφωνία εκείνη επιθυμούσαν να προσχωρήσουν, από 1ης Ιουνίου 1992, «στο πνεύμα και στους όρους της υφιστάμενης συμφωνίας» αποδεικνύει ότι το σχέδιο συμφωνίας αυτό είχε πράγματι τεθεί σε ισχύ (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 314 της πρώτης αποφάσεως).

173    Περαιτέρω, όσον αφορά τη συμφωνία της 27-30 Σεπτεμβρίου 1996, με αντικείμενο την κατανομή της ιταλικής αγοράς οπλισμού σκυροδέματος για τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1996 (και, ενδεχομένως, για τον Ιανουάριο, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1997) (αιτιολογική σκέψη 196 της πρώτης αποφάσεως), η ανάμιξη της προσφεύγουσας συνάγεται επίσης από το σχέδιο συμφωνίας καθεαυτό, το οποίο αναφέρει ειδικώς τη Lucchini, καθώς και την ημερομηνία και την ώρα προσχωρήσεώς της στο σχέδιο αυτό. Όπως επισημάνθηκε στην ίδια αιτιολογική σκέψη, η πραγματική προσχώρηση στη συμφωνία των εν λόγω επιχειρήσεων επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη δύο πινάκων στην κατοχή της πρώην Acciaierie e Ferriere Leali Luigi, οι οποίοι αφορούσαν τις εν λόγω επιχειρήσεις και στους οποίους περιέχονταν τα στοιχεία για το μερίδιο αγοράς του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου 1996 εκάστης εξ αυτών (πανομοιότυπα με τα ορισθέντα στη συμφωνία), το μητρώο παραγγελιών και τα αποθέματα στα τέλη Σεπτεμβρίου και στα τέλη Οκτωβρίου 1996 και τις παραγγελίες που έλαβε καθεμία από τις επιχειρήσεις για κάθε εβδομάδα του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου 1996. Στην αιτιολογική σκέψη 560 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης ότι άλλη μια επιβεβαίωση της συμμετοχής της Lucchini-SP στη σύμπραξη το 1996 παρείχε και το γεγονός ότι ήταν μία από τις επιχειρήσεις τις οποίες ευχαρίστησε η Leali, στην πρόσκληση στη σύσκεψη της 7ης Ιανουαρίου 1997, «για τη συνεργασία και την προθυμία που επέδειξαν κατά τη διάρκεια του 1996 προκειμένου να διατηρηθεί μια κατάσταση τάξεως στην αγορά» (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 202 της πρώτης αποφάσεως).

174    Τέλος, όσον αφορά τη συμφωνία του Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου 1998, η οποία αφορούσε την τήρηση των ποσοστώσεων πωλήσεως στην ιταλική αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 245 έως 254 της πρώτης αποφάσεως), η συμμετοχή της προσφεύγουσας προκύπτει από πλείονα έγγραφα, μεταξύ των οποίων το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο αναφέρει ρητώς τη Siderpotenza και τη Lucchini. Η θέση της συμφωνίας σε εφαρμογή συνάγεται, πρώτον, από την τηλεομοιοτυπία την οποία απέστειλε η Valsabbia στη Leali στις 12 Νοεμβρίου 1998, με την οποία η Valsabbia ζήτησε να της χορηγηθεί μερίδιο αγοράς υψηλότερο του αναγραφόμενου στη συμφωνία, δεύτερον, από τους πίνακες που βρέθηκαν στους χώρους της Ferriere Nord, οι οποίοι αφορούσαν τις προβλέψεις για τον Φεβρουάριο του 1999 και την εξέλιξη κατά τη διάρκεια του τελευταίου τετραμήνου του 1998, καθώς και από τους πίνακες που βρέθηκαν στους χώρους της Leali, στους οποίους αναγράφεται, για κάθε επιχείρηση, το απονεμηθέν ποσοστό ποσοστώσεων παραδόσεως, καθώς και οι «ανακτήσεις», οι οποίες αντιστοιχούν στο σύστημα αντισταθμίσεων που προβλέπεται στη συμφωνία (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 251 της πρώτης αποφάσεως) και, τρίτον, από τις τηλεομοιοτυπίες της 22ας Φεβρουαρίου και της 14ης Ιουνίου 1999 (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 248 της πρώτης αποφάσεως).

175    Ωσαύτως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει βασίμως ότι καμία συμπεριφορά στην οποία μετέσχε δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εναρμονισμένη πρακτική.

176    Αφενός, όσον αφορά τις αυξήσεις των προσθέτων τιμών, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 493 της πρώτης αποφάσεως, τα στοιχεία τα οποία έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή εμφαίνουν ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, έγιναν τουλάχιστον 19 αυξήσεις των προσθέτων τιμών και ότι, για 9 εξ αυτών, υπάρχουν άμεσες αποδείξεις για τις συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αφορούν τις αυξήσεις αυτές (βλ. αιτιολογική σκέψη 439 της πρώτης αποφάσεως). Κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής όσον αφορά τον καθορισμό των προσθέτων τιμών για τον οπλισμό σκυροδέματος παρατηρήθηκε και στις δέκα άλλες περιπτώσεις αυξήσεως, δεδομένου ότι υπήρχε κοινή πεποίθηση ότι, αν ένας παραγωγός αύξανε τις πρόσθετες τιμές λόγω διαστάσεων, όλοι οι άλλοι παραγωγοί θα έπρατταν το ίδιο αυτομάτως (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 440 και 489 της πρώτης αποφάσεως).

177    Αφετέρου, όσον αφορά τις βασικές τιμές, από τις αιτιολογικές σκέψεις 494 και 495 της πρώτης αποφάσεως προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις δημοσίευσαν πίνακες των βασικών τιμών κατά το κρίσιμο διάστημα. Η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 496 της πρώτης αποφάσεως, ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 419 έως 433 της αποφάσεως αυτής περιεχόταν ο κατάλογος όλων των αποδεδειγμένων περιπτώσεων στις οποίες η βασική τιμή είχε αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ των επιχειρήσεων (βλ. επίσης σκέψη 102 ανωτέρω). Επισήμανε επίσης ότι, για τις άλλες περιπτώσεις, μεταξύ του 1993 και του 2000, έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η έννοια της συνεννοήσεως, η οποία είχε ως σκοπό να επηρεάσει τη συμπεριφορά των παραγωγών στην αγορά και να δημοσιοποιήσει τη συμπεριφορά την οποία έκαστος εξ αυτών σκόπευε να ακολουθήσει συγκεκριμένα, όσον αφορά τον καθορισμό της βασικής τιμής.

178    Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η έννοια της «εναρμονισμένης πρακτικής» του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ προϋποθέτει ότι οι επιχειρήσεις επιδόθηκαν στις πρακτικές τις οποίες αφορούσε η συνεννόησή τους και ότι τα αποτελέσματα των πρακτικών εκδηλώνονται επί του ανταγωνισμού, από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να συναχθεί η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής, δεν είναι αναγκαίο η συνεννόηση να έχει διαμορφώσει, όπως το εννοεί η προσφεύγουσα, τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών στην αγορά. Αρκεί ενδεχομένως η διαπίστωση ότι κάθε επιχείρηση έλαβε κατ’ ανάγκην υπόψη της, άμεσα ή έμμεσα, τις πληροφορίες που άντλησε από τις επαφές της με τους ανταγωνιστές της. Προς τούτο, δεν είναι αναγκαίο να αποδείξει η Επιτροπή ότι οι εν λόγω ανταλλαγές πληροφοριών κατέληξαν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή σε εφαρμογή στη σχετική αγορά (απόφαση Thyssen Stahlκατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 151, σκέψεις 269 έως 271).

179    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι οικείες επιχειρήσεις αντικατέστησαν τους κινδύνους του συνήθους ανταγωνισμού στον οποίο αναφέρεται η Συνθήκη με έμπρακτη συνεργασία μεταξύ τους και χαρακτήρισε τις επίμαχες πρακτικές ως «εναρμονισμένες πρακτικές».

180    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι τιμοκατάλογοι διέφεραν για όλες τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις (πράγμα το οποίο προκύπτει από τους πίνακες που επισυνάφθηκαν στην απόφαση του 2002) και ότι τα τιμολόγια τα οποία προσκόμισε αποδεικνύουν ότι εφαρμόσθηκαν διαφορετικές τιμές τις ίδιες ημέρες για τις ίδιες ποσότητες οπλισμού σκυροδέματος για διαφορετικούς πελάτες, υπό διαφορετικούς όρους, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει σύμπραξη.

181    Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 166 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό. Πράγματι, τα προσκομισθέντα τιμολόγια δεν αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα δεν έλαβε υπόψη τις πληροφορίες που ανταλλάχθηκαν με τους άλλους επιχειρηματίες, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 494 της πρώτης αποφάσεως, βάσει δειγμάτων, δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί αν η μέση τιμή που εφαρμόσθηκε αντιστοιχεί στην τιμή του τιμοκαταλόγου ή αποκλίνει από αυτή, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί, επί παραδείγματι, ποια τιμολόγια αντιστοιχούν σε κανονικούς ή προνομιούχους πελάτες, Ως εκ τούτου, μπορεί μόνο να υποστηριχθεί ότι, για τις πράξεις που τεκμηριώνονται με έγγραφα, οι τιμές ήταν διαφορετικές, αλλά τούτο ουδόλως αποδεικνύει ότι οι τιμές που εφαρμόσθηκαν για όλες τις πράξεις που διενεργήθηκαν κατά τις ημέρες ή τα χρονικά διαστήματα που ακολούθησαν τις αυξήσεις ήταν διαφορετικές από τις τιμές των τιμοκαταλόγων. Εξάλλου, όπως υπογραμμίσθηκε στη σκέψη 151 ανωτέρω, οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές απαγορεύονται από το άρθρο 81 ΕΚ και από το άρθρο 65 ΑΧ, ανεξαρτήτως κάθε αποτελέσματος, όταν έχουν αντικείμενο αντίθετο στον ανταγωνισμό (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 159, σκέψεις 122 και 123).

182    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και έλλειψη αιτιολογίας

183    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως και επέδειξε μεροληψία. Η προσφεύγουσα προσάπτει συγκεκριμένα στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της ορισμένες περιστάσεις οι οποίες ήταν ουσιώδεις για τον έλεγχο του βασίμου των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν εις βάρος των επιχειρήσεων που μετέσχαν στη σύμπραξη. Προέβαλε επίσης έλλειψη αιτιολογίας της πρώτης αποφάσεως.

184    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογική σκέψη 37 του κανονισμού 1/2003 διευκρινίζει ότι ο κανονισμός αυτός «σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ειδικότερα, από τον Χάρτη [των] Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και ότι «θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με αυτά τα δικαιώματα και τις αρχές».

185    Το άρθρο 41 του Χάρτη, που φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης», ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου χρόνου εξέταση των υποθέσεών του από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης».

186    Κατά τη νομολογία του δικαστή της Ένωσης που αφορά την αρχή της χρηστής διοικήσεως, οσάκις τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει κατά μείζονα λόγο θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. Ι-5469, σκέψη 14, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 1992, T‑44/90, La Cinq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑1, σκέψη 86, της 15ης Δεκεμβρίου 2010, T‑141/08, E.ON Energie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑5761, σκέψη 65, και της 22ας Μαρτίου 2012, T‑458/09 και T‑171/10, Slovak Telekom κατά Επιτροπής, σκέψη 68).

187    Εξάλλου, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 468 της πρώτης αποφάσεως, οι αποδείξεις πρέπει να εκτιμώνται στο σύνολό τους, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών περιστάσεων (βλ. απόφαση Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 151, σκέψη 175 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

188    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τρεις αντικειμενικές και αποδεδειγμένες περιστάσεις οι οποίες ήταν ουσιώδεις για τον έλεγχο του βασίμου των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν εις βάρος των επιχειρήσεων που μετέσχαν στην προβαλλόμενη σύμπραξη, πράγμα το οποίο αποδεικνύει τη μεροληψία που χαρακτήριζε την έρευνά της. Κατ’ αρχάς, η Ansfer, η οποία εκπροσωπεί περίπου το 65 % των αγοραστών οπλισμού σκυροδέματος στην Ιταλία, ουδέποτε έλαβε γνώση του γεγονότος ότι οι επιχειρήσεις προμορφοποιήσεως διαπίστωσαν αντίθετες στον ανταγωνισμό συμπεριφορές (αιτιολογική σκέψη 63 της πρώτης αποφάσεως). Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προσκόμισε οικειοθελώς πλείονα τιμολόγια πωλήσεως, προκειμένου να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ελέγξει την έλλειψη ομοιότητας μεταξύ των τιμών των διαφόρων παραγωγών καθώς και μεταξύ των τιμολογίων των προμηθευτών ενέργειας, προκειμένου να αντικρούσει την αιτίαση περί συντονισμένων παύσεων της παραγωγής επί διάφορα χρονικά διαστήματα, συμπίπτοντα με τις περιόδους διακοπών του Αυγούστου και των Χριστουγέννων. Τέλος, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τη μελέτη Lear (Laboratorio di Economia, Antitrust, Regolamentazione), με τίτλο «Η βιομηχανία του οπλισμού σκυροδέματος στην Ιταλία από το 1989 έως 2000», την οποία παρήγγειλαν οι επιχειρήσεις Alfa, Feralpi, IRO, SP και Valsabbia (στο εξής: μελέτη Lear), η οποία αποδεικνύει ότι το προβαλλόμενο καρτέλ δεν είχε αποτελέσματα στην αγορά. Στην πρώτη απόφαση, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της κανένα από τα στοιχεία αυτά και δεν παρέσχε καμία εξήγηση συναφώς, πράγμα το οποίο αποδεικνύει τη μεροληψία της έρευνάς της. Βάσει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η Επιτροπή ήταν επίσης υποχρεωμένη να ζητήσει από τις άλλες επιχειρήσεις που μετέσχαν στο προβαλλόμενο καρτέλ τα τιμολόγιά τους για τις πωλήσεις των ίδιων ποσοτήτων κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα.

189    Κατά πρώτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή έλαβε προσηκόντως υπόψη τη θέση της Ansfer στις αιτιολογικές σκέψεις 55, 63 έως 66 και 524 της πρώτης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, υπογράμμισε, στην αιτιολογική σκέψη 524 της πρώτης αποφάσεως, ότι η δήλωση της Ansfer δεν μπορούσε να εξαλείψει ένα αναμφισβήτητο στοιχείο, δηλαδή την ύπαρξη εγγράφων αποδείξεων της παραβάσεως.

190    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή έλαβε όντως υπόψη της, στις αιτιολογικές σκέψεις 481 έως 487 και 494 έως 496 της πρώτης αποφάσεως, τα τιμολόγια πωλήσεως που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι δεν υπήρχε ευθυγράμμιση των τιμών που συμφωνούνταν, καθώς και τα τιμολόγια των προμηθευτών ενέργειας, τα οποία κατά την προσφεύγουσα καθιστούν δυνατή την αντίκρουση της αιτιάσεως περί συντονισμένων παύσεων της παραγωγής επί ορισμένα χρονικά διαστήματα.

191    Όσον αφορά τις επίμαχες συμφωνίες, στην αιτιολογική σκέψη 481 της πρώτης αποφάσεως η Επιτροπή υπενθύμισε μεταξύ άλλων τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν συμμορφώνεται προς τα αποτελέσματα των συσκέψεων που έχουν αντικείμενο προδήλως αντίθετο προς τον ανταγωνισμό ουδόλως μειώνει την ευθύνη της για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη, άπαξ αυτή δεν αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από το περιεχόμενο των συσκέψεων. Προσέθεσε ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι όλες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν θέσει σε εφαρμογή τη συμφωνία ή ότι όλες την είχαν εφαρμόσει κατά τον ίδιο τρόπο δεν ασκούσε επιρροή. Στην αιτιολογική σκέψη 486 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης ότι, στην περίπτωση συμφωνίας, το ζήτημα της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, μη πανομοιότυπης ή μη ταυτόχρονης, σε σχέση με την εκφρασθείσα κοινή βούληση να υιοθετηθεί συγκεκριμένη συμπεριφορά στην αγορά, ήταν κατά τα φαινόμενα άνευ σημασίας, αλλά μπορούσε ενδεχομένως να εξετασθεί στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 487 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι το γεγονός ότι όλοι οι παραγωγοί έπαυαν την παραγωγή κατά τις περιόδους των εορτών και ότι τούτο αποτελούσε συνήθη πρακτική ή ότι οι προθεσμίες πληρωμής ήταν οι συνήθως προβλεπόμενες θα ασκούσε επιρροή μόνον ελλείψει προηγούμενης συνεννοήσεως.

192    Ως προς τις εναρμονισμένες πρακτικές τις οποίες αφορά η πρώτη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 494 έως 496 της πρώτης αποφάσεως, όσον αφορά τις βασικές τιμές, ότι η νομολογία απαιτούσε την πραγματική εφαρμογή μιας συμπεριφοράς. Η δημοσίευση τιμοκαταλόγων θεωρείται συμπεριφορά, υπό την έννοια της νομολογίας. Προσέθεσε ότι σκοπός της συνεννοήσεως ήταν να επηρεάσει τη συμπεριφορά των παραγωγών στην αγορά και να δημοσιοποιήσει τη συμπεριφορά την οποία έκαστος εξ αυτών σκόπευε να ακολουθήσει συγκεκριμένα όσον αφορά τον καθορισμό της βασικής τιμής. Συναφώς, η διάκριση μεταξύ των τιμοκαταλόγων και των τιμών που πράγματι ίσχυαν στην αγορά, την οποία υπογράμμισαν τα μέρη της συμπράξεως, δεν κρίθηκε ως καθοριστική, δεδομένου ότι από τα δείγματα των τιμολογίων που αφορούσαν τα χρονικά διαστήματα για τα οποία αποφασίστηκαν οι αυξήσεις τιμών, τα οποία προσκομίσθηκαν από τα μέρη της συμπράξεως, δεν κατέστη δυνατό να ελεγχθεί αν η μέση εφαρμοζόμενη τιμή αντιστοιχούσε στον τιμοκατάλογο ή απέκλινε από αυτόν. Εξάλλου, ακόμη και στις περιπτώσεις που διαβιβάσθηκαν οι μέσες τιμές, δεν μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να οφειλόταν η απόκλιση στη συγκυρία της αγοράς ή στη βούληση εκμεταλλεύσεως της συμπράξεως προς ίδιον όφελος.

193    Συναφώς, υπομνήσθηκε επίσης, στη σκέψη 166 ανωτέρω, ότι στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες εναπόκειται να ανατρέψουν το τεκμήριο ότι όσες επιχειρήσεις μετείχαν στη συνεννόηση και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Συνεπώς, η προσφεύγουσα ωσαύτως δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι εναπέκειτο στην Επιτροπή, δυνάμει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, να ζητήσει από τις άλλες επιχειρήσεις που μετέσχαν στην προβαλλόμενη σύμπραξη τα τιμολόγιά τους για τις πωλήσεις των ίδιων ποσοτήτων κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα.

194    Κατά τρίτον, η Επιτροπή έλαβε προσηκόντως υπόψη της τη μελέτη Lear στις αιτιολογικές σκέψεις 42, 50 έως 56, 62, 513, 521 και 585 της πρώτης αποφάσεως. Όσον αφορά ειδικότερα τα συμπεράσματα της μελέτης Lear για τα αποτελέσματα της συμπράξεως, η Επιτροπή επισήμανε μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 513 της πρώτης αποφάσεως, ότι, «λαμβάνοντας ως σημεία αναφοράς τις μέσες πρόσθετες τιμές των μηνών Δεκεμβρίου 1989-Ιανουαρίου 1990 και Μαΐου-Ιουνίου 2000 […] εκτιμ[ούσε] την αύξηση των προσθέτων τιμών σε 40 % τουλάχιστον, σε πραγματικές τιμές». Κατά την Επιτροπή, «[τ]ούτο σήμαιν[ε] ότι, ακόμη και αν ήθελε η Επιτροπή να κρίνει ως σημαντικές τις μειώσεις της βασικής τιμής σε πραγματικές τιμές, τα στοιχεία προφανώς δεν [ενίσχυαν] τη θέση της μελέτης Lear περί μειώσεως της συνολικής τιμής κατά 32 % σε πραγματικές τιμές» και ότι, «[ε]ν πάση περιπτώσει, η μελέτη Lear στηριζ[όταν] σε υποθέσεις αναγκαίες για την ανασύνθεση μέρους των στοιχείων (τα οποία αφορούσαν το πρώτο χρονικό διάστημα) που δεν ήταν διαθέσιμα». Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 521 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η οικονομική ανάλυση δεν μπορεί να αναιρέσει τα αναμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψη 1088).

195    Κατόπιν των αναπτυχθέντων στις σκέψεις 189 έως 194 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει βασίμως ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη της τα στοιχεία των οποίων γίνεται μνεία στη σκέψη 188 ανωτέρω ούτε ότι η Επιτροπή παρέλειψε να παράσχει εξήγηση συναφώς.

196    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ακόμη και τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στην απόφαση του 2002 και στα σχετικά με τους τιμοκαταλόγους παραρτήματά της, τα οποία δεν είχαν επισυναφθεί στην πρώτη απόφαση, δεν ελήφθησαν ορθώς υπόψη από την Επιτροπή. Ο οπλισμός σκυροδέματος αποτελεί πρώτη ύλη (commodity), ως προς την οποία η μόνη δυνατότητα ανταγωνισμού έγκειται στις τιμές. Οι τιμές τις οποίες ανήγγειλαν οι διάφοροι παραγωγοί, εκτός του ότι χαρακτηρίζονταν σχεδόν πάντοτε ως «στόχοι», ποίκιλλαν συχνά κατά 10 έως 15 ITL/kg, ακόμη δε και κατά 10 έως 20 ITL/kg, πράγμα το οποίο αποτελεί σημαντική διαφορά. Συναφώς, η δημοσίευση διαφορετικών τιμοκαταλόγων εκ μέρους των παραγωγών οπλισμού σκυροδέματος στην Ιταλία έπρεπε να αποτελεί για την Επιτροπή την πρόδηλη απόδειξη σημαντικής αποστασιοποιήσεως εκ μέρους κάθε επιχειρηματία, στο υποθετικό ενδεχόμενο μιας προβαλλόμενης συμπράξεως. Η προσφεύγουσα παραθέτει συναφώς, ως παράδειγμα, τη μη εφαρμογή της συμπράξεως επί της βασικής τιμής της 7ης Φεβρουαρίου 1994, της 30ής Αυγούστου 1994 ή ακόμη της 21ης Φεβρουαρίου 1995.

197    Το επιχείρημα αυτό πρέπει εντούτοις να απορριφθεί, δεδομένου ότι από την υπομνησθείσα στην αιτιολογική σκέψη 481 της πρώτης αποφάσεως νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 191 ανωτέρω) προκύπτει ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν συμμορφώνεται προς τα αποτελέσματα των συσκέψεων που έχουν αντικείμενο προδήλως αντίθετο προς τον ανταγωνισμό ουδόλως μειώνει την ευθύνη της για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη, άπαξ αυτή δεν αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από το περιεχόμενο των συσκέψεων. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η συμπεριφορά στην αγορά της προσφεύγουσας και των άλλων παραγωγών, οι οποίοι ανακοίνωσαν διαφορετικούς στόχους τιμών, δεν ήταν σύμφωνη με τη συμφωνηθείσα, τούτο ουδόλως επηρεάζει την ευθύνη τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑334/94, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1439, σκέψη 118, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑291/98 P, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9991, σκέψεις 43 και 49), δεδομένου ότι αυτές μπορούσαν απλώς να έχουν επιχειρήσει να χρησιμοποιήσουν τη σύμπραξη προς όφελός τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

198    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μεγάλος αριθμός αιτιολογικών σκέψεων της πρώτης αποφάσεως που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά (αιτιολογικές σκέψεις 124 έως 341 της πρώτης αποφάσεως) αποτελούν υποκειμενικές εκτιμήσεις που δεν μπορούν να παρουσιαστούν ως πραγματικά περιστατικά επί τη βάσει των οποίων έγινε η εκτίμηση της υποθέσεως.

199    Αφενός, στην αιτιολογική σκέψη 130 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι «[δ]εν [υπήρχε] αμφιβολία ότι η συμφωνία που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 129 ανωτέρω [τέθηκε] πράγματι σε ισχύ». Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, «οκτώ επιχειρήσεις που δεν είχαν προσχωρήσει στη συμφωνία αυτή επιθυμ[ούσαν] να προσχωρήσουν, από 1ης Ιουνίου 1992, “στο πνεύμα και στους όρους της υφιστάμενης συμφωνίας”», πράγμα το οποίο αποτελεί εκτίμηση της Επιτροπής και όχι πραγματικό περιστατικό.

200    Υπογραμμίζεται ότι η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 129 της πρώτης αποφάσεως, τη συμφωνία του Απριλίου-Μαΐου 1992 που σκοπούσε στον καθορισμό των ελαχίστων τιμών πωλήσεως οπλισμού σκυροδέματος. Η συμφωνία αυτή βεβαιώνεται με το έγγραφο το οποίο βρήκε η Επιτροπή στους χώρους της Federacciai. Στην αιτιολογική σκέψη 130 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι, λόγω του γεγονότος ότι οκτώ επιχειρήσεις επιθυμούσαν να προσχωρήσουν στη συμφωνία της 1ης Ιουνίου 1992, η συμφωνία συνεπώς «ίσχυε βεβαίως ήδη στις 31 Μαΐου1992 (ημερομηνία αμέσως προγενέστερη αυτής από την οποία επιθυμ[ούσαν] να προσχωρήσουν στη συμφωνία οι οκτώ προαναφερθείσες επιπλέον επιχειρήσεις)». Μια τέτοια συναγωγή συμπεράσματος αφορώντος πραγματικά περιστατικά, στηριζόμενη σε έγγραφα του φακέλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υποκειμενική εκτίμηση της Επιτροπής. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η νομική εκτίμηση της εν λόγω συμφωνίας δεν εκτίθεται υπό τον τίτλο «Πραγματικό πλαίσιο» της πρώτης αποφάσεως, αλλά υπό τον τίτλο «Νομική εκτίμηση» της αποφάσεως αυτής και, ιδίως, στις αιτιολογικές σκέψεις 419, 478 και 479 της εν λόγω αποφάσεως.

201    Αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε ως αποδεδειγμένο πραγματικό περιστατικό το γεγονός ότι ορισμένες επιχειρήσεις σκόπευαν να προσχωρήσουν σε συμφωνία επί των τιμών, μεταξύ του Απριλίου και του Ιουλίου του 1992, η οποία προέβλεπε παύσεις της παραγωγής, βασιζόμενη σε ένα και μόνον έγγραφο το οποίο βρέθηκε και το οποίο δεν ανέφερε καμία συγκεκριμένη επιχείρηση. Η προέλευση του εγγράφου αυτού είναι άγνωστη και, μολονότι ένα τέτοιο έγγραφο θα ήταν δυνατό να αποτελεί σχέδιο καταρτισθέν με σκοπό τη σύνταξη άλλου εγγράφου, δεν είχε υπογραφεί ούτε μονογραφεί. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το έγγραφο στο οποίο αναφέρεται η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 132 της πρώτης αποφάσεως, το οποίο βρέθηκε στους χώρους της Federacciai, αναφέρει, εκτός από 19 εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, ορισμένες ημερομηνίες που αποδεικνύουν την έγκρισή του μεταξύ της 13ης Απριλίου 1992 και του Ιουλίου του 1992, καθώς και παύσεις της παραγωγής διαρκείας τριών εβδομάδων τον Ιούλιο και τον Αύγουστο μίας εβδομάδας τον μήνα από τον Σεπτέμβριο του 1992 έως τον Φεβρουάριο του 1993. Λαμβανομένου ιδίως υπόψη του πλαισίου που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 124 έως 134 της πρώτης αποφάσεως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το εν λόγω σχέδιο δεν είχε υπογραφεί ούτε μονογραφεί είναι αλυσιτελές. Πράγματι, δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι ευρέως γνωστές, είναι σύνηθες να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 55).

202    Συνεπώς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

203    Τέταρτον, στο υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υπογράμμισε ότι, αφενός, η Επιτροπή ουδόλως είχε λάβει υπόψη της το γεγονός ότι, παρά την ύπαρξη καρτέλ που διήρκεσε περισσότερα από δέκα έτη, ο αριθμός των αρχικώς μετεχουσών επιχειρήσεων μειώθηκε κατά τέσσερα πέμπτα, με το κλείσιμο και την κατεδάφιση πολυάριθμων εργοστασίων, και, αφετέρου, οι τιμές του οπλισμού σκυροδέματος σε πραγματικούς αριθμούς μειώθηκαν κατά 30 % κατά το διάστημα αυτό.

204    Δεδομένου ότι οι αιτιάσεις που εκτίθενται στη σκέψη 203 ανωτέρω προβλήθηκαν αποκλειστικώς και μόνο στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και δεν συνιστούν ωσαύτως ανάπτυξη λόγου ακυρώσεως ή αιτιάσεως που προβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να κριθούν απαράδεκτες σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω.

205    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή, αφενός, πράγματι έλαβε υπόψη της, στις αιτιολογικές σκέψεις 551, 552 και 585, τη μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά και, αφετέρου, αντέκρουσε το επιχείρημα που αφορά την προβαλλόμενη πτώση των πραγματικών τιμών στην αιτιολογική σκέψη 513 της πρώτης αποφάσεως. Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν ευσταθεί.

206    Συνεπώς, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τον αβάσιμο χαρακτήρα των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν κατά της προσφεύγουσας και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών

207    Στο πλαίσιο ενός πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 442 της πρώτης αποφάσεως, χαρακτήρισε την παράβαση ως ενιαία, σύνθετη και διαρκή. Όσον αφορά τον διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι συσκέψεις μεταξύ παραγωγών, αν θεωρηθεί ότι διεξήχθησαν, δεν είχαν κανένα απτό αποτέλεσμα στην αγορά. Ως εκ τούτου, διαρκής δεν ήταν η σύμπραξη, αλλά μια μάταιη απόπειρα επιτεύξεως εναρμονίσεως στην αγορά. Επιπλέον, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής που αφορούν τη διάρκεια της συμπράξεως είναι αβάσιμες όσον αφορά την προσφεύγουσα. Ακόμη και αν γίνει δεκτή η ύπαρξη συμπράξεως επί των προσθέτων τιμών η οποία διήρκεσε άνω των δέκα ετών, συμπράξεως επί των βασικών τιμών η οποία διήρκεσε οκτώ έτη και συμπράξεως επί του ελέγχου της παραγωγής η οποία διήρκεσε πέντε έτη, οι συμπράξεις αυτές ήταν μεμονωμένες και τόσο προσωρινής διάρκειας ώστε χρειάζονταν συνεχώς νέες συσκέψεις μεταξύ παραγωγών. Εν πάση περιπτώσει, η προσαύξηση του ποσού του προστίμου κατά 105 % λόγω διάρκειας, δηλαδή για μια σύμπραξη δεκάμισι ετών, ισχύει μόνο για το βασικό ποσό του προστίμου που αφορά μόνον την πτυχή της συμπράξεως περί των προσθέτων τιμών και όχι για τις δύο άλλες πτυχές της συμπράξεως.

208    Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι συσκέψεις μεταξύ παραγωγών δεν είχαν κανένα απτό αποτέλεσμα στην αγορά δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τον συνεχή χαρακτήρα της παραβάσεως.

209    Αφενός, αν με το επιχείρημα αυτό η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι δεν υιοθέτησε στην πράξη τη συμπεριφορά που συμφωνήθηκε κατά τις συσκέψεις μεταξύ παραγωγών, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 197 ανωτέρω.

210    Αφετέρου, στη σκέψη 151 ανωτέρω υπομνήσθηκε ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ απαγορεύει τις συμφωνίες που «τείνουν» να παρεμποδίζουν, να περιορίζουν ή να νοθεύουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού. Επομένως, απαγορεύεται, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, συμφωνία με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, της οποίας, όμως, τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα δεν έχουν αποδειχθεί. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει την ύπαρξη βλαπτικού αποτελέσματος επί του ανταγωνισμού προκειμένου να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ (αποφάσεις Ensidesa κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 151, σκέψεις 59 και 60, και Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 151, σκέψη 277).

211    Περαιτέρω, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 414 και 415 της πρώτης αποφάσεως, παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ (και, κατ’ αναλογίαν, του άρθρου 65 ΑΧ) μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από διαρκή συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή αυτής της διαρκούς συμπεριφοράς θα μπορούσαν να συνιστούν, και αφ’ εαυτών, παράβαση των εν λόγω διατάξεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 159, σκέψη 81).

212    Εν προκειμένω, από την πρώτη απόφαση προκύπτει ότι οι συμπεριφορές που αφορούσαν τον καθορισμό της βασικής τιμής και τις προθεσμίες πληρωμής εκδηλώθηκαν ως περιστατικά πρακτικής εφαρμογής ενός και μόνου σχεδίου σκοπούντος στον καθορισμό μιας ελάχιστης συμφωνηθείσας τιμής, δεδομένου ότι έκαστη από τις συμπεριφορές αυτές (εξαιρουμένης της αρχικής συμφωνίας του Απριλίου του 1992) συγκεκριμενοποιήθηκε υπό τη μορφή διαδικασιών, οι οποίες κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν κατά το μάλλον ή ήττον παρεμφερείς, μέσω των οποίων καθορίστηκε η ελάχιστη συμφωνηθείσα τιμή (αιτιολογική σκέψη 437 της πρώτης αποφάσεως). Όσον αφορά εξάλλου τις πρόσθετες τιμές λόγω διαστάσεων, κατά την αιτιολογική σκέψη 442 της πρώτης αποφάσεως, ο συνεχής χαρακτήρας της παραβάσεως απορρέει από τη φύση του αντικειμένου των συμπεριφορών που συνιστούν παράβαση, οι οποίες επαναλήφθηκαν κατά τον κρίσιμο χρόνο και οι οποίες συνίσταντο στον καθορισμό ενιαίων προσθέτων τιμών, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει ότι όλες οι περιγραφείσες συμπεριφορές συνιστούσαν την εκτέλεση ενός και του αυτού σχεδίου.

213    Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς ότι οι συνεννοήσεις ήταν μεμονωμένες και τόσο προσωρινής διάρκειας ώστε χρειάζονταν συνεχώς νέες συσκέψεις μεταξύ παραγωγών. Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 510 της πρώτης αποφάσεως, υιοθετήθηκαν οι ίδιες συμπεριφορές όσον αφορά τις βασικές τιμές, τις πρόσθετες τιμές, τις προθεσμίες πληρωμής και ελέγχου ή περιορισμού της παραγωγής ή των πωλήσεων, τούτο δε επί πολλά έτη. Επιπλέον, υπάρχουν αποδείξεις περί συσκέψεων για τον έλεγχο των συντονισμένων συμπεριφορών, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι η κατάσταση στην αγορά ήταν υπό μόνιμη εποπτεία και ότι, συνεπώς, αναλαμβάνονταν νέες πρωτοβουλίες όταν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις το έκριναν αναγκαίο, οπότε δεν τίθεται θέμα προσωρινής διάρκειας των επιμάχων συμπεριφορών.

214    Τέλος, αμφισβητώντας την προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω διάρκειας, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον ενιαίο χαρακτήρα της παραβάσεως την οποία διαπίστωσε η Επιτροπή, χωρίς ωστόσο να διατυπώσει το παραμικρό επιχείρημα προκειμένου να αμφισβητήσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής ότι η πτυχή της συμπράξεως που αφορά τον καθορισμό της βασικής τιμής, αυτή που αφορά τον καθορισμό των προσθέτων τιμών και αυτή που αφορά τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής και των πωλήσεων συνιστούν παράβαση με ένα και το αυτό αντικείμενο που συνίσταται στην αύξηση της τιμής του οπλισμού σκυροδέματος στην ιταλική αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 444, 458 και 507 της πρώτης αποφάσεως). Ως εκ τούτου, η αιτίασή της πρέπει να απορριφθεί.

215    Στο πλαίσιο ενός δευτέρου σκέλους, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το βάσιμο των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν εις βάρος της και προβάλλει παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών

–       Επί του καθορισμού της βασικής τιμής με αναχώρηση από την Brescia

216    Όσον αφορά το καθορισμό της βασικής τιμής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκ μέρους της συμμετοχή σε σύμπραξη για τον καθορισμό «βασικής τιμής με αναχώρηση από την Brescia» δεν θα είχε καμία χρησιμότητα, δεδομένου ότι η παραγωγή της εντοπιζόταν αποκλειστικώς στο εργοστάσιό της στην Potenza, σε απόσταση 1 000 km από την Brescia. Ως εκ τούτου, η τιμή πωλήσεως με αναχώρηση από την Brescia δεν θα είχε κανένα νόημα για την προσφεύγουσα και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς.

217    Ομοίως, ήταν δύσκολο να βρεθεί αντιστοιχία των βασικών τιμών του οπλισμού σκυροδέματος μεταξύ της προσφεύγουσας και των άλλων παραγωγών, δεδομένου ότι αυτοί ανέπτυσσαν δραστηριότητα σε διαφορετικές περιφέρειες. Εξάλλου, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 587 της πρώτης αποφάσεως, ότι οι πωλήσεις που αφορούσαν τη Νότια Ιταλία περιελήφθησαν στην ημερήσια διάταξη των συσκέψεων μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις. Αυτή η ιδιομορφία έπρεπε να ωθήσει την Επιτροπή να επιφυλάξει στην προσφεύγουσα διαφορετική μεταχείριση, λαμβάνοντας περισσότερο υπόψη της την πραγματική της συμμετοχή στα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά. Συναφώς, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποδείξει κατά οποιονδήποτε τρόπο ότι οι επιχειρήσεις έθεσαν σε εφαρμογή πλείονες συμφωνίες ούτε να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις συμφωνίες αυτές.

218    Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η εκ μέρους της συμμετοχή σε σύμπραξη για τον καθορισμό «βασικής τιμής με αναχώρηση από την Brescia» δεν θα είχε καμία χρησιμότητα. Επισημαίνεται ότι η βασική τιμή συνιστά τιμή αναφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 153, 289, 425, 445 και 516 της πρώτης αποφάσεως), στην οποία δεν προστίθεται οπωσδήποτε συστηματικά το κόστος μεταφοράς από την Brescia μέχρι τον τόπο προορισμού. Συναφώς, μολονότι, βεβαίως, στην αιτιολογική σκέψη 129 της πρώτης αποφάσεως, η οποία αφορά τη συμφωνία του Απριλίου-Μαΐου 1992, η Επιτροπή παρέθεσε, όσον αφορά τους όρους πωλήσεων, «βασική με αναχώρηση από την Brescia, με τιμολόγηση στον πελάτη των δαπανών μεταφοράς από την Brescia σε περίπτωση παραδόσεως με μέσα που παρέχει ο παραγωγός», πρέπει να κριθεί ότι η αναφορά αυτή στη βασική τιμή με αναχώρηση από την Brescia εξηγείται από το γεγονός ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων που μετέσχαν στις συμφωνίες είχαν την έδρα τους στην περιοχή αυτή (αιτιολογικές σκέψεις 79, 85, 89, 91 και 105 της πρώτης αποφάσεως). Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η Federacciai απηύθυνε τις ανακοινώσεις περί της βασικής τιμής στο σύνολο των Ιταλών παραγωγών οπλισμού σκυροδέματος, περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στη βασική τιμή με αναχώρηση από την Brescia (αιτιολογικές σκέψεις 135 και 140 της πρώτης αποφάσεως). Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι ο καθορισμός μιας βασικής τιμής με αναχώρηση από την Brescia δεν είχε καμία χρησιμότητα γι’ αυτήν ή ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η αρχική τιμή ήταν τιμή «με αναχώρηση από την Brescia» ήταν δύσκολο να βρεθεί αντιστοιχία των βασικών τιμών του οπλισμού σκυροδέματος μεταξύ παραγωγών ευρισκομένων σε πολύ διαφορετικές περιφέρειες. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηρίζεται στην αιτιολογική σκέψη 587 της πρώτης αποφάσεως, στην οποία η Επιτροπή έκρινε ότι «οι αποφάσεις που λαμβάνονταν κατά τις συσκέψεις δεν αφορούσαν τις πωλήσεις που σχετίζονταν με τη Νότια Ιταλία ή τις αφορούσαν σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις», προκειμένου να αποδείξει ότι η Επιτροπή έπρεπε να της επιφυλάξει διαφορετική μεταχείριση, δεδομένου ότι δεν πρόκειται περί διαπιστώσεως της Επιτροπής αλλά περί επιχειρήματος προβληθέντος από ορισμένες επιχειρήσεις οι οποίες μετέσχαν στη σύμπραξη (υποσημείωση 654 της πρώτης αποφάσεως).

219    Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έθεσαν σε εφαρμογή της προβαλλόμενες συμφωνίες της 7ης Φεβρουαρίου (αιτιολογική σκέψη 138 της πρώτης αποφάσεως), της 30ής Αυγούστου (αιτιολογική σκέψη 140 της πρώτης αποφάσεως), της 13ης Σεπτεμβρίου (αιτιολογική σκέψη 142 της πρώτης αποφάσεως) και της 25ης Νοεμβρίου 1994 (αιτιολογική σκέψη 143 της πρώτης αποφάσεως), της 13ης Ιουνίου (αιτιολογική σκέψη 153 της πρώτης αποφάσεως), της 4ης Ιουλίου (αιτιολογική σκέψη 160 της πρώτης αποφάσεως) και της 29ης Αυγούστου 1995 (αιτιολογική σκέψη 168 της πρώτης αποφάσεως), της 23ης Φεβρουαρίου (αιτιολογική σκέψη 186 της πρώτης αποφάσεως), της 2ας Απριλίου (αιτιολογική σκέψη 191 της πρώτης αποφάσεως), της 25ης Ιουλίου (αιτιολογική σκέψη 192 της πρώτης αποφάσεως) και της 22ας Οκτωβρίου 1996, της 30ής Ιανουαρίου, της 14ης Φεβρουαρίου και της 10ης Ιουλίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 200 της πρώτης αποφάσεως), της 18ης Φεβρουαρίου (αιτιολογική σκέψη 220 της πρώτης αποφάσεως) και της 9ης Ιουνίου 1998 (αιτιολογική σκέψη 233 της πρώτης αποφάσεως).

220    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 151 ανωτέρω, το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ απαγορεύει τις συμφωνίες που «τείνουν» να παρεμποδίζουν, να περιορίζουν ή να νοθεύουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού. Συνεπώς, απαγορεύεται, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, συμφωνία με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση συμφωνιών που εκδηλώνονται στο πλαίσιο συσκέψεων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, στοιχειοθετείται παράβαση της διατάξεως αυτής όταν οι συσκέψεις αυτές έχουν τέτοιο αντικείμενο και αποβλέπουν, κατά τον τρόπο αυτόν, στην τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, νομίμως καταλογίζεται ευθύνη για την παράβαση σε ορισμένη επιχείρηση όταν η επιχείρηση αυτή μετέσχε στις εν λόγω συσκέψεις γνωρίζοντας το αντικείμενό τους, έστω και αν εν συνεχεία δεν εφάρμοσε το μεν ή το δε από τα συμφωνηθέντα κατά τις συσκέψεις αυτές μέτρα. Η κατά το μάλλον ή ήττον τακτική συμμετοχή της επιχειρήσεως στις συσκέψεις και η κατά το μάλλον ή ήττον πλήρης εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων δεν έχει συνέπειες ως προς την ύπαρξη της ευθύνης της, αλλά ως προς την έκτασή της και, συνεπώς, ως προς τη βαρύτητα της κυρώσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψεις 508 έως 510, και της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P, C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425 σκέψη 145). Συνεπώς, η προβαλλόμενη μη εφαρμογή συμφωνιών με αντίθετο στον ανταγωνισμό αντικείμενο, όπως αυτές τις οποίες αφορά η σκέψη 219 είναι αλυσιτελής.

221    Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν έθεσε σε εφαρμογή τις συμφωνίες του Απριλίου-Μαΐου1992 (αιτιολογική σκέψη 129 της πρώτης αποφάσεως), της 1ης Απριλίου 1993 (αιτιολογική σκέψη 137 της πρώτης αποφάσεως), της 13ης Φεβρουαρίου 1996 (αιτιολογική σκέψη 183 της πρώτης αποφάσεως), της 16ης Οκτωβρίου (αιτιολογικές σκέψεις 204 έως 210 της πρώτης αποφάσεως) και της 17ης Νοεμβρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 214 της πρώτης αποφάσεως) και ότι η μη εμπλοκή της στις συμφωνίες αυτές ήταν πρόδηλη.

222    Εν πάση περιπτώσει, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή στα υπομνήματά της, χωρίς να αντιλέξει η προσφεύγουσα, συγκέντρωσε, ως προς την πτυχή της συμπράξεως που αφορά τον καθορισμό της βασικής τιμής, έγγραφες αποδείξεις από τις οποίες προκύπτει η συμμετοχή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στις συσκέψεις της 13ης Φεβρουαρίου 1996 (αιτιολογική σκέψη 183 της πρώτης αποφάσεως), της 16ης Οκτωβρίου 1997 (αιτιολογικές σκέψεις 204 έως 210 της πρώτης αποφάσεως), της 9ης Ιουνίου 1998 (αιτιολογική σκέψη 233 της πρώτης αποφάσεως), της 11ης (αιτιολογική σκέψη 280 της πρώτης αποφάσεως) και της 25ης Ιανουαρίου (αιτιολογική σκέψη 282 της πρώτης αποφάσεως), της 1ης (αιτιολογική σκέψη 283 της πρώτης αποφάσεως) και της 9ης Φεβρουαρίου (αιτιολογική σκέψη 285 της πρώτης αποφάσεως), της 10ης Μαρτίου (αιτιολογική σκέψη 289 της πρώτης αποφάσεως), της 8ης (αιτιολογική σκέψη 297 της πρώτης αποφάσεως), της 16ης (αιτιολογική σκέψη 298 της πρώτης αποφάσεως) και της 23ης Μαΐου (αιτιολογική σκέψη 299 της πρώτης αποφάσεως) και της 27ης Ιουνίου 2000 (αιτιολογική σκέψη 304 της πρώτης αποφάσεως). Εξάλλου, απέδειξε ότι η Lucchini-SP είχε μετάσχει σε οκτώ τουλάχιστον από τις συσκέψεις αυτές, οι οποίες διεξήχθησαν από το 1996 έως το 1998 και το 2000 (αιτιολογικές σκέψεις 183, 204, 233, 282, 283, 289, 298, 299 και 304 της πρώτης αποφάσεως).

223    Κατά πάγια νομολογία, για να στοιχειοθετηθεί επαρκώς η συμμετοχή επιχειρήσεως σε σύμπραξη, αρκεί να αποδειχθεί ότι η οικεία επιχείρηση μετέσχε σε συσκέψεις κατά τη διάρκεια των οποίων συνήφθησαν συμφωνίες με αντικείμενο αντίθετο στον ανταγωνισμό, χωρίς η επιχείρηση αυτή να εκδηλώσει εμφανώς την αντίθεσή της. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συσκέψεις, στην επιχείρηση αυτή απόκειται να προβάλει στοιχεία καταδεικνύοντα ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συσκέψεις δεν είχε την έννοια της προσβολής του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε καταστήσει σαφές στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συσκέψεις αυτές υπό πνεύμα διαφορετικό της δικής τους συμμετοχής (αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 159, σκέψη 96, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 201, σκέψη 81, και της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 119). Η προσφεύγουσα δεν προβάλλει πειστικά στοιχεία προς τούτο.

224    Όσον αφορά τις άλλες συσκέψεις τις οποίες οργάνωσε η Federacciai με αντικείμενο τις τιμές και τις προθεσμίες πληρωμής, ως προς τις οποίες οι διαθέσιμες αποδείξεις δεν καθιστούσαν δυνατή την ταυτοποίηση των συμμετεχόντων, όλοι οι Ιταλοί παραγωγοί οπλισμού σκυροδέματος καλούνταν σ’ αυτές και ελάμβαναν τα πρακτικά που κατάρτιζε η Federacciai, η οποία τους ενημέρωνε για τα αποτελέσματα των συσκέψεων αυτών (αιτιολογικές σκέψεις 465 και 466 της πρώτης αποφάσεως).

225    Η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης, χωρίς να αντιλέξει η προσφεύγουσα, ότι οι συσκέψεις αυτές συνδέονταν μεταξύ τους, δεδομένου ότι επανειλημμένως, διεξήχθησαν συσκέψεις στις οποίες αξιολογήθηκαν τα αποτελέσματα όσων είχαν αποφασισθεί προηγουμένως, βάσει διαρκούς εποπτείας της αγοράς, ή συσκέψεις κατά τη διάρκεια των οποίων υιοθετήθηκαν μέτρα τα οποία τροποποιούσαν όσα είχαν αποφασισθεί προηγουμένως (αιτιολογική σκέψη 468 της πρώτης αποφάσεως).

226    Εξάλλου, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 469 της πρώτης αποφάσεως, η απλή φυσική απουσία από συγκεκριμένη σύσκεψη δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι ο απών δεν προσχώρησε στα αποτελέσματα της ίδιας αυτής συσκέψεως. Ως εκ τούτου, συνέβη να μη μετάσχει η Lucchini-SP σε μια σύσκεψη, λόγω «της πρόδηλης αδυναμίας ή της ελλείψεως βουλήσεως ορισμένων παραγωγών στο πλαίσιο της προσπάθειας να διατηρηθούν οι τιμές που προέκυψαν από τις προηγούμενες συσκέψεις» (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 208, 215 και 560 της πρώτης αποφάσεως, που αφορούν τη σύσκεψη της 17ης Νοεμβρίου 1997). Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η μη εμπλοκή της στη σύμπραξη υπήρξε πρόδηλη.

227    Επισημαίνεται επίσης ότι, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 419 έως 433 και 560 έως 562 της πρώτης αποφάσεως, χωρίς να αντιλέξει συναφώς συγκεκριμένα η προσφεύγουσα, από τον διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι η Lucchini-SP προσχώρησε στη συμφωνία του Απριλίου-Μαΐου 1992 και στην πτυχή της συμπράξεως που είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό της βασικής τιμής μέχρι τον Ιούνιο του 2000. Ως εκ τούτου, στις 25 Ιανουαρίου 1993, η Federacciai απηύθυνε σε όλους τους Ιταλούς παραγωγούς οπλισμού σκυροδέματος ανακοίνωση αφορώσα σύσκεψη της ίδιας ημερομηνίας για τον καθορισμό της βασικής τιμής σε 280 ITL/kg, την οποία στη συνέχεια υιοθέτησε η προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 136 και 420 της πρώτης αποφάσεως). Το 1994, η Lucchini υιοθέτησε τη βασική τιμή που καθορίσθηκε κατά τη σύσκεψη της 1ης Δεκεμβρίου 1994 (αιτιολογικές σκέψεις 145 και 422 της πρώτης αποφάσεως). Στη συνέχεια, εξακολούθησε να λαμβάνει τις ανακοινώσεις της Federacciai και της Leali που αφορούσαν τον καθορισμό της βασικής τιμής το 1995 (αιτιολογικές σκέψεις 149, 160, 161, 164 και 424 της πρώτης αποφάσεως), το 1996 (αιτιολογικές σκέψεις 192 και 426 της πρώτης αποφάσεως), το 1997 (αιτιολογικές σκέψεις 200 και 428 της πρώτης αποφάσεως) και το 1998 (αιτιολογικές σκέψεις 220, 233, 241 και 430 της πρώτης αποφάσεως). Όσον αφορά το 1999, η προσχώρηση της Lucchini-SP στην πτυχή αυτή της συμπράξεως προκύπτει από τις εσωτερικές εκθέσεις της εταιρίας αυτής του Φεβρουαρίου, του Μαρτίου, του Απριλίου και του Μαΐου του 1999 (αιτιολογικές σκέψεις 268 και 432 της πρώτης αποφάσεως). Τέλος, όσον αφορά το 2000, στη σκέψη 222 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι η Lucchini-SP είχε μετάσχει στις συσκέψεις της 1ης Φεβρουαρίου (αιτιολογική σκέψη 283 της πρώτης αποφάσεως), της 10ης Μαρτίου (αιτιολογική σκέψη 289 της πρώτης αποφάσεως), της 16ης (αιτιολογική σκέψη 298 της πρώτης αποφάσεως) και της 23ης Μαΐου (αιτιολογική σκέψη 299 της πρώτης αποφάσεως) και της 27ης Ιουνίου (αιτιολογική σκέψη 304 της πρώτης αποφάσεως) (βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 434 της πρώτης αποφάσεως).

228    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η συστηματική εφαρμογή διαφορετικών τιμών εκ μέρους των οικείων επιχειρήσεων διαψεύδει την προβαλλόμενη εφαρμογή της συνεννοήσεως μεταξύ επιχειρήσεων, αρκεί η παραπομπή στα εκτιθέμενα στη σκέψη 197 ανωτέρω.

–       Επί του καθορισμού των προσθέτων τιμών λόγω διαστάσεων

229    Όσον αφορά τον καθορισμό των προσθέτων τιμών λόγω διαστάσεων, πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο καθορισμός από την Επιτροπή ελαχίστων προσθέτων τιμών λόγω διαστάσεων και η δημοσίευση τιμών προσανατολισμού και συνιστωμένων τιμών, οι οποίες επίσης ισχύουν για τον οπλισμό σκυροδέματος, συντέλεσαν στην κατάργηση ή στον περιορισμό της αυτονομίας κατά τη λήψη αποφάσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων ως προς τις τιμές πωλήσεών τους. Οι πρόσθετες τιμές λόγω διαστάσεων, καθώς και οι άλλες πρόσθετες τιμές, είναι πανομοιότυπες κατ’ ουσίαν στην Ένωση, προκειμένου να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ παραγωγών και αγοραστών. Συναφώς, η προσφεύγουσα απηύθυνε έγγραφο στην Επιτροπή στις 10 Δεκεμβρίου 2001, επί του οποίου το θεσμικό όργανο αυτό ουδέποτε εξέφρασε άποψη, προκειμένου να πληροφορηθεί αν ενδεχόμενη ευθυγράμμισή της προς τις τιμές που έχει γνωστοποιήσει ένας ανταγωνιστής της, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 60 ΑΧ, συνιστά σύμπραξη απαγορευόμενη από το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ. Τέλος, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι το γεγονός ότι υπήρξε μια συνήθης ευθυγράμμιση ως προς τις πρόσθετες τιμές, συνιστά «αναπόφευκτη πραγματικότητα της αγοράς, η οποία επιβεβαιώνεται πάντοτε και παντού».

230    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η υποχρεωτική δημοσίευση των τιμών που προβλέπεται στο άρθρο 60, παράγραφος 2, ΑΧ έχει ως σκοπό, πρώτον, να εμποδίζει κατά το δυνατόν τις απαγορευόμενες πρακτικές, δεύτερον, να επιτρέπει στους αγοραστές να πληροφορούνται επακριβώς τις τιμές και να συμμετέχουν επίσης στον έλεγχο των διακρίσεων και, τέλος, να επιτρέπει στις επιχειρήσεις να γνωρίζουν επακριβώς τις τιμές των ανταγωνιστών τους για να τους παρέχεται η δυνατότητα να ευθυγραμμίζονται (βλ. απόφαση Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 151, σκέψη 308 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

231    Κατά πάγια επίσης νομολογία, οι τιμές που περιλαμβάνονται στους τιμοκαταλόγους πρέπει να καθορίζονται από κάθε επιχείρηση ανεξάρτητα, χωρίς συμφωνία, έστω σιωπηρή, μεταξύ τους. Ειδικότερα, το γεγονός ότι οι διατάξεις του άρθρου 60 ΑΧ τείνουν να περιορίζουν τον ανταγωνισμό δεν εμποδίζει την εφαρμογή της απαγορεύσεως των συμπράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 65, παράγραφος 1, της ΑΧ. Τρίτον, το άρθρο 60 ΑΧ δεν προβλέπει καμία επαφή μεταξύ των επιχειρήσεων, πριν από τη δημοσίευση των τιμοκαταλόγων, με σκοπό την αμοιβαία ενημέρωση για τις μελλοντικές τιμές τους. Οι επαφές αυτές όμως, στον βαθμό που εμποδίζουν τον ανεξάρτητο καθορισμό των τιμοκαταλόγων αυτών, μπορούν να νοθεύσουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού, υπό την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ (βλ. απόφαση Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 151, σκέψεις 312 και 313 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

232    Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, ορθώς έκρινε η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 442 της πρώτης αποφάσεως, ότι, όταν, στο πλαίσιο τακτικής συνεννοήσεως, ανταγωνίστριες επιχειρήσεις υιοθετούν διαρκή συμπεριφορά η οποία τείνει να εξαλείψει, τόσο μέσω συμφωνιών όσο και μέσω εναρμονισμένων πρακτικών, την αβεβαιότητα που αφορά, ιδίως, τις πρόσθετες τιμές λόγω διαστάσεων τις οποίες θα εφαρμόζουν στην αγορά, η συμπεριφορά αυτή αποτελεί απαγορευόμενη σύμπραξη, υπό την έννοια του άρθρου 65 ΑΧ. Τέτοιου είδους συμπεριφορές επισημάνθηκαν από την Επιτροπή ιδίως με τις αιτιολογικές σκέψεις 438 έως 441 της πρώτης αποφάσεως.

233    Η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει συναφώς ότι η ομοιομορφία αυτή απορρέει από την ιδιαιτερότητα της αγοράς και της παραγωγής, λόγω της οποίας, πρώτον, ο ανταγωνισμός στην αγορά στηρίζεται στις διαφορές των βασικών τιμών τις οποίες εφαρμόζουν οι διάφορες επιχειρήσεις, δεύτερον, οι λιγότερο μεγάλες επιχειρήσεις ακολουθούν συστηματικά τις πρόσθετες τιμές που καθορίζουν αυτόνομα οι πιο αντιπροσωπευτικές και πιο μεγάλες χαλυβουργικές επιχειρήσεις και, τρίτον, όλοι οι επιχειρηματίες συμφωνούν ότι είναι αναγκαίο να υπάρχουν ομοιόμορφες πρόσθετες τιμές για να διευκολύνονται οι διαπραγματεύσεις μεταξύ παραγωγών και αγοραστών, οι οποίοι επικεντρώνονται μόνο στη βασική τιμή ενός συγκεκριμένου προϊόντος, πράγμα το οποίο επιτρέπει να γίνουν αμέσως αντιληπτά τα πλεονεκτήματα εκάστου από τους διαφόρους παραγωγούς.

234    Πράγματι, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η προς τα άνω ευθυγράμμιση των προσθέτων τιμών λόγω διαστάσεων απορρέει από κοινή συμφωνία, ενίοτε σιωπηρή, ενίοτε ρητή, περί μη ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 440 της πρώτης αποφάσεως) και ότι, από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 μέχρι το 2000, αποφασίστηκαν και εφαρμόσθηκαν τουλάχιστον 19 αυξήσεις των εν λόγω προσθέτων τιμών (αιτιολογική σκέψη 439 της πρώτης αποφάσεως). Ως εκ τούτου, η άποψη περί έξυπνης ευθυγραμμίσεως κατόπιν της πρωτοβουλίας ενός μεγάλου παραγωγού δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι διεξάγονταν συνεννοήσεις όσον αφορά την αύξηση των προσθέτων τιμών και ότι υπήρχε κοινή πεποίθηση όσον αφορά την προϋπόθεση ότι οι πρόσθετες τιμές έπρεπε να είναι πάντοτε ομοιόμορφες μεταξύ των παραγωγών (αιτιολογικές σκέψεις 441, 489 και υποσημείωση 542 της πρώτης αποφάσεως). Εξάλλου, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 440 της πρώτης αποφάσεως, αν η ευθυγράμμιση των προσθέτων τιμών λόγω διαστάσεων ήταν αποτέλεσμα της κανονικής εξελίξεως της αγοράς, είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό για ποιο λόγο οι μετέχοντες στην σύμπραξη ένοιωθαν την ανάγκη να συσκέπτονται τακτικά για να συμφωνούν για τις αυξήσεις αυτές.

235    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι Επιτροπή δεν απάντησε στο από 10 Δεκεμβρίου 2001 έγγραφό της, με το οποίο την ρωτούσε αν η ενδεχόμενη ευθυγράμμισή της ως προς τις γνωστοποιηθείσες τιμές με έναν ανταγωνιστή συνιστούσε σύμπραξη απαγορευόμενη από το άρθρο 65 ΑΧ. Εκτός του ότι μια τέτοια αιτίαση είναι αλυσιτελής, επισημαίνεται, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, ότι η Επιτροπή απάντησε στο επιχείρημα αυτό με το σημείο 280 in fine της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, την οποία απηύθυνε στην προσφεύγουσα στις 27 Μαρτίου 2002.

236    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των επιχειρήσεων που εφάρμοσαν παράλληλες πρόσθετες τιμές, προς εκτέλεση προγενέστερης συμπράξεως. Από κανένα αποδεικτικό ή άλλο συγκεκριμένο στοιχείο συναφώς, πλην συχνά ανεπισήμων ανακοινώσεων, δεν προκύπτει ότι η Federacciai συγκέντρωσε όλες τις επιχειρήσεις οπλισμού σκυροδέματος. Εξάλλου, όπως προκύπτει από προσκομισθέντα τιμολόγια, η προσφεύγουσα καθόριζε συστηματικά τις τιμές της κατά τρόπο αυτόνομο, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι διαφοροποιήθηκε σαφώς από τις παρασχεθείσες υποδείξεις.

237    Το επιχείρημα αυτό πρέπει ωστόσο να απορριφθεί, δεδομένου ότι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, το θεσμικό αυτό όργανο διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 438 έως 444 της πρώτης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει ενεργώς στις συμφωνίες και στις εναρμονισμένες πρακτικές που είχαν ως αντικείμενο τον καθορισμό των προσθέτων τιμών λόγω διαστάσεων.

238    Συναφώς, προκύπτει μεταξύ άλλων από τη δικογραφία ότι η Lucchini‑SP α) υπήρξε παραλήπτρια της ανακοινώσεως της Federacciai της 6ης Δεκεμβρίου 1989 (αιτιολογική σκέψη 126 της πρώτης αποφάσεως) και τροποποίησε κατόπιν τούτου τον τιμοκατάλογό της (αιτιολογική σκέψη 127 της πρώτης αποφάσεως), β) υπήρξε παραλήπτρια της ανακοινώσεως της Federacciai της 25ης Ιανουαρίου 1993 (αιτιολογική σκέψη 135 της πρώτης αποφάσεως) και τροποποίησε κατόπιν τούτου τις αντίστοιχες τιμές (αιτιολογική σκέψη 136 της πρώτης αποφάσεως), γ) υπήρξε παραλήπτρια της ανακοινώσεως της Federacciai της 7ης Φεβρουαρίου 1994 (αιτιολογική σκέψη 138 της πρώτης αποφάσεως) και εφάρμοσε τις οικείες αυξήσεις κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία (αιτιολογική σκέψη 139 της πρώτης αποφάσεως) και δ) υπήρξε παραλήπτρια των ανακοινώσεων της Federacciai της 30ής Αυγούστου (αιτιολογική σκέψη 140 της πρώτης αποφάσεως) και της 13ης Σεπτεμβρίου 1994 (αιτιολογική σκέψη 142 της πρώτης αποφάσεως), καθώς και της ανακοινώσεως της 22ας Φεβρουαρίου 1995 (αιτιολογική σκέψη 149 της πρώτης αποφάσεως). Επιπλέον, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 1997, η προσφεύγουσα εξακολούθησε να λαμβάνει τις ανακοινώσεις της Federacciai (αιτιολογική σκέψη 200 και υποσημείωση 328 της πρώτης αποφάσεως) και ανέλαβε μεταξύ άλλων πρωτοβουλία ώστε όλοι οι παραγωγοί να εφαρμόσουν αύξηση της τιμής (αιτιολογική σκέψη 200 της πρώτης αποφάσεως). Μετέσχε επίσης σε συσκέψεις που αφορούσαν τις πρόσθετες τιμές λόγω διαστάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 298 και 299 της πρώτης αποφάσεως).

239    Εξάλλου, η Επιτροπή διαπίστωσε τη συμμετοχή της Lucchini-SP στις εναρμονισμένες πρακτικές περί των προσθέτων τιμών λόγω διαστάσεων του 1990 και του 1991 (αιτιολογική σκέψη 128 της πρώτης αποφάσεως), του 1992 (αιτιολογική σκέψη 133 της πρώτης αποφάσεως), του Ιουλίου του 1995 (αιτιολογική σκέψη 162 της πρώτης αποφάσεως), του Φεβρουαρίου και του Οκτωβρίου του 1996 (αιτιολογικές σκέψεις 184 και 199 της πρώτης αποφάσεως) και του Ιουνίου και του Ιουλίου του 1999 (αιτιολογική σκέψη 269 της πρώτης αποφάσεως).

–       Επί των όρων πωλήσεως και των προθεσμιών πληρωμής

240    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 435 επ. της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν συνάψει σύμπραξη αφορώσα τους όρους και τις προθεσμίες πληρωμής, τουλάχιστον μεταξύ της 15ης Απριλίου 1992 και της 30ής Σεπτεμβρίου 1995. Η SP όμως ουδέποτε συνεννοήθηκε με τους άλλους παραγωγούς και η πολιτική της επί του σημείου αυτού ήταν εντελώς αυτόνομη, πράγμα το οποίο προκύπτει από τα τιμολόγια που προσκόμισε η προσφεύγουσα. Εξάλλου, οι ταχθείσες προθεσμίες πληρωμής (από 60 έως 90 ημέρες) είναι συνήθεις στις πωλήσεις μεταξύ επιχειρηματιών που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα στον χαλυβουργικό τομέα.

241    Επισημαίνεται ότι από την πρώτη απόφαση προκύπτει ότι η σύμπραξη αφορούσε επίσης τις προθεσμίες πληρωμής τουλάχιστον μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1995 (αιτιολογική σκέψη 435 της πρώτης αποφάσεως). Προς στήριξη του συμπεράσματος αυτού, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι ο γενικός κανόνας της πληρωμής σε 90 ημέρες, με περιορισμένες και ρυθμιζόμενες εξαιρέσεις, είχε καθορισθεί στη συμφωνία του Απριλίου του 1992, η οποία αφορά τον καθορισμό των ελαχίστων βασικών τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 129 και 130 της πρώτης αποφάσεως). Νέες αποφάσεις αφορώσες τις προθεσμίες πληρωμής ελήφθησαν το 1993 (αιτιολογική σκέψη 135 της πρώτης αποφάσεως), το 1994 (αιτιολογική σκέψη 145 της πρώτης αποφάσεως) και το 1995 (αιτιολογικές σκέψεις 161, 163 έως 168 και 174 της πρώτης αποφάσεως).

242    Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι ουδέποτε συμφώνησε τον καθορισμό προθεσμιών πληρωμής με τους άλλους παραγωγούς και ότι η πολιτική της επί του σημείου αυτού ήταν εντελώς αυτόνομη.

243    Πρώτον, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Lucchini-SP προσχώρησε στη συμφωνία του Απριλίου του 1992, η οποία καθιέρωσε μεταξύ άλλων τον κανόνα της πληρωμής σε 90 ημέρες από το τέλος του μηνός (αιτιολογικές σκέψεις 129 και 130 της πρώτης αποφάσεως).

244    Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα δεν μετέσχε στη σύσκεψη της 25ης Ιανουαρίου 1993, υπογραμμίζεται ότι η Federacciai πληροφόρησε όλους τους παραγωγούς οπλισμού σκυροδέματος ότι, κατά τη διάρκεια της εν λόγω συσκέψεως, καθιερώθηκε η πληρωμή σε 60 ημέρες από το τέλος του μηνός, από 26ης Ιανουαρίου 1993 (αιτιολογική σκέψη 135 της πρώτης αποφάσεως).

245    Τρίτον, κατά τη διάρκεια συσκέψεως της 1ης Δεκεμβρίου 1994, κατόπιν τηλεομοιοτυπίας της Federacciai της 25ης Νοεμβρίου 1994, ελήφθησαν μεταξύ άλλων αποφάσεις με αντικείμενο τις προθεσμίες πληρωμής και τις εκπτώσεις (αιτιολογική σκέψη 145 της πρώτης αποφάσεως). Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι το περιεχόμενο των αποφάσεων αυτών γνωστοποιήθηκε στη Lucchini-SP.

246    Τέταρτον, με τηλεομοιοτυπία της 21ης Ιουλίου 1995, η Federacciai απέστειλε στους παραγωγούς οπλισμού σκυροδέματος ένα έντυπο προς υπογραφή το οποίο περιείχε τη δέσμευση εφαρμογής, αρχόμενης από τις παραδόσεις της 1ης Σεπτεμβρίου 1995, προθεσμιών πληρωμής, για όλη την πελατεία, από 60 έως 90 ημέρες το πολύ από την ημερομηνία αποστολής, και ημερομηνιών λήξεως των προθεσμιών πληρωμής, στις 10, στις 20, στις 30 ή στις 31 εκάστου μηνός, αναλόγως της πραγματικής ημερομηνίας αποστολής. Πριν από το έντυπο αυτό είχε αποσταλεί δήλωση του εκτελούντος χρέη γενικού διευθυντή της Federacciai, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η βούληση μειώσεως των προθεσμιών πληρωμής και εφαρμογής της νέας χρονικής κατανομής των ίδιων αυτών προθεσμιών (αιτιολογική σκέψη 164 της πρώτης αποφάσεως). Στις 27 Ιουλίου 1995, η Lucchini-SP επιβεβαίωσε ρητώς την προσχώρησή της στις νέες προθεσμίες πληρωμής (αιτιολογική σκέψη 165 της πρώτης αποφάσεως).

247    Πέμπτον, στις 31 Ιουλίου 1995, η Federacciai συνέταξε ανακοίνωση προς τους παραγωγούς οπλισμού σκυροδέματος, στην οποία εξέθετε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την αυστηρή εφαρμογή των όρων για την πληρωμή σε «60-90 ημέρες από το τέλος του μηνός» (αιτιολογική σκέψη 167 της πρώτης αποφάσεως). Κατά τη διάρκεια συσκέψεως της 29ης Αυγούστου 1995, αποφασίστηκε η ομόφωνη επιβεβαίωση της εφαρμογής της πληρωμής σε «60-90 ημέρες» στις παραγγελίες που δίδονταν από 1ης Σεπτεμβρίου 1995 (αιτιολογική σκέψη 168 της πρώτης αποφάσεως).

248    Λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων αυτών, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι καθόριζε την εμπορική πολιτική της όσον αφορά τους όρους πωλήσεων και τις προθεσμίες πληρωμής κατά τρόπο αυτόνομο ούτε ότι οι ταχθείσες προθεσμίες πληρωμής (από 60 έως 90 ημέρες) είναι συνήθεις στις πωλήσεις μεταξύ επιχειρηματιών που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα στον χαλυβουργικό τομέα.

249    Συνεπώς, η αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του περιορισμού ή του ελέγχου της παραγωγής ή των πωλήσεων

250    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε καμία απόδειξη της συμμετοχής της στην πτυχή της συμπράξεως η οποία αφορά τις παύσεις της παραγωγής. Αντιθέτως, διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή τιμολόγια αγοράς από τα οποία προκύπτει συνήθης κατανάλωση μεθανίου στα εργοστάσια παραγωγής της προσφεύγουσας. Εξάλλου, είναι γνωστό σε όλους ότι η μεγάλη πλειονότητα των μικρών, μεσαίων και μεγάλων εργοστασίων κλείνουν τελείως κατά τις τέσσερις εβδομάδες του Αυγούστου. Συναφώς, τα στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν στη Federacciai, και όχι στους ανταγωνιστές παραγωγούς οπλισμού σκυροδέματος, εντάσσονταν απλώς στο πλαίσιο μιας συνήθους γνωστοποιήσεως στοιχείων στην ένωση αυτή για στατιστικούς σκοπούς.

251    Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

252    Όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 458 της πρώτης αποφάσεως, η πτυχή της συμπράξεως που αφορά τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των πωλήσεων διήρκεσε τουλάχιστον από τις 13 Ιουνίου 1995 έως τις 23 Μαΐου 2000.

253    Όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην πτυχή αυτή της συμπράξεως, πρώτον, υπογραμμίζεται ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στη σύσκεψη της 13ης Ιουνίου 1995, κατά τη διάρκεια της οποίας οι μετέχοντες αποφάσισαν ομοφώνως τη διακοπή της παραγωγής επί διάστημα τεσσάρων εβδομάδων πριν από τα τέλη Αυγούστου του 1995 (αιτιολογικές σκέψεις 152 έως 154 και 445 της πρώτης αποφάσεως). Η προσχώρηση της προσφεύγουσας στην απόφαση αυτή προκύπτει από την τηλεομοιοτυπία της Lucchini Siderurgica, που απεστάλη στη Federacciai στις 26 Ιουνίου 1995 (αιτιολογική σκέψη 158 και υποσημείωση 228 της πρώτης αποφάσεως), η οποία εστάλη κατόπιν της τηλεομοιοτυπίας του ασκούντος καθήκοντα γενικού διευθυντή της Federacciai της 21ης Ιουνίου 1995 προς τη Leali, το περιεχόμενο της οποίας γνωστοποιήθηκε από τη Leali στους άλλους παραγωγούς οπλισμού σκυροδέματος στις 22 Ιουνίου 1995 (αιτιολογικές σκέψεις 156 έως 158 της πρώτης αποφάσεως).

254    Δεύτερον, στη μηνιαία έκθεσή της για τον Ιανουάριο του 1996 («Area 80 Informa – Report mensile – Mese: Gennaio 1996»), η Lucchini αναφέρεται στο γεγονός ότι «η απόφαση των παραγωγών να σταματήσουν τη λειτουργία των εργοστασίων τους επί δύο εβδομάδες κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου θα πρέπει να έχει ως συνέπεια τη μείωση των αποθεμάτων στις αποθήκες των παραγωγών και, συγχρόνως, μια ελαφρά αύξηση των τιμών πωλήσεως» (αιτιολογική σκέψη 185 της πρώτης αποφάσεως). Εξάλλου, η Lucchini-SP ήταν παρούσα στη σύσκεψη της 13ης Φεβρουαρίου 1996 κατά τη διάρκεια της οποίας καταρτίσθηκε πρόγραμμα παύσεως της λειτουργίας των εγκαταστάσεων ελάσεως (αιτιολογική σκέψη 183 της πρώτης αποφάσεως), ενώ η προσχώρηση της Lucchini-SP βεβαιώνεται με μια ανακοίνωση του αρμοδίου μέλους του διοικητικού συμβουλίου της πρώην Acciaierie e Ferriere Leali Luigi της 20ής Φεβρουαρίου 1996 (αιτιολογική σκέψη 185 της πρώτης αποφάσεως).

255    Τρίτον, η Επιτροπή επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 205, 206 και 451 της πρώτης αποφάσεως, χωρίς να αντιλέξει επί του σημείου αυτού η προσφεύγουσα, ότι, ως προς το 1997, η εφαρμογή της πτυχής της συμπράξεως που αφορούσε τον έλεγχο ή τον περιορισμό της παραγωγής ή των πωλήσεων σκοπούσε στη διατήρηση και την ενίσχυση των υψηλότερων τιμών που επιτεύχθηκαν μέσω της συμπράξεως, η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε, στο στάδιο αυτό της εφαρμογής της, με τη συμφωνία οκτώ επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων η Lucchini, είτε να εξάγουν την παραχθείσα ποσότητα που υπερέβαινε την ποσόστωσή τους παραδόσεως είτε να προβαίνουν σε παύση της παραγωγής μία εβδομάδα μεταξύ της 1ης Σεπτεμβρίου και της 30ής Νοεμβρίου. Επιπλέον, σε εσωτερικό έγγραφο της Lucchini του Οκτωβρίου του 1997, η εταιρία αυτή επισημαίνει ότι «οι εξαγωγές στις οποίες προέβαιναν ορισμένοι παραγωγοί (Feralpi, IRO, Valsabbia, Riva), προστιθέμενες στις παύσεις της παραγωγής στις οποίες θα προέβαιναν κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου ορισμένοι άλλοι παραγωγοί (Leali, Lucchini, Alfa Acciao, Darfo), θα σταθεροποι[ούσαν] την αγορά τον προσεχή μήνα και, τουλάχιστον, θα εμπ[όδιζαν] μια ενδεχόμενη μείωση των τιμών» (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 207 της πρώτης αποφάσεως).

256    Τέταρτον, σύμφωνα με άλλο εσωτερικό έγγραφο της Lucchini, του Απριλίου του 1998, «με τη συμφωνία μεταξύ παραγωγών [έπρεπε] να εγκριθεί αύξηση της τιμής κατά περίπου 15-20 ITL κατά τη διάρκεια του Μαΐου». Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, «[δ]εδομένου ότι η ζήτηση δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη, η προσπάθεια αυτή [έπρεπε] να ενισχυθεί με μείωση της παραγωγής εκ μέρους όλων των παραγωγών» (αιτιολογικές σκέψεις 228 και 453 της πρώτης αποφάσεως). Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 454 της πρώτης αποφάσεως προκύπτει ότι η συμφωνία του Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου 1998, στην οποία μετέσχε η Lucchini-SP, προέβλεπε επίσης τον έλεγχο ή τον περιορισμό της παραγωγής που προοριζόταν για την ιταλική αγορά.

257    Πέμπτον, όσον αφορά το 1999, ο περιορισμός ή ο έλεγχος της παραγωγής ή των πωλήσεων προκύπτει ιδίως από τις ανακοινώσεις των Alfa, Valsabbia, Ferriere Nord και Lucchini-SP, οι οποίες αφορούσαν την απόφαση περί αναστολής της παραγωγής οπλισμού σκυροδέματος για όλη την τρίτη εβδομάδα του Νοεμβρίου ή «από τις 22/11 έως τις 26/11 και από την 1/12 έως τις 3/12» (αιτιολογικές σκέψεις 277 και 455 της πρώτης αποφάσεως).

258    Έκτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο περιορισμός ή ο έλεγχος της παραγωγής εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της συμπράξεως το 2000, πράγμα το οποίο προκύπτει ιδίως από τη σύσκεψη της 23ης Μαΐου 2000 μεταξύ των Lucchini-SP, Alfa, Valsabbia και Feralpi, στο πλαίσιο της οποίας συζητήθηκε «το ζήτημα ποιος προηγ[ούνταν] και ποιος [είχε] μείνει πίσω στις ποσοστώσεις, που αποτελεί ένδειξη ως προς το ποιος [είχε] υποχωρήσει και ποιος, αντιθέτως, [είχε] υπερασπίσει τις τιμές» (αιτιολογικές σκέψεις 299 και 456 της πρώτης αποφάσεως).

259    Κατόπιν των ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η κατανάλωση μεθανίου ήταν κανονική στα εργοστάσιά της παραγωγής ούτε ότι η γνωστοποίηση των στοιχείων που αφορούσαν τις παύσεις της παραγωγής στη Federacciai είχε γίνει μόνο για στατιστικούς σκοπούς. Συναφώς, όπως υπογράμμισε και η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 445 της πρώτης αποφάσεως, όσον αφορά τη σύσκεψη της 13ης Ιουνίου 1995, η Federacciai είχε τονίσει ότι, προκειμένου να διατηρηθεί η νέα, υψηλότερη, βασική τιμή που είχε συμφωνηθεί κατά τη σύσκεψη εκείνη, ήταν σημαντικό να «διατηρηθεί ενωμένο το μέτωπο ως προς το θερινό κλείσιμο των τεσσάρων εβδομάδων». Εξάλλου, η τηλεομοιοτυπία της Leali της 22ας Ιουνίου 1995, η οποία απεστάλη σε όλους τους παραγωγούς οπλισμού σκυροδέματος κατόπιν της τηλεομοιοτυπίας της Federacciai της 21ης Ιουνίου 1995, εξέθεσε ρητώς την «ανάγκη να ομαδοποιηθούν οι παύσεις […] για να εξισορροπηθούν εκ νέου η παραγωγή και η προσφορά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο» (αιτιολογικές σκέψεις 156 και 157 της πρώτης αποφάσεως).

260    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η αιτίαση της προσφεύγουσας δεν ευσταθεί.

–       Επί του σχεδίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, των συσκέψεων της 16ης Οκτωβρίου και της 17ης Νοεμβρίου 1997 και της συμφωνίας του Απριλίου-Μαΐου 1992

261    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν μετέσχε στο σχέδιο συμφωνίας της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 και ότι αγνοεί πώς η Leali ήταν δυνατό να έλαβε γνώση των στοιχείων που αφορούσαν την παραγωγή της, δεδομένου ότι ουδέποτε της τα γνωστοποίησε (αιτιολογική σκέψη 196 της πρώτης αποφάσεως). Ωσαύτως δεν έλαβε γνώση της συμφωνίας που συνήφθη κατά τη σύσκεψη της 16ης Οκτωβρίου 1997 και παρέσχε στοιχεία αφορώντα τις παραδόσεις της και την παραγωγή της μόνο στη Federacciai (αιτιολογικές σκέψεις 204 επ. της πρώτης αποφάσεως). Επιπλέον, δεν μετέσχε στη σύσκεψη της 17ης Νοεμβρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 208 της πρώτης αποφάσεως) και δεν έπαυσε την παραγωγή της τον Νοέμβριο του 1997. Εξάλλου, η προσφεύγουσα αγνοούσε ποιες ανταγωνίστριες εταιρίες είχαν στη διάθεσή τους τα στοιχεία της επιχειρήσεως επί των πωλήσεών της, των εξαγωγών της και της παραγωγής της (αιτιολογική σκέψη 209 της πρώτης αποφάσεως). Τέλος, η προσφεύγουσα δεν συνήψε συμφωνία μεταξύ του Απριλίου και του Μαΐου του 1992 και δεν θυμόταν να την έχει δει προηγουμένως.

262    Πρώτον, όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 173 ανωτέρω, από το περιεχόμενο της συμφωνίας του Σεπτεμβρίου του 1996, η οποία βρέθηκε στους χώρους της Leali, προκύπτει ότι η Lucchini πράγματι έκανε γνωστή την προσχώρησή της στη συμφωνία αυτή με τηλεομοιοτυπία της 30ής Σεπτεμβρίου, καθώς και με δύο πίνακες, οι οποίοι επίσης βρέθηκαν στους χώρους της Leali, οι οποίοι περιέχουν, για καθεμία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης της Lucchini-SP, τα στοιχεία που αφορούν τα μερίδια αγοράς του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου 1996, πανομοιότυπα προς τα διαμορφωθέντα με τη συμφωνία, το χαρτοφυλάκιο παραγγελιών, τα αποθέματα και τις ληφθείσες παραγγελίες (αιτιολογική σκέψη 196 της πρώτης αποφάσεως). Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι δεν μετέσχε στο σχέδιο συμφωνίας του Σεπτεμβρίου του 1996.

263    Δεύτερον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Lucchini Siderurgica πράγματι μετέσχε στη σύσκεψη της 16ης Οκτωβρίου 1997, κατά τη διάρκεια της οποίας συνήφθη συμφωνία περί αυτοπεριορισμού της παραγωγής για τον Νοέμβριο του 1997. Την ίδια ημερομηνία, η Leali έλαβε, με τηλεομοιοτυπία, τα ατομικά στοιχεία που αφορούν την παραγωγή, τις παραδόσεις στην Ιταλία και τις εξαγωγές κάθε επιχειρήσεως για κάθε μήνα (από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο) του 1996 και του 1997 (υποσημείωση 336 της πρώτης αποφάσεως). Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ωσαύτως δεν είχε λάβει γνώση της συμφωνίας που συνήφθη κατά τη σύσκεψη της 16ης Οκτωβρίου 1997 δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

264    Τρίτον, όσον αφορά τη σύσκεψη της 17ης Νοεμβρίου 1997, διαπιστώνεται ότι η Lucchini-SP είχε ανακοινώσει ότι ο εκπρόσωπός της δεν μπορούσε να μετάσχει στη σύσκεψη αυτή (αιτιολογική σκέψη 208 της πρώτης αποφάσεως). Συναφώς, υπογραμμίζεται επίσης ότι, με τηλεομοιοτυπία που απέστειλε στη Leali στις 7 Νοεμβρίου 1997, η Lucchini-SP είχε εκδηλώσει την πρόθεσή της να μη μετάσχει στην επόμενη συνάντηση των εμπορικών διευθυντών, λόγω «της πρόδηλης αδυναμίας ή της ελλείψεως βουλήσεως ορισμένων παραγωγών στο πλαίσιο της προσπάθειας να διατηρηθούν οι τιμές που προέκυψαν από τις προηγούμενες συσκέψεις» (αιτιολογική σκέψη 215 της πρώτης αποφάσεως). Ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 560 της πρώτης αποφάσεως, ότι η μη συμμετοχή της Lucchini-SP στη σύσκεψη των μέσων Νοεμβρίου μεταξύ εμπορικών διευθυντών δεν έπρεπε να ερμηνευθεί ως εκ μέρους της αποστασιοποίηση από τη σύμπραξη που αφορούσε τον καθορισμό της βασικής τιμής, δεδομένου ότι η μη συμμετοχή αυτή αποτελούσε, αντιθέτως, μορφή διαμαρτυρίας με σκοπό να ζητηθεί μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της συμπράξεως προκειμένου να έχει αποτελέσματα επί των τιμών. Εξάλλου, επισημαίνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα ήταν παραλήπτρια της ανακοινώσεως της Leali της 24ης Νοεμβρίου 1997, η οποία πληροφορούσε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις για τις συμφωνίες που συνήφθησαν στο πλαίσιο της συσκέψεως της 17ης Νοεμβρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 216 της πρώτης αποφάσεως).

265    Τέταρτον, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν τη συμφωνία του Απριλίου-Μαΐου 1992 πρέπει να απορριφθούν για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 171 και 243 ανωτέρω.

266    Συνεπώς, οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας που αφορούν το σχέδιο συμφωνίας της 2ας Σεπτεμβρίου 1996, τις συσκέψεις της 16ης Οκτωβρίου 1996 και της 17ης Νοεμβρίου 1997 καθώς και τη συμφωνία του Απριλίου-Μαΐου 1992 πρέπει να απορριφθούν.

–       Επί της μη συμμετοχής της SP στις μελέτες της εταιρίας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών K.

267    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Επιτροπή, η SP δεν μετέσχε στις μελέτες που πραγματοποίησε η εταιρία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών K. (αιτιολογικές σκέψεις 223 έως 244 της πρώτης αποφάσεως), πράγμα το οποίο άλλωστε αναγνώρισε η Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 226 και υποσημείωση 390 της πρώτης αποφάσεως). Η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι, κατά τη διάρκεια του 1998, η προσφεύγουσα, μολονότι δεν είχε μετάσχει στις πράξεις ελέγχου της εταιρίας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών K., είχε λάβει γνώση αυτών και συμπεριφέρθηκε ως εάν περιλαμβανόταν στην ομάδα επιχειρήσεων που είχαν άμεση συμμετοχή στο σύστημα. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 257 της πρώτης αποφάσεως, η προσφεύγουσα ουδέποτε έλαβε υπόψη της τη συμφωνία περί της «ποσοστώσεως Darfo» και τα έγγραφα που παραθέτει η Επιτροπή συναφώς δεν παρέχουν ακράδαντες αποδείξεις.

268    Πρώτον, αφενός, μολονότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε άμεση συμμετοχή στις μελέτες της εταιρίας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών K. το 1998 (αιτιολογικές σκέψεις 223 έως 244 και υποσημείωση 390 και αιτιολογική σκέψη 560 και υποσημείωση 624 της πρώτης αποφάσεως), αποδείχθηκε ότι είχε άμεση συμμετοχή το 1997 (αιτιολογικές σκέψεις 217 και 560 και υποσημείωση 624 της πρώτης αποφάσεως). Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στις 10 Δεκεμβρίου 1997, η εταιρία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών K. εξέδωσε τιμολόγιο προκαταβολής για μελέτη που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1997 και ότι το υπόλοιπο του τιμολογίου κατανεμήθηκε μεταξύ επτά επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων η Lucchini-SP.

269    Αφετέρου, η Επιτροπή διαπίστωσε, βάσει εγγράφου του οποίου την αποδεικτική δύναμη δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα, ότι, ακόμη και αν η προσφεύγουσα δεν είχε άμεση συμμετοχή στις μελέτες της εταιρίας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών K. το 1998, είχε λάβει γνώση αυτών και συμπεριφέρθηκε, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές Ιουνίου 1998, «ως εάν περιλαμβανόταν στην ομάδα επιχειρήσεων που είχαν άμεση συμμετοχή στο σύστημα επεμβάσεων και ελέγχων της [εταιρίας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών K.]» (αιτιολογικές σκέψεις 228, 337 και 560 της πρώτης αποφάσεως), υιοθετώντας έτσι τον σκοπό της πτυχής της συμπράξεως που αφορά τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των πωλήσεων στην οποία εντάσσονταν οι μελέτες της εταιρίας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών K. Η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αμφισβητεί την ερμηνεία αυτή, υποστηρίζοντας ότι προσαρμόστηκε, διατηρώντας την αυτονομία της, σε μια νέα κατάσταση της αγοράς. Πράγματι, στη σκέψη 166 ανωτέρω υπομνήσθηκε ότι πρέπει να τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου, το βάρος της οποίας φέρουν οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες, ότι όσες επιχειρήσεις μετείχαν στη συνεννόηση και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η συνεννόηση γίνεται τακτικά και επί μακρό χρονικό διάστημα (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προπαρατεθείσα στη σκέψη 159, σκέψη 121).

270    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε έλαβε υπόψη της την «ποσόστωση Darfo», υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 256 της πρώτης αποφάσεως, η Acciaieria di Darfo υπέβαλε στο ιταλικό Υπουργείο Βιομηχανίας αίτηση για τη χορήγηση επιδοτήσεων για την καταστροφή των εγκαταστάσεών της παραγωγής οπλισμού σκυροδέματος. Σύμφωνα με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η πρώην Acciaierie e Ferriere Leali Luigi, (η πρώην) Ferriera Valsabbia, η IRO, η Alfa και η Feralpi συμφώνησαν με την Acciaieria di Darfo, ως αντάλλαγμα της δεσμεύσεώς της να παύσει τις δραστηριότητές της στον χαλυβουργικό τομέα, να της καταβληθεί αντιστάθμιση για κάθε κιλό οπλισμού σκυροδέματος που θα πωλούσε και θα παρέδιδε εκάστη εξ αυτών στην ιταλική επικράτεια από 1ης Ιανουαρίου 1999 έως τις 31 Ιανουαρίου 2001.

271    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η τήρηση της συμφωνίας περί της «ποσοστώσεως Darfo» εκ μέρους της Lucchini-SP αποδεικνύεται με χειρόγραφο σημείωμα του προέδρου της Ferriere Nord (αιτιολογική σκέψη 257 της πρώτης αποφάσεως), στο οποίο αναγράφονται τα ακόλουθα: «η Riva, η Lucchini και εγώ, αλλά και οι άλλοι, δεσμευθήκαμε να τηρήσουμε τη συμφωνία».

272    Επομένως, οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας δεν μπορούν να γίνουν δεκτές.

273    Συνεπώς, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας

–       Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά την παράλειψη γνωστοποιήσεως νέων αιτιάσεων

274    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν προηγήθηκε της εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως ανακοίνωση των συμπληρωματικών αιτιάσεων, κατόπιν της ακυρώσεως της αποφάσεως του 2002, αλλά προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής απλό έγγραφο της 30ής Ιουνίου 2008. Ως εκ τούτου, η πρώτη απόφαση είναι παράνομη, καθόσον εκδόθηκε κατά το πέρας διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας δεν παρασχέθηκε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα να ασκήσουν προσηκόντως και πλήρως τα δικαιώματά τους άμυνας.

275    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας η οποία ενδέχεται να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων, ιδίως προστίμων ή χρηματικών ποινών, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης, που πρέπει να τηρείται, ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικού χαρακτήρα. Συναφώς, η ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί τη δικονομική εγγύηση με την οποία εφαρμόζεται η θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ένωσης που επιβάλλει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας. Η αρχή αυτή επιβάλλει ιδίως να περιλαμβάνει η ανακοίνωση των αιτιάσεων την οποία απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού τα ουσιώδη στοιχεία εις βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδεται και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑322/07 P, C‑327/07 P και C‑338/07 P, Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7191, σκέψεις 34 έως 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψεις 26 έως 28).

276    Πράγματι, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει την εκτίμησή της ότι η οικεία επιχείρηση διέπραξε παράβαση (βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 201, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

277    Υπενθυμίζεται επιπλέον ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση πράξεως της Ένωσης δεν επηρεάζει κατ’ ανάγκην τις προπαρασκευαστικές πράξεις, καθόσον η διαδικασία που σκοπεί στην αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως μπορεί κατ’ αρχήν να επαναληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο εχώρησε η παρανομία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1998, C‑415/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑6993, σκέψεις 31 και 32, και Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 220, σκέψη 73· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Ιουνίου 2010, T‑66/01, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑2631, σκέψη 125).

278    Εξάλλου, κατά τη νομολογία, όταν, κατόπιν της ακυρώσεως μιας αποφάσεως στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή επιλέγει να θεραπεύσει τη διαπιστωθείσα παρανομία ή τις διαπιστωθείσες παρανομίες και να εκδώσει πανομοιότυπη απόφαση η οποία δεν θα βαρύνεται με τις παρανομίες αυτές, η απόφαση αυτή αφορά τις ίδιες αιτιάσεις επί των οποίων οι επιχειρήσεις διατύπωσαν ήδη την άποψή τους (απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 220, σκέψη 98).

279    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το χρονικό σημείο της ακυρώσεως της αποφάσεως του 2002, οι προπαρασκευαστικές πράξεις που είχε εκδώσει η Επιτροπή καθιστούσαν δυνατή την εξαντλητική ανάλυση της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων υπό το πρίσμα του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει, με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, ότι το περιεχόμενο των αιτιάσεων της Επιτροπής τροποποιήθηκε στην πρώτη απόφαση σε σχέση με το περιεχόμενο των αιτιάσεων που περιλαμβάνονταν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και την ανακοίνωση των συμπληρωματικών αιτιάσεων.

280    Δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 22 ανωτέρω, η απόφαση του 2002 ακυρώθηκε διότι η ισχύς του άρθρου 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ είχε λήξει στις 23 Ιουλίου 2002 και δεδομένου ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον να στηρίξει την αρμοδιότητά της στις διατάξεις αυτές, οι οποίες είχαν παύσει να ισχύουν κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής, προκειμένου να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην εν λόγω παράβαση, η εκτέλεση της προπαρατεθείσας στη σκέψη 22 αποφάσεως SP κ.λπ. κατά Επιτροπής, επέβαλλε στην Επιτροπή την υποχρέωση να επαναλάβει τη διαδικασία από το ακριβές σημείο κατά το οποίο εχώρησε η παρανομία, ήτοι από το χρονικό σημείο εκδόσεως της αποφάσεως του 2002. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να απευθύνει στην προσφεύγουσα νέα ανακοίνωση των αιτιάσεων.

281    Το πρώτο σκέλος του ογδόου λόγου ακυρώσεως είναι, συνεπώς, απορριπτέο.

–       Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά τη μη γνωστοποίηση των εγγράφων που αφορούσαν τη συνεργασία της Ferriere Nord

282    Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα δικαιώματά της άμυνας προσβλήθηκαν λόγω του ότι η Επιτροπή δεν της επέτρεψε να λάβει γνώση των εγγράφων που της είχε προσκομίσει η Ferriere Nord στο πλαίσιο της συνεργασίας της βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996.

283    Κατά την αιτιολογική σκέψη 636 της πρώτης αποφάσεως, «η Ferriere Nord παρέσχε στην Επιτροπή χρήσιμα στοιχεία που της έδωσαν τη δυνατότητα να κατανοήσει καλύτερα τη λειτουργία της συμπράξεως». Στην αιτιολογική σκέψη 637 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή προσέθεσε ότι «η Ferriere Nord [ήταν] η μόνη που [της] γνωστοπο[ίησε] […] πληροφορίες που της [έδωσαν] τη δυνατότητα να κατανοήσει καλύτερα τη λειτουργία της συμπράξεως». Η Επιτροπή διευκρίνισε, στην υποσημείωση 685 της πρώτης αποφάσεως, ότι «η Ferriere Nord [είχε] παράσχει διευκρινίσεις επί των εγγράφων που βρέθηκαν στην έδρα της» και ότι της είχε γνωστοποιήσει αυθορμήτως τον πίνακα το οποίο αφορά η αιτιολογική σκέψη 251 της πρώτης αποφάσεως, τον οποίο συμπλήρωσε επισημαίνοντας τα ονόματα των επιχειρήσεων, τα οποία αναγράφονταν σε κώδικα στο έγγραφο το οποίο κατείχε. Κατά τον τρόπο αυτόν, κατά την Επιτροπή, η συνεισφορά της Ferriere Nord της παρέσχε τη δυνατότητα να θεμελιώσει σχέση με το έγγραφο «Υπόθεση εργασίας», το οποίο αφορά η αιτιολογική σκέψη 247 της πρώτης αποφάσεως, επιβεβαιώνοντας ότι είχαν τον ίδιο κώδικα και το ίδιο κλειδί ερμηνείας του. Υπογράμμισε επίσης ότι η μερική αποδοχή των αιτήσεων των δύο επιχειρήσεων που είχαν ζητήσει αύξηση των ποσοστώσεών τους, οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο της συμφωνίας του τέλους του 1998, είχε συντελέσει στην απόδειξη του γεγονότος ότι η υπόθεση εργασίας δεν παρέμεινε ως είχε και ότι η συμφωνία του Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου 1998 τέθηκε σε εφαρμογή.

284    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Ferriere Nord συνεργάσθηκε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, προσκομίζοντας τα υπομνήματα της 14ης Φεβρουαρίου και της 13ης Ιουλίου 2001 και ένα διορθωτικό της 30ής Ιουλίου 2001 (αιτιολογική σκέψη 114 της πρώτης αποφάσεως), τα οποία παρέσχαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να κατανοήσει καλύτερα τη λειτουργία της συμπράξεως. Ως εκ τούτου, η Ferriere Nord έτυχε μειώσεως του ποσού του προστίμου της κατά 20 %. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν επισήμανε στις άλλες εμπλεκόμενες στη σύμπραξη επιχειρήσεις, μέχρι την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι θεωρούσε τη συνεργασία της Ferriere Nord χρήσιμη για να κατανοήσει καλύτερα τη λειτουργία της συμπράξεως (σημείο 152 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων) και δεν παρέσχε πρόσβαση στα υπομνήματα αυτά στις εν λόγω επιχειρήσεις πριν την έκδοση της πρώτης αποφάσεως, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτόν τα δικαιώματά τους άμυνας. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι Ferriere Nord προφανώς γνωρίζει πραγματικά περιστατικά που αφορούν μόνον το μετά το 1997 διάστημα, τίθεται το ζήτημα πώς η Επιτροπή μπορούσε να διατηρήσει τις αιτιάσεις της όσον αφορά διάστημα προγενέστερο του 1997, χωρίς να έχει αποφασιστική συνεργασία προκειμένου να κατανοήσει τη λειτουργία της συμπράξεως. Συγκεκριμένα, η Ferriere Nord αναφέρθηκε σε συμφωνία μεταξύ παραγωγών επί των ελαχίστων τιμών και των μειώσεων παραγωγής, στις οποίες εμπλεκόταν και η προσφεύγουσα, η οποία δεν περιλαμβανόταν πλέον στη πρώτη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 98 in fine της αποφάσεως του 2002). Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την Επιτροπή, σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 65 του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει τα εν λόγω υπομνήματα και να διεξαχθεί ακρόαση του νομίμου εκπροσώπου της Ferriere Nord προκειμένου να του τεθούν ερωτήσεις επί του ζητήματος αν η προσφεύγουσα περιλαμβανόταν μεταξύ των επιχειρήσεων που είχαν συμφωνήσει ελάχιστες τιμές και περιορισμούς της παραγωγής.

285    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων, αφενός, και η πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης, αφετέρου, παρέχουν τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις για τις οποίες διεξάγεται έρευνα να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που κατέχει η Επιτροπή και να καταστήσουν πλήρως αποτελεσματικά τα δικαιώματα άμυνας (αποφάσεις του Δικαστηρίου Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 220, σκέψεις 315 και 316, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 201, σκέψεις 66 και 67, και της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑3921, σκέψη 55).

286    Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 201 ανωτέρω, σκέψη 68).

287    Η μη κοινοποίηση επιβαρυντικού εγγράφου συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν η οικεία επιχείρηση αποδεικνύει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της που αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Αν υπάρχουν άλλες έγγραφες αποδείξεις των οποίων οι εμπλεκόμενοι στη σύμπραξη έλαβαν γνώση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και επί των οποίων μπορούν να στηριχθούν συγκεκριμένα τα συμπεράσματα της Επιτροπής, η μη συνεκτίμηση, ως αποδεικτικού στοιχείου, του μη κοινοποιηθέντος ενοχοποιητικού εγγράφου δεν αναιρεί το βάσιμο των αιτιάσεων που διατυπώνονται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, στην οικεία επιχείρηση εναπόκειται να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις αιτιάσεις της κατά της επιχειρήσεως αυτής (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 201, σκέψεις 71 έως 73).

288    Αντιθέτως, όταν πρόκειται για μη κοινοποίηση απαλλακτικού εγγράφου, η οικεία επιχείρηση οφείλει απλώς να αποδείξει ότι η παράλειψη γνωστοποιήσεώς του επηρέασε, εις βάρος της επιχειρήσεως αυτής, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί να αποδείξει η επιχείρηση ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της υπό την έννοια ότι, αν είχε τη δυνατότητα να στηριχθεί σ’ αυτά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, θα μπορούσε να έχει επικαλεστεί στοιχεία που δεν θα συμφωνούσαν με τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει στο στάδιο αυτό η Επιτροπή, οπότε θα μπορούσε να έχει επηρεάσει, με κάποιο τρόπο, τις περιλαμβανόμενες στην ενδεχομένως εκδοθείσα απόφαση εκτιμήσεις της τελευταίας, τουλάχιστον όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της προσαπτομένης συμπεριφοράς, και, επομένως, το ύψος του προστίμου. (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 201, σκέψεις 74 και 75).

289    Κατ’ αρχάς, υπογραμμίζεται ότι, στο σημείο 52 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή επισήμανε σαφώς τα υπομνήματα που της είχε γνωστοποιήσει η Ferriere Nord, καθώς και τους αριθμούς των αντιστοίχων σελίδων του φακέλου της.

290    Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν επισήμανε στις άλλες εμπλεκόμενες στη σύμπραξη επιχειρήσεις, μέχρι την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι θεωρούσε τη συνεργασία της Ferriere Nord ως χρήσιμη. Πράγματι, από το σημείο E, παράγραφος 2, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτιμά τη χρησιμότητα αυτή μόλις κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της αποφάσεως.

291    Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας μη παρέχοντάς της πρόσβαση στα υπομνήματα μνεία των οποίων γίνεται στη σκέψη 284 ανωτέρω. Πράγματι, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τις αιτιάσεις της όσον αφορά διάστημα προγενέστερο του 1997, χωρίς να έχει αποφασιστική συνεργασία προκειμένου να κατανοήσει τη λειτουργία της συμπράξεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 283 ανωτέρω, η συνεισφορά της Ferriere Nord παρέσχε απλώς στην Επιτροπή τη δυνατότητα συσχετισμού με το έγγραφο «Υπόθεση εργασίας», το οποίο αφορά η αιτιολογική σκέψη 247 της πρώτης αποφάσεως και το οποίο σχετιζόταν με τη συμφωνία του Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου 1998. Εξάλλου, από το σύνολο των στοιχείων τα οποία αφορούν ιδίως οι αιτιολογικές σκέψεις 419 έως 459 της πρώτης αποφάσεως, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε αποκλειστικώς και μόνον στο αίτημα συνεργασίας της Ferriere Nord προκειμένου να διαπιστώσει την παράβαση για το προ του 1997 διάστημα.

292    Εν πάση περιπτώσει, υπογραμμίζεται ότι, με το υπόμνημα της 14ης Φεβρουαρίου 2001, η Ferriere Nord γνωστοποίησε στην Επιτροπή πληροφορίες και έγγραφα σχετικά με το πρακτικό ελέγχου του Οκτωβρίου του 2000, καθώς και αντίγραφο πίνακα που κατασχέθηκε κατά τη διάρκεια του ελέγχου, δεόντως συμπληρωμένο με τις επωνυμίες των οικείων επιχειρήσεων, τα οποία αναγράφονταν κωδικοποιημένα στο έγγραφο που κατείχε η Επιτροπή. Το έγγραφο αυτό περιλαμβάνεται στον φάκελο της Επιτροπής και ήταν δυνατή η πρόσβαση σ’ αυτό.

293    Αφετέρου, όσον αφορά το υπόμνημα της 13ης Ιουλίου 2001, επισημαίνεται ότι πρόκειται για το εμπιστευτικό έγγραφο με το οποίο η Ferriere Nord ζήτησε επισήμως να της επιτραπεί να τύχει του ευεργετήματος που παρέχει η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996. Η προσφεύγουσα γνώριζε την ύπαρξη του υπομνήματος αυτού (καθώς και του διορθωτικού της 30ής Ιουλίου 2001) δεδομένου ότι έγινε μνεία αυτού στο σημείο 52 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και ότι το περιεχόμενο του εν λόγω υπομνήματος και του διορθωτικού της 30ής Ιουλίου 2001 περιγράφηκε συντόμως σε κατατεθέν στη δικογραφία έγγραφο στο οποίο ήταν επίσης δυνατή η πρόσβαση.

294    Ερωτηθείσα επί του σημείου αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε εξάλλου στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν είχε ζητήσει, κατά τη διοικητική διαδικασία, την πρόσβαση στα έγγραφα που κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής η Ferriere Nord στο πλαίσιο της συνεργασίας της βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, τα οποία περιέχονταν στον φάκελο της έρευνας της υποθέσεως, και ότι ωσαύτως δεν παραπονέθηκε για τον εμπιστευτικό χαρακτήρα του υπομνήματος της 13ης Ιουλίου 2001 και του διορθωτικού του, τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή. Συνεπώς, η αιτίασή της δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

295    Κατόπιν των ανωτέρω, δεν συντρέχει λόγος να διατάξει το Γενικό Δικαστήριο να προσκομισθούν τα εν λόγω υπομνήματα ούτε να διεξαχθεί ακρόαση του νομίμου εκπροσώπου της Ferriere Nord, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 64 και 65 του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως ζήτησε η προσφεύγουσα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑260/05 P, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑10005, σκέψεις 77 έως 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

296    Τρίτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο διατυπώθηκε διά της παραπομπής στον πρώτο λόγο ακυρώσεως, κατά το οποίο η έλλειψη των πινάκων που έπρεπε να έχουν επισυναφθεί στην πρώτη απόφαση αποτέλεσε επίσης προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας πρέπει να απορριφθεί βάσει της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω.

297    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί το υπό κρίση σκέλος καθώς και ο όγδοος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί το αίτημα περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου ή περί ακυρώσεως της πρώτης αποφάσεως στο σύνολό του.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της πρώτης αποφάσεως όσον αφορά το πρόστιμο

298    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν επιτρέπει την επιβολή κυρώσεων στις επιχειρήσεις που δεν έχουν κύκλο εργασιών, πράγμα το οποίο ισχύει ως προς αυτήν, διότι έχει τεθεί υπό εκκαθάριση και δεν πραγματοποίησε κύκλο εργασιών ούτε άσκησε δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως. Είναι επίσης «άξια απορίας» η επιβολή σε τελούσα υπό εκκαθάριση και αδρανή επιχείρηση προσαυξήσεως προκειμένου να διασφαλισθεί το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου. Η Επιτροπή ουδόλως αιτιολόγησε τη μη τήρηση της υποχρεώσεως την οποία επιβάλλει η διάταξη αυτή, δεδομένου ότι αναφέρθηκε απλώς και μόνον, με την αιτιολογική σκέψη 632 της πρώτης αποφάσεως, στον συνολικό κύκλο εργασιών των εταιριών που απαρτίζουν την ενιαία επιχείρηση, προκειμένου να καταστρατηγήσει την απαγόρευση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 διά του τεχνάσματος της εις ολόκληρον ευθύνης. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα συνδεόταν κατά το παρελθόν με τον όμιλο Lucchini, τούτο έπαυσε να ισχύει από το 2005, δεδομένου ότι ο όμιλος Lucchini αποτελεί πλέον μέρος του ομίλου Severstal. Επιπλέον, υπάρχουν προηγούμενες περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή, για λόγους σκοπιμότητας, αποφάσισε να μην επιβάλει κύρωση στις υπό εκκαθάριση επιχειρήσεις.

299    Πρώτον, πρέπει να εξετασθεί, υπό το πρίσμα της πάγιας νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 78 ανωτέρω, η αιτίαση της προσφεύγουσας η οποία αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

300    Στην αιτιολογική σκέψη 632 της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, «[ό]σον αφορά ειδικότερα την SP υπό εκκαθάριση και [την] Acciaierie e Ferriere Leali υπό εκκαθάριση, σημειωτέον ότι το γεγονός ότι η μία [ήταν τότε] αδρανής και η άλλη υπό εκκαθάριση δεν [την] [εμπόδιζε] […] να τους επιβάλει πρόστιμα στο μέτρο που αυτές [ευθύνονταν] εις ολόκληρον με τη Lucchini και τη Leali αντιστοίχως». Η Επιτροπή υπενθύμισε συναφώς ότι, «δεδομένου ότι οι εταιρίες αυτές συνιστούν μια ενιαία επιχείρηση, σύμφωνα με πάγια νομολογία, ο συνολικός κύκλος εργασιών των εταιριών που απαρτίζουν την ενιαία επιχείρηση αυτή έπρεπε να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου το οποίο επιβάλλει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003».

301    Η Επιτροπή εξήγησε επίσης, στις αιτιολογικές σκέψεις 538 έως 544 της πρώτης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους, το διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η παράβαση, η προσφεύγουσα αποτελούσε μέρος της ίδιας επιχειρήσεως με τη Lucchini. Συναφώς, στηρίχθηκε ιδίως, πρώτον, στο γεγονός ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, το μετοχικό κεφάλαιο τόσο της Lucchini όσο και της δεύτερης Siderpotenza (νυν SP) ελεγχόταν από την οικογένεια Lucchini, δεύτερον, στην ύπαρξη διασταυρούμενων σχέσεων μεταξύ των προσώπων που ασκούσαν αποφασιστικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο της Lucchini, της πρώτης Siderpotenza και της δεύτερης Siderpotenza, τρίτον, στην ύπαρξη το 1998 συμβάσεως εντολής μεταξύ της Lucchini και της δεύτερης Siderpotenza και, τέταρτον, σε πλείονα εσωτερικά έγγραφα των εταιριών αυτών, χρονολογούμενα από το διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η παράβαση.

302    Όσον αφορά τις τροποποιήσεις που επήλθαν στη διάρθρωση του εταιρικού κεφαλαίου της Lucchini κατά τη λήξη του διαστήματος κατά το οποίο διήρκεσε η παράβαση, η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ αρχάς, στην αιτιολογική σκέψη 95 της πρώτης αποφάσεως, ότι, «[σ]τις 20 Απριλίου 2005, [είχε] αποκτήσει τον έλεγχο της [Lucchini] ο όμιλος Severstal» και ότι, «[σ]τις 23 Μαΐου 2007, ο όμιλος Severstal κατείχε 79,82 % των μετοχών της Lucchini SpA έναντι του 20,18 % που κατείχε η οικογένεια Lucchini». Στη συνέχεια, διευκρίνισε στην υποσημείωση 586 της πρώτης αποφάσεως, υπό την αιτιολογική σκέψη 540 της αποφάσεως αυτής, ότι «[τ]ο γεγονός ότι ο όμιλος Severstal κατέστη ο πλειοψηφών μέτοχος της Lucchini SpA τον Απρίλιο του 2005 ουδόλως μετ[έβαλλε] [το] συμπέρασμα [ότι η Lucchini SpA και η SP συνιστούσαν μία και μόνη επιχείρηση] στο μέτρο που η Lucchini SpA εξακολουθ[ούσε] να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως». Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 631 της πρώτης αποφάσεως, η οποία αφορά το ανώτατο ποσό των προστίμων, που καθορίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή επισήμανε ότι το ποσό στο οποίο κατέληξε στο στάδιο εκείνου του υπολογισμού, ήτοι 14,35 εκατομμύρια ευρώ, δεν υπερέβαινε το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών τον οποίο πραγματοποίησε η οικεία επιχείρηση για τα προϊόντα που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ εντός της επικράτειας της Ένωσης το 2007 (διότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα στοιχεία του 2007, δεδομένου ότι, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως, ορισμένες επιχειρήσεις δεν ήταν σε θέση να της παράσχουν στοιχεία για το 2008).

303    Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι η πρώτη απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη όσον αφορά την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και τη συνεκτίμηση συναφώς του συνολικού κύκλου εργασιών της ενιαίας επιχειρήσεως η οποία αποτελούνταν από την προσφεύγουσα και τη Lucchini για τον υπολογισμό του ανώτατου ποσού του προστίμου.

304    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν συνδέεται πλέον με τον όμιλο Lucchini, δεδομένου ότι αυτός αποτελεί πλέον μέρος του ομίλου Severstal, και ότι, καθόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις, η δυνατότητα να γίνει δεκτή εις ολόκληρον ευθύνη υφίσταται μόνον όταν οι επιχειρήσεις ανήκουν στον ίδιο όμιλο και κατά το χρονικό σημείο επιβολής της κυρώσεως. Αφενός, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Lucchini κατέχει μόνο μειοψηφικό ποσοστό των εταιρικού της κεφαλαίου και όχι ποσοστό ελέγχου. Αφετέρου, η Lucchini ανήκει στον όμιλο Severstal από τον Απρίλιο του 2005. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι, «από το 2005, οι δύο επιχειρήσεις [ήταν] αυτοτελείς και δεν αποτελ[ούσαν] πλέον μέρος του ίδιου ομίλου». Προς στήριξη του λόγου της ακυρώσεως, η προσφεύγουσα παραπέμπει σε κοινό ανακοινωθέν Τύπου του ομίλου Lucchini και του ομίλου Severstal της 20ής Απριλίου 2005, το οποίο γνωστοποιεί την εξαγορά από τη Severstal, εγκριθείσα από την Επιτροπή με απόφαση της 12ης Απριλίου 2005, του 62 % του κεφαλαίου της Lucchini. Κατά το εν λόγω ανακοινωθέν, η οικογένεια Lucchini κατείχε ακόμη, έως την ημερομηνία εκείνη, το 29 % του κεφαλαίου της Lucchini, το δε λοιπό 9 % κατείχαν άλλοι μέτοχοι. Κατά το ίδιο ανακοινωθέν, ο Giuseppe Lucchini ορίστηκε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Lucchini.

305    Κρίνεται ότι, με την αιτίαση αυτή, η οποία αφορά το ανώτατο ποσό του προστίμου του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η προσφεύγουσα βάλλει μόνον κατά των διαπιστώσεων της Επιτροπής ότι εξακολούθησε, μέχρι την έκδοση της πρώτης αποφάσεως, να ανήκει στην ίδια οικονομική μονάδα με τη Lucchini.

306    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, «για καθεμία από τις επιχειρήσεις […] που συμμετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος».

307    Ως εκ τούτου, σκοπός του ανώτατου ορίου είναι, μεταξύ άλλων, να προστατεύει τις επιχειρήσεις από υπέρμετρα υψηλά πρόστιμα τα οποία θα μπορούσαν να καταστρέψουν την οικονομική υπόστασή τους. Επομένως, το ανώτατο όριο του προστίμου δεν αναφέρεται στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο διήρκεσαν οι παραβάσεις για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις, διάστημα το οποίο ενδέχεται να έχει παρέλθει πολλά έτη πριν την ημερομηνία επιβολής του προστίμου, αλλά σε χρόνο εγγύτερο προς την ημερομηνία αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 197, σκέψη 389).

308    Συνεπώς, ο σκοπός ο οποίος επιδιώκεται με τη θέσπιση του ανωτάτου ορίου του 10 % μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν το εν λόγω ανώτατο όριο εφαρμοσθεί, σε πρώτο στάδιο, χωριστά σε κάθε αποδέκτη της αποφάσεως που επιβάλλει το πρόστιμο. Μόνον όταν διαπιστώνεται, σε δεύτερο στάδιο, ότι πλείονες αποδέκτες αποτελούν «επιχείρηση», υπό την έννοια της ενιαίας οικονομικής μονάδας που ευθύνεται για την παράβαση για την οποία επιβάλλονται κυρώσεις, τούτο δε ισχύει ακόμη κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, είναι δυνατό να υπολογιστεί το ανώτατο όριο βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως αυτής, δηλαδή όλων μαζί των εταιριών που τη απαρτίζουν. Αντιθέτως, αν αυτή η ενιαία οικονομική μονάδα έχει εν τω μεταξύ διαλυθεί, κάθε αποδέκτης της αποφάσεως δικαιούται να ζητήσει να εφαρμοσθεί χωριστά ως προς αυτόν το εν λόγω ανώτατο όριο (απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 197, σκέψη 390· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2011, T‑72/06, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 115).

309    Συνεπώς, πρέπει αν εξετασθεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως, η ενιαία οικονομική μονάδα την οποία επισήμανε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 538 έως 544 της πρώτης αποφάσεως είχε διαλυθεί.

310    Συναφώς, πρώτον, παρατηρείται ότι, στην πρώτη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε, βάσει των απαντήσεων στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που είχε απευθύνει στην προσφεύγουσα και στη Lucchini στις 24 Ιουλίου 2008, αφενός, ότι ποσοστό 83,33 % του μετοχικού κεφαλαίου της προσφεύγουσας κατείχαν φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ανήκαν στην οικογένεια Lucchini, το δε υπόλοιπο 16,667 % ανήκε στη Lucchini (αιτιολογική σκέψη 99 της πρώτης αποφάσεως), και, αφετέρου, ότι η οικογένεια Lucchini κατείχε πλέον, στις 23 Μαΐου 2007, μόλις το 20,18 % των μετοχών της Lucchini, το δε υπόλοιπο 79,82 % είχε εξαγορασθεί από τον όμιλο Severstal, ο οποίος απέκτησε τον έλεγχο της εταιρίας αυτής (αιτιολογική σκέψη 95 και υποσημείωση 586 της πρώτης αποφάσεως).

311    Συνεπώς, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως, η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας δεν μπορούσε να συναχθεί από τη συμμετοχή της Lucchini και των μελών της οικογενείας Lucchini στο μετοχικό κεφάλαιο της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, μολονότι η οικογένεια Lucchini είχε ακόμη, κατά την έκδοση της πρώτης αποφάσεως, συμμετοχή στο κεφάλαιο της προσφεύγουσας που της διασφάλιζε τον έλεγχό της, δεν είχε πλέον τέτοιου είδους συμμετοχή στο κεφάλαιο της Lucchini, της οποίας τον έλεγχο είχε αποκτήσει η Severstal μετά τη λήξη του διαστήματος κατά το οποίο διήρκεσε η παράβαση, αλλά πριν την έκδοση της πρώτης αποφάσεως.

312    Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα η οποία, με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2008, απαντώντας στην αίτηση παροχής πληροφοριών την οποία αφορά η σκέψη 310 ανωτέρω, της επισήμανε ότι δεν υπήρξε σημαντική τροποποίηση της διαρθρώσεως του μετοχικού κεφαλαίου της, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι η SP εξακολουθούσε να ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από την οικογένεια Lucchini. Πράγματι, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, δεδομένου ότι, όπως υπογράμμισε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν τροποποιήθηκε η διάρθρωση του δικού της μετοχικού κεφαλαίου, αλλά της Lucchini.

313    Δεύτερον, η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως δεν μπορούσε ωσαύτως να συναχθεί από την ύπαρξη κοινού προσωπικού της Lucchini και της SP, μνεία του οποίου έγινε στην αιτιολογική σκέψη 538 της πρώτης αποφάσεως, δεδομένου ότι τούτο αφορά μόνον το διάστημα μεταξύ της 30ής Νοεμβρίου 1998 και του τέλους του 2002.

314    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή, στηριζόμενη στο ανακοινωθέν Τύπου της 20ής Απριλίου 2005 το οποίο προσκόμισε η προσφεύγουσα, επισήμανε ότι, παρά τη μειοψηφική συμμετοχή των μελών της οικογενείας Lucchini στο μετοχικό κεφάλαιο της Lucchini, ανερχόμενη σε ποσοστό 20,18 %, τα μέλη αυτά εξακολούθησαν να ασκούν πολύ σημαντική λειτουργία στα όργανα διαχειρίσεως της εταιρίας, σε σημείο που ήταν δυνατό να συναγάγει το συμπέρασμα ότι η οικογένεια Lucchini εξακολουθούσε να ασκεί καθοριστική επιρροή στη Lucchini, ακόμη και μετά το 2005, μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επισήμανε, αφενός, ότι, το 2005, η οικογένεια Lucchini είχε ορίσει τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Lucchini και, αφετέρου, ότι ο Giuseppe Lucchini ήταν μέτοχος της SP και είχε οριστεί πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Lucchini μετά την εξαγορά της εταιρίας αυτής από τη Severstal το 2005.

315    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

316    Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή στηρίζει τα επιχειρήματά της μόνο στο ανακοινωθέν Τύπου της 20ής Απριλίου 2005, το οποίο αφορά την εξαγορά από τη Severstal το 2005 του 62 % του μετοχικού κεφαλαίου της Lucchini και το οποίο διευκρινίζει ότι η οικογένεια Lucchini κατείχε ακόμη, μέχρι την ημερομηνία εκείνη, το 29 % του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας. Από την αιτιολογική σκέψη 95 της πρώτης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, τα μέλη της οικογενείας Lucchini κατείχαν πλέον μόλις το 20,18 % των μετοχών της Lucchini. Η Επιτροπή δεν προσκομίζει συναφώς κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να είναι δυνατό να κριθεί ότι, παρά τη μειωμένη αυτή συμμετοχή των μελών της οικογενείας Lucchini στο κεφάλαιο της Lucchini, τα πρόσωπα αυτά εξακολούθησαν να εκπροσωπούνται από τον ίδιο αριθμό μελών του διοικητικού συμβουλίου.

317    Περαιτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα μέλη της οικογενείας Lucchini εξακολούθησαν, μετά τη μείωση της συμμετοχής τους στη Lucchini, να εκπροσωπούνται από τον ίδιο αριθμό μελών στο διοικητικό συμβούλιο της Lucchini, η Επιτροπή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους, απλώς και μόνον το γεγονός ότι η οικογένεια Lucchini εκπροσωπούνταν στο εν λόγω συμβούλιο από τέσσερα μέλη (τον πρόεδρο και τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου) από τα εννέα σημαίνει ότι η οικογένεια αυτή εξακολουθούσε να ασκεί καθοριστική επιρροή στην εν λόγω εταιρία κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως.

318    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής το οποίο στηριζόταν επίσης στο προσκομισθέν από την προσφεύγουσα ανακοινωθέν Τύπου της 20ής Απριλίου 2005 και κατά το οποίο ο αντιπρόεδρος της Severstal είχε δηλώσει ότι «οι αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τη συνέλευση των μετόχων αποτελούσαν την αρχή μιας στρατηγικής και διαρκούς συνεργασίας μεταξύ του ομίλου Severstal, της οικογένειας Lucchini και όλων των συμμετεχόντων στην ιταλική εταιρία», κρίνεται ότι το επιχείρημα αυτό δεν αρκεί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως, καθοριστικής επιρροής της οικογενείας Lucchini επί της Lucchini.

319    Τρίτον, η Επιτροπή δεν έπρεπε πλέον, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως, να στηριχθεί στην ύπαρξη συμβάσεως εντολής μεταξύ της Lucchini και της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι η Επιτροπή επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η προσφεύγουσα είχε παύσει την παραγωγή οπλισμού σκυροδέματος από το 2002 και είχε μεταβιβάσει την κείμενη στην Potenza εκμετάλλευσή της στη Ferriere Nord, οπότε δεν ήταν πλέον αναγκαίο να διατηρήσει σε ισχύ την εν λόγω σύμβαση εντολής.

320    Τέταρτον, όσον αφορά τα άλλα εσωτερικά έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στην αιτιολογική σκέψη 538 της πρώτης αποφάσεως, κρίνεται ότι όλα είναι σύγχρονα της παραβάσεως και δεν καθιστούν δυνατό να διαπιστωθεί η ύπαρξη οικονομικής ενότητας μεταξύ της Lucchini και της προσφεύγουσας κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως.

321    Πέμπτον, η Επιτροπή υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η έδρα της προσφεύγουσας αντιστοιχούσε στην έδρα της διοικήσεως της Lucchini. Εντούτοις, ένα τέτοιο στοιχείο, λαμβανόμενο υπόψη μεμονωμένα, ωσαύτως δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει την ύπαρξη οικονομικής ενότητας μεταξύ της Lucchini και της προσφεύγουσας κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως.

322    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, παρά τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της, μνεία των οποίων γίνεται στην πρώτη απόφαση, περί σημαντικών τροποποιήσεων της διαρθρώσεως του μετοχικού κεφαλαίου της Lucchini, η Επιτροπή δεν απέδειξε, στις αιτιολογικές σκέψεις 538 έως 543 της αποφάσεως αυτής, ότι εξακολουθούσε να υφίσταται οικονομική ενότητα μεταξύ της Lucchini και της προσφεύγουσας κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως.

323    Συνεπώς, η πρώτη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον δεν εφάρμοσε ατομικώς ως προς την προσφεύγουσα το ανώτατο όριο του προστίμου του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

324    Συναφώς, δεδομένου ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι, το 2007, η προσφεύγουσα δεν πραγματοποίησε κύκλο εργασιών, δεν έπρεπε να της επιβληθεί πρόστιμο.

325    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί το άρθρο 2 της πρώτης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή επιβάλλει με το άρθρο αυτό πρόστιμο στην προσφεύγουσα και καθόσον καθιστά την προσφεύγουσα εις ολόκληρον υπεύθυνη για το πρόστιμο των 14,35 εκατομμυρίων ευρώ που επιβλήθηκε επίσης στη Lucchini.

326    Συνεπώς, δεν είναι ανάγκη να εξετασθούν οι άλλες αιτιάσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ούτε ο ένατος και ο δέκατος λόγος ακυρώσεως (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2012, T‑370/09, GDF Suez κατά Επιτροπής, σκέψη 272 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

2.     Υπόθεση T-55/10

327    Η προσφυγή της υποθέσεως T‑55/10 έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της τροποποιητικής αποφάσεως.

328    Προς στήριξη της προσφυγής της στην υπόθεση T‑55/10, η προσφεύγουσα προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως με τα υπομνήματά της. Ο πρώτος αφορά το παράνομο της ex post θεραπείας μιας πράξεως που βαρύνεται με σοβαρές πλημμέλειες. Ο δεύτερος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Τέλος, ο τρίτος αφορά την έλλειψη προσήκουσας νομικής βάσεως της τροποποιητικής αποφάσεως.

329    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από τον πρώτο λόγο της προσφυγής της στην υπόθεση T‑55/10.

330    Κατ’ αρχάς, πρέπει να κριθεί το παραδεκτό της προσφυγής της υποθέσεως T‑55/10.

331    Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως αυτής είναι ικανή αυτή και μόνη να έχει έννομες συνέπειες (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουνίου 1986, 53/85, AKZO Chemie και AZKO Chemie UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1965, σκέψη 21· βλ. επίσης απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑480/93 και T‑483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2305, σκέψεις 59 και 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Ιουνίου 2001, T‑188/99, Euroalliages κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1757, σκέψη 26) ή ότι η προσφυγή είναι ικανή, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2000, C‑74/99 P, Κοινοβούλιο κατά Richard, Συλλογή 2000, σ. Ι‑6189, σκέψη 33, και της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 21· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψη 44).

332    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, με την τροποποιητική απόφαση, η Επιτροπή προσέθεσε στην πρώτη απόφαση πλείονες πίνακες, οι οποίοι δεν είχαν επισυναφθεί στην απόφαση αυτή, και διόρθωσε τις αριθμητικές παραπομπές στους εν λόγω πίνακες οι οποίες περιέχονται σε πλείονες υποσημειώσεις της αποφάσεως αυτής.

333    Εντούτοις, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω και όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑472/09 (βλ. σκέψεις 63 έως 108 ανωτέρω), η τροποποιητική απόφαση απλώς και μόνον προσθέτει στην πρώτη απόφαση πλείονες πίνακες, οι οποίοι δεν είχαν επισυναφθεί στην απόφαση αυτή, και διορθώνει τις αριθμητικές παραπομπές στους εν λόγω πίνακες οι οποίες περιέχονται σε πλείονες υποσημειώσεις της αποφάσεως αυτής, χωρίς η τροποποίηση αυτή του σκεπτικού της πρώτης αποφάσεως να μεταβάλλει την ουσία όσων αποφασίστηκαν στο διατακτικό της. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αντλήσει κανένα όφελος από την ακύρωση της τροποποιητικής αποφάσεως και μόνον. Εξάλλου, αν η προσφεύγουσα επιδιώκει, στο πλαίσιο της προσφυγής της υποθέσεως T‑55/10, την έκδοση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου η οποία επηρεάζει στην πραγματικότητα την πρώτη απόφαση, διαπιστώνεται ότι το αίτημα αυτό συγχέεται κατ’ ουσίαν με τα διατυπωθέντα στην προσφυγή της υποθέσεως T‑472/09.

334    Συνεπώς, η προσφυγή της υποθέσεως T‑55/10 είναι απαράδεκτη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

335    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

336    Δεδομένου ότι η προσφυγή της υποθέσεως T‑472/09 έγινε μόνον εν μέρει δεκτή, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει ότι η προσφεύγουσα φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και το ήμισυ των εξόδων της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ενώνει τις υποθέσεις T‑472/09 και T‑55/10 προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

2)      Στην υπόθεση T‑472/09, SP κατά Επιτροπής:

–        ακυρώνει το άρθρο 2 της αποφάσεως C(2009) 7492 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 ΑΧ (υπόθεση COMP/37.956 — Οπλισμός σκυροδέματος, επανέκδοση), καθόσον επιβάλλει, εις ολόκληρον, πρόστιμο14,35 εκατομμυρίων ευρώ στην SP SpA·

–        απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά·

–        η SP φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της·

–        η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της SP.

3)      Στην υπόθεση T‑55/10, SP κατά Επιτροπής:

–        απορρίπτει την προσφυγή·

–        καταδικάζει την SP στα δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Popescu

Berardis

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Δεκεμβρίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

1.  Διατάξεις της Συνθήκης EKAX

2.  Διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ

3.  Κανονισμός 1/2003

4.  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού συνεπεία της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ

Αντικείμενα των διαφορών

Παρουσίαση της προσφεύγουσας

Ιστορικό της διαφοράς

Η πρώτη απόφαση

Εξελίξεις μετά την κοινοποίηση της πρώτης αποφάσεως

Η τροποποιητική απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Νομική εκτίμηση

1.  Υπόθεση T‑472/09

Επί του αιτήματος περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου ή περί ακυρώσεως της πρώτης αποφάσεως

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου

Επί του δευτέρου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν αναρμοδιότητα της Επιτροπής και πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη νομική βάση της παραβάσεως και του προστίμου, κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση της διαδικασίας

– Επί της επιλογής της νομικής βάσεως της πρώτης αποφάσεως

– Επί της αρμοδιότητας της Επιτροπής να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και να επιβάλει κύρωση, μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, βάσει του κανονισμού 1/2003

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ, έλλειψη αιτιολογίας και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και έλλειψη αιτιολογίας

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τον αβάσιμο χαρακτήρα των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν κατά της προσφεύγουσας και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών

– Επί του καθορισμού της βασικής τιμής με αναχώρηση από την Brescia

– Επί του καθορισμού των προσθέτων τιμών λόγω διαστάσεων

– Επί των όρων πωλήσεως και των προθεσμιών πληρωμής

– Επί του περιορισμού ή του ελέγχου της παραγωγής ή των πωλήσεων

– Επί του σχεδίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, των συσκέψεων της 16ης Οκτωβρίου και της 17ης Νοεμβρίου 1997 και της συμφωνίας του Απριλίου-Μαΐου 1992

– Επί της μη συμμετοχής της SP στις μελέτες της εταιρίας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών K.

Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας

– Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά την παράλειψη γνωστοποιήσεως νέων αιτιάσεων

– Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά τη μη γνωστοποίηση των εγγράφων που αφορούσαν τη συνεργασία της Ferriere Nord

Επί του αιτήματος ακυρώσεως της πρώτης αποφάσεως όσον αφορά το πρόστιμο

2.  Υπόθεση T-55/10

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.