Language of document : ECLI:EU:C:2017:247

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 30ής Μαρτίου 2017 (1)

Υπόθεση C‑46/16

Valsts ieņēmumu dienests

κατά

«LS Customs Services», SIA

[αίτηση του Augstākā tiesa (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λεττονία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση – Εμπορεύματα τα οποία κατά την εξωτερική διαμετακόμιση στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης απομακρύνονται από την τελωνειακή επιτήρηση – Καθορισμός της δασμολογητέας αξίας – Προϋποθέσεις εφαρμογής της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας – Πώληση προς εξαγωγή με προορισμό τρίτη χώρα – Καθορισμός της δασμολογητέας αξίας με βάση τα διαθέσιμα στην Ένωση στοιχεία – Υποχρεώσεις έρευνας και αιτιολογήσεως τις οποίες υπέχουν οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών»






I.      Εισαγωγή

1.        Σε μια εποχή στην οποία διατυπώνονται από πολλές πλευρές και πάλι σκέψεις περί απομονωτισμού και περί δημιουργίας νέων φραγμών, η εφαρμογή του τελωνειακού δικαίου, πέρα από τον τεχνικό χαρακτήρα της, μας παρέχει την ευκαιρία να θυμηθούμε τις αξίες και τους σκοπούς του δικαίου του ελεύθερου εμπορίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εν λόγω αξίες και σκοποί συνίστανται στη δημιουργία ενός δίκαιου, ομοιόμορφου και ουδέτερου τελωνειακού συστήματος το οποίο να ανταποκρίνεται εξίσου στις ανάγκες του παγκόσμιου εμπορίου, των οικονομικών φορέων και της εγχώριας οικονομίας.

2.        Στο σύστημα αυτό, ο υπολογισμός της δασμολογητέας αξίας και οι σχετικές με αυτόν διαδικαστικές εγγυήσεις είναι ζωτικής σημασίας. Διότι ακόμα και ένα καθ’ όλα δίκαιο δασμολογικό σύστημα δεν ωφελεί, όταν ο υπολογισμός της δασμολογητέας αξίας στον οποίο αυτό βασίζεται δεν διεξάγεται ορθά και δίκαια.

3.        Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ανακύπτουν συναφώς πλείονα ζητήματα. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά περίπτωση στην οποία εμπόρευμα, κατά την εξωτερική διαμετακόμιση στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, απομακρύνθηκε από την τελωνειακή επιτήρηση. Η εξωτερική διαμετακόμιση επιτρέπει τη διακίνηση εμπορευμάτων που πωλούνται από τρίτη χώρα προς άλλη τρίτη χώρα μεταξύ δύο σημείων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, χωρίς τα εμπορεύματα αυτά να υπόκεινται σε εισαγωγικούς δασμούς. Αν ωστόσο τα εμπορεύματα δεν φτάσουν στον τόπο προορισμού, τότε θεωρείται ότι αυτά απομακρύνθηκαν από την τελωνειακή επιτήρηση (2), δηλαδή από τον έλεγχο των τελωνειακών αρχών, και ότι συνεπώς εισήχθησαν στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, με αποτέλεσμα να γεννάται τελωνειακή οφειλή.

4.        Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει στο ερώτημα πώς πρέπει να υπολογίζεται, σε μια τέτοια περίπτωση, η δασμολογητέα αξία των οικείων εμπορευμάτων, τα οποία πωλήθηκαν αρχικά όχι προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, αλλά προς εξαγωγή με προορισμό τρίτη χώρα.

5.        Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με την έκταση των υποχρεώσεων έρευνας και αιτιολογήσεως τις οποίες υπέχει η τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους όσον αφορά την εφαρμοστέα μέθοδο για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας.

II.    Νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο του ΠΟΕ

1.      Η GATT του 1994

6.        Το άρθρο VII, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (στο εξής: GATT) (3) ορίζει τα εξής:

«2.      α)      Η δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων καθορίζεται με βάση την πραγματική αξία των υποκείμενων σε δασμούς εισαγόμενων εμπορευμάτων ή ομοειδών εμπορευμάτων, αλλά όχι με βάση την αξία εμπορευμάτων εσωτερικής προελεύσεως ή με βάση αυθαίρετες ή πλασματικές αξίες.

β)      Η “πραγματική” αξία εμπορεύματος είναι η τιμή στην οποία πωλείται ή προσφέρεται το εν λόγω ή ομοειδές εμπόρευμα, κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές και υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, στον οριζόμενο από τη νομοθεσία της χώρας εισαγωγής χρόνο και τόπο. […]»

2.      Η GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας

7.        Κατά το προοίμιο της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VII της GATT (στο εξής: GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας) (4), η κατά το άρθρο 1 της συμφωνίας αυτής συναλλακτική αξία αποτελεί κατ’ αρχήν τη βάση για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας. Επιπλέον, το προοίμιο ορίζει ότι αν η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθοριστεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, τότε καθορίζεται με βάση τη συναλλακτική αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εισαγόμενων εμπορευμάτων. Αν δεν είναι δυνατόν ούτε και αυτό, τότε προβλέπονται διάφορες άλλες μέθοδοι καθορισμού της δασμολογητέας αξίας.

8.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας έχει ως εξής:

«1.      Η δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής […]».

9.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορίζει:

«1.      α)      Αν η δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων δεν μπορεί να καθοριστεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1, τότε δασμολογητέα αξία είναι η συναλλακτική αξία πανομοιοτύπων εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται για εξαγωγή στην ίδια χώρα εισαγωγής […].»

10.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορίζει:

«1.      α)      Αν η δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων δεν μπορεί να καθοριστεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 1 και 2, τότε δασμολογητέα αξία είναι η συναλλακτική αξία ομοειδών εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται για εξαγωγή στην ίδια χώρα εισαγωγής […].»

11.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας,

«[η] δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων που καθορίζεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου βασίζεται σε υπολογιζόμενη αξία. Η υπολογιζόμενη αξία ισούται προς το άθροισμα:

[…]

β)      ποσού που αντιπροσωπεύει τα κέρδη και τα γενικά έξοδα, ίσου προς το ποσό που υπεισέρχεται γενικά στις πωλήσεις εμπορευμάτων της ίδιας φύσεως ή του ίδιου είδους με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα, οι οποίες γίνονται από παραγωγούς της χώρας εξαγωγής προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής».

12.      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, στοιχεία εʹ και ζʹ, της GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορίζει τα εξής:

«1.      Αν η δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων δεν μπορεί να καθοριστεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 μέχρι και 6, καθορίζεται με εύλογα μέσα, σύμφωνα με τις αρχές και τις γενικές διατάξεις της παρούσας συμφωνίας και του άρθρου VII της GATT του 1994 και βάσει των διαθέσιμων στη χώρα εισαγωγής στοιχείων.

2.      Η κατά το άρθρο αυτό δασμολογητέα αξία δεν δύναται να βασίζεται:

[…]

ε)      επί της τιμής εξαγωγής των εμπορευμάτων προς χώρα άλλη από τη χώρα εισαγωγής·

[…]

ζ)      επί αυθαιρέτων ή πλασματικών αξιών.»

2.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο τελωνειακός κώδικας

13.      Κατά το άρθρο 4, σημείο 13, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (στο εξής: τελωνειακός κώδικας) (5), ως επιτήρηση από τις τελωνειακές αρχές νοούνται, κατά την έννοια του τελωνειακού κώδικα, οι «ενέργειες στις οποίες προβαίνουν γενικά οι εν λόγω αρχές ώστε να εξασφαλίζουν την τήρηση της τελωνειακής νομοθεσίας και ενδεχομένως των άλλων διατάξεων που ισχύουν για τα εμπορεύματα που βρίσκονται υπό τελωνειακή επιτήρηση».

14.      Κατά το άρθρο 37, παράγραφοι 1 και 2, του τελωνειακού κώδικα, τα «εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας υπόκεινται σε τελωνειακή επιτήρηση από τη στιγμή της εισόδου τους» και «μπορούν […] να υποβληθούν σε ελέγχους από τις τελωνειακές αρχές». Τα μη κοινοτικά εμπορεύματα «[π]αραμένουν υπό την επιτήρηση αυτή όσο διάστημα χρειάζεται ενδεχομένως […] μέχρις ότου […] επανεξαχθούν […]».

15.      Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, του τελωνειακού κώδικα ορίζει:

«1.      Όταν ένα πρόσωπο ζητά από τις τελωνειακές αρχές τη λήψη απόφασης σχετικής με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας, το πρόσωπο αυτό παρέχει όλα τα στοιχεία και έγγραφα, που είναι αναγκαία στις αρχές αυτές για να αποφανθούν.

[…]

3.      Οι αποφάσεις που λαμβάνονται γραπτώς και είτε απορρίπτουν τις αιτήσεις είτε έχουν αρνητικές συνέπειες για τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται αιτιολογούνται από τις τελωνειακές αρχές. Οι εν λόγω αποφάσεις πρέπει να αναφέρουν τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 243.»

16.      Το άρθρο 12 του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«1.      Οι τελωνειακές αρχές παρέχουν δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες κατόπιν γραπτής αιτήσεως […].

2.      Οι δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες ή οι δεσμευτικές πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή δεσμεύουν τις τελωνειακές μόνον αρχές έναντι του δικαιούχου μόνο για τη δασμολογική κατάταξη ή τον καθορισμό της καταγωγής ενός εμπορεύματος, αντιστοίχως.

[…] [Διάρκεια ισχύος, προϋποθέσεις, παύση ισχύος]».

17.      Το άρθρο 14 του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς εφαρμογής της τελωνειακής νομοθεσίας, κάθε πρόσωπο που ενδιαφέρεται άμεσα ή έμμεσα για τις εκάστοτε πράξεις που πραγματοποιούνται στα πλαίσια των εμπορικών συναλλαγών παρέχει στις τελωνειακές αρχές, ύστερα από αίτησή τους και μέσα στις ενδεχομένως καθορισμένες προθεσμίες, όλα τα αναγκαία έγγραφα και πληροφορίες ανεξαρτήτως της μορφής τους καθώς και κάθε άλλη συνδρομή.»

18.      Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:

«1.      H δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ενδεχομένως κατόπιν προσαρμογής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33, εφόσον:

α)      δεν υφίστανται περιορισμοί όσον αφορά τη μεταβίβαση ή τη χρησιμοποίηση των εμπορευμάτων από τον αγοραστή, εκτός από τους περιορισμούς, οι οποίοι:

–        επιβάλλονται ή απαιτούνται από τον νόμο ή τις δημόσιες αρχές εντός της Κοινότητας,

–        περιορίζουν τη γεωγραφική ζώνη στην οποία δύνανται να μεταπωληθούν τα εμπορεύματα,

–        δεν επηρεάζουν ουσιωδώς την αξία των εμπορευμάτων,

β)      η πώληση ή η τιμή δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις ή παροχές των οποίων η αξία δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί όσον αφορά τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα,

γ)      κανένα μέρος του προϊόντος κάθε μεταγενέστερης μεταπώλησης, μεταβίβασης ή χρησιμοποίησης των εμπορευμάτων από τον αγοραστή δεν περιέρχεται αμέσως ή εμμέσως στον πωλητή, εκτός αν είναι δυνατό να γίνει κατάλληλη προσαρμογή βάσει του άρθρου 32, και

δ)      ο αγοραστής και ο πωλητής δεν συνδέονται μεταξύ τους, ή εάν συνδέονται, η συναλλακτική αξία είναι αποδεκτή για δασμολογικούς σκοπούς δυνάμει της παραγράφου 2.»

19.      Το άρθρο 30 του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Όταν η δασμολογητέα αξία δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, εφαρμόζονται διαδοχικά οι διατάξεις της παραγράφου 2 στοιχεία αʹ, βʹ, γʹ και δʹ έως την πρώτη μεταξύ αυτών διάταξη που καθιστά δυνατό τον καθορισμό της, εκτός αν η σειρά εφαρμογής των στοιχείων γʹ και δʹ πρέπει να αντιστραφεί με αίτηση του διασαφιστή. Μόνο όταν η δασμολογητέα αυτή αξία δεν μπορεί να καθοριστεί κατ’ εφαρμογή ορισμένης περίπτωσης, επιτρέπεται η εφαρμογή της διάταξης του αμέσως επόμενου στοιχείου κατά τη σειρά που καθιερώνεται δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

2.      Οι δασμολογητέες αξίες που καθορίζονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι οι ακόλουθες:

α)      η συναλλακτική αξία πανομοιοτύπων εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται για εξαγωγή με προορισμό την Κοινότητα και εξάγονται κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα·

β)      η συναλλακτική αξία ομοειδών εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό την Κοινότητα και τα οποία εξάγονται κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα·

γ)      η αξία που βασίζεται επί της τιμής μονάδος που αντιστοιχεί στις πωλήσεις μέσα στην Κοινότητα εισαγομένων εμπορευμάτων ή πανομοιοτύπων ή ομοειδών εισαγομένων εμπορευμάτων οι οποίες αντιπροσωπεύουν συνολικά τη μεγαλύτερη ποσότητα και γίνονται, μέσα στην Κοινότητα, προς πρόσωπα που δεν συνδέονται με τους πωλητές·

δ)      η υπολογιζόμενη αξία, που ισούται προς το άθροισμα:

–        του κόστους ή της αξίας των υλικών και των εργασιών κατασκευής ή άλλων εργασιών, που υπεισέρχονται στην παραγωγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων,

–        ποσού που αντιπροσωπεύει τα κέρδη και τα γενικά έξοδα, ίσου προς το ποσό που υπεισέρχεται γενικά στις πωλήσεις εμπορευμάτων της ίδιας φύσεως ή του ίδιου είδους με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα, οι οποίες γίνονται από παραγωγούς της χώρας εξαγωγής προς εξαγωγή με προορισμό την Κοινότητα,

–        του κόστους ή της αξίας των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ.

[…]»

20.      Το άρθρο 31 του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:

«1.      Αν η δασμολογητέα αξία εισαγόμενων εμπορευμάτων δεν μπορεί να καθορισθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 29 και 30, καθορίζεται, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία εντός της Κοινότητας, με εύλογο τρόπο συμβιβαζόμενο με τις αρχές και τις γενικές διατάξεις:

–        της συμφωνίας περί θέσεως σε εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994,

–        του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994,

καθώς

–        και των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.

2.      Η δασμολογητέα αξία που καθορίζεται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 δεν βασίζεται:

α)      επί της τιμής πωλήσεως, εντός της Κοινότητας, εμπορευμάτων που παράγονται εντός της Κοινότητας·

β)      επί του συστήματος που προβλέπει την αποδοχή, για δασμολογικούς σκοπούς, της υψηλότερης μεταξύ δύο εναλλακτικών αξιών·

γ)      επί της τιμής εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής·

δ)      επί του κόστους παραγωγής, εκτός των υπολογιζόμενων αξιών που έχουν καθοριστεί για πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ·

ε)      επί τιμών εξαγωγής με προορισμό μία χώρα που δεν περιλαμβάνεται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας·

στ)      επί ελαχίστων δασμολογητέων αξιών, ή

ζ)      επί αυθαιρέτων ή πλασματικών αξιών.»

21.      Κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα,

«1.      [τ]ο καθεστώς της εξωτερικής διαμετακόμισης επιτρέπει την κυκλοφορία μεταξύ δύο σημείων του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας:

α)      μη κοινοτικών εμπορευμάτων, χωρίς τα εμπορεύματα αυτά να υπόκεινται σε εισαγωγικούς δασμούς ή άλλες επιβαρύνσεις ούτε σε μέτρα εμπορικής πολιτικής».

22.      Το άρθρο 92, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«1.      Το καθεστώς εξωτερικής διαμετακόμισης λήγει και οι υποχρεώσεις του δικαιούχου του καθεστώτος εκπληρώνονται όταν τα εμπορεύματα που υπάγονται στο καθεστώς αυτό και τα απαιτούμενα έγγραφα προσκομισθούν στο τελωνείο προορισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω καθεστώτος.»

23.      Το άρθρο 94 του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«1.      Ο κύριος υπόχρεος οφείλει να παρέχει εγγύηση για την εξασφάλιση της καταβολής της τελωνειακής οφειλής και των άλλων επιβαρύνσεων που ενδέχεται να γεννηθούν για τα εμπορεύματα.

2.      Η εγγύηση είναι:

α)      είτε μεμονωμένη εγγύηση που καλύπτει μία και μόνο πράξη διαμετακόμισης·

β)      είτε συνολική εγγύηση που καλύπτει περισσότερες από μία πράξεις διαμετακόμισης, όταν ο κύριος υπόχρεος έχει άδεια από τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος να χρησιμοποιεί εγγύηση τέτοιου τύπου.

[…]

4.      Πρόσωπα που, κατά τις τελωνειακές αρχές, ικανοποιούν υψηλότερα πρότυπα αξιοπιστίας, μπορούν να λαμβάνουν άδεια να παρέχουν συνολική εγγύηση μειωμένου ποσού ή να απαλλάσσονται από την εγγύηση. […]

[…]»

24.      Το άρθρο 95, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«1.      Εκτός περιπτώσεων που καθορίζονται, εφόσον χρειαστεί, με τη διαδικασία της επιτροπής, δεν απαιτείται εγγυοδοσία: [εξαιρέσεις]».

25.      Το άρθρο 96, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα ορίζει:

«1.      Ο κυρίως υπόχρεος είναι ο υποκείμενος στο καθεστώς εξωτερικής κοινοτικής διαμετακόμισης και οφείλει:

α)      να προσκομίζει προς έλεγχο ανέπαφα τα εμπορεύματα στο τελωνείο προορισμού μέσα στην καθορισμένη προθεσμία και να έχει τηρήσει τα μέτρα διαπίστωσης της ταυτότητάς τους, τα οποία έχουν ληφθεί από τις τελωνειακές αρχές·

β)      να τηρεί τις οικείες διατάξεις του καθεστώτος της κοινοτικής διαμετακόμισης.»

26.      Το άρθρο 192, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:

«1.      Όταν η τελωνειακή νομοθεσία προβλέπει την υποχρεωτική σύσταση εγγύησης και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων προβλεπόμενων για το καθεστώς διαμετακόμισης με τη διαδικασία της επιτροπής, οι τελωνειακές αρχές καθορίζουν το ποσό της εγγύησης αυτής σε επίπεδο ίσο:

–        με το ακριβές ποσό της ή των τελωνειακών οφειλών που αποτελούν το αντικείμενο της εγγύησης, εφόσον το ποσό αυτό μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια τη στιγμή που απαιτείται η σύσταση της εγγύησης,

–        με το υψηλότερο, κατά τους υπολογισμούς της τελωνειακής αρχής, ποσό της ή των τελωνειακών οφειλών που έχουν γεννηθεί ή είναι δυνατό να γεννηθούν, στις υπόλοιπες περιπτώσεις.

[…]»

27.      Κατά το άρθρο 203 του τελωνειακού κώδικα,

«1.      [τ]ελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται:

–        από την [απομάκρυνση] υποκείμενου σε εισαγωγικούς δασμούς εμπορεύματος από την τελωνειακή επιτήρηση.

[…]

3.      Οφειλέτες είναι:

[…]

–        ενδεχομένως, το πρόσωπο το οποίο είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την παραμονή του εμπορεύματος σε προσωρινή εναπόθεση ή από τη χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί.»

28.      Το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα ορίζει:

«2.      Εκτός των περιπτώσεων […] δεν επιτρέπεται εκ των υστέρων βεβαίωση όταν:

[…]

β)      το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.

[…]»

2.      Ο κανονισμός 2454/93

29.      Το άρθρο 147, παράγραφος 1, του κανονισμού 2454/93 (6) έχει ως εξής:

«1.      Για το σκοπό του άρθρου 29 του κώδικα, το γεγονός ότι τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο πώλησης διασαφίζονται για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία πρέπει να θεωρηθεί ως επαρκής ένδειξη, ότι αυτά επωλήθησαν προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας. Στην περίπτωση διαδοχικών πωλήσεων πριν από την εκτίμηση, η ένδειξη αυτή ισχύει μόνο για την τελευταία πώληση με βάση την οποία τα εμπορεύματα εισήχθησαν στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ή για την πώληση που πραγματοποιήθηκε στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας πριν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

Κατά τη δήλωση τιμής σχετικά με πώληση που προηγήθηκε της τελευταίας πώλησης με βάση την οποία τα εμπορεύματα εισήχθησαν στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, πρέπει να αποδειχθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό στις τελωνειακές αρχές ότι μια τέτοια πώληση εμπορευμάτων πραγματοποιήθηκε ενόψει της εξαγωγής με προορισμό το εν λόγω έδαφος.

[…]»

30.      Το άρθρο 151 του κανονισμού 2454/93 αποτελεί τη διάταξη εφαρμογής του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα και ορίζει στην παράγραφό του 3 τα εξής:

«3.      Αν, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, διαπιστωθούν περισσότερες από μία συναλλακτικές αξίες ομοειδών εμπορευμάτων, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων πρέπει να ληφθεί υπόψη η κατώτερη συναλλακτική αξία.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

31.      Στις 2 Ιουνίου 2011, η SIA LS Customs Services (στο εξής: LSCS) υπέβαλε στο λεττονικό τελωνείο Rīgas brīvostas MKP, ως κύρια υπόχρεη, τελωνειακή διασάφηση για την υπαγωγή εμπορευμάτων (παιδικών ποδηλάτων και εξαρτημάτων τους) σε καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στη Ρωσική Ομοσπονδία μέσω του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη διασάφηση διαμετακομίσεως αναφερόταν ως παραλήπτρια αρχή το λεττονικό τελωνείο Terehovas MKP.

32.      Επειδή, ωστόσο, τα οικεία εμπορεύματα δεν παρουσιάστηκαν στην ανωτέρω αρχή, η LSCS αδυνατούσε να προσκομίσει αποδείξεις περί της περατώσεως του καθεστώτος διαμετακομίσεως. Ως εκ τούτου, η λεττονική φορολογική αρχή έκρινε ότι το καθεστώς διαμετακομίσεως δεν είχε περατωθεί και ότι η δικαιούχος του καθεστώτος αυτού δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Κατά συνέπεια, τα εμπορεύματα απομακρύνθηκαν από την τελωνειακή επιτήρηση και γεννήθηκε τελωνειακή οφειλή σε βάρος της LSCS. Ακολούθως, η λεττονική φορολογική αρχή, με την αρχική απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2011 και με την τελική απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2011 (στο εξής: επίμαχη απόφαση), επέβαλε στην LSCS την καταβολή τελωνειακών δασμών, δασμών αντιντάμπινγκ και φόρου προστιθέμενης αξίας για τα οικεία εμπορεύματα.

33.      Όσον αφορά τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων αυτών, η λεττονική φορολογική αρχή έκρινε ότι το άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα δεν είχε εφαρμογή, διότι τα οικεία εμπορεύματα είχαν πωληθεί όχι προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, αλλά προς εξαγωγή με προορισμό τη Ρωσική Ομοσπονδία. Συνεπώς, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας η λεττονική φορολογική αρχή δεν έλαβε ως βάση τη συναλλακτική αξία των εμπορευμάτων. Επιπλέον, η φορολογική αρχή εκτίμησε ότι δεν είχε στη διάθεσή της τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να καθορίσει τη δασμολογητέα αξία κατ’ εφαρμογήν των μεθόδων που προβλέπονται στο άρθρο 30 του τελωνειακού κώδικα. Επομένως, καθόρισε τη δασμολογητέα αξία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 31 του τελωνειακού κώδικα, βασιζόμενη στα διαθέσιμα εντός της Ένωσης στοιχεία.

34.      Κατόπιν προσφυγής την οποία άσκησε η LSCS, το Administratīvā rajona tiesa (Διοικητικό Πρωτοδικείο, Λεττονία), με την από 23 Αυγούστου 2012 απόφασή του, ακύρωσε την επίμαχη απόφαση λόγω ελλιπούς αιτιολογίας. Στις 10 Ιουνίου 2014, το Administratīvā apgabaltiesa (Διοικητικό Εφετείο, Λεττονία) επικύρωσε την ως άνω δικαστική απόφαση, διότι ούτε στην αρχική απόφαση της λεττονικής φορολογικής αρχής ούτε στην επίμαχη απόφαση περιλαμβάνονταν οι πληροφορίες βάσει των οποίων είχε υπολογιστεί η δασμολογητέα αξία των οικείων εμπορευμάτων. Επιπλέον, δεν εξειδικεύονταν ούτε οι λόγοι για τους οποίους δεν είχε καταστεί εφικτή η συλλογή στοιχείων βάσει των οποίων θα μπορούσε να είχε εφαρμοστεί άλλη πλην της προβλεπόμενης στο άρθρο 31 του τελωνειακού κώδικα μέθοδος καθορισμού της δασμολογητέας αξίας. Κατά συνέπεια, η λεττονική φορολογική αρχή είχε στερήσει από την LSCS τη δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματά της στο πλαίσιο της διοικητικής και της ένδικης διαδικασίας.

35.      Η λεττονική τελωνειακή αρχή άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της ανωτέρω δικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Augstākā tiesa (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λεττονία).

IV.    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

36.      Το Augstākā tiesa (Ανώτατο Δικαστήριο), εκτιμώντας ότι η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, υπέβαλε στο Δικαστήριο, με την από 21 Ιανουαρίου 2016 απόφασή του, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Έχει το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού 2913/92 την έννοια ότι η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο μέθοδος έχει εφαρμογή ακόμη και όταν η εισαγωγή των εμπορευμάτων και η θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας οφείλονται στην απομάκρυνσή τους από την τελωνειακή επιτήρηση κατά τη διαδικασία διαμετακομίσεως, ενώ επρόκειτο για εμπορεύματα υποκείμενα σε εισαγωγικούς δασμούς τα οποία δεν επωλήθησαν προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, αλλά προς εξαγωγή εκτός της Κοινότητας;

2)      Έχει ο όρος «διαδοχικά», που διαλαμβάνεται στο άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 2913/92, σε συνδυασμό με το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αρχή της αιτιολογήσεως των διοικητικών πράξεων, την έννοια ότι η τελωνειακή αρχή, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι έχει εφαρμογή η μέθοδος του άρθρου 31 [του τελωνειακού κώδικα], υπέχει υποχρέωση να εκθέσει σε κάθε διοικητική πράξη τον λόγο για τον οποίο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι μέθοδοι καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 29 και 30 [του τελωνειακού κώδικα];

3)      Πρέπει να θεωρηθεί επαρκές, για τους σκοπούς της μη εφαρμογής της μεθόδου του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα, το γεγονός ότι η τελωνειακή αρχή επισημαίνει ότι δεν έχει στη διάθεσή της τις δέουσες πληροφορίες, ή υποχρεούται η τελωνειακή αρχή να ζητήσει πληροφορίες από τον παραγωγό;

4)      Οφείλει η τελωνειακή αρχή να αιτιολογήσει γιατί δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι κατά το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ και δʹ, του τελωνειακού κώδικα μέθοδοι στην περίπτωση κατά την οποία καθορίζει την τιμή ομοειδών εμπορευμάτων βάσει του άρθρου 151, παράγραφος 3, του κανονισμού 2454/93;

5)      Πρέπει η απόφαση της τελωνειακής αρχής να περιέχει εξαντλητική αιτιολογία όσον αφορά το ποιες είναι οι διαθέσιμες πληροφορίες στην Κοινότητα, κατά την έννοια του άρθρου 31 του τελωνειακού κώδικα, ή μπορεί η εν λόγω αρχή να παράσχει την αιτιολογία αυτή μεταγενέστερα, υποβάλλοντας, όταν αχθεί η διαφορά ενώπιον δικαστηρίου, λεπτομερέστερες αποδείξεις;»

37.      Στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η LSCS, η Λεττονική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

V.      Εκτίμηση

38.      Τα πέντε προδικαστικά ερωτήματα του Augstākā tiesa (Ανωτάτου Δικαστηρίου) αφορούν δύο πτυχές των υποχρεώσεων της τελωνειακής αρχής κράτους μέλους: αφενός, ανακύπτει το ζήτημα του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας εμπορεύματος, και ειδικότερα των προϋποθέσεων εφαρμογής της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας (αμέσως κατωτέρω, υπό A). Αφετέρου, τίθεται το ερώτημα των υποχρεώσεων έρευνας και αιτιολογήσεως τις οποίες υπέχει η τελωνειακή αρχή κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας (κατωτέρω, υπό B).

1.      Επί των προϋποθέσεων εφαρμογής της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας κατά το άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα

39.      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν η μέθοδος της συναλλακτικής αξίας κατά το άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα έχει εφαρμογή για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ακόμα και όταν τα εμπορεύματα πωλήθηκαν αρχικά όχι προς εξαγωγή με προορισμό την Ένωση, αλλά προς εξαγωγή με προορισμό τρίτη χώρα, αλλά κατά την εξωτερική διαμετακόμιση στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης απομακρύνθηκαν από την τελωνειακή επιτήρηση.

40.      Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστεί κατά πόσον η εφαρμογή της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας προϋποθέτει ότι η τιμή της συναλλαγής αντιστοιχεί σε τιμή εξαγωγής με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης (αμέσως κατωτέρω, υπό 1). Στη συνέχεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η τελωνειακή οφειλή γεννάται λόγω της απομακρύνσεως των οικείων εμπορευμάτων από την τελωνειακή επιτήρηση κατά τη διαδικασία της εξωτερικής διαμετακομίσεως. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξεταστεί η επιχειρηματολογία της LSCS κατά την οποία ο καθορισμός της εγγυήσεως που καταβάλλετται για την εξωτερική διαμετακόμιση προδικάζει τον μεταγενέστερο καθορισμό της δασμολογητέας αξίας (κατωτέρω, υπό 2).

1.      Επί του κριτηρίου της «πωλήσεως προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης»

41.      Μπορεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα μέθοδος της συναλλακτικής αξίας να εφαρμοστεί για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ακόμα και όταν η τιμή της συναλλαγής δεν αντιστοιχεί σε τιμή εξαγωγής με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, αλλά σε τιμή εξαγωγής με προορισμό τρίτη χώρα;

42.      Επιχείρημα κατά της απόψεως αυτής αντλείται αφενός από το γράμμα του άρθρου 29 του τελωνειακού κώδικα, κατά το οποίο «η συναλλακτική αξία [είναι] η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της [Ένωσης] [(7)]» (8). Επομένως, κατά το Δικαστήριο, κατά τον χρόνο της πωλήσεως, πρέπει να αποδεικνύεται ότι τα εμπορεύματα με προέλευση από τρίτη χώρα θα μεταφερθούν στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης (9). Η αρχή αυτή κατοχυρώνεται και στο άρθρο 147, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2454/93, κατά το οποίο αν επί διαδοχικών πωλήσεων δηλωθεί η τιμή της προηγηθείσας πωλήσεως, πρέπει να αποδειχθεί ότι η οικεία συναλλαγή πραγματοποιήθηκε με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

43.      Αφετέρου, και από το συστηματικό πλαίσιο, το περιεχόμενο και τον σκοπό των διατάξεων των άρθρων 29 έως 31 του τελωνειακού κώδικα σχετικά με τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας συνάγεται επίσης ότι, για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον η τιμή εξαγωγής με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

44.      Συνεπώς, από τις ανωτέρω διατάξεις καθώς και από τις διατάξεις της GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, επί των οποίων ερείδονται οι προαναφερθείσες ανωτέρω διατάξεις, προκύπτει ότι για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να λαμβάνεται υπόψη η συναλλακτική αξία (10). Αυτό επιβεβαιώνεται όχι μόνον από το προοίμιο του κώδικα δασμολογητέας αξίας της GATT, αλλά και από το γεγονός ότι οι εναλλακτικές μέθοδοι καθορισμού της δασμολογητέας αξίας έχουν εφαρμογή μόνον εάν η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθοριστεί με βάση τη συναλλακτική αξία (11). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, λόγω της προτεραιότητας η οποία δίδεται στη μέθοδο της συναλλακτικής αξίας, οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της μεθόδου αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύονται υπέρμετρα στενά (12).

45.      Ωστόσο, από τις προαναφερθείσες διατάξεις καθώς και από το άρθρο VII της GATT, στο οποίο επίσης στηρίζονται αυτές, προκύπτει περαιτέρω ότι η δασμολογητέα αξία πρέπει να αντιστοιχεί στην «πραγματική αξία» των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Επομένως, η συναλλακτική αξία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας μόνο στο μέτρο που αντανακλά την πραγματική οικονομική αξία του εισαγόμενου εμπορεύματος και ενσωματώνει όλα τα στοιχεία του εμπορεύματος αυτού που έχουν οικονομική αξία (13).

46.      Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση τιμής η οποία καθορίστηκε ή συμφωνήθηκε όχι για την εξαγωγή εμπορεύματος με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, αλλά για την εξαγωγή εμπορεύματος με προορισμό τρίτη χώρα. Και τούτο διότι η τιμή του εμπορεύματος σε ορισμένη τελωνειακή ζώνη αντιστοιχεί προς την κατάσταση της αγοράς στη ζώνη αυτή (14) και επομένως αποτελεί στοιχείο που επηρεάζει την οικονομική αξία του εμπορεύματος: αν ένα παιδικό ποδήλατο, όπως εν προκειμένω, κοστίζει 3,90 ευρώ κατά την εξαγωγή του από την Κίνα προς τη Ρωσία, αυτό ουδόλως σημαίνει ότι κατά την εξαγωγή του προς την Ένωση θα πωλούνταν στην ίδια τιμή.

47.      Για τον λόγο αυτό, ακόμα και η θεωρητική «κανονική τιμή» της συμβάσεως των Βρυξελλών περί δασμολογητέας αξίας, η οποία, μέχρι την εισαγωγή της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας, λειτουργούσε ως βάση για τον καθορισμό της κατά το άρθρο VII της GATT «πραγματικής αξίας» (15), ήταν η τιμή για το εισαγόμενο προϊόν στον τόπο της εισόδου εντός του οικείου τελωνειακού εδάφους. Αντίθετα, δεν ήταν επ’ ουδενί η τιμή για αλλοδαπά εμπορεύματα εξαγόμενα σε χώρες άλλες από τη χώρα προορισμού (16). Το σημερινό σύστημα παραμένει πιστό στην εν λόγω αρχή της «κανονικής» ή «ορθής» αξίας, στο μέτρο που η συναλλακτική αξία του εισαγόμενου εμπορεύματος λαμβάνεται μεν κατ’ αρχήν υπόψη για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, αλλά πάντως μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

48.      Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, τότε η δασμολογητέα αξία καθορίζεται με βάση την αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εισαγόμενων εμπορευμάτων ή με βάση διάφορες άλλες μεθόδους. Οι σχετικές διατάξεις επιβεβαιώνουν την κομβική σημασία που έχει κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας το κριτήριο της πωλήσεως προς εξαγωγή με προορισμό το εκάστοτε τελωνειακό έδαφος: πρέπει να πρόκειται για πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα τα οποία πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό την ίδια χώρα εισαγωγής (GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας) (17) ή προς εξαγωγή με προορισμό την Ένωση (τελωνειακός κώδικας της Ένωσης) (18). Ομοίως, η δασμολογητέα αξία η οποία, ελλείψει των ανωτέρω τιμών αναφοράς, υπολογίζεται με βάση τις άλλες πιθανές μεθόδους δεν μπορεί επ’ ουδενί να βασίζεται στην τιμή εξαγωγής των εμπορευμάτων προς χώρα άλλη από τη χώρα εισαγωγής (GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας)(19)ή προς χώρα που δεν ανήκει στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης (τελωνειακός κώδικας της Ένωσης) (20).

49.      Συνεπώς, αν η τιμή πωλήσεως προς εξαγωγή σε τρίτη χώρα γινόταν δεκτή ως συναλλακτική αξία κατά την έννοια του άρθρου 29 του τελωνειακού κώδικα, αυτό θα προσέκρουε και στον σκοπό της νομοθεσίας της Ένωσης περί της δασμολογητέας αξίας. Ειδικότερα, σκοπός της νομοθεσίας αυτής είναι η διαμόρφωση ενός συστήματος δίκαιου, ομοιόμορφου και ουδέτερου το οποίο να αποκλείει τη χρησιμοποίηση αυθαιρέτων ή πλασματικών δασμολογικών αξιών (21). Αυτό δεν θα μπορούσε να διασφαλισθεί αν για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας εμπορεύματος στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης λαμβανόταν υπόψη η τιμή εξαγωγής σε τρίτη χώρα. Και τούτο διότι, καθώς οι τιμές διαφέρουν ανάλογα με την τελωνειακή ζώνη, ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας δύναται να είναι ομοιόμορφος, δίκαιος και ουδέτερος μόνον όταν για την εισαγωγή στην εκάστοτε ζώνη χρησιμοποιείται ως βάση η τιμή εξαγωγής στην ίδια αυτή ζώνη.

50.      Ειδάλλως, θα δημιουργούνταν άνιση μεταχείριση και θα θιγόταν η ουδετερότητα του ανταγωνισμού, ιδίως μεταξύ εκείνου ο οποίος εισάγει εμπόρευμα στην Ένωση επί τη βάσει πωλήσεως προς εξαγωγή με προορισμό την Ένωση και εκείνου ο οποίος εισάγει εμπόρευμα στην Ένωση επί τη βάσει πωλήσεως προς εξαγωγή με προορισμό τρίτη χώρα, μέσω για παράδειγμα της απομακρύνσεως του εμπορεύματος από την τελωνειακή επιτήρηση (είτε σκοπίμως είτε, όπως προβάλλετται εν προκειμένω, εξ υπαιτιότητος τρίτου). Επιπλέον, κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν και το ενδεχόμενο καταχρήσεων, όταν –όπως εν προκειμένω– η συναλλακτική αξία για την εξαγωγή σε τρίτη χώρα είναι ουσιωδώς χαμηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη αξία για εξαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

2.      Επί του τρόπου γενέσεως της τελωνειακής οφειλής και επί της σημασίας της εγγυοδοσίας κατά την εξωτερική διαμετακόμιση

51.      Από τις προεκτεθείσες αναπτύξεις προκύπτει ότι κρίσιμος για τη δυνατότητα εφαρμογής της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας δεν είναι ο τρόπος γενέσεως της τελωνειακής οφειλής κατά την εισαγωγή (μέσω της υποβολής διασαφήσεως για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή συνεπεία της απομακρύνσεως του εμπορεύματος από την τελωνειακή επιτήρηση κατά τη διαδικασία διαμετακομίσεως). Αντίθετα, αποφασιστική σημασία έχει μόνον το αν τα εισαγόμενα εμπορεύματα πωλήθηκαν προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

52.      Για να εξακριβωθεί αν συμβαίνει αυτό, δεν μπορεί εν προκειμένω να ισχύσει, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το τεκμήριο του άρθρου 147, παράγραφος 1, του κανονισμού 2454/93: κατά τη διάταξη αυτή, το γεγονός ότι τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο πωλήσεως διασαφίζονται για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση πρέπει να θεωρηθεί ως επαρκής ένδειξη ότι αυτά πωλήθηκαν προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση τα εμπορεύματα διασαφίστηκαν όχι ενόψει της θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία, αλλά ενόψει της υπαγωγής τους στο καθεστώς διαμετακομίσεως.

53.      Εντούτοις, όπως υποστηρίζει περαιτέρω η Επιτροπή, η έλλειψη διασαφήσεως για τη θέση σε ελεύθερη τελωνειακή κυκλοφορία δεν σημαίνει αυτομάτως ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα εμπορεύματα δεν πωλήθηκαν προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Αντίθετα, απόκειται στην τελωνειακή αρχή ή στο αιτούν δικαστήριο, με βάση τις περιστάσεις και τα διαθέσιμα έγγραφα της συγκεκριμένης περιπτώσεως, να εκτιμήσουν αν τα εμπορεύματα πωλήθηκαν προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Συναφώς, αποφασιστική σημασία έχει το αν η πώληση η οποία αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό της συναλλακτικής αξίας πραγματοποιήθηκε με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Όπως προκύπτει από τις πληροφορίες της LSCS και του αιτούντος δικαστηρίου, αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

54.      Ειδικότερα, η LSCS δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι τα οικεία εμπορεύματα δεν πωλήθηκαν προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Ούτε και αμφισβητεί το γεγονός ότι γεννήθηκε τελωνειακή οφειλή και ότι η ίδια κατέστη οφειλέτρια τελωνειακής οφειλής ως κυρίως υπόχρεη. Ωστόσο, είναι της γνώμης ότι η τελωνειακή οφειλή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της εγγυήσεως την οποία η ίδια κατέβαλε κατά την υπαγωγή των εμπορευμάτων στο καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως. Δεδομένου ότι η εγγύηση αυτή υπολογίστηκε με βάση τη συναλλακτική αξία της πωλήσεως των εμπορευμάτων από την Κίνα στη Ρωσία, άρα και η τελική δασμολογητέα αξία πρέπει να υπολογιστεί με βάση τη μέθοδο της συναλλακτικής αξίας.

55.      Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

56.      Βεβαίως, είναι αληθές ότι με την εγγύηση την οποία πρέπει να καταβάλει ο κυρίως υπόχρεος κατά την υπαγωγή των εμπορευμάτων στο καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως πρέπει να εξασφαλίζεται η τελωνειακή οφειλή που ενδεχομένως προκύψει. Κατά συνέπεια, η εγγύηση αυτή πρέπει να καθορίζεται στο ύψος του ακριβούς ή του υψηλότερου δυνατού εκτιμώμενου ποσού της ασφαλιστέας τελωνειακής οφειλής (22). Με βάση τα στοιχεία της LSCS, είναι προφανές ότι αυτό δεν συνέβη εν προκειμένω: οι λεττονικές τελωνειακές αρχές, καθορίζοντας τη δασμολογητέα αξία με βάση τη μέθοδο της συναλλακτικής αξίας ενόψει του υπολογισμού της καταβλητέας εγγυήσεως, παραβίασαν τον κανόνα ότι η καταβλητέα εγγύηση πρέπει να αντιστοιχεί προς την υψηλότερη δυνατή τελωνειακή οφειλή. Επειδή ακριβώς δεν ήταν σαφές αν το άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια περίπτωση όπως η προκείμενη, οι εν λόγω αρχές δεν μπορούσαν να θεωρήσουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η ενδεχόμενη τελωνειακή οφειλή δεν θα υπερέβαινε την επί της βάσεως αυτής υπολογισθείσα αξία.

57.      Εντούτοις, σε μια περίπτωση όπως η προκείμενη, ο κυρίως υπόχρεος δεν δύναται να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι το ποσό της τελωνειακής οφειλής θα αντιστοιχεί προς το ποσό της εγγυήσεως η οποία καταβλήθηκε κατά την υπαγωγή των εμπορευμάτων στο καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως.

58.      Βεβαίως, όπως έχει τονίσει επανειλημμένως το Δικαστήριο, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης (23). Ωστόσο, την αρχή αυτή μπορεί να επικαλεστεί επιτυχώς μόνον αυτός ο οποίος έχει λάβει συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές (24), και στον οποίο εθνική αρχή δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες (25).

59.      Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

60.      Ειδικότερα, από τις σχετικές διατάξεις του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι ο υπολογισμός της εγγυήσεως την οποία οφείλει να καταβάλει ο κυρίως υπόχρεος για την υπαγωγή εμπορευμάτων στο καθεστώς διαμετακομίσεως δεν ταυτίζεται επ’ ουδενί με τον υπολογισμό της πραγματικής τελωνειακής οφειλής.

61.      Δεν προβλέπεται δε πουθενά ότι ο υπολογισμός της εν λόγω εγγυήσεως αποτελεί δεσμευτική πληροφορία των τελωνειακών αρχών. Αντίθετα, κατά το άρθρο 12 του τελωνειακού κώδικα, τέτοια ρητή πρόβλεψη υφίσταται όσον αφορά άλλες πληροφορίες. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του λεπτομερειακού χαρακτήρα των ρυθμίσεων του τελωνειακού κώδικα, μπορεί να γίνει δεκτό ότι, αν ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να θεωρήσει τον καθορισμό του ποσού της καταβλητέας για τη διαμετακόμιση εγγυήσεως ως δεσμευτικό για τον μεταγενέστερο υπολογισμό της τελωνειακής οφειλής, θα το είχε προβλέψει επίσης ρητώς.

62.      Το ίδιο ισχύει και για τις ρητές διατάξεις του τελωνειακού κώδικα βάσει των οποίων επιτρέπεται γενικώς στις τελωνειακές αρχές (υπό την επιφύλαξη των όποιων εκτιμήσεων σχετικά με την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης) να προβαίνουν σε εκ των υστέρων έλεγχο της τελωνειακής διασαφήσεως και να προσδιορίζουν νέα τελωνειακή οφειλή (26). Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αν ο νομοθέτης ήθελε να καταστήσει τον καθορισμό της εγγυήσεως για τη διαμετακόμιση δεσμευτικό για τον καθορισμό της τελωνειακής οφειλής, τότε θα έπρεπε να είχαν ρυθμιστεί στον τελωνειακό κώδικα οι προϋποθέσεις της εκ των υστέρων τροποποιήσεως, πράγμα το οποίο δεν συνέβη.

63.      Περαιτέρω, επιχείρημα κατά της δεσμευτικότητας του καθορισμού της εγγυήσεως για τον μεταγενέστερο υπολογισμό της τελωνειακής οφειλής αντλείται από το γεγονός ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να γίνει δεκτή απαλλαγή από την καταβολή της εν λόγω εγγυήσεως ή σχετική έκπτωση (27), χωρίς να έχει ρυθμιστεί το πώς τούτο επιδρά στον μεταγενέστερο υπολογισμό της τελωνειακής οφειλής. Το ίδιο ισχύει και για τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως κατ’ αποκοπήν ποσών κατά τον υπολογισμό της εγγυήσεως, όταν δεν είναι διαθέσιμα τα απαραίτητα για τον υπολογισμό της ενδεχόμενης τελωνειακής οφειλής στοιχεία (28). Και τέλος, εάν ο καθορισμός της καταβλητέας εγγυήσεως προδίκαζε το ύψος της μελλοντικής τελωνειακής οφειλής, θα απουσίαζε η οριοθέτηση των περιπτώσεων αυτών σε σχέση με τις περιπτώσεις στις οποίες δεν απαιτείται καν εγγυοδοσία (29).

64.      Επομένως, η LSCS δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι οι σχετικές διατάξεις του τελωνειακού κώδικα παρείχαν στις λεττονικές τελωνειακές αρχές τη δυνατότητα να της δώσουν, μέσω του καθορισμού του ύψους της εγγυοδοσίας, σαφείς και ανεπιφύλακτες διαβεβαιώσεις σχετικά με ενδεχόμενη τελωνειακή οφειλή. Τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι η LSCS, ως διεκπεραιώνουσα την εξωτερική διαμετακόμιση και ελλείψει στοιχείων περί του αντιθέτου, πρέπει να θεωρηθεί ως πεπειραμένη στη διεκπεραίωση τελωνειακών υποθέσεων και εξοικειωμένη με τις διατάξεις του τελωνειακού δικαίου. Κατά συνέπεια, δεν δύναται να ισχυριστεί ότι οι εν λόγω αρχές της είχαν δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες ότι η τελωνειακή οφειλή δεν θα υπερέβαινε το ύψος της καταβλητέας για τη διαμετακόμιση εγγυήσεως.

3.      Συμπέρασμα

65.      Με βάση τις προηγηθείσες αναπτύξεις, προτείνω να δοθεί η εξής απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα: το άρθρο 29, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη από αυτό μέθοδος καθορισμού της δασμολογητέας αξίας έχει εφαρμογή μόνον εάν η συναλλακτική αξία των οικείων εμπορευμάτων αντιστοιχεί σε τιμή εξαγωγής με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το αν η τελωνειακή οφειλή γεννάται λόγω της απομακρύνσεως των εμπορευμάτων από την τελωνειακή επιτήρηση κατά τη διαδικασία εξωτερικής διαμετακομίσεως.

2.      Επί της υποχρεώσεως για τη διεξαγωγή έρευνας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει η τελωνειακή αρχή κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας

1.      Επί των υποχρεώσεων για τη διεξαγωγή έρευνας που υπέχει η τελωνειακή αρχή

66.      Στο πλαίσιο του τρίτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις της τελωνειακής αρχής όσον αφορά την εφαρμογή της μεθόδου καθορισμού της δασμολογητέας αξίας που προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα. Κατά τη διάταξη αυτή, η δασμολογητέα αξία καθορίζεται με βάση τη συναλλακτική αξία πανομοιότυπων εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται για εξαγωγή με προορισμό την Ένωση και εξάγονται κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί αν η τελωνειακή αρχή δύναται να μην εφαρμόσει τη μέθοδο αυτή όταν δεν έχει στη διάθεσή της τα δέοντα στοιχεία ή αν υποχρεούται να αναζητήσει στοιχεία από τον παραγωγό του εμπορεύματος.

67.      Επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι, εξ όσων προκύπτει, ούτε ο τελωνειακός κώδικας ούτε ο κανονισμός 2454/93 προβλέπουν υποχρέωση της τελωνειακής αρχής να αναζητήσει από τον παραγωγό των οικείων εμπορευμάτων τα στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της προβλεπόμενης από το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα (ή και κάποιας άλλης) μεθόδου. Μόνον ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του τελωνειακού κώδικα (μέθοδος της «υπολογιζόμενης αξίας» με βάση το κόστος των υλικών, τα κέρδη κ.λπ.) αναφέρεται ότι η τελωνειακή αρχή είναι δυνατόν να επαληθεύσει πληροφορίες που παρέχονται από τον παραγωγό των οικείων εμπορευμάτων με τη σύμφωνη γνώμη του παραγωγού αυτού και των αρχών της εμπλεκόμενης τρίτης χώρας στην χώρα αυτή (30).

68.      Παρά ταύτα, η τελωνειακή αρχή υπέχει κατ’ ανάγκην ορισμένες ελεγκτικές υποχρεώσεις κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας. Και τούτο διότι από το συστηματικό πλαίσιο των άρθρων 29 έως 31 του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι οι διάφορες πιθανές μέθοδοι καθορισμού της δασμολογητέας αξίας τελούν σε επικουρική σχέση μεταξύ τους (31). Αυτό σημαίνει ότι η τελωνειακή αρχή οφείλει, σε κάθε επιμέρους περίπτωση, να εξακριβώνει με τη δέουσα επιμέλεια αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή κάποιας μεθόδου προτού προχωρήσει στην επόμενη μέθοδο. Προς τούτο, ο τελωνειακός κώδικας παρέχει στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών (με ορισμένους περιορισμούς)(32)το δικαίωμα να λαμβάνουν πληροφορίες από πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα σε διαδικασίες σχετιζόμενες με την κυκλοφορία των εμπορευμάτων (33).

69.      Η υποχρέωση των τελωνειακών αρχών να εξακριβώνουν επιμελώς τις προϋποθέσεις εφαρμογής των εκάστοτε μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας ανταποκρίνεται και προς την επικουρική σχέση στην οποία τελούν μεταξύ τους, σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, οι μέθοδοι αυτές. Δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν παραχώρησε στις αρχές ελευθερία επιλογής μεταξύ των μεθόδων, οι εν λόγω αρχές πρέπει πρώτα να επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τις μεθόδους που εφαρμόζονται κατά προτεραιότητα προτού καταφύγουν στις επόμενες κατά προτεραιότητα μεθόδους.

70.      Ωστόσο, προς τις υποχρεώσεις ελέγχου και επιμέλειας της τελωνειακής αρχής αντιστοιχούν, από την άλλη πλευρά, και ορισμένες υποχρεώσεις συνεργασίας και παροχής πληροφοριών των προσώπων που εμπλέκονται στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ειδικότερα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα προβλέπει ότι, όταν ένα πρόσωπο ζητά από τις τελωνειακές αρχές τη λήψη αποφάσεως σχετικής με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας, το πρόσωπο αυτό παρέχει όλα τα στοιχεία και έγγραφα που είναι αναγκαία στις αρχές αυτές για να αποφανθούν. Κατά συνέπεια, όταν ένας οικονομικός φορέας επιδιώκει ακριβώς, όπως εν προκειμένω, την εφαρμογή ευνοϊκότερης για τον ίδιο μεθόδου καθορισμού της δασμολογητέας αξίας, δεν φαίνεται δυσανάλογη η απαίτηση να συμβάλει κι αυτός, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του, στη συλλογή των απαραίτητων για την εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου στοιχείων.

71.      Εξάλλου, ορισμένες διατάξεις του τελωνειακού κώδικα καθώς και οι αντίστοιχες εφαρμοστικές διατάξεις επιβεβαιώνουν ότι οι υποχρεώσεις ελέγχου της τελωνειακής αρχής εκτελούνται κατ’ αρχήν σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς. Για παράδειγμα, προβλέπεται ότι οι τελωνειακές αρχές, όταν δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τη συναλλακτική αξία χωρίς συμπληρωματική έρευνα, θα πρέπει να δίδουν στον διασαφιστή τη δυνατότητα παροχής περισσότερων λεπτομερών πληροφοριών (34).

72.      Με βάση αυτή τη σχέση συνεργασίας, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής εμφανίζεται εν προκειμένω πειστική. Κατά την επιχειρηματολογία αυτή, η τελωνειακή αρχή, προκειμένου να μην εφαρμόσει το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα, οφείλει πρώτα να συνεκτιμήσει όλες τις πληροφορίες και τις βάσεις δεδομένων που έχει στη διάθεσή της και να παράσχει στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα τη δυνατότητα να προσκομίσει τα απαραίτητα στοιχεία (35). Αντίθετα, η υποχρέωση διεξαγωγής συμπληρωματικής έρευνας προς την κατεύθυνση του παραγωγού των οικείων εμπορευμάτων πρέπει να αποκλειστεί, διότι θα συνεπαγόταν σημαντικό κόστος και θα έθιγε κατά κανόνα επιχειρηματικά απόρρητα επιχειρήσεων οι οποίες εμπλέκονται στη διαδικασία μόνον εμμέσως.

73.      Ωστόσο, δεν προκύπτει γιατί η λύση αυτή θα πρέπει –όπως προτείνει η Επιτροπή– να περιοριστεί μόνο στην περίπτωση στην οποία τα εμπορεύματα απομακρύνθηκαν από την τελωνειακή επιτήρηση κατά τη διαδικασία διαμετακομίσεως, όπως εν προκειμένω. Ειδικότερα, δεν είναι κατανοητό γιατί στην περίπτωση αυτή εξασθενεί η σχέση επικουρικότητας των διαφόρων μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας καθώς και η ανάγκη διαδοχικής και επιμελούς εξακριβώσεως της εφαρμοσιμότητας εκάστης μεθόδου.

74.      Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω να δοθεί η εξής απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα: η τελωνειακή αρχή δεν υποχρεούται να αναζητήσει από τον παραγωγό των οικείων εμπορευμάτων τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα. Ωστόσο, προκειμένου να μην εφαρμόσει τη διάταξη αυτή, η εν λόγω αρχή οφείλει πρώτα να συνεκτιμήσει όλες τις πηγές πληροφοριών και τις βάσεις δεδομένων που έχει στη διάθεσή της και να παράσχει στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα τη δυνατότητα να προσκομίσει τα απαραίτητα για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής στοιχεία.

2.      Επί των υποχρεώσεων αιτιολογήσεως που υπέχει η τελωνειακή αρχή

75.      Το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, αφορούν στο σύνολό τους τις υποχρεώσεις αιτιολογήσεως που υπέχει η τελωνειακή αρχή όσον αφορά την επιλεγόμενη μέθοδο καθορισμού της δασμολογητέας αξίας. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί αν η τελωνειακή αρχή υποχρεούται να αιτιολογήσει

–        για ποιον λόγο για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας δεν εφάρμοσε τη μέθοδο που προβλέπεται στα άρθρα 29 και 30 του τελωνειακού κώδικα, αλλά τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 31 του τελωνειακού κώδικα (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)·

–        για ποιον λόγο δεν έχουν εφαρμογή οι μέθοδοι που προβλέπονται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ και δʹ, του τελωνειακού κώδικα όταν η τελωνειακή αρχή καθορίζει την τιμή ομοειδών εμπορευμάτων με βάση το άρθρο 151, παράγραφος 3, του κανονισμού 2454/93 (τέταρτο προδικαστικό ερώτημα),

–        και αν η απόφαση πρέπει να περιέχει εξαντλητική αιτιολογία όσον αφορά το ποια είναι τα διαθέσιμα στην Κοινότητα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 31 του τελωνειακού κώδικα ή αν η αιτιολογία αυτή μπορεί να παρασχεθεί μεταγενέστερα, ενώπιον του δικαστηρίου, με την υποβολή λεπτομερέστερων αποδείξεων (πέμπτο προδικαστικό ερώτημα).

76.      Η απάντηση επί των ερωτημάτων αυτών συνάγεται ήδη από το άρθρο 6, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα. Κατά τη διάταξη αυτή, οι αποφάσεις που λαμβάνονται γραπτώς και έχουν αρνητικές συνέπειες για τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται πρέπει να αιτιολογούνται από τις τελωνειακές αρχές.

77.      Επιπλέον, οι εθνικές αρχές, κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, υπέχουν γενική υποχρέωση αιτιολογήσεως. Βεβαίως, το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν έχει άμεση εφαρμογή όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (36). Εντούτοις, το κατοχυρούμενο στη διάταξη αυτή δικαίωμα χρηστής διοικήσεως απηχεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, με συνέπεια οι επιταγές που απορρέουν από το δικαίωμα αυτό να πρέπει να τηρούνται οσάκις κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης (37).

78.      Επιπλέον, η δέουσα αιτιολογία είναι απαραίτητη και για τη διασφάλιση του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, το οποίο απορρέει από την αρχή της αποτελεσματικότητας. Διότι μόνον αυτή παρέχει στον ιδιώτη τη δυνατότητα, έχοντας πλήρη γνώση των περιστάσεων, να αποφασίσει αν το συμφέρει να ασκήσει ένδικο βοήθημα. Επίσης, η επαρκής αιτιολογία είναι απαραίτητη, προκειμένου να μπορεί να υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο κάθε απόφαση αρχής η οποία αρνείται το ευεργέτημα δικαιώματος που αναγνωρίζεται από το δίκαιο της Ένωσης (38).

79.      Σύμφωνα με τις ανωτέρω επιταγές, αλλά και με βάση την προμνημονευθείσα επικουρικότητα των μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας που προβλέπονται από τον τελωνειακό κώδικα είναι, πρώτον, προφανές ότι η τελωνειακή αρχή οφείλει στην απόφασή της να αιτιολογεί επαρκώς γιατί έχει εφαρμογή η επιλεγείσα μέθοδος καθορισμού της δασμολογητέας αξίας και όχι κάποια από τις μεθόδους που έχουν προτεραιότητα. Επομένως, όταν η τελωνειακή αρχή εφαρμόζει τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 31 του τελωνειακού κώδικα, πρέπει να αιτιολογεί γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των μεθόδων που προβλέπονται στα άρθρα 29 και 30 του τελωνειακού κώδικα.

80.      Δεύτερον, από τη σχέση επικουρικότητας των μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας, οι οποίες απαριθμούνται διαδοχικά, προκύπτει περαιτέρω ότι δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογείται γιατί δεν εφαρμόστηκαν οι μέθοδοι που έπονται στην απαρίθμηση αυτή. Δεδομένου ότι το άρθρο 151, παράγραφος 3, του κανονισμού 2454/93 αποτελεί την εφαρμοστική διάταξη του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα, η τελωνειακή αρχή, όταν καθορίζει τη δασμολογητέα αξία με βάση το άρθρο 151, παράγραφος 3, του κανονισμού 2454/93 δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει γιατί δεν έχουν εφαρμογή οι μέθοδοι που προβλέπονται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ και δʹ, του τελωνειακού κώδικα.

81.      Τρίτον, η υποχρέωση αιτιολογήσεως της τελωνειακής αρχής επιβάλλει να επεξηγείται στην απόφαση ο τρόπος με τον οποίο υπολογίστηκε η τελική δασμολογητέα αξία. Συνεπώς, αν η αξία αυτή καθορίστηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 31 του τελωνειακού κώδικα, πρέπει να εκτίθεται ποια στοιχεία ήσαν διαθέσιμα στην Ένωση και χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας.

82.      Και τέλος, επαρκής αιτιολογία πρέπει απαραιτήτως να παρατίθεται ήδη στην απόφαση περί καθορισμού της δασμολογητέας αξίας. Και τούτο διότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως περιλαμβάνει και την τεκμηρίωση του τρόπου με τον οποίο η αρχή εξακρίβωσε τη δυνατότητα εφαρμογής των διαφόρων μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται, ειδικότερα, ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της κάθε μεθόδου εξακριβώνεται επιμελώς. Χωρίς τα αντίστοιχα στοιχεία θα ήταν εν τοις πράγμασι πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί εν συνεχεία αν έλαβε χώρα η εξακρίβωση αυτή ή αν απλώς δικαιολογείται εκ των υστέρων μια απόφαση που ελήφθη για άλλους λόγους (39). Επομένως, η τελωνειακή αρχή που τήρησε τα άρθρα 29 έως 31 του τελωνειακού κώδικα και ήλεγξε επιμελώς και διαδοχικά τις προϋποθέσεις εφαρμογής των διαφόρων μεθόδων μπορεί ευχερώς να εξηγήσει στην τελική της απόφαση γιατί εφάρμοσε την επιλεγείσα μέθοδο καθορισμού της δασμολογητέας αξίας και όχι αυτές που προηγούνται στην απαρίθμηση.

83.      Ο ως άνω αυτοέλεγχος της τελωνειακής αρχής αποδυναμώνεται όταν η επαρκής αιτιολογία γνωστοποιείται μόνον κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου (40). Αυτό ισχύει έτι μάλλον για την περίπτωση της εκ των υστέρων αιτιολογήσεως στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας. Εξάλλου, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να αποφασίσει, έχοντας πλήρη γνώση των περιστάσεων, αν τον συμφέρει να ασκήσει ένδικο βοήθημα.

84.      Ωστόσο, το ζήτημα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των τελωνειακών αρχών των κρατών μελών πρέπει να διακριθεί από το ζήτημα των εννόμων συνεπειών της ανεπαρκούς αιτιολογίας κατά το εθνικό δίκαιο και άρα από το ζήτημα αν είναι δυνατή η θεραπεία της ελλιπούς αιτιολογίας κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας. Το ζήτημα αυτό δεν ρυθμίζεται στον τελωνειακό κώδικα, ενώ ούτε και το δίκαιο της Ένωσης περιέχει γενική ρύθμιση για τις συνέπειες που παράγουν οι τυχόν πλημμέλειες της αιτιολογίας.

85.      Ως εκ τούτου, απόκειται στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της δικονομικής αυτονομίας τους, να ρυθμίσουν τις συνέπειες της παραβάσεως από τις τελωνειακές αρχές της υποχρεώσεώς τους αιτιολογήσεως και να καθορίσουν αν και σε ποιο βαθμό είναι δυνατή η θεραπεία της παραβάσεως αυτής κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας. Πάντως, τα κράτη μέλη οφείλουν συναφώς να τηρούν τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (41).

86.      Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω να δοθεί η εξής απάντηση στο δεύτερο, στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα: από το άρθρο 6, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα καθώς και από τη γενική υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η τελωνειακή αρχή και από τη σχέση επικουρικότητας μεταξύ των διαφόρων μεθόδων υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας προκύπτει ότι η τελωνειακή αρχή υποχρεούται να αιτιολογεί επαρκώς στην απόφασή της τον λόγο για τον οποίο εφαρμόστηκε συγκεκριμένη μέθοδος καθορισμού της δασμολογητέας αξίας και όχι κάποια κατά προτεραιότητα εφαρμοστέα μέθοδος. Επίσης, η τελωνειακή αρχή υποχρεούται να εξηγεί επαρκώς στην απόφασή της τον τρόπο και τα στοιχεία βάσει των οποίων υπολογίστηκε η τελική δασμολογητέα αξία. Το αν και σε ποιον βαθμό είναι δυνατή η εκ των υστέρων θεραπεία ελλιπούς αιτιολογίας κατά την ένδικη διαδικασία αποτελεί ζήτημα του εθνικού δικαίου, του οποίου η ρύθμιση απόκειται στα κράτη μέλη, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

VI.    Πρόταση

87.      Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Augstākā tiesa (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λεττονία) ως εξής:

1.      Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη από αυτό μέθοδος καθορισμού της δασμολογητέας αξίας έχει εφαρμογή μόνον εάν η συναλλακτική αξία των οικείων εμπορευμάτων αντιστοιχεί σε τιμή εξαγωγής με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το αν η τελωνειακή οφειλή γεννάται λόγω της απομακρύνσεως των εμπορευμάτων από την τελωνειακή επιτήρηση κατά τη διαδικασία εξωτερικής διαμετακομίσεως.

2.      Η τελωνειακή αρχή δεν υποχρεούται να αναζητήσει από τον παραγωγό των οικείων εμπορευμάτων τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα. Ωστόσο, προκειμένου να μην εφαρμόσει τη διάταξη αυτή, η εν λόγω αρχή οφείλει πρώτα να συνεκτιμήσει όλες τις πηγές πληροφοριών και τις βάσεις δεδομένων που έχει στη διάθεσή της και να παράσχει στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα τη δυνατότητα να προσκομίσει τα απαραίτητα για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής στοιχεία.

3.      Από το άρθρο 6, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα καθώς και από τη γενική υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η τελωνειακή αρχή και από τη σχέση επικουρικότητας μεταξύ των διαφόρων μεθόδων υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας προκύπτει ότι η τελωνειακή αρχή υποχρεούται να αιτιολογεί επαρκώς στην απόφασή της τον λόγο για τον οποίο εφαρμόστηκε συγκεκριμένη μέθοδος καθορισμού της δασμολογητέας αξίας και όχι κάποια κατά προτεραιότητα εφαρμοστέα μέθοδος. Επίσης, η τελωνειακή αρχή υποχρεούται να εξηγεί επαρκώς στην απόφασή της τον τρόπο και τα στοιχεία βάσει των οποίων υπολογίστηκε η τελική δασμολογητέα αξία. Το αν και σε ποιον βαθμό είναι δυνατή η εκ των υστέρων θεραπεία ελλιπούς αιτιολογίας κατά την ένδικη διαδικασία αποτελεί ζήτημα του εθνικού δικαίου, του οποίου η ρύθμιση απόκειται στα κράτη μέλη, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Για την έννοια της απομακρύνσεως από την τελωνειακή επιτήρηση κατά τον τελωνειακό κώδικα, βλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, SEK Zollagentur (C‑75/13, EU:C:2014:1759, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


3      Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1A της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η οποία υπεγράφη στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 και ενεκρίθη με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1). Η εδώ μνημονευόμενη διάταξη προέκυψε από την GATT του 1947, η οποία ενσωματώθηκε στην GATT του 1994.


4      ΕΕ 1994, L 336, σ. 119.


5      Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τονκανονισμό (ΕΚ) 1186/2009 του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 324, σ. 23). Ο κανονισμός 2913/92 επρόκειτο αρχικά να αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 450/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (εκσυγχρονισμένος τελωνειακός κώδικας) (ΕΕ 2008, L 145, σ. 1), ο οποίος εντούτοις ποτέ δεν τέθηκε πλήρως σε ισχύ ελλείψει διατάξεων εφαρμογής. Ο κανονισμός 450/2008 καταργήθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1). Ωστόσο, ο τελευταίος αυτός κανονισμός βρίσκεται σε ισχύ μόλις από το 2013, ήτοι το 2016, και συνεπώς εν προκειμένω έχει ακόμα εφαρμογή ο κανονισμός 2913/92.


6      Κανονισμός (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1063/2010 της Επιτροπής, της 18ης Νοεμβρίου 2010 (ΕΕ 2010, L 307, σ. 1).


7      Η υπογράμμιση δική μου.


8      Βλ. επίσης, αντίστοιχα, άρθρο 1, παράγραφος 1, της GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, κατά το οποίο η συναλλακτική αξία είναι «η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής» (η υπογράμμιση δική μου).


9      Αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 1990, Unifert (C‑11/89, EU:C:1990:237, σκέψη 11), και της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Carboni e derivati (C‑263/06, EU:C:2008:128, σκέψη 28).


10      Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2000, Sommer (C‑15/99, EU:C:2000:574, σκέψη 22), κατά την οποία στο «σύστημα που καθιέρωσε» ο τελωνειακός κώδικας (και αντίστοιχα, την εποχή εκείνη, ο κανονισμός 1224/80) η «“συναλλακτικ[ή] αξί[α]” αποτελεί τη βάση υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας». Βλ., ως προς την ανάγκη να ερμηνεύεται το τελωνειακό δίκαιο της Ένωσης κατά τρόπο σύμφωνο προς την GATT, τις προτάσεις μου στην υπόθεση The International Association of Independent Tanker Owners κ.λπ. (C‑308/06, EU:C:2007:689, σημείο 107 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


11      Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ. (C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψεις 41 έως 43).


12      Βλ., για την έννοια της πωλήσεως κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ. (C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψη 45).


13      Αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2006, Compaq Computer International Corporation (C‑306/04, EU:C:2006:716, σκέψη 30), της 15ης Ιουλίου 2010, Gaston Schul (C‑354/09, EU:C:2010:439, σκέψη 29), και της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ. (C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψη 40).


14      Συναφώς, βλ. Krockauer, L., Zollwert, 3η έκδοση, Verlag für Wirtschaft und Verwaltung, Frankfurt am Main, 1974, σ. 24.


15      Η σύμβαση των Βρυξελλών περί δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων υπεγράφη στις 15 Δεκεμβρίου 1950, οι δε αρχές της ενσωματώθηκαν στο κοινοτικό δίκαιο δυνάμει του κανονισμού 803/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων (ABl. 1968, L 148, σ. 6). Η σύμβαση των Βρυξελλών περί δασμολογητέας αξίας αντικαταστάθηκε το 1979 από την –απορρεύσασα από τις διαπραγματεύσεις του γύρου του Τόκυο– συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/019, σ. 110), η οποία εισήγαγε τη μέθοδο της συναλλακτικής αξίας ως βάση για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας και ενσωματώθηκε στο κοινοτικό δίκαιο δυνάμει του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 1980, περί δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 218).


16      Βλ., συναφώς, Krockauer, L., Zollwert, 3η έκδοση, Verlag für Wirtschaft und Verwaltung, Frankfurt am Main, 1974, σ. 24 και 41.


17      Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας.


18      Άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του τελωνειακού κώδικα.


19      Άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας. Βλ., επίσης, άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της GATT για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, κατά το οποίο, όταν η δασμολογητέα αξία βασίζεται σε υπολογιζόμενη αξία η οποία προκύπτει από το άθροισμα διαφόρων στοιχείων, τότε το ποσό που αντιπροσωπεύει τα κέρδη και τα γενικά έξοδα ισούται προς το ποσό που υπεισέρχεται γενικά στις πωλήσεις από παραγωγούς της χώρας εξαγωγής προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής.


20      Άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του τελωνειακού κώδικα. Βλ., επίσης, άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, δεύτερη περίπτωση, του τελωνειακού κώδικα, κατά το οποίο, όταν η δασμολογητέα αξία βασίζεται σε υπολογιζόμενη αξία η οποία προκύπτει από το άθροισμα διαφόρων στοιχείων, τότε το ποσό που αντιπροσωπεύει τα κέρδη και τα γενικά έξοδα ισούται προς το ποσό που υπεισέρχεται γενικά στις πωλήσεις από παραγωγούς της χώρας εξαγωγής προς εξαγωγή με προορισμό την Ένωση.


21      Αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 1990, Unifert (C‑11/89, EU:C:1990:237, σκέψη 35), της 19ης Οκτωβρίου 2000, Sommer (C‑15/99, EU:C:2000:574, σκέψη 25), της 16ης Νοεμβρίου 2006, Compaq Computer International Corporation (C‑306/04, EU:C:2006:716, σκέψη 30), και της 19ης Μαρτίου 2009, Mitsui & Co. Deutschland (C‑256/07, EU:C:2009:167, σκέψη 20).


22      Βλ. άρθρο 192, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, καθώς επίσης και τις σχετικές με τη σύσταση συνολικής εγγυήσεως διατάξεις του άρθρου 379 του κανονισμού 2454/93: κατά τις διατάξεις αυτές, ο κυρίως υπόχρεος πρέπει, κατά περίπτωση, να παρακαταθέσει ένα ποσό αναφοράς και να μεριμνήσει ώστε οι ενδεχόμενες τελωνειακές οφειλές για τις τρέχουσες πράξεις να μην υπερβούν το εν λόγω ποσό αναφοράς. Επίσης, τα ποσά αναφοράς για κάθε επιμέρους πράξη είναι δυνατό να ελέγχονται και από τις τελωνειακές αρχές.


23      Αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1981, Dürbeck (112/80, EU:C:1981:94, σκέψη 48), και της 24ης Μαρτίου 2011, ISD Polska κ.λπ. (C‑369/09 P, EU:C:2011:175, σκέψη 122).


24      Αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου (C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψη 77), και της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ. (C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 62)· βλ., επίσης, αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 147), και της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Masdar (UK) κατά Επιτροπής (C‑47/07 P, EU:C:2008:726, σκέψεις 81 και 86).


25      Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Veloserviss (C‑427/14, EU:C:2015:803, σκέψη 39).


26      Βλ. άρθρο 78 και άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα, καθώς και απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Veloserviss (C‑427/14, EU:C:2015:803, σκέψεις 17 επ., ιδίως σκέψεις 28, 43 και 44).


27      Βλ. άρθρο 94, παράγραφος 4, του τελωνειακού κώδικα καθώς και άρθρο 372, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και άρθρο 380, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2454/93.


28      Βλ. άρθρο 379, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2454/93.


29      Βλ. άρθρο 95 του τελωνειακού κώδικα.


30      Βλ. άρθρο 153, παράγραφος 1, του κανονισμού 2454/93. Συναφώς, το σημείο 1 των ερμηνευτικών σημειώσεων σχετικά με το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του τελωνειακού κώδικα, στο παράρτημα 23 («Ερμηνευτικές σημειώσεις στον τομέα της δασμολογητέας αξίας») του κανονισμού 2454/93 προσθέτει: «1. Κατά γενικό κανόνα, η δασμολογητέα αξία καθορίζεται σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις βάσει πληροφοριών αμέσως διαθεσίμων εντός της Κοινότητος. Εντούτοις, για να καθορισθεί μια υπολογιζόμενη αξία, είναι δυνατό να καταστεί αναγκαία η εξέταση των εξόδων παραγωγής των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων και άλλων πληροφοριών που θα πρέπει να ληφθούν εκτός της Κοινότητος. Εξάλλου στις περισσότερες περιπτώσεις ο παραγωγός των εμπορευμάτων δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των αρχών των κρατών μελών. Η χρήση της μεθόδου της υπολογιζόμενης αξίας περιορίζεται γενικώς στις περιπτώσεις όπου ο αγοραστής και ο πωλητής συνδέονται μεταξύ τους και ο παραγωγός είναι διατεθειμένος να ανακοινώσει στις αρχές της χώρας εισαγωγής τα δεδομένα τα απαραίτητα για τον προσδιορισμό των εξόδων και να τους παράσχει διευκολύνσεις για κάθε μεταγενέστερο έλεγχο που θα ήταν δυνατό να απαιτηθεί» (η υπογράμμιση δική μου).


31      Αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ. (C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψεις 41 έως 43)· της 16ης Ιουνίου 2016, EURO 2004. Hungary (C‑291/15, EU:C:2016:455, σκέψεις 27 έως 29), και της 9ης Μαρτίου 2017, GE Healthcare (C‑173/15, EU:C:2017:195, σκέψεις 75 έως 77).


32      Βλ. άρθρο 153, παράγραφος 1, του κανονισμού 2454/93.


33      Βλ. άρθρο 14 του τελωνειακού κώδικα.


34      Βλ., π.χ., άρθρο 29, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, καθώς και σημείο 3 των ερμηνευτικών σημειώσεων σχετικά με τη διάταξη αυτή στο παράρτημα 23 («Ερμηνευτικές σημειώσεις στον τομέα της δασμολογητέας αξίας») του κανονισμού 2454/93.


35      Για την ανάγκη παροχής στον οικονομικό φορέα της δυνατότητας να εκθέσει λυσιτελώς και εγκαίρως την άποψή του, βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Sopropé (C‑349/07, EU:C:2008:746, σκέψεις 36 επ.), και της 3ης Ιουλίου 2014, Kamino International Logistics (C‑129/13 και C‑130/13, EU:C:2014:2041, σκέψη 38).


36      Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Mellor (C‑75/08, EU:C:2009:32, σημείο 25).


37      Απόφαση της 8ης Μαΐου2014, N. (C‑604/12, EU:C:2014:302, σκέψεις 49 και 50)· βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Mellor (C‑75/08, EU:C:2009:32, σημείο 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


38      Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Mellor (C‑75/08, EU:C:2009:32, σημεία 28 και 31 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Molenbergnatie (C‑201/04, EU:C:2006:136, σκέψη 54).


39      Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Mellor (C‑75/08, EU:C:2009:32, σημεία 29 και 30).


40      Η δυνατότητα αυτή, που προβλέπεται στις σκέψεις 59 έως 61 καθώς και στο σημείο 1 του διατακτικού της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 2009, Mellor (C‑75/08, EU:C:2009:279), πρέπει εν προκειμένω να αποκλειστεί, ιδίως διότι στον τελωνειακό κώδικα –σε αντίθεση προς την οδηγία με βάση την οποία εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση– προβλέπεται ρητώς υποχρέωση αιτιολογήσεως των δυσμενών αποφάσεων.


41      Σχετικά με τα όρια της δυνατότητας θεραπείας των παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης, βλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2008, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑215/06, EU:C:2008:380, σκέψεις 57 επ.).