Language of document :

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 26ης Απριλίου 2012 (*)

«Προσέγγιση των νομοθεσιών — Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα — Οδηγία 2001/29/ΕΚ — Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄ — Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό — Εξαίρεση από το δικαίωμα αναπαραγωγής — Εφήμερες εγγραφές έργων που πραγματοποιούνται δι’ ιδίων μέσων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς για τις δικές τους εκπομπές — Εγγραφή που πραγματοποιείται με μέσα τρίτου προσώπου — Υποχρέωση του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού να άρει όλα τα επιζήμια αποτελέσματα των πράξεων και παραλείψεων που τελεί τρίτο πρόσωπο»

Στην υπόθεση C‑510/10,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Østre Landsret (Δανία) με απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Οκτωβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

DR,

TV2 Danmark A/S

κατά

NCB — Nordisk Copyright Bureau,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, E. Juhász και D. Šváby, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Νοεμβρίου 2011,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι DR και TV2 Danmark A/S, εκπροσωπούμενες από τον H. Samuelsen Schütze, advokat,

–        η NCB — Nordisk Copyright Bureau, εκπροσωπούμενη από τον P. H. Schmidt, advokat,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη N. Díaz Abad,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη J. Samnadda και τον H. Støvlbæk,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 17ης Ιανουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, και της τεσσαρακοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ L 167, σ. 10), που προβλέπουν εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής που έχει ο δημιουργός επί του έργου του στις περιπτώσεις «εφήμερων εγγραφών έργων που πραγματοποιούνται δι’ ιδίων μέσων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς για τις δικές τους εκπομπές».

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των DR και TV2 Danmark A/S (στο εξής: TV2 Danmark), δύο δανικών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και, αφετέρου, της NCB — Nordisk Copyright Bureau (στο εξής: NCB), εταιρίας διαχείρισης δικαιωμάτων του δημιουργού, σχετικά με εγγραφές πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο τηλεοπτικών προγραμμάτων και παραγγελθείσες σε τρίτο πρόσωπο από τους εν λόγω ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς με σκοπό να τις μεταδώσουν για τις ανάγκες των δικών τους εκπομπών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

 Η Συνθήκη του ΠΟΔΙ για τα δικαιώματα του δημιουργού

3        Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) συνήψε στη Γενεύη, στις 20 Δεκεμβρίου 1996, τη συνθήκη του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία. Η συνθήκη αυτή εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2000/278/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2000 (ΕΕ L 89, σ. 6).

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 4, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να συμμορφώνονται με τα άρθρα 1 έως 21 της σύμβασης της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971), ως έχει μετά την τροποποίηση της 28ης Σεπτεμβρίου 1979 (στο εξής: σύμβαση της Βέρνης).

 Η σύμβαση της Βέρνης

5        Το άρθρο 1 της σύμβασης της Βέρνης προβλέπει τα εξής:

«Οι χώρες στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα σύμβαση συνιστούν Ένωση για την προστασία των δικαιωμάτων των δημιουργών επί των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών τους έργων.»

6        Το άρθρο 11α, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω σύμβασης έχει ως εξής:

«1)      Οι δημιουργοί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν:

1°      τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση των έργων τους ή την παρουσίαση στο κοινό των έργων αυτών με κάθε άλλο μέσο που χρησιμεύει για την ασύρματη μετάδοση σημάτων, ήχων ή εικόνων·

[...]

3)      Αν δεν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο, η άδεια που χορηγείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν περιλαμβάνει άδεια εγγραφής, μέσω συσκευών εγγραφής ήχου και εικόνας, του μεταδιδόμενου έργου. Στον νομοθέτη των χωρών της Ένωσης [της Βέρνης] απόκειται πάντως να καθορίσει τους κανόνες που θα διέπουν τις εφήμερες εγγραφές που πραγματοποιούνται από τηλεοπτικούς οργανισμούς δι’ ιδίων μέσων για να χρησιμοποιηθούν στις δικές τους εκπομπές. Ο νομοθέτης μπορεί να επιτρέψει τη διατήρηση των εγγραφών αυτών σε επίσημα αρχεία λόγω του εξαιρετικού τους ιστορικού ενδιαφέροντος.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

7        Η τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 έχει ως ακολούθως:

«Κατά την εφαρμογή της εξαίρεσης ή [του] περιορισμού για τις εφήμερες εγγραφές που πραγματοποιούνται από οργανισμούς ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, τα μέσα ενός οργανισμού θεωρείται ότι περιλαμβάνουν και τα μέσα ενός προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό και υπό την ευθύνη του οργανισμού.»

8        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, τιτλοφορούμενο «Δικαίωμα αναπαραγωγής», προβλέπει τα κατωτέρω:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή, με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

α)      στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,

[...]».

9        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και δικαίωμα διάθεσης άλλων [προστατευομένων] αντικειμένων στο κοινό», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά, όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.»

10      Οι παράγραφοι 2 και 5 του άρθρου 5 της ίδιας οδηγίας, που έχει τον τίτλο «Εξαιρέσεις και περιορισμοί», έχουν ως εξής:

«2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[...]

δ)      εφήμερες εγγραφές έργων που πραγματοποιούνται δι’ ιδίων μέσων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς για τις δικές τους εκπομπές· η διατήρηση αυτών των εγγραφών σε επίσημα αρχεία μπορεί να επιτρέπεται λόγω του εξαιρετικού τους ιστορικού ενδιαφέροντος,

[...]

5. Οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.»

 Το εθνικό δίκαιο

11      Το άρθρο 31 του δανικού νόμου για το δικαίωμα του δημιουργού (ophavsretslov), όπως ισχύει μετά την έκδοση του ενοποιημένου νόμου 202 (lovbekendtgørelse nr. 202) της 27ης Φεβρουαρίου 2010 (στο εξής: νόμος για το δικαίωμα του δημιουργού), προβλέπει τα κατωτέρω:

«1. Οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί μπορούν, για τις ανάγκες των εκπομπών τους, να εγγράφουν έργα σε ταινίες, φιλμ ή οποιοδήποτε άλλο μέσο που μπορεί να τα αναπαραγάγει, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν το δικαίωμα μεταδόσεως των έργων αυτών. Το δικαίωμα πραγματοποιήσεως τέτοιων εγγραφών, προσιτών στο κοινό, τελεί υπό την επιφύλαξη των ισχυουσών διατάξεων.

Ο Υπουργός Πολιτισμού μπορεί να ρυθμίζει τις λεπτομέρειες ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να γίνονται οι εγγραφές αυτές και ως προς τη χρήση και αποθήκευσή τους.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Οι προσφεύγουσες στη διαδικασία της κύριας δίκης είναι η DR, δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός που έχει την υποχρέωση να παρέχει δημόσια υπηρεσία μεταδόσεων ως ανεξάρτητος δημόσιος φορέας χρηματοδοτούμενος από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη, και η TV2 Danmark, εθνικός τηλεοπτικός φορέας εμπορικού χαρακτήρα, χρηματοδοτούμενος μέσω τηλεοπτικών διαφημίσεων, ο οποίος επίσης έχει την υποχρέωση να παρέχει δημόσια υπηρεσία μεταδόσεων.

13      Τα ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα των DR και TV2 Danmark μπορούν να συνιστούν προγράμματα που παράγουν είτε οι ίδιοι οι εν λόγω φορείς είτε τρίτοι στο πλαίσιο ειδικών συμφωνιών με την προοπτική να μεταδοθούν για πρώτη φορά από την DR και την TV2 Danmark.

14      Η καθής της κύριας δίκης, η NCB, είναι εταιρία που διαχειρίζεται τα δικαιώματα εγγραφής και αναπαραγωγής μουσικών έργων για λογαριασμό συνθετών, στιχουργών και εκδοτών μουσικών έργων σε διάφορες βόρειες και βαλτικές χώρες.

15      Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά το ζήτημα αν η εξαίρεση για τις εφήμερες εγγραφές περιλαμβάνει και τις εγγραφές που γίνονται από νομικά ανεξάρτητες εξωτερικές εταιρίες παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τις εγγραφές αυτές παραγγέλλει η DR ή η TV2 Danmark από τις ενδιαφερόμενες εταιρίες παραγωγής για αρχική μετάδοση από την DR ή την TV2 Danmark.

16      Οι DR και TV2 Danmark υποστηρίζουν ότι είναι άνευ σημασίας για τον φορέα του δικαιώματος του δημιουργού αν οι προς αναμετάδοση εγγραφές πραγματοποιούνται από ομάδες του ίδιου του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού με δικό του εξοπλισμό ή από υπάλληλο τρίτης εταιρίας από την οποία ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός παρήγγειλε την τηλεοπτική παραγωγή, με χρήση του εξοπλισμού της τρίτης αυτής εταιρίας. Η DR και η TV2 Danmark υποστηρίζουν περαιτέρω ότι το άρθρο 31 του νόμου για το δικαίωμα του δημιουργού δεν προβλέπει την προϋπόθεση ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί οφείλουν να πραγματοποιούν τις εγγραφές «δι’ ιδίων μέσων». Επομένως, κατά το δανικό δίκαιο, είναι αδιάφορο, για την εφαρμογή της εξαίρεσης των εγγραφών προς αναμετάδοση, το αν τις εγγραφές πραγματοποιούν οι υπάλληλοι του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού ή οι υπάλληλοι τρίτων.

17      Αντιθέτως, η NCB υποστηρίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει την προϋπόθεση της παραγωγής «δι’ ιδίων μέσων», η δε προϋπόθεση αυτή έχει εφαρμογή και κατά το δανικό δίκαιο. Η καθής προσθέτει ότι η προϋπόθεση της παραγωγής «δι’ ιδίων μέσων» πληρούται μόνον αν ο ανεξάρτητος εξωτερικός παραγωγός ενεργεί για λογαριασμό του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού και υπό την ευθύνη αυτού, υποστηρίζει δε περαιτέρω ότι η φράση «ενεργεί για λογαριασμό και υπό την ευθύνη του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού» έχει την έννοια ότι ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός ευθύνεται έναντι τρίτων για τις πράξεις και τις ενδεχόμενες παραλείψεις του παραγωγού ως αν είχε αναλάβει ο ίδιος τις εγγραφές.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Østre Landsret αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως με τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει οι φράσεις “δι’ ιδίων μέσων” του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ και “για λογαριασμό και υπό την ευθύνη του οργανισμού [ραδιοφωνίας και τηλεόρασης]” της [τεσσαρακοστής πρώτης] αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας αυτής να ερμηνευθούν με βάσει το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο;

2)      Πρέπει να θεωρηθεί ότι το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29 σημαίνει “για λογαριασμό και υπό την ευθύνη του οργανισμού [ραδιοφωνίας και τηλεόρασης]”, όπως ισχύει, λόγου χάρη, στη δανική, αγγλική και γαλλική γλωσσική της απόδοση ή ότι σημαίνει “για λογαριασμό ή υπό την ευθύνη του οργανισμού [ραδιοφωνίας και τηλεόρασης]”, όπως ισχύει, λόγου χάρη, στη γερμανική γλωσσική απόδοση;

3)      Αν υποτεθεί ότι οι φράσεις που παρατίθενται στο πρώτο ερώτημα πρέπει να ερμηνευθούν με βάση το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ερωτάται περαιτέρω: ποια κριτήρια πρέπει να εφαρμόσει το εθνικό δικαστήριο για να κρίνει συγκεκριμένα αν μια εγγραφή που πραγματοποιείται από τρίτον (στο εξής: παραγωγός), προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τις μεταδόσεις ενός ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, έγινε “δι’ ιδίων μέσων” [του οργανισμού αυτού], και ειδικότερα “για λογαριασμό [και/ή] υπό την ευθύνη του [εν λόγω] οργανισμού [ραδιοφωνίας και τηλεόρασης]”, οπότε η εγγραφή εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29;

Στο πλαίσιο της απαντήσεως στο εν λόγω τρίτο ερώτημα, ζητείται ιδίως από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τα ακόλουθα ζητήματα:

α)      Έχει η φράση “δι’ ιδίων μέσων” του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29 την έννοια ότι η εγγραφή που πραγματοποιείται από τον παραγωγό για να μεταδοθεί από τον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, [της οδηγίας 2001/29,] μόνον αν ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός ευθύνεται έναντι τρίτων για τις πράξεις και παραλείψεις του παραγωγού σε σχέση με την εγγραφή, ως αν είχε τελέσει ο ίδιος ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός αυτές τις πράξεις και παραλείψεις;

β)      Πληρούται η προϋπόθεση ότι οι εγγραφές πρέπει να γίνονται “για λογαριασμό [και/ή] υπό την ευθύνη του οργανισμού [ραδιοφωνίας και τηλεόρασης]” οσάκις ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός παραγγέλλει στον παραγωγό να πραγματοποιήσει εγγραφή με σκοπό τη μετάδοσή της από τον τηλεοπτικό οργανισμό, και υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός έχει το δικαίωμα να μεταδώσει την εν λόγω εγγραφή;

Ζητείται να διευκρινισθεί αν μπορεί ή αν πρέπει να αποδοθεί σημασία στις ακόλουθες περιστάσεις για την απάντηση στο ερώτημα 3, υπό β΄, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια είναι η βαρύτητά τους:

i)      το αν, βάσει της συμφωνίας μεταξύ των μερών, την τελική και αποφασιστική από καλλιτεχνικής/εκδοτικής απόψεως απόφαση ως προς το περιεχόμενο του προγράμματος που παραγγέλλεται έχει ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός ή ο παραγωγός,

ii)      το αν ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός ευθύνεται έναντι τρίτων για τις υποχρεώσεις του παραγωγού σχετικά με την εγγραφή ως αν είχε τελέσει ο ίδιος τις συναφείς πράξεις ή παραλείψεις,

iii)      το αν ο παραγωγός υποχρεούται, βάσει της συμφωνίας που έχει συνάψει με τον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, να παραδώσει το οικείο πρόγραμμα στον τηλεοπτικό οργανισμό αντί συγκεκριμένου τιμήματος με το οποίο οφείλει να καλύψει και το σύνολο των δαπανών που ενδεχομένως συνεπάγεται η εγγραφή,

iv)      το αν την ευθύνη για την εγγραφή έναντι τρίτων αναλαμβάνει ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός ή ο παραγωγός;

γ)      Πληρούται η προϋπόθεση ότι η εγγραφή πρέπει να πραγματοποιείται “για λογαριασμό [και/ή] υπό την ευθύνη του οργανισμού [ραδιοφωνίας και τηλεόρασης]” στην περίπτωση που ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός παραγγέλλει στον παραγωγό να πραγματοποιήσει εγγραφή, προκειμένου να μπορεί να τη μεταδώσει ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός και υπό τον όρο ότι ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός έχει το δικαίωμα να μεταδώσει την εγγραφή, εφόσον ο παραγωγός, κατόπιν συμφωνίας που έχει συνάψει με τον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, έχει αναλάβει i) την οικονομική και νομική ευθύνη για την κάλυψη όλων των εξόδων που συνδέονται με την εγγραφή αντί τιμήματος εκ των προτέρων καθορισθέντος, ii) την ευθύνη για την κτήση των δικαιωμάτων, καθώς και iii) την ευθύνη για απρόοπτες περιστάσεις, όπως είναι η καθυστέρηση πραγματοποίησης της εγγραφής και η μη εκτέλεση ή η πλημμελής εκτέλεση της συμβάσεως, χωρίς όμως ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός να ευθύνεται έναντι τρίτων για τις υποχρεώσεις του παραγωγού σε σχέση με την εγγραφή ως αν είχε τελέσει ο ίδιος ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός τις συναφείς πράξεις και παραλείψεις;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

19      Οι DR και TV2 Danmark, με την ιδιότητα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, αμφισβητούν το παραδεκτό των υποβληθέντων ερωτημάτων υποστηρίζοντας ότι η απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί σε αυτά στερείται εν πάση περιπτώσει λυσιτέλειας για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

20      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ακόμα και τη λυσιτέλεια της οδηγίας 2001/29, η ερμηνεία της οποίας ζητείται με τα προδικαστικά ερωτήματα, για την έκβαση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, ειδικότερα, ότι η έκφραση «δι’ ιδίων μέσων […] για τις δικές τους εκπομπές» που περιλαμβάνεται στη δανική απόδοση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29 δεν απαντά στο άρθρο 31 του δανικού νόμου για το δικαίωμα του δημιουργού και ότι, επομένως, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στη διαδικασία της κύριας δίκης.

21      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και θα αναλάβει την ευθύνη της εκδοθησόμενης αποφάσεως, είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ώστε να μπορέσει να καταλήξει στη δική του απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, Συλλογή 2006, σ. I‑11987, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22      Κατά συνέπεια, όταν τα ερωτήματα που υποβάλλονται από τα εθνικά δικαστήρια αφορούν την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει καταρχήν να αποφαίνεται επ’ αυτών, εκτός αν είναι πρόδηλο ότι με την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως επιδιώκεται, στην πραγματικότητα, να οδηγηθεί το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επ’ ευκαιρία τεχνητής διαφοράς ή να διατυπώσει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς ή ακόμη ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (προπαρατεθείσα απόφαση Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Τούτο ωστόσο δεν ισχύει στην περίπτωση της παρούσας αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες περιστάσεις, που θα επέτρεπαν στο Δικαστήριο να αρνηθεί να αποφανθεί συναφώς. Ειδικότερα, από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα, που αφορούν την ερμηνεία διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, είναι απαραίτητες προκειμένου το εθνικό δικαστήριο να καθορίσει τον νομικό χαρακτηρισμό των εγγραφών που παρήγγειλε η DR ή η TV2 Danmark σε εξωτερικές και νομικά ανεξάρτητες εταιρίες τηλεοπτικής παραγωγής και, επομένως, να αποφανθεί επί της εκκρεμούσας ενώπιόν του διαφοράς.

24      Κατά συνέπεια, τα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να κριθούν παραδεκτά και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται να δοθεί απάντηση σε αυτά.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

25      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η έκφραση «δι’ ιδίων μέσων» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, όπως εξειδικεύεται με την τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου ή του δικαίου της Ένωσης.

26      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29, τα κράτη μέλη παρέχουν, καταρχήν, στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή, άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη, με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, του συνόλου ή μέρους των έργων τους.

27      Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της ίδιας οδηγίας, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής που έχει ο δημιουργός ως προς το έργο του, οσάκις πρόκειται για εφήμερες εγγραφές έργων που πραγματοποιούνται «δι’ ιδίων μέσων» από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς για τις δικές τους εκπομπές.

28      Διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι το γράμμα της τελευταίας αυτής διάταξης εμπνέεται άμεσα από το αντίστοιχο του άρθρου 11α, παράγραφος 3, της σύμβασης της Βέρνης.

29      Όσον αφορά τη σύμβαση της Βέρνης, επισημαίνεται ότι η Ένωση, μολονότι δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της συμβάσεως αυτής, εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία, της οποίας η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος και η οποία αποτελεί μέρος της έννομης τάξης της, η δε οδηγία 2001/29 αποσκοπεί στην εφαρμογή της, υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τα άρθρα 1 έως 21 της εν λόγω συμβάσεως της Βέρνης (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 2011, C‑403/08 και C‑429/08, Football Association Premier League κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι‑9083, σκέψη 189 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, η Ένωση υποχρεούται να συμμορφώνεται, μεταξύ άλλων, προς το άρθρο 11α της συμβάσεως της Βέρνης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2012, C‑277/10, Luksan van der Let, σκέψη 59).

30      Το άρθρο 11α, παράγραφος 3, της σύμβασης της Βέρνης ορίζει ρητώς ότι στον νομοθέτη των κρατών της Ένωσης της Βέρνης απόκειται να καθορίσει τους κανόνες που διέπουν το καθεστώς εφήμερων εγγραφών που πραγματοποιούνται δι’ ιδίων μέσων από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό για τις δικές του εκπομπές.

31      Παρά ταύτα, με την έκδοση της οδηγίας 2001/29/ΕΚ για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, ο νομοθέτης της Ένωσης λογίζεται ότι άσκησε τις αρμοδιότητες που προγενέστερα ανήκαν στα κράτη μέλη όσον αφορά τον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως προς το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, η Ένωση πρέπει να θεωρείται ότι υποκατέστησε τα κράτη μέλη, τα οποία παύουν να είναι αρμόδια για τη θέση σε εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της σύμβασης της Βέρνης (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Luksan, σκέψη 64).

32      Επί της βάσεως αυτής ο νομοθέτης της Ένωσης παρέσχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν στα εθνικά τους δίκαια εξαίρεση των εφήμερων εγγραφών, όπως αυτή του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, και διευκρίνισε το περιεχόμενο της εξαίρεσης αυτής επισημαίνοντας, με την τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, ότι τα ίδια μέσα ενός ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού περιλαμβάνουν και τα μέσα ενός προσώπου το οποίο ενεργεί «για λογαριασμό [και/ή] υπό την ευθύνη του οργανισμού [αυτού]».

33      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από τις επιταγές τόσο της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro, Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 11, της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑287/98, Linster, Συλλογή 2000, σ. I‑6917, σκέψη 43, της 16ης Ιουλίου 2009, C‑5/08, Infopaq International, Συλλογή 2009, σ. I‑6569, σκέψη 27, καθώς και της 18ης Οκτωβρίου 2011, C‑34/10, Brüstle, Συλλογή 2011, σ. Ι‑9821, σκέψη 25).

34      Το κείμενο όμως της οδηγίας 2001/29 δεν περιέχει καμία παραπομπή στα εθνικά δίκαια όσον αφορά την έννοια της έκφρασης «δι’ ιδίων μέσων» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας αυτής. Επομένως, προκύπτει ότι η έκφραση αυτή πρέπει να θεωρείται, για τον σκοπό της ερμηνείας της εν λόγω οδηγίας, ότι συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται κατά ενιαίο τρόπο στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης.

35      Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το αντικείμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2001/29. Συγκεκριμένα, ο σκοπός που επιδιώκει η οδηγία 2001/29, η οποία βασίζεται μεταξύ άλλων στο άρθρο 95 ΕΚ και η οποία αποβλέπει στην εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας και στην αποτροπή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά λόγω των διαφορών μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑479/04, Laserdisken, Συλλογή 2006, σ. I‑8089, σκέψεις 26 και 31 έως 34), συνεπάγεται την ανάπτυξη αυτοτελών εννοιών του δικαίου της Ένωσης. Η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να επιτύχει την κατά το δυνατόν ενιαία ερμηνεία των εννοιών που περιέχει η οδηγία 2001/29 αντικατοπτρίζεται μεταξύ άλλων στην τριακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της, όπου τα κράτη μέλη καλούνται να εφαρμόσουν εναρμονισμένα τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που αφορούν το δικαίωμα αναπαραγωγής προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

36      Κατά συνέπεια, μολονότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη, όπως επισημαίνεται με τη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, να προβλέπουν την εξαίρεση των εφήμερων εγγραφών στο εσωτερικό τους δίκαιο, η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη που προέβλεψαν τέτοια εξαίρεση, προσφεύγοντας στη δυνατότητα που τους αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης, ήταν ελεύθερα να προσδιορίσουν, κατά τρόπο μη εναρμονισμένο, τις παραμέτρους, ειδικότερα όσον αφορά τη φύση των εφαρμοζόμενων μέσων για την πραγματοποίηση των εν λόγω εφήμερων εγγραφών, είναι αντίθετη προς τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας όπως υπομνήσθηκε με την προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που οι παράμετροι της εξαίρεσης αυτής δύνανται να ποικίλλουν μεταξύ των κρατών μελών, οδηγώντας, κατά συνέπεια, σε ενδεχόμενες αναντιστοιχίες (βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά την έννοια της «δίκαιης αποζημίωσης» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, C-467/08, Padawan, Συλλογή 2010, σ. Ι‑10055, σκέψεις 34 έως 36).

37      Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα είναι ότι η έκφραση «δι’ ιδίων μέσων» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29 πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς και ενιαίως στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

38      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της τεσσαρακοστής πρώτης αιτιολογικής της σκέψης, έχει την έννοια ότι τα ίδια μέσα ενός ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού περιλαμβάνουν τα μέσα ενός προσώπου που ενεργεί «για λογαριασμό και υπό την ευθύνη του οργανισμού» αυτού ή ότι τα ίδια μέσα ενός ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού περιλαμβάνουν τα μέσα ενός προσώπου που ενεργεί «για λογαριασμό ή υπό την ευθύνη του οργανισμού».

39      Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι υπάρχει απόκλιση μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της τεσσαρακοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας 2001/29.

40      Σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις (την τσεχική, τη γερμανική και τη μαλτέζικη), η εν λόγω αιτιολογική σκέψη ορίζει ότι τα ίδια μέσα ενός ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού περιλαμβάνουν τα μέσα ενός προσώπου που ενεργεί «για λογαριασμό ή υπό την ευθύνη του οργανισμού». Από το γράμμα αυτό προκύπτει, εκ πρώτης όψεως, ότι, προκειμένου οι εγγραφές που πραγματοποιεί ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός για τις δικές του εκπομπές αλλά με τα μέσα τρίτου προσώπου να εμπίπτουν, ως εφήμερες εγγραφές, στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, αρκεί το οικείο πρόσωπο να ενεργεί είτε «για λογαριασμό» του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού είτε «υπό την ευθύνη» του οργανισμού αυτού.

41      Αντιθέτως, σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις, που είναι αισθητά περισσότερες (τη βουλγαρική, την ισπανική, τη δανική, την εσθονική, την ελληνική, την αγγλική, τη γαλλική, τη λεττονική, τη λιθουανική, την ουγγρική, την ολλανδική, την πολωνική, τη ρουμανική, τη σλοβακική, τη σλοβενική, τη φινλανδική και τη σουηδική), η τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 ερμηνεύεται ως ακολούθως, δηλαδή υπό την έννοια ότι τα ίδια μέσα ενός ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού περιλαμβάνουν τα μέσα ενός προσώπου που ενεργεί «για λογαριασμό και υπό την ευθύνη του οργανισμού» αυτού. Εκ πρώτης όψεως, από την τελευταία αυτή διατύπωση της επίμαχης διατάξεως προκύπτει ότι, προκειμένου οι εγγραφές που πραγματοποιεί ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός για τις δικές του εκπομπές αλλά με τα μέσα τρίτου προσώπου να εμπίπτουν, ως εφήμερες εγγραφές, στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, είναι αναγκαίο το οικείο πρόσωπο να πληροί αμφότερες τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις.

42      Επομένως, με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν οι δύο προϋποθέσεις που θέτει η τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 αρκεί να συντρέχουν διαζευκτικά ή αν απαιτείται σωρευτική συνδρομή τους.

43      Υπογραμμίζεται εκ προοιμίου ότι η αμιγώς γραμματική ερμηνεία της επίμαχης αιτιολογικής σκέψης δεν παρέχει αφ’ εαυτής τη δυνατότητα να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, καθόσον οδηγεί σε αποτέλεσμα που αναπόφευκτα συνεπάγεται contra legem ερμηνεία είτε της μιας είτε της άλλης από τις προαναφερθείσες γλωσσικές αποδόσεις.

44      Κατά πάγια νομολογία, η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε σε μια από τις γλωσσικές αποδόσεις διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως μοναδική βάση για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής ούτε μπορεί να της δοθεί προτεραιότητα σε σχέση με τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις. Συγκεκριμένα, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν ασύμβατη με την επιταγή ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (βλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1998, C‑149/97, Institute of the Motor Industry, Συλλογή 1998, σ. I‑7053, σκέψη 16, και της 3ης Απριλίου 2008, C‑187/07, Endendijk, Συλλογή 2008, σ. I‑2115, σκέψη 23).

45      Υπό τις συνθήκες αυτές, σε περίπτωση απόκλισης μεταξύ δύο γλωσσικών αποδόσεων διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με κριτήριο το πλαίσιο και τον σκοπό της κανονιστικής ρύθμισης της οποίας αποτελεί στοιχείο (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau, Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C‑482/98, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10861, σκέψη 49, και της 1ης Απριλίου 2004, C‑1/02, Borgmann, Συλλογή 2004, σ. I‑3219, σκέψη 25).

46      Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29, υπενθυμίζεται ότι, καταρχήν, από το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η αναπαραγωγή ενός προστατευόμενου έργου εξαρτάται από προηγούμενη άδεια του δημιουργού.

47      Ωστόσο, από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της ίδιας οδηγίας προκύπτει ότι, κατ’ εξαίρεση, στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει τη σχετική ρύθμιση, οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί στους οποίους επιτρέπεται η αναμετάδοση προστατευόμενου έργου μπορούν, συμπληρωματικά, να πραγματοποιούν «εφήμερες» εγγραφές του οικείου έργου χωρίς να υποχρεούνται να ζητήσουν και λάβουν την άδεια του δημιουργού για την αναπαραγωγή αυτή.

48      Συναφώς, τόσο το άρθρο 11α, παράγραφος 3, της σύμβασης της Βέρνης όσο και το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, που σκοπεί στη μεταφορά της εν λόγω συμβατικής διατάξεως, απαιτούν οι εφήμερες εγγραφές αυτές να πραγματοποιούνται «δι’ ιδίων μέσων» των οικείων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών.

49      Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της τεσσαρακοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας 2001/29, η έννοια των «ιδίων μέσων» ενός ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, στο πλαίσιο εφαρμογής της εξαίρεσης των εφήμερων εγγραφών, περιλαμβάνει τα μέσα ενός προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό και/ή υπό την ευθύνη του οργανισμού αυτού.

50      Επομένως, η διάταξη αυτή, λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης, δεν απαιτεί την πραγματοποίηση των εφήμερων εγγραφών από τον ίδιο τον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, επισημαίνει ωστόσο ότι, στις περιπτώσεις που οι εγγραφές γίνονται από τρίτο πρόσωπο, αυτές λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκαν «δι’ ιδίων μέσων» του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού.

51      Ο νομοθέτης της Ένωσης, επιβάλλοντας την απαίτηση αυτή, θέλησε να διατηρήσει στενή σχέση μεταξύ του τρίτου προσώπου και του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, ο οποίος εξασφαλίζει ότι το εν λόγω τρίτο πρόσωπο δεν θα έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί, για δικό του λογαριασμό, από την εξαίρεση των εφήμερων εγγραφών, με αποτέλεσμα μοναδικός αποδέκτης του οφέλους της εξαίρεσης να καθίσταται ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός.

52      Ακριβώς προς τον σκοπό αυτό, ο νομοθέτης της Ένωσης διατυπώνει, με την τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29, δύο υποθετικές περιπτώσεις, αμφότερες στηριζόμενες σε μια ειδική σχέση μεταξύ του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού και του τρίτου προσώπου στο οποίο ανατίθεται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, η πραγματοποίηση των εφήμερων εγγραφών.

53      Η πρώτη υποθετική περίπτωση, δηλαδή εκείνη κατά την οποία το τρίτο πρόσωπο ενεργεί «για λογαριασμό» του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, προϋποθέτει ευθεία και άμεση σχέση μεταξύ των δύο μερών, βάσει της οποίας το εν λόγω τρίτο πρόσωπο δεν διαθέτει, καταρχήν, κανένα περιθώριο αυτονομίας. Η σχέση αυτή παρουσιάζει απόλυτη σαφήνεια έναντι των τρίτων, δεδομένου ότι, εξ ορισμού, κάθε πράξη του τρίτου προσώπου καταλογίζεται αναγκαστικά στον οικείο οργανισμό.

54      Η δεύτερη υποθετική περίπτωση, δηλαδή εκείνη κατά την οποία το τρίτο πρόσωπο ενεργεί «υπό την ευθύνη» του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, συνεπάγεται πολυπλοκότερη και έμμεση σχέση μεταξύ των μερών δυνάμει της οποίας το τρίτο πρόσωπο διαθέτει μεν ορισμένο βαθμό ελευθερίας κατά τη χρήση των μέσων του, εξασφαλίζεται όμως ταυτόχρονα και η προστασία των συμφερόντων των τρίτων έναντι του επίμαχου οργανισμού, καθόσον την ευθύνη για τη χρήση των εν λόγω μέσων φέρει τελικώς ο οργανισμός αυτός, υπό τη μορφή της υποχρέωσης αποζημίωσης των τρίτων, ειδικότερα των δημιουργών.

55      Επομένως, καθεμία εκ των δύο προϋποθέσεων που εκθέτει η τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 είναι ικανή, αφ’ εαυτής και ανεξαρτήτως της άλλης, να επιτύχει τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της ίδιας οδηγίας, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης, όπως διευκρινίζεται με τη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως.

56      Υπό τις περιστάσεις αυτές, αμφότερες οι προϋποθέσεις πρέπει να νοηθούν ως ισοδύναμες, οπότε, αρκεί η διαζευκτική συνδρομή τους.

57      Επιπλέον, στο πλαίσιο εκτιμήσεως των ερμηνευτικών επιλογών που προσφέρονται στο Δικαστήριο, υπέρ της ανωτέρω περιγραφείσας λύσης συνηγορεί το γεγονός ότι η λύση αυτή κατοχυρώνει υπέρ των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών μεγαλύτερη επιχειρηματική ελευθερία, που συνιστά ελευθερία προστατευόμενη από το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ εξασφαλίζει ταυτοχρόνως ότι δεν θίγονται τα δικαιώματα των δημιουργών κατά το ουσιώδες μέρος τους.

58      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της τεσσαρακοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι ως ίδια μέσα ενός ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού νοούνται και τα μέσα οποιουδήποτε τρίτου προσώπου ενεργεί για λογαριασμό ή υπό την ευθύνη του οργανισμού αυτού.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

59      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, ποια είναι τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμοστούν για να καθοριστεί, συγκεκριμένα, αν μια εγγραφή που πραγματοποίησε ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός, για τις δικές του εκπομπές και με μέσα τρίτου προσώπου, εμπίπτει, ως εφήμερη εγγραφή, στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29.

60      Από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, και της τεσσαρακοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας 2001/29, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι μια τέτοια εγγραφή εμπίπτει στην εξαίρεση των εφήμερων εγγραφών οσάκις το τρίτο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί είτε «για λογαριασμό» είτε «υπό την ευθύνη» του οργανισμού αυτού.

61      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, σε ένα πρώτο στάδιο, πρέπει να εκτιμηθεί αν το τρίτο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί «για λογαριασμό» του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, η σχέση αυτή χαρακτηρίζεται καταρχήν από απόλυτη σαφήνεια, η εκτίμηση ότι το οικείο πρόσωπο ενεργεί για λογαριασμό του οργανισμού προβάλλει κατά γενικό κανόνα αυταπόδεικτη, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν για τον σκοπό αυτό συγκεκριμένα κριτήρια.

62      Στην περίπτωση κατά την οποία το τρίτο πρόσωπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί «για λογαριασμό» του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, πρέπει, σε δεύτερο στάδιο, να εκτιμηθεί αν το πρόσωπο αυτό μπορεί τουλάχιστον να θεωρηθεί ότι ενεργεί «υπό την ευθύνη» του οργανισμού αυτού.

63      Τούτο ισχύει μόνο στην περίπτωση που ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός ευθύνεται για κάθε πράξη τρίτου προσώπου σχετική με την αναπαραγωγή του προστατευόμενου έργου, μεταξύ άλλων έναντι των δημιουργών που είναι κάτοχοι των επίμαχων δικαιωμάτων.

64      Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, είναι αποφασιστικής σημασίας να εξεταστεί κατά πόσον ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός υποχρεούται, έναντι των τρίτων, και συγκεκριμένα των δημιουργών που ενδέχεται να θιγούν από παράνομη αναπαραγωγή των έργων τους, να άρει όλα τα επιζήμια αποτελέσματα των πράξεων και παραλείψεων που τελεί τρίτο πρόσωπο, όπως είναι μια νομικώς ανεξάρτητη εξωτερική εταιρία τηλεοπτικής παραγωγής, και οι οποίες συνδέονται με την επίμαχη εγγραφή, ως αν είχε τελέσει ο ίδιος ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός αυτές τις πράξεις και παραλείψεις.

65      Αντιθέτως, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας με το σημείο 87 των προτάσεών της, είναι άνευ σημασίας το ζήτημα σε ποιον εναπόκειται η από καλλιτεχνικής/εκδοτικής απόψεως τελική απόφαση σε σχέση με το περιεχόμενο του αναπαραγόμενου προγράμματος που παρήγγειλε ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός. Συγκεκριμένα, υπό το πρίσμα της εξαίρεσης που εισάγει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, το μόνο στοιχείο που ασκεί επιρροή είναι η έννοια της «εγγραφής» ως μέσου τεχνικής αναπαραγωγής.

66      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω διευκρινίσεων, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, οι επίμαχες εγγραφές πραγματοποιήθηκαν από πρόσωπο που μπορεί να θεωρηθεί ότι ενήργησε, συγκεκριμένα, «για λογαριασμό» του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού ή, τουλάχιστον, «υπό την ευθύνη» του οργανισμού αυτού.

67      Κατόπιν των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο από τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν οι εγγραφές που πραγματοποιεί ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός για τις δικές του εκπομπές αλλά με τα μέσα τρίτου προσώπου εμπίπτουν, ως εφήμερες εγγραφές, στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, το πρόσωπο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι ενήργησε, συγκεκριμένα, «για λογαριασμό» του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού ή, τουλάχιστον, «υπό την ευθύνη» του οργανισμού αυτού. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, είναι αποφασιστικής σημασίας να εξεταστεί κατά πόσον ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός υποχρεούται, έναντι των τρίτων, και συγκεκριμένα των δημιουργών που ενδέχεται να θιγούν από παράνομη αναπαραγωγή των έργων τους, να άρει όλα τα επιζήμια αποτελέσματα των πράξεων και παραλείψεων που τελεί τρίτο πρόσωπο, όπως είναι μια νομικώς ανεξάρτητη εξωτερική εταιρία τηλεοπτικής παραγωγής, και οι οποίες συνδέονται με την επίμαχη εγγραφή, ως αν είχε τελέσει ο ίδιος ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός αυτές τις πράξεις και παραλείψεις.

 Επί των δικαστικών εξόδων

68      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η έκφραση «δι’ ιδίων μέσων» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς και ενιαίως στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης.

2)      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της τεσσαρακοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι ως ίδια μέσα ενός ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού νοούνται και τα μέσα οποιουδήποτε τρίτου προσώπου ενεργεί για λογαριασμό ή υπό την ευθύνη του οργανισμού αυτού.

3)      Προκειμένου να καθοριστεί αν οι εγγραφές που πραγματοποιεί ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός για τις δικές του εκπομπές αλλά με τα μέσα τρίτου προσώπου εμπίπτουν, ως εφήμερες εγγραφές, στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, το πρόσωπο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι ενήργησε, συγκεκριμένα, «για λογαριασμό» του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού ή, τουλάχιστον, «υπό την ευθύνη» του οργανισμού αυτού. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, είναι αποφασιστικής σημασίας να εξεταστεί κατά πόσον ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός υποχρεούται, έναντι των τρίτων, και συγκεκριμένα των δημιουργών που ενδέχεται να θιγούν από παράνομη αναπαραγωγή των έργων τους, να άρει όλα τα επιζήμια αποτελέσματα των πράξεων και παραλείψεων που τελεί τρίτο πρόσωπο, όπως είναι μια νομικώς ανεξάρτητη εξωτερική εταιρία τηλεοπτικής παραγωγής, και οι οποίες συνδέονται με την επίμαχη εγγραφή, ως αν είχε τελέσει ο ίδιος ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός αυτές τις πράξεις και παραλείψεις.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.