Language of document : ECLI:EU:T:2015:499

Υπόθεση T‑406/10

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Emesa-Trefilería SA

και

Industrias Galycas SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία — Άρθρο 139, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού — Έλεγχος νομιμότητας και πλήρους δικαιοδοσίας τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών ζητημάτων — Παραβίαση — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

2.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού — Έλλειψη αποτελεσμάτων erga omnes των αποφάσεων ακυρώσεως — Παραβίαση — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ · Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

3.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Κανόνες επιείκειας — Μη επιβολή προστίμου ή μείωσή του σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Ανάγκη να υφίσταται οικονομική ενότητα κατά το χρονικό σημείο της συνεργασίας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ · Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 7, 11, στοιχείο αʹ, και 23, στοιχείο βʹ)

4.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Αποδοτέα έξοδα — Έξοδα που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, τα οποία προκάλεσε διάδικος και βάρυναν το Γενικό Δικαστήριο — Έξοδα που προκλήθηκαν λόγω της μη προσκομίσεως από την Επιτροπή ενός μη εμπιστευτικού κειμένου των εγγράφων

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 139, στοιχείο αʹ]

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 114, 115, 123, 124, 127)

2.      Όσον αφορά το σχετικό πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων ακυρώσεως, η ακύρωση ατομικής αποφάσεως έχει αποτέλεσμα erga omnes και ισχύει προς όλους, αλλά, αντιθέτως προς την ακύρωση πράξεως γενικής ισχύος, δεν αντλούν όλοι όφελος από αυτήν. Συγκεκριμένα, απόφαση που λαμβάνεται στον τομέα του ανταγωνισμού έναντι περισσοτέρων επιχειρήσεων, μολονότι συνταχθείσα και δημοσιευθείσα υπό τη μορφή μιας και μόνον αποφάσεως, πρέπει να αναλύεται ως δέσμη ατομικών αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνεται έναντι κάθε μιας από τις αποδέκτριες επιχειρήσεις η παράβαση ή οι παραβάσεις που έγιναν δεκτές εναντίον της και της επιβάλλουν, ενδεχομένως, πρόστιμο. Συναφώς, αν ο αποδέκτης αποφάσεως αποφασίσει να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, ο δικαστής της Ένωσης επιλαμβάνεται μόνο των στοιχείων της αποφάσεως που αφορούν τον προσφεύγοντα, ενώ τα στοιχεία που αφορούν άλλους αποδέκτες δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο της διαφοράς την οποία ο εν λόγω δικαστής καλείται να επιλύσει. Κατά τα λοιπά, η απόφαση παραμένει δεσμευτική για τους αποδέκτες που δεν άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως.

Ωστόσο, απόφαση ακυρώσεως μιας αποφάσεως που αποτελεί μέρος μιας δέσμης ατομικών αποφάσεων στο πλαίσιο σχετικής με συμπράξεις διαδικασίας την οποία κίνησε η Επιτροπή ενδέχεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να έχει συνέπειες και για άλλους εκτός από τον προσφεύγοντα στη διαδικασία που οδήγησε στην εν λόγω απόφαση ακυρώσεως.

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η διαδικασία που εφάρμοσε η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο στον τομέα του ανταγωνισμού δεν αντιβαίνει, λόγω της ελλείψεως αποτελεσμάτων erga omnes, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κατοχυρώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

(βλ. σκέψεις 116-118, 126)

3.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, μόνον επιχείρηση η οποία συνεργάσθηκε με την Επιτροπή βάσει της ανακοινώσεως περί απαλλαγής από πρόστιμα και περί μειώσεως του ποσού τους σε υποθέσεις συμπράξεων (ανακοίνωση περί επιείκειας) μπορεί, βάσει της ως άνω ανακοινώσεως, να τύχει μειώσεως του προστίμου το οποίο θα της είχε επιβληθεί αν δεν είχε συνεργαστεί. Η ως άνω μείωση δεν μπορεί να επεκταθεί σε εταιρία η οποία, για μέρος του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διήρκεσε η επίδικη παράβαση, ανήκε στην ενιαία οικονομική μονάδα που συνιστούσε μια επιχείρηση, αλλά είχε παύσει να ανήκει σε αυτήν κατά το χρονικό σημείο της συνεργασίας της με την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, δεδομένου του σκοπού της ανακοινώσεως περί επιείκειας, που συνίσταται στην παροχή κινήτρου για την αποκάλυψη συμπεριφορών οι οποίες αντιβαίνουν στο δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης, και προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου αυτού, τίποτε δεν δικαιολογεί την επέκταση της μειώσεως του προστίμου που χορηγήθηκε σε επιχείρηση λόγω της συνεργασίας της με την Επιτροπή σε επιχείρηση η οποία, ενώ κατά το παρελθόν ήλεγχε τον εμπλεκόμενο στην επίδικη παράβαση τομέα δραστηριότητας, δεν συνέβαλε η ίδια στην αποκάλυψη της παραβάσεως.

Το κριτήριο που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν πρέπει να παρασχεθεί επιεικής μεταχείριση σε επιχείρηση είναι η πραγματική συμβολή της στον εντοπισμό ή στην απόδειξη παραβάσεως. Η εν λόγω μεταχείριση παρέχεται σε επιχείρηση, δηλαδή σε οικονομική μονάδα που υφίσταται τη στιγμή της υποβολής της αιτήσεως επιείκειας στην Επιτροπή. Συναφώς, ο αποκλεισμός από την επιεική μεταχείριση λόγω μη συμβολής στην αποκάλυψη της παραβάσεως και μη πραγματικής συνεργασίας ισχύει τόσο για την πρώην θυγατρική, στην περίπτωση που την αίτηση επιείκειας υπέβαλε η πρώην μητρική της, όσο και για την πρώην μητρική, στην περίπτωση που την αίτηση επιείκειας υπέβαλε η πρώην θυγατρική της. Το ότι η επιεικής μεταχείριση δεν επεκτάθηκε και σε εταιρίες οι οποίες δεν τη δικαιούνται δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της δικαιοσύνης.

(βλ. σκέψεις 152-154, 157, 159, 171)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 190-195)