Language of document : ECLI:EU:T:2013:349

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 9ης Ιουλίου 2013 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Σύμβαση περί χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης υπέρ προγράμματος στον τομέα της ιατρικής συνεργασίας – Χρεωστικό σημείωμα – Συμβατική φύση της διαφοράς – Πράξη μη υποκείμενη σε προσφυγή – Απαράδεκτο – Ανταγωγή με αίτημα καταβολής χρηματικού ποσού»

Στην υπόθεση T‑552/11,

Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από την E. Tζαννίνη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις M. Κοντού-Durande και S. Lejeune, επικουρούμενες από την E. Πετρίτση, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως χρεωστικού σημειώματος εκδοθέντος από την Επιτροπή στις 9 Σεπτεμβρίου 2011 για την ανάκτηση του ποσού των 83 001,09 ευρώ το οποίο καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο χρηματοδοτικής συνδρομής προγράμματος και, αφετέρου, ανταγωγή με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί η προσφεύγουσα στην καταβολή του εν λόγω ποσού πλέον τόκων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τις I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Απριλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο AE, είναι μαιευτήριο ειδικευμένο στους τομείς της μαιευτικής, της γυναικολογίας και της χειρουργικής. Η προσφεύγουσα είναι μέλος συμπράξεως η οποία, στις 12 Μαΐου 2004, συνήψε με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη σύμβαση C510743 για πρόγραμμα καλούμενο Ward In Hand (WIH), σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή αναλάμβανε τη χορήγηση της χρηματικής συνδρομής της με την καταβολή σειράς δόσεων (στο εξής: σύμβαση). Το επίμαχο πρόγραμμα άρχισε την 1η Μαΐου 2004 και ολοκληρώθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2006. Στο πλαίσιο του προγράμματος WIH, η Επιτροπή κατέβαλε στην προσφεύγουσα, ως χρηματοδοτική συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το συνολικό ποσό των 99 349,50 ευρώ.

2        Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της συμβάσεως, η σύμβαση αυτή διέπεται από το βελγικό δίκαιο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, αυτής, το Γενικό Δικαστήριο και, σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο είναι τα μόνα αρμόδια για την επίλυση κάθε διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Ένωσης, και αφετέρου, των μελών της συμπράξεως, σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της συμβάσεως.

3        Με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι επρόκειτο να υποβληθεί σε οικονομικό έλεγχο σχετικά με τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα WIH. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να προσκομίσει, κατά τον έλεγχο αυτό, μεταξύ άλλων, τα φύλλα χρόνου εργασίας του προσωπικού που χρησιμοποίησε στο πλαίσιο του προγράμματος. Κατά τον οικονομικό έλεγχο, ο οποίος διενεργήθηκε από τις 4 έως τις 6 Αυγούστου 2009, η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε τα φύλλα χρόνου εργασίας με τις ώρες εργασίας του προσωπικού της, για τις οποίες ζητούσε την απόδοση των δαπανών.

4        Με έγγραφο της 20ής Οκτωβρίου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα το σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, όπου επισήμαινε ότι δεν υπήρχαν τα φύλλα χρόνου εργασίας, και την κάλεσε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της. Με έγγραφα της 13ης και της 16ης Νοεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των πορισμάτων του ελέγχου, καθώς και φύλλα χρόνου εργασίας αναφερόμενα στις εργασίες που απαιτήθηκαν για το πρόγραμμα. Με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 2009, στο οποίο επισυνάφθηκε η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, η Επιτροπή ενέμεινε στα πορίσματα που είχαν διατυπωθεί στο σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου.

5        Στις 25 Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή απηύθυνε στην προσφεύγουσα έγγραφο με το οποίο την ενημέρωσε για την πρόθεσή της να κινήσει τη διαδικασία ανακτήσεως και την κάλεσε να της επιστρέψει το ποσό των 93 778,90 ευρώ. Με έγγραφο της 15ης Νοεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει και να δεχτεί τις παρατηρήσεις τις οποίες της είχε υποβάλει προηγουμένως.

6        Με έγγραφο της 24ης Μαΐου 2011, κατόπιν εξετάσεως των αποδεικτικών στοιχείων που υπέβαλε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δέχτηκε τη συμμετοχή ενός μέλους του προσωπικού, του κυρίου Β., στο πρόγραμμα και αναγνώρισε προς απόδοση τις ώρες εργασίας του στο πλαίσιο του προγράμματος WIH, υπογραμμίζοντας, όμως, ότι οι συναφείς συμβατικές υποχρεώσεις δεν είχαν τηρηθεί. Εξάλλου, η Επιτροπή αναγνώρισε προς απόδοση έμμεσες δαπάνες σε ποσοστό έως και 20 % των αναγνωρισμένων αμέσων δαπανών. Κατά συνέπεια, το προς απόδοση ποσό μειώθηκε στα 83 001,09 ευρώ. Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 17ης Ιουνίου 2011.

7        Επειδή, όμως, η Επιτροπή έκρινε ότι η απάντηση της προσφεύγουσας δεν παρέσχε κανένα νέο στοιχείο ικανό να αποδείξει τις ώρες εργασίας που παρείχαν τα λοιπά μέλη του προσωπικού στο πλαίσιο του προγράμματος, απηύθυνε στην προσφεύγουσα, με έγγραφο της 17ης Αυγούστου 2011, τις τελικές παρατηρήσεις της. Τέλος, στις 16 Σεπτεμβρίου 2011, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα χρεωστικό σημείωμα εκδοθέν στις 9 Σεπτεμβρίου 2011, με το οποίο την κάλεσε να επιστρέψει το ποσό των 83 001,09 ευρώ έως τις 24 Οκτωβρίου 2011 (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα).

8        Με έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 2011, το οποίο η προσφεύγουσα παρέλαβε στις 15 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή της υπενθύμισε την απαίτησή της, υπογραμμίζοντας ότι επ’ αυτής οφείλονται τόκοι έως 5 % κατ’ έτος, ήτοι 11,37 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως, και ότι, στις 18 Νοεμβρίου 2011, οι απαιτητοί τόκοι ανέρχονταν σε 284,25 ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Οκτωβρίου 2011 η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

10      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση αναστολής εκτελέσεως του χρεωστικού σημειώματος. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2011, T‑552/11 R, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), και το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

11      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή άσκησε ανταγωγή.

12      Κατόπιν της εκθέσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έθεσε εγγράφως ερωτήματα στους διαδίκους. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

13      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Απριλίου 2013. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ανακάλεσε το υποβληθέν με το υπόμνημα απαντήσεως αίτημά της για τον επαναχαρακτηρισμό της προσφυγής της ως προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το χρεωστικό σημείωμα·

–        να απορρίψει την ανταγωγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να υποχρεώσει την προσφεύγουσα να της καταβάλει το ποσό των 83 944,80 ευρώ, ήτοι κεφάλαιο 83 001,09 ευρώ και τόκους υπερημερίας ύψους 943,71 ευρώ, που κατέστησαν απαιτητοί στις 15 Ιανουαρίου 2012·

–        να υποχρεώσει την προσφεύγουσα να της καταβάλει το ποσό των 11,37 ευρώ ημερησίως, ως τόκους απαιτητούς από 16ης Ιανουαρίου 2012 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

16      Επιβάλλεται να εξετασθεί αρχικώς η προσφυγή ακυρώσεως και ακολούθως η ανταγωγή.

 Επί της προσφυγής ακυρώσεως

17      Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, επικαλείται το απαράδεκτο της προσφυγής ακυρώσεως υποστηρίζοντας, αφενός, ότι η υπό κρίση διαφορά είναι συμβατικής φύσεως και, αφετέρου, ότι το χρεωστικό σημείωμα είναι αμιγώς πληροφοριακού χαρακτήρα και δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Επικαλείται συναφώς τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στη διάταξη της 12ης Οκτωβρίου 2011, T‑353/10, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: διάταξη Λητώ), όπου οι πραγματικές και νομικές περιστάσεις είναι, κατά την άποψή της, παρεμφερείς με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως.

18      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι η προσφυγή ακυρώσεως συνιστά ένδικο βοήθημα το οποίο δύναται να ασκήσει ανεξαρτήτως της συμβατικής φύσεως της διαφοράς και, αφετέρου, ότι το χρεωστικό σημείωμα μπορεί να διαχωριστεί από τη σύμβαση καθόσον συνιστά οριστική και εκτελεστή πράξη, εκδιδόμενη κατ’ άσκηση των προνομίων της δημόσιας εξουσίας και ως εκ τούτου υπόκειται σε ακύρωση σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Προσθέτει δε ότι, σε περίπτωση απορρίψεως της υπό κρίση προσφυγής ως απαράδεκτης, το Γενικό Δικαστήριο της στερεί το δικαίωμά της σε αποτελεσματική ένδικη προστασία.

19      Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι ουδόλως αμφισβητείται ότι η ασκηθείσα από την προσφεύγουσα προσφυγή πρέπει να χαρακτηρισθεί ως προσφυγή ακυρώσεως σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, τόσο στα αιτήματά της όσο και στην επιχειρηματολογία της αναφέρεται σε «ακύρωση» του χρεωστικού σημειώματος και σε «λόγους ακυρώσεως». Επιπλέον, στις παρατηρήσεις της με το υπόμνημα απαντήσεως, όσον αφορά τις ενστάσεις απαραδέκτου που ήγειρε η Επιτροπή, επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους η προσφυγή της πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή, χωρίς να αμφισβητήσει τον χαρακτηρισμό της ως προσφυγής ακυρώσεως. Τέλος, υπενθυμίζεται στο πλαίσιο αυτό ότι η προσφεύγουσα ανακάλεσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το αίτημά της περί επαναχαρακτηρισμού της προσφυγής της (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω).

20      Αντιθέτως, παρά τη ρητή πρόσκληση που της απευθύνθηκε, με την επίδοση του υπομνήματος αντικρούσεως, να διατυπώσει τις απόψεις της σχετικά με την εν προκειμένω ύπαρξη ειδικών περιστάσεων ικανών να δικαιολογήσουν κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως διαφορετική από την κρίση του στη διάταξη Λητώ, σκέψη 17 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν εξέθεσε την επ’ αυτού επιχειρηματολογία της, αλλά περιορίστηκε στην παράθεση ορισμένων σκέψεων της εν λόγω διατάξεως, χωρίς να επισημάνει με ποιον τρόπο τα αποσπάσματα αυτά επιρρωννύουν τη θέση της.

21      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων που έχουν εκδοθεί από τα θεσμικά όργανα και προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή τους (βλ. διάταξη Λητώ, σκέψη 17 ανωτέρω, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22      Κατά πάγια νομολογία, η αρμοδιότητα αυτή αφορά μόνο τις πράξεις που καλύπτονται από το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, δηλαδή τις πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα υπό τις προβλεπόμενες στη ΣΛΕΕ προϋποθέσεις κάνοντας χρήση των προνομίων δημόσιας εξουσίας τις οποίες έχουν (βλ. διάταξη Λητώ, σκέψη 17 ανωτέρω, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Αντιθέτως, οι πράξεις που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα και εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο, με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες, δεν περιλαμβάνονται, λόγω ακριβώς της φύσεώς τους, μεταξύ των πράξεων που προβλέπει το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ. διάταξη Λητώ, σκέψη 17 ανωτέρω, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Η άσκηση συνεπώς της υπό κρίση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 263 ΣΛΕΕ είναι παραδεκτή μόνον εφόσον το χρεωστικό σημείωμα αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων που βαίνουν πέρα από τα αποτελέσματα που απορρέουν από τη σύμβαση και προϋποθέτουν την άσκηση των προνομίων δημόσιας εξουσίας που έχουν απονεμηθεί στην Επιτροπή ως διοικητική αρχή.

25      Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει συναφώς ότι το χρεωστικό σημείωμα εκδόθηκε στο πλαίσιο της συναφθείσας μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας συμβάσεως, καθόσον αποσκοπεί στην είσπραξη απαιτήσεως απορρέουσας από διατάξεις της συμβάσεως.

26      Συγκεκριμένα, πρώτον, ποσό 99 349,50 ευρώ καταβλήθηκε από την Επιτροπή στην προσφεύγουσα δυνάμει της συμβάσεως. Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, των γενικών όρων του παραρτήματος II της εν λόγω συμβάσεως (στο εξής: γενικοί όροι), η Επιτροπή δικαιούται να ζητήσει από μέλος της συμπράξεως να επιστρέψει κάθε αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό ή κάθε ποσό η ανάκτηση του οποίου δικαιολογείται κατ’ εφαρμογή της συμβάσεως, έπραξε δε τούτο με το από 25 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο, με το οποίο ζήτησε από την προσφεύγουσα την επιστροφή του ποσού των 93 778,90 ευρώ (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω). Τρίτον, κατά τους όρους του χρεωστικού σημειώματος το οποίο περαιτέρω παραπέμπει στα από 24 Μαΐου και 17 Αυγούστου 2011 έγγραφα της Επιτροπής (βλ. σκέψεις 6 και 7 ανωτέρω), η Επιτροπή αξίωσε από την προσφεύγουσα την «επιστροφή, σύμφωνα με το άρθρο [19 των γενικών όρων], του ποσού των 83 001,09 ευρώ κατόπιν του αποτελέσματος του οικονομικού ελέγχου […] όσον αφορά τη συμμετοχή [της προσφεύγουσας] στο πρόγραμμα 510743 [Ward In Hand]».

27      Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, παρά το γεγονός ότι η έννομη σχέση που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς εντάσσεται στο πλαίσιο συμβάσεως, το προσβαλλόμενο χρεωστικό σημείωμα είναι διοικητικής φύσεως. Υπενθύμισε συναφώς ότι η πράξη την οποία εκδίδει ένα θεσμικό όργανο στο πλαίσιο συμβάσεως πρέπει να θεωρείται ότι μπορεί να διαχωριστεί από το πλαίσιο αυτό, εφόσον το όργανο την εκδίδει κατ’ άσκηση των προνομίων δημόσιας εξουσίας που έχει (βλ. διάταξη Λητώ, σκέψη 17 ανωτέρω, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Εν προκειμένω όμως, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή ενήργησε κάνοντας χρήση των προνομίων δημόσιας εξουσίας που έχει. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 25 και 26 ανωτέρω, ο σκοπός του χρεωστικού σημειώματος συνίσταται στην άσκηση των δικαιωμάτων που αντλεί η Επιτροπή από τις διατάξεις της συναφθείσας με την προσφεύγουσα συμβάσεως. Αντιθέτως, το σημείωμα αυτό δεν αποσκοπεί στην παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων έναντι της προσφεύγουσας, απορρεόντων από την εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας που ενδεχομένως έχει το όργανο αυτό δυνάμει του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, πρέπει εν προκειμένω να γίνει δεκτό ότι το χρεωστικό σημείωμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας.

29      Όσον αφορά τις αναφορές που περιλαμβάνονται στο χρεωστικό σημείωμα υπό την επικεφαλίδα «όροι πληρωμής», παρά τον διφορούμενο χαρακτήρα τους, οι αναφορές αυτές δεν επαρκούν ώστε να θεωρηθεί το χρεωστικό σημείωμα οριστική πράξη (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη Λητώ, σκέψη 17 ανωτέρω, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω στη σκέψη 24, το εν λόγω χρεωστικό σημείωμα, ως εκ της ίδιας της φύσεώς του, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των πράξεων των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

31      Συνεπώς, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί της ανταγωγής

32      Με την άσκηση ανταγωγής, η Επιτροπή αξίωσε την επιστροφή του ποσού των 83 001,09 ευρώ, που αντιστοιχούν σε μέρος της χρηματοδοτικής συνδρομής την οποία κατέβαλε στην προσφεύγουσα η Ένωση, δυνάμει του προγράμματος WIH, πλέον τόκων.

 Επί του παραδεκτού της ανταγωγής

33      Η προσφεύγουσα προβάλλει ένσταση απαραδέκτου κατά της ασκηθείσας από την Επιτροπή ανταγωγής επικαλούμενη ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην αναρμόδιο. Διευκρινίζει συναφώς, πρώτον, ότι αρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτής είναι το Δικαστήριο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προσέθεσε ότι η σύμβαση δεν περιέχει ρήτρα διαιτησίας δυνάμει της οποίας είναι δυνατή η υποβολή της παρούσας διαφοράς στο Γενικό Δικαστήριο. Δεύτερον, αίτημα της εν λόγω ανταγωγής είναι αποκλειστικώς η απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως. Τρίτον, η εν λόγω ανταγωγή δεν στηρίζεται στην ίδια νομική βάση με την υπό κρίση προσφυγή.

34      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

35      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση η οποία συνάπτεται από την Ένωση ή για λογαριασμό της. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ, το Δικαστήριο περιλαμβάνει το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και ειδικευμένα δικαστήρια. Το άρθρο 272 ΣΛΕΕ ορίζει το Δικαστήριο ως θεσμικό όργανο και όχι ως δικαιοδοτικό όργανο, όπως απορρέει από το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των προσφυγών που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ, εκτός από μη κρίσιμες εν προκειμένω εξαιρέσεις. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο είναι κατ’ αρχήν αρμόδιο να αποφαίνεται επί διαφοράς φερόμενης ενώπιόν του δυνάμει ρήτρας διαιτησίας περιεχόμενης σε σύμβαση συναφθείσα από την Ένωση ή για λογαριασμό της.

36      Περαιτέρω, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της συμβάσεως (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω) συνιστά ρήτρα διαιτησίας υπό την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, καθόσον προβλέπει ρητώς ότι αρμόδιο για την επίλυση κάθε απορρέουσας από τη σύμβαση διαφοράς είναι το Γενικό Δικαστήριο και, σε περίπτωση αναιρέσεως, το Δικαστήριο. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, στο άρθρο 19, παράγραφος 5, των γενικών όρων, η Επιτροπή επιφυλάχθηκε του δικαιώματός της να εκδώσει εκτελεστή απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 256 ΕΚ (νυν άρθρου 299 ΣΛΕΕ). Συγκεκριμένα, και ανεξαρτήτως του κύρους μιας τέτοιας προβλέψεως στο πλαίσιο συμβατικής σχέσεως, η ύπαρξη εναλλακτικού τρόπου να κινηθεί η Επιτροπή δεν καθιστά ανίσχυρη την προσφυγή σε ρήτρα διαιτησίας.

37      Επομένως, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, σε πρώτο βαθμό, επί κάθε διαφοράς ως προς το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία της συμβάσεως και, ειδικότερα, επί της ασκηθείσας από την Επιτροπή ανταγωγής.

38      Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η προσφεύγουσα, η ανταγωγή δεν σκοπεί αποκλειστικώς στην απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως. Πράγματι, περιέχει αίτημα καταβολής χρηματικού ποσού ώστε να εφοδιαστεί η Επιτροπή, υπό τη μορφή αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, με εκτελεστό τίτλο για την απαίτηση που προβάλλει. Αντιθέτως, η απλή απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως δεν θα την εφοδίαζε με τέτοιον τίτλο.

39      Τρίτον, στο σύστημα των ενδίκων βοηθημάτων του δικαίου της Ένωσης, το αρμόδιο επί της προσφυγής δικαστήριο έχει και την αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της ανταγωγής που τυχόν κατατίθεται στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας και προέρχεται από την ίδια νομική πράξη ή το ίδιο πραγματικό γεγονός που αποτελούν το αντικείμενο της προσφυγής, χωρίς να ασκεί επιρροή το παραδεκτό ή μη της προσφυγής ή το γεγονός ότι η προσφυγή στηρίζεται σε διαφορετική διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ από την ανταγωγή. Η αρμοδιότητα αυτή ερείδεται σε λόγους οικονομίας της δίκης και στην αρχή της χρονικής προτεραιότητας υπέρ του δικαστηρίου που πρώτο επελήφθη, πρόκειται δε για εκτιμήσεις κοινές τις οποίες αναγνωρίζουν τα δικονομικά συστήματα των κρατών μελών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 2004, C‑517/03, Επιτροπή κατά IAMA Consulting, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Κατά συνέπεια, το γεγονός εν προκειμένω ότι η ασκηθείσα από την Επιτροπή ανταγωγή στηρίζεται στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ, ενώ η ασκηθείσα από την προσφεύγουσα προσφυγή ακυρώσεως στηρίζεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, δεν καθιστά απαράδεκτη την ανταγωγή ούτε αποκλείει την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να την εκδικάσει.

41      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ασκηθείσας από την Επιτροπή ανταγωγής. Εξάλλου, το γεγονός ότι η προσφυγή ακυρώσεως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη δεν επηρεάζει στην εν λόγω αρμοδιότητα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη Επιτροπή κατά IAMA Consulting, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 20).

 Επί της βασιμότητας της ανταγωγής

42      Προς στήριξη της ανταγωγής, η Επιτροπή προβάλλει έναν και μόνο λόγο αντλούμενο από αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων που υπέχει η προσφεύγουσα. Ειδικότερα, πρόκειται, αφενός, για την κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, των γενικών όρων υποχρέωση τηρήσεως των φύλλων απασχολήσεως και καταγραφής του χρόνου εργασίας του προσωπικού της για τους σκοπούς του προγράμματος. Αφετέρου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα εσφαλμένως στηρίχθηκε στη «μέθοδο συνολικών δαπανών» για τον υπολογισμό των εμμέσων δαπανών για το πρόγραμμα WIH. Εξαιτίας της αθετήσεως των συμβατικών υποχρεώσεών της, η προσφεύγουσα όφειλε να αποδώσει τα υπερβάλλοντα της επιλέξιμης δαπάνης ποσά, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, των γενικών όρων.

43      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσία, αφενός, ότι η έννοια «χρονική αναφορά» δεν ορίζεται ούτε σε εφαρμοστέο νομοθετικό κείμενο ούτε στη νομολογία και, ως εκ τούτου, όφειλε να προσδιορίσει η ίδια in concreto το ειδικό περιεχόμενό της με βάση τις εν προκειμένω περιστάσεις και, αφετέρου, ότι οι ώρες εργασίας που διατέθηκαν στο πρόγραμμα αποδείχθηκαν από την προσκομισθείσα αλληλογραφία. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το δικαίωμα ασκήσεως ανταγωγής με αίτημα καταβολής χρηματικού ποσού είχε παραγραφεί.

44      Η Επιτροπή στηρίζει το περί επιστροφής αίτημά της στο άρθρο 19 των γενικών όρων, οι διατάξεις του οποίου έχουν ως εξής:

«1.      Σε περίπτωση αχρεώστητης καταβολής ποσού σε συμμετέχοντα ή ανακτήσεως ποσού η οποία δικαιολογείται με βάση τους όρους της συμβάσεως, ο δικαιούχος οφείλει να αποδώσει στην Επιτροπή το εν λόγω ποσό κατ’ εφαρμογή της συμβάσεως, υπό τις προϋποθέσεις και κατά την ημερομηνία που θα ορίσει η Επιτροπή.

2.      Σε περίπτωση που ο δικαιούχος δεν αποδώσει το ποσό κατά την ορισθείσα από την Επιτροπή ημερομηνία, το ποσό αυτό προσαυξάνεται με τόκους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο [3, παράγραφος 6, των γενικών όρων]. Οι τόκοι υπερημερίας καλύπτουν την περίοδο από την επόμενη ημέρα της ορισθείσας ημερομηνίας για την απόδοση έως το βράδυ της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή θα εισπράξει το σύνολο του οφειλομένου ποσού.

Κάθε μερική καταβολή καταλογίζεται κατ’ αρχάς στα έξοδα και στους τόκους υπερημερίας και ακολούθως στο κεφάλαιο.»

45      Από το προοίμιο της συμβάσεως, καθώς και από τους περιεχόμενους στο άρθρο 1 των γενικών όρων ορισμούς, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα έχει τόσο την ιδιότητα «συμμετέχοντος» όσο και, ειδικότερα, την ιδιότητα «δικαιούχου» υπό την έννοια των διατάξεων αυτών.

46      Επομένως, προκειμένου να προκύψει απαιτητή αξίωση κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, των γενικών όρων, πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να έχει καταβληθεί αχρεωστήτως ποσό ή να δικαιολογείται η ανάκτηση σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως και, δεύτερον, η Επιτροπή πρέπει να έχει καθορίσει τις προϋποθέσεις επιστροφής και την ημερομηνία πληρωμής. Όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας σε περίπτωση μη πληρωμής, οι τόκοι αυτοί οφείλονται από της ορισθείσας από την Επιτροπή ημερομηνίας.

–       Επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού

47      Όσον αφορά το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσία ότι οι δαπάνες προσωπικού τις οποίες η προσφεύγουσα χρέωσε στο πρόγραμμα WIH δεν ήταν επιλέξιμες, υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, και του άρθρου 14, παράγραφος 1, των γενικών όρων. Εξάλλου, καίτοι η μη επιλεξιμότητα του συνόλου των εμμέσων δαπανών που χρέωσε η προσφεύγουσα διαπιστώθηκε και με την τελική έκθεση ελέγχου, η Επιτροπή, μολονότι ενέμεινε στη διαπίστωση αυτή, εντούτοις παραιτήθηκε, με έγγραφο της 24ης Μαΐου 2011, από την αξίωση για επιστροφή της συμμετοχής της Ένωσης που αντιστοιχούσε σε μέρος των δαπανών προσωπικού και σε μέρος των εμμέσων δαπανών (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω). Συνεπώς, η υπό κρίση διαφορά αφορά μόνον τη συμμετοχή της Ένωσης σε μέρος των δαπανών προσωπικού τις οποίες η προσφεύγουσα συμπεριέλαβε στις δαπάνες.

48      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, των γενικών όρων ορίζει ως επιλέξιμες δαπάνες τις δαπάνες που προβλέπονται στα άρθρα 14 και 15 των εν λόγω γενικών όρων (οι οποίες αφορούν, αντιστοίχως, άμεσες και έμμεσες δαπάνες).

49      Το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τρίτο εδάφιο, των γενικών όρων έχει ως εξής:

«Οι ώρες εργασίες που χρεώνονται στη [σύμβαση] πρέπει να τηρούνται σε αρχείο καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος και πρέπει να πιστοποιείται τουλάχιστον μία φορά ανά μήνα από τον επικεφαλής του έργου τον οποίο ορίζει ο συμμετέχων στο πρόγραμμα σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, [των γενικών όρων] ή από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον συμμετέχοντα οικονομικό στέλεχος.»

50      Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η προσφεύγουσα, ως συμμετέχουσα στο πρόγραμμα, όφειλε να τηρεί αρχείο των ωρών που χρέωσε στο πρόγραμμα WIH, πιστοποιούμενο τουλάχιστον μηνιαίως από ορισμένο ή εξουσιοδοτημένο προς τούτο πρόσωπο.

51      Επιβάλλεται συναφώς η υπόμνηση ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να μεριμνά για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των πόρων της Ένωσης, κατά το άρθρο 317 ΣΛΕΕ, και η ανάγκη καταπολεμήσεως της απάτης στην περίπτωση χρηματοδοτήσεως της Ένωσης καθιστούν τις σχετικές με τις χρηματοδοτικές προϋποθέσεις δεσμεύσεις θεμελιώδους σημασίας (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, T‑428/07 και T‑455/07, CEVA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑2431, σκέψη 126 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, η υποχρέωση της συμβαλλομένης περί υποβολής καταστάσεων δαπανών σύμφωνα με τις ειδικές απαιτήσεις του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, των γενικών όρων, σχετικά με τις δαπάνες προσωπικού, αποτελούσε μία από τις βασικές της υποχρεώσεις, η τήρηση της οποίας θα παρείχε στην Επιτροπή τα αναγκαία στοιχεία για να εξακριβώσει αν η επίμαχη συνδρομή χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως.

52      Με την τελική έκθεση ελέγχου διαπιστώθηκε ότι, κατά παράβαση της υποχρεώσεως αυτή, η προσφεύγουσα δεν είχε τηρήσει σε αρχείο τις ώρες εργασίας. Στην έκθεση αυτή διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, ότι:

«Καθώς η [προσφεύγουσα] δεν τηρούσε φύλλα χρόνου εργασίας ή άλλα έγγραφα για το αποτέλεσμα της εργασίας των απασχολούμενων προσώπων, αναφορές, πρακτικά συσκέψεων, ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, που να μπορούν να επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή στο έργο, ελήφθησαν συνεντεύξεις από το προσωπικό. Σκοπός αυτών ήταν να επαληθευθεί η ώρα εργασίας που χρεώθηκε για προσωπικό ως εναλλακτική στα φύλλα χρόνου εργασίας. Δύο πρόσωπα ήταν διαθέσιμα για συνέντευξη και επιβεβαίωσαν αμφότερα ότι τα φύλλα χρόνου δεν υπήρχαν. […] Τα πρόσωπα αυτά δεν ενθυμούνταν την πραγματική τους συμμετοχή στο έργο εκφρασμένη σε χρόνο εργασίας. Δε διατηρούσαν άλλωστε εγγραφές που θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν τη συμμετοχή τους στο έργο.

[…]

Η πλήρης αδυναμία λυσιτελούς επαληθεύσεως των επιλέξιμων ωρών εργασίας για κάθε εμπλεκόμενο στο πρόγραμμα και, ως εκ τούτου, η αδυναμία υπολογισμού των επιλέξιμων δαπανών προσωπικού βάσει πραγματικών δαπανών, καθιστά υποχρεωτική τη μη αναγνώριση του συνόλου των δαπανών προσωπικού.»

53      Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της συνόψεως («executive summary») της τελικής εκθέσεως ελέγχου διαπιστώθηκε ότι:

«Δεν αναγνωρίσθηκε το σύνολο των δαπανών προσωπικού, καθώς η [προσφεύγουσα] δεν τηρούσε φύλλα χρόνου εργασίας ή άλλα έγγραφα δυνάμενα να αποδείξουν τον δηλωθέντα χρόνο εργασίας που διατέθηκε στο πρόγραμμα.»

54      Τα προβληθέντα από την προσφεύγουσα επιχειρήματα δεν δύνανται να αναιρέσουν τις εν λόγω διαπιστώσεις της τελικής εκθέσεως ελέγχου.

55      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα φύλλα χρόνου εργασίας («time sheets») είχαν τηρηθεί δεόντως, σε ηλεκτρονική μορφή, αλλά ότι δεν ήταν δυνατή η ανάκτηση των φύλλων κατά τη διάρκεια του ελέγχου λόγω της συγχωνεύσεώς της με άλλη εταιρία. Η ανάκτηση των φύλλων αυτών κατέστη δυνατή μεταγενεστέρως οπότε και τέθηκαν στη διάθεση της Επιτροπής, υπό μορφή παραρτήματος του εγγράφου της 13ης Νοεμβρίου 2009, το οποίο περιείχε τις σχετικές με το σχέδιο εκθέσεως ελέγχου παρατηρήσεις.

56      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση, στην οποία προέβη και ο έλεγχος, ότι τα φύλλα χρόνου εργασίας που προσαρτήθηκαν στο έγγραφο της 13ης Νοεμβρίου 2009 δεν φέρουν ημερομηνία ούτε είναι πιστοποιημένα από ορισμένο προς τούτο πρόσωπο ή από οικονομικό στέλεχος της προσφεύγουσας, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα στην παρατιθέμενη στη σκέψη 49 ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, των γενικών όρων. Επομένως, τα ex post υποβληθέντα από την προσφεύγουσα φύλλα χρόνου εργασίας δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που θέτουν οι διατάξεις της συμβάσεως και, ειδικότερα, δεν είναι σε θέση να αποδείξουν την ημερομηνία κατά την οποία δημιουργήθηκαν. Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η απόρριψή τους ως αποδεικτικών μέσων για τη διαπίστωση των ωρών εργασίας που διατέθηκαν στο πρόγραμμα WIH.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της ακρίβειας των λοιπών περιστάσεων που επισήμανε το ελεγκτικό όργανο, ήτοι, πρώτον, ότι οι εργαζόμενοι της προσφεύγουσας οι οποίοι υποβλήθηκαν σε συνέντευξη στο πλαίσιο του ελέγχου επιβεβαίωσαν ότι ο χρόνος εργασίας δεν καταγραφόταν, δεύτερον, ότι, κατά τον έλεγχο, η προσφεύγουσα δεν επικαλέσθηκε πρόβλημα προσβάσεως στα φύλλα χρόνου εργασίας που υποστήριζε ότι τηρούσε σε ηλεκτρονική μορφή και, τρίτον, ότι το υποβληθέν από την προσφεύγουσα αρχείο, το οποίο περιείχε τα ηλεκτρονικά φύλλα χρόνου εργασίας, δημιουργήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2009, ημερομηνία αποστολής του στην Επιτροπή.

58      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τηρούσε λεπτομερή κατάσταση των ωρών εργασίας για κάθε τμήμα του προγράμματος, η οποία αποστελλόταν τακτικά στην Επιτροπή, υπό τη μορφή περιοδικών τριμηνιαίων εκθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, περίπτωση i, των γενικών όρων.

59      Αρκεί συναφώς η παρατήρηση ότι οι επίμαχες εκθέσεις, οι οποίες αναπαρήχθησαν στα παραρτήματα A.18 έως A.25 της προσφυγής, περιέχουν μόνο συνολική τριμηνιαία κατάσταση των ωρών που χρεώθηκαν από την προσφεύγουσα σε κάθε τμήμα του προγράμματος («work package») και όχι μηνιαία ανάλυση, ανά εργαζόμενο, των ωρών που διατέθηκαν για το πρόγραμμα. Επομένως, εκτός του ότι δεν ανταποκρίνονται στις τυπικές απαιτήσεις του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τρίτο εδάφιο, των γενικών όρων, οι τριμηνιαίες εκθέσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα φύλλα χρόνου εργασίας και από ουσιαστική άποψη.

60      Τρίτον, η προσφεύγουσα υπέβαλε στο Γενικό Δικαστήριο, ως παράρτημα A.42 της προσφυγής, όπως και στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, πλήρη καταγραφή της σχετικής με το πρόγραμμα WIH ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ των μελών του προσωπικού της. Κατά την προσφεύγουσα, η αλληλογραφία αυτή μαρτυρεί τη συμμετοχή του κυρίου Β. στο πρόγραμμα, ενώ παρουσιάζει παράλληλα και μέρος του χρόνου που πράγματι διατέθηκε στο πρόγραμμα από τους άλλους εργαζομένους.

61      Επιβάλλεται συναφώς η παρατήρηση, πρώτον, ότι το παράρτημα A.42 της προσφυγής περιέχει, κατ’ άτακτο τρόπο, συνολικά 3 656 σελίδες και ότι δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητήσει και να εντοπίσει στα παραρτήματα των υπομνημάτων της προσφεύγουσας τα στοιχεία στα οποία θα μπορούσε να στηριχθεί η επιχειρηματολογία της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 2007, T‑340/03, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑107, σκέψη 30).

62      Δεύτερον, καίτοι η Επιτροπή δέχθηκε, κατόπιν της υποβολής της αλληλογραφίας αυτής από την προσφεύγουσα κατά την ανταλλαγή εγγράφων που προηγήθηκε της ασκήσεως της προσφυγής, να θεωρήσει ως επιλέξιμες τις ώρες εργασίας που χρεώθηκαν στη συμμετοχή του κυρίου Β., τούτο δεν σημαίνει ότι οι ώρες εργασίας που χρεώθηκαν για τους άλλους εργαζομένους θα έπρεπε επίσης να θεωρηθούν επιλέξιμες. Πράγματι, αφενός, η προσέγγιση αυτή της Επιτροπής έγινε απλώς «χαριστικώς», καθώς σύμφωνα με τις συμβατικές διατάξεις, οι χρεωθείσες ώρες εργασίας έπρεπε να δικαιολογούνται με βάση σύστημα καταγραφής των ωρών εργασίας που όφειλε να εφαρμόζει η προσφεύγουσα, υποχρέωση την οποία, όμως, δεν τήρησε.

63      Αφετέρου, η Επιτροπή επισήμανε, χωρίς να αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα, ότι η υποβληθείσα αλληλογραφία αφορούσε διοικητικά ή οργανωτικά θέματα της προσφεύγουσας, καθώς και μηνύματα μεταξύ της ίδιας και άλλων μελών της συμπράξεως ή μεταξύ του συντονιστή του προγράμματος και του επικεφαλής του προγράμματος («project manager») της προσφεύγουσας. Κατά συνέπεια, η αλληλογραφία αυτή δεν ήταν σε θέση να αποδείξει τον χρόνο εργασίας που πράγματι διατέθηκε στο πρόγραμμα από τους υπαλλήλους της προσφεύγουσας, εκτός του κυρίου Β.

64      Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς την υποχρέωση που υπείχε δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τρίτο εδάφιο, των γενικών όρων, η προσφεύγουσα δεν τηρούσε αρχείο και δεν πιστοποιούσε, τουλάχιστον μηνιαίως, τις ώρες εργασίας που χρεώνονταν στο πρόγραμμα WIH. Κατά συνέπεια, οι δαπάνες προσωπικού που χρεώθηκαν στο πρόγραμμα από την προσφεύγουσα δεν αποτελούσαν επιλέξιμες δαπάνες υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, των γενικών όρων.

65      Με βάση τα στοιχεία της Επιτροπής, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα, το ποσό των 83 001,09 ευρώ το οποίο ζητεί η Επιτροπή υπολογίζεται ως ακολούθως.

66      Συνολικά, η προσφεύγουσα επικαλείται επιλέξιμες δαπάνες ύψους 206 137,08 ευρώ για το πρόγραμμα WIH, το οποίο αποτελείται από άμεσες δαπάνες ύψους 173 637,77 ευρώ (εκ των οποίων 162 496,57 ευρώ είναι δαπάνες προσωπικού και 11 141,20 ευρώ είναι δαπάνες ταξιδίων) και από έμμεσες δαπάνες (γενικά έξοδα λειτουργίας) ύψους 32 499,31 ευρώ.

67      Δεδομένου ότι, κατ’ αρχήν, η συνδρομή της Ένωσης στις επιλέξιμες δαπάνες του προγράμματος ανερχόταν σε 50 %, όπως απορρέει από το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, της συμβάσεως, καθώς και από τον πίνακα προϋπολογισμού που προσαρτάται σ’ αυτήν, με βάση τις δαπάνες που επικαλείται η προσφεύγουσα η συνδρομή της Ένωσης ανέρχεται σε 103 068,54 ευρώ. Καθόσον, όμως, η ανώτατη συνδρομή της Ένωσης στη χρηματοδότηση που αφορά την προσφεύγουσα είχε ορισθεί σε 99 349,50 ευρώ, όπως προκύπτει και από τον εν λόγω πίνακα, το τελευταίο ποσό ήταν εκείνο που εισπράχθηκε από την προσφεύγουσα.

68      Οι συνολικές δαπάνες ύψους 32 696,82 ευρώ τις οποίες θεωρεί πλέον η Επιτροπή ως επιλέξιμες αποτελούνται από άμεσες δαπάνες ύψους 27 247,35 ευρώ (εκ των οποίων 16 106,15 ευρώ είναι δαπάνες προσωπικού και 11 141,20 ευρώ είναι δαπάνες ταξιδίων) και από έμμεσες δαπάνες ύψους 5 449,47 ευρώ (20 % των αναγνωρισμένων άμεσων εξόδων).

69      Με βάση το ποσό αυτό η συνδρομή της Ένωσης διαμορφώνεται σε 16 348,41 ευρώ. Λαμβανομένων υπόψη των πληρωμών συνολικού ύψους 99 349,50 ευρώ που εισέπραξε η προσφεύγουσα δυνάμει της συμβάσεως WIH, προκύπτει ότι το διαφέρον ποσό ύψους 83 001,09 ευρώ καταβλήθηκε αχρεωστήτως, υπό την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, των γενικών όρων (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω), και ότι η Επιτροπή δύναται να αξιώσει την επιστροφή του ποσού αυτού σύμφωνα με την ίδια διάταξη.

–       Επί του καθορισμού των προϋποθέσεων για την επιστροφή και την ημερομηνία πληρωμής

70      Όσον αφορά τον καθορισμό των προϋποθέσεων για την επιστροφή και την ημερομηνία πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, των γενικών όρων, η Επιτροπή ανακοίνωσε στην προσφεύγουσα, με έγγραφο της 24ης Μαΐου 2011, ότι ζητούσε την επιστροφή του ποσού των 83 001,09 ευρώ, βάσει του εν λόγω άρθρου 19, και ότι επρόκειτο να της αποστείλει χρεωστικό σημείωμα το οποίο θα περιλάμβανε οδηγίες ως προς τον τρόπο και την ημερομηνία καταβολής. Στο εκδοθέν την 9η Σεπτεμβρίου 2011 χρεωστικό σημείωμα, το οποίο απεστάλη στην προσφεύγουσα στις 16 Σεπτεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα κλήθηκε να καταβάλει το ποσό των 83 001,09 ευρώ έως τις 24 Οκτωβρίου 2011.

71      Περαιτέρω, το χρεωστικό σημείωμα περιείχε, υπό την επικεφαλίδα «Προϋποθέσεις καταβολής», τις ακόλουθες ενδείξεις:

«1.      Το σύνολο των τραπεζικών εξόδων βαρύνει εσάς, εκτός αν η οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, εφαρμόζεται ως προς εσάς.

2.      Η Επιτροπή επιφυλάσσεται να προβεί, κατόπιν προηγούμενης ενημερώσεως, σε συμψηφισμό εφόσον υπάρχουν αμοιβαίες απαιτήσεις, βέβαιες, εκκαθαρισμένες και απαιτητές.

3.      Ελλείψει πιστώσεως του λογαριασμού της Επιτροπής κατά την καταληκτική ημερομηνία, η διαπιστωθείσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση απαίτηση παράγει τόκους βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, όπως αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα της καταληκτικής ημερομηνίας, ήτοι, του μηνός Οκτωβρίου 2011, προσαυξανόμενου κατά 3,5 %.

4.      Ελλείψει πιστώσεως του λογαριασμού της Επιτροπής κατά την καταληκτική ημερομηνία, η Επιτροπή επιφυλάσσεται του δικαιώματος να:

–        προβεί στην εκτέλεση κάθε εκ των προτέρων παρασχεθείσας χρηματικής εγγυήσεως·

–        προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 299 ΣΛΕΕ·

–        γνωστοποιήσει τη μη πληρωμή σε βάση δεδομένων στην οποία έχουν πρόσβαση οι διατάκτες του προϋπολογισμού της Ένωσης έως την είσπραξη του συνόλου του ποσού·

–        να δημοσιεύσει το όνομα του οφειλέτη ο οποίος καταδικάσθηκε με δικαστική απόφαση να προβεί στην πληρωμή.»

72      Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή προσδιόρισε δεόντως τις προϋποθέσεις επιστροφής και την ημερομηνία πληρωμής.

–       Επί των τόκων υπερημερίας

73      Όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την προσφεύγουσα να της καταβάλει τόκους υπερημερίας ύψους 943,71 ευρώ οι οποίοι κατέστησαν απαιτητοί τη 15η Ιανουαρίου 2012, καθώς και 11,37 ευρώ ημερησίως από της 16ης Ιανουαρίου 2012 έως ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής. Απαντώντας σε γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, επισήμανε ότι το αίτημα αυτό στηρίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 6, των γενικών όρων.

74      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 2, των γενικών όρων ορίζει ότι, σε περίπτωση μη πληρωμής κατά την ορισθείσα από την Επιτροπή ημερομηνία, το οφειλόμενο ποσό προσαυξάνεται με τόκους βάσει του επιτοκίου που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 6, των γενικών όρων. Κατά τη δεύτερη περίοδο της τελευταίας αυτής διατάξεως, το εφαρμοστέο επιτόκιο είναι το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, όπως αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα της ορισθείσας από την Επιτροπή ημερομηνίας πληρωμής, προσαυξανόμενο κατά τρεισήμισι μονάδες.

75      Καθόσον το ισχύον από 1ης Οκτωβρίου 2011 επίμαχο επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν 1,5 %, το επιτόκιο των τόκων υπερημερίας είναι 5 %, λαμβανομένης υπόψη της προσαυξήσεως κατά 3,5 %, οπότε οι ετήσιοι τόκοι ανέρχονται σε 4 150,05 ευρώ ή σε ημερήσιους τόκους 11,37 ευρώ, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην προσφεύγουσα με το από 3 Νοεμβρίου 2011 έγγραφό της (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω).

76      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, πρώτον, η Επιτροπή δικαιούται να λάβει από την προσφεύγουσα το ποσό των 83 001,09 ευρώ, ποσό αντιστοιχούν στην επιστροφή της συνδρομής της Ένωσης στις χρεωθείσες, αλλά μη επιλέξιμες, δαπάνες, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, των γενικών όρων (βλ. σκέψεις 69 και 72 ανωτέρω).

77      Δεύτερον, η Επιτροπή δικαιούται, από 25ης Οκτωβρίου 2011 (επόμενη ημέρα της ημερομηνίας πληρωμής που επισημαίνεται στο χρεωστικό σημείωμα), να λάβει τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους βάσει επιτοκίου 5 %, ήτοι ημερήσιο ποσό ύψους 11,37 ευρώ.

–       Επί της φερόμενης παραγραφής

78      Η προσφεύγουσα υποστήριξε, το πρώτον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το δικαίωμα αγωγής της Επιτροπής με αίτημα καταβολής ποσού είχε παραγραφεί κατά την ημερομηνία ασκήσεως της ανταγωγής, ήτοι στις 13 Ιανουαρίου 2012. Προέβαλε συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, των γενικών όρων, η προθεσμία παραγραφής είναι πέντε έτη από την ημερομηνία της τελευταίας πληρωμής που εισέπραξε από την Επιτροπή, ήτοι στις 20 Νοεμβρίου 2006, οπότε η παραγραφή επήλθε στις 20 Νοεμβρίου 2011.

79      Αρκεί συναφώς η επισήμανση, αφενός, ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, των γενικών όρων δεν αφορά την προθεσμία παραγραφής, αλλά την προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή μπορεί να διεξαγάγει οικονομικό έλεγχο σε συμμετέχοντα του προγράμματος WIH.

80      Αφετέρου, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματός της να αξιώσει επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών άρχισε το νωρίτερο από της ημερομηνίας κατά την οποία έλαβε γνώση της αθετήσεως της συμβατικής υποχρεώσεως εκ μέρους της προσφεύγουσας, ήτοι από της ημερομηνίας κατά την οποία έλαβε γνώση των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου που διεξήχθη τον μήνα Αύγουστο του 2009 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, το δικαίωμα αγωγής με αίτημα καταβολής χρηματικού ποσού σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να είχε παραγραφεί στις 13 Ιανουαρίου 2012, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η προθεσμία παραγραφής είναι πενταετής, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, και όχι δεκαετής, όπως προβλέπει το άρθρο 2262bis, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα, ο οποίος διέπει τη σύμβαση.

81      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας, παρέλκει δε η εξέταση αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως εκπροθέσμως υποβληθέν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

82      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει τη Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο AE να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το ποσό των 83 001,09 ευρώ ως κεφάλαιο και 11,37 ευρώ ημερησίως ως τόκους υπερημερίας απαιτητούς από 25ης Οκτωβρίου 2011 έως την ολοσχερή εξόφληση της κύριας οφειλής.

3)      Καταδικάζει τη Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο AE στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων της διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Ιουλίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.