Language of document :

Προσφυγή της 4ης Ιουνίου 2013 – Miettinen κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-303/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Samuli Miettinen (Espoo, Φινλανδία) (εκπρόσωποι: O. Brouwer, E. Raedts, lawyers, και A. Villette, Solicitor)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 2013, με την οποία δεν του επιτράπηκε η πρόσβαση στο έγγραφο υπ’ αριθ. 15309/12 κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), όπως η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 25 Μαρτίου 2013 με έγγραφο που έφερε τα στοιχεία «04/c/01/13» (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων των τυχόν παρεμβαινόντων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση των άρθρων 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, και 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων αυτών, οι οποίες αφορούν, αντιστοίχως, την προστασία των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών και την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, επειδή:

πρώτον, το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι η γνωστοποίηση του εγγράφου υπ’ αριθ. 15309/12 θίγει τη δυνατότητα της νομικής του υπηρεσίας να υπερασπίσει τα συμφέροντά του σε μελλοντικές ένδικες διαδικασίες και υπονομεύει τη νομοθετική διαδικασία·

δεύτερον, το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι το έγγραφο υπ’ αριθ. 15309/12 έχει ιδιαιτέρως ευαίσθητο χαρακτήρα και/ή ευρύ περιεχόμενο που δικαιολογεί τη μη εφαρμογή του τεκμηρίου υπέρ της γνωστοποιήσεως των νομικών γνωμοδοτήσεων στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας·

τρίτον, η θεωρία βλάβης που προβάλλει το Συμβούλιο είναι εντελώς υποθετική. Είναι νόμω και ουσία αβάσιμη, αν ληφθεί υπόψη ότι το περιεχόμενο της συμβουλής που περιλαμβάνεται στο έγγραφο 15309/12, δηλαδή consensus των κρατών μελών σύμφωνο προς την ανάλυση της νομικής υπηρεσίας, είχε ήδη γνωστοποιηθεί στο κοινό κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως·

τέταρτον, το Συμβούλιο, αφενός, εφάρμοσε εσφαλμένα το κριτήριο του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος κατά την επίκληση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, δεδομένου ότι συνεκτίμησε μόνο τους κατά την αντίληψή του κινδύνους όσον αφορά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων οι οποίοι συνδέονταν με τη γνωστοποίηση και όχι τις θετικές συνέπειες που η γνωστοποίηση αυτή θα είχε, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τη νομιμοποίηση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων και, αφετέρου, δεν το εφάρμοσε καθόλου κατά την επίκληση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση του για επαρκή και προσήκουσα αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως.