Language of document : ECLI:EU:C:2024:259

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 21ης Μαρτίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ασφάλεια τροφίμων – Κανόνες υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης – Κανονισμός (ΕΚ) 853/2004 – Πεδίο εφαρμογής – Εξαιρέσεις – Προμήθεια τροφίμων ζωικής προέλευσης μεταξύ εγκαταστάσεων λιανικού εμπορίου, η οποία συνιστά περιθωριακή, τοπική και περιορισμένη δραστηριότητα – Έννοια της “περιθωριακής, τοπικής και περιορισμένης δραστηριότητας” – Εθνική ρύθμιση αποκλίνουσα από τον προβλεπόμενο στον κανονισμό ορισμό της εν λόγω έννοιας»

Στην υπόθεση C‑10/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία) με απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Ιανουαρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

Remia Com Impex SRL

κατά

Autoritatea Naţională Sanitară Veterinară şi pentru Siguranţa Alimentelor (ANSVSA),

Direcţia Sanitară Veterinară şi pentru Siguranţa Alimentelor Dolj,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen, πρόεδρο τμήματος, N. Wahl και M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Αιμιλίου

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Gane, τη L. Ghiţă και την A. Wellman,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον F. Le Bot και την L. Radu Bouyon,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ 2004, L 139, σ. 55, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 226, σ. 22), και ιδίως του άρθρου 1, παράγραφοι 3 έως 5, αυτού, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 13 του κανονισμού και της αρχής της ισοδυναμίας.

2        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Remia Com Impex SRL (στο εξής: Remia) και, αφετέρου, της Autoritatea Națională Sanitară Veterinară și pentru Siguranța Alimentelor (ANSVSA) (εθνικής κτηνιατρικής υγειονομικής αρχής και αρχής ασφάλειας των τροφίμων, Ρουμανία) και της Direcția Sanitară Veterinară și pentru Siguranța Alimentelor Dolj (διεύθυνσης κτηνιατρικής υγιεινής και ασφάλειας των τροφίμων Dolj, Ρουμανία) σχετικά με τη νομιμότητα κανονιστικής αποφάσεως, την οποία εξέδωσε η ANSVSA, σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας καταχώρισης για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς και για την ασφάλεια των τροφίμων των δραστηριοτήτων των εγκαταστάσεων άμεσης πώλησης πρωτογενών προϊόντων ή των εγκαταστάσεων λιανικού εμπορίου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 4 και 13 του κανονισμού 853/2004 έχουν ως εξής:

«(2)      Ορισμένα τρόφιμα ενδέχεται να παρουσιάζουν ειδικούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, οι οποίοι απαιτούν τη θέσπιση ειδικών κανόνων υγιεινής. Αυτό συμβαίνει ιδίως για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, στα οποία έχουν διαπιστωθεί συχνά μικροβιολογικοί και χημικοί κίνδυνοι.

(3)      Στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, έχουν εκδοθεί πολλές οδηγίες για τη θέσπιση ειδικών υγειονομικών κανόνων για την παραγωγή και τη διάθεση στην αγορά των προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της συνθήκης. Οι υγειονομικοί αυτοί κανόνες έχουν μειώσει τους εμπορικούς φραγμούς για τα συγκεκριμένα προϊόντα, συμβάλλοντας στη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς και εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας.

(4)      Όσον αφορά τη δημόσια υγεία, οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνουν κοινές αρχές, οι οποίες ειδικότερα αφορούν τις ευθύνες των παρασκευαστών και των αρμόδιων αρχών, τις απαιτήσεις για τη διάρθρωση, τη λειτουργία και την υγιεινή των εγκαταστάσεων, τις διαδικασίες έγκρισης των εγκαταστάσεων, τις απαιτήσεις αποθήκευσης και μεταφοράς και τα σήματα καταλληλότητας.

[...]

(13)      Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν κάποια διακριτική ευχέρεια για να επεκτείνουν ή να περιορίζουν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού στο λιανικό εμπόριο. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την εφαρμογή τους, μόνον όταν κρίνουν ότι οι απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (ΕΕ 2004, L 139, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 226, σ. 3)] επαρκούν για την επίτευξη στόχων υγιεινής των τροφίμων και όταν η προμήθεια τροφίμων ζωικής προέλευσης από κατάστημα λιανικής πώλησης σε άλλο κατάστημα αποτελεί περιθωριακή, τοπική και περιορισμένη δραστηριότητα. Συνεπώς, η προμήθεια αυτή θα πρέπει να αποτελεί μικρό μόνον μέρος των εργασιών του καταστήματος· τα προμηθευόμενα καταστήματα θα πρέπει να βρίσκονται στην άμεση γειτονία του· η προμήθεια θα πρέπει να αφορά μόνον ορισμένους τύπους προϊόντων ή καταστημάτων.»

4        Το άρθρο 1 του κανονισμού 853/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ειδικούς κανόνες για τους υπεύθυνους επιχειρήσεων τροφίμων όσον αφορά την υγιεινή των τροφίμων ζωικής προέλευσης. Οι κανόνες αυτοί συμπληρώνουν τους κανόνες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004. Εφαρμόζονται στα μη μεταποιημένα και στα μεταποιημένα προϊόντα ζωικής προέλευσης.

[...]

3.      Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α)      στην πρωτογενή παραγωγή τροφίμων για ιδιωτική οικιακή χρήση·

β)      στην οικιακή παρασκευή, τον χειρισμό ή την αποθήκευση τροφίμων για ιδιωτική οικιακή κατανάλωση·

γ)      στην άμεση προμήθεια, από τον παραγωγό, μικρών ποσοτήτων πρωτογενών προϊόντων στον τελικό καταναλωτή ή σε τοπικά καταστήματα λιανικής πώλησης που εφοδιάζουν απευθείας τον τελικό καταναλωτή·

δ)      στην άμεση προμήθεια, από τον παραγωγό στον τελικό καταναλωτή ή σε τοπικά καταστήματα λιανικής πώλησης που προμηθεύουν το κρέας αυτό στον τελικό καταναλωτή ως νωπό κρέας, μικρών ποσοτήτων κρέατος πουλερικών και λαγομόρφων που σφάζονται στο αγρόκτημα·

ε)      στους κυνηγούς που προμηθεύουν μικρές ποσότητες αγρίων θηραμάτων ή κρέατος αγρίων θηραμάτων απευθείας στον τελικό καταναλωτή ή σε τοπικά καταστήματα λιανικής πώλησης που εφοδιάζουν απευθείας τον τελικό καταναλωτή.

4.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, κανόνες που διέπουν τις δραστηριότητες και τα πρόσωπα της παραγράφου 3 στοιχεία γ), δ) και ε). Οι εν λόγω εθνικοί κανόνες εξασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού.

5.      α)      Εκτός εάν ορίζεται ρητώς το αντίθετο, ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στο λιανικό εμπόριο.

β)      Ωστόσο, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στο λιανικό εμπόριο, όταν οι εργασίες εκτελούνται με σκοπό την προμήθεια τροφίμων ζωικής προέλευσης σε άλλη εγκατάσταση, εκτός εάν:

i)      οι εργασίες συνίστανται μόνον στην αποθήκευση ή τη μεταφορά, οπότε ισχύουν οι ειδικές απαιτήσεις θερμοκρασίας του παραρτήματος ΙΙΙ,

ή

ii)      τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης διατίθενται από την εγκατάσταση λιανικού εμπορίου μόνον σε άλλες εγκαταστάσεις λιανικού εμπορίου και, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η προμήθεια αυτή συνιστά περιθωριακή, τοπική και περιορισμένη δραστηριότητα.

γ)      Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν εθνικά μέτρα για την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού σε εγκαταστάσεις λιανικού εμπορίου της επικράτειάς τους στις οποίες δεν θα εφαρμοζόταν σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β).

[...]»

5        Το άρθρο 4 του κανονισμού 853/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταχώριση και έγκριση εγκαταστάσεων», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004, οι εγκαταστάσεις που χειρίζονται τα συγκεκριμένα προϊόντα ζωικής προέλευσης, για τα οποία το παράρτημα ΙΙΙ θεσπίζει απαιτήσεις, λειτουργούν μόνον αφού εγκριθούν από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, πλην των εγκαταστάσεων στις οποίες πραγματοποιείται μόνον:

α)      πρωτογενής παραγωγή·

β)      μεταφορά·

γ)      αποθήκευση προϊόντων για τα οποία δεν απαιτούνται συνθήκες ελεγχόμενης θερμοκρασίας,

ή

δ)      εργασίες λιανικού εμπορίου άλλες από εκείνες στις οποίες εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 5 στοιχείο β).»

 Το ρουμανικό δίκαιο

6        Η Ordinul nr. 111/2008 privind aprobarea Normei sanitare veterinare și pentru siguranța alimentelor privind procedura de înregistrare sanitară veterinară și pentru siguranța alimentelor a activităților de obținere și de vânzare directă și/sau cu amănuntul a produselor alimentare de origine animală sau nonanimală, precum și a activităților de producție, procesare, depozitare, transport și comercializare a produselor alimentare de origine nonanimală (κανονιστική απόφαση 111/2008 για την έγκριση των κανόνων κτηνιατρικής υγιεινής και ασφάλειας των τροφίμων σχετικά με τη διαδικασία καταχώρισης για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς και για την ασφάλεια των τροφίμων των δραστηριοτήτων παραγωγής και άμεσης και/ή λιανικής πώλησης τροφίμων ζωικής ή μη ζωικής προέλευσης και των δραστηριοτήτων παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης, μεταφοράς και εμπορίας τροφίμων μη ζωικής προέλευσης), της 16ης Δεκεμβρίου 2008 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 895 της 30ής Δεκεμβρίου 2008), εκδόθηκε από την ANSVSA.

7        Το άρθρο 2 της κανονιστικής αποφάσεως 111/2008 προβλέπει τα εξής:

«Οι κανόνες κτηνιατρικής υγιεινής και ασφάλειας των τροφίμων που μνημονεύονται στο άρθρο 1 καταρτίστηκαν προκειμένου να θεσπιστεί διαδικασία καταχώρισης για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς και για την ασφάλεια των τροφίμων των δραστηριοτήτων των εγκαταστάσεων άμεσης πώλησης πρωτογενών προϊόντων ή λιανικής πώλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις [...] του άρθρου 1, παράγραφος 4, του [κανονισμού 853/2004].»

8        Οι ως άνω κανόνες κτηνιατρικής υγιεινής και ασφάλειας των τροφίμων (στο εξής: κανόνες κτηνιατρικής υγιεινής) περιλαμβάνονται στο παράρτημα 1 της κανονιστικής αποφάσεως 111/2008.

9        Το άρθρο 16 των κανόνων κτηνιατρικής υγιεινής ορίζει τα εξής:

«Το παρόν κεφάλαιο θεσπίζει τη διαδικασία καταχώρισης για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς και για την ασφάλεια των τροφίμων των δραστηριοτήτων λιανικής πώλησης τροφίμων ζωικής και μη ζωικής προέλευσης.»

10      Το άρθρο 17 των εν λόγω κανόνων προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου νοούνται ως:

a)      λιανική πώληση [...] – η προμήθεια τροφίμων ζωικής και μη ζωικής προέλευσης τα οποία παράγονται σε εγκαταστάσεις οι οποίες είναι καταχωρισμένες για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς και για την ασφάλεια των τροφίμων/είναι εγκεκριμένες για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς ή/και η μικρής έκτασης, τοπική και περιορισμένη προμήθεια τροφίμων ζωικής και μη ζωικής προέλευσης τα οποία παράγονται σε μικρές ποσότητες σε εγκαταστάσεις λιανικής πώλησης και τα οποία πωλούνται:

1.      στον τελικό καταναλωτή στον τόπο παραγωγής·

2.      σε άλλες εγκαταστάσεις λιανικής πώλησης καταχωρισμένες για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς και για την ασφάλεια των τροφίμων, σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια·

3.      σε εγκαταστάσεις εστίασης καταχωρισμένες για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς και για την ασφάλεια των τροφίμων·

4.      στον τελικό καταναλωτή στις αγορές αγροτικών προϊόντων διατροφής, καθώς και στο πλαίσιο αγορών, εκθέσεων, εκδηλώσεων που διοργανώνονται κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών ή άλλων παρόμοιων δημόσιων εκδηλώσεων που διοργανώνονται κατά καιρούς από τις τοπικές ή περιφερειακές αρχές σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια, με εξαίρεση το νωπό χοίρειο κρέας·

[...]

d)      μικρής έκτασης προμήθεια – η διάθεση στον τελικό καταναλωτή, από άλλες εγκαταστάσεις λιανικής πώλησης, μικρών ποσοτήτων τροφίμων ζωικής και μη ζωικής προέλευσης·

e)      τοπική προμήθεια – η διάθεση τροφίμων ζωικής προέλευσης σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια, τηρουμένων των όρων μεταφοράς, της ψυκτικής αλυσίδας και της ιχνηλασιμότητας·

f)      περιορισμένη προμήθεια – η παραγωγή στον τόπο πώλησης περιορισμένων κατηγοριών τροφίμων ζωικής προέλευσης τα οποία προορίζονται να διατεθούν στον τελικό καταναλωτή από άλλα καταστήματα λιανικής πώλησης·

[...]».

11      Το άρθρο 18, παράγραφος 1, των κανόνων ορίζει τα εξής:

«Οι εγκαταστάσεις λιανικής πώλησης του παραρτήματος 1 ασκούν τις δραστηριότητές τους βάσει της βεβαίωσης ή, κατά περίπτωση, του πιστοποιητικού καταχώρισης που εκδίδει το τμήμα εμπορικού μητρώου του Tribunalul (πολυμελούς πρωτοδικείου, Ρουμανία) στην περιφέρεια του οποίου ασκούνται οι δραστηριότητες και βάσει του εγγράφου καταχώρισης για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς και για την ασφάλεια των τροφίμων που εκδίδει η διεύθυνση κτηνιατρικής υγιεινής και ασφάλειας των τροφίμων σε επίπεδο περιφέρειας ή του Δήμου Βουκουρεστίου, σύμφωνα με το υπόδειγμα του παραρτήματος 3.»

12      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανόνων ορίζει τα εξής:

«Προκειμένου να λάβουν το έγγραφο καταχώρισης για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς και για την ασφάλεια των τροφίμων των δραστηριοτήτων των εγκαταστάσεων λιανικής πώλησης του παραρτήματος 1, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους πρέπει να υποβάλουν στη διεύθυνση κτηνιατρικής υγιεινής και ασφάλειας των τροφίμων σε επίπεδο περιφέρειας ή του Δήμου Βουκουρεστίου φάκελο με τα ακόλουθα έγγραφα: [...]».

13      Το άρθρο 20, παράγραφος 1, των κανόνων κτηνιατρικής υγιεινής έχει ως εξής:

«Η διεύθυνση κτηνιατρικής υγιεινής και ασφάλειας των τροφίμων σε επίπεδο περιφέρειας ή του Δήμου Βουκουρεστίου χορηγεί το έγγραφο καταχώρισης για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς και για την ασφάλεια των τροφίμων, σύμφωνα με το υπόδειγμα του παραρτήματος 3, στις εγκαταστάσεις λιανικής πώλησης οι οποίες πληρούν τις υγειονομικές-κτηνιατρικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων που προβλέπονται στην ειδική νομοθεσία.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Στις 9 Μαρτίου 2018 η Remia άσκησε ενώπιον του Curtea de Apel București (εφετείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία) προσφυγή-αγωγή με αίτημα, πρώτον, την ακύρωση του άρθρου 2 της κανονιστικής αποφάσεως 111/2008, των άρθρων 16 και 17, του άρθρου 18, παράγραφος 1, και του άρθρου 19, παράγραφος 1, των κανόνων κτηνιατρικής υγιεινής καθώς και την απάλειψη της φράσης «σύμφωνα με το υπόδειγμα του παραρτήματος αριθ. 3» του άρθρου 20, παράγραφος 1, των κανόνων κτηνιατρικής υγιεινής, καθώς και την ακύρωση ολόκληρου του παραρτήματος 3, δεύτερον, την επανεξέταση της νομικής κατάστασης των καταχωρισμένων στην περιφέρεια του Dolj εγκαταστάσεων, ως προς τον χαρακτηρισμό τους ως εγκαταστάσεων υποκείμενων σε καταχώριση ή έγκριση, κατά την έννοια των κανονισμών 852/2004 και 853/2004, και, τρίτον, την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που προκλήθηκε από την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης λόγω, μεταξύ άλλων, της εσφαλμένης εκτέλεσης διοικητικών ενεργειών οι οποίες είναι αναγκαίες για την προστασία του εννόμου συμφέροντος της Remia, όπως είναι η έκδοση εγγράφων καταχώρισης για υγειονομικούς‑κτηνιατρικούς σκοπούς και για την ασφάλεια των τροφίμων για εγκαταστάσεις οι οποίες πρέπει να διαθέτουν έγκριση λειτουργίας.

15      Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2019, το Curtea de Apel București (εφετείο Βουκουρεστίου) απέρριψε την προσφυγή-αγωγή ως αβάσιμη.

16      Η Remia άσκησε αναίρεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ρουμανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, προβάλλοντας, κατ’ ουσίαν, έλλειψη νομιμότητας της κανονιστικής αποφάσεως 111/2008, καθόσον η κανονιστική αυτή απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη τον ορισμό της έννοιας «περιθωριακή, τοπική και περιορισμένη δραστηριότητα», ο οποίος περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 853/2004.

17      Κατά την ANSVSA, οι ορισμοί των ως άνω επιμέρους όρων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 17, στοιχεία δʹ, εʹ και στʹ, των κανόνων κτηνιατρικής υγιεινής, δεν αντιβαίνουν στην αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού.

18      Στο πλαίσιο επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Remia ζήτησε να υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση καθιστά δυνατό τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 853/2004, κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης. Η κανονιστική απόφαση 111/2008 έχει ως αποτέλεσμα να μην υπόκεινται σε έγκριση δραστηριότητες οι οποίες, μολονότι συνιστούν λιανικό εμπόριο, έχουν χαρακτηριστικά για τα οποία απαιτείται έγκριση, δεδομένου ότι δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού. Συγκεκριμένα, ο όρος «τοπική», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, περιγράφει, κατά την αιτιολογική σκέψη 13 του εν λόγω κανονισμού, εγκαταστάσεις οι οποίες βρίσκονται σε άμεση γειτονία με την εγκατάσταση που προμηθεύει τρόφιμα ζωικής προελεύσεως, ενώ το άρθρο 17, στοιχείο εʹ, των κανόνων κτηνιατρικής υγιεινής αφορά την προμήθεια τέτοιων τροφίμων σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια.

19      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι είναι υποχρεωμένο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι είναι εθνικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου. Στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης εγείρεται το ζήτημα αν ορισμένες διατάξεις του εθνικού δικαίου συνάδουν με τον κανονισμό 853/2004. Λαμβανομένης υπόψη της διατύπωσης της αιτιολογικής σκέψης 13 του κανονισμού, ο προβλεπόμενος στο εθνικό δίκαιο ορισμός της έννοιας «περιθωριακή, τοπική και περιορισμένη δραστηριότητα» δημιουργεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, δυσχέρεια ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ο [κανονισμός 853/2004] στο σύνολό του, και ιδίως οι διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφοι 3 έως 5, την έννοια ότι οι ψυκτικές αποθήκες που ασκούν δραστηριότητες λιανικής πώλησης σε άλλες εγκαταστάσεις λιανικής πώλησης, αλλά όχι στον τελικό καταναλωτή, πρέπει να λαμβάνουν έγκριση σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, όταν η οικεία δραστηριότητα δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ;

2)      Έχουν ο [κανονισμός 853/2004] και το δίκαιο της Ένωσης, εν γένει, την έννοια ότι οι εθνικές αρχές, οι οποίες είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της εφαρμογής της πολιτικής που συνιστά τον νομοθετικά επιδιωκόμενο σκοπό, καθώς και για τη διασφάλιση της τήρησης των αντίστοιχων υποχρεώσεων των οικείων υπεύθυνων επιχειρήσεων, υποχρεούνται να ερμηνεύουν την απαίτηση του άρθρου 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, σημείο ii, σχετικά με την περιθωριακή, τοπική και περιορισμένη δραστηριότητα, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 13 του κανονισμού αυτού, ή μπορούν να παρεκκλίνουν από την εν λόγω ερμηνεία προβαίνοντας σε δικούς τους ορισμούς των επίμαχων όρων;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει οι αντίστοιχοι ορισμοί οι οποίοι περιέχονται σε εθνική πράξη μεταφοράς του [κανονισμού 853/2004] στο εθνικό δίκαιο να συνάδουν με το περιεχόμενο των εννοιών, όπως αυτό εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 13 [του κανονισμού];

4)      Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι διατάξεις του άρθρου 17 των [κανόνων κτηνιατρικής υγιεινής] που έχουν προσαρτηθεί στην κανονιστική απόφαση 111/2008 προβλέπουν ότι η δραστηριότητα λιανικής πώλησης προϊόντων ζωικής προέλευσης μπορεί να περιλαμβάνει επίσης την προμήθεια και πώληση των προϊόντων σε άλλες εγκαταστάσεις λιανικής πώλησης σε ολόκληρη τη ρουμανική επικράτεια χωρίς την υποχρέωση λήψης υγειονομικής‑κτηνιατρικής άδειας, αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως στον [κανονισμό 853/2004], μια τέτοια διάταξη και/ή μια τέτοια διοικητική πρακτική;

5)      Επιτάσσει η αρχή της ισοδυναμίας, σε περίπτωση ακύρωσης απόφασης διοικητικής αρχής λόγω μη συμμόρφωσης με εθνική νομοθεσία, την ακύρωσή της και λόγω μη συμμόρφωσης με σχετικό κανονισμό της Ένωσης, όπως ο [κανονισμός 853/2004];»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

21      Η Ρουμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν εκθέτει το πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, παρά το γεγονός ότι αυτό είναι ουσιώδες για τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, για τον προσδιορισμό των εφαρμοστέων διατάξεων του εθνικού δικαίου και για τον προσδιορισμό των κανόνων του δικαίου της Ένωσης των οποίων η ερμηνεία είναι χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

22      Ειδικότερα, λόγω της μη περιγραφής του πραγματικού πλαισίου δεν καθίσταται γνωστό ούτε το είδος των δραστηριοτήτων που ασκεί η Remia ούτε αν στην εν λόγω εταιρία μπορεί να εφαρμοστεί η διαδικασία έγκρισης ή αν οι δραστηριότητές της εμπίπτουν στον κανονισμό 853/2004. Εν προκειμένω, η Ρουμανική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, σύμφωνα με στοιχεία που διαθέτει η ANSVSA, τα οποία δεν περιλαμβάνονται όμως στην απόφαση περί παραπομπής, η Remia έχει ως κύρια δραστηριότητα το χονδρικό εμπόριο προϊόντων ζωικής προέλευσης και την εκμίσθωση εγκαταστάσεων αποθήκευσης.

23      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο δεν αιτιολόγησε στην απόφαση περί παραπομπής ούτε τους λόγους για τους οποίους αναφέρθηκε στις συγκεκριμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, τις οποίες και επικαλείται στα προδικαστικά ερωτήματα, ούτε και τη σχέση μεταξύ του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης και των προδικαστικών ερωτημάτων. Κατά συνέπεια, κατά τη Ρουμανική Κυβέρνηση, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη στο σύνολό της.

24      Χωρίς να προβάλλει ένσταση απαραδέκτου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογραμμίζει, εντούτοις, την ύπαρξη κενών στην απόφαση περί παραπομπής όσον αφορά το πρώτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα.

25      Όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από την ανάγνωση της αποφάσεως περί παραπομπής δεν προκύπτει σαφώς η φύση των δραστηριοτήτων της Remia. Θεωρεί, ωστόσο, ότι από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι η Remia ασκεί δραστηριότητες λιανικής πώλησης σε άλλα καταστήματα λιανικού εμπορίου.

26      Όσον αφορά το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, σχετικά με την αρχή της ισοδυναμίας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν μνημονεύει ούτε τις διατάξεις του εθνικού δικαίου βάσει των οποίων μια απόφαση διοικητικής αρχής μπορεί να ακυρωθεί λόγω παράβασης εθνικής νομοθεσίας ούτε τα μέτρα τα οποία μπορούν να λάβουν τα εθνικά δικαστήρια σε περίπτωση που διαπιστώσουν ότι μια εθνική διοικητική πράξη δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.

27      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Κατά πάγια επίσης νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, προϋπόθεση για να παρασχεθεί χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είναι να έχει τηρήσει το εθνικό δικαστήριο αυστηρά τις σχετικές με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως απαιτήσεις που προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2023, Commune d’Ans, C‑148/22, EU:C:2023:924, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, οι απαιτήσεις αυτές υπενθυμίζονται στα σημεία 13, 15 και 16 των συστάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικών με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2019, C 380, σ. 1).

29      Συνακόλουθα, κατ’ αρχάς, σύμφωνα με το άρθρο 94, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, είναι απαραίτητο το αιτούν δικαστήριο να ορίσει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγήσει τις πραγματικές περιστάσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Πράγματι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνον να αποφαίνεται επί της ερμηνείας νομοθετήματος της Ένωσης, βάσει πραγματικών περιστατικών που θέτει υπόψη του το εθνικό δικαστήριο (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2023, Commune d’Ans, C‑148/22, EU:C:2023:924, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Εν συνεχεία, το άρθρο 94, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προβλέπει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνει το περιεχόμενο των δυνητικά εφαρμοστέων εν προκειμένω εθνικών διατάξεων και, ενδεχομένως, τη σχετική εθνική νομολογία.

31      Τέλος, είναι απολύτως αναγκαίο, όπως ορίζει το άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η απόφαση περί παραπομπής να εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία συγκεκριμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη σχέση που το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2023, Commune d’Ans, C‑148/22, EU:C:2023:924, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση περί παραπομπής παρέχει μόνο μια εξαιρετικά συνοπτική έκθεση του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης, χωρίς να παραθέτει το πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς αυτής. Πέραν αυτού, αναφέρει μόνον συνοπτικώς τους λόγους για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

33      Ειδικότερα, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί αν ψυκτικές αποθήκες οι οποίες δραστηριοποιούνται στο λιανικό εμπόριο με άλλα καταστήματα λιανικού εμπορίου πρέπει να διαθέτουν έγκριση λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό 853/2004, όταν η δραστηριότητα αυτή δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού.

34      Ελλείψει διευκρινίσεων σχετικά με το πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, ιδίως ως προς τη φύση των δραστηριοτήτων της Remia, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν, με το συγκεκριμένο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη νομική κατάσταση των λοιπών εγκαταστάσεων που βρίσκονται στην περιφέρεια του Dolj, οι οποίες, κατά τη Remia, θα έπρεπε να υπόκεινται στην υποχρέωση έγκρισης της λειτουργίας τους ή ως προς τη νομική κατάσταση της ίδιας της Remia. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ενώ η Ρουμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι κύρια δραστηριότητα της Remia είναι το χονδρικό εμπόριο, η Επιτροπή θεωρεί ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η εν λόγω εταιρία ασκεί δραστηριότητες λιανικού εμπορίου, παραδεχόμενη, ωστόσο, ότι από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει σαφώς η φύση των δραστηριοτήτων της Remia.

35      Ομοίως, η αναφορά που γίνεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα σε «ψυκτικές αποθήκες», φράση η οποία δεν μνημονεύεται πουθενά αλλού στην απόφαση περί παραπομπής, δεν αρκεί, ελλείψει οποιασδήποτε διευκρινίσεως ως προς την κρισιμότητά της για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, προκειμένου να μπορέσει το Δικαστήριο να κρίνει ότι είναι σε θέση να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

36      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

37      Περαιτέρω, με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η αρχή της ισοδυναμίας επιτάσσει, όταν είναι δυνατή η ακύρωση κανονιστικής αποφάσεως διοικητικής αρχής λόγω του ότι αντίκειται σε εθνική νομοθεσία, η διοικητική αυτή πράξη να μπορεί επίσης να ακυρωθεί για τον λόγο ότι δεν συνάδει με κανονισμό της Ένωσης, όπως είναι ο κανονισμός 853/2004.

38      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ισοδυναμίας απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν λιγότερο ευνοϊκούς δικονομικούς κανόνες για τα μέσα παροχής ένδικης προστασίας τα οποία αποσκοπούν στην προάσπιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης σε σχέση με εκείνους που ισχύουν για παρόμοια εσωτερικής φύσεως μέσα παροχής ένδικης προστασίας (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC κ.λπ., C‑234/17, EU:C:2018:853, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Επομένως, προκειμένου το Δικαστήριο να μπορέσει να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να παράσχει τουλάχιστον ορισμένες ελάχιστες ενδείξεις όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπει η εθνική νομοθεσία, καθώς και τους λόγους για τους οποίους διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη προς την αρχή της ισοδυναμίας. Πλην όμως, η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει, κατά παράβαση των απαιτήσεων του άρθρου 94, στοιχεία βʹ και γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, καμία ένδειξη ως προς το περιεχόμενο των κρίσιμων εθνικών διατάξεων ούτε ως προς τους λόγους για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, εν προκειμένω, ως προς την ερμηνεία της αρχής της ισοδυναμίας.

40      Ως εκ τούτου, το πέμπτο ερώτημα είναι επίσης απαράδεκτο.

41      Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι, λόγω του πνεύματος συνεργασίας που πρυτανεύει στις σχέσεις μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, η έλλειψη ορισμένων προγενέστερων διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου δεν έχει κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ή ενός εκ των περιεχόμενων στην οικεία αίτηση προδικαστικών ερωτημάτων εάν το Δικαστήριο εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δικογραφία, ότι είναι σε θέση να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Admiral Gaming Network κ.λπ., C‑475/20 έως C‑482/20, EU:C:2022:714, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Εξάλλου, όσον αφορά ειδικότερα τη σχετική με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως απαίτηση του άρθρου 94, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αρκεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης καθώς και τα εντεύθεν κύρια διακυβεύματα για την έννομη τάξη της Ένωσης να απορρέουν από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ώστε να παρέχεται στα κράτη μέλη και τους λοιπούς ενδιαφερομένους η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να μετάσχουν αποτελεσματικά στην ενώπιόν του διαδικασία (απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express, C‑643/16, EU:C:2018:67, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Συναφώς, όσον αφορά το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, από την έκθεση του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης και από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει –εν συντομία αλλά κατά τρόπο αρκούντως σαφή– ότι το αιτούν δικαστήριο, επιληφθέν αιτήματος μερικής ακύρωσης της κανονιστικής αποφάσεως 111/2008, διατηρεί κατ’ ουσίαν αμφιβολίες ως προς το αν η έννοια του όρου «τοπική προμήθεια», κατά την εν λόγω κανονιστική απόφαση, συνάδει με την έννοια της φράσης «τοπική […] δραστηριότητα», κατά τον κανονισμό 853/2004.

44      Επομένως, η απόφαση περί παραπομπής εκθέτει επαρκώς κατά νόμον το ιστορικό και τη φύση της διαφοράς της κύριας δίκης, της οποίας η έκβαση εκτιμά ότι εξαρτάται από την ερμηνεία του κανονισμού 853/2004. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο παρέσχε επαρκή στοιχεία ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να δώσει χρήσιμη απάντηση στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί της ουσίας

45      Με το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 853/2004, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 13 του κανονισμού, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλίνει από τον ορισμό της «τοπική[ς …] δραστηριότητα[ς]», κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, και η οποία περιορίζει, ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

46      Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι από το άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 853/2004 προκύπτει ότι το λιανικό εμπόριο εξαιρείται, κατ’ αρχήν, από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

47      Εντούτοις, σύμφωνα με την κύρια εισαγωγική πρόταση του άρθρου 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 853/2004, το λιανικό εμπόριο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στην περίπτωση εργασιών που εκτελούνται με σκοπό την προμήθεια τροφίμων ζωικής προέλευσης σε άλλη εγκατάσταση.

48      Ωστόσο, στην τελευταία ως άνω περίπτωση, το λιανικό εμπόριο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που μνημονεύονται στα σημεία i και ii της συγκεκριμένης διάταξης.

49      Επομένως, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 853/2004, ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται στο λιανικό εμπόριο όταν η προμήθεια τροφίμων ζωικής προέλευσης λαμβάνει χώρα μεταξύ εγκαταστάσεων λιανικού εμπορίου και εφόσον, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αποτελεί περιθωριακή, τοπική και περιορισμένη δραστηριότητα.

50      Αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 853/2004 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν περιορισμούς όσον αφορά την εφαρμογή των απαιτήσεων του κανονισμού στις δραστηριότητες λιανικής πώλησης μόνον, ειδικότερα, στην περίπτωση που η προμήθεια τροφίμων ζωικής προέλευσης από κατάστημα λιανικού εμπορίου σε άλλο κατάστημα αποτελεί περιθωριακή, τοπική και περιορισμένη δραστηριότητα. Συνεπώς, η προμήθεια αυτή θα πρέπει να αποτελεί μικρό μόνον μέρος των εργασιών του καταστήματος· τα προμηθευόμενα καταστήματα θα πρέπει να βρίσκονται στην άμεση γειτονία του· η προμήθεια θα πρέπει να αφορά μόνον ορισμένους τύπους προϊόντων ή καταστημάτων.

51      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το προοίμιο πράξεως της Ένωσης δύναται να διευκρινίζει το περιεχόμενο των διατάξεών της και ότι οι αιτιολογικές σκέψεις μιας τέτοιας πράξεως συνιστούν σημαντικά ερμηνευτικά στοιχεία, τα οποία είναι ικανά να αποσαφηνίσουν τη βούληση του συντάκτη της (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Επιτροπή κατά CK Telecoms UK Investments, C‑376/20 P, EU:C:2023:561, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Κατά πάγια επίσης νομολογία, αν και, ακριβώς λόγω της φύσεώς τους και της λειτουργίας τους εντός του συστήματος των πηγών του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις των κανονισμών παράγουν, κατά κανόνα, άμεσα αποτελέσματα στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να απαιτείται οι εθνικές αρχές να λάβουν μέτρα εφαρμογής, εντούτοις είναι ενδεχομένως αναγκαία, για την υλοποίηση ορισμένων διατάξεων κανονισμού, η λήψη μέτρων εφαρμογής εκ μέρους των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν μέτρα εφαρμογής ενός κανονισμού εφόσον δεν παρακωλύουν την άμεση εφαρμογή του, δεν αποκρύπτουν τη φύση του ως πράξεως του δικαίου της Ένωσης και συγκεκριμενοποιούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας την οποία τους παρέχει ο κανονισμός, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνουν τα όρια που θέτουν οι διατάξεις του (απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑541/16, EU:C:2018:251, σκέψεις 27 και 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι η απευθείας εφαρμογή των κανονισμών αποκλείει, πλην αντιθέτου διατάξεως, την έκδοση από τα κράτη μέλη εσωτερικών διατάξεων που θίγουν το περιεχόμενο του ίδιου του κανονισμού (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al‑Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al‑Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, εκτός αν υπάρχει αντίθετη διάταξη, να περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής ενός κανονισμού και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να περιορίζουν το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που αυτός προβλέπει.

54      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 853/2004 παραπέμπει ρητώς στη νομοθεσία των κρατών μελών όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας «περιθωριακή, τοπική και περιορισμένη δραστηριότητα» κατά τη διάταξη αυτή. Εντούτοις, το περιθώριο εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στα κράτη μέλη οριοθετείται από την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού, η οποία παρέχει διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο της εν λόγω έννοιας.

55      Επομένως, προκειμένου να παραμείνουν εντός των ορίων των διατάξεων του κανονισμού 853/2004, τα κράτη μέλη οφείλουν να μην παρεκκλίνουν από τον ορισμό της έννοιας «περιθωριακή, τοπική και περιορισμένη δραστηριότητα» που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού, όταν προβλέπουν, στην εθνική τους νομοθεσία, τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του εν λόγω κανονισμού.

56      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, αντιθέτως προς το πρώτο σκέλος της δεύτερης περιόδου της αιτιολογικής σκέψης 13, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την εφαρμογή στο λιανικό εμπόριο των απαιτήσεων του εν λόγω κανονισμού «όταν κρίνουν ότι οι απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004 επαρκούν για την επίτευξη στόχων υγιεινής των τροφίμων», το δεύτερο σκέλος της δεύτερης περιόδου και η τρίτη περίοδος της αιτιολογικής σκέψης 13, που αφορούν την έννοια της «περιθωριακής, τοπικής και περιορισμένης δραστηριότητας», διατυπώνονται κατά τρόπο επιτακτικό και, ως εκ τούτου, δεν αφήνουν στα κράτη μέλη περιθώριο παρέκκλισης.

57      Όσον αφορά την έννοια «τοπική […] δραστηριότητα», από την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 853/2004 προκύπτει ότι πρέπει να πρόκειται για προμήθεια από κατάστημα λιανικής πώλησης σε άλλο κατάστημα, ευρισκόμενο «στην άμεση γειτονία» του.

58      Πάντως, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η έννοια «τοπική προμήθεια», κατά το άρθρο 17, στοιχείο e, των κανόνων κτηνιατρικής υγιεινής, ορίζεται ως προμήθεια «σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια», βαίνουσα προδήλως πέραν της προμήθειας στην άμεση γειτονία. Πράγματι, η έννοια της «εθνικής επικράτειας» είναι πολύ ευρύτερη από την έννοια της «άμεσης γειτονίας», κατά μείζονα δε λόγο όταν πρόκειται για κράτος μέλος, όπως η Ρουμανία, του οποίου η εθνική επικράτεια καταλαμβάνει σημαντική έκταση.

59      Κατά συνέπεια, μια τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείει, στην πράξη, από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 853/2004 δραστηριότητες λιανικής πώλησης οι οποίες δεν συνιστούν τοπικές δραστηριότητες, κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού, περιορίζοντας, ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και την εμβέλεια της προβλεπόμενης στο άρθρο 4 αυτού υποχρέωσης έγκρισης.

60      Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 του κανονισμού 853/2004, οι διαδικασίες έγκρισης αποσκοπούν στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας. Γενικότερα, με την έκδοση του ως άνω κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης επιδίωξε ρητώς να διασφαλίσει, σύμφωνα με τη βούληση που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού αυτού, ότι όλα τα τρόφιμα ζωικής προελεύσεως θα παράγονται και θα διατίθενται στο εμπόριο σύμφωνα με αυστηρά πρότυπα που καθιστούν δυνατή τη διασφάλιση της υγιεινής και της ασφάλειας των τροφίμων, ώστε να αποφεύγονται κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία (πρβλ. απόφαση της 29ης Μαΐου 2018, Liga van Moskeeën en Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen κ.λπ., C‑426/16, EU:C:2018:335, σκέψη 67).

61      Οι σκοποί αυτοί επιρρωννύουν την ερμηνεία κατά την οποία τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 853/2004.

62      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 853/2004, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 13 του κανονισμού, έχει την έννοια ότι, καθόσον, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, η «τοπική [...] δραστηριότητα» ορίζεται ως η προμήθεια καταστημάτων που βρίσκονται σε «άμεση γειτονία», αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία υπάγει στην έννοια αυτή και εφοδιασμό βαίνοντα πέραν μιας τέτοιας προμήθειας, όπως τον εφοδιασμό καταστημάτων που βρίσκονται σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια, και η οποία περιορίζει, ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού (ΕΚ) 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 13 του κανονισμού,

έχει την έννοια ότι:

καθόσον, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, η «τοπική [...] δραστηριότητα» ορίζεται ως η προμήθεια καταστημάτων που βρίσκονται σε «άμεση γειτονία», αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία υπάγει στην έννοια αυτή και εφοδιασμό βαίνοντα πέραν μιας τέτοιας προμήθειας, όπως τον εφοδιασμό καταστημάτων που βρίσκονται σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια, και η οποία περιορίζει, ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.