Language of document : ECLI:EU:T:2004:116

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-124/02 και T-156/02

The Sunrider Corp.

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Κανονισμοί (EK) 40/94 και 2868/95 – Έξοδα διαδικασίας ανακοπής – Μερική ανάκληση της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος – Ανάκληση της ανακοπής – Επιστροφή του τέλους προσφυγής – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικαστικές διατάξεις – Κατανομή των εξόδων – Ανάκληση διαδικαστικής πράξεως που την καθιστά άνευ αντικειμένου – Εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 81 του κανονισμού 40/94 ως lex specialis σε σχέση με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου – Ανάκληση αιτιολογηθείσα ή μη από συμφωνία συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων – Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 81 §§ 3 και 4)

2.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικαστικές διατάξεις – Κατανομή των εξόδων – Διαδικασία ανακοπής – Παραίτηση ενός διαδίκου από τα αιτήματά του – Εξομοίωση με αιτηθέντα διάδικο – Εξαίρεση – Περιπτώσεις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 81, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 – Δυνατότητα του Γραφείου να προβεί σε κατανομή των εξόδων λαμβάνοντας υπόψη λόγους ευθυδικίας – Ευρύ περιθώριο λήψεως αποφάσεως

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 81 §§ 1 έως 3)

3.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικαστικές διατάξεις – Κατανομή των εξόδων – Διαδικασία ανακοπής – Μερική παραίτηση των διαδίκων από τα αιτήματά τους – Δυνατότητα του Γραφείου να προβεί σε κατανομή των εξόδων λαμβάνοντας υπόψη λόγους ευθυδικίας – Ευρύ περιθώριο λήψεως αποφάσεως – Εξέταση του βασίμου της ανακοπής – Δεν είναι αναγκαία

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 81 §§ 1 έως 3)

4.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Επιστροφή του τέλους προσφυγής σε περίπτωση παραβάσεως ουσιώδους τύπου – Απόφαση λαμβανόμενη αυτεπαγγέλτως – Υποχρέωση του Γραφείου – Όρια

(Κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 51)

5.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικαστικές διατάξεις – Αιτιολογία των αποφάσεων – Άρθρο 73, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94 – Περιεχόμενο πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 253 ΕΚ

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 73, πρώτη περίοδος)

1.      Το άρθρο 81, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα συνιστά lex specialis σε σχέση με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, στον βαθμό που η παράγραφος 3 καλύπτει περιπτώσεις στις οποίες το γεγονός ότι η διαδικασία καθίσταται άνευ αντικειμένου αποτελεί συνέπεια της μονομερούς ανακλήσεως μιας διαδικαστικής πράξεως, ενώ η παράγραφος 4 αφορά γενικώς όλες τις περιπτώσεις καταργήσεως της δίκης. Η εν λόγω παράγραφος έχει επίσης εφαρμογή όταν, σε μια διαδικασία inter partes, έκαστος των διαδίκων ανακαλεί τη διαδικαστική πράξη την οποία έχει διενεργήσει. Συναφώς, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η ανάκληση της ή των διαδικαστικών πράξεων αιτιολογήθηκε ή όχι από συμφωνία συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων εκτός της οικείας διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 37-39)

2.      Από το άρθρο 81, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα προκύπτει ότι ο διάδικος που τερματίζει μια διαδικασία ανακοπής παραιτούμενος των αιτημάτων του, ιδίως ανακαλώντας την αίτηση καταχωρίσεως σήματος ή την ανακοπή, εξομοιώνεται με ηττηθέντα διάδικο και οφείλει συνεπώς, κατ’ αρχήν, να επιβαρύνεται με τα τέλη και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο άλλος διάδικος. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό υπάρχει μόνον όταν μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 81, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, σύμφωνα με το οποίο, «στον βαθμό που τυχόν οι διάδικοι ενίκησαν και ηττήθηκαν μερικώς ή όταν το απαιτεί η ευθυδικία, το τμήμα ανακοπών ή το τμήμα ακύρωσης ή το τμήμα προσφυγών αποφασίζει διαφορετική κατανομή των εξόδων». Συναφώς, ναι μεν η διάταξη αυτή προβλέπει δύο χωριστές περιπτώσεις στις οποίες η κατανομή των εξόδων είναι διαφορετική από εκείνη που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού, πλην όμως δεν απαγορεύει την ταυτόχρονη συνδρομή των δύο αυτών περιπτώσεων. Έτσι, το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) μπορεί, σε περίπτωση κατανομής των εξόδων λόγω του ότι οι διάδικοι ενίκησαν και ηττήθηκαν μερικώς, να λάβει υπόψη το τι απαιτεί η ευθυδικία, αν μια κατανομή που λαμβάνει υπόψη μόνο τη μερική νίκη καταλήγει σε άδικο αποτέλεσμα. Επομένως, το Γραφείο διαθέτει ευρύ περιθώριο για τη λήψη αποφάσεως όσον αφορά τη συγκεκριμένη κατανομή των εξόδων μεταξύ των διαδίκων.

(βλ. σκέψεις 53-54)

3.      Όταν, σε διαδικασία ανακοπής ασκηθείσας κατά καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος βάσει των άρθρων 42 επ. του κανονισμού 40/94, η αίτηση καταχωρίσεως σήματος ανακαλείται μερικώς και η ανακοπή κατά της αιτήσεως αυτής ανακαλείται και αυτή μερικώς, στον βαθμό που η διαδικασία ανακοπής δεν κατέστη άνευ αντικειμένου κατόπιν του περιορισμού της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, έκαστος των διαδίκων παραιτείται μερικώς από τα αιτήματά του. Η περίπτωση αυτή πρέπει να εξομοιωθεί με εκείνη κατά την οποία οι διάδικοι ηττώνται ως προς ένα ή περισσότερα από τα αιτήματά τους και η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 81, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94.

Στο πλαίσιο αυτό, το τμήμα ανακοπών και το τμήμα προσφυγών μπορούν να λάβουν υπόψη την ευθυδικία κατά την έκδοση της αποφάσεώς τους όσον αφορά τη συγκεκριμένη κατανομή των εξόδων μεταξύ των διαδίκων, διαθέτοντας συναφώς ευρύ περιθώριο για τη λήψη αποφάσεως.

Συναφώς, τα τμήματα αυτά δεν οφείλουν, για την κατανομή των εξόδων μεταξύ των διαδίκων, να εξετάσουν, έστω και συνοπτικά, τις πιθανότητες που είχε έκαστος των διαδίκων αυτών να νικήσει στις διαδικασίες αυτές. Συγκεκριμένα, θα ήταν αντίθετο προς την οικονομία της διαδικασίας να πραγματοποιηθεί εξέταση του βασίμου της ανακοπής αποκλειστικά και μόνο για την κατανομή των εξόδων.

(βλ. σκέψεις 55-58)

4.      Από το κείμενο του κανόνα 51 του κανονισμού 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, σύμφωνα με τον οποίο το τέλος προσφυγής επιστρέφεται σε περίπτωση προδικαστικής αναθεώρησης της προσβαλλόμενης απόφασης ή όταν η προσφυγή γίνει δεκτή και κριθεί δίκαιη η επιστροφή του τέλους, λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, προκύπτει ότι η απόφαση με την οποία διατάσσεται η επιστροφή του τέλους προσφυγής λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως, χωρίς ο διάδικος που άσκησε την προσφυγή ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) να χρειάζεται να διατυπώσει σχετικό αίτημα.

Τούτο δεν σημαίνει ωστόσο ότι το τμήμα προσφυγών είναι υποχρεωμένο, κάθε φορά που ακυρώνει μια απόφαση, να ερευνά αυτεπαγγέλτως αν η απόφαση αυτή είναι πλημμελής λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου οπότε μπορεί να δικαιολογηθεί η εφαρμογή του εν λόγω κανόνα. Ομοίως, μια τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να προκύπτει από αίτημα περί επιστροφής του τέλους προσφυγής, το οποίο υπέβαλε κάποιος διάδικος, οσάκις το αίτημα αυτό δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς με τους οποίους να αποδεικνύεται ότι διεπράχθη παράβαση ουσιώδους τύπου.

(βλ. σκέψεις 69-70)

5.      Δυνάμει του άρθρου 73, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, οι αποφάσεις του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) αιτιολογούνται. Η υποχρέωση αυτή έχει το ίδιο περιεχόμενο με την υποχρέωση την οποία καθιερώνει το άρθρο 253 ΕΚ.

Συναφώς, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των ατομικών αποφάσεων έχει διττό σκοπό, δηλαδή να παρέχεται, αφενός, στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να γνωρίζουν τη δικαιολόγηση του ληφθέντος μέτρου ώστε να προασπίζουν τα δικαιώματά τους και, αφετέρου, στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως. Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το γράμμα της, αλλά και με το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα.

(βλ. σκέψεις 72-73)