Language of document :

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-109/02, T-118/02, T-122/02, T-125/02, T-126/02, T-128/02, T-129/02, T-132/02 και T-136/02

Bolloré SA κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά του αυτογραφικού χαρτιού — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων — Διάρκεια της παραβάσεως — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Προσαύξηση για αποτρεπτικούς σκοπούς — Επιβαρυντικές περιστάσεις — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Ανακοίνωση περί συνεργασίας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Πρόσβαση στον φάκελο

(Άρθρο 81 § 1 EΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Αποκλείονται αποδεικτικά στοιχεία μη κοινοποιηθέντα στην επιχείρηση που είναι αποδέκτης της αποφάσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Απόφαση μη παρεμφερής με την Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας — Προϋπόθεση

(Άρθρο 81 § ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

4.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Δεν εφαρμόζεται το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του ανθρώπου — Εφαρμογή των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 2)

5.      Πράξεις των οργάνων — Πράξεις εκδοθείσες στο πλαίσιο της ασκήσεως εξουσίας εκτιμήσεως — Τήρηση των εγγυήσεων που παρέχονται στον διοικούμενο

6.      Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Παράβαση διαπραχθείσα από θυγατρική — Καταλογισμός στη μητρική εταιρία — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

7.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Χρησιμοποίηση των δηλώσεων άλλων επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση ως αποδεικτικών μέσων

(Άρθρο 81 EΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 11)

8.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμμετοχή επιχειρήσεως σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρωτοβουλίες

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Καταλογισμός σε επιχείρηση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να συγκεντρωθούν

(Άρθρο 81 § 1 EΚ)

11.    Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια

(Άρθρο 81 § 1 EΚ)

12.    Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Παραβάσεις — Πρόστιμα — Καθορισμός — Κριτήρια — Αύξηση του γενικού ποσού των προστίμων

(Άρθρο 81 § 1 EΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

13.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Στοιχεία που πρέπει να περιέχει

(Άρθρο 81 § 1 EΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

14.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Στοιχεία που πρέπει να περιέχει

(Άρθρα 81 § 1 EΚ και 229 EΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 17 και 19 § 1)

15.    Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απαγορεύεται — Παραβάσεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές δυνάμενες να θεωρηθούν ως συνιστώσες σε ενιαία παράβαση

(Άρθρο 81 § 1 EΚ)

16.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Άρθρο 81 § 1 EΚ· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

17.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Συγκεκριμένη επίπτωση στην αγορά

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

18.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

19.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

20.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

21.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

22.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοινώσεις 96/C 207/04 και 98/C 9/03 της Επιτροπής)

23.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός

(Άρθρο 81 § 1 EΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

24.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Επιβαρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

25.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

26.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

27.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, τρίτη περίπτωση)

28.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου σε αντιστάθμισμα της συνεργασίας της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

29.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μείωση του ποσού του προστίμου σε αντιστάθμισμα της συνεργασίας της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 11 §§ 4 και 5, και 15 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής, τίτλος Δ, σημείο 2)

30.    Διαδικασία — Αποδεικτικά μέσα — Αίτηση προσκομίσεως εγγράφων

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 65 και 66 § 1)

1.      Σε διαδικασία εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή, προκειμένου να παράσχει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων τη δυνατότητα να αμυνθούν αποτελεσματικά κατά των αιτιάσεων που διατυπώνονται κατ’ αυτών στην ανακοίνωση αιτιάσεων, υποχρεούται να τους καταστήσει προσιτό ολόκληρο τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, εξαιρουμένων των εγγράφων που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής.

Εξάλλου, το δικαίωμα των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού τους απορρήτου πρέπει να σταθμίζεται με τη διασφάλιση του δικαιώματος προσβάσεως σε ολόκληρο τον φάκελο της υποθέσεως.

Κατά συνέπεια, αν η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένα έγγραφα του φακέλου της έρευνας της υποθέσεως περιλαμβάνουν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες, πρέπει να προετοιμάζει ή να αναθέτει στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, από τις οποίες προέρχονται τα εν λόγω έγγραφα, να προετοιμάζουν μη εμπιστευτικά κείμενα των εγγράφων αυτών. Αν η προετοιμασία μη εμπιστευτικών κειμένων όλων των εγγράφων αποδεικνύεται δυσχερής, η Επιτροπή πρέπει να διαβιβάζει στα ενδιαφερόμενα μέρη αρκούντως ακριβή κατάλογο των εγγράφων που θέτουν πρόβλημα ώστε να τους επιτρέπει να εκτιμούν αν είναι πρόσφορο να ζητήσουν την πρόσβαση σε συγκεκριμένα έγγραφα.

(βλ. σκέψεις 45-46)

2.      Δεδομένου ότι τα μη κοινοποιηθέντα στους ενδιαφερομένους διαδίκους κατά τη διοικητική διαδικασία έγγραφα δεν αποτελούν αντιτάξιμα αποδεικτικά στοιχεία, αν αποδειχθεί ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, στην τελική απόφαση, επί εγγράφων που δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως και δεν κοινοποιήθηκαν στις προσφεύγουσες, μπορεί τα εν λόγω έγγραφα να μην γίνουν δεκτά ως αποδεικτικά μέσα.

Επομένως, αν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε ένα χωρίο απαντήσεως σε ανακοίνωση αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε μια τέτοια απάντηση για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1 ΕΚ, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στους λοιπούς εμπλεκομένους στη διαδικασία διαδίκους να εκφράσουν την άποψή τους επί του αποδεικτικού αυτού στοιχείου.

(βλ. σκέψεις 56-57)

3.      Η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να περιέχει επαρκώς σαφή έκθεση των αιτιάσεων, έστω και συνοπτική, προκειμένου να μπορέσουν οι ενδιαφερόμενοι να λάβουν πράγματι γνώση των συμπεριφορών που τους προσάπτει η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, μόνον υπό την προϋπόθεση αυτή μπορεί η ανακοίνωση αιτιάσεων να επιτελέσει τη λειτουργία της σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανονισμούς η οποία συνίσταται στην παροχή όλων των αναγκαίων στοιχείων στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων προκειμένου αυτές να μπορέσουν να γνωστοποιήσουν προσηκόντως την άμυνά τους προτού η Επιτροπή εκδώσει οριστική απόφαση.

Η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται όταν με την απόφαση καταλογίζεται η ευθύνη παραβάσεως στη μητρική εταιρία λόγω, αφενός, της συμμετοχής της θυγατρικής σε σύμπραξη και, αφετέρου, της άμεσης συμμετοχής της μητρικής εταιρίας στις δραστηριότητες της σύμπραξης, ενώ βάσει της ανακοινώσεως αιτιάσεων η μητρική εταιρία δεν μπορεί να λάβει γνώση της αιτιάσεως που αντλείται από την άμεση συμμετοχή της στην παράβαση, ούτε των πραγματικών περιστατικών που η απόφαση έκρινε τελικώς αποδεδειγμένα, προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής.

Ωστόσο, ακόμη και αν η απόφαση της Επιτροπής περιέχει νέους πραγματικούς ή νομικούς ισχυρισμούς σε σχέση με τους οποίους δεν υπήρξε ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, το διαπιστωθέν ελάττωμα δεν συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως επί του σημείου αυτού, παρά μόνον αν οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν μπορούν να αποδειχθούν επαρκώς κατά νόμο βάσει άλλων στοιχείων τα οποία περιέχονται στην απόφαση και σε σχέση με τα οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις είχαν την ευκαιρία να προβάλουν την άποψή τους.

Εξάλλου, αν ορισμένες από τις αιτιολογικές σκέψεις μιας αποφάσεως δικαιολογούν επαρκώς, κατά νόμο, την εν λόγω απόφαση, οι τυχόν πλημμέλειες σε άλλες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης πράξεως δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στο διατακτικό της.

(βλ. σκέψεις 67, 71, 77, 79-81)

4.      Μολονότι η Επιτροπή δεν είναι δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και μολονότι οι αποφάσεις της Επιτροπής περί επιβολής προστίμων λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού δεν είναι ποινικού χαρακτήρα, παρ’ όλ’ αυτά, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου κατά τη διοικητική διαδικασία.

Πάντως, αφενός, καίτοι η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε ακρόαση φυσικών ή νομικών προσώπων όταν το κρίνει αναγκαίο, δεν διαθέτει το δικαίωμα να καλεί μάρτυρες κατηγορίας χωρίς να έχει εξακριβώσει ότι συμφωνούν να καταθέσουν και, αφετέρου, το γεγονός ότι οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού δεν προβλέπουν υποχρέωση της Επιτροπής να καλέσει τους μάρτυρες υπερασπίσεως των οποίων ζητείται η εξέταση δεν αντιβαίνει στις προαναφερθείσες αρχές.

(βλ. σκέψεις 86-87)

5.      Σε περιπτώσεις όπου τα όργανα της Κοινότητας διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να μπορούν να εκπληρώνουν την αποστολή τους, η εξασφάλιση των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει κατά μείζονα λόγο θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών συγκαταλέγεται ιδίως η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία που έχουν σχέση με την εκάστοτε κρινόμενη περίπτωση.

(βλ. σκέψη 92)

6.      Το γεγονός ότι μια θυγατρική εταιρία έχει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλειστεί η δυνατότητα να καταλογιστεί η συμπεριφορά της στη μητρική εταιρία, ιδίως όταν η θυγατρική δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας.

Συναφώς, μολονότι το στοιχείο σχετικά με την κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής της συνιστά σοβαρή ένδειξη ότι η μητρική εταιρία επηρεάζει αποφασιστικά τη συμπεριφορά της θυγατρικής της στην αγορά, δεν αρκεί μόνο το στοιχείο αυτό για να καταλογιστεί η ευθύνη της συμπεριφοράς της θυγατρικής στη μητρική εταιρία. Χρειάζεται μεν ένα πρόσθετο στοιχείο σχετικά με το ποσοστό συμμετοχής, μπορεί όμως να συνίσταται σε ενδείξεις. Το εν λόγω πρόσθετο στοιχείο δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να προκύπτει όταν αποδεικνύεται ότι η μητρική εταιρία έχει πράγματι δώσει οδηγίες στη θυγατρική να συμμετάσχει στη σύμπραξη.

(βλ. σκέψεις 131-132)

7.      Η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

Περαιτέρω, οι δηλώσεις κατά των συμφερόντων του δηλώνοντος, πρέπει, καταρχήν, να θεωρηθούν ως ιδιαίτερα αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 166-167)

8.      Αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είχε μετάσχει σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνάφθηκαν συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, προς επαρκή απόδειξη της συμμετοχής της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, στην επιχείρηση αυτή εναπόκειται να προβάλει ενδείξεις ικανές να στοιχειοθετήσουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συναντήσεις εστερείτο κάθε πνεύματος στρεφομένου κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συναντήσεις αυτές υπό ένα πρίσμα διαφορετικό απ’ ό,τι αυτοί.

Η εν λόγω αρχή του δικαίου βασίζεται στο ότι, έχοντας συμμετάσχει στην εν λόγω συνάντηση χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημόσια από τα συζητηθέντα, η επιχείρηση άφησε τους λοιπούς μετάσχοντες στη συνάντηση να εννοήσουν ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό.

Επιπλέον, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν δίνει συνέχεια στα αποτελέσματα μια συσκέψεως με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο δεν αποκλείει την ευθύνη της εκ της συμμετοχής της σε σύμπραξη, εκτός αν έχει αποστασιοποιηθεί δημοσίως από το περιεχόμενό της.

Όταν το σύστημα αυτό των συναντήσεων εντάσσεται σε σειρά προσπαθειών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων που επεδίωκαν ένα και τον αυτό οικονομικό σκοπό, ήτοι τη νόθευση της εξελίξεως των τιμών, θα ήταν τεχνητό να υποδιαιρεθεί αυτή η συνεχής συμπεριφορά, που χαρακτηριζόταν από ένα και τον αυτό σκοπό, αναλυόμενη σε πλείονες και χωριστές παραβάσεις.

(βλ. σκέψεις 188-189, 196, 312, 360, 424)

9.      Επιχείρηση που έχει μετάσχει σε πολύμορφη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού μέσω της δικής της συμπεριφοράς, η οποία εμπίπτει στις έννοιες της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής με αντίθετο στον ανταγωνισμό σκοπό, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1 ΕΚ, και αποσκοπεί να συμβάλει στην πραγματοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, μπορεί επίσης να ευθύνεται και για τη συμπεριφορά την οποία αναπτύσσουν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση γνωρίζει την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων ή ότι μπορεί ευλόγως να την προβλέψει και είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί τον σχετικό κίνδυνο.

Η ταυτότητα και μόνον του αντικειμένου μεταξύ μιας συμφωνίας στην οποία μετείχε επιχείρηση και μιας γενικής συμπράξεως δεν αρκεί για να καταλογιστεί στην εν λόγω επιχείρηση η συμμετοχή στη γενική σύμπραξη. Πράγματι, μόνον αν η επιχείρηση, όταν μετείχε στη συμφωνία αυτή, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, πράττοντάς το, εντασσόταν στη γενική σύμπραξη μπορεί η συμμετοχή της στην εν λόγω συμφωνία να αποτελέσει έκφανση της προσχωρήσεώς της στη γενική αυτή σύμπραξη.

(βλ. σκέψεις 207, 209, 236)

10.    Όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1 ΕΚ, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη περιστατικών που να στοιχειοθετούν την παράβαση.

Είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση αυτή όντως διαπράχθηκε. Ωστόσο, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή .

(βλ. σκέψεις 256-258)

11.    Η απαίτηση αυτονομίας της πολιτικής κάθε επιχειρηματία, η οποία είναι εγγενής στις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με τον ανταγωνισμό, αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών δυνάμενη είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός τωρινού ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται ν’ ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις κανονικές συνθήκες της εν λόγω αγοράς. Συναφώς, πρέπει να τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου που βαρύνει τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, ότι οι μετέχουσες στη διαβούλευση επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά.

(βλ. σκέψη 291)

12.    Το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει επιβάλει κατά το παρελθόν πρόστιμα ενός ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που τίθενται με τον κανονισμό 17, αν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να κατοχυρωθεί η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού.

Η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το ύψος των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

Οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διοικητική διαδικασία η οποία μπορεί να καταλήξει στην επιβολή προστίμου δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν θα υπερβεί το ύψος των προστίμων το οποίο εφάρμοζε προηγουμένως.

(βλ. σκέψεις 376-377)

13.    Η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν, εφόσον έχει αναφέρει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζει τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει κάθε ένα από τα στοιχεία αυτά για την επιμέτρηση του προστίμου. Πράγματι, η παροχή στοιχείων σχετικά με το ύψος των προστίμων των οποίων μελετάται η επιβολή, πριν παρασχεθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των αιτιάσεων που ελήφθησαν υπόψη κατ’ αυτών, θα προδίκαζε κατά τρόπον ανάρμοστο την απόφαση της Επιτροπής.

Η Επιτροπή δεν ήταν κατά συνέπεια υποχρεωμένη, κατά τη διοικητική διαδικασία, να γνωστοποιήσει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις την πρόθεσή της να εφαρμόσει νέα μέθοδο υπολογισμού του ύψους των προστίμων.

(βλ. σκέψεις 392, 403)

14.    Εφόσον η Επιτροπή αναφέρει ρητώς, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι πρόκειται να εξετάσει αν πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στις οικείες επιχειρήσεις και να αναφέρει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να επισύρουν πρόστιμο, όπως είναι η σοβαρότητα και η διάρκεια της υποτιθεμένης παραβάσεως και το γεγονός ότι αυτή διεπράχθη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, πληροί την υποχρέωσή της σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως των επιχειρήσεων. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή παρέχει στις επιχειρήσεις τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν όχι μόνον έναντι της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και έναντι της επιβολής προστίμου.

Συνεπώς, τα δικαιώματα άμυνας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων διασφαλίζονται ενώπιον της Επιτροπής, όσον αφορά την επιμέτρηση του προστίμου, μέσω της δυνατότητας υποβολής παρατηρήσεων ως προς τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της παραβάσεως καθώς και τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των περιστατικών που τους προσάπτονται. Εξάλλου, οι επιχειρήσεις απολαύουν πρόσθετης εγγυήσεως όσον αφορά την επιμέτρηση των προστίμων, καθόσον το Πρωτοδικείο αποφαίνεται κατά πλήρη δικαιοδοσία και μπορεί επομένως να άρει ή να μειώσει το πρόστιμο, δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 17.

(βλ. σκέψεις 397-398)

15.    Αν το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν έλαβε μέρος σε όλα τα συστατικά στοιχεία της σύμπραξης δεν είναι λυσιτελές για να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως, το στοιχείο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, της επιμέτρησης του προστίμου.

(βλ. σκέψη 429)

16.    Στο πλαίσιο της επιμέτρησης των προστίμων λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένης υπόψη ιδίως της φύσεως των περιορισμών που επιβάλλονται στον ανταγωνισμό.

Οι παραβάσεις που συνίστανται στον καθορισμό των τιμών και στην κατανομή των αγορών πρέπει να θεωρούνται ιδιαίτερα σοβαρές, στον βαθμό που συνεπάγονται ευθεία παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά.

Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός πολύ σοβαρής παραβάσεως δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση η επίδικη πρακτική να προέβη σε στεγανοποίηση των αγορών. Αντιθέτως, οι οριζόντιες συμπράξεις σχετικά με καρτέλ τιμών κατανομής των αγορών βάσει ποσοστώσεων θεωρείται ότι θίγουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί, εξάλλου, να γίνει δεκτός ως προς άλλες πρακτικές που μπορεί να έχουν τέτοιο αποτέλεσμα.

Συγκεκριμένα, από τη νομολογία αυτή και από τις κατευθυντήριες γραμμές δεν προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός πολύ σοβαρής παραβάσεως προϋποθέτει τη σώρευση πολλών από τις πρακτικές αυτές. Οριζόντια σύμπραξη επί των τιμών μπορεί μόνη της να συνιστά τέτοια παράβαση αν θίγει την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Εξάλλου, ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές ούτε από τη νομολογία προκύπτει ότι, για να χαρακτηρισθεί ως πολύ σοβαρή παράβαση, η σύμπραξη πρέπει να έχει ιδιαίτερες θεσμικές δομές.

(βλ. σκέψεις 434-437, 441)

17.    Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παράβασης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παράβασης, ο πραγματικός αντίκτυπος επί της αγοράς, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, καθώς και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς. Επομένως, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν συνδέουν άμεσα τη σοβαρότητα της παραβάσεως με τη συνέπειά της. Η συγκεκριμένη συνέπεια αποτελεί ένα στοιχείο μεταξύ άλλων, το οποίο μάλιστα μπορεί να μη ληφθεί υπόψη όταν δεν μπορεί να μετρηθεί.

(βλ. σκέψη 447)

18.    Μόνον το γεγονός ότι η οικεία αγορά βρίσκεται σε παρακμή και ορισμένες επιχειρήσεις υφίστανται ζημίες δεν μπορεί να εμποδίσει τη θέση σε εφαρμογή σύμπραξης ούτε την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ. Εξάλλου, η κακή κατάσταση της αγοράς δεν συνεπάγεται ότι δεν υπήρξε επίπτωση της σύμπραξης. Συγκεκριμένα, οι συμφωνηθείσες αυξήσεις τιμών μπορεί να καθιστούν δυνατό τον έλεγχο ή τον περιορισμό της μείωσης των τιμών, νοθεύοντας έτσι τον ανταγωνισμό.

Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, όταν επιβάλλει κυρώσεις λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, να θεωρήσει ως ελαφρυντική περίσταση την κακή οικονομική κατάσταση του οικείου τομέα και το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, σε προηγούμενες υποθέσεις, την οικονομική κατάσταση του τομέα ως ελαφρυντική περίσταση δεν σημαίνει ότι πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζει την εν λόγω πρακτική. Συγκεκριμένα, κατά κανόνα τα καρτέλ δημιουργούνται όταν ο τομέας παρουσιάζει προβλήματα.

(βλ. σκέψεις 462, 663)

19.    Μεταξύ των στοιχείων εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως μπορούν, κατά περίπτωση, να περιλαμβάνονται ο όγκος και η αξία των εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως, το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της επιχειρήσεως και, συνεπώς, η επιρροή που μπορεί η τελευταία να ασκήσει επί της αγοράς. Επομένως, είναι, αφενός, θεμιτό να λαμβάνεται υπόψη για την επιμέτρηση του προστίμου τόσο ο ολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, ο οποίος αποτελεί μια έστω κατά προσέγγιση και ατελή ένδειξη του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το μερίδιο του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που, συνεπώς, μπορεί να αποτελεί ένδειξη της εκτάσεώς της. Αφετέρου, δεν πρέπει να δίδεται ούτε στον ένα ούτε στον άλλο από τους αριθμούς αυτούς δυσανάλογα μεγάλη σημασία σε σχέση προς τα λοιπά στοιχεία εκτιμήσεως, οπότε η επιμέτρηση καταλλήλου προστίμου δεν μπορεί να προκύψει από έναν απλό υπολογισμό στηριζόμενο στον ολικό κύκλο εργασιών.

(βλ. σκέψη 468)

20.    Η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά την επιμέτρηση των προστίμων αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της συγκεκριμένης παραβάσεως, να πραγματοποιεί τον υπολογισμό του προστίμου με βάση ποσά στηριζόμενα στον κύκλο εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ούτε να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλονται πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία θα καταλήξει ο υπολογισμός της για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα αντικατοπτρίζουν οιαδήποτε μεταξύ τους διαφορά ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών τους ή ως προς τον κύκλο εργασιών τους στην αγορά του επίμαχου προϊόντος.

(βλ. σκέψη 484)

21.    Όταν η Επιτροπή κατατάσσει τις οικείες επιχειρήσεις σε κατηγορίες για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, ο καθορισμός των ορίων εκκινήσεως για καθεμία από τις κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενες κατηγορίες πρέπει να είναι συνεπής και αντικειμενικώς δικαιολογημένος. Τα στοιχεία αυτά, καθόσον δύνανται να αποτελέσουν ένδειξη της σημασίας της επιχειρήσεως, δηλαδή ο κύκλος εργασιών της που αντλείται από την πώληση του προϊόντος στον ΕΟΧ καθώς και τα μερίδιά της αγοράς, μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό.

Η χρησιμοποίηση των μεριδίων αγοράς μεταξύ των άλλων στοιχείων για τη διαφοροποίηση των επιχειρήσεων αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αν δεν εφαρμόζεται στο σύνολο των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 504, 507, 511)

22.    Το ότι λαμβάνεται υπόψη το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού κατά την επιμέτρηση του βασικού ποσού των προστίμων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σταθμίσεως των προστίμων ανάλογα με τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

Η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει βαρύτερα πρόστιμα σε μια επιχείρηση της οποίας οι ενέργειες στην αγορά, λόγω της καθοριστικής θέσεως που κατέχει στην αγορά αυτή, έχουν σημαντικότερο αντίκτυπο απ’ ό,τι οι ενέργειες άλλων επιχειρήσεων που υπέπεσαν στην ίδια παράβαση. Ο τρόπος αυτός υπολογισμού του ύψους του προστίμου ανταποκρίνεται επίσης στην ανάγκη να είναι αυτό αρκούντως αποτρεπτικό.

Η προσαύξηση για αποτρεπτικούς σκοπούς των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού δεν είναι ασυμβίβαστη με την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της μη επιβολής ή μειώσεώς τους, εφόσον τα δύο αυτά στοιχεία είναι προδήλως διαφορετικά και η ταυτόχρονη εφαρμογή τους δεν μπορεί να κριθεί αντιφατική. Συγκεκριμένα, η προσαύξηση του προστίμου για αποτρεπτικούς σκοπούς εντάσσεται στη φάση υπολογισμού του προστίμου με το οποίο επιβάλλεται κύρωση στη διαπραχθείσα παράβαση. Από τη στιγμή που καθοριστεί το ποσό αυτό, η εφαρμογή της ανακοινώσεως σχετικά με τη συνεργασία σκοπεί στη συνέχεια να επιφέρει αντιστάθμιση για τις επιχειρήσεις που αποφάσισαν να συνεργαστούν με την Επιτροπή. Το γεγονός ότι μια επιχείρηση αποφασίζει να συνεργαστεί σε έρευνα για να επιτύχει μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε στο πλαίσιο αυτό ουδόλως διασφαλίζει ότι η επιχείρηση αυτή δεν θα διαπράξει στο μέλλον παρεμφερή παράβαση.

(βλ. σκέψεις 526, 540-541)

23.    Στο πλαίσιο της επιμέτρησης του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει μια πρώτη προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου λόγω της σημασίας της επιχειρήσεως στην αγορά του οικείου προϊόντος, κατόπιν δεύτερη προσαύξηση για αποτρεπτικούς λόγους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της δραστηριότητας της επιχειρήσεως ή του ομίλου στον οποίο ανήκει ώστε να λάβει υπόψη τους συνολικούς πόρους της. Συγκεκριμένα, οι δύο αυτές προσαυξήσεις δεν λαμβάνουν υπόψη τα ίδια στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 535-536)

24.    Όταν μια παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, πρέπει, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους των προστίμων, να εξετάζεται η σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής εκάστης από αυτές, πράγμα που συνεπάγεται, ειδικότερα, τον καθορισμό του αντίστοιχου ρόλου τους κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στην παράβαση. Επομένως, μεταξύ άλλων, ο ρόλος του «επικεφαλής» που διαδραμάτισε μία ή πλείονες επιχειρήσεις στο πλαίσιο συμπράξεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, στον βαθμό που οι επιχειρήσεις που διαδραμάτισαν έναν τέτοιο ρόλο οφείλουν, ως εκ τούτου, να φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, το σημείο 2 των κατευθυντηρίων γραμμών που θέσπισε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, περιλαμβάνει ένα μη εξαντλητικό κατάλογο περιστάσεων που μπορούν να δικαιολογήσουν αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, ιδίως, η περίοδος κατά την οποία η επιχείρηση «έχει πρωτοστατήσει στην παράβαση ή έχει προτρέψει άλλες επιχειρήσεις να τη διαπράξουν».

(βλ. σκέψεις 561, 622)

25.    Μολονότι οι περιστάσεις που απαριθμούνται στον κατάλογο του σημείου 3 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, είναι ασφαλώς μεταξύ εκείνων που μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή σε μια δεδομένη περίπτωση, η Επιτροπή, ωστόσο, δεν υποχρεούται να χορηγεί αυτομάτως επιπλέον μείωση λόγω των περιστάσεων αυτών, όταν μια επιχείρηση προβάλλει στοιχεία ικανά να αποτελέσουν ένδειξη περί της συνδρομής μιας των περιστάσεων αυτών. Πράγματι, ο προσήκων χαρακτήρας τυχόν μειώσεως του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρισίμων περιστάσεων. Εφόσον οι κατευθυντήριες γραμμές δεν περιέχουν επιτακτικό κανόνα όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που μπορούν να ληφθούν υπόψη, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή διατήρησε ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως ώστε να εκτιμά σφαιρικώς την έκταση της ενδεχόμενης μειώσεως του ποσού των προστίμων λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.

(βλ. σκέψεις 602, 624)

26.    Η ύπαρξη απειλών και πιέσεων που ασκούνται σε μια επιχείρηση ουδόλως μεταβάλει το υποστατό και τη σοβαρότητα της παραβάσεως που διαπράχθηκε και δεν αποτελούν ελαφρυντική περίσταση. Συγκεκριμένα, επιχείρηση που μετέχει με άλλες σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες μπορεί να καταγγείλει τις πιέσεις, των οποίων είχε αποτελέσει το αντικείμενο, στις αρμόδιες αρχές και να υποβάλει στην Επιτροπή καταγγελία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού 17 αντί να λάβει μέρος στη σύμπραξη. Η θεώρηση αυτή ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις που έλαβαν μέρος στη σύμπραξη, χωρίς να χρειάζεται να γίνει διάκριση μεταξύ τους ανάλογα με τον φερόμενο βαθμό έντασης των προβαλλομένων.

(βλ. σκέψεις 638-639)

27.    Ο τερματισμός των παραβάσεων μετά τις πρώτες παρεμβάσεις της Επιτροπής περιλαμβάνεται στις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται ρητώς στο σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

Παρ’ όλ’ αυτά, τονίζεται ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά γενικό κανόνα, να λάβει υπόψη της την εξακολούθηση της παραβάσεως ως επιβαρυντική περίσταση ούτε να εκλάβει τον τερματισμό της παραβάσεως ως ελαφρυντική περίσταση.

Εξάλλου, όταν ο τερματισμός μιας παράβασης προηγείται των πρώτων ελέγχων της Επιτροπής, η εφαρμογή μειώσεως θα οδηγούσε στο να ληφθεί υπόψη για δεύτερη φορά η διάρκεια της παραβάσεως, η οποία ήδη λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, κατά τον υπολογισμό των προστίμων. Ο συνυπολογισμός της διάρκειας αποσκοπεί ακριβώς στην επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων στις επιχειρήσεις που παραβιάζουν τους κανόνες στον τομέα του ανταγωνισμού επί μακρά περίοδο σε σχέση προς τις επιχειρήσεις των οποίων οι παραβάσεις είναι βραχείας διάρκειας. Έτσι, η μείωση του ύψους του προστίμου με την αιτιολογία ότι μια επιχείρηση έθεσε τέρμα στις παράνομες συμπεριφορές της πριν από τους πρώτους ελέγχους της Επιτροπής θα είχε ως αποτέλεσμα να ευνοούνται για δεύτερη φορά οι υπεύθυνοι παραβάσεων βραχείας διάρκειας.

(βλ. σκέψεις 643-646)

28.    Από το ίδιο το κείμενο του τμήματος B, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως σχετικά με τη συνεργασία προκύπτει ότι η «πρώτη» επιχείρηση δεν πρέπει να προσκομίσει το σύνολο των στοιχείων που αποδεικνύουν όλες τις λεπτομέρειες λειτουργίας της σύμπραξης, αλλά αρκεί να προσκομίσει «τα» αποφασιστικής σημασίας στοιχεία. Ειδικότερα, το κείμενο αυτό δεν απαιτεί να είναι «επαρκή» τα προσκομισθέντα στοιχεία καθεαυτά για την εκπόνηση ανακοινώσεως αιτιάσεων ή για την έκδοση τελικής αποφάσεως διαπιστώνουσας την ύπαρξη παραβάσεως.

Εξάλλου, από την ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία προκύπτει σαφώς ότι το γεγονός ότι είναι η πρώτη επιχείρηση που παρέχει αποφασιστικής σημασίας στοιχεία έχει σημασία για την εφαρμογή των τμημάτων B και Γ, όχι όμως για το τμήμα Δ, το οποίο ουδόλως αναφέρει και δεν πριμοδοτεί την προτεραιότητα στη συνεργασία μιας επιχειρήσεως σε σχέση με μια άλλη επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 692, 697)

29.    Μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία δικαιολογείται μόνον εάν η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως διευκόλυνε την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παραβάσεως και, ενδεχομένως, τον τερματισμό της.

Η Επιτροπή διαθέτει συναφώς εξουσία εκτιμήσεως, όπως προκύπτει από το γράμμα του τμήματος Δ, σημείο 2, της ανακοινώσεως περί της μη επιβολής προστίμων ή της μείωσης του ποσού τους σε υποθέσεις περί συμπράξεων.

Επιπλέον και κυρίως, μια μείωση βάσει της ανακοινώσεως σχετικά με τη συνεργασία μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον όταν τα παρασχεθέντα πληροφοριακά στοιχεία και, γενικότερα, η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως μπορούν συναφώς να θεωρηθούν ότι αποδεικνύουν μια πραγματική συνεργασία εκ μέρους της.

Ομολογίες σε συνδυασμό με επιφυλάξεις ή αμφισβητούμενες δηλώσεις δεν εκφράζουν εντούτοις πραγματική συνεργασία και δεν μπορούν να διευκολύνουν το καθήκον της Επιτροπής, εφόσον χρήζουν ελέγχων. Τούτο είναι κατά μείζονα λόγο αληθές εφόσον οι επιφυλάξεις αυτές αφορούν θέματα όπως, εν προκειμένω, τη διάρκεια της παραβάσεως, τις ποσοστώσεις πωλήσεως, τα μερίδια αγοράς ή την ανταλλαγή πληροφοριών.

(βλ. σκέψεις 716-717)

30.    Κατά τη διάρκεια της ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων διαδικασίας, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής σχετικά με διαδικασία εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού δεν κοινοποιούνται στους διαδίκους, εκτός αν οι εξαιρετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως το απαιτούν, βάσει σοβαρών στοιχείων που εναπόκειται στους διαδίκους να προσκομίσουν.

(βλ. σκέψη 736)