Language of document : ECLI:EU:T:1997:157

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 22ας Οκτωβρίου 1997(1)

«Ανταγωνισμός — Κινητοί γερανοί — ΄Αρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως τωνδικαιωμάτων του ανθρώπου — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Σύστημαπιστοποιήσεως — Απαγόρευση μισθώσεως — Συνιστώμενες τιμές — Τιμέςδιακανονισμού — Πρόστιμα»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-213/95 και T-18/96,

Stichting Certificatie Kraanverhuurbedrijf (SCK), ίδρυμα ολλανδικού δικαίου, μεέδρα το Culemborg (Kάτω Χώρες),
Federatie van Nederlandse Kraanverhuurbedrijven (FNK), ένωση ολλανδικούδικαίου, με έδρα το Culemborg,
εκπροσωπούμενοι από τους Martijn van Empel, δικηγόρο ΄Αμστερνταμ, καιThomas Janssens, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τοδικηγορικό γραφείο του Marc Loesch, 11, rue Goethe,

ενάγοντες-προσφεύγoντες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον WouterWils, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον CarlosGómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

εναγομένης-καθής,

υποστηριζομένης στην υπόθεση Τ-18/96 από τους:

Van Marwijk Kraanverhuur BV, εταιρία ολλανδικού δικαίου, με έδρα τοZoetermeer (Κάτω Χώρες),

Kraanbedrijf Nijdam BV,εταιρία ολλανδικού δικαίου, με έδρα το Groningen(Κάτω Χώρες),

Kranen, Transport & Montage's Gilde NV, εταιρία ολλανδικού δικαίου, με έδρατο Geldermalsen (Κάτω Χώρες),

Wassink Transport Arnhem BV,εταιρία ολλανδικού δικαίου, με έδρα το Arnhem(Κάτω Χώρες),

Koedam Kraanverhuur BV, εταιρία ολλανδικού δικαίου, με έδρα το Vianen (ΚάτωΧώρες),

Firma Huurdeman Kraanwagenverhuurbedrijf, εταιρία ολλανδικού δικαίου, μεέδρα το Hoevelaken (Κάτω Χώρες),

Datek NV, εταιρία βελγικού δικαίου, με έδρα το Genk (Βέλγιο),

Thom Hendrickx,κάτοικο Turnhout (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενους από τους August Braakman, δικηγόρο Ρότερνταμ, και WillemSluiter, δικηγόρο Χάγης, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικόγραφείο του Michel Molitor, 14 A, rue des Bains,

παρεμβαίνoντες,

που έχει ως αντικείμενο, στην υπόθεση Τ-213/95, αίτημα να υποχρεωθεί ηΕπιτροπή, σύμφωνα με τα άρθρα 178 και 215 της Συνθήκης ΕΚ, νααποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε στους ενάγοντες-προσφεύγοντες λόγωτης παράνομης συμπεριφοράς της και, στην υπόθεση Τ-18/96, αίτημα ακυρώσεωςτης αποφάσεως 95/551/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1995, σχετικά μετη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (IV/34.179, 34.202,34.216 — Stichting Certificatie Kraanverhuurbedrijf και Federatie van NederlandseKraanverhuurbedrijven, ΕΕ L 312, σ. 79),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(τέταρτο πενταμελές τμήμα),



συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, την P. Lindh, τους J. Azizi, J. D.Cooke και M. Jaeger, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio Conzález, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 4ης Ιουνίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό των υποθέσεων και διαδικασία

  1. Οι υπό κρίση υποθέσεις αφορούν τον τομέα μισθώσεως κινητών γερανών στιςΚάτω Χώρες. Οι κινητοί γερανοί είναι γερανοί που μπορούν να κινούνταιελεύθερα στα εργοτάξια. Λόγω του χαρακτηριστικού τους αυτού, διακρίνονταιαπό τους περιστρεφόμενους γερανούς οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε σταθερέςσιδηροτροχιές και μπορούν να μετακινούνται μόνον προς τα εμπρός και προς ταπίσω. Οι κινητοί γερανοί χρησιμοποιούνται κυρίως στις οικοδομές, στηνπετροχημική βιομηχανία και στον τομέα των μεταφορών.

  2. Για τεχνικούς λόγους, η εμβέλεια ενός κινητού γερανού περιορίζεται στα 50χιλιόμετρα. Ο τομέας της μισθώσεως κινητών γερανών χαρακτηρίζεται, εξάλλου,από τη σύναψη συμβάσεων εντός βραχύτατης προθεσμίας πριν από την εκτέλεσητου έργου («overnight contracting»). ΄Οταν ζητείται από επιχείρηση εκμισθώσεωςγερανών η εκτέλεση εργασίας εντός βραχύτατης προθεσμίας, η επιχείρησηαποφασίζει, ενόψει της τοποθεσίας του εργοταξίου και της διαθεσιμότητας τωνγερανών της, είτε να χρησιμοποιήσει έναν από τους γερανούς αυτούς είτε ναμισθώσει γερανό από άλλη επιχείρηση η οποία βρίσκεται κοντά στο εργοτάξιο.

  3. Το ίδρυμα Keuring Bouw Machines (στο εξής: Keboma), το οποίο συστάθηκε το1982 από το ολλανδικό Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων, ελέγχει, πριν από τηνπρώτη θέση σε λειτουργία στις Κάτω Χώρες, αν οι γερανοί πληρούν τις νόμιμεςπροδιαγραφές ασφαλείας, οι οποίες επιτάσσονται από τονArbeidsomstandighedenwet (Arbowet, νόμος περί των συνθηκών εργασίας), τηVeiligheidsbesluit voor fabrieken of werkplaatsen (απόφαση σχετικά με τηνασφάλεια στα εργοστάσια ή συνεργεία), τη Veiligheidsbesluit restgroepen(απόφαση σχετικά με την ασφάλεια στους χώρους εργασίας που δεν καλύπτονταιαπό άλλες αποφάσεις), από διάφορες υπουργικές κανονιστικές ρυθμίσεις καιποικίλες δημοσιεύσεις της επιθεωρήσεως εργασίας. Η Keboma είναι ο μόνοςεπίσημος αναγνωρισμένος οργανισμός που έχει επιφορτισθεί με την επιθεώρησηκαι τον έλεγχο των κινητών γερανών. Η υποχρέωση αυτή επιθεωρήσεως πριν απότην πρώτη θέση σε λειτουργία δεν τυγχάνει πλέον εφαρμογής, σύμφωνα με τηνοδηγία 89/392/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, για την προσέγγισητης νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τις μηχανές (ΕΕ L 183, σ. 9, στοεξής: οδηγία 89/392), από την 1η Ιανουαρίου 1993, στους γερανούς που φέρουντο σήμα ΕΚ και συνοδεύονται από τη δήλωση πιστότητας ΕΚ υπό την έννοια τηςεν λόγω οδηγίας. Οι γερανοί πρέπει να υποβάλλονται στους ελέγχους πουπραγματοποιεί η Keboma τρία έτη μετά την πρώτη θέση τους σε λειτουργία και,μετά τον δεύτερο αυτό έλεγχο, κάθε δύο έτη.

  4. Η Federatie van Nederlandse Kraanverhuurbedrijven (στο εξής: FNK) είναιτομεακή οργάνωση, ιδρυθείσα στις 13 Μαρτίου 1971, ομόσπονδα μέλη της οποίαςέχουν καταστεί οι ολλανδικές επιχειρήσεις εκμισθώσεως γερανών. Βάσει τουκαταστατικού, σκοπός της FNK είναι η προώθηση των συμφερόντων τωνεπιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών, ιδίως των μελών της FNK, και ηκαλλιέργεια επαφών και συνεργασίας μεταξύ των μελών υπό ευρεία έννοια. Ταμέλη της FNK διαθέτουν 1 552 από τους 3 000 περίπου γερανούς που διατίθενταιγια εκμίσθωση στις Κάτω Χώρες. Το άρθρο 3 του εσωτερικού κανονισμού τηςFNK περιελάμβανε, από τις 15 Δεκεμβρίου 1979 έως τις 28 Απριλίου 1992, ρήτραεπιβάλλουσα στα μέλη της να απευθύνονται κατά προτεραιότητα σε άλλα μέλη γιατη μίσθωση και εκμίσθωση γερανών (στο εξής: ρήτρα προτεραιότητας) και ναχρεώνουν «παραδεκτές» τιμές. Η FNK κατάρτισε και δημοσίευσε συνιστώμενεςτιμές και εκτιμήσεις του κόστους για την εκμίσθωση γερανών από τους κυρίουςτων έργων. Επιπλέον, επ' ευκαιρία των τακτικών διαβουλεύσεων μεταξύ τωνεπιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών, καθορίστηκαν τιμές διακανονισμού πουχρεώνονταν μεταξύ των μελών της FNK κατά τη μίσθωση ή εκμίσθωση τωνγερανών.

  5. Το Stichting Certificatie Kraanverhuurbedrijf (στο εξής: SCK) είναι ίδρυμασυσταθέν το 1985 από τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων εκμισθώσεωςγερανών και των κυρίων των έργων, καταστατικός σκοπός του οποίου είναι ηπροώθηση και διατήρηση της ποιότητας των επιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών.Για τον σκοπό αυτό, το SCK θέσπισε ένα σύστημα πιστοποιήσεως διά του οποίουχορηγεί πιστοποιητικά στις επιχειρήσεις που πληρούν μια δέσμη προϋποθέσεωνσχετικά με τη διαχείριση επιχειρήσεως εκμισθώσεως γερανών, τη χρήση και τησυντήρηση των γερανών. Το σύστημα αυτό πιστοποιήσεως επιτρέπει στουςκυρίους των έργων να θεωρούν ως δεδομένο ότι η οικεία επιχείρηση πληροί τιςεν λόγω πρϋποθέσεις χωρίς να χρειάζεται να τις επαληθεύουν οι ίδιοι. Το άρθρο7, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού σχετικά με την πιστοποίηση τωνεπιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών του SCK απαγορεύει στις πιστοποιημένεςεπιχειρήσεις να μισθώνουν γερανούς από επιχειρήσεις μη πιστοποιημένες απότο SCK (στο εξής: απαγόρευση μισθώσεως). Με ισχύ από τις 20 Ιανουαρίου 1989,το SCK αναγνωρίστηκε από το Raad voor de Certificatie (ΣυμβούλιοΠιστοποιήσεως), ολλανδική αρχή αναγνωρίσεως των οργανισμών πιστοποιήσεως,το οποίο έκρινε ότι το SCK πληρούσε τις καθοριζόμενες βάσει των ευρωπαϊκώνπροδιαγραφών ΕΝ 45011 προϋποθέσεις οι οποίες προσδιορίζουν τα κριτήρια πουπρέπει να πληρούν οι οργανισμοί πιστοποιήσεως. Βάσει του άρθρου 2, σημείο 5,των κριτηρίων αναγνωρίσεως του Συμβουλίου Πιστοποιήσεως, το όργανο πουχορηγεί τα πιστοποιητικά υποχρεούται να μεριμνά ώστε οι προϋποθέσειςπιστοποιήσεως να πληρούνται και σε περίπτωση υπεργολαβίας. Το όργανοδιαθέτει τις εξής δυνατότητες για την τήρηση της υποχρεώσεως αυτής: είτε ελέγχειτο ίδιο τους υπεργολάβους (άρθρο 2, σημείο 5, Α, 1), είτε επαληθεύει τουςπραγματοποιηθέντες από την εξουσιοδοτημένη επιχείρηση (άρθρο 2, σημείο5, Α 2 και Α 3) ελέγχους του υπεργολάβου.

  6. Στις 13 Ιανουαρίου 1992, η M.W.C.M. Van Marwijk (στο εξής: Van Marwijk) καιδέκα άλλες επιχειρήσεις υπέβαλαν καταγγελία καθώς και αίτηση λήψεωςπροσωρινών μέτρων ενώπιον της Επιτροπής. Οι καταγγέλλουσες επιχειρήσειςθεωρούσαν ότι οι ενάγοντες-προσφεύγοντες (στο εξής: προσφεύγοντες)παραβίαζαν τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚ, αποκλείοντας τις μηπιστοποιημένες στο SCK επιχειρήσεις από την εκμίσθωση κινητών γερανών καιεπιβάλλοντας τιμές για τη μίσθωση και εκμίσθωση γερανών.

  7. Το καταστατικό του SCK και ο κανονισμός του σχετικά με την πιστοποίηση τωνεπιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή στις 15Ιανουαρίου 1992. Το καταστατικό και οι εσωτερικοί κανονισμοί της FNKκοινοποιήθηκαν στις 6 Φεβρουαρίου 1992. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις,επρόκειτο για αίτηση εκδόσεως αρνητικής πιστοποιήσεως και, επικουρικώς, γιατη χορήγηση εξαιρέσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης.

  8. Κατόπιν αιτήσεως των καταγγελλουσών εταιριών ενώπιον των ολλανδικώνδικαστηρίων, ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank te Utrecht υποχρέωσεστην FNK, με διάταξη ασφαλιστικών μέτρων της 11ης Φεβρουαρίου 1992, να μηνεφαρμόζει πλέον τη ρήτρα προτεραιότητας καθώς και το σύστημα τωνσυνιστωμένων τιμών (οι οποίες εφαρμόζονται κατά τη μίσθωση ή εκμίσθωσηγερανών ως προς τους κυρίους των έργων) και των τιμών διακανονισμού (οιοποίες εφαρμόζονται κατά τη μίσθωση ή εκμίσθωση γερανών μεταξύεπιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών). Ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbankte Utrecht υποχρέωσε το SCK να μην εφαρμόζει πλέον την απαγόρευσημισθώσεως. Η διάταξη αυτή ακυρώθηκε στις 9 Ιουλίου 1992, επίσης κατά τηδιαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, από το Gerechtshof te Amsterdam, τοοποίο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν ήταν σαφές ούτε απολύτως βέβαιον ότιοι υπό κρίση ρυθμίσεις δεν μπορούν, σε καμία περίπτωση, να τύχουν απαλλαγήςαπό μέρους της Επιτροπής. Το SCK επανέφερε την απαγόρευση μισθώσεως σεισχύ από της ημέρας δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Gerechtshof teAmsterdam. Αντιθέτως, η FNK αρνήθηκε να μετέχει του λοιπού στη διαμόρφωσησυνιστωμένων τιμών ή τιμών διακανονισμού.

  9. Στις 16 Δεκεμβρίου 1992, η Επιτροπή κοινοποίησε αιτιάσεις κατά τωνπροσφευγόντων. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή πληροφόρησε τουςπροσφεύγοντες περί της προθέσεώς της να άρει, σύμφωνα με το άρθρο 15,παράγραφος 6, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962,πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ.08/001, σ. 25, στο εξής: κανονισμός 17), την ασυλία έναντι της επιβολής προστίμωνόπως προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

  10. Στις 3 Φεβρουαρίου 1993, οι προσφεύγοντες απηύθυναν στην Επιτροπή τηναπάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Με την απάντηση αυτή, οιπροσφεύγοντες ζήτησαν, μεταξύ άλλων, ακρόαση.

  11. Με επιστολή της 4ης Ιουνίου 1993, η Επιτροπή πληροφόρησε τους προσφεύγοντεςότι η διαδικασία δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο με την ανάκληση της απαγορεύσεως μισθώσεως.

  12. Οι καταγγέλλουσες εταιρίες προσέφυγαν εκ νέου στον πρόεδρο τουArrondissementsrechtbank te Utrecht, ο οποίος αποφάσισε, με διάταξηασφαλιστικών μέτρων της 6ης Ιουλίου 1993, ότι η απαγόρευση μισθώσεως δενμπορεί πλέον να ισχύει, δεδομένου ότι εν τω μεταξύ η Επιτροπή είχε καταστήσειγνωστές τις απόψεις της σχετικά με τις υπό κρίση ρυθμίσεις και προέκυπτε ότι ηαπαγόρευση αυτή δεν επρόκειτο να τύχει απαλλαγής από την Επιτροπή.

  13. Με επιστολή της 29ης Σεπτεμβρίου 1993, η Επιτροπή πληροφόρησε τουςπροσφεύγοντες ότι θα προέβαινε στην αιτηθείσα από αυτούς ακρόαση πρινεκδώσει οριστική απόφαση βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης, μια τέτοια όμωςακρόαση δεν ήταν αναγκαία στο πλαίσιο εκδόσεως αποφάσεως βάσει του άρθρου15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17.

  14. Η διάταξη του Arrondissementsrechtbank te Utrecht της 6ης Ιουλίου 1993επιβεβαιώθηκε από το Gerechtshof te Amsterdam με απόφαση εκδοθείσα στις 28Οκτωβρίου 1993. Συγκεκριμένα, η τελευταία αυτή απόφαση στηριζόταν σε μηχρονολογημένη επιστολή του Giuffrida, της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού(ΓΔ IV) της Επιτροπής, προς τις καταγγέλλουσες εταιρίες με ακριβές αντίγραφοστο διοικητικό συμβούλιο των προσφευγόντων. Οι προσφεύγοντες επιβεβαιώνουνότι έλαβαν κοινοποίηση της επιστολής στις 22 Σεπτεμβρίου 1993. Ο συντάκτης τηςεπιστολής αυτής ανέφερε τα εξής: «Είμαι σε θέση να επιβεβαιώσω ότι σχέδιοαποφάσεως βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17 πρέπει ναυποβληθεί προς υιοθέτηση στην Επιτροπή στο πλαίσιο έγγραφης διαδικασίας στοτέλος αυτής της εβδομάδας, μόλις είναι διαθέσιμες όλες τις απαραίτητεςγλωσσικές αποδόσεις. ΄Εχει ήδη δοθεί η έγκριση των οικείων υπηρεσιών (...). Ηυπηρεσία μου προβλέπει ότι η επίσημη κοινοποίηση της αποφάσεως [στουςπροσφεύγοντες] θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί το πρώτο δεκαπενθήμερο τουΟκτωβρίου 1993».

  15. Στις 4 Νοεμβρίου 1993, το SCK δημοσίευσε ανακοίνωση με την οποίαγνωστοποιούσε την αναστολή της απαγορεύσεως μισθώσεως μέχρι την έκδοσηοριστικής αποφάσεως της Επιτροπής.

  16. Στις 13 Απριλίου 1994, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση δυνάμει του άρθρου 15,παράγραφος 6, του κανονισμού 17.

  17. Με επιστολή της 3ης Ιουνίου 1994, οι προσφεύγοντες όχλησαν την Επιτροπή ναεκδώσει την τελική της απόφαση το αργότερο μέχρι τις 3 Αυγούστου 1994.

  18. Με επιστολή της 27ης Ιουνίου 1994, ο Ehlermann, γενικός διευθυντής της ΓΔ IVτην εποχή εκείνη, πληροφόρησε τους προσφεύγοντες ότι «είναι απολύτωςαδύνατον να τηρηθεί η ημερομηνία της 3ης Αυγούστου 1994, η οποία έχεικαθορισθεί για την έκδοση της τελικής αποφάσεως», αλλά ότι «η τελική απόφασηθα εκδοθεί κατά προτεραιότητα».

  19. Σε απάντηση της επιστολής των προσφευγόντων της 3ης Αυγούστου 1994, ηΕπιτροπή γνωστοποίησε, με έγγραφο της 9ης Αυγούστου 1994, ότι η ανακοίνωσηαιτιάσεων του Δεκεμβρίου 1992 αποσκοπούσε αποκλειστικά στην έναρξη τηςδιαδικασίας που προηγείται της εκδόσεως αποφάσεως βάσει του άρθρου 15,παράγραφος 6, του κανονισμού 17. Η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι η έκδοση νέαςανακοινώσεως αιτιάσεων, κατόπιν της οποίας θα είναι δυνατή η ακρόαση τωνπροσφευγόντων, θα προηγηθεί της οριστικής αποφάσεως.

  20. Στις 21 Οκτωβρίου 1994, εκδόθηκε κατά των προσφευγόντων νέα ανακοίνωσηαιτιάσεων, αφορώσα διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης.

  21. Στις 21 Δεκεμβρίου 1994, οι προσφεύγοντες απηύθυναν στην Επιτροπή τηναπάντησή τους σ' αυτήν την ανακοίνωση. Με την απάντηση αυτή, οιπροσφεύγοντες οχλούσαν εκ νέου την Επιτροπή να ενεργήσει αμελητί καιπαραιτούνταν από την ακρόαση.

  22. Στις 27 Νοεμβρίου 1995, οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή αποζημιώσεωςενώπιον του Πρωτοδικείου (υπόθεση Τ-213/95). Υπέβαλαν επίσης, με χωριστόδικόγραφο, αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (υπόθεση Τ-213/95 R). Οιπροσφεύγοντες παραιτήθηκαν από την αίτηση αυτή λήψεως ασφαλιστικών μέτρωνκαι, με διάταξη της 24ης Ιανουαρίου 1996, ο Πρόεδρος διέγραψε την υπόθεσηT-213/95 R από το πρωτόκολλο. Επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

  23. Στις 29 Νοεμβρίου 1995, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 95/551/ΕΚ, σχετικάμε τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (IV/34.179, 34.202,34.216 — Stichting Certificatie Kraanverhuurbedrijf και Federatie van NederlandseKraanverhuurbedrijven (EE L 312, σ. 79, στο εξής: επίδικη απόφαση). Η Επιτροπήδιαπιστώνει με την απόφαση αυτή ότι η FNK παρέβη το άρθρο 85, παράγραφος1, της Συνθήκης, μεταξύ 15ης Δεκεμβρίου 1979 και 28ης Απριλίου 1992, με τηνεφαρμογή ενός συστήματος συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού, πουεπέτρεπε στα μέλη της να προβλέπουν την ακολουθούμενη από τα λοιπά μέληπολιτική τιμών (άρθρο 1). Διαπιστώνει επίσης ότι το SCK παρέβη το άρθρο 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1991 και 4ης Νοεμβρίου1993 (με εξαίρεση την περίοδο από 17 Φεβρουαρίου έως 9 Ιουλίου 1992),απαγορεύοντας στις συνδεδεμένες με αυτό επιχειρήσεις να μισθώνουν γερανούςαπό επιχειρήσεις μη συνδεδεμένες με το SCK (άρθρο 3). Περαιτέρω, η Επιτροπήεπιτάσσει στους προσφεύγοντες να τερματίσουν αμέσως τις παραβάσεις αυτές(άρθρα 2 και 4) και επιβάλλει πρόστιμο 11 500 000 ECU στην FNK και πρόστιμο300 000 ECU στο SCK (άρθρο 5).

  24. Με επιστολή της 11ης Ιανουαρίου 1996, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση μετην οποία ζητούσαν να λάβουν γνώση του περιεχομένου του φακέλου, ενόψειασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής, πράγμα το οποίο η Επιτροπήαρνήθηκε με επιστολή της 15ης Ιανουαρίου 1996.

  25. Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6Φεβρουαρίου 1996, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως τηςεπίδικης αποφάσεως (υπόθεση Τ-18/96). Με χωριστό δικόγραφο, υπέβαλαν επίσηςαίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (υπόθεση Τ-18/96 R).

  26. Για τη χρονική περίοδο μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως του Πρωτοδικείουστην υπόθεση Τ-18/96, οι προσφεύγοντες κατέληξαν σε συμφωνία με τηνΕπιτροπή στις 25 Μαρτίου 1996 όσον αφορά την προσαρμογή της ρήτραςαπαγορεύσεως μισθώσεως. Σύμφωνα με το προσαρμοσθέν άρθρο 7, δεύτερηπερίπτωση, του κανονισμού σχετικά με την πιστοποίηση των επιχειρήσεωνεκμισθώσεως γερανών, οι πιστοποιημένες από το SCK επιχειρήσεις μπορούν ναχρησιμοποιούν «μόνον γερανούς οι οποίοι φέρουν πινακίδα έγκυρηςπιστοποιήσεως, βάσει προηγουμένης πιστοποιήσεως η οποία έχειπραγματοποιηθεί είτε από το ίδρυμα είτε από άλλον οργανισμό πιστοποιήσεως —ολλανδικό ή αλλοδαπό — ο οποίος έχει ορισθεί για την πιστοποίηση τωνεπιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών και ο οποίος εφαρμόζει προδήλωςισοδύναμα κριτήρια, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί από έγγραφα(περιλαμβανομένων τηλεομοιοτυπιών) ότι ο κύριος του έργου δεν προσέδωσεσημασία, όταν ανέθεσε την παραγγελία, αν η επιχείρηση εκμισθώσεως γερανών(τρίτος) στην οποία προσέφυγε εν προκειμένω είναι ή δεν είναι πιστοποιημένη»(επιστολή της 25ης Μαρτίου 1996 της Επιτροπής προς τους προσφεύγοντες).

  27. Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση περί ασφαλιστικών μέτρωνστην υπόθεση Τ-18/96 R με διάταξη της 4ης Ιουνίου 1996 (Συλλογή 1996,σ. ΙΙ-407). Επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίαςασφαλιστικών μέτρων. Η αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως τουΠρωτοδικείου απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ηςΟκτωβρίου 1996 (Συλλογή 1996, σ. Ι-4971).

  28. Με επιστολή της 9ης Ιουλίου 1996, την οποία απηύθυναν στον Πρόεδρο τουΠρωτοδικείου στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-18/96, οι προσφεύγοντες ζήτησαν απότο Πρωτοδικείο να διατάξει, βάσει του άρθρου 65, στοιχείο β΄, του ΚανονισμούΔιαδικασίας και, επικουρικώς, δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 3, στοιχείοδ΄, του ιδίου κανονισμού, την προσκόμιση του φακέλου της Επιτροπής στιςυποθέσεις SCK και FNK, υπ' αριθ. IV/34.179, 34.202 και 34.216,περιλαμβανομένων των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής σχετικά με τηνανταλλαγή απόψεων της Γενικής Διευθύσεως Βιομηχανίας (ΓΔ ΙΙΙ) και της ΓΔ IVως προς τις υποθέσεις αυτές, καθώς και ενδεχομένως άλλους φακέλους πουαφορούν την επίδικη απόφαση.

  29. Με διάταξη της 4ης Οκτωβρίου 1996, ο Πρόεδρος του τετάρτου πενταμελούςτμήματος επέτρεψε στη Van Marwijk και σε επτά άλλες επιχειρήσεις εκμισθώσεωςκινητών γερανών να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής στηνυπόθεση Τ-18/96.

  30. Με διάταξη της 12ης Μαρτίου 1997, ο Πρόεδρος του τετάρτου πενταμελούςτμήματος αποφάσισε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 50 του ΚανονισμούΔιαδικασίας, τη συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων προς διευκόλυνση τηςπροφορικής διαδικασίας.

  31. Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο πενταμελέςτμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίςπροηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο κάλεσε τουςδιαδίκους να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα πριν από την επ' ακροατηρίουσυζήτηση.

  32. Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις τουΠρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 4ης Ιουνίου 1997.

  33. Το Πρωτοδικείο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) κρίνει ότι οι δύο υποθέσεις πρέπεινα συνεκδικασθούν προς έκδοση κοινής αποφάσεως, οι δε διάδικοι ανέπτυξαν τηνάποψή τους επί του σημείου αυτού κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

    Αιτήματα των διαδίκων

  34. Στην υπόθεση Τ-213/95, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

    • να αναγνωρίσει την ευθύνη της Κοινότητας για τη ζημία την οποίαυπέστησαν και την οποία θα υποστούν περαιτέρω λόγω της παράνομηςσυμπεριφοράς της Επιτροπής·

    • να υποχρεώσει την Κοινότητα να αποκαταστήσει τη ζημία αυτή και νακαθορίσει την έκταση της ζημίας αυτής κατόπιν συμφωνίας με τουςπροσφεύγοντες, αν δε δεν υπάρξει συμβιβαστική συμφωνία επί τουσημείου αυτού, να καθορίσει το ίδιο το Πρωτοδικείο το ύψος της ζημίας,εν ανάγκη αφού διορίσει εμπειρογνώμονα επιφορτισμένο να υπολογίσεισυγκεκριμένα τη ζημία αυτή·

    • να καταδικάσει την Κοινότητα στα δικαστικά έξοδα.



  35. Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    • να απορρίψει την προσφυγή·

    • να καταδικάσει αλληλλεγγύως τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα,περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.



  36. Στην υπόθεση Τ-18/96, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

    • κυρίως, να διαπιστώσει ότι η επίδικη απόφαση είναι ανυπόστατη, καθόσον,στο διατακτικό της, η Επιτροπή αποφασίζει ότι το άρθρο 85, παράγραφος1, τυγχάνει εφαρμογής και επιβάλλει συναφώς πρόστιμο στουςπροσφεύγοντες, δεν λαμβάνει όμως θέση επί της υποβληθείσας από τουςπροσφεύγοντες αιτήσεως εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης·

    • επικουρικώς, να κηρύξει την απόφαση ως απολύτως άκυρη·

    • επικουρικότερα, να ακυρώσει την απόφαση λόγω παραβάσεως του άρθρου85 της Συνθήκης, του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περίπροασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδώνελευθεριών της 4ης Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΑΔ) και λόγωπροσβολής των γενικών αρχών του δικαίου και της υποχρεώσεωςαιτιολογήσεως (άρθρο 190 της Συνθήκης)·

    • έτι επικουρικότερον, να ακυρώσει εν μέρει την επίδικη απόφαση ώστε ναμην επιβληθεί στους προσφεύγοντες κανένα πρόστιμο·

    • να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

    • να καταδικάσει τους παρεμβαίνοντες στα δικαστικά έξοδα τηςπαρεμβάσεως.



  37. Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    • να απορρίψει την προσφυγή·

    • να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.



  38. Οι παρεμβαίνοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

    • να δεχθεί τα αιτήματα της Επιτροπής·

    • να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα έξοδα, περιλαμβανομένων τωνεξόδων των παρεμβαινόντων.

    Επί της αγωγής αποζημιώσεως (υπόθεση Τ-213/95)

  39. Κατά πάγια νομολογία, θεμελιώνεται εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, κατάτην έννοια του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, εφόσον συντρέχειδέσμη προϋποθέσεων σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτομένηςστα κοινοτικά όργανα συμπεριφοράς, στοιχειοθετείται ζημία και υφίσταταιαιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του οργάνου και της προκληθείσαςζημίας (βλ., π.χ., απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C-146/91,KYΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-4199, σκέψη 19, καιαπόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1995, T-481/93 και T-484/93,Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2941,σκέψη 80).

    1. Επί της προβαλλομένης παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής

  40. Οι προσφεύγοντες επικαλούνται τέσσερις λόγους για τη στοιχειοθέτηση τηςπαράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας την οποίακίνησε μετά την υποβολή της καταγγελίας, στις 13 Ιανουαρίου 1992, και τωνγενομένων από τους προσφεύγοντες κοινοποιήσεων, στις 15 Ιανουαρίου και 6Φεβρουαρίου 1992. Οι λόγοι αυτοί στηρίζονται αντιστοίχως σε παράβαση τουάρθρου 6 της ΕΣΑΔ, σε προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου, της αρχήςτης προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του δικαιώματοςακροάσεως.

    Πρώτος λόγος: παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΑΔ

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  41. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί τις διατάξειςτης ΕΣΑΔ. Συναφώς, οι προσφεύγοντες επικαλούνται τη νομολογία (αποφάσειςτου Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 11/70, InternationaleHandelsgesellschaft, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 581, της 21ης Σεπτεμβρίου 1989,46/87 και 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2859, και της 18ηςΟκτωβρίου 1989, 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283), τοάρθρο ΣΤ, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και τηνΚοινή Δήλωση της Συνελεύσεως, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 5ηςΑπριλίου 1977 (ΕΕ C 103, σ. 1).

  42. Οι προσφεύγοντες φρονούν ότι η ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασίαενόψει της εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης είναι διαδικασία στην οποίαεφαρμόζεται το άρθρο 6 της ΕΣΑΔ. Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίουκαι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότιη διάταξη αυτή εφαρμόζεται στις διαδικασίες σε θέματα διοικητικών διαφορών(Stenuit κατά Γαλλίας, 1992, 14 EHRR 509 και Niemitz κατά Γερμανίας, 1993, 16EHRR 97).

  43. H Επιτροπή δεν τήρησε την προϋπόθεση της «εύλογης προθεσμίας» του άρθρου6, παράγραφος 1, της ΕΣΑΔ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων τουΑνθρώπου έχει κρίνει ότι προθεσμία 17 μηνών υπερβαίνει την εύλογη προθεσμία(απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1994, Schouten και Meldrum κατά Κάτω Χωρών,σειρά Α, αριθ. 804). Πάντως, το σύνολο της ενώπιον της Επιτροπής διοικητικήςδιαδικασίας διήρκησε πλέον των 45 μηνών. Επομένως, η συμπεριφορά τηςΕπιτροπής συνιστά προδήλως παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΑΔ.

  44. Η Επιτροπή καταστρατήγησε τη στηριζόμενη στον κανονισμό 17 διαδικασίακαταρτίζοντας την πρώτη ανακοίνωση των αιτιάσεων μόνον ενόψει εκδόσεωςαποφάσεως στηριζομένης στο άρθρο 15, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού.Επιπλέον, είναι αδιανόητο το γιατί η Επιτροπή χρειάστηκε 22 μήνες από τηνέκδοση της πρώτης ανακοινώσεως των αιτιάσεων για να εκδώσει τη δεύτερηανακοίνωση των αιτιάσεων, η βασική επιχειρηματολογία της οποίας είναιπανομοιότυπη με την επιχειρηματολογία της πρώτης. Η διατύπωση της δεύτερηςανακοινώσεως των αιτιάσεων ουδόλως είναι χρήσιμη και συνιστά μέσον τηςΕπιτροπής προς παράταση της διαδικασίας.

  45. Οι προσφεύγοντες υπενθυμίζουν ότι η απόφαση του Gerechtshof te Amsterdamτης 28ης Οκτωβρίου 1993 είχε μορφή προσωρινού μέτρου σκοπούντος ναπαραγάγει τα αποτελέσματά του μέχρις ότου η Επιτροπή εκδώσει την απόφασήτης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έπρεπε να καταλήξει σύντομα σε τελικήαπόφαση. Οι προσφεύγοντες προσθέτουν ότι η Επιτροπή διεξήγαγε τη διαδικασίαμε την πεποίθηση ότι αρκούσε να επηρεάσει τον εθνικό δικαστή και να εκδώσειαπόφαση βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17. Η Επιτροπήουδέποτε έδωσε την παραμικρή προτεραιότητα στην υπόθεση αυτή.

  46. Οι προσφεύγοντες ουδαμώς συνέβαλαν στις καθυστερήσεις της Επιτροπής. Οιπροσφεύγοντες υπέβαλαν εποικοδομητικές προτάσεις για την εξεύρεση ταχείαςλύσεως, οι οποίες ωστόσο απορρίφθηκαν από την Επιτροπή. Οι προσφεύγοντεςυπενθυμίζουν ότι παραιτήθηκαν από την ακρόαση όταν έλαβαν τη δεύτερηανακοίνωση των αιτιάσεων, προκειμένου να επιταχύνουν την έκδοση της οριστικήςαποφάσεως. Η Επιτροπή δεν μπορεί να τους προσάψει ότι υποστήριξαν τααιτήματά τους ενώπιον της ΓΔ ΙΙΙ, που είναι η αρμόδια αρχή της Επιτροπής σεθέματα πολιτικής πιστοποιήσεως. Η παρέμβαση της ΓΔ ΙΙΙ θα ήταν απαραίτητηακόμα κι αν οι προσφεύγοντες δεν την είχαν ζητήσει. Ομοίως, οι προσφεύγοντεςθεωρούν ότι δεν μπορεί να τους προσαφθεί ότι τα διαβήματα της ΜόνιμηςΑντιπροσωπείας των Κάτω Χωρών στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και του ΣυμβουλίουΠιστοποιήσεων προς την Επιτροπή δεν διήρκεσαν πέραν των δύο εβδομάδων(από 13 έως 27 Οκτωβρίου 1993).

  47. Στη συνέχεια, το περίπλοκο του φακέλου δεν μπορεί να δικαιολογήσει σε καμίαπερίπτωση την υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας (προαναφερθείσα απόφασηSchouten και Meldrum κατά Κάτω Χωρών). ΄Οσον αφορά τις προκληθείσες απότην έλλειψη των φινλανδικών και σουηδικών μεταφράσεων του σχεδίουαποφάσεως καθυστερήσεις, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί ναγίνει επίκληση διαρθρωτικών καθυστερήσεων για να δικαιολογηθεί υπέρβαση τηςεύλογης προθεσμίας (απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτωντου Ανθρώπου της 6ης Μαΐου 1981, Buchholz, σειρά Α, αριθ. 42).

  48. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, για την κρίση περί του αν η διάρκεια μιαςδιαδικασίας δεν είναι εύλογη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσειςκάθε περιπτώσεως. Σημασία δεν έχει μόνον η συμπεριφορά της Επιτροπής, αλλάκαι των προσφευγόντων, καθώς και το περίπλοκο της υποθέσεως και όλες οιάλλες συγκεκριμένες περιστάσεις. Η Επιτροπή παραδέχεται ότι, κατά την περίοδομεταξύ Ιανουαρίου και Ιουλίου 1992, δεν θεώρησε ότι η υπόθεση είχεπροτεραιότητα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η υπόθεση εκκρεμούσεεπίσης ενώπιον του ολλανδικού δικαστηρίου και οι παραβάσεις είχαν παύσει μετάτη δημοσίευση της διατάξεως του Arrondissementsrechtbank te Utrecht της 11ηςΦεβρουαρίου 1992 (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ηςΣεπτεμβρίου 1992, Τ-24/90, Automec κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2223,σκέψεις 77 και 85). Η Επιτροπή επετάχυνε την εξέταση του φακέλου μετά τηδημοσίευση της αποφάσεως του Gerechtshof te Amsterdam της 9ης Ιουλίου 1992,η οποία επέτρεψε στο SCK να επαναφέρει σε ισχύ την απαγόρευση μισθώσεως(βλ. ανωτέρω σκέψη 8).

  49. Από την προσωρινή εξέταση του φακέλου προέκυψε ότι πληρούνται οιπροϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17.Εντός προθεσμίας πέντε μηνών μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως τουGerechtshof te Amsterdam, η Επιτροπή απέστειλε στους προσφεύγοντεςανακοίνωση των αιτιάσεων για την εφαρμογή του άρθρου αυτού (ανακοίνωση τωναιτιάσεων της 16ης Δεκεμβρίου 1992, βλ. ανωτέρω σκέψη 9).

  50. Περαιτέρω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, τη στιγμή που ήταν έτοιμο το σχέδιοαποφάσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17,η ΓΔ ΙΙΙ ζήτησε από τη ΓΔ IV τη διεξαγωγή συνεδριάσεως για το σχέδιοαποφάσεως πριν από την υποβολή της αποφάσεως στην Επιτροπή ως σώμα. Ηπαρέμβαση της ΓΔ ΙΙΙ στη διαδικασία, η οποία συνιστά την κύρια αιτίακαθυστερήσεως στην εξέταση του φακέλου κατά τη διάρκεια των επομένωνμηνών, υπήρξε πάντως η άμεση συνέπεια των διαβημάτων των προσφευγόντων.Η απόφαση δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17 εκδόθηκετελικά στις 13 Απριλίου 1994.

  51. Στη συνέχεια, στις 21 Οκτωβρίου 1994, η Επιτροπή κοινοποίησε στουςπροσφεύγοντες την ανακοίνωση των αιτιάσεων ενόψει εκδόσεως της τελικήςαποφάσεως. Η ανακοίνωση αυτή, εκδοθείσα βάσει των άρθρων 3 και 15,παράγραφος 2, του κανονισμού 17, έχει διαφορετικό σκοπό και διαφορετικέςέννομες συνέπειες απ' ό,τι η απόφαση που εκδίδεται βάσει του άρθρου 15,παράγραφος 6. ΄Ενα μήνα μετά τη λήψη της απαντήσεως των προσφευγόντων στηδεύτερη ανακοίνωση των αιτιάσεων, η ΓΔ IV είχε ήδη καταρτίσει σχέδιοαποφάσεως. Ωστόσο, κατόπιν της προσχωρήσεως της Φινλανδίας και τηςΣουηδίας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση την 1η Ιανουαρίου 1995, υπήρχαν σοβαράπροβλήματα καθυστερήσεως στις φινλανδικές και σουηδικές μεταφράσεις.Τελικώς, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση τις 29 Νοεμβρίου 1995.

  52. Σύμφωνα με την Επιτροπή, δεν μπορεί επομένως να της προσάπτεται ενπροκειμένω ότι παραβίασε την αρχή τηρήσεως της εύλογης προθεσμίας κατά τηδιάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  53. Κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήματων γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει ο κοινοτικόςδικαστής (βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση του Δικαστηρίου 2/94, της 28ηςΜαρτίου 1996, Συλλογή 1996, σ. Ι-1759, σκέψη 33· απόφαση του Δικαστηρίου της29ης Μαΐου 1997, C-299/95, Kremzow, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στηΣυλλογή, σκέψη 14). Προς τον σκοπό αυτό, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείοεμπνέονται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών καθώςκαι από τα στοιχεία που παρέχουν τα διεθνή νομοθετικά κείμενα, που αφορούντην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στα οποία έχουν συνεργασθεί καιπροσχωρήσει τα κράτη μέλη. Συναφώς, η ΕΣΑΔ έχει ιδιαίτερη σημασία(αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή1986, σ. 1651, σκέψη 18, και Kremzow, προαναφερθείσα, σκέψη 14). Εξάλλου,σύμφωνα με το άρθρο ΣΤ, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή΄Ενωση, «η ΄Ενωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται μετην [ΕΣΑΔ] και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις τωνκρατών μελών ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου».

  54. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι, μετά την υποβληθείσα από τις Van Marwijkκ.λπ. καταγγελία, στις 13 Ιανουαρίου 1992, και τις γενόμενες από το SCKκοινοποιήσεις, στις 15 Ιανουαρίου 1992, και την FNK, στις 6 Φεβρουαρίου 1992(βλ. ανωτέρω σκέψεις 6 και 7), η επίδικη απόφαση, με ημερομηνία 29 Νοεμβρίου1995, δεν εκδόθηκε εντός «εύλογης προθεσμίας» υπό την έννοια του άρθρου 6,παράγραφος 1, της ΕΣΑΔ, σύμφωνα με το οποίο «παν πρόσωπο έχει δικαίωμαόπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός ευλόγου προθεσμίαςυπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος (...)».

  55. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, όταν η Επιτροπή επιλαμβάνεται αιτήσεως γιαέκδοση αρνητικής πιστοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 17 ήκοινοποιήσεως ενόψει χορηγήσεως απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 4,παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, η Επιτροπή δεν μπορεί να μη λαμβάνει sinedie θέση. Για τη διασφάλιση της ασφαλείας δικαίου και της πρόσφορηςδικαστικής προστασίας, η Επιτροπή υποχρεούται πράγματι να λαμβάνει θέση ήνα συντάσσει διοικητικής φύσεως έγγραφο, στην περίπτωση όπου έχει ζητηθείτέτοιο έγγραφο, εντός εύλογης προθεσμίας. Ομοίως, όταν καταγγελία περίπαραβάσεων του άρθρου 85 και/ή του άρθρου 86 της Συνθήκης υποβάλλεταιενώπιόν της δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, ηΕπιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει εντός εύλογης προθεσμίας οριστική θέση επίτης καταγγελίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 1997, C-282/95 P,Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-1503, σκέψη 38).

  56. Η τήρηση της εύλογης προθεσμίας εκ μέρους της Επιτροπής κατά την έκδοσηαποφάσεων μετά το πέρας διοικητικών διαδικασιών σε θέματα πολιτικήςανταγωνισμού συνιστά πράγματι γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (βλ., σεθέματα απορρίψεως της καταγγελίας, απόφαση Guérin automobiles κατάΕπιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 38· σε θέματα κρατικών ενισχύσεων,αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 1973, 120/73, Lorenz, Συλλογήτόμος 1972-1973, σ. 815, σκέψη 4, της 24ης Νοεμβρίου 1987, 223/85, RSV κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4617, σκέψεις 12 έως 17). Επομένως, χωρίς ναχρειάζεται να κριθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΑΔ είναι εφαρμοστέοστις ενώπιον της Επιτροπής διοικητικές διαδικασίες σε θέματα πολιτικήςανταγωνισμού, επιβάλλεται να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπήπαραβίασε την αρχή του κοινοτικού δικαίου περί τηρήσεως εύλογης προθεσμίαςκατά την προηγηθείσα της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως διαδικασία.

  57. Στην υπό κρίση υπόθεση, η συνολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ήτανπερίπου 46 μήνες. Πάντως, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, ο εύλογοςχαρακτήρας της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας εκτιμάται σε σχέση με τιςιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, από το πλαίσιο της υποθέσεωςαυτής, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που ακολούθησε η Επιτροπή, τησυμπεριφορά των διαδίκων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, το περίπλοκο τηςυποθέσεως καθώς και τη σημασία της για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη (βλ.,συναφώς, αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων τουΑνθρώπου, Erkner, της 23ης Απριλίου 1987, σειρά Α, αριθ. 117, σ. 62,παράγραφος 66, Milasi, της 25ης Ιουνίου 1987, σειρά Α, αριθ. 119, σ. 46,παράγραφος 15, και Schouten και Meldrum κατά Κάτω Χωρών, προαναφερθείσα,σ. 25, παράγραφος 63).

  58. Κατ' αρχάς, όσον αφορά το πλαίσιο της υποθέσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση,αφενός, ότι ο εσωτερικός κανονισμός της FNK περιελάμβανε, ήδη από τις 15Δεκεμβρίου 1979, ρήτρα επιβάλλουσα στα μέλη της ενώσεως να απευθύνονταικατά προτεραιότητα σε άλλα μέλη για τη μίσθωση και εκμίσθωση γερανών καινα εφαρμόζουν αποδεκτές τιμές (εσωτερικός κανονισμός, άρθρο 3, στοιχεία α΄και β΄). Ως προς το SCK, η ρήτρα του κανονισμού περί της πιστοποιήσεωςεπιχειρήσεων στην οποία αναφέρεται η επίδικη απόφαση, δηλαδή η απαγόρευσημισθώσεως (κανονισμός περί της πιστοποιήσεως, άρθρο 7, δεύτερη περίπτωση),τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1991. Προφανώς, οι προσεύγοντες δενδιέγνωσαν καμία ανάγκη να ζητήσουν τη γνώμη της Επιτροπής επί τωνκαταστατικών και κανονισμών τους πριν από την υποβολή καταγγελίας ενώπιοντης Επιτροπής, στις 13 Ιανουαρίου 1992, από τη Van Marwijk και δέκα άλλεςεπιχειρήσεις. Πράγματι, το καταστατικό της SCK και ο κανονισμός της σχετικάμε την πιστοποίηση των επιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών κοινοποιήθηκαν στηνΕπιτροπή μόλις στις 15 Ιανουαρίου 1992 και το καταστατικό και ο εσωτερικόςκανονισμός της FNK μόλις στις 6 Φεβρουαρίου 1992.

  59. Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι η περίοδος των 46 μηνών που παρήλθε μεταξύτης καταθέσεως της καταγγελίας και των κοινοποιήσεων, αφενός, και τηςεκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, αφετέρου, περιλαμβάνει διάφοραδιαδικαστικά στάδια. Η Επιτροπή, κατόπιν της εξετάσεως της καταγγελίας καιτων κοινοποιήσεων, εξέδωσε, στις 16 Δεκεμβρίου 1992, ανακοίνωση τωναιτιάσεων ενόψει εκδόσεως αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 6,του κανονισμού 17, και έλαβε πράγματι την απόφαση αυτή στις 13 Απριλίου 1994.Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέδωσε νέα ανακοίνωση των αιτιάσεων, στις 21Οκτωβρίου 1994, ενόψει εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η οποία έλαβε χώραστις 29 Νοεμβρίου 1995.

  60. Επιβάλλεται η εξέταση της εύλογης διάρκειας κάθε σταδίου της διαδικασίας.

  61. Η πρώτη προσωρινή λήψη θέσεως της Επιτροπής επί των κοινοποιήσεων τωνπροσφευγόντων συνίσταται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 16ηςΔεκεμβρίου 1992. Η διάρκεια του πρώτου αυτού μέρους της διαδικασίας, έντεκαμηνών περίπου, ήταν εύλογη και μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί ως σχετικά σύντομηενόψει όλων των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως. Επισημαίνεται ότι, κατάτη διάρκεια της περιόδου αυτής, η Επιτροπή εξέτασε παραλλήλως τιςκοινοποιήσεις των προσφευγόντων και την καταγγελία της Van Marwijk κ.λπ., ηοποία κατήγγειλε ακριβώς τις γνωστοποιηθείσες από τους προσφεύγοντεςπρακτικές. Εξάλλου, η Επιτροπή νομίμως θεώρησε ότι η υποβληθείσα από τουςπροσφεύγοντες υπόθεση δεν είχε προτεραιότητα. Πράγματι, οι ίδιοι οιπροσφεύγοντες δεν επέμειναν, με τις κοινοποιήσεις τους, επί της αναγκαιότηταςγια επείγουσα εξέταση της υποθέσεώς τους, μολονότι το σημείο 7.4 τουπαραρτήματος του εντύπου Α/Β [παράρτημα στον κανονισμό 27 της Επιτροπής,της 3ης Μαΐου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής του κανονισμού 17 τουΣυμβουλίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 34), ο οποίος μεταγενέστερα αντικαταστάθηκεαπό τον κανονισμό (ΕΚ) 3385/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994,σχετικά με τη μορφή, το περιεχόμενο και τις λοιπές προϋποθέσεις των αιτήσεωνκαι κοινοποιήσεων που υποβάλλονται κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 17 τουΣυμβουλίου (ΕΕ L 377, σ. 28)] καλεί τα μέρη που προβαίνουν σε κοινοποιήσειςνα διευκρινίζουν τον βαθμό του επείγοντος της υποθέσεως. Εξάλλου, οικοινοποιηθείσες πρακτικές τις οποίες η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν μπορούσαν νααποτελέσουν αντικείμενο απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης είχαν παύσει για περίοδο περίπου πέντε μηνών, μεταξύ 11ηςΦεβρουαρίου 1992 και 9ης Ιουλίου 1992 (βλ. ανωτέρω σκέψη 8), κατόπιν τηςυποβληθείσας από τις καταγγέλλουσες εταιρίες ενώπιον των ολλανδικώνδικαστηρίων αιτήσεως.

  62. Η περίοδος δεκαέξι περίπου μηνών που παρήλθε μεταξύ της ανακοινώσεως τωναιτιάσεων της 16ης Δεκεμβρίου 1992 και της εκδόσεως στις 13 Απριλίου 1994 τηςαποφάσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17είναι επίσης εύλογη. Πρέπει να σημειωθεί ότι το διοικητικό συμβούλιο τωνπροσφευγόντων παραδέχθηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον τουΠρωτοδικείου ότι, στην επιστολή της 21ης Οκτωβρίου 1993 του SCK προς τηνΕπιτροπή (επιστολή προς τον Dubois της ΓΔ IV), το SCK για πρώτη φοράεπέμεινε στην ταχεία και επείγουσα εξέταση της υποθέσεως. ΄Οσον αφορά τηνFNK, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η FNK δεν προέβη σε τέτοιο διάβημα πριναπό την έκδοση της αποφάσεως της 13ης Απριλίου 1994. Το έγγραφο οχλήσεωςτης 3ης Ιουνίου 1994 του συμβουλίου των προσφευγόντων προς την Επιτροπήσυνιστά την πρώτη εκδήλωση ενδιαφέροντος της FNK για ταχεία εξέταση τουφακέλου της υποθέσεως. Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο πουτο SCK ζητούσε για πρώτη φορά από την ΓΔ IV την ταχεία διεξαγωγή τηςδιαδικασίας, οι προσφεύγοντες ζήτησαν την παρέμβαση της ΓΔ III στη ΓΔ IV, μεσκοπό να δοθεί ευνοϊκή συνέχεια στην αίτησή τους περί χορηγήσεως απαλλαγής(βλ., μεταξύ άλλων, επιστολή του διοικητικού συμβουλίου των προσφευγόντων της5ης Οκτωβρίου 1993 προς τον McMillan, προϊστάμενο της μονάδας ΙΙΙ.Β.3).Μολονότι ένα τέτοιο διάβημα είναι καθ' όλα νόμιμο, οι προσφεύγοντες έπρεπενα έχουν αντιληφθεί ότι η αιτηθείσα παρέμβαση της ΓΔ ΙΙΙ θα καθυστερούσε τηνεξέλιξη της διαδικασίας, δεδομένου, εξάλλου, ότι η διαβούλευση της ΓΔ ΙΙΙ δενείναι απαραίτητη σε διαδικασία χορηγήσεως απαλλαγής βάσει του άρθρου 85,παράγραφος 3, της Συνθήκης ή σε διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως βάσειτου άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

  63. Το επόμενο στάδιο της διαδικασίας αποτέλεσε η κοινοποίηση στουςπροσφεύγοντες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων ενόψει της εκδόσεως τηςεπίδικης αποφάσεως. Η κοινοποίηση αυτή έγινε στις 21 Οκτωβρίου 1994, ήτοι έξιμήνες μετά την έκδοση της αποφάσεως βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, τουκανονισμού 17.

  64. Διαπιστώνεται ότι η περίοδος των έξι μηνών είναι εύλογη.

  65. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ωστόσο ότι η αποστολή της δεύτερηςανακοινώσεως των αιτιάσεων ήταν άσκοπη και συνιστά μέσον της Επιτροπής προςπαράταση της διαδικασίας. Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Αφενός,ο σκοπός των δύο ανακοινώσεων των αιτιάσεων ήταν διαφορετικός. Η πρώτηαφορούσε την άρση της ασυλίας περί επιβολής προστίμων του άρθρου 15,παράγραφος 5, του κανονισμού 17, με την έκδοση αποφάσεως κατ' εφαρμογήν τηςπαραγράφου 6 του ιδίου άρθρου, ενώ η δεύτερη είχε σκοπό να προετοιμάσειαπόφαση διαπιστώνουσα τις παραβάσεις και επιβάλλουσα πρόστιμα κατ'εφαρμογήν των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 15, παράγραφος 2, τουκανονισμού 17. Αφετέρου, η δεύτερη ανακοίνωση περιελάμβανε αιτιάσειςαφορώσες όλες τις διαπιστωθείσες με την επίδικη απόφαση παραβάσεις, δηλαδήτην απαγόρευση μισθώσεως και τις συνιστώμενες τιμές και τιμές διακανονισμού,ενώ η πρώτη περιοριζόταν στην ανάλυση της απαγορεύσεως μισθώσεως υπό τοπρίσμα του άρθρου 85 της Συνθήκης. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 19, παράγραφος1, του κανονισμού 17, καθώς και τα άρθρα 2 έως 4 του κανονισμού 99/63/ΕΟΚτης Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στοάρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (ΕΕ ειδ. έκδ.08/001, σ. 37), τα οποία εφαρμόζουν την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτωνάμυνας, επιβάλλουν να παρέχεται στις επιχειρήσεις που αφορά η διαδικασίαδιαπιστώσεως παραβάσεως η δυνατότητα, κατά τη διάρκεια διοικητικήςδιαδικασίας, να καταστήσουν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους ως προς όλες τιςαιτιάσεις που περιλαμβάνονται στην απόφαση (απόφαση του Δικαστηρίου της13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογήτόμος 1979/Ι, σ. 215, σκέψη 9· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου1992, Τ-10/92, Τ-11/92, Τ-12/92 και Τ-15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2667, σκέψη 39, και της 23ης Φεβρουαρίου 1994,T-39/42 και Τ-40/92, CB και Europay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-49,σκέψη 47). Επομένως, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να κοινοποιήσει στουςπροσφεύγοντες δεύτερη ανακοίνωση των αιτιάσεων όχι μόνον επειδή ο σκοπόςτων δύο ανακοινώσεων των αιτιάσεων ήταν διαφορετικός, αλλά και λόγω του ότιη επίδικη απόφαση περιλαμβάνει αιτίαση που δεν υπήρχε στην πρώτηανακοίνωση των αιτιάσεων. Με άλλα λόγια, αν η Επιτροπή δεν είχε κοινοποιήσειτις δεύτερες αιτιάσεις, η επίδικη απόφαση θα προσέβαλλε προδήλως ταδικαιώματα άμυνας των προσφευγόντων.

  66. Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή έλαβε την τελικήαπόφασή της στις 29 Νοεμβρίου 1995, ήτοι ένδεκα περίπου μήνες μετά τη λήψη,στις 21 Δεκεμβρίου 1994, της απαντήσεως των προσφευγόντων στη δεύτερηανακοίνωση των αιτιάσεων. Ανεξαρτήτως των μεταφραστικών προβλημάτων πουανέφεραν οι διάδικοι στα υπομνήματά τους, το γεγονός ότι η Επιτροπήχρειάσθηκε έντεκα μήνες, μετά τη λήψη της απαντήσεως στην ανακοίνωση τωναιτιάσεων, για να προετοιμάσει την τελική απόφαση σε όλες τις επίσημες γλώσσεςτης Κοινότητας δεν συνιστά προσβολή της αρχής της τηρήσεως της εύλογηςπροθεσμίας επί διοικητικής διαδικασίας σε θέματα πολιτικής ανταγωνισμού.

  67. ΄Οσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η Επιτροπή ουδέποτε έδωσεπροτεραιότητα στην υπόθεση και θεώρησε ότι αρκούσε να επηρεάσει τον εθνικόδικαστή και να λάβει απόφαση βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, τουκανονισμού 17, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία ναπροσδίδει διαφορετική προτεραιότητα στις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται(απόφαση Automec κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 77). Εξάλλου, ανη Επιτροπή κρίνει ότι οι γνωστοποιηθείσες πρακτικές δεν μπορούν να τύχουναπαλλαγής δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, μπορεί, για να εκτιμήσει τονβαθμό προτεραιότητας που θα δώσει στην κοινοποίηση, να λάβει υπόψη τογεγονός ότι εθνικό δικαστήριο έχει ήδη διατάξει την παύση των εν λόγωπαραβάσεων.

  68. Πρέπει να προστεθεί, σε απάντηση του επιχειρήματος που ανέπτυξαν οιπροσφεύγοντες κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση όσον αφορά τα ζημιογόναοριστικά αποτελέσματα μιας αποφάσεως βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, τουκανονισμού 17, ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 15ης Μαρτίου 1967, 8/66,9/66, 10/66 και 11/66, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος1965/1968, σ. 489), στήριξε το παραδεκτό προσφυγής σκοπούσας την ακύρωσητέτοιας αποφάσεως κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι, «αν το προσωρινό μέτροαπέκλειε κάθε δικαστικό έλεγχο (...), θα είχε (...) ως πρακτικό αποτέλεσμα νααπαλλαγεί η Επιτροπή από την υποχρέωση εκδόσεως τελικής αποφάσεως χάριςστην αποτελεσματικότητα της απλής απειλής προστίμου». Εν προκειμένω, οιπροσφεύγοντες που παρέλειψαν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά τηςαποφάσεως της 13ης Απριλίου 1994, ληφθείσας κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15,παράγραφος 6, του κανονισμού 17, δεν μπορούν να προβάλουν τα ενδεχομένωςζημιογόνα οριστικά αποτελέσματα της αποφάσεως αυτής.

  69. Ενόψει όλων των προεκτεθέντων στοιχείων, η Επιτροπή ενήργησε σύμφωνα μετην αρχή τηρήσεως της εύλογης προθεσμίας στη διοικητική διαδικασία πουπροηγήθηκε της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως.

  70. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Δεύτερος λόγος: προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  71. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι επί 45 μήνες τελούσαν σε αβεβαιότητα ωςπρος το αν θα τους χορηγηθεί ενδεχομένως η αιτηθείσα απαλλαγή. Οιπροσφεύγοντες προσθέτουν ότι η αρχή της ασφαλείας δικαίου πρέπει να τηρείταιμε ιδιαίτερη αυστηρότητα, οσάκις πρόκειται για διατάξεις που μπορεί να έχουνοικονομικές επιπτώσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1987,325/85, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 5041, σκέψη 18). Απόφασηστηριζόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17 δεν μπορεί να έχειτην ασφάλεια που συνεπάγεται μια τελική απόφαση (προαναφερθείσα απόφασητου Δικαστηρίου Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής). Επιπλέον, θα ήτανπερίεργο η Επιτροπή να δηλώσει ότι οι προσφεύγοντες μπορούν να εφησυχάσουνόσον αφορά την κατάστασή τους μετά τις αποφάσεις των ολλανδικώνδικαστηρίων, ενώ οι αποφάσεις αυτές είχαν ως μόνο σκοπό να καθορίσουν έναπροσωρινό καθεστώς εν αναμονή της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής.Εξάλλου, η απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1993 του Gerechtshof te Amsterdamστηρίζεται συγκεκριμένα στην επιστολή του Giuffrida του Σεπτεμβρίου 1993 (βλ.ανωτέρω σκέψη 14), η οποία περιελάμβανε ανακριβώς ότι «[έχει] ήδη δοθεί ηέγκριση των οικείων υπηρεσιών». Πάντως, η ΓΔ ΙΙΙ δεν είχε ακόμη λάβει θέσηεπί της υποθέσεως αυτής κατά τον χρόνο αυτής της επιβεβαιώσεως.

  72. Η Επιτροπή αρνείται ότι οι προσφεύγοντες τελούσαν σε ανασφάλεια δικαίου επί45 μήνες. Αναφέρεται στη διάταξη του Arrondissementsrechtbank te Utrecht της6ης Ιουλίου 1993. Με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως, παρατηρεί περαιτέρω ότιη ανακοίνωση των αιτιάσεων της 16ης Δεκεμβρίου 1992, καθώς και η από 4Ιουνίου 1993 επιστολή της (βλ. ανωτέρω σκέψεις 9 και 11) παρείχαν σαφή ένδειξηστους προσφεύγοντες όσον αφορά την ενδεχόμενη χορήγηση απαλλαγής. ΗΕπιτροπή ισχυρίζεται επίσης ότι η έκφραση «οικείες υπηρεσίες» στην επιστολήτου Giuffrida του Σεπτεμβρίου 1993 αφορούσε αποκλειστικά τις υπηρεσίες τηςΓΔ IV και τη νομική υπηρεσία της Επιτροπής. Η ΓΔ ΙΙΙ αναμείχθηκε στηδιαδικασία μόνο μετά από ρητή αίτησή της, κατόπιν ενεργειών τωνπροσφευγόντων. Η ανάμειξη της ΓΔ ΙΙΙ στη διαδικασία είχε ως συνέπεια τηνέκδοση της αποφάσεως βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17,λίγους μήνες αργότερα απ' ό,τι είχε ευλόγως μπορέσει να προβλέψει ο Giuffridaστις 22 Σεπτεμβρίου 1993.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  73. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως διαιρείται σε δύο σκέλη.

  74. Το πρώτο σκέλος θέτει το ερώτημα αν η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει τηςαρχής της ασφαλείας δικαίου, να εκδίδει απόφαση εντός εύλογης προθεσμίαςστην περίπτωση που της κοινοποιήθηκαν συμφωνίες δυνάμει του άρθρου 2 και/ήτου άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 17. Διατυπούμενο κατ' αυτόν τοντρόπο, το πρώτο αυτό σκέλος συμπίπτει με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και πρέπεινα απορριφθεί για τους ίδιους λόγους.

  75. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην επιστολήτου Giuffrida του Σεπτεμβρίου 1993 (βλ. ανωτέρω σκέψη 14) ότι περιελάμβανεανακριβώς ότι «[έχει] ήδη δοθεί η έγκριση των οικείων υπηρεσιών». Η αιτίασηαυτή προβάλλεται επίσης στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείταιαπό την προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.Πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που περιλαμβάνονται στη σκέψη 82κατωτέρω.

  76. Επομένως, ο λόγος που αντλείται από την προσβολή της αρχής της ασφάλειαςδικαίου δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

    Τρίτος λόγος: προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένηςεμπιστοσύνης

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  77. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή είχε δώσει υποσχέσεις οι οποίεςαποδείχθηκαν ανακριβείς. Οι προσφεύγοντες αναφέρονται κατ' αρχάς στηνεπιστολή του Giuffrida (βλ. ανωτέρω σκέψη 14) που ανήγγειλε τον Σεπτέμβριο του1993 την επικείμενη έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, τουκανονισμού 17. Στη συνέχεια, αναφέρονται στην επιστολή του Ehlermann της 27ηςΙουνίου 1994 (βλ. ανωτέρω σκέψη 18) σύμφωνα με την οποία η τελική απόφασηθα εκδιδόταν κατά προτεραιότητα. Εφόσον η απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1993του Gerechtshof te Amsterdam στηρίχθηκε στις υποσχέσεις της Επιτροπήςσύμφωνα με τις οποίες αυτή θα εξέδιδε την απόφασή της συντόμως, οιπροσφεύγοντες φρονούν ότι ευλόγως πίστεψαν ότι η Επιτροπή θα τηρούσε τιςυποσχέσεις της.

  78. Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγοντες παρατηρούν ακόμη, επ' ευκαιρίατης επιστολής του Giuffrida, ότι η ΓΔ ΙΙΙ είναι υπεύθυνη της πολιτικήςπιστοποιήσεως και ότι η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί, σύμφωνα με την Επιτροπή,την πρώτη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 85 σε σύστημα πιστοποιήσεως.Συνεπώς, οι προσφεύγοντες φρονούν ότι, κατά τον χρόνο συντάξεως τηςεπιστολής, τουλάχιστον μία «οικεία υπηρεσία», ήτοι η ΓΔ ΙΙΙ, δεν είχε δώσει τηνέγκρισή της. Λαμβανομένης υπόψη της επιδράσεως που άσκησε στην απόφασητου Gerechtshof te Amsterdam η εν λόγω επιστολή, συνάγεται ότι η Επιτροπήπαραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης με τις ανακριβείςεπιβεβαιώσεις της.

  79. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι η επιστολή της 22ας Σεπτεμβρίου 1993 δενδημιούργησε εσφαλμένη εντύπωση της καταστάσεως κατά τον χρόνο εκείνο.Συναφώς, αναφέρεται στην αναπτυχθείσα στη σκέψη 72 ανωτέρωεπιχειρηματολογία. Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι η επιστολή της 27ης Ιουνίου1994 δεν περιλαμβάνει καμία αναλήθεια.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  80. Η έννοια της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενοςέχει προσδοκίες στηριζόμενες σε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που του έχουνπαράσχει οι κοινοτικές υπηρεσίες (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαΐου1994, Τ-465/93, Consorzio gruppo di azione locale «Murgia Messapica» κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-361, σκέψη 67, και διάταξη του Πρωτοδικείου της11ης Μαρτίου 1996, Τ-195/95, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1976,σ. ΙΙ-171, σκέψη 20).

  81. Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες επικαλούνται την ύπαρξη δύο επιστολών τηςΕπιτροπής με υποσχέσεις οι οποίες απεδείχθηκαν ανακριβείς.

  82. Κατ' αρχάς, όσον αφορά την επιστολή του Giuffrida, η επιστολή αυτή συντάχθηκεστις 21 ή στις 22 Σεπτεμβρίου 1993. Πράγματι, η επιστολή αυτή συνιστά απάντησησε επιστολή των καταγγελλουσών εταιριών της 21ης Σεπτεμβρίου 1993 και οιπροσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι έλαβαν σχετική κοινοποίηση στις 22Σεπτεμβρίου 1993. Η επιστολή ανέφερε ότι το σχέδιο αποφάσεως βάσει τουάρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17 θα υποβαλλόταν στην Επιτροπή ωςσώμα κατά τη διάρκεια της επόμενης εβδομάδας και ότι η Επιτροπή προέβλεπετην τυπική κοινοποίηση της αποφάσεως αυτής στους προσφεύγοντες κατά τηδιάρκεια του πρώτου δεκαπενθημέρου του Οκτωβρίου 1993. Μολονότι ηαλληλογραφία αυτή μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί ως περιλαμβάνουσασυγκεκριμένες διαβεβαιώσεις όσον αφορά την επικείμενη έκδοση αποφάσεως τηςΕπιτροπής, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν ότι, από τη στιγμή που έλαβανγνώση, προέβησαν σε διαβήματα ενώπιον της ΓΔ ΙΙΙ προκειμένου η διεύθυνσηαυτή να μεσολαβήσει στη ΓΔ IV (βλ., μεταξύ άλλων, επιστολή του διοικητικούσυμβουλίου των προσφευγόντων της 5ης Οκτωβρίου 1993 προς τον ΜcMillan,προϊστάμενο της μονάδας ΙΙΙ.Β.3, που αναφέρεται σε συνομιλία του με το εν λόγωδιοικητικό συμβούλιο στις 28 Σεπτεμβρίου 1993). Υπό τις συνθήκες αυτές, οιπροσφεύγοντες προσδοκούσαν ότι Επιτροπή θα τηρούσε τις ενδεχόμενεςδιαβεβαιώσεις που είχαν διατυπωθεί στην από 22 Σεπτεμβρίου 1993 επιστολή της.

  83. ΄Οσον αφορά την επιστολή του Ehlermann της 27ης Ιουνίου 1994, με την επιστολήαυτή επιβεβαιώνεται ότι είχε δοθεί προτεραιότητα από τις υπηρεσίες της ΓΔ ΙVστην έκδοση τελικής αποφάσεως επί της υποθέσεως αυτής. Λαμβανομένης υπόψητης γενικότητας της δηλώσεως αυτής, δεν τίθεται θέμα για συγκεκριμένεςδιαβεβαιώσεις παρασχεθείσες από την Επιτροπή, οι οποίες θα μπορούσαν ναδημιουργήσουν στους προσφεύγοντες βάσιμες προσδοκίες όσον αφορά τηνημερομηνία εκδόσεως της τελικής αποφάσεως επί της υποθέσεως. Εν πάσηπεριπτώσει, το αληθές της δηλώσεως του Εhlermann επιβεβαιώθηκε εμπράκτωςαπό την Επιτροπή, εφόσον αυτή στις 21 Οκτωβρίου 1994 εξέδωσε ανακοίνωσητων αιτιάσεων με σκοπό την έκδοση τελικής αποφάσεως.

  84. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    Τέταρτος λόγος ακυρώσεως: προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  85. Οι προσφεύγοντες υπενθυμίζουν ότι ζήτησαν επανειλημμένα να ακουστούν κατάτη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως βάσει του άρθρου 15,παράγραφος 6, του κανονισμού 17. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έδωσεσυνέχεια στις αιτήσεις αυτές συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Οιπροσφεύγοντες φρονούν ότι η διασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών υπαγορεύεινα έχουν τη δυνατότητα αντιδράσεως, κατά τη διάρκεια προφορικής διαδικασίαςπεριβεβλημένης με όλες τις εγγυήσεις τύπου, αφενός, στα νέα στοιχεία πουμπορεί να παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και,αφετέρου, στην άρνηση της Επιτροπής να δεχθεί οποιονδήποτε συμβιβασμό. Τοσυμφέρον που έχουν οι προσφεύγοντες για την ακρόαση αυτή δικαιολογούσεενδεχόμενη καθυστέρηση της διαδικασίας, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια τηςπεριόδου που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 15,παράγραφος 6, του κανονισμού 17.

  86. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι έδωσε στους προσφεύγοντες τη δυνατότητα ναγνωστοποιήσουν την άποψή τους επί των αιτιάσεων τις οποίες είχε διατυπώσει.Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας. Ελλείψειοποιουδήποτε νομοθετικού κειμένου που να επιβάλλει την ακρόαση τωνενδιαφερομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων πριν από την έκδοσηαποφάσεως εκ μέρους της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 6, τουκανονισμού 17, και ελλείψει κάθε ιδιαίτερης περιστάσεως συνεπαγόμενης ότι, ενπροκειμένω, η ακρόαση αποτελούσε τη μόνη δυνατότητα για να διασφαλισθούναποτελεσματικά τα δικαιώματα άμυνας, η Επιτροπή ουδόλως ήταν υποχρεωμένηνα προβεί σε ακρόαση των προσφευγόντων μετά την έγγραφη διαβούλευση μεαυτούς.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  87. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, η ζημία που υπέστησαναπορρέει από το γεγονός ότι η Επιτροπή, κατά τη στιγμή καταθέσεως τουεισαγωγικού δικογράφου, δεν είχε ακόμη λάβει οριστική απόφαση επί τωνκοινοποιήσεων των προσφευγόντων και, κατ' αυτόν τον τρόπο, άφησε να πλανάταιεπί τέσσερα περίπου έτη αμφιβολία περί της νομιμότητας των κοινοποιηθέντωνκαταστατικών και κανονισμών. Η συμπεριφορά της Επιτροπής είχε ως συνέπειαότι το συμβούλιο πιστοποιήσεως απειλούσε το SCK με ανάκληση της αδείαςλειτουργίας του, οι μισθωτές γερανών τηρούσαν με λιγότερη προσοχή τουςγενικούς όρους της FNK και είχε θιγεί η καλή φήμη των προσφευγόντων.

  88. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η καταγγελλόμενη με τον παρόντα λόγο ακυρώσεωςσυμπεριφορά της Επιτροπής, ήτοι η μη διοργάνωση ακροάσεως πριν από τηνέκδοση αποφάσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 6, τουκανονισμού 17, δεν μπόρεσε να προκαλέσει ή να επιδεινώσει την ούτωςπροβαλλομένη με την προσφυγή ζημία.

  89. Συνεπώς, ο παρών λόγος ακυρώσεως ουδαμώς συνδέεται με τη ζημία αυτή.

  90. Εξάλλου, ο λόγος αυτός ακυρώσεως αφορά μόνον τη νομιμότητα της αποφάσεωςτης 13ης Απριλίου 1994, ληφθείσας κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος6, του κανονισμού 17. Η παρούσα προσφυγή όμως σκοπεί στην αποκατάστασηζημίας η οποία συνδέεται με τη μη έκδοση οριστικής αποφάσεως εντός εύλογηςπροθεσμίας και όχι με την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως της 13ης Απριλίου1994, την οποία, εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν εντόςτης τασσομένης προς τούτο προθεσμίας.

  91. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

  92. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι από την εξέταση των διαφόρωνλόγων ακυρώσεως δεν προέκυψε παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπήςδυνάμενη να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Κοινότητας.

  93. Πάντως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω το ζήτημα τηςαιτιώδους συναφείας μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς και τηςζημίας που επικαλούνται οι προσφεύγοντες.

    2. Επί της αιτιώδους συναφείας

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  94. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η ζημία που υπέστησαν πρέπει νακαταλογισθεί στην Επιτροπή. Ισχυρίζονται ότι το SCK απειλείται με απώλεια τηςάδειας λειτουργίας του επειδή το συμβούλιο πιστοποιήσεως θεωρεί ότι ηαπαγόρευση μισθώσεως είναι το μοναδικό μέσον πληρώσεως των κριτηρίωνχορηγήσεως άδειας λειτουργίας, ενώ αυτή ακριβώς η απαγόρευση μισθώσεως έχειανασταλεί εν αναμονή της επίδικης αποφάσεως. Ως προς την FNK, η φήμη τηςκαι οι γενικοί όροι τους οποίους επιβάλλει έχουν ιδιαίτερα θιγεί από τησυμπεριφορά της Επιτροπής. Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγοντεςτονίζουν ακόμη ότι το Gerechtshof te Amsterdam εξέδωσε, βάσει ανακριβούςδηλώσεως της Επιτροπής, προσωρινή απόφαση αναστολής της απαγορεύσεωςμισθώσεως εν αναμονή της οριστικής αποφάσεως της Επιτροπής (βλ. ανωτέρωσκέψη 14). Οι προσφεύγοντες φρονούν ότι η αδράνεια της Επιτροπής επίανεπιτρέπτως μακρό χρονικό διάστημα προσέδωσε στην απόφαση του Gerechtshofte Amsterdam της 28ης Οκτωβρίου 1993 χρονική ισχύ υπερβαίνουσα κατά πολύτην ισχύ που θέλησε να της δώσει το εθνικό δικαστήριο.

  95. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι δεν υπάρχει άμεση και αναγκαία αιτιώδης συνάφειαμεταξύ της ενέργειας της Επιτροπής και της συνεχιζόμενης αναστολής τηςαπαγορεύσεως μισθώσεως. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι δεν ανέστειλε η ίδια αλλάτο ολλανδικό δικαστήριο, ως προσωρινό μέτρο, την απαγόρευση μισθώσεως. Αντο SCK έκρινε ότι μετά ορισμένο χρόνο τα προσωρινά μέτρα δεν δικαιολογούντανπλέον, δεδομένου ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής καθυστερούσεπερισσότερο απ' όσο είχε προβλεφθεί, μπορούσε να προσφύγει στο εθνικόδικαστήριο για να επιτύχει την κατάργηση ή τροποποίηση των προσωρινώνμέτρων.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  96. Το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης παράγει άμεσα αποτελέσματα στιςσχέσεις μεταξύ ιδιωτών και δημιουργεί απευθείας δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών,τα οποία πρέπει να διαφυλάσσουν τα εθνικά δικαστήρια (βλ., π.χ., απόφαση τουΔικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 1991, C-234/89, Delimitis, Συλλογή 1991,σ. Ι-935, σκέψη 45).

  97. Εφαρμόζοντας το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, το Gerechtshof teAmsterdam απαγόρευσε στο SCK, με την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1993, ναεφαρμόζει την «απαγόρευση μισθώσεως» (άρθρο 7, δεύτερη περίπτωση, τουκανονισμού του SCK σχετικά με την πιστοποίηση των επιχειρήσεων εκμισθώσεωςγερανών). Παρ' όλον ότι είναι ακριβές ότι το Gerechtshof te Amsterdamεπηρεάστηκε από τη θέση της Επιτροπής, ήτοι από την επιστολή του Giuffrida τουΣεπτεμβρίου 1993 (βλ. ανωτέρω σκέψη 14) με την οποία αναγγέλθηκε η έκδοσηαποφάσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17,αυτή η λήψη θέσεως δεν δεσμεύει ωστόσο το εθνικό δικαστήριο. Πράγματι, ηεκτίμηση του Giuffrida περί της απαγορεύσεως αυτής δεν συνιστά πραγματικόστοιχείο το οποίο το Gerechtshof te Amsterdam μπορούσε να λάβει υπόψηεξετάζοντας αν η πρακτική αυτή είναι σύμφωνη με το άρθρο 85 της Συνθήκης(απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980, 253/78, 1/79, 2/79 και 3/79, Giryκαι Guerlain κ.λπ., Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 527, σκέψη 13· απόφαση τουΠρωτοδικείου της 9ης Ιανουαρίου 1996, Τ-575/93, Koelman κατά Επιτροπής,Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1, σκέψη 43). Εξάλλου, καθώς προκύπτει από την εξέταση τηςπροσφυγής ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως, η θέση την οποίαυποστήριξε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και τηνοποία διατήρησε με την επίδικη απόφαση στηρίζεται σε ορθή ερμηνεία τουάρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Επομένως, εάν υπήρξε, για το SCK,απειλή ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας του, η απειλή αυτή οφείλεται στογεγονός ότι το SCK υποχρεώθηκε να θέσει τέρμα στην παράβαση του άρθρου 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης. Τέτοιου είδους «ζημία» δεν μπορεί να καταλογιστείστην Επιτροπή.

  98. Ως προς την FNK, οι προσφεύγοντες δεν εξηγούν κατά ποιον τρόπο έχουν θιγείη φήμη και οι γενικοί όροι της από τη συμπεριφορά της Επιτροπής, μολονότι,κατά πάγια νομολογία, στους προσφεύγοντες εναπόκειται να προσκομίσουν τηναπόδειξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του διαπραχθέντος από το θεσμικό όργανοπταίσματος και της προβαλλομένης ζημίας (βλ., π.χ., απόφαση του Δικαστηρίουτης 30ής Ιανουαρίου 1992, C-363/88 και C-364/88, Finsider κ.λπ. κατά Επιτροπής,Συλλογή 1992, σ. Ι-359, σκέψη 25· απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ηςΣεπτεμβρίου 1995, Τ-168/94, Blackspur κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής,Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2627, σκέψη 40). Οι μοναδικές πρακτικές της FNK πουτέθηκαν υπό αμφισβήτηση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας είναι τοσύστημα των συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού και η λεγομένη ρήτρα«προτεραιότητας», η οποία υποχρεώνει τα μέλη της FNK να απευθύνονται κατάπροτεραιότητα σε άλλα μέλη της ενώσεως αυτής για τη μίσθωση και εκμίσθωσητων γερανών (άρθρο 3, στοιχεία α΄ και β΄, του εσωτερικού κανονισμού της FNK).Πάντως, οι προσφεύγοντες επιβεβαίωσαν κατά τη διάρκεια της διοικητικήςδιαδικασίας, κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον τουΠρωτοδικείου και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η FNK είχε εκουσίωςεγκαταλείψει τις πρακτικές αυτές κατόπιν της ακυρώσεως εκ μέρους τουGerechtshof te Amsterdam, στις 9 Ιουλίου 1992, της διατάξεως του Προέδρου τουArrondissementsrechtbank te Utrecht της 11ης Φεβρουαρίου 1992, ήτοι σε χρόνο(Ιούλιο 1992) που η Επιτροπή δεν είχε ακόμη λάβει θέση, ούτε καν προσωρινά,επί της κοινοποιήσεως της FNK ή επί της καταγγελίας της Van Marwijk. Συνεπώς,η προβαλλομένη από την FNK ζημία ουδαμώς μπορεί να έχει προκληθεί από τησυμπεριφορά της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

  99. Απ' όλες αυτές τις σκέψεις προκύπτει ότι η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει νααπορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί περαιτέρω αν πληρούται η άλληπροϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Κοινότητας, δηλαδή η ύπαρξηζημίας.

    Επί της προσφυγής περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου ή περί ακυρώσεως τηςαποφάσεως 95/551 (υπόθεση Τ-18/96)

    1. Επί των αιτημάτων περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου της επίδικηςαποφάσεως

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  100. Οι προσφεύγοντες επικαλούνται έναν μόνο λόγο προς στήριξη των αιτημάτωντους. Φρονούν ότι η επίδικη απόφαση είναι ανυπόστατη, καθόσον η Επιτροπήπαρέλειψε να λάβει θέση, στο διατακτικό της αποφάσεως, επί της υποβληθείσαςβάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης αιτήσεως προς χορήγησηαπαλλαγής. ΄Επρεπε να λάβει θέση επί της αιτήσεως αυτής στο διατακτικό,δεδομένου ότι το συμβιβαστό μιας καταστάσεως προς τους κοινοτικούς κανόνεςανταγωνισμού πρέπει να ελέγχεται σε σχέση με το σύνολο του άρθρου 85(απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, Τ-528/93, Τ-542/93, Τ-543/93και Τ-546/93, Métropole télévision κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-649)και ότι μόνο το διατακτικό μιας πράξεως δύναται να παραγάγει έννομααποτελέσματα (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 1992,Τ-138/89, NBV και NVB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2181, σκέψη 31, καιτης 8ης Ιουνίου 1993, T-50/92, Fiorani κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993,σ. ΙΙ-555, σκέψη 39). Η απόφαση της Επιτροπής της 13ης Απριλίου 1994,ληφθείσα βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17, δεν είχε καμίασυνέπεια ως προς αυτούς. Τέτοιου είδους απόφαση ελήφθη μετά από προσωρινόέλεγχο και επομένως δεν ισοδυναμεί με τελική απόφαση. Επιπλέον, ακόμη κι ανη απόφαση αυτή μπορούσε να θεωρηθεί τελική, θα έπρεπε τουλάχιστον ναδιαπιστωθεί ότι εν προκειμένω δεν αφορά την απαγόρευση μισθώσεως του SCKκαι δεν αναφέρεται στις κοινοποιηθείσες πρακτικές της FNK, οπότε δεν υφίσταταιεισέτι απόφαση περί της ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3,της Συνθήκης επί των πρακτικών αυτών.

  101. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι από τα σημεία 32 έως 39 των αιτιολογικών σκέψεωντης επίδικης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι εξέτασε και απέρριψε ταεπιχειρήματα των προσφευγόντων που αποσκοπούσαν στη χορήγηση απαλλαγήςδυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Η προσθήκη ενός άρθρουστο διατακτικό απορρίπτοντος ρητώς την αίτηση χορηγήσεως απαλλαγής βάσειτου άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν θα είχε κανένα λόγο υπάρξεως,εφόσον η διαπίστωση στα άρθρα 1 και 3 των παραβάσεων του άρθρου 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης, τις οποίες διέπραξε το SCK και η FNK, καθώς καιη επιβολή απαγορεύσεων με τα άρθρα 2 και 4 συνεπάγονται κατ' ανάγκη τηναπόρριψη της αιτήσεως περί χορηγήσεως απαλλαγής βάσει του άρθρου 85,παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  102. Στο διατακτικό της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σύστηματων συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού της FNK (άρθρο 1) και ηαπαγόρευση μισθώσεως του SCK (άρθρο 3) παραβιάζουν το άρθρο 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης και υποχρέωσε την FNK (άρθρο 2) και το SCK (άρθρο 4) να θέσουν αμέσως τέρμα στις παραβάσεις αυτές. Περαιτέρω, η επίδικηαπόφαση επιβάλλει πρόστιμα στους προσφεύγοντες (άρθρο 5).

  103. Μολονότι το διατακτικό αυτό δεν αναφέρεται ρητώς επί των υποβληθεισών απότους προσφεύγοντες αιτήσεων απαλλαγής βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3,της Συνθήκης, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ήλεγξε αν οι πρακτικές των άρθρων1 και 3 της επίδικης αποφάσεως συνάδουν προς τους κανόνες του ανταγωνισμούσε σχέση με το σύνολο του άρθρου 85. Πράγματι, από την ενδελεχή αιτιολογία τηςεπίδικης αποφάσεως (σημεία 32 έως 39 των αιτιολογικών σκέψεων) προκύπτει ότιη Επιτροπή εξέτασε αν το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης μπορεί νακριθεί ανεφάρμοστο στις πρακτικές αυτές δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος3, της Συνθήκης. Κατά την εξέταση αυτή, η Επιτροπή επισημαίνει στο σημείο 35των αιτιολογικών σκέψεων, όσον αφορά τις καθορισθείσες από την FNKσυνιστώμενες τιμές και τιμές διακανονισμού, ότι «δεν είναι δυνατόν να χορηγηθείαπαλλαγή δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης». Ομοίως, στοσημείο 39 των αιτιολογικών σκέψεων, η Επιτροπή καταλήγει ρητώς ότι «δεν είναιδυνατόν να χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης, όσον αφορά την απαγόρευση μισθώσεως του SCK».

  104. Υπενθυμίζεται ότι το διατακτικό μιας πράξεως συνδέεται άρρηκτα με τηναιτιολογία της, οπότε πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη τουαιτιολογικού που οδήγησε στην έκδοση της πράξεως (αποφάσεις του Δικαστηρίουτης 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 99/86 193/86 και 215/86, Asteris κ.λπ. κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 27, και της 15ης Μαϊου 1997,C-355/95 P, TWD κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή,σκέψη 21· απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 1992, Τ-26/90, Finsiderκατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1789, σκέψη 53). Συνεπώς, ακόμα κι αν τοδιατακτικό της επίδικης αποφάσεως δεν αναφέρεται ρητώς στις αιτήσεις τωνπροσφευγόντων περί χορηγήσεως απαλλαγής βάσει του άρθρου 85, παράγραφος3, της Συνθήκης, οι διαπιστώσεις των παραβάσεων και η επιβολή τηςυποχρεώσεως να τερματίσουν τις παραβάσεις αυτές, οι οποίες περιλαμβάνονταιστο διατακτικό, συνεπάγονται κατ' ανάγκη, ενόψει της αιτιολογίας της αποφάσεως(σημεία 32 έως 39 των αιτιολογικών σκέψεων), την απόρριψη από την Επιτροπήτων εν λόγω αιτήσεων.

  105. Τέλος, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να αντλήσουν επιχείρημα από τιςπροαναφερθείσες αποφάσεις NBV και NVB κατά Επιτροπής και Fiorani κατάΚοινοβουλίου. Πράγματι, σε κάθε μία από τις υποθέσεις αυτές, οι οποίες ουδόλωςαφορούσαν πρόβλημα ανυπόστατης αποφάσεως κοινοτικού θεσμικού οργάνου, τοδιατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν έθιγε τους προσφεύγοντες.Ορισμένες μόνον αιτιολογικές σκέψεις των εν λόγω αποφάσεων θεωρήθηκαν μηευνοϊκές για τους προσφεύγοντες. Οι ασκηθείσες στις υποθέσεις αυτές προσφυγέςακυρώσεως κρίθηκαν απαράδεκτες διότι σκοπούσαν, στην πραγματικότητα, στηνακύρωση μόνο του σκεπτικού της αποφάσεως. Στην υπό κρίση υπόθεση, τοδιατακτικό της επίδικης αποφάσεως θίγει τους προσφεύγοντες, καθόσον τουςθεωρεί υπεύθυνους παραβάσεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης,τους υποχρεώνει να παύσουν τις παραβάσεις αυτές, τους επιβάλλει πρόστιμα και,εμμέσως πλην σαφώς, απορρίπτει τις αιτήσεις τους περί χορηγήσεως απαλλαγής.

  106. Επομένως, ο λόγος αυτός ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

  107. Συνεπώς, τα αιτήματα που σκοπούν στη διαπίστωση του ανυποστάτου της επίδικηςαποφάσεως πρέπει να απορριφθούν.

    2. Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως

  108. Οι προσφεύγοντες επικαλούνται πέντε λόγους ακυρώσεως της επίδικηςαποφάσεως, αντλούμενους αντιστοίχως από παράβαση των άρθρων 3, 4, 6 και 9του κανονισμού 17, παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης,παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, προσβολή τωνδικαιωμάτων άμυνας και παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης.

    Πρώτος λόγος ακυρώσεως: παράβαση των άρθρων 3, 4, 6 και 9 τουκανονισμού 17

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  109. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, αφήνοντας χάσματα στην ανάπτυξή τους, καιαναφερόμενοι στα επιχειρήματά τους περί του ανυποστάτου της επίδικηςαποφάσεως, ότι η παράλειψη της Επιτροπής να κρίνει επί των αιτήσεων περίχορηγήσεως απαλλαγής βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκηςπαραβιάζει τα άρθρα 3, 4, 6 και 9 του κανονισμού 17 και ότι η Επιτροπή υπέπεσεεπίσης σε σοβαρά σφάλματα τύπου, οπότε η απόφαση, εφόσον δεν πληροί τιςαπαιτούμενες τυπικές προϋποθέσεις, πρέπει να ακυρωθεί.

  110. Η Επιτροπή αναφέρεται στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε επί των αιτημάτωνπου αποσκοπούν στη διαπίστωση του ανυποστάτου της επίδικης αποφάσεως.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  111. Ο παρών λόγος ακυρώσεως στηρίζεται στα ίδια επιχειρήματα με τα προβληθένταστο πλαίσιο του λόγου που προβλήθηκε προς στήριξη των σκοπούντων στηδιαπίστωση του ανυποστάτου της επίδικης αποφάσεως αιτημάτων.

  112. Επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι, με την απόφαση αυτή η Επιτροπή έλαβε σαφώςθέση επί των αιτήσεων των προσφευγόντων περί χορηγήσεως απαλλαγής βάσειτου άρθρου 85, παράγραφος 3 (βλ. ανωτέρω σκέψεις 103 και 104).

  113. Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Δεύτερος λόγος ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, τηςΣυνθήκης

  114. Λαμβανομένης υπόψη της εκθέσεως ακροατηρίου και κατόπιν της προφορικήςδιαδικασίας, ο λόγος αυτός μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερα σκέλη.

  115. Το πρώτο σκέλος αντλείται από το ότι κακώς το SCK χαρακτηρίστηκε ωςεπιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Τοδεύτερο σκέλος διαιρείται σε δύο επιχειρήματα. Το πρώτο επιχείρημα αντλείταιαπό πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με τη χρησιμοποίηση κριτηρίων διαφάνειας,ελευθερίας, ανεξαρτησίας και αποδοχής ισοδυνάμων εγγυήσεων άλλωνσυστημάτων κατά την εκτίμηση του συμβιβαστού ενός συστήματος πιστοποιήσεωςπρος το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Το δεύτερο επιχείρημα αντλείταιαπό σφάλμα εκτιμήσεως της Επιτροπής επειδή θεώρησε ότι η απαγόρευσημισθώσεως είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό τουανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Τοτρίτο σκέλος αντλείται από σφάλμα εκτιμήσεως της Επιτροπής επειδή θεώρησεότι το σύστημα των συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού είχε ωςαντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοιατου άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Τέλος, το τέταρτο σκέλος αντλείταιαπό το σφάλμα εκτιμήσεως της επιδράσεως στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

    Επί του πρώτου σκέλους που αντλείται από τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό τουSCK ως επιχειρήσεως υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, τηςΣυνθήκης

    • Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων



  116. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το SCK δεν είναι επιχείρηση υπό την έννοιατου άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, εφόσον οργανισμός πιστοποιήσεωςο οποίος ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με ουδέτερο και αντικειμενικό έλεγχοεπιχειρήσεων σε ένα συγκεκριμένο τομέα δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα(βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1991, C-41/90, Höfner καιElser, Συλλογή 1991, σ. Ι-1979, της 17ης Φεβρουαρίου 1993, C-159/91 καιC-160/91, Poucet και Pistre, Συλλογή 1993, σ. Ι-637, και τις προτάσεις του γενικούεισαγγελέα Sir Gordon Slynn στην απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1985, 123/83,BNIC, Συλλογή 1985, σ. 391 και 392). Το SCK δεν συνιστά ούτε ένωσηεπιχειρήσεων υπό την έννοια της ίδιας διατάξεως.

  117. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι αρκεί ένας οργανισμός, ασχέτως του νομικούκαθεστώτος του, να ασκεί δραστηριότητα οικονομικού χαρακτήρα που κατ' αρχήνμπορεί να ασκείται από ιδιωτική επιχείρηση και με κερδοσκοπικό σκοπό, για ναμπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος1, της Συνθήκης. Εν προκειμένω, η επί πληρωμή χορήγηση πιστοποιητικού συνιστάδραστηριότητα τέτοιου είδους. Επομένως, το SCK πρέπει να θεωρηθεί ωςεπιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    • Κρίση του Πρωτοδικείου



  118. Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή χαρακτήρισε το SCK ως επιχείρηση υπό τηνέννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (σημείο 17, δεύτερο εδάφιο,των αιτιολογικών σκέψεων).

  119. Πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή προέβη σε πεπλανημένη εκτίμηση ή υπέπεσεσε πλάνη περί το δίκαιο προβαίνοντας στον χαρακτηρισμό αυτό.

  120. Στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, «η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτεικάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικόκαθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του»(προαναφερθείσα απόφαση Höfner και Elser, σκέψη 21).

  121. Το SCK είναι οργανισμός ιδιωτικού δικαίου που έθεσε σε λειτουργία ένασύστημα πιστοποιήσεως για επιχειρήσεις εκμισθώσεως γερανών, η συμμετοχήστον οποίο είναι προαιρετική. Το SCK καθορίζει με ανεξαρτησία τα κριτήρια πουπρέπει να πληρούν οι πιστοποιημένες επιχειρήσεις. Το SCK χορηγεί πιστοποιητικόμόνον κατόπιν καταβολής εισφοράς.

  122. Τα χαρακτηριστικά αυτά αποδεικνύουν ότι το SCK ασκεί οικονομικήδραστηριότητα. Πρέπει επομένως να θεωρηθεί ως επιχείρηση υπό την έννοια τουάρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

  123. Εφόσον η Επιτροπή ορθώς χαρακτήρισε το SCK ως επιχείρηση, το επιχείρημα τωνπροσφευγόντων ότι το SCK δεν είναι ένωση επιχειρήσεων στερείται λυσιτέλειας.

  124. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δευτέρου σκέλους το οποίο αντλείται, αφενός, από πλάνη περί το δίκαιοσχετικά με την χρησιμοποίηση κριτηρίων διαφάνειας, ελευθερίας, ανεξαρτησίαςκαι αποδοχής ισοδυνάμων εγγυήσεων άλλων συστημάτων κατά την εκτίμηση τουσυμβιβαστού ενός συστήματος πιστοποιήσεως με το άρθρο 85, παράγραφος 1, τηςΣυνθήκης και, αφετέρου, από σφάλμα εκτιμήσεως της Επιτροπής επειδή θεώρησεότι η απαγόρευση μισθώσεως είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τονπεριορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, τηςΣυνθήκης

    • Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων



  125. Οι προσφεύγοντες υπενθυμίζουν ότι η Επιτροπή θεώρησε με την επίδικη απόφασηότι, αν η απαγόρευση μισθώσεως συνδεόταν με «ανεξάρτητο και διαφανέςσύστημα πιστοποιήσεως που επέτρεπε την αποδοχή ισοδυνάμων εγγυήσεων απόάλλα συστήματα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η απαγόρευση δεν είχεπεριοριστικό αποτέλεσμα στον ανταγωνισμό, αλλά ότι απλά αποσκοπεί στηνπλήρη εξασφάλιση της ποιότητας των πιστοποιημένων αγαθών και υπηρεσιών»(σημείο 23, πρώτο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων). Η Επιτροπή παρέβη τοάρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, καθορίζοντας αυτοβούλως γενικάκριτήρια για να εκτιμήσει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε συστήματαπιστοποιήσεως, ενώ τα κριτήρια αυτά δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης.

  126. Στη συνέχεια, η απαγόρευση μισθώσεως στο πλαίσιο του συστήματοςπιστοποιήσεως του SCK δεν έχει ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμότου ανταγωνισμού. Για να εκτιμηθεί αν τέτοιου είδους ρήτρες υπόκεινται στηναπαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, πρέπει να εξεταστείπώς θα διαμορφωνόταν ο ανταγωνισμός αν έλειπαν οι ρήτρες αυτές (απόφαση της11ης Ιουλίου 1985, 42/84, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2545,σκέψη 18). Το σύστημα πιστοποιήσεως του SCK ενισχύει τον ανταγωνισμό.Συμβάλλει στη διαφάνεια της αγοράς επιτρέποντας να εκτιμάται, βάσειαντικειμενικού και τυποποιημένου κριτηρίου, η ποιότητα και η ασφάλεια τωνδιαφόρων προσφερόντων το προϊόν. Είναι αναπόφευκτη η επιβολή απαγορεύσεωςμισθώσεως σε μη πιστοποιημένες επιχειρήσεις, διότι η απαγόρευση αυτή συνιστάτον μοναδικό τρόπο διασφαλίσεως ότι κάθε παραγγελία που ανατίθεται σεπιστοποιημένη επιχείρηση θα εκτελεστεί από επιχείρηση που πληροί τις ίδιεςπροϋποθέσεις ασφάλειας και ποιότητας. Υπό την έννοια αυτή, η απαγόρευσημισθώσεως σκοπεί παρεμφερή προστασία με αυτή που προσφέρει ένα σήμα, τοσυμβιβαστό του οποίου με το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού έχειαναγνωρίσει το Δικαστήριο (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 1990,C-10/89, CNL-SUCAL, Συλλογή 1990, σ. Ι-3711, σκέψη 13). Η απαγόρευσημισθώσεως είναι επίσης απαραίτητη καθόσον αποτελεί το μόνο μέσο πληρώσεωςτης προϋποθέσεως του άρθρου 2, παράγραφος 5, των κριτηρίων αναγνωρίσεωςτου συμβουλίου πιστοποιήσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 5), σύμφωνα με την οποία ηοργάνωση που χορηγεί την πιστοποίηση υποχρεούται να ελέγχει η ίδια, στηνπερίπτωση που η εργασία εκτελείται από υπεργολάβο, αν πληρούνται οιπροϋποθέσεις ποιότητας. Ως προς την πρόταση της Επιτροπής να επιτρέπει στιςπιστοποιημένες επιχειρήσεις να αποδεικνύουν, βάσει προϋφισταμένων καταλόγων,ότι οι μη πιστοποιημένες επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνονται πληρούντουλάχιστον τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ποιότητας, οι προσφεύγοντες φρονούνότι τέτοιο σύστημα ad hoc ελέγχου συνιστά άμεση άρνηση του στηριζομένου σεσυστηματικό έλεγχο συστήματος πιστοποιήσεως. Τέλος, η απαγόρευση μισθώσεωςπρέπει να ισχύει και στην περίπτωση που ο κύριος του έργου επιτρέπει ρητώς τημίσθωση γερανών από μη πιστοποιημένη επιχείρηση. Πράγματι, η αξιοπιστία τουσυστήματος πιστοποιήσεως βασίζεται στο γεγονός ότι όλα τα προϊόντα και οιυπηρεσίες που προσφέρονται από πιστοποιημένες επιχειρήσεις πληρούν τιςαπαιτούμενες προϋποθέσεις.

  127. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το επίδικο σύστημα πληροί, εν πάσηπεριπτώσει, όλα τα καθορισθέντα από την Επιτροπή κριτήρια. Κατ' αρχάς, τοσύστημα αυτό χαρακτηρίζεται από πλήρη ελευθερία, αποδεχόμενο όχι μόνο ταμέλη της FNK αλλά και κάθε επιχείρηση που το επιθυμεί. ΄Ετσι, το SCK έχειχορηγήσει πιστοποιητικά σε δώδεκα επιχειρήσεις μη μέλη της FNK. Οιπροϋποθέσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού είναι αντικειμενικές και δενδημιουργούν διακρίσεις. Συναφώς, η μειωμένη εισφορά που κατέβαλλαν τα μέλητης FNK μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1992 ήταν απλώς το αντιστάθμισμα για τιςυπηρεσίες γραμματείας που προσέφερε η FNK στο SCK. Το σύστημα είναι επίσηςπροσιτό στις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεταιμε έκθεση του συμβουλίου πιστοποιήσεως της 11ης Ιανουαρίου 1993 και επιστολήτης 11ης Μαρτίου 1994 της ενώσεως βελγικών επιχειρήσεως εκμισθώσεωςγερανών. Το SCK αναγνωρίζει πάντοτε την εγγραφή σε αλλοδαπά μητρώα υπότην επιβαλλόμενη στην επιχείρηση που ζητεί πιστοποιητικό του SCK προϋπόθεση,να είναι εγγεγραμμένη σε μητρώα εμπορικού επιμελητηρίου. Συνεπώς, οιδυσχέρειες που συναντούν οι αλλοδαπές επιχειρήσεις για την πρόσβαση στηνολλανδική αγορά οφείλονται μόνο στις διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών τωνχωρών.

  128. Μολονότι ο κανονισμός του δεν περιλαμβάνει σχετική μνεία, το SCK αναγνωρίζειως ισοδύναμα άλλα συστήματα πιστοποιήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι τασυστήματα αυτά προβλέπουν ισοδύναμες εγγυήσεις με αυτές του επίδικουσυστήματος. Το σύστημα πιστοποιήσεως του SCK έχει πράγματι μεγαλύτερη αξίαόσον αφορά το νομικό καθεστώς, τόσο επί της ουσίας όσο και επί τηςδιαδικασίας. Επί της ουσίας, το σύστημα αυτό θέτει προϋποθέσεις πέραν τωννομίμων, τόσο από τεχνικής απόψεως όσο και από απόψεως διαχειρίσεως τηςεπιχειρήσεως. Το SCK ακολουθεί πολύ πιο ενεργό πολιτική ελέγχου απ' ό,τι ηKeboma. Αυτή η συμπληρωματική λειτουργία του συστήματος πιστοποιήσεωςεξηγείται από την ηθελημένη πολιτική των Κάτω Χωρών να αναθέτουν όσο τοδυνατόν περισσότερο τον έλεγχο των νομίμων προϋποθέσεων σε επιχειρηματίες.Η μεγαλύτερη αξία του συστήματος πιστοποιήσεως του SCK έχει αναγνωρισθείαπό τη ΓΔ ΙΙΙ με σημείωμα της 18ης Αυγούστου 1994 προς τη ΓΔ IV. Υπό τιςσυνθήκες αυτές, το SCK δεν μπορεί να επιτρέπει τη μίσθωση γερανών, η οποίαδεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, χωρίς να θίγεται εξ αυτού η συνοχή τουσυστήματός του πιστοποιήσεως. Το γεγονός ότι δεν υφίστανται ακόμη άλλοιιδιωτικοί οργανισμοί με σύστημα πιστοποιήσεως παρεμφερές με το σύστημα τουSCK δεν συνεπάγεται ότι το SCK δεν έχει την πρόθεση να αναγνωρίσειπαρεμφερές σύστημα, εάν τούτο υπάρξει. Εξάλλου, το επιχείρημα της Επιτροπήςκαθιστά αδύνατη τη θέσπιση συστήματος πιστοποιήσεως σε τομέα όπου δενυφίσταται ακόμη τέτοιο σύστημα, εφόσον το πρώτο εγκαθιδρυθέν σύστημα δενέχει τη δυνατότητα να αναγνωρίζει άλλα παρεμφερή συστήματα.

  129. Η Επιτροπή αντιτάσσει, στα σημεία 23 έως 30 των αιτιολογικών σκέψεων τηςεπίδικης αποφάσεως, ότι προέβη σε λεπτομερή ανάλυση της απαγορεύσεωςμισθώσεως στο νομικό και οικονομικό της πλαίσιο, προκειμένου να καθορίσει εάνη απαγόρευση αυτή συμβιβάζεται με το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης(βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 1996, 56/65, Société techniqueminière, Συλλογή 1996, σ. 337).

  130. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απαγόρευση μισθώσεως δεν είναι απαραίτητη γιατη διατήρηση της συνοχής του εν λόγω συστήματος πιστοποιήσεως. Για να τονίσειτον δυσανάλογο χαρακτήρα της απαγορεύσεως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ηαπαγόρευση αποκλείει τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως γερανών πιστοποιημένωναπό άλλους οργανισμούς και δεν επιτρέπει στον κύριο συμβαλλόμενο νααποδείξει, ούτε και εκ των προτέρων με την κατάρτιση καταλόγου, ότι ο μηπιστοποιημένος υπεργολάβος του πληροί όλες τις απαιτούμενες από το SCKπροϋποθέσεις. Επιπλέον, η απαγόρευση εμποδίζει τον κύριο συμβαλλόμενο νααπευθυνθεί σε μη πιστοποιημένο υπεργολάβο στην περίπτωση που ο κύριος τουέργου έχει ρητώς παραιτηθεί των συνδεομένων με το πιστοποιητικό του SCKεγγυήσεων ποιότητας και έχει επιτρέψει τη χρησιμοποίηση μη πιστοποιημένωνγερανών.

  131. Το σύστημα πιστοποιήσεως του SCK δεν πληροί τα τιθέμενα στο σημείο 23, πρώτοεδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως κριτήρια. Κατ' αρχάς,το σύστημα αυτό είχε εξαρχής, και εν πάση περιπτώσει εν μέρει μέχρι τις 21Οκτωβρίου 1993, τα χαρακτηριστικά κλειστού συστήματος (σημείο 24 τωναιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως). Στη συνέχεια, αντιθέτως προςτους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, το σύστημα δεν επιτρέπει την αναγνώρισηάλλων συστημάτων εγγυήσεως. Η προταθείσα από τους προσφεύγοντεςτροποποίηση της αρχικής διατυπώσεως του άρθρου 7, δεύτερη περίπτωση, τουκανονισμού πιστοποιήσεως, με σκοπό την αναγνώριση της πιστοποιήσεως άλλωνοργανισμών ιδιωτικού δικαίου [επιστολή του διοικητικού συμβουλίου τωνπροσφευγόντων προς την Επιτροπή (υπόψη Dubois) με ημερομηνία 12 Ιουλίου1993] δεν έχει καμία πρακτική αποτελεσματικότητα λόγω του γεγονότος ότι,αφενός, τέτοιου είδους οργανισμοί δεν υπάρχουν ούτε στις Κάτω Χώρες ούτε στιςγειτονικές χώρες και ότι, αφετέρου, δεν αναγνωρίζονται άλλες εγγυήσεις πληντων ιδιωτικών πιστοποιητικών. Συγκεκριμένα, η αναγνώριση του σήματος Keboma,καθώς και οι παρεμφερείς επίσημες βεβαιώσεις των βελγικών ή γερμανικώνδημοσίων αρχών, αποκλείονται.

    • Κρίση του Πρωτοδικείου



  132. Δυνάμει του άρθρου 7, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού του SCK περί τηςπιστοποιήσεως των επιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών, απαγορεύεται στιςπιστοποιημένες από το ίδρυμα αυτό επιχειρήσεις να μισθώνουν γερανούς από μηπιστοποιημένες επιχειρήσεις.

  133. Κατ' αρχάς, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα αυτού του σκέλους του λόγουακυρώσεως, το οποίο αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με τηχρησιμοποίηση κριτηρίων διαφάνειας, ελευθερίας, ανεξαρτησίας και αποδοχήςισοδυνάμων εγγυήσεων άλλων συστημάτων κατά την εκτίμηση του συμβιβαστούενός συστήματος πιστοποιήσεως προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης,παρατηρείται ότι, με την επίδικη απόφαση (σημείο 23 των αιτιολογικών σκέψεων),η Επιτροπή έκρινε ότι ο πλήττων τον ανταγωνισμό χαρακτήρας της απαγορεύσεωςμισθώσεως μπορεί να εκτιμηθεί μόνο σε σχέση με τη φύση του συστήματοςπιστοποιήσεως με το οποίο συνδέεται η απαγόρευση αυτή. Προς τον σκοπό αυτό,η Επιτροπή όρισε τέσσερα κριτήρια — ήτοι ελευθερία, ανεξαρτησία, διαφάνεια καιαποδοχή ισοδύναμων εγγυήσεων άλλων συστημάτων — τα οποία πρέπει να πληροίτο σύστημα πιστοποιήσεως ώστε να μπορεί ενδεχομένως να μην εφαρμόζεται τοάρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης επί της απαγορεύσεως μισθώσεως.

  134. Κατά πάγια νομολογία, η εκτίμηση του συμβιβαστού μιας συμπεριφοράς προς τοάρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης γίνεται εντός του νομικού καιοικονομικού πλαισίου της υποθέσεως (βλ., π.χ., προαναφερθείσα απόφαση Sociététechnique minière, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1997, Τ-77/94, Vereniging van Groothandelaren in Bloemkwekerijprodukten κ.λπ. κατάΕπιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 140). Εφόσονλοιπόν η Επιτροπή έχει την εξουσία να καθορίζει τα κριτήρια πουσυγκεκριμενοποιούν τις επιταγές του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης σεμια ιδιαίτερη νομική και οικονομική κατάσταση, πρέπει να εξεταστεί αν τακριτήρια στα οποία αναφέρεται το σημείο 23, πρώτο εδάφιο, των αιτιολογικώνσκέψεων της επίδικης αποφάσεως είναι λυσιτελή.

  135. Πάντως, ενόψει του γεγονότος ότι η Επιτροπή βασίζεται μόνο στην έλλειψηελευθερίας του συστήματος πιστοποιήσεως του SCK και στη μη αποδοχήισοδύναμων εγγυήσεων άλλων συστημάτων για να διαπιστώσει ότι, ενπροκειμένω, η απαγόρευση μισθώσεως νοθεύει τον ανταγωνισμό (σημείο 23,δεύτερο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως και άρθρο3 της αποφάσεως αυτής), αρκεί να αξιολογηθεί η λυσιτέλεια των δύο αυτώνκριτηρίων.

  136. Η λυσιτέλεια του κριτηρίου της ελευθερίας του συστήματος πιστοποιήσεως, γιανα εκτιμηθεί η απαγόρευση μισθώσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεν δημιουργεί καμία αμφιβολία. Πράγματι, ηαπαγόρευση μισθώσεως από μη πιστοποιημένες επιχειρήσεις επηρεάζει σημαντικάτις ανταγωνιστικές δυνατότητες των επιχειρήσεων αυτών, στην περίπτωση όπουη πρόσβαση στο σύστημα πιστοποιήσεως είναι δυσχερής.

  137. Το δεύτερο κριτήριο της αποδοχής ισοδύναμων εγγυήσεων άλλων συστημάτωνείναι επίσης λυσιτελές. Η απαγόρευση μισθώσεως που εμποδίζει τιςπιστοποιημένες επιχειρήσεις να απευθύνονται σε μη πιστοποιημένες επιχειρήσεις,ακόμη κι αν οι τελευταίες παρέχουν εγγυήσεις ισοδύναμες προς τις εγγυήσεις τουσυστήματος πιστοποιήσεως, ουδόλως δικαιολογείται, πράγματι, αντικειμενικώς,από τη μέριμνα διατηρήσεως της ποιότητας των προϊόντων/υπηρεσιών πουδιασφαλίζει το σύστημα πιστοποιήσεως. Αντιθέτως, η μη αποδοχή ισοδύναμωνεγγυήσεων άλλων συστημάτων μπορεί να προστατεύει τις πιστοποιημένεςεπιχειρήσεις από τον ανταγωνισμό των μη πιστοποιημένων επιχειρήσεων.

  138. Το πρώτο επιχείρημα του δευτέρου σκέλους του λόγου αυτού ακυρώσεως, τοοποίο αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, πρέπει επομένως να απορριφθεί.

  139. ΄Οσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα του ιδίου σκέλους, με το οποίο οιπροσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή προέβη σε πεπλανημένη εκτίμησηθεωρώντας ότι η απαγόρευση μισθώσεως του SCK περιορίζει τον ανταγωνισμόυπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, επισημαίνεται ότι,όταν συζητήθηκε η ίδρυση του SCK σε συνάντηση της περιφερείας Noord Hollandτης FNK, στις 27 Σεπτεμβρίου 1983, οι συμμετέχοντες στη συνάντηση αυτήουδόλως είχαν κατά νου την ενίσχυση του μεταξύ τους ανταγωνισμού, αλλάμάλλον την αύξηση των τιμών στην αγορά. ΄Ετσι, από τα πρακτικά τηςσυναντήσεως αυτής (τα οποία προσκομίστηκαν από τους προσφεύγοντες μεεπιστολή της 10ης Απριλίου 1997) προκύπτουν ως εξής οι δηλώσεις ενός τωνσυμμετεχόντων: «Τέτοιο ινστιτούτο [πιστοποιήσεως] είναι κάτι το υγιές. Τοινστιτούτο αναμένει ώστε το πρόγραμμα, εάν εκτελεστεί ορθώς, θα επηρεάσει τιςτιμές.» ΄Αλλος συμμετέχων στην ίδια συνάντηση έκρινε ότι το σχέδιοπιστοποιήσεως ήταν «καλή ιδέα». Προσέθεσε ότι, «σε μια επιχείρηση, οπραγματοποιούμενος κύκλος εργασιών ενδιαφέρει περισσότερο από τον βαθμόχρησιμοποιήσεως των μηχανών». Πάντως, επιχείρηση εκμισθώσεως γερανών πουδεν αυξάνει το ποσοστό χρησιμοποιήσεως των μηχανών της θα πραγματοποιήσειαύξηση του κύκλου εργασιών της μόνο με αύξηση των τιμών της.

  140. Εξάλλου, το δεύτερο επιχείρημα του δευτέρου σκέλους τοποθετείται σεδιαφορετικό επίπεδο από αυτό επί του οποίου η Επιτροπή έκρινε την απαγόρευσημισθώσεως στην επίδικη απόφαση. Πράγματι, η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσήτης περί υπάρξεως περιορισμού του ανταγωνισμού στο γεγονός ότι η απαγόρευσηαυτή εφαρμόζεται στο πλαίσιο συστήματος πιστοποιήσεως που δεν είναι εντελώςελεύθερο και δεν δέχεται τις προσφερόμενες από άλλα συστήματα ισοδύναμεςεγγυήσεις (σημείο 23, δεύτερο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικηςαποφάσεως).

  141. Πάντως, η απαγόρευση μισθώσεως του άρθρου 7, δεύτερη περίπτωση, τουκανονισμού περί πιστοποιήσεως των επιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών τουSCK περιορίζει όχι μόνον την ελευθερία δράσεως των πιστοποιημένωνεπιχειρήσεων, αλλά επηρεάζει περαιτέρω και προπάντων τις ανταγωνιστικέςδυνατότητες των μη πιστοποιημένων επιχειρήσεων. Λαμβανομένης υπόψης τηςοικονομικής ισχύος του SCK, το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του,αντιπροσωπεύει περίπου το 37 % της ολλανδικής αγοράς εκμισθώσεως κινητώνγερανών, η σημασία αυτού του περιορισμού του ανταγωνισμού υπό την έννοια τουάρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση εάν, όπωςδιαπιστώνει η Επιτροπή, η απαγόρευση μισθώσεως λειτουργεί στο πλαίσιοσυστήματος πιστοποιήσεως το οποίο δεν είναι εντελώς ελεύθερο και δεν δέχεταιισοδύναμες εγγυήσεις άλλων συστημάτων (βλ. σκέψεις 143 έως 151 κατωτέρω).Στην περίπτωση αυτή, η απαγόρευση μισθώσεως ενισχύει πράγματι τον κλειστόχαρακτήρα του συστήματος πιστοποιήσεως (σημείο 26, πρώτο εδάφιο, τωναιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως) και δυσχεραίνει σημαντικά τηνπρόσβαση τρίτων στην ολλανδική αγορά (σημείο 26, δεύτερο εδάφιο).

  142. Στο στάδιο αυτό, επιβάλλεται συνεπώς να εξεταστεί αν τα πραγματικά δεδομένα— δηλαδή ο μη εντελώς ελεύθερος χαρακτήρας του συστήματος πιστοποιήσεως τουSCK και η μη αποδοχή ισοδύναμων εγγυήσεων άλλων συστημάτων — επί τωνοποίων στήριξε την κρίση της η Επιτροπή είναι ορθά.

  143. Η διαπίστωση της Επιτροπής ότι το σύστημα πιστοποιήσεως του SCK δεν ήτανελεύθερο κατά την επίδικη περίοδο [από την 1η Ιανουαρίου 1991 (ημερομηνίαθεσπίσεως της απαγορεύσεως μισθώσεως) έως τις 4 Νοεμβρίου 1993 (ημερομηνίααποφάσεως αναστολής της απαγορεύσεως μισθώσες), με εξαίρεση την περίοδοαπό 17 Φεβρουαρίου έως 9 Ιουλίου 1992] βασίζεται στα ακόλουθα στοιχεία: θαήταν δυσχερέστερο για τις μη συνδεδεμένες με την FNK επιχειρήσεις απ' ό,τι γιατις συνδεδεμένες με την ένωση αυτή επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση στοσύστημα πιστοποιήσεως, εφόσον τα έξοδα συμμετοχής για τις πρώτες θα ήτανπολύ υψηλότερα απ' ό,τι για τις τελευταίες· οι απαιτήσεις του συστήματοςπιστοποιήσεως έχουν θεσπιστεί σε σχέση με την κατάσταση στην Ολλανδία,δυσχεραίνοντας έτσι την πρόσβαση αλλοδαπών επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτό,μέχρι την 1η Μαΐου 1993, το σύστημα πιστοποιήσεως του SCK απαιτούσε τηνεγγραφή σε μητρώα εμπορικού επιμελητηρίου και, μέχρι τις 21 Οκτωβρίου 1993,έπρεπε να εφαρμόζονται οι γενικοί όροι της FNK (σημείο 24 των αιτιολογικώνσκέψεων της επίδικης αποφάσεως).

  144. Διαπιστώνεται ότι τα στοιχεία που επικαλούνται οι προσφεύγοντες για νααποδείξουν τον φερόμενο ως ελεύθερο χαρακτήρα του συστήματος πιστοποιήσεωςτου SCK δεν είναι πειστικά.

  145. Κατ' αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπήισχυρίζεται ότι, από «τον Σεπτέμβριο 1987 έως την 1η Ιανουαρίου 1992, ησυμμετοχή στο πρόγραμμα πιστοποιήσεως του SCK ήταν περίπου τρεις φορέςφθηνότερη για τα μέλη της FNK απ' ό,τι για τα μη μέλη» (σημείο 9 τωναιτιολογικών σκέψεων). Το γεγονός ότι τα μέλη της FNK έτυχαν σημαντικήςμειώσεως (περίπου 66 %) μέχρι της 1ης Ιανουαρίου 1992 επί της εισφοράς τουςπρος το SCK δεν αμφισβητήθηκε από τους προσφεύγοντες ούτε κατά τη διάρκειατης διοικητικής διαδικασίας ούτε κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία.Ακόμη κι αν, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, η μείωση αυτή συνιστάαντιστάθμισμα για τις υπηρεσίες γραμματείας που προσέφερε η FNK στο SCK,η πρακτική αυτή είχε ωστόσο ως αποτέλεσμα να καθιστά την πρόσβαση στοσύστημα πιστοποιήσεως του SCK δυσχερέστερη για τις μη ολλανδικέςεπιχειρήσεις απ' ό,τι για τις ολλανδικές, εφόσον το σύνολο σχεδόν τωνπιστοποιημένων από το SCK επιχειρήσεων (πλέον των 90 % των πιστοποιημένωνεπιχειρήσεων) ήσαν μέλη της FNK, μέλη δε της FNK μπορούσαν να γίνουν μόνονοι επιχειρήσεις εκμισθώσεως γερανών που είναι εγκατεστημένες στις ΚάτωΧώρες (άρθρο 4, στοιχείο α΄, του καταστατικού της FNK). Το αποτέλεσμα αυτότου «αποκλεισμού» ενισχύθηκε περαιτέρω από το γεγονός ότι, αν οιεγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις είχαν τουλάχιστον επιλέξει τηνπιστοποίηση από το SCK, έπρεπε να εφαρμόζουν, μέχρι τις 21 Οκτωβρίου 1993,τους γενικούς όρους ενός οργανισμού του οποίου μέλη δεν μπορούν νακαταστούν, δηλαδή της FNK, και στην κατάρτιση των οποίων δεν μπόρεσαν ναμετάσχουν. Ο κλειστός χαρακτήρας ή, εν πάση περιπτώσει, ο μη εντελώςελεύθερος χαρακτήρας για τις επιχειρήσεις των άλλων χωρών προκύπτει επίσηςαπό το μη αμφισβητηθέν γεγονός ότι οι προϋποθέσεις του συστήματοςπιστοποιήσεως του SCK θεσπίστηκαν σε σχέση με την κατάσταση στην Ολλανδίακαι, ιδίως, σε σχέση με την ολλανδική νομοθεσία.

  146. ΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγόντων ότι είναι πάντοτε δυνατό ναχορηγηθεί πιστοποιητικό από το SCK σε επιχείρηση εγγεγραμένη σε αλλοδαπόμητρώο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έκθεση του συμβουλίου πιστοποιήσεως της11 Ιανουαρίου 1993 ορίζει (σ. 5) ότι δεν υφίσταται κανένα εμπόδιο στη συμμετοχήαλλοδαπών επιχειρήσεων στο σύστημα πιστοποιήσεως του SCK. Για να καταλήξειστο συμπέρασμα αυτό, η έκθεση αναφέρεται στην τροποποίηση του καταστατικούτου SCK που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1992, η οποία αναδιατύπωσε τονσκοπό του ιδρύματος SCK υπό την έννοια ότι το ίδρυμα αποσκοπεί στηνπροώθηση και διατήρηση της ποιότητας των επιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανώνγενικώς και όχι μόνο στις Κάτω Χώρες. Εντούτοις, παρ' όλον ότι είναι αληθές ότιτο καταστατικό του SCK δεν αποκλείει πλέον τη δυνατότητα πιστοποιήσεως απότο SCK σε επιχειρήσεις που δεν είναι εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες, δενπροκύπτει αυτομάτως εξ αυτού ότι το σύστημα πιστοποιήσεως του SCK είναιεντελώς ελεύθερο για τις εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος επιχειρήσεις.Πράγματι, ο μη εντελώς ελεύθερος χαρακτήρας του συστήματος πιστοποιήσεωςοφείλεται, εν προκειμένω, σε άλλους παράγοντες, οι οποίοι διευκρινίστηκαν στησκέψη 145 ανωτέρω.

  147. ΄Οσον αφορά την επιστολή της 11ης Μαρτίου 1994 του προέδρου της ενώσεωςβελγικών επιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών, αυτή αναφέρει ότι το πιοσημαντικό εμπόδιο για το διακρατικό εμπόριο στον τομέα εκμισθώσεως κινητώνγερανών προκύπτει από τη διαφορά των νομοθεσιών των διαφόρων κρατών μελώνκαι επομένως οι βελγικές επιχειρήσεις δεν εμποδίζονται, για την πραγματοποίησηεργασιών στο εσωτερικό της Κοινότητας, από τη δράση του SCK. Συναφώς, τοίδιο το SCK επιβεβαίωσε με την κοινοποίησή του ότι οι επιβαλλόμενες με τοσύστημα πιστοποιήσεως υποχρεώσεις αντιστοιχούν κατά προσέγγιση στιςυποχρεώσεις που επιβάλλει η ολλανδική νομοθεσία στις επιχειρήσειςεκμισθώσεως γερανών, οπότε η πιστοποίηση διασφαλίζει καλύτερα ότι οι νόμιμεςαυτές υποχρεώσεις πράγματι τηρούνται (σημεία 26 έως 28 της κοινοποιήσεως τουSCK). Επαναλαμβάνοντας πολλές από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η ολλανδικήνομοθεσία στο πλαίσιο του συστήματος πιστοποιήσεως, το SCK ενίσχυσεεπομένως τους φραγμούς στο ενδοκοινοτικό εμπόριο που απορρέουν από τιςενδεχόμενες διαφορές των εθνικών νομοθεσιών. Πράγματι, όταν, δυνάμεικοινοτικής οδηγίας, πραγματοποιείται αμοιβαία αναγνώριση διαφόρων εθνικώνκαθεστώτων σε έναν τομέα, η επιβολή εκ μέρους ιδιωτικού οργανισμούπιστοποιήσεως της υποχρεώσεως τηρήσεως της ολλανδικής νομοθεσίας στον ίδιοαυτό τομέα έχει ως αποτέλεσμα ότι διατηρούνται ή αποκαθίστανται οι φραγμοίστο ενδοκοινοτικό εμπόριο που θέλησε να εξαλείψει ο κοινοτικός νομοθέτης.΄Ετσι, δεν αμφισβητείται ότι το SCK πραγματοποιεί ορισμένους ελέγχους πουπροηγουμένως ασκούσε η Keboma, τους οποίους όμως η Keboma δεν ασκεί πλέονμετά τη θέση σε ισχύ των διατάξεων της οδηγίας 89/392 (βλ. ανωτέρω σκέψη 3).Πράγματι, οι προσφεύγοντες δέχθηκαν στην παράγραφο 114 της προσφυγής τους:«Η εγκαθίδρυση του συστήματος ΕΚ για τους ανυψωτικούς γερανούς περιόρισεπεραιτέρω τον νόμιμο ρόλο της Keboma. Οι ανυψωτικοί γερανοί που φέρουν τοσήμα ΕΚ και συνοδεύονται από δήλωση πιστότητας δεν υποβάλλονται εξάλλουσε έλεγχο της Keboma για την πρώτη θέση σε λειτουργία. Τούτο σημαίνει ότι ορόλος του SCK έχει ενισχυθεί. Στο πλαίσιο του συστήματος πιστοποιήσεως τουSCK, ελέγχεται πλήρως αν οι νέοι ανυψωτικοί γερανοί πληρούν τις εφαρμοστέεςνόμιμες διατάξεις.» Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν ναυποστηρίζουν ότι η ενδεχόμενη δυσχέρεια προσβάσεως στην ολλανδική αγορά τωνμη ολλανδικών επιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών προκύπτει αποκλειστικά απότη διαφορά των νομοθεσιών των διαφόρων κρατών μελών και όχι από το σύστημαπιστοποιήσεως του SCK.

  148. ΄Οσον αφορά το ζήτημα αν το σύστημα πιστοποιήσεως του SCK επιτρέπει τηναποδοχή ισοδύναμων εγγυήσεων άλλων συστημάτων, διαπιστώνεται ότι, μεεπιστολή της 12ης Ιουλίου 1993 απευθυνθείσα στον Dubois της ΓΔ IV, το SCKπροέτεινε τροποποίηση του συστήματος πιστοποιήσεως, σύμφωνα με την οποίαάλλα συστήματα πιστοποιήσεως, τα οποία πληρούν τους καθοριζόμενους βάσειτων ευρωπαϊκών προδιαγραφών ΕΝ 45011 όρους και προσφέρουν εγγυήσειςισοδύναμες προς το σύστημα του SCK, αναγνωρίζονται από το SCK. Επομένως,από την πρόταση αυτή τροποποιήσεως προκύπτει ότι το σύστημα πιστοποιήσεωςτου SCK, ως αρχικώς είχε, δεν προέβλεπε την αναγνώριση τέτοιων ισοδύναμωνσυστημάτων. Εξάλλου, ακόμη κι αν, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, ητροποποίηση είναι απλώς διευκρίνιση της αρχικής διατυπώσεως του άρθρου 7,δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού πιστοποιήσεως, διαπιστώνεται ότι το σύστηματου SCK ουδόλως προβλέπει την αμοιβαία αναγνώριση ρυθμίσεως εκ μέρους τωνδημοσίων αρχών, προσφέρουσας εγγυήσεις ισοδύναμες προς τις εγγυήσεις του.

  149. Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν προέβη σεπεπλανημένη εκτίμηση επειδή θεώρησε στο σημείο 23 των αιτιολογικών σκέψεωντης επίδικης αποφάσεως ότι το σύστημα πιστοποιήσεώς του δεν είναι εντελώςελεύθερο (ή τουλάχιστον δεν ήταν ελεύθερο μέχρι την 21η Οκτωβρίου 1993) καιδεν επιτρέπει την αποδοχή ισοδύναμων εγγυήσεων άλλων συστημάτων. Συνεπώς,η απαγόρευση μισθώσεως η οποία ενίσχυε περαιτέρω τον μη ελεύθερο χαρακτήρατου συστήματος πιστοποιήσεως και είχε ως αποτέλεσμα να δυσχεραίνει σημαντικάτην πρόσβαση τρίτων στην ολλανδική αγορά, και συγκεκριμένα τωνεγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος επιχειρήσεων (βλ. ανωτέρω σκέψεις 145έως 148) συνιστά πράγματι περιορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοια τουάρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Τούτο θα συνέβαινε ακόμη και αν οιπροσφεύγοντες μπορούσαν να αποδείξουν ότι η ρήτρα είναι απαραίτητη για τηδιατήρηση της συνοχής του συστήματος πιστοποιήσεως. Πράγματι, λόγω του μηελεύθερου χαρακτήρα και της μη αποδοχής των ισοδύναμων εγγυήσεων άλλωνσυστημάτων, αυτό καθαυτό το σύστημα πιστοποιήσεως δεν συμβιβάζεται με τοάρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ακόμη κι αν προέκυπτε, όπωςισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, ότι έχει μεγαλύτερη αξία σε σχέση με τηνολλανδική νομοθεσία. Μια ιδιαίτερη ρήτρα σε ένα τέτοιο σύστημα, όπως η ρήτρααπαγορεύσεως της μισθώσεως σε μη πιστοποιημένες επιχειρήσεις, δενσυμβιβάζεται με το άρθρο 85, παράγραφος 1, λόγω της ανάγκης διατηρήσεως τηςσυνοχής του εν λόγω συστήματος, εφόσον το σύστημα αυτό είναι εξ ορισμούασυμβίβαστο με το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

  150. Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του παρόντος λόγου ακυρώσεως πρέπει νααπορριφθεί.

  151. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, οι παρεμβαίνοντες ζήτησαν από τοΠρωτοδικείο να αποφανθεί και επί της νομιμότητας της τροποποιήσεως τουάρθρου 7, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού πιστοποιήσεως ως προς την οποίαοι διάδικοι της κύριας δίκης είχαν καταλήξει σε συμφωνία για το χρονικόδιάστημα μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 26).Πάντως, παρατηρείται ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως του άρθρου 173της Συνθήκης, ο κοινοτικός δικαστής περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας τηςπροσβαλλομένης πράξεως. Εν προκειμένω, η επίδικη απόφαση δεν περιλαμβάνεικατ' ανάγκη καμία εκτίμηση της νέας διατυπώσεως της ρήτρας απαγορεύσεως τηςμισθώσεως, εφόσον η τροποποίηση του κανονισμού πιστοποιήσεως επήλθε μετάτην ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως. Συνεπώς, το υποβληθέν από τουςπαρεμβαίνοντες κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση αίτημα υπερβαίνει τα όριατης αρμοδιότητος που ανατίθεται στο Πρωτοδικείο από τη Συνθήκη στο πλαίσιοπροσφυγής ακυρώσεως και πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

    Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από το ότι η Επιτροπή προέβη σεπεπλανημένη εκτίμηση επειδή θεώρησε ότι το σύστημα συνιστωμένων τιμών καιτιμών διακανονισμού είχε ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό τουανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    • Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων



  152. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ούτε η δημοσίευση των συνιστωμένων τιμώνούτε η κατάρτιση των τιμών διακανονισμού συνιστούν περιορισμούς τουανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης,εφόσον οι τιμές αυτές προορίζονται να χρησιμεύσουν ως αντικειμενική βάση γιασυγκεκριμένες διαπραγματεύσεις και στερούνται κάθε δεσμευτικής ισχύος.Επομένως, η κατάσταση στην αγορά θα παρέμενε η ίδια αν οι συνιστώμενες τιμέςκαι η εκτίμηση του κόστους δεν είχαν δημοσιευθεί. Πράγματι, κάθεεπιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την εμπορική τουπολιτική (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1981, 172/80, Züchner,Συλλογή 1981, σ. 2021, σκέψη 13). Οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι οι τιμέςτης αγοράς ήταν σαφώς κατώτερες των συνιστωμένων, οι οποίες δημοσιεύθηκαναπό την FNK, και διέφεραν αναλόγως της επιχειρήσεως, του πελάτη και τηςπαραγγελίας.

  153. Το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του εσωτερικού κανονισμού της FNK, που επιβάλλει τηνυποχρέωση χρεώσεως αποδεκτών τιμών επ' απειλή ανακλήσεως της ιδιότητας τουμέλους βάσει του άρθρου 10 του καταστατικού, ουδόλως συνεπάγεται ότι τα μέλητης FNK υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις συνιστώμενες τιμές. Εξάλλου, δενπραγματοποιήθηκε κανένας ατομικός έλεγχος κατά τη διάρκεια όλων των ετώνλειτουργίας της FNK προκειμένου να εξακριβωθεί αν χρεώνονταν αποδεκτέςτιμές και κανένα μέλος δεν ανακλήθηκε για τον λόγο αυτό. Οι παρατεθείσες απότην Επιτροπή δυο αποφάσεις στο σημείο 20 των αιτιολογικών σκέψεων τηςεπίδικης αποφάσεως δεν είναι λυσιτελείς. Η απόφαση του Δικαστηρίου της 17ηςΟκτωβρίου 1972, 8/72, Vereniging van Cementhandelaren κατά Επιτροπής(Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 223), αφορά την εφαρμογή «συνιστωμένων» τιμώνστο πλαίσιο ενός υποχρεωτικού συστήματος, πράγμα το οποίο δεν συντρέχει ενπροκειμένω, το οποίο προβλέπει αυστηρές κυρώσεις σε περίπτωση μη τηρήσεώςτου και επιτρέπει κατά τον τρόπο αυτό σε όσους συμμετέχουν να προβλέπουν, μεεπαρκή βεβαιότητα, ποια πολιτική τιμών θα ακολουθήσουν οι ανταγωνιστές τους.Η απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 1987, 45/85, Verband derSachversicherer κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 305), αναφέρεται σεκατάσταση όπου η επίδικη συμφωνία είχε ως αντικείμενο να επηρεάσει τονανταγωνισμό, ενώ εν προκειμένω η δημοσίευση των συνιστωμένων τιμών και τωνεκτιμήσεων του κόστους έχει εντελώς διαφορετικό σκοπό.

  154. ΄Οσον αφορά τις τιμές διακανονισμού, οι προσφεύγοντες δεν αρνούνται ότι ηFNK, παρεμπιπτόντως, εκπλήρωσε καθήκοντα γραμματείας στο πλαίσιο τωνδιαβουλεύσεων επί των τιμών. Πάντως, οι προσφεύγοντες φρονούν ότι ησυμμετοχή της FNK στην κατάρτιση των τιμών διακανονισμού ήταν τόσοπεριθωριακή ώστε δεν μπορεί να της αποδοθεί ευθύνη. Στο μέτρο που ηκατάρτιση των τιμών διακανονισμού μπορεί να αποδοθεί στην FNK, η κατάρτισητων τιμών αυτών ουδαμώς επέδρασε επί της ανταγωνιστικής καταστάσεως τηςαγοράς. Η αγορά, χαρακτηριζόμενη από το φαινόμενο του «overnightcontracting», εξελίχθηκε πράγματι αυτομάτως σε μια κατάσταση όπου οισυμμετέχοντες που έχουν συνήθεις εμπορικές σχέσεις, συνεπαγόμενεςπαρεμφερείς και αμοιβαίες παροχές υπηρεσιών, προσδιορίζουν προκαθορισμένεςτιμές, στις οποίες αναφέρονται κάθε φορά που παρέχουν μια υπηρεσία. Εξάλλου,η Επιτροπή παρέλειψε να αποδείξει τον δεσμευτικό χαρακτήρα των τιμώνδιακανονισμού.

  155. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι από τις κρίσιμες για την υπόθεση διατάξεις τουεσωτερικού κανονισμού και του καταστατικού της FNK προκύπτει ότι ουποχρεωτικός χαρακτήρας των συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμούείναι συνέπεια της υποχρεώσεως που έχουν τα μέλη της FNK να χρεώνουναποδεκτές τιμές, παράβαση των οποίων μπορεί να κυρωθεί με ανάκληση τηςιδιότητας του μέλους (άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού).Εξάλλου, το φαίνομενο του «overnight contracting» καθιστά πιθανό ότι οισυνιστώμενες τιμές χρησιμεύουν στην πράξη ως τιμές αναφοράς.

    • Κρίση του Πρωτοδικείου



  156. Κατ' αρχάς, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή προέβη σε πεπλανημένη εκτίμησηεπειδή θεώρησε ότι το σύστημα συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμούπεριορίζει τον ανταγωνισμό υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, τηςΣυνθήκης [α)]. Στη συνέχεια, πρέπει να εκτιμηθεί αν η προβαλλομένη παράβασηπρέπει να προσαφθεί στην FNK [β)].

    α) Το σύστημα των συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού

  157. Με την επίδικη απόφαση (σκέψεις 20 και 21 των αιτιολογικών σκέψεων), ηΕπιτροπή φρονεί κατ' ουσίαν ότι οι συνδεδεμένες με την FNK επιχειρήσειςυποχρεούνται να τηρούν τις προτεινόμενες από την FNK τιμές. Η Επιτροπήθεωρεί ότι, ακόμη κι αν οι τιμές αυτές είναι ενδεικτικές, παρ' όλ' αυτάπεριορίζουν τον ανταγωνισμό, επειδή επιτρέπουν να προβλεφθεί με επαρκήβεβαιότητα η πολιτική τιμών των ανταγωνιστών.

  158. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Συνθήκης ορίζειρητώς ότι είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά οι συμφωνίες οι οποίεςσυνίστανται «στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ήάλλων όρων της συναλλαγής».

  159. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τη διάρκεια της επίδικης περιόδου, τα μέλητης FNK υποχρεούνταν, δυνάμει του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του εσωτερικούκανονισμού της FNK, να χρεώνουν «αποδεκτές» τιμές και ότι δυνάμει του άρθρου10, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του καταστατικού, μπορούσε να γίνει διαγραφήμέλους από την FNK σε περίπτωση παραβιάσεως του εσωτερικού κανονισμού.Επιβεβαιώθηκε από την FNK ότι οι δημοσιευθείσες συνιστώμενες τιμές(εφαρμοστέες στους κυρίους των έργων) διευκρινίζουν την έννοια της αποδεκτήςτιμής του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του εσωτερικού κανονισμού της (σημείο 17 τηςκοινοποιήσεως της FNK). Δεν αμφισβητείται ότι τα ίδια ισχύουν για τις τιμέςδιακανονισμού (εφαρμοστέες στη μίσθωση και εκμίσθωση γερανών μεταξύ τωνμελών της FNK), καθοριζόμενες εντός της FNK, συνήθως σε περιφερειακή βάση(βλ. κατωτέρω σκέψη 167). Πράγματι, είναι αδιανόητο ότι η FNK συνεργάστηκεστην κατάρτιση τιμών διακανονισμού που δεν θεωρούνταν αποδεκτές τιμές υπότην έννοια του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του εσωτερικού κανονισμού. Συνεπώς,λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι συνιστώμενες τιμές και οι τιμέςδιακανονισμού διευκρινίζουν την έννοια των αποδεκτών τιμών που υποχρεούνταινα χρεώνουν τα μέλη της FNK δυνάμει του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του εσωτερικούκανονισμού της, το σύστημα των συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμούείναι πράγματι σύστημα τιμών επιβαλλομένων στα μέλη της ενώσεως αυτής.

  160. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, όπως δέχθηκαν οιίδιοι οι προσφεύγοντες, το σύστημα τιμών της FNK θεσπίστηκε για νααποκαταστήσει την κατάσταση αβεβαιότητας της αγοράς που θα είχε ωςαποτέλεσμα μεγάλο αριθμό πτωχεύσεων. Περαιτέρω, σε διάφορα πρακτικάσυναντήσεων των περιφερειών της FNK, τα οποία προσκομίστηκαν στοΠρωτοδικείο κατόπιν του διαταχθέντος μέτρου οργανώσεως διαδικασίας (βλ.ανωτέρω σκέψη 31), επισημαίνεται ο δεσμευτικός χαρακτήρας των συνιστωμένωντιμών και τιμών διακανονισμού της FNK. ΄Ετσι, ένας από τους συμμετέχοντες στησυνάντηση της Περιφερείας Noord Holland της 17ης Φεβρουαρίου 1981παρατήρησε «ότι η ιδιότητα μέλους της FNK συνεπάγεται το μειονέκτημα ότι ταμέλη υποχρεούνται να εφαρμόζουν τη συμφωνηθείσα τιμή» (πρακτικά, σημείο 4).Ομοίως, από τα πρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας Noord Holland της22ας Φεβρουαρίου 1982 (σημείο 6) προκύπτει ότι η μη τήρηση των συνιστωμένωντιμών θεωρείται ως παραβίαση του εσωτερικού κανονισμού της FNK. ΄Ενας απότους συμμετέχοντες στη συνάντηση αυτή προσέθεσε ότι «πρέπει να προβλεφθούνμέσα για την κύρωση τέτοιων παραβιάσεων του κανονισμού με την επιβολήπροστίμων» (βλ., συναφώς, πρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας OostNederland της 16ης Απριλίου 1986, σημείο 3).

  161. Παρ' όλον ότι δεν έχει γίνει γνωστή καμία συγκεκριμένη περίπτωση επιβολήςκυρώσεων κατά μελών που δεν τήρησαν τη συμφωνία επί των τιμών, η τήρηση τωντιμών ωστόσο αποτελεί αντικείμενο ελέγχου. ΄Ετσι, από τα πρακτικά τωνσυναντήσεων των Περιφερειών της FNK προκύπτει ότι τα μέλη της ενώσεωςαυτής επαναφέρονταν στην τάξη. Παραδείγματος χάριν, το πρακτικό τηςσυναντήσεως της Περιφερείας West Brabant/Zeeland της 8η Δεκεμβρίου 1980(σκέψη 6) αναφέρει τις ακόλουθες δηλώσεις, οι οποίες ανταλλάχθηκαν κατόπιντης μη τηρήσεως των συμφωνηθεισών τιμών από τον Van Haarlem: «Ηπεριφέρεια αποδοκιμάζει την ενέργεια του Van Haarlem και ο Van Haarlemπαραδέχεται ότι θα ήταν προτιμότερο να μην είχε προβεί στην ενέργεια αυτή»(βλ. επίσης πρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας West Brabant/Zeeland της21ης Φεβρουαρίου 1980, σημείο 7).

  162. Περαιτέρω, η FNK υποστήριξε την κατάρτιση των τιμών διακανονισμούπροκειμένου ακριβώς να διασφαλίσει την τήρηση των συνιστωμένων τιμών τηςαπό τα μέλη της (βλ. κατωτέρω σκέψεις 165 έως 170). Πράγματι, επιχείρησηεκμισθώσεως γερανών η οποία μειώνει σημαντικά τις τιμές θα αποτελέσειαντικείμενο έντονης ζητήσεως από τους κυρίους των έργων και θα υποχρεωθεί ναμισθώσει συμπληρωματικούς γερανούς από τους ανταγωνιστές της. Το συμφέρονκαθορισμού τιμών διακανονισμού απορρέει επομένως από το γεγονός ότι ηεπιχείρηση εκμισθώσεως γερανών θα λάβει κατ' ανάγκη υπόψη τις τιμές αυτές γιατον καθορισμό της τιμής της ως προς τον κύριο του έργου, προκειμένου νααποφύγει οποιαδήποτε ζημία κατά την ενδεχόμενη μίσθωση συμπληρωματικώνγερανών, (βλ., π.χ., πρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας Noord Hollandτης 22ας Φεβρουαρίου 1982, σημείο 6: «Είναι καλό να συμφωνηθούν αμοιβαίωςτιμές διακανονισμού, διότι οι τιμές αυτές θα επιδράσουν ούτως ή άλλως στις τιμέςπου εφαρμόζονται στους κυρίους των έργων. Εάν πράγματι είναι γνωστό ότι έναςγερανός μπορεί να εκμισθωθεί σε συνάδελφο μόνο σε συγκεκριμένη τιμή, θαδοθεί μεγαλύτερη προσοχή όσον αφορά την προσφορά στους κυρίους των έργωντιμών σημαντικά κατωτέρων των τιμών διακανονισμού»· βλ., συναφώς, ταπρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας West Brabant/Zeeland της 5ηςΟκτωβρίου 1987, σημείο 4· πρακτικά της συναντήσεως της περιφερείας OostNederland της 10ης Οκτωβρίου 1989, σημείο 6· πρακτικά της συναντήσεως τηςπεριφερείας Midden Nederland της 21ης Φεβρουαρίου 1990, σημείο 4· πρακτικάτης συναντήσεως της 24ης Αυγούστου 1989, σημείο 2, των μελών της FNK πουεκμεταλλεύονται ερπυστριοφόρους γερανούς). ΄Ετσι, χρησιμοποιώντας τη δήλωσητου De Blank, διευθυντή της FNK, οι τιμές διακανονισμού είχαν «εκπαιδευτικήλειτουργία» (πρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας West Brabant/Zeelandτης 30ής Μαΐου 1988, σημείο 3).

  163. Πρέπει να προστεθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, το σύστημα τιμώντης FNK είχε ως αντικείμενο την αύξηση των τιμών της αγοράς. Η ίδια η FNKισχυρίζεται στην κοινοποίησή της ότι οι συνιστώμενες τιμές ήταν ανώτερες τωντιμών της αγοράς (σημείο 18 της κοινοποιήσεως). Αυτός καθαυτός ο καθορισμόςτιμών διακανονισμού σε συνάρτηση με τις συνιστώμενες τιμές είχε συνέπειες,δηλαδή την αύξηση των τιμών που εφαρμόζονται στους κυρίους των έργων(πρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας Zuid-Holland της 9ης Οκτωβρίου1990, σημείο 7: οι τιμές διακανονισμού έχουν «ανυψωτική ισχύ έναντι των τιμώντης αγοράς»· πρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας Noord Holland της 11ηςΦεβρουαρίου 1987, σημείο 5: «ο De Blank παρατηρεί ότι στην Περιφέρεια Noordυπήρξαν έντονες διαβουλεύσεις επί των τιμών. Αρχικώς κατά ομάδες και στησυνέχεια από κοινού με τις τρεις Περιφέρειες-επαρχίες. Αυτό ασφαλώς είχεαποτελέσματα»· πρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας Midden Nederlandτης 28ης Φεβρουαρίου 1991, σημείο 4· πρακτικά της συναντήσεως της 12Νοεμβρίου 1991, σημείο 3, των μελών της FNK που εκμεταλλεύονταιερπυστριοφόρους γερανούς: «έχει κανείς την εντύπωση ότι και οι τιμές τηςαγοράς αυξάνονται λόγω των συμφωνιών επί των τιμών διακανονισμού»).

  164. Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι το σύστημα των συνιστωμένων τιμώνκαι τιμών διακανονισμού είναι σύστημα επιβαλλομένων τιμών που επιτρέπει σταμέλη της FNK, ακόμη κι αν ορισμένα εξ αυτών δεν τηρούν πάντοτε τιςκαθορισθείσες τιμές, να προβλέπουν με επαρκή βεβαιότητα την πολιτική τιμώντων άλλων μελών της ενώσεως. Επιπλέον, γίνεται δεκτό ότι το σύστημα αυτό έχειως αντικείμενο την αύξηση των τιμών της αγοράς. Συνεπώς, η Επιτροπή ορθώςδιαπίστωσε ότι το σύστημα αυτό περιορίζει τον ανταγωνισμό υπό την έννοια τουάρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (προαναφερθείσες αποφάσειςVereniging van Cementhandelaren κατά Επιτροπής, σκέψεις 19 και 21, καιVerband der Sachversicherer κατά Επιτροπής, σκέψη 41).

    β) Η ευθύνη της FNK ως προς τον καθορισμό τιμών διακανονισμού

  165. Οι προσφεύγοντες φρονούν ότι η FNK δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τηνκατάρτιση των τιμών διακανονισμού. Ο ρόλος της FNK ως προς τον καθορισμότων τιμών διακανονισμού δεν υπερέβη ποτέ τα παρεμπίπτοντα καθήκονταγραμματείας. Οι τιμές αυτές καταρτίστηκαν βάσει του τοπικού ή περιφερειακούπρογράμματος.

  166. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι για ορισμένες κατηγορίες γερανών, δηλαδή για τουςγερανούς πλέον των 150 τόνων και τους ερπυστριοφόρους γερανούς,καθορίστηκαν τιμές διακανονισμού για όλη τη χώρα. Από τα πρακτικά πουπροσκομίστηκαν στο Πρωτοδικείο προκύπτει ότι οι τιμές διακανονισμούκαθορίστηκαν κατά τη διάρκεια συναντήσεων στις οποίες εκπροσωπούνταν όλατα μέλη της FNK που εκμεταλλεύονται τέτοιους γερανούς (βλ. πρακτικά τηςσυναντήσεως των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται ερπυστριοφόρους γερανούςτης 15ης Φεβρουαρίου 1979, σημείο 4). Κατ' αρχήν, οι συναντήσεις ελάμβανανχώρα στην έδρα της FNK, παρουσία του διευθυντή της FNK, De Blank, και ταπρακτικά των συναντήσεων αυτών συντάσσονταν σε χαρτί με τα στοιχεία τηςFNK.

  167. Ο καθορισμός τιμών διακανονισμού σε εθνικό επίπεδο ήταν μάλλον η εξαίρεσηαπό τον κανόνα. Πάντως, η διεύθυνση της FNK θέλησε οι τιμές διακανονισμούγια τους άλλους γερανούς να καθορίζονται για όλη της χώρα (βλ. πρακτικά τηςσυναντήσεως της Περιφερείας Noord Holland της 4ης Σεπτεμβρίου 1989,σημείο 5: «Αυτό που επιθυμεί περισσότερο η διεύθυνση, είναι να καταλήξουμεσε μία μόνον τιμή διακανονισμού για όλη τη χώρα»). Πάντως, για πρακτικούςλόγους, δεν μπόρεσαν να καθορισθούν εθνικές τιμές διακανονισμού για άλλουςγερανούς εκτός των γερανών πλέον των 150 τόνων και των ερπυστριοφόρωνγερανών. Η διεύθυνση της FNK θεώρησε συγκεκριμένα ότι: «(...) ο αριθμός τωνεπιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται γερανούς μεταξύ 100 και 150 τόνων είναι πολύσημαντικός για να προβεί στη σύναψη συμφωνιών για όλη τη χώρα. Επομένως,η διεύθυνση αποφάσισε ότι πρέπει να καταρτιστούν συμφωνίες για τους γερανούςαυτούς εντός των Περιφερειών (...)» (πρακτικά της συναντήσεως της ΠεριφερείαςWest Brabant/Zeeland της 15ης Οκτωβρίου 1990, σημείο 7· βλ. επίσης πρακτικάτων επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται υδραυλικούς γερανούς πλέον των 150τόνων, της 25ης Σεπτεμβρίου 1990, σημείο 6, και της 26ης Νοεμβρίου 1991,σημείο 6).

  168. Συνεπώς, η ίδια η FNK αποφάσιζε αν μια τιμή διακανονισμού έπρεπε νακαθορισθεί σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο.

  169. Στην συνέχεια, όσον αφορά τη συμβολή της FNK στην κατάρτιση περιφερειακώντιμών διακανονισμού, παρατηρείται ότι, σύμφωνα με το ίδιο το καταστατικό τηςFNK, οι Περιφέρειες συνιστούν τμήματα της FNK (άρθρο 16 του καταστατικού),τα πρακτικά των συναντήσεων των Περιφερειών συντάχθηκαν σε χαρτί με ταστοιχεία της FNK και ο De Blank, διευθυντής της FNK, συμμετείχε σε όλες τιςσυναντήσεις των περιφερειών, τα πρακτικά των οποίων προσκομίστηκαν στοΠρωτοδικείο και κατά τη διάρκεια των οποίων συζητήθηκαν οι τιμέςδιακανονισμού. Εξάλλου, ο De Blank, επανειλημμένα κατά τη διάρκεια τωνπεριφερειακών συναντήσεων, πληροφόρησε τα μέλη της ενδιαφερομένηςΠεριφερείας για τις καθορισθείσες σε άλλες Περιφέρειες τιμές διακανονισμού(βλ., π.χ., πρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας West Brabant/Zeeland της4ης Μαρτίου 1991, σημείο 5· πρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας MiddenNederland της 28ης Φεβρουαρίου 1991, σημείο 4· πρακτικά της συναντήσεως τηςΠεριφερείας Noord Holland της 24ης Σεπτεμβρίου 1990, σημείο 7· πρακτικά τηςσυναντήσεως της Περιφερείας Noord Nederland της 26ης Σεπτεμβρίου 1988,σημείο 5). Κατά τον τρόπο αυτό, ο De Blank συνεργάστηκε ενεργά στονκαθορισμό τιμών διακανονισμού σε ορισμένες Περιφέρειες. Επιπλέον, από ταπρακτικά της συναντήσεως της Περιφερείας Midden Nederland της 28ηςΦεβρουαρίου 1991 (σημείο 4) προκύπτει ότι εγκύκλιος της FNK σχετικά με τιςτιμές διακανονισμού οδήγησε, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε αύξηση των τιμών.

  170. Από τις προηγηθείσες διαπιστώσεις προκύπτει ότι η FNK συνέβαλε ενεργά στηνκατάρτιση των τιμών διακανονισμού, ανεξαρτήτως του αν οι τιμές αυτέςκαθορίστηκαν για όλη τη χώρα ή για μία ή ορισμένες Περιφέρειες. Ακόμη κι ανη FNK, ως ένωση, δεν καθόρισε μονομερώς τις τιμές, αλλά καταχώρισε τις τιμέςδιακανονισμού που συμφωνήθηκαν μεταξύ των επιχειρήσεων εκμισθώσεωςγερανών κατά τη διάρκεια των συναντήσεών της (πρακτικά της συναντήσεως τηςδιευθύνσεως της FNK της 4ης Απριλίου 1990, σημείο 8), εντούτοις η κατάρτισητιμών διακανονισμού εντός μιας περιφέρειας ή σε εθνικό επίπεδο αντιστοιχεί στηθέληση της FNK να συντονίσει τη συμπεριφορά των μελών της στην αγορά(προαναφερθείσα απόφαση Verband der Sachversicherer κατά Επιτροπής,σκέψη 32).

  171. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν προέβη σε πεπλανημένη εκτίμηση επειδή καταλόγισεστην FNK, με το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως, την ευθύνη του συστήματοςτων τιμών διακανονισμού.

  172. Συνεπώς, και το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει νααπορριφθεί.

    Επί του τετάρτου σκέλους το οποίο αντλείται από σφάλμα εκτιμήσεως τηςεπιδράσεως στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών

    • Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων



  173. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι οι επικριθείσες στα άρθρα 1 και 3 τηςεπίδικης αποφάσεως πρακτικές δεν μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύκρατών μελών (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1979, 22/79,Greenwich Film Production, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 593, σημείο 11· απόφασητου Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1991, Τ-2/89, Petrofina κατά Επιτροπής,Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1087, σκέψη 22). Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, η αγοράεκμισθώσεως κινητών αγορών περιορίζεται στις Κάτω Χώρες λόγω τηςπεριορισμένης κινητικότητάς της και του φαινομένου του «overnight contracting»,οπότε δεν μπορεί να επηρεάζει σημαντικά το διακρατικό εμπόριο (απόφαση τουΔικαστηρίου της 31ης Μαΐου 1979, 22/78, Hugin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1979/Ι,σ. 951). Το γεγονός ότι δύο εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος επιχειρήσειςπεριλαμβάνονται μεταξύ των καταγγελλουσών εταιριών δεν αρκεί για νααποδειχθεί ότι το διακρατικό εμπόριο έχει επηρεασθεί από τις επίδικες πρακτικές.Συγκεκριμένα, όσον αφορά το SCK, οι προσφεύγοντες δηλώνουν ότι το σύστημαπιστοποιήσεως είναι ελεύθερο για τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών κατάτρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιχειρήσειςαυτές πληρούν τις προϋποθέσεις του συστήματος πιστοποιήσεως. Επομένως, τοσύστημα ενθαρρύνει, με την ελευθερία του, τη διείσδυση αλλοδαπώνεπιχειρήσεων στην ολλανδική αγορά. ΄Οσον αφορά την FNK, οι προσφεύγοντεςεπισημαίνουν ότι η FNK συμμετείχε μόνον έμμεσα στην προετοιμασία τωνεφαρμοστέων μόνον σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο τιμών διακανονισμού.Εξάλλου, οι τιμές αυτές ενδιαφέρουν μόνον τις επιχειρήσεις που τις έχουνκαταρτίσει. Συνεπώς, οι τιμές αυτές δεν έχουν καμία συνέπεια στο διακρατικόεμπόριο στον τομέα των κινητών γερανών.

  174. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, μολονότι οι κινητοί γερανοί μπορούν να κινηθούνμόνο σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων, είναι πολύ πιθανό να επηρεάζουν τις ανταλλαγέςμεταξύ κρατών μελών στις συνοριακές περιοχές Βελγίου και Γερμανίας. Από τογεγονός ότι δύο βελγικές επιχειρήσεις περιλαμβάνονται μεταξύ τωνκαταγγελλουσών εταιριών προκύπτει ότι η επίδικη αγορά δεν περιορίζεται στοολλανδικό έδαφος.

    • Κρίση του Πρωτοδικείου



  175. Κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή σύμπραξη ναεπηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικώνκαι πραγματικών στοιχείων, να μπορεί να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι μπορεί ναασκήσει άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική επίδραση στα εμπορικά ρεύματαμεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο που να προκαλείται φόβος ότι θαμπορούσε να εμποδίσει την πραγματοποίηση ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατώνμελών (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως215/78 και 218/78, Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ,σ. 207, σκέψη 170, και της 17ης Ιουλίου 1997, C-219/95 P, Ferriere Nord κατάΕπιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 20).

  176. Οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι το διακρατικό εμπόριο δενμπορεί να επηρεάζεται από τις πρακτικές στις οποίες αναφέρεται η επίδικηαπόφαση, ενόψει του γεγονότος ότι, στον τομέα μισθώσεως κινητών γερανών,αποκλείεται κάθε εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

  177. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι οι κινητοί γερανοί έχουν ακτίνα δράσεωςπερίπου 50 χιλιομέτρων. Συνεπώς, διακρατικό εμπόριο μπορεί να αναπτυχθεί στιςσυνοριακές περιοχές των Κάτω Χωρών. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τογεγονός ότι δύο βελγικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες πλησίων των ολλανδικώνσυνόρων περιλαμβάνονται μεταξύ των επιχειρήσεων που υπέβαλαν καταγγελίαστην Επιτροπή κατά του SCK και της FNK. Θα ήταν περίεργο οι επιχειρήσειςαυτές να προβούν σε τέτοια ενέργεια εάν δεν είχαν καμία δυνατότητα να δρουνστην ολλανδική αγορά.

  178. Τα άλλα επικληθέντα από τους προσφεύγοντες στοιχεία δεν θέτουν μεν υπόαμφισβήτηση τη δυνατότητα υπάρξεως διακρατικού εμπορίου, σκοπούν όμως νααποδείξουν ότι αποκλείεται η απαγόρευση μισθώσεως και το σύστημασυνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού να επηρεάζουν σημαντικά τοδιακρατικό εμπόριο.

  179. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές πουκαλύπτουν ολόκληρο το έδαφος ενός των κρατών μελών έχει εξ ορισμού ωςαποτέλεσμα την παγίωση στεγανοποιήσεων της εθνικής αγοράς και τησυνακόλουθη παρακώλυση της οικονομικής αλληλοδιεισδύσεως που επιδιώκεταιμε τη Συνθήκη (προαναφερθείσες αποφάσεις Vereniging van Cementhandelarenκατά Επιτροπής, σκέψη 29, και Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22· απόφασητου Πρωτοδικείου της 21ης φεβρουαρίου 1995, Τ-29/92, SPO κ.λπ. κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-289, σκέψη 299).

  180. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η απαγόρευση μισθώσεως του SCK καθώςκαι οι συνιστώμενες τιμές της FNK εφαρμόζονται στο σύνολο του ολλανδικούεδάφους. Το αυτό ισχύει για ορισμένες τιμές διακανονισμού (βλ. ανωτέρωσκέψη 166). Συνεπώς, οι περιοριστικές αυτές πρακτικές του ανταγωνισμού (βλ.ανωτέρω 141 έως 150, και 157 και 164) επηρεάζουν, εξ ορισμού, το διακρατικόεμπόριο. Εξάλλου, το ίδιο το SCK με την κοινοποίησή του για τη χορήγησηαρνητικής πιστοποιήσεως ή απαλλαγής βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης (βλ. ανωτέρω σκέψη 7) αποδέχθηκε ότι ο κανονισμός περίπιστοποιήσεως επιχειρήσεων εκμισθώσεως γερανών μπορεί να επηρεάζειαρνητικά τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (σημείο 4.3 της κοινοποιήσεως).

  181. ΄Οσον αφορά το ζήτημα αν οι πρακτικές στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 1 και3 της επίδικης αποφάσεως μπορούν να επηρεάζουν σημαντικά το διακρατικόεμπόριο, διαπιστώνεται ότι, παρ' όλον που οι διάδικοι δεν συμφωνούν επί τουακριβούς τμήματος της αγοράς που εκπροσωπούν τα μέλη της FNK και οιπιστοποιημένες από το SCK επιχειρήσεις, οι ίδιοι οι προσφεύγοντες αναγνώρισανότι, το 1991, οι πιστοποιημένες από το SCK επιχειρήσεις κατείχαν το 37 % και ταμέλη της FNK περίπου το 40 % της ολλανδικής αγοράς εκμισθώσεως κινητώνγερανών. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι μολονότι το τμήμα της αγοράς τωνπιστοποιημένων από το SCK επιχειρήσεων ή των μελών της FNK αντιπροσωπεύει«μόνον» το 37 % ή 40 % της ολλανδικής αγοράς, οι προσφεύγοντες έχουν αρκετάσημαντικό μέγεθος και οικονομική ισχύ ώστε οι πρακτικές τους, στις οποίεςαναφέρεται η επίδικη απόφαση (μεταξύ των οποίων η απαγόρευση μισθώσεωςκαι οι συνιστώμενες τιμές που εφαρμόζονται στο σύνολο του ολλανδικούεδάφους), να είναι ικανές να επηρεάζουν σημαντικά το εμπόριο μεταξύ κρατώνμελών (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 1978, 19/77, Miller κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1978, σ. 47, σκέψη 10).

  182. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγουακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

  183. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από τηνπαράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης πρέπει να απορριφθείστο σύνολό του.

    Τρίτος λόγος ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  184. Οι προσφεύγοντες αναφέρουν, επικουρικώς, ότι επειδή η Επιτροπή δεν έκρινε ότιτο άρθρο 85, παράγραφος 1, δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, παρέβη τοάρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, εφόσον το σύστημα πιστοποιήσεως τουSCK, η δημοσίευση των συνιστωμένων τιμών και των εκτιμήσεων του κόστουςκαθώς και ο καθορισμός των τιμών διακανονισμού πληρούν όλες τις απαιτούμενεςαπό την τελευταία αυτή διάταξη προϋποθέσεις.

    • ΄Οσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής περί χορηγήσεως απαλλαγής στηναπαγόρευση μισθώσεως του SCK



  185. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το σύστημα πιστοποιήσεως βελτιώνει τηνκατάσταση των επιχειρήσεων εκμισθώσεως κινητών γερανών, καθόσον συμβάλλειστη θέση σε λειτουργία μιας διαφανούς αγοράς στην οποία δρουν επιχειρήσειςοι οποίες πληρούν προϋποθέσεις ποιότητας πέραν των νομίμων. Η μεγαλύτερηαυτή αξία του συστήματος πιστοποιήσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 128), η οποίαενισχύεται από μια πολύ πιο ενεργό πολιτική ελέγχου απ' ό,τι οι νόμιμοι έλεγχοι,είναι τελικώς υπέρ των κυρίων των έργων. Επειδή αυτοί οι κύριοι των έργωνεκπροσωπούνται στο SCK, είναι εξάλλου προφανές ότι ένα δίκαιο τμήμα τουαπορρέοντος από το σύστημα πιστοποιήσεως «οφέλους» προορίζεται για τουςχρήστες. Για τους προαναφερθέντες ανωτέρω λόγους (βλ. σκέψη 126), ηαπαγόρευση μισθώσεως αποτελεί το μοναδικό μέσο διασφαλίσεως της συνοχήςτου συστήματος πιστοποιήσεως υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της επίδικηςαγοράς, οπότε ο ενδεχόμενος αυτός περιορισμός του ανταγωνισμού είναιαναπόφευκτος για την επίτευξη του σκοπού της θέσεως σε λειτουργία τουσυστήματος πιστοποιήσεως. Αντί να καταργεί τον ανταγωνισμό, το σύστημαπιστοποιήσεως τον ενισχύει, καθόσον καθιστά δυνατό τον έντονο ανταγωνισμόμεταξύ των πιστοποιημένων επιχειρήσεων ως προς τις τιμές και άλλεςπροϋποθέσεις, διασφαλίζοντας ένα υψηλό επίπεδο ποιότητας σε μια διαφανήαγορά χωρίς συγχρόνως να επηρεάζει τη δυνατότητα ανταγωνισμού μεταξύπιστοποιημένων και μη πιστοποιημένων επιχειρήσεων.

  186. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι από το σημείο 37 των αιτιολογικών σκέψεων τηςεπίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι δύο από τις τέσσερις προϋποθέσεις τουάρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, δεν πληρούνται. ΄Οσον αφορά τηνπροϋπόθεση συμβολής στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής, δεναποδεικνύεται ότι το σύστημα πιστοποιήσεως έχει μεγαλύτερη αξία. Εν πάσηπεριπτώσει, οι επιβαλλόμενοι στις συνδεδεμένες επιχειρήσεις περιορισμοί και ταμειονεκτήματα που απορρέουν για τις μη συνδεδεμένες επιχειρήσεις, σαφώς,υπερβαίνουν τα τυχόν πλεονεκτήματα. Πράγματι, η Επιτροπή φρονεί ότι οιπερισσότερες από τις προϋποθέσεις για την πιστοποίηση επιχειρήσεωςεκμισθώσεως γερανών είναι νόμιμες υποχρεώσεις που αποτελούν το αντικείμενοελέγχων διαφόρων αρχών. Εξάλλου, η Επιτροπή αμφισβητεί το γεγονός ότι, απόαπόψεως διαδικασίας, το SCK ασκεί πιο ενεργό πολιτική ελέγχου απ' ό,τι ηΚeboma. ΄Οσον αφορά την προϋπόθεση του αναγκαίου χαρακτήρα τωνεπιβαλλομένων περιορισμών προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί τουσυστήματος πιστοποιήσεως του SCK, η Επιτροπή αναφέρεται στα προβληθένταστη σκέψη 130 ανωτέρω επιχειρήματα για να αποδείξει ότι η απαγόρευσημισθώσεως δεν ήταν απαραίτητη.

    • ΄Οσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής περί χορηγήσεως απαλλαγής στοσύστημα συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού



  187. Οι προσφεύγοντες φρονούν ότι και η δημοσίευση των συνιστωμένων τιμών και οιεκτιμήσεις του κόστους πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος3, της Συνθήκης. ΄Ετσι, στην πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπήςαναγνωρίζεται [βλ. την απόφαση 93/174/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 24ηςΦεβρουαρίου 1993, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της ΣυνθήκηςΕΟΚ (υπόθεση IV/34.494 — Διάρθρωση τιμολογίων κατά τις συνδυασμένεςμεταφορές εμπορευμάτων) (ΕΕ L 73, σ. 38, στο εξής: απόφαση 93/174), και τονκανονισμό (ΕΟΚ) 3932/92 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1992, περίεφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίεςσυμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα τωνασφαλίσεων (ΕΕ L 398, σ. 7, στο εξής: κανονισμός 3932/92)] ότι η ύπαρξητιμολογίου συμβάλλει στη διαφάνεια της αγοράς και στην οικονομική πρόοδο τουεν λόγω τομέα, καθόσον οι χρήστες μπορούν να συγκρίνουν καλύτερα τιςεπιχειρήσεις που δρουν στον τομέα αυτό. Οι χρήστες απολαύουν, συνεπώς,δικαίου τμήματος του οφέλους αυτού. Τέτοιου είδους διαφάνεια της αγοράς δενμπορεί να θίγεται από τη δημοσίευση των τιμών αυτών, οπότε ο περιορισμός τουανταγωνισμού που απορρέει είναι αναπόφευκτος. Τέλος, η δημοσίευση αυτή δενσυνεπάγεται εξάλειψη ουσιώδους τμήματος του ανταγωνισμού, αφού οιδημοσιευόμενες τιμές δεν είναι υποχρεωτικές, εφόσον αφήνουν στουςεπιχειρηματίες την ελευθερία να παρεκκλίνουν των τιμών αυτών και, συνεπώς, τηδυνατότητα να ανταγωνίζονται μεταξύ τους.

  188. Απαλλαγή βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης έπρεπε ναχορηγηθεί και στις τιμές διακανονισμού. Η κατάσταση των εκμισθωτών κινητώνγερανών είναι συγκρίσιμη με των τραπεζών καθόσον υπό κανονικές συνθήκεςδιατηρούν διμερείς σχέσεις μεταξύ τους μέσω της μισθώσεως. Εφόσον η Επιτροπήδιαπίστωσε ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν εφαρμόζεται επίσυμφωνίας τιμολογήσεως συναφθείσας μεταξύ των τραπεζών για τις υπηρεσίεςπου παρέχουν εκατέρωθεν [απόφαση 87/103/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 12ηςΔεκεμβρίου 1986, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 τηςΣυνθήκης ΕΟΚ (IV/31.356 — ΑΒΙ) (ΕΕ L 43, σ. 51, στο εξής: απόφαση 87/103)],ίση μεταχείριση πρέπει να επιφυλάσσεται για τους προσφεύγοντες ως προς τονκαθορισμό των τιμών διακανονισμού. Οι τιμές αυτές επιφέρουν βελτίωση τηςπαραγωγής επιτυγχάνοντας μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα εφόσον, λόγω τωντιμών αυτών, θα αποφεύγονται οι διαπραγματεύσεις επί των τιμών κάθε φορά πουεπιχειρήσεις εκμισθώσεως γερανών απευθύνονται σε άλλη πιστοποιημένηεπιχείρηση για τη μίσθωση γερανού. Η μεγαλύτερη αυτή αποτελεσματικότηταείναι εξάλλου υπέρ των κυρίων των έργων, οπότε ένα δίκαιο τμήμα του οφέλουςεπανέρχεται στους χρήστες. Στο μέτρο που οι τιμές αυτές προκαλούνπεριορισμούς του ανταγωνισμού, οι περιορισμοί αυτοί είναι αναπόφευκτοι για τηνπραγματοποίηση της μεγαλύτερης αυτής αποτελεσματικότητας. Τέλος, δενεξαλείφεται σημαντικό μέρος του ανταγωνισμού εφόσον, με την ευκαιρία μιαςσυγκεκριμένης συναλλαγής, όλοι όσοι συμμετείχαν στην κατάρτιση των τιμώνδιακανονισμού είναι ελεύθεροι είτε να εφαρμόσουν άλλη τιμή είτε να μηνπροβούν στη μίσθωση.

  189. Η Επιτροπή κάνει μνεία του σημείου 34 των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικηςαποφάσεως. Προσθέτει ότι η FNK δεν μπορεί να στηρίζεται στην απόφαση93/174, επειδή τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της υποθέσεως αυτής δενσυντρέχουν εν προκειμένω. Πράγματι, οι συνιστώμενες τιμές αφορούν τη συνολικήτιμή και όχι κάποιο στοιχείο της τιμής· η δε ανάγκη διαφάνειας της αγοράςεκμισθώσεως κινητών γερανών δεν είναι το ίδιο σημαντική όπως στην επίδικηαγορά στην εν λόγω απόφαση. Τέλος, η FNK δεν μπορεί περαιτέρω ναεπικαλείται την απόφαση επί των ενδοτραπεζικών τιμών για να αποδείξει τοναναγκαίο χαρακτήρα των τιμών διακανονισμού. Πολλά στοιχεία διακρίνουν τηνκατάσταση των επιχειρήσεων εκμισθώσεως κινητών γερανών από αυτήν τωντραπεζών: οι τράπεζες βρίσκονται σε κατάσταση υποχρεωτικής συνεργασίας,εφόσον πρέπει να συνεργάζονται με την επιλεγείσα από τον πελάτη τους τράπεζαγια την πραγματοποίηση εμβάσματος, ενώ οι επιχειρήσεις εκμισθώσεως κινητώνγερανών επιλέγουν οι ίδιες τον υπεργολάβο τους· οι τράπεζες έρχονταιαντιμέτωπες με πολύ μεγαλύτερο αριθμό συναλλαγών· τέλος, οι τιμέςδιακανονισμού συνδυάζονται με συνιστώμενες τιμές εφαρμοστέες στους κυρίουςτων έργων, ενώ η Επιτροπή δεν επέτρεψε, με την απόφαση 87/103, συμφωνία τωντραπεζών επί των τιμών που εφαρμόζονται στην πελατεία τους.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  190. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ο ασκούμενος από το Πρωτοδικείο έλεγχοςγια τις περίπλοκες οικονομικής φύσεως εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει ηΕπιτροπή κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που της απονέμει το άρθρο85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ως προς κάθε μία από τις τέσσεριςπροϋποθέσεις που περιέχει περιορίζεται αναγκαστικά στην εξέταση του αντηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και αν τα πραγματικάπεριστατικά ήταν ακριβή και δεν συνέτρεχε προδήλως πεπλανημένη εκτίμηση ήκατάχρηση εξουσίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 1987, 142/84και 156/84, BAT και Reynolds κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4487, σκέψη 62·αποφάσεις του Πρωτοδικείου CB και Europay κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα,σκέψη 109, της 15ης Ιουλίου 1994, Τ-17/93, Matra Hachette κατά Επιτροπής,Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-595, σκέψη 104, και απόφαση SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής,προαναφερθείσα, σκέψη 288).

  191. Εν προκειμένω, η άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει απαλλαγή στουςκανονισμούς και τα καταστατικά της FNK και του SCK, αντιστοίχως, στηρίζεταιστη διαπίστωση ότι δύο από τις τέσσερις προϋποθέσεις του άρθρου 85,παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν πληρούνται. Επειδή οι τέσσερις προϋποθέσειςγια τη χορήγηση απαλλαγής βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκηςείναι σωρευτικές (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1984, 43/82, και63/82, VBVB και VBBB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 19, σκέψη 61, καιπροαναφερθείσα απόφαση SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 267), η Επιτροπήδεν έχει, πράγματι, καμιά υποχρέωση να εξετάζει κάθε μία από τις προϋποθέσειςτου άρθρου 85, παράγραφος 3.

    • ΄Οσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει απαλλαγή στηναπαγόρευση μισθώσεως του SCK



  192. Από το σημείο 37 των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως προκύπτειότι η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση χορηγήσεως απαλλαγής σχετικά με τοσύστημα πιστοποιήσεως του SCK, και ιδίως την απαγόρευση μισθώσεως, αφούδιαπίστωσε ότι δεν πληρούνταν η πρώτη και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 85,παράγραφος 3, της Συνθήκης. ΄Ετσι, η Επιτροπή θεώρησε ότι το σύστημαπιστοποιήσεως του SCK δεν είχε πραγματικά αξία, τόσο επί της ουσίας όσο καιεπί της διαδικασίας, σε σχέση με τις εκ του νόμου προϋποθέσεις. Συνεπώς, τοσύστημα δεν συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή την προώθηση τηςτεχνικής ή οικονομικής προόδου (πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 85, παράγραφος3, της Συνθήκης). Εξάλλου, μολονότι το σύστημα πιστοποιήσεως έχεισημαντικότερα πλεονεκτήματα από τα μειονεκτήματα που απορρέουν για τις μηπιστοποιημένες επιχειρήσεις, η απαγόρευση μισθώσεως δεν είναι απαραίτητη γιατη λειτουργία του συστήματος (τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 85, παράγραφος 3).

  193. Οι προσφεύγοντες φρονούν ότι η Επιτροπή παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Το σύστημα πιστοποιήσεως του SCK έχειαρκετά σημαντική μεγαλύτερη αξία δικαιολογούσα τον προβαλλόμενο περιορισμότου ανταγωνισμού που απορρέει από την απαγόρευση μισθώσεως. ΄Ετσι, αφενός,το SCK ασκεί πιο ενεργό πολιτική ελέγχου των εκ του νόμου προϋποθέσεων απ'ό,τι η Keboma, η οποία είναι η δημοσία αρχή ελέγχου γερανών στις Κάτω Χωρεςκαι, αφετέρου, το σύστημα πιστοποιήσεως του SCK θέτει προϋποθέσεις, τόσο απότεχνικής απόψεως όσο και από απόψεως διαχειρίσεως της επιχειρήσεως, οιοποίες βαίνουν πέραν των εκ του νόμου προϋποθέσεων.

  194. Κατ' αρχάς, όσον αφορά τον φερόμενο αποτελεσματικότερο έλεγχο των εκ τουνόμου προϋποθέσεων που πραγματοποιεί το SCK (η φερομένη μεγαλύτερη αξίααπό απόψεως διαδικασίας), υπενθυμίζεται ότι κατ' αρχήν εναπόκειται στιςδημόσιες αρχές και όχι σε ιδιωτικούς οργανισμούς να διασφαλίζουν την τήρησητων νομίμων προϋποθέσεων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου1991, T-30/89, Hilti κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1439, σκέψη 118).Εξαίρεση στον κανόνα αυτό μπορεί να γίνει δεκτή όταν οι δημόσιες αρχές έχουν,αυτοβούλως, αποφασίσει να αναθέσουν σε ιδιωτικό οργανισμό τον έλεγχοτηρήσεως των εκ του νόμου προϋποθέσεων. Πάντως, εν προκειμένω, το SCKθέσπισε σύστημα ελέγχου παράλληλα με τον έλεγχο που ασκείται από τιςδημόσιες αρχές χωρίς να έχει γίνει οποιαδήποτε μεταβίβαση στο SCK τωνασκουμένων από τις δημόσιες αρχές εξουσιών ελέγχου. Εξάλλου, η διαβεβαίωσηστο σημείο 37, δεύτερο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικηςαποφάσεως, σύμφωνα με την οποία «οι επιχειρήσεις που δεν συμμετέχουν στοσύστημα πιστοποιήσεως του SCK μπορούν, επίσης, να αποδείξουν ότι πληρούν τιςαπαιτήσεις του νόμου», δεν αμφισβητείται σοβαρά από τους προσφεύγοντες.΄Ετσι, δεν αποδείχθηκε ότι ο ασκούμενος από τις δημόσιες αρχές έλεγχος των εκτου νόμου προϋποθέσεων ενέχει κενά, τα οποία θα μπορούσαν να είχανκαταστήσει αναγκαία τη θέσπιση ιδιωτικού συστήματος ελέγχου. Ακόμη κι αναποδειχθεί ότι ο πραγματοποιούμενος από το SCK έλεγχος των εκ του νόμουπροϋποθέσεων είναι αποτελεσματικότερος από τον γενόμενο από τις ολλανδικέςδημόσιες αρχές έλεγχο, οι προσφεύγοντες ωστόσο ουδόλως απέδειξαν ότι το εκτου νόμου σύστημα ελέγχου είναι ανεπαρκές. Επισημαίνεται ότι το SCK,συσταθέν το 1985, προσέθεσε στον κανονισμό του πιστοποιήσεως μόλις την 1ηΙανουαρίου 1991 τη ρήτρα απαγορεύσεως μισθώσεως. Σε απάντηση ερωτήσεωςπου υπέβαλε το Πρωτοδικείο κατά τη διάρκεια της επ' ακροατηρίου συζητήσεως,το διοικητικό συμβούλιο των προσφευγόντων παραδέχθηκε ότι το SCK δεν είχεεπιληφθεί, πριν από την θέσπιση της απαγορεύσεως μισθώσεως, καμιάςκαταγγελίας εκ μέρους των κυρίων των έργων περί της ενδεχόμενηςχρησιμοποιήσεως, από πιστοποιημένη επιχείρηση, γερανών μισθωμένων από μηπιστοποιημένες επιχειρήσεις, που αναγκαστικά θα είχαν αποτελέσει αντικείμενομόνο των γενομένων από τις δημόσιες αρχές ελέγχων. Υπό τις συνθήκες αυτές,η Επιτροπή δικαίως θεώρησε ότι «οι περιορισμοί που επιβάλλονται στιςσυνδεδεμένες επιχειρήσεις και τα μειονεκτήματα που απορρέουν για τις μησυνδεδεμένες επιχειρήσεις, σαφώς υπερβαίνουν τα τυχόν πλεονεκτήματα πουεπικαλείται το SCK» (σκέψη 37, δεύτερο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων τηςεπίδικης αποφάσεως). Συνεπώς, η εκτίμηση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποίαη φερομένη μεγαλύτερη αξία του συστήματος πιστοποιήσεως από απόψεωςδιαδικασίας δεν πληροί την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 85, παράγραφος 3,της Συνθήκης δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, προδήλως πεπλανημένη.

  195. Στη συνέχεια, όσον αφορά τη φερομένη ουσιαστική μεγαλύτερη αξία τουσυστήματος πιστοποιήσεως του SCK, απορρέουσα εκ του γεγονότος ότι το εν λόγωσύστημα θέτει προϋποθέσεις τόσο από τεχνικής απόψεως όσο και από απόψεωςδιαχειρίσεως της επιχειρήσεως, βαίνουσες πέραν των εκ του νόμουπροϋποθέσεων, η Επιτροπή έκρινε, με την επίδικη απόφαση: «(...) δεν έχει ακόμηεξακριβωθεί αν το σύστημα SCK έχει ουσιαστικά μεγαλύτερη αξία πέραν τωνόσων απαιτεί ο νόμος. Οι απαιτήσεις που επιβάλλονται στις συνδεδεμένεςεπιχειρήσεις είναι σχεδόν ταυτόσημες με εκείνες του νόμου (...)» (σκέψη 37,πρώτο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων). ΄Ετσι, οι περισσότερες από τιςεπιβαλλόμενες από το SCK απαιτήσεις ασφάλειας είναι ήδη επιβεβλημένες απότην ολλανδική νομοθεσία. Παρομοίως, «οι περισσότερες από τις απαιτήσεις πουεπιβάλλει το SCK που δεν σχετίζονται με την ασφάλεια, όπως εκείνες πουαφορούν την καταβολή του φόρου και των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, τηνεγγραφή στο εμπορικό επιμελητήριο, την ασφάλιση αστικής ευθύνης, τηφερεγγυότητα και την εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας» (σημείο37, τρίτο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων). Η Επιτροπή προσθέτει ότι «το SCKβαίνει πέραν των διατάξεων του νόμου επιβάλλοντας προϋποθέσεις όσον αφοράτον τρόπο διεξαγωγής των εργασιών, αλλά αυτό από μόνο του δεν δικαιολογείτους περιορισμούς στον ανταγωνισμό» (σημείο 37, τρίτο εδάφιο, in fine, τωναιτιολογικών σκέψεων).

  196. Επισημαίνεται ότι η νομιμότητα της αποφάσεως η οποία απορρίπτει τη χορήγησηαπαλλαγής πρέπει να εκτιμάται ενόψει των στοιχείων που επικαλούνται οιδιάδικοι στην κοινοποίηση, όπως αυτά έχουν διευκρινιστεί κατά τη διάρκεια τηςδιοικητικής διαδικασίας (βλ., π.χ., απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου1995, C-360/92 P, Publishers Association κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-23,σκέψεις 39 έως 41).

  197. Με την κοινοποίησή του, το SCK διευκρίνισε ότι το σύστημα πιστοποιήσεωςεπιβάλλει τρία είδη υποχρεώσεων στις επιχειρήσεις: πρόκειται (πρώτον) γιααπαιτήσεις σχετικά με τους κινητούς γερανούς (δεύτερον) για γενικέςυποχρεώσεις που αφορούν την επιχείρηση και (τρίτον) για απαιτήσεις πουαφορούν το προσωπικό της επιχειρήσεως.

  198. ΄Οσον αφορά την πρώτη κατηγορία απαιτήσεων, που αντιστοιχεί στις «απαιτήσειςασφαλείας» της επίδικης αποφάσεως, το SCK ισχυρίζεται ρητώς στην κοινοποίησήτου ότι οι υποχρεώσεις αυτές «εφαρμόζονται επίσης δυνάμει των εθνικών νομίμων διατάξεων» (σημείο 26 της κοινοποιήσεως). Σύμφωνα με το SCK, τα ίδιαισχύουν για τις απαιτήσεις που αφορούν το προσωπικό της επιχειρήσεως.Πράγματι, το SCK εξηγεί στην κοινοποίησή του: «(...) πρόκειται (...) γιααπαιτήσεις που ήδη επιβάλλονται από τον νόμο. Το SCK επιδιώκει μόνον ναπαρέχει τη δυνατότητα στις πιστοποιημένες επιχειρήσεις για να αποδεικνύουν ότιπληρούν τις νόμιμες αυτές απαιτήσεις» (σημείο 28 της κοινοποιήσεως).

  199. ΄Οσον αφορά τις γενικές απαιτήσεις που αφορούν την επιχείρηση, το SCK εξηγείστην κοινοποίησή του: «[αυτές] αφορούν τις φορολογικές απαιτήσεις, τιςαπαιτήσεις ασφάλειας και τη φερεγγυότητα. Εδώ επίσης, οι απαιτήσεις έχουν ήδη,σε μεγάλο μέρος επιβληθεί στις επιχειρήσεις από εθνικούς νόμους, η δεπιστοποίηση επιφέρει μία πρόσθετη εγγύηση ότι οι νόμιμες αυτές απαιτήσειςπράγματι τηρούνται. Συγκεκριμένα, αυτό εφαρμόζεται στις απαιτήσεις σχετικά μετην καταβολή φόρων, την εγγραφή στο εμπορικό επιμελητήριο και την υποχρέωσηασφάλειας» (σημείο 27 της κοινοποιήσεως). Το SCK αναφέρει στην κοινοποίησήτου μόνον τρεις μη επιβαλλόμενες εκ του νόμου υποχρεώσεις για τιςπιστοποιημένες επιχειρήσεις: να έχει φερεγγυότητα και να διαθέτει ένα ελάχιστοποσό διαθεσίμων μετρητών, να εφαρμόζει τους γενικούς όρους της FNK(υποχρέωση, η οποία ανακλήθηκε εν τω μεταξύ) και να συνάψει ασφάλισηαστικής ευθύνης.

  200. ΄Οσον αφορά το ζήτημα της φερομένης μεγαλύτερης αξίας του συστήματος της ενλόγω πιστοποιήσεως, διαπιστώνεται ότι το SCK επικεντρώθηκε στην κοινοποίησήτου επί της αναγκαιότητας αυξημένου ελέγχου των υφισταμένων νομίμωναπαιτήσεων (μεγαλύτερη αξία από απόψεως διαδικασίας) παρά επί τηςουσιαστικής μεγαλύτερης αξίας. ΄Οσον αφορά την ουσιαστική μεγαλύτερη αξία,επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή επανέλαβε πιστά στην επίδικη απόφαση(βλ. ανωτέρω σκέψη 195) την άποψη που υποστήριξε το SCK με την κοινοποίησήτου (βλ. ανωτέρω σκέψεις 198 και 199), δηλαδή ότι οι επιβαλλόμενες από τοσύστημα πιστοποιήσεως του SCK απαιτήσεις αντιστοιχούν κατά προσέγγιση στιςεκ νόμου ισχύουσες προϋποθέσεις. Κατ' αρχήν, η διαπίστωση αυτή πρέπει νααρκεί για την απόρριψη του ισχυρισμού ότι η Επιτροπή προέβη σε προδήλωςπεπλανημένη εκτίμηση επειδή θεώρησε ότι το σύστημα πιστοποιήσεως του SCKδεν έχει πραγματική ουσιαστική μεγαλύτερη αξία σε σχέση με τις εκ του νόμουαπαιτήσεις.

  201. Πάντως, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οι προσφεύγοντες έδωσανμεγαλύτερο βάρος στην προβαλλομένη ουσιαστική προστιθέμενη αξία τουσυστήματος. ΄Ετσι, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της16ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με τον πίνακα που είναι συνημμένος ωςπαράρτημα 3 στην απάντηση αυτή, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι το σύστημαπιστοποιήσεως θέτει ορισμένες απαιτήσεις ασφάλειας και αποδόσεως που δενπροβλέπονται από την ολλανδική νομοθεσία (σημείο 9 της απαντήσεως στηνανακοίνωση των αιτιάσεων). Με την απάντησή τους στην ανακοίνωση τωναιτιάσεων της 21ης Οκτωβρίου 1994, οι προσφεύγοντες αναφέρθηκαν στον ίδιοπίνακα για να αποδείξουν την ύπαρξη ουσιαστικής προστιθέμενης αξίας (σημείο32 της απαντήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων· παράρτημα 19 τηςπροσφυγής). Παρατηρείται ότι ο πίνακας αυτός περιλαμβάνει απαρίθμηση τωνεπιβαλλομένων από το σύστημα πιστοποιήσεως προϋποθέσεων με ένδειξη, ωςπρος κάθε μια εξ αυτών, του αν επιβάλλονται εκ του νόμου ή όχι. Παρεμφερήςπαρουσίαση έγινε στα σημεία 101 έως 118 της προσφυγής.

  202. Στην πραγματικότητα, η άποψη που υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες με τιςαπαντήσεις τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και στην προσφυγή τουςδυσχερώς συγκρίνεται με την περιγραφή των απαιτήσεων του συστήματοςπιστοποιήσεως που έκανε το SCK στην κοινοποίησή του (σημεία 26 έως 28 τηςκοινοποιήσεως· βλ. ανωτέρω σκέψεις 198 και 199). Η προστιθέμενη αξία ενόςσυστήματος πιστοποιήσεως δεν απορρέει από το απλό γεγονός ότι επιβάλλει μηπροβλεπόμενες από τον νόμο υποχρεώσεις. Πράγματι, το σύστημα πιστοποιήσεωςτου SCK έχει πραγματική προστιθέμενη αξία μόνον αν οι επιβαλλόμενες με τοσύστημα προϋποθέσεις είναι κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενουσκοπού, ο οποίος είναι να προσφέρεται εγγύηση μεγαλύτερης ασφάλειας στουςκυρίους των έργων (βλ., συναφώς, σκέψεις 80 έως 87 της προσφυγής). Πάντως,οι προσφεύγοντες παρέλειψαν να εξηγήσουν γιατί και μέχρι ποίου βαθμού οι μηπροβλεπόμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις είναι κατάλληλες για τηνπραγματοποίηση του σκοπού αυτού. Επομένως, οι προσφεύγοντες, προσπαθώντας,κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και με την προσφυγή τους, νααποδείξουν μόνον ότι πολλές απαιτήσεις του συστήματος πιστοποιήσεως δενπροβλέπονται εκ του νόμου, θεωρώντας δε κατ' αυτόν τον τρόπο ότι το σύστημαέχει ουσιαστική μεγαλύτερη αξία, δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι η Επιτροπήπροέβη σε πεπλανημένη εκτίμηση θεωρώντας, αφενός, ότι «δεν έχει εξακριβωθείαν το σύστημα πιστοποιήσεως του SCK έχει ουσιαστικά μεγαλύτερη αξία πέραντων όσων απαιτεί ο νόμος» (σημείο 37, πρώτο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων,της επίδικης αποφάσεως) και, αφετέρου, ότι ορισμένες πέραν των διατάξεων τουνόμου επιβαλλόμενες προϋποθέσεις δεν επαρκούν «για να δικαιολογήσουν τουςπεριορισμούς στον ανταγωνισμό» (σημείο 37, τρίτο εδάφιο, in fine).

  203. Συνεπώς, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι η εκτίμηση της Επιτροπής,σύμφωνα με την οποία το σύστημα πιστοποιήσεως του SCK και η συνδεόμενη μεαυτό απαγόρευση μισθώσεως δεν πληρούν την πρώτη από τις τέσσεριςπροϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, είναιπροδήλως πεπλανημένη (βλ., π.χ., προαναφερθείσα απόφαση Van Landewyckκατά Επιτροπής, σκέψη 185). Ενόψει του σωρευτικού χαρακτήρα των τεσσάρωνπροϋποθέσεων για τη βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκηςχορήγηση απαλλαγής, δεν χρειάζεται να εξεταστεί αν η Επιτροπή προέβη σεπεπλανημένη εκτίμηση ως προς τον μη αναγκαίο χαρακτήρα της απαγορεύσεωςμισθώσεως στο πλαίσιο του συστήματος πιστοποιήσεως του SCK (βλ., π.χ., διάταξητου Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 1996, C-137/9 P, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής,Συλλογή 1996, σ. Ι-1611, σκέψη 48· προαναφερθείσα απόφαση CB και Europayκατά Επιτροπής, σκέψεις 110 και 115).

  204. Επομένως, ο λόγος που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος3, της Συνθήκης καθόσον αφορά την απαγόρευση της μισθώσεως πρέπει νααπορριφθεί.

    • ΄Οσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει απαλλαγή στο σύστημασυνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού



  205. Η Επιτροπή στήριξε την άρνησή της να χορηγήσει απαλλαγή στο σύστημασυνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού της SCK στη διαπίστωση ότι δενπληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης. ΄Ετσι, η Επιτροπή θεώρησε στο σημείο 34 των αιτιολογικών σκέψεωντης επίδικης αποφάσεως: «Δεν έχει εξακριβωθεί αν η υποχρέωση εφαρμογής”αποδεκτών" τιμών, ανεξάρτητα από τον φερόμενο στόχο της αυξήσεωςδιαφάνειας στην αγορά, συμβάλλει στη βελτίωση του εμπορίου εκμισθώσεωςγερανών και ότι οι καταναλωτές, στην περίπτωση αυτή, οι επιχειρήσειςεκμισθώσεως γερανών, απολαμβάνουν δίκαιο μερίδιο του απορρέοντος οφέλους.Αντίθετα, σύμφωνα με την ανεξάρτητη τομεακή έρευνα (...), οι συνιστώμενες τιμέςκαι οι τιμές διακανονισμού που καθορίζονταν από την FNK προκειμένου ναερμηνεύεται στενότερα η έννοια των ”αποδεκτών" τιμών, ήταν κατά γενικόκανόνα υψηλότερες από τις τιμές της αγοράς. Οι συντάκτες της έρευναςπροσδιόρισαν ότι αυτό οφείλεται συγκεκριμένα στο γεγονός ότι ”στην αγοράυπάρχει ανταγωνισμός".»

  206. Κατά πάγια νομολογία, στην περίπτωση όπου ζητείται η χορήγηση απαλλαγήςδυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, εναπόκειται στιςεπιχειρήσεις που προβαίνουν στις κοινοποιήσεις να παράσχουν στην Επιτροπή ταστοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι τέσσερις προϋποθέσεις τηςδιατάξεως αυτής (προαναφερθείσες αποφάσεις VBVB και VBBB κατάΕπιτροπής, σκέψη 52, και Matra Hachette κατά Επιτροπής, σκέψη 104).

  207. Κατ' αρχάς, όσον αφορά τις τιμές διακανονισμού, διαπιστώνεται ότι, στοκεφάλαιο της κοινοποιήσεώς της σχετικά με το άρθρο 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης, η FNK υποστήριξε μόνον ότι οι τιμές αυτές δεν καταργούν τονανταγωνισμό (σημείο 25 της κοινοποιήσεως). Ομοίως, με τις απαντήσεις τους στιςανακοινώσεις των αιτιάσεων της 16ης Δεκεμβρίου 1992 και της 21ης Οκτωβρίου1994, οι προσφεύγοντες δεν προσεκόμισαν κανένα νέο στοιχείο για την εκτίμησητων τιμών διακανονισμού υπό το πρίσμα του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης. Μολονότι οι προσφεύγοντες έλαβαν κατά τη διάρκεια της διοικητικήςδιαδικασίας θέση που συνάδει πλήρως με τη συλλογιστική τους, ότι ο καθορισμόςτιμών διακανονισμού δεν έχει καμία σχέση με την FNK (σημείο 19 τηςκοινοποιήσεως της FNK), δεν προσεκόμισαν στην Επιτροπή κανένα πειστικόστοιχείο για να αποδείξουν ότι, όσον αφορά το σύστημα τιμών διακανονισμού,πληρούνται οι τρεις πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν ναυποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προέβη σε προδήλως πεπλανημένη εκτίμησηθεωρώντας ότι «δεν έχει εξακριβωθεί» (σημείο 34 των αιτιολογικών σκέψεων τηςεπίδικης αποφάσεως) ότι το σύστημα τιμών διακανονισμού πληροί τις δύο πρώτεςπροϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

  208. ΄Οσον αφορά τις συνιστώμενες τιμές της FNK, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκανκατά τη διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας ότι το σύστημα αυτόαυξάνει τη διαφάνεια της αγοράς. Οι χρήστες, δηλαδή οι κύριοι των έργων,απολαύουν της διαφάνειας αυτής. Η διαφάνεια αυτή απλουστεύει τις συγκρίσειςμεταξύ των ανταγωνιστικών προσφορών που μπορούν να κάνουν οι χρήστες. Οιπροσφεύγοντες φρονούν ότι οι δύο άλλες προϋποθέσεις του άρθρου 85,παράγραφος 3, της Συνθήκης πληρούνται επίσης, καθόσον οι περιορισμοί στονανταγωνισμό είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των σκοπών αυτών και δενκαταργείται σημαντικό τμήμα του ανταγωνισμού.

  209. Διαπιστώνεται ότι, μολονότι η FNK δεν στηρίχθηκε στην κοινοποίησή της στοπλεονέκτημα μιας φερόμενης βελτιώσεως της διαφάνειας της αγοράς για ναδικαιολογήσει τη χορήγηση απαλλαγής (σημεία 22 έως 24 της κοινοποιήσεως), οιπροσφεύγοντες επικαλέστηκαν εντούτοις το επιχείρημα αυτό κατά τη διάρκεια τηςδιοικητικής διαδικασίας, ιδίως δε με την απάντησή τους στην ανακοίνωση τωναιτιάσεων της 21ης Οκτωβρίου 1994 (σημείο 28 της απαντήσεως αυτής).

  210. Πράγματι, η μεγαλύτερη διαφάνεια της αγοράς είναι εγγενής σε κάθε σύστημακαθορισμένων συνιστωμένων τιμών που δημοσιεύονται από ένωσηαντιπροσωπεύουσα σημαντικό τμήμα των επιχειρήσεων που δρουν σε ορισμένηαγορά. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μεγαλύτερη διαφάνεια της αγοράς πουσυνδέεται με σύστημα συνιστωμένων τιμών δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότιπληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.Κατά τα λοιπά, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων και η εκτίμηση τηςΕπιτροπής περί των συνιστωμένων τιμών στο σημείο 34 των αιτιολογικών σκέψεωντης επίδικης αποφάσεως διαφέρουν. Πράγματι, η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ποτέότι το σύστημα συνιστωμένων τιμών δεν ενίσχυε τη διαφάνεια της αγοράς.Θεώρησε μόνον ότι «ανεξάρτητα από τον φερόμενο στόχο της αυξήσεωςδιαφάνειας στην αγορά» δεν πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς έκρινε, με τηνεπίδικη απόφαση, ότι τα μέλη της FNK υποχρεούνταν να τηρούν τις συνιστώμενεςτιμές (βλ. ανωτέρω σκέψεις 159 έως 164) λόγω του γεγονότος ότι οι τιμές αυτέςπροσδιόριζαν την έννοια της αποδεκτής τιμής που τα μέλη της FNK υποχρεούνταννα εφαρμόζουν δυνάμει του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του εσωτερικού κανονισμούτης (σημείο 20 των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως). Εξάλλου, δεναμφισβητήθηκε ότι οι εν λόγω τιμές ήταν σαφώς ανώτερες των τιμών της αγοράς(σημείο 34 των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως και σημείο 18 τηςκοινοποιήσεως της FNK).

  211. Συνεπώς, αφού διαπίστωσε ότι οι τιμές της FNK είναι επιβαλλόμενες τιμές, κατάπολύ ανώτερες των τιμών της αγοράς, η Επιτροπή έκρινε στο σημείο 34 τωναιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως ότι, ακόμη κι αν το σύστημααυξάνει τη διαφάνεια — θέμα το οποίο δεν είναι υποχρεωμένη να εξετάσει —, ταενδεχόμενα πλεονεκτήματά του, δηλαδή η αύξηση της διαφάνειας της αγοράς, δενυπερισχύουν της επιδράσεως στον ανταγωνισμό που συνδέεται με τιςεπιβαλλόμενες τιμές και, συγκεκριμένα, του βεβαίου μειονεκτήματος πουαπορρέει από το σύστημα εφόσον έχει ως αντικείμενο την αύξηση των τιμών σεσχέση με τις τιμές της αγοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγοντες, οιοποίοι ισχυρίστηκαν με την προσφυγή τους ότι το πλεονέκτημα του συστήματοςτων συνιστωμένων τιμών είναι μόνον η αύξηση της διαφάνειας της αγοράς, δεναποδεικνύουν ότι η Επιτροπή προέβη σε προδήλως πεπλανημένη εκτίμησηθεωρώντας ότι «ανεξάρτητα από τον φερόμενο στόχο της αυξήσεως τηςδιαφάνειας» (σημείο 34 των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως), δενπληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης.

  212. Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος, που αντλείται απότην παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, πρέπει νααπορριφθεί στο σύνολό του.

    Τέταρτος λόγος ακυρώσεως: προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  213. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως έχει τρία σκέλη.

  214. Με το πρώτο σκέλος, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παραβίασετην επιβαλλόμενη με το άρθρο 6 της ΕΣΑΔ υποχρέωση να λάβει θέση εντόςεύλογης προθεσμίας. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή εσκεμμέναπροκάλεσε τη μεγάλη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, εφόσον η Επιτροπήαναγνώρισε ότι δεν θεώρησε ότι η υπόθεση έχει προτεραιότητα λόγω του ότιεκκρεμούσε και ενώπιον ολλανδικού δικαστηρίου, οι δε παραβάσεις είχαν παύσειμετά τη δημοσίευση της διατάξεως της 11ης Φεβρουαρίου 1992 τουArrondissementsrechtbank te Utrecht. Η κατάσταση αυτή μετεβλήθη μόνο μετά τηδημοσίευση της αποφάσεως του Gerechtshof te Amsterdam της 9ης Ιουλίου 1992,που επέτρεψε στο SCK να επαναφέρει σε ισχύ την απαγόρευση μισθώσεως. Οιπροσφεύγοντες υπενθυμίζουν εξάλλου ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικήςδιαδικασίας, η Επιτροπή τους απηύθυνε δύο ανακοινώσεις των αιτιάσεων.Προσθέτουν ότι η τελευταία ανακοίνωση, κοινοποιηθείσα 22 μήνες μετά τηνπρώτη, δεν περιελάμβανε καμία μεταβολή στην εκτίμηση της Επιτροπής ως προςτα πραγματικά περιστατικά και το νομικό χαρακτηρισμό τους. Τέτοια βραδύτηταστη διαδικασία λήψεως αποφάσεως, μολονότι οι προσφεύγοντες είχαν επισημάνειτο επείγον, παραιτούμενοι τον Οκτώβριο 1994 του δικαιώματός τους για ακρόαση,συνιστά σοβαρή καταστρατήγηση της διαδικασίας.

  215. Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ηΕπιτροπή παραβίασε το άρθρο αυτό της ΕΣΑΔ εκδίδοντας απόφαση βάσει τουάρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17 χωρίς να έχει προβεί σε ακρόασήτους.

  216. Τέλος, με το τρίτο σκέλος, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπήπαραβίασε τα δικαιώματά τους άμυνας αρνούμενη να τους επιτρέψει να λάβουνγνώση του φακέλου (βλ. ανωτέρω σκέψη 24). Η Επιτροπή δεν μπορεί ναισχυρίζεται ότι οι προσφεύγοντες παραιτήθηκαν του δικαιώματός τους να λάβουνγνώση του φακέλου μη επικαλούμενοι το δικαίωμά τους αυτό προτού απαντήσουνστην ανακοίνωση των αιτιάσεων (βλ. XIII ή ΄Εκθεση επί της πολιτικήςανταγωνισμού). Εξάλλου, η θέση της Επιτροπής είναι δυσανάλογη, καθόσονστερεί το ενδιαφερόμενο μέρος της δυνατότητας να προετοιμάσει με τον καλύτεροτρόπο την άμυνά του κατά τον χρόνο της δικαστικής εξετάσεως της αποφάσεωςτης Επιτροπής, χωρίς να προκύπτει σαφώς το ούτως διαφυλασσόμενο συμφέροντης Επιτροπής. Τέλος, οι προσφεύγοντες δεν ζήτησαν να λάβουν γνώση μόνον του«φακέλου» αλλά και των εσωτερικών σημειωμάτων που αντηλλάγησαν στηνυπόθεση αυτή μεταξύ των ΓΔ ΙΙΙ και IV από 18 Νοεμβρίου 1993 έως 27Σεπτεμβρίου 1994 (βλ. ανωτέρω σκέψη 28). Μολονότι τα σημειώματα αυτά δενείναι κατ' αρχήν κοινοποιήσιμα, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι δικαιολογείταιεξαίρεση στην αρχή αυτή, καθόσον τα σημειώματα αυτά θα μπορούν ναχρησιμεύσουν στην εξακρίβωση του αν εν προκειμένω συντρέχει κατάχρησηεξουσίας (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Vesterdorf στην απόφαση τουΠρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T-1/89, Rhône-Poulenc κατά Επιτροπής,Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-867, ΙΙ-869 και ΙΙ-891).

  217. Για να απαντήσει στο πρώτο σκέλος, η Επιτροπή αναφέρεται στο υπόμνημά τηςαντικρούσεως στην υπόθεση Τ-213/95. ΄Οσον αφορά το δεύτερο σκέλος, ηΕπιτροπή αντιτάσσει ότι, εφόσον δεν υπάρχει κανένα νομοθετικό κείμενο που ναεπιβάλλει την ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων και εφόσονδεν συντρέχει καμία συγκεκριμένη περίσταση που θα είχε ως συνέπεια ότι ενπροκειμένω μόνον η ακρόαση μπορεί να διασφαλίσει πραγματικά τα δικαιώματαάμυνας, η Επιτροπή ουδαμώς είναι υποχρεωμένη να προβεί σε προφορικήδιαβούλευση με τους προσφεύγοντες στο πλαίσιο των ακροάσεων, αφού τους έχειήδη διαβουλευθεί γραπτώς. Ως προς το τρίτο σκέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότιαπό τη νομολογία προκύπτει ότι, στις υποθέσεις ανταγωνισμού, η πρόσβαση στονφάκελο σκοπεί να δώσει στους αποδέκτες μιας ανακοινώσεως αιτιάσεων τηδυνατότητα να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονταιστον φάκελο της Επιτροπής, προκειμένου να μπορέσουν να εκφέρουν λυσιτελώςτη γνώμη τους, βάσει των στοιχείων αυτών, επί των συμπερασμάτων στα οποίακατέληξε η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων (βλ. απόφαση τουΠρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή1995, σ. ΙΙ-1775, σκέψη 59). Οι προσφεύγοντες δεν έκαναν χρήση της δυνατότηταςπροσβάσεως στον φάκελο της Επιτροπής μετά την κοινοποίηση της ανακοινώσεωςτων αιτιάσεων, οπότε δεν υφίσταται πλέον ουδείς λόγος να τους επιτραπεί ηπρόσβαση στον φάκελο σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και ασφαλώςόχι μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  218. Οι προσφεύγοντες έχουν ήδη επικαλεστεί, στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-213/95,το πρώτο σκέλος του παρόντος λόγου που αντλείται από παράβαση τηςεπιβαλλομένης με το άρθρο 6 της ΕΣΑΔ υποχρεώσεως να εκδίδεται απόφασηεντός εύλογης προθεσμίας. Το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί για τουςεκτεθέντες στις σκέψεις 53 έως 70 ανωτέρω λόγους.

  219. ΄Οσον αφορά το δεύτερο σκέλος που αντλείται από το ότι έπρεπε να είχε γίνειακρόαση των προσφευγόντων πριν από την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπήςτης 13ης Απριλίου 1994 βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17,παρατηρείται ότι, ακόμη κι αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη βάσει τουκοινοτικού δικαίου να προβεί σε ακρόαση των ενδιαφερομένων πριν από τηνέκδοση τέτοιας αποφάσεως, η μη τήρηση της υποχρεώσεως αυτής θα επηρέαζεμόνο τη νομιμότητα της αποφάσεως της Επιτροπής της 13ης Απριλίου 1994, καιόχι της επίδικης αποφάσεως, η οποία και μόνον αποτελεί εν προκειμένωαντικείμενο του ελέγχου νομιμότητας. Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι οιπροσφεύγοντες παραιτήθηκαν, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση τωναιτιάσεων της 21ης Οκτωβρίου 1994, από την ακρόαση πριν από την έκδοση τηςεπίδικης αποφάσεως. Επομένως, και το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού πρέπεινα απορριφθεί.

  220. ΄Οσον αφορά το τελευταίο σκέλος που αντλείται από την άρνηση της Επιτροπήςνα επιτρέψει την πρόσβαση στον φάκελο, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντεςδιατύπωσαν σχετική αίτηση μόνο μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως.Συνεπώς, η νομιμότητα της αποφάσεως αυτής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ναεπηρεάζεται από την άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την αιτηθείσα πρόσβαση(βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, Τ-145/89, Baustahlgewebeκατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-987, σκέψη 30). Εξάλλου, οι προσφεύγοντεςδεν επικαλέστηκαν κανένα στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι ο φάκελοςπεριελάμβανε στοιχεία υπέρ αυτών. Δεν ισχυρίστηκαν δε ότι δεν είχαν λάβειγνώση όλων των επιβαρυντικών στοιχείων. Ομοίως, όσον αφορά τις ανταλλαγέςαπόψεων μεταξύ των ΓΔ ΙΙΙ και IV, οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίζονται ότι ταεσωτερικά σημειώματα, στα οποία κατ' αρχήν οι τρίτοι δεν έχουν πρόσβαση(απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, Τ-7/89, HerculesChemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1711, σκέψη 54· απόφαση τουΔικαστηρίου της 6ης Απριλίου 1995, C-310/93 P, BPB Industries και ΒritishGypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-865, σκέψη 25), μπορούσαν να είναιυπέρ αυτών. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι τα σημειώματα αυτά μπορούννα χρησιμεύσουν για να εξακριβωθεί αν υφίσταται, εν προκειμένω, κατάχρησηεξουσίας. Πάντως, με την προσφυγή τους, οι προσφεύγοντες δεν θεώρησαν καναπαραίτητο να διατυπώσουν λόγο ακυρώσεως ο οποίος να αντλείται από τηνκατάχρηση εξουσίας για να αποδείξουν την έλλειψη νομιμότητας της επίδικηςαποφάσεως.

  221. Υπό τις συνθήκες αυτές, και το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει νααπορριφθεί.

  222. Για τους ίδιους λόγους, η αίτηση της 9ης Ιουλίου 1996 των προσφευγόντων μεσκοπό να ληφθούν αποδεικτικά μέτρα ή μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας (βλ.ανωτέρω σκέψη 28) δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

  223. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος, που αντλείται από την παράβαση των δικαιωμάτωνάμυνας, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

    Πέμπτος λόγος ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  224. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παραβίασε το άρθρο 190 τηςΣυνθήκης. Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποχρεούνταν να τηρήσει ιδιαίτερα τηνυποχρέωση αιτιολογίας λόγω του γεγονότος ότι για πρώτη φορά αντιμετώπιζε τοπρόβλημα του συμβιβαστού ενός συστήματος πιστοποιήσεως προς τουςκοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ούτε τιςδιατυπωθείσες από τους προσφεύγοντες κατά τη διάρκεια της διοικητικήςδιαδικασίας παρατηρήσεις. Οι προσφεύγοντες φρονούν συγκεκριμένα ότι ηΕπιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς τα ακόλουθα σημεία: τον χαρακτηρισμό τουSCK ως επιχειρήσεως υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, τηςΣυνθήκης καθώς και το γεγονός ότι οι επικρινόμενες πρακτικές του SCK και τηςFNK περιορίζουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν τις ανταλλαγές μεταξύ κρατώνμελών.

  225. Η Επιτροπή δεν απαντά συγκεκριμένα στον λόγο αυτό.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  226. Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως ατομικής αποφάσεως έχειως σκοπό να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίζειαν η απόφαση αυτή είναι βάσιμη ή, ενδεχομένως, πάσχει ελαττωμάτων που τουεπιτρέπουν να αμφισβητήσει την ισχύ της και να επιτρέψει στον κοινοτικό δικαστήνα ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως. Το περιεχόμενο τηςυποχρεώσεως αυτής εξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και τουπλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση τουΔικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής,Συλλογή 1990, σ. Ι-395, σκέψη 15· απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουνίου1997, Τ-504/93, Tiercé Ladbroke κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθείστη Συλλογή, σκέψη 149). Συγκεκριμένα, η Επιτροπή πρέπει να αναπτύξει τησυλλογιστική της με σαφήνεια όταν, στο πλαίσιο της πρακτικής της λήψεωςαποφάσεων, λαμβάνει απόφαση η οποία βαίνει σημαντικά πέραν τωνπροηγουμένων αποφάσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1975,73/74, Papier Peints κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 457, σκέψη 31).

  227. Κατ' αρχάς, όσον αφορά τη φερόμενη αναγκαιότητα ιδιαίτερης αιτιολογίας ενπροκειμένω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, μολονότι λαμβάνει θέση στοδιατακτικό της επίδικης αποφάσεως μόνον ως προς την απαγόρευση μισθώσεωςκαι το σύστημα συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού, υποδεικνύειωστόσο ποια κριτήρια πρέπει να πληροί το σύστημα πιστοποιήσεως — ελευθερία,ανεξαρτησία, διαφάνεια και αποδοχή ισοδύναμων εγγυήσεων άλλων συστημάτων— για να μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με το άρθρο 85, παράγραφος 1, τηςΣυνθήκης (σημείο 23 των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως). Οιπροσφεύγοντες δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι όσον αφορά τις αναφερόμενεςστο διατακτικό της επίδικης αποφάσεως παραβάσεις (απαγόρευση μισθώσεως καισύστημα συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού), η απόφαση βαίνεισημαντικά πέραν των προηγουμένων αποφάσεων της Επιτροπής. Εν πάσηπεριπτώσει, η Επιτροπή εξέθεσε λεπτομερώς, στην επίδικη απόφαση, γιατί τοσύστημα των συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού και η απαγόρευση τηςμισθώσεως συνιστούν παραβάσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης(σημεία 20 έως 31 των αιτιολογικών σκέψεων) και γιατί δεν μπορεί να χορηγηθείαπαλλαγή στις πρακτικές αυτές βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης (σημεία 32 έως 39). Ομοίως, η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς τους λόγουςγια τους οποίους θεωρεί το SCK ως επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης (σημείο 17).

  228. Ως προς το επιχείρημα ότι η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη τις διατυπωθείσεςαπό τους προσφεύγοντες παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της διοικητικήςδιαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει τουάρθρου 190 της Συνθήκης, να αναφέρει τα πραγματικά στοιχεία στα οποίαστηρίζεται η αιτιολογία της αποφάσεως και τα νομικά στοιχεία που την οδήγησανστη λήψη της αποφάσεως αυτής, η διάταξη αυτή δεν υποχρεώνει την Επιτροπή νααναλύσει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διάρκειατης διοικητικής διαδικασίας (προαναφερθείσες αποφάσεις BAT και Reynoldsκατά Επιτροπής, σκέψη 72, και Tiercé Ladbroke κατά Επιτροπής, σκέψη 150).Εξάλλου, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι η Επιτροπήπαρέλειψε να λάβει υπόψη ουσιώδες στοιχείο ανακύψαν κατά τη διοικητικήδιαδικασία (βλ. προαναφερθείσα υπόθεση Publishers Association κατά Επιτροπής,σκέψεις 41 και 42).

  229. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 190της Συνθήκης δεν είναι βάσιμος.

  230. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα αιτήματα περί ακυρώσεωςτης επίδικης αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν.

    3. Επί των επικουρικών αιτημάτων που σκοπούν την ακύρωση ή τη μείωση τωνπροστίμων

  231. Οι προσφεύγοντες επικαλούνται τρεις λόγους προς στήριξη των επικουρικώναιτημάτων τους τα οποία σκοπούν την ακύρωση ή τη μείωση των προστίμων. Οπρώτος λόγος αντλείται από την παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, τουκανονισμού 17, ο δεύτερος από την προσβολή της αρχής της αναλογικοτητας καιο τρίτος από την παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης.

    Πρώτος λόγος: παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  232. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι δεν δικαιολογείται η επιβολή προστίμου.Φρονούν ότι η διαπίστωση, στο σημείο 44 των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικηςαποφάσεως, σύμφωνα με την οποία «η FNK και το SCK δεν είναι δυνατόν να μηνείχαν επίγνωση του γεγονότος ότι η καταγγελθείσα συμπεριφορά είχε ωςαντικείμενο ή τουλάχιστον ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού» δενείναι ακριβής.

  233. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το SCK γνώριζε το αντικείμενο ή τουλάχιστον τοπλήττον τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα της απαγορεύσεως μισθώσεως, αφενός,διότι το συμβούλιο πιστοποιήσεως είχε αναγνωρίσει ότι η απαγόρευση αυτήαποτελεί το μοναδικό μέσον διαφυλάξεως της συνοχής του συστήματοςπιστοποιήσεως και, αφετέρου, γιατί η ίδια η Επιτροπή είχε αναγνωρίσει, στουπόμνημά της αντικρούσεως στην υπόθεση Τ-213/95, το περίπλοκο της υποθέσεωςαυτής τόσο από εννοιολογικής απόψεως όσο και από απόψεως πολιτικής τουανταγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, με προηγούμενη απόφαση, η Επιτροπήδέχθηκε ότι το γεγονός ότι δεν είχε λάβει ποτέ πριν θέση σε ένα συγκεκριμένοείδος παραβάσεως είναι επαρκής λόγος για τη μη επιβολή προστίμων [απόφαση88/501/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1988, σχετικά με διαδικασίαεφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.043 — Tetra Pak I(άδεια BTG)) (EE L 272, σ. 27, στο εξής: απόφαση 88/501)].

  234. ΄Οσον αφορά την FNK, οι προσφεύγοντες αναφέρουν, καθόσον τίθενται υπόαμφισβήτηση οι συνιστώμενες τιμές, το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4087/88της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 1988 για την εφαρμογή του άρθρου 85,παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών franchise (ΕΕ L 359,σ. 46, στο εξής: κανονισμός 4087/88) και το άρθρο 1, παράγραφος 1, τουκανονισμού (ΕΟΚ) 1534/91 του Συμβουλίου της 31ης Μαΐου 1991, σχετικά με τηνεφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίεςσυμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα τωνασφαλίσεων (ΕΕ L 143, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1534/91) καθώς και τηναπόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 1986, 161/84, Pronuptia (Συλλογή1986, σ. 353), από τις οποίες προκύπτει ότι μόνον η εφαρμογή των συνιστωμένωντιμών, οι οποίες δεν είναι υποχρεωτικές, δεν μπορεί να θεωρείται αντίθετη προςτο κοινοτικό δίκαιο. Στο μέτρο που η κατάρτιση των τιμών διακανονισμού μπορείνα αποδοθεί στην FNK, η FNK μπορούσε ευλόγως να αγνοεί ότι η πρακτική αυτήσυνιστά παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεδομένου ότιη Επιτροπή είχε ήδη εγκρίνει, δύο φορές, παρεμφερή καθεστώτα διακανονισμούστον τραπεζικό τομέα [απόφαση 87/103 και 89/512/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 19ηςΙουλίου 1989, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ(IV/31.499 — Ολλανδικές τράπεζες) (ΕΕ L 253, σ. 1)].

  235. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί να θεωρηθείότι μια παράβαση διαπράχθηκε εκ προθέσεως, δεν είναι απαραίτητο η επιχείρησηνα είχε επίγνωση ότι παρέβαινε την απαγόρευση του άρθρου 85. Αρκεί το ότι δενμπορούσε να αγνοεί ότι η επίμαχη συμπεριφορά είχε ως αντικείμενο τονπεριορισμό του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1989,249/86, Belasco κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2117, σκέψη 41). Τέτοιακατάσταση δημιουργήθηκε στους προσφεύγοντες. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τηνFNK, η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω ότι δεν μπορεί να επικαλείται τηνπροαναφερθείσα απόφαση Pronuptia, τους κανονισμούς 4087/88 και 1534/91 ή τηνπρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής στον τραπεζικό τομέα, που αφορούν,ελεύθερα καθεστώτα τιμών, ενώ, εν προκειμένω, οι συνιστώμενες τιμές και τιμέςδιακανονισμού είναι υποχρεωτικές και εφαρμοστέες στους πελάτες.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  236. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι παραβάσεις των κανόνων τουανταγωνισμού, για τις οποίες μπορεί να επιβάλλεται ποινή, είναι αυτές οι οποίεςδιαπράττονται εκ προθέσεως ή εξ αμελείας και ότι αρκεί, επ' αυτού, το γεγονόςότι ο δράστης τους δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η συμπεριφορά του επρόκειτο ναέχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού (βλ. την απόφαση τουΠρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1994, Τ-43/92, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής,Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-441, σκέψη 142, και την παρατιθέμενη νομολογία).

  237. Τα επιχειρήματα του SCK ότι αγνοούσε ότι η απαγόρευση μισθώσεως συνιστάπεριορισμό του ανταγωνισμού δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Πρώτον, ο φάκελοςδεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου το συμβούλιο πιστοποιήσεωςεπιβεβαίωσε ότι η απαγόρευση μισθώσεως αποτελεί το μοναδικό μέσον για ναπληρούται η προϋπόθεση συνοχής του συστήματος πιστοποιήσεως του σημείου 2.5των κριτηρίων του εν λόγω συμβουλίου για τη χορήγηση αδείας. Η τελική έκθεσητης 22ας Απριλίου 1992 του συμβουλίου πιστοποιήσεως στο οποίο αναφέρονταιοι προσφεύγοντες διαπιστώνει μόνον ότι το SCK δεν πληροί πλέον το κριτήριοαυτό μετά την ανάκληση της απαγορεύσεως μισθώσεως κατόπιν της αποφάσεωςπερί ασφαλιστικών μέτρων του εθνικού δικαστηρίου, χωρίς να προβλέπειεναλλακτική λύση [«Διαπιστώνεται ότι το SCK, δίνοντας συνέχεια στη δικαστικήαπόφαση, κατάργησε την εν λόγω διάταξη (απαγόρευση μισθώσεως), αλλά δενπροβλέπει ακόμα άλλη διάταξη πληρούσα τον βασικό στόχο: δηλαδή ότι, ότανχρησιμοποιεί γερανούς άλλων επιχειρήσεων, να διασφαλίζεται ότι και αυτοί οιγερανοί πληρούν τις προϋποθέσεις. ΄Ετσι, το SCK παραβιάζει την προϋπόθεση τουσημείου 2.5 των κριτηρίων χορηγήσεως αδείας»].

  238. Δεύτερον, ούτε το ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει το περίπλοκο της υποθέσεως δενσυνιστά δικαιολογία της «άγνοιας» του SCK. Πράγματι, είναι αδιανόητο ότι τοSCK μπόρεσε να θεωρήσει ότι η απαγόρευση της μισθώσεως, που προσβάλλει τηνελευθερία των πιστοποιημένων επιχειρήσεων να συνάπτουν συμβάσεις και θίγειτις μη πιστοποιημένες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να επιφέρει περιορισμό τουανταγωνισμού στην αγορά και να θέτει προβλήματα υπό το πρίσμα του κοινοτικούδικαίου του ανταγωνισμού.

  239. Τρίτον, η απόφαση της Επιτροπής να μην επιβάλλει πρόστιμο με την απόφαση88/501 λόγω της σχετικά νέας φύσεως των διαπιστωθεισών παραβάσεων δενχορηγεί «ασυλία» στις διαπράττουσες παραβάσεις επιχειρήσεις στις οποίες ηΕπιτροπή δεν έχει επιβάλλει προηγουμένως κυρώσεις. Πράγματι, σ' αυτό τοιδιαίτερο πλαίσιο κάθε υποθέσεως η Επιτροπή, κατά την άσκηση της εξουσίας τηςεκτιμήσεως, αποφασίζει περί της σκοπιμότητας επιβολής προστίμου για ναεπιβάλει κύρωση ση διαπιστωθείσα παράβαση και να διατηρήσει τηναποτελεσματικότητα του δικαίου του ανταγωνισμού. Συναφώς, διαπιστώνεται ότιοι προσφεύγοντες δεν μπορούν να αγνοούν τα πλήττοντα τον ανταγωνισμόαποτελέσματα της απαγορεύσεως μισθώσεως που εφαρμόζεται στο πλαίσιο μηελευθέρου συστήματος πιστοποιήσεως, το οποίο δεν προβλέπει την αποδοχήισοδυνάμων εγγυήσεων άλλων συστημάτων.

  240. ΄Οσον αφορά την FNK, το σύστημα των συνιστωμένων τιμών και τιμώνδιακανονισμού έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα (βλ. ανωτέρω σκέψη 159 έως 164)και το σύστημα αυτό αφορά όχι μόνο τις σχέσεις μεταξύ των μελών της FNK(τιμές διακανονισμού) αλλά και τις σχέσεις μεταξύ αυτών και των κυρίων τωνέργων (συνιστώμενες τιμές). Λόγω των χαρακτηριστικών αυτών, η παρούσαυπόθεση διαφοροποιείται ριζικώς από τις εξετασθείσες στην προαναφερθείσααπόφαση Pronuptia περιπτώσεις, στον κανονισμό 4087/88 και στον κανονισμό1534/91 όπως τέθηκε σε εφαρμογή με τον κανονισμό 3932/92, και στην πρακτικήλήψεως αποφάσεων της Επιτροπής στον τραπεζικό τομέα, που αναφέρουν οιπροσφεύγοντες (βλ. ανωτέρω σκέψη 234). Προστίθεται ότι το σύστημα τωνσυνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού σκοπεί στην αύξηση των τιμών στηναγορά (βλ. ανωτέρω σκέψεις 163 και 164). Υπό τις συνθήκες αυτές, αποκλείεταιη FNK να αγνοούσε ότι το σύστημά της συνιστωμένων τιμών και τιμώνδιακανονισμού θα επέφερε περιορισμό του ανταγωνισμού.

  241. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

    Δεύτερος λόγος: προσβολή της αρχής της αναλογικότητας

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  242. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή στοσημείο 45 των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως για τον καθορισμότου ύψους του προστίμου δεν είναι λυσιτελή. Κατ' αρχάς, το ύψος του προστίμουδεν είναι ανάλογο με τη φερόμενη διατάραξη της κοινής αγοράς της εκμισθώσεωςγερανών. Στη συνέχεια, η Επιτροπή κακώς θεωρεί ότι το SCK και η FNKσυνδέονται με στενούς δεσμούς και, υπολογιζόμενοι από κοινού,αντιπροσωπεύουν μόνο το 40 % των ενεργών επιχειρήσεων στην αγορά καισυνεπώς δεν κατέχουν σημαντικό τμήμα της αγοράς εκμισθώσεως γερανών.Τέλος, η FNK διατήρησε ηθελημένα την απορρέουσα από την εκτέλεση τηςδιατάξεως της 11ης Φεβρουαρίου 1992 κατάσταση, παρά την κατόπιν εφέσεωςακύρωσή της της 9ης Ιουλίου 1992. Τέτοια συμπεριφορά, δικαιολογούσα τη μηεπιβολή προστίμου [απόφαση 79/934/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου1979, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ(IV/20.021 — BP Kemi — DDSF) (ΕΕ L 286, σ. 32)], συνιστά εν πάση περιπτώσειεπαρκή λόγο για σημαντική μείωση του προστίμου.

  243. Επιπλέον, τα ποσά των προστίμων είναι υπερβολικά, εφόσον η FNK και το SCKδεν διαθέτουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα για την καταβολή τους. Στην περίπτωσητου SCK, η βραχεία διάρκεια της παραβάσεως [απόφαση 75/75/ΕΟΚ τηςΕπιτροπή, της 19ης Δεκεμβρίου 1974, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής τουάρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/28.851 — General Motors Continental) (EE L29, σ. 14)] καθώς και το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε ποτέ τηνεφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στα συστήματα πιστοποιήσεως (απόφασητου Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1991, C-62/86, AKZO κατά Επιτροπής, Συλλογή1991, σ. Ι-3359, σκέψη 163) συνιστούν ελαφρυντικά στοιχεία που δικαιολογούνμείωση του επιβληθέντος προστίμου. Στην περίπτωση της FNK, η Επιτροπή δενέχει δικαίωμα να λάβει υπόψη τους κύκλους εργασιών των μελών της για τονκαθορισμό του προστίμου, εφόσον η επίδικη απόφαση απευθυνόταν στην ένωσηκαι όχι στα μέλη ατομικώς. Τέλος, η υπέρβαση εκ μέρους της Επιτροπής στηδιοικητική διαδικασία, κατά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΑΔ, της εύλογηςπροθεσμίας για τη λήψη αποφάσεως πρέπει να καταλήξει σε μείωση τουεπιβληθέντος προστίμου.

  244. Με τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως, οι προσφεύγοντεςαναφέρονται και πάλι στην απόφαση 96/438/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου1996, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ(IV/34.983 — FENEX) (EE L 181, σ. 28, στο εξής: απόφαση 96/438), με την οποίαη Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο μόνο 1 000 ECU, ενώ η διαπιστωθείσα παράβασηείχε παρεμφερή χαρακτηριστικά με την φερόμενη ως διαπραχθείσα από την FNKπαράβαση.

  245. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότιδεν διαταράχθηκε η κοινοτική αγορά. Οι δύο προσφεύγοντες, από κοινού,κατέχουν σημαντικό τμήμα της ολλανδικής αγοράς. Στη συνέχεια, το σύστημασυνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού υπήρχε πλέον των δέκα ετών τηστιγμή που η FNK το κατήργησε μετά τη διάταξη περί ασφαλιστικών μέτρων τουπροέδρου του Arrondissementsrechtbank te Utrecht της 11ης Φεβρουαρίου 1992.΄Οσον αφορά το ύψος των προστίμων, δεν είναι υπερβολικό, εφόσον ο κύκλοςεργασιών των αντιστοίχων μελών των προσφευγόντων ανέρχεται σε ποσό πλέοντων 200 εκατομμυρίων ECU. ΄Εχει ληφθεί υπόψη η σχετικά βραχεία διάρκεια τηςπαραβάσεως όσον αφορά το SCK. Τέλος, δεν υφίσταται καμία προσβολή τουάρθρου 6 της ΕΣΑΔ.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  246. Κατά πάγια νομολογία, το ύψος του προστίμου πρέπει να κλιμακώνεται σεσυνάρτηση προς τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε η παράβαση καιπρος τη βαρύτητά της, η δε εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως, προς τονσκοπό του καθορισμού του ύψους του προστίμου, πρέπει να γίνεται λαμβανομένηςυπόψη ιδίως της φύσεως των περιορισμών που επιβάλλονται στον ανταγωνισμό(βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1994, Τ-77/92, Parker Pen κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-549, σκέψη 92).

  247. Στο σημείο 45 των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπήεκτίμησε τη βαρύτητα των παραβάσεων για να καθορίσει το ύψος τωνεπιβαλλομένων στους προσφεύγοντες προστίμων. Κατ' αρχάς, θεώρησε ότι τοσύστημα τιμών της FNK και η απαγόρευση μισθώσεως του SCK «ελέγχουν ήπεριορίζουν τεχνητά την ολλανδική αγορά εκμισθώσεως γερανών και, ως εκτούτου, στρεβλώνουν την κοινοτική αγορά εκμισθώσεως γερανών». Στη συνέχεια,έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες, «οι οποίοι συνδέονται με στενούςδεσμούς συγκεντρώνουν έναν αριθμό επιχειρήσεων οι οποίες κατέχουν απόκοινού σημαντικό τμήμα της αγοράς εκμισθώσεως γερανών» και ότι «οιπεριορισμοί άρθηκαν μόνο μετά από σχετική δικαστική απόφαση».

  248. Επειδή η λυσιτέλεια των στοιχείων αυτών εκτιμήσεως της βαρύτητας τωνπαραβάσεων δεν θέτει καμία αμφιβολία, πρέπει να εξεταστεί η ουσιαστικήακρίβεια των αντιστοίχων διαπιστώσεων.

  249. ΄Εχει ήδη επισημανθεί ότι η απαγόρευση μισθώσεως του SCK και το σύστημασυνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού της FNK παραβιάζουν το άρθρο 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η συνδεόμενη με μηεντελώς ελεύθερο σύστημα πιστοποιήσεως, που δεν προβλέπει την αποδοχήισοδυνάμων εγγυήσεων άλλων συστημάτων, απαγόρευση μισθώσεως περιορίζειτις ανταγωνιστικές δυνατότητες των μη πιστοποιημένων επιχειρήσεων και ιδίωςτων μη ολλανδικών επιχειρήσεων. Εξάλλου, το σύστημα τιμών της FNK περιορίζειουσιαστικά τον ανταγωνισμό μεταξύ των μελών της ενώσεως αυτής. Οι επίδικεςπρακτικές του FNK και του SCK διατάραξαν επομένως σημαντικά την κοινήαγορά της εκμισθώσεως γερανών. ΄Οσον αφορά τους δεσμούς μεταξύ FNK καιSCK, οι ίδιοι οι προσφεύγοντες επιβεβαιώνουν με την προσφυγή τους «ότι όσεςεπιχειρήσεις είναι μέλη της FNK, είναι περίπου και μέλη του SCK και ότι, ως επίτο πλείστον, πρόκειται για τις ίδιες». Η Επιτροπή δεν διέπραξε περαιτέρω κανένασφάλμα κρίνοντας ότι τα μέλη της FNK και οι πιστοποιημένες από το SCKεπιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα της αγοράς εκμισθώσεωςγερανών. Η Επιτροπή έκρινε με την επίδικη απόφαση ότι η FNK και το SCKαντιπροσωπεύουν το 78 ή το 51 % της ολλανδικής αγοράς της εκμισθώσεωςγερανών (σημείο 6 των αιτιολογικών σκέψεων). Το 51 % προεβλήθη εξάλλου απότους ίδιους τους προσφεύγοντες κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.΄Ετσι, στο σημείο 26 της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της21ης Οκτωβρίου 1994, οι προσφεύγοντες, αμφισβητώντας το προβληθέν από τηνΕπιτροπή 75 %, επιβεβαίωσαν ότι τα μέλη της FNK κατείχαν από κοινού, στις 31Δεκεμβρίου 1993, 1 544 κινητούς γερανούς επί συνόλου 3 000 περίπου κινητώνγερανών στον τομέα της εκμισθώσεως γερανών, ήτοι το 51 % της αγοράς. Υπό τιςσυνθήκες αυτές, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η FNK και το SCK,που κατ' ουσίαν συγκεντρώνουν τις ίδιες επιχειρήσεις, κατέχουν «μόνον» το 40 %της ολλανδικής αγοράς εκμισθώσεως γερανών, πρέπει να απορριφθεί. Εν πάσηπεριπτώσει, το 40 % της αγοράς αντιπροσωπεύει σημαντικό τμήμα της ολλανδικήςαγοράς εκμισθώσεως γερανών. Στη συνέχεια, η FNK δεν μπορεί να ισχυρίζεται,για να επιτύχει ακύρωση ή μείωση του προστίμου, ότι διατήρησε την απορρέουσααπό την εκτέλεση της διατάξεως της 11ης Φεβρουαρίου 1992 κατάσταση, παρά τηνκατ' έφεση ακύρωση της 9ης Ιουλίου 1992. Εφόσον το πρόστιμο δεν καλύπτει τηχρονική περίοδο μέχρι τις 6 Φεβρουαρίου 1992 (σημείο 46 των αιτιολογικώνσκέψεων της επίδικης αποφάσεως), η μη εφαρμογή από την FNK του συστήματόςτης συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού μετά τις 11 Φεβρουαρίου 1992δεν είναι, πράγματι, λυσιτελής για την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεωςόσον αφορά την προηγούμενη της 6ης Φεβρουαρίου 1992 περίοδο.

  250. ΄Οσον αφορά τον λόγο που αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος1, της ΕΣΑΔ, υπενθυμίζεται ότι δεν είναι βάσιμος (βλ. ανωτέρω σκέψεις 53έως 70). Το επιχείρημα που σκοπεί τη μείωση του προστίμου λόγω της φερομένηςπροσβολής της αρχής τηρήσεως της εύλογης προθεσμίας δεν μπορεί συνεπώς ναγίνει δεκτό.

  251. Οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να αντλούν επίχειρημα ούτε από την απόφαση96/438. Πράγματι, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι οι προταθείσες από τηFENEX τιμές ήταν τιμές εντελώς ενδεικτικές. Επομένως, δεν πρόκειται γιακαθεστώς τιμών, το οποίο, όπως εν προκειμένω, επιβάλλεται στα μέλη τηςενώσεως δυνάμει υποχρεώσεως τηρήσεως αποδεκτών τιμών (βλ. ανωτέρω σκέψεις159 έως 164). Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι, αντίθετα προς την FNK (διάταξηπερί ασφαλιστικων μέτρων της 11ης Φεβρουαρίου 1992 του προέδρου τουArrondissementrsrechtbank te Utrecht· βλ. ανωτέρω σκέψη 8), εθνικό δικαστήριοή άλλη δημόσια αρχή δεν επέβαλε στη FΕΝΕΧ να παύσει τις πρακτικές τηςδημοσιεύσεως τιμών. Περαιτέρω, η FΕΝΕΧ είχε ήδη παύσει εκουσίως τηδημοσίευση συνιστωμένων τιμών πριν από την έναρξη της κατ' αυτής διαδικασίαςεκ μέρους της Επιτροπής αυτεπαγγέλτως, και όχι κατόπιν καταγγελίας.

  252. ΄Οσον αφορά τη φερομένη προσβολή της αρχής της αναλογικότητας ως προς τούψος των προστίμων σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα των προσφευγόντων,υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο γενικός όρος «παράβαση» πουχρησιμοποιείται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 καλύπτει, χωρίςδιάκριση, τις συμφωνίες, τις εναρμονισμένες πρακτικές και τις αποφάσειςενώσεων επιχειρήσεων και ότι η χρήση του δείχνει ότι τα ανώτατα όρια πουπροβλέπει η διάταξη αυτή ισχύουν εξίσου αφενός για τις συμφωνίες και τιςεναρμονισμένες πρακτικές και αφετέρου για τις αποφάσεις ενώσεωνεπιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιώνπρέπει να υπολογίζεται σε σχέση με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιεί κάθεμία από τις επιχειρήσεις που μετέχουν στις επίμαχες συμφωνίες καιεναρμονισμένες πρακτικές ή το σύνολο των επιχειρήσεων που είναι μέλη τωνενώσεων επιχειρήσεων, τουλάχιστον εφόσον είναι δυνατή, κατά τους εσωτερικούςκανόνες λειτουργίας της ενώσεως, η γένεση ευθύνης των μελών της. Το βάσιμοτης αναλύσεως αυτής επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι κατά τον καθορισμό τουύψους των προστίμων μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η επιρροήπου άσκησε η επιχείρηση επί της αγοράς, λόγω κυρίως του μεγέθους της και τηςοικονομικής ισχύος της, σχετικά με τα οποία παρέχει ενδείξεις ο κύκλος εργασιώντης επιχειρήσεως (προαναφερθείσες αποφάσεις CΒ και Europay κατά Επιτροπής,σκέψεις 136 και 137, και SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 385).

  253. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η FNK είναι ένωση επιχειρήσεων (σημείο8 της κοινοποιήσεως της FNK). Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 6 του καταστατικούτης, η ένωση μπορεί να επιβάλει υποχρεώσεις στα μέλη της. Οι προσφεύγοντεςδεν μπορούν συνεπώς να υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα ναλάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών των μελών της FNK για τον καθορισμό τουύψους του επιβληθησομένου στην ένωση αυτή προστίμου.

  254. ΄Οσον αφορά, πάντως, το επιβληθέν στο SCK πρόστιμο, διαπιστώνεται ότι ηΕπιτροπή ορθώς χαρακτήρισε το SCK ως επιχείρηση με την επίδικη απόφαση(σημείο 17 των αιτιολογικών σκέψεων) και όχι ως ένωση επιχειρήσεων. Υπό τιςσυνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν έχει δικαίωμα να λάβει υπόψη τον κύκλοεργασιών των πιστοποιημένων επιχειρήσεων για να δικαιολογήσει το ύψος τουπροστίμου. Από τον ετήσιο ισολογισμό του 1994 του SCK προκύπτει ότι ο κύκλοςεργασιών του ανέρχεται σε 608 231 ολλανδικά φιορίνια (HFL), ήτοι το αντίστοιχο288 750 περίπου ECU. Μολονότι η Επιτροπή τήρησε το ανώτατο όριο του άρθρου15, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 17, προκύπτει ότι το επιβληθέν στοSCK πρόστιμο 300 000 ECU, το οποίο υπερβαίνει το σύνολο του κύκλου εργασιώνπου πραγματοποίησε το SCK κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε τηςεκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, είναι δυσανάλογο.

  255. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο κρίνει, κατά την άσκηση της πλήρουςδικαιοδοσίας του, ότι δικαιολογείται να μειώσει σε 100 000 ECU το ύψος τουπροστίμου αυτού.

    Τρίτος λόγος: παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης

    Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

  256. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε, αφήνοντας χάσματαστην αιτιολογία της, το ύψος του προστίμου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ηςΙουλίου 1970, 45/69, Boehringer Mannheim κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 461, της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73, 55/73, 56/73,111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975,σ. 507, σκέψη 612, και της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80, 101/80, 102/80 και 103/80,Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825,σκέψη 120).

  257. Η Επιτροπή αναφέρεται στα σημεία 45 και 46 των αιτιολογικών σκέψεων τηςεπίδικης αποφάσεως.

    Κρίση του Πρωτοδικείου

  258. Υπενθυμίζεται ότι σκοπός της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των βλαπτικώναποφάσεων είναι να παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκεί τον έλεγχονομιμότητας των αποφάσεων αυτών και στους ενδιαφερομένους τις αναγκαίεςενδείξεις για να γνωρίζουν αν οι αποφάσεις είναι ή όχι βάσιμες (βλ.προπαρατεθείσα στη σκέψη 226 ανωτέρω νομολογία και απόφαση τουΠρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, Τ-150/89, Martinelli κατά Επιτροπής,Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1165, σκέψη 65).

  259. Στο σημείο 44 των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπήθεώρησε ότι οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να αγνοούν ότι οι επικριθείσεςεμπορικές πρακτικές είχαν ως αντικείμενο ή τουλάχιστον ως αποτέλεσμα τονπεριορισμό του ανταγωνισμού. Στα σημεία 45 και 46, η Επιτροπή εκτίμησεαντιστοίχως τη βαρύτητα και τη διάρκεια των παραβάσεων προκειμένου νακαθορίσει το ύψος του επιβληθησομένου στους προσφεύγοντες προστίμου. Τα δύοτελευταία αυτά σημεία παρέχουν στους προσφεύγοντες επαρκείς ενδείξεις για ναγνωρίζουν αν τα πρόστιμα που τους επεβλήθησαν είναι ή όχι δικαιολογημένα καιεπιτρέπουν στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας.

  260. Συνεπώς, ο τρίτος αυτός λόγος δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

  261. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα αιτήματα ακυρώσεως τωνπροστίμων πρέπει να απορριφθούν· πρέπει δε να μειωθεί μόνον το επιβληθέν στοSCK πρόστιμο.

    Επί των δικαστικών εξόδων

  262. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείςδιάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.Πάντως, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ιδίου αυτού άρθρου, το Πρωτοδικείομπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει ταδικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Εν προκειμένω,οι διάδικοι ηττήθησαν στο σύνολο των αιτημάτων τους στην υπόθεση Τ-213/95, σταβασικά τους αιτήματα και στο ουσιώδες μέρος των επικουρικών αιτημάτων τουςστην υπόθεση Τ-18/96. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 87, παράγραφος 3, τουΚανονισμού Διαδικασίας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Συνεπώς, οιπροσφεύγοντες καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα της καθής,περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Οιπροσφεύγοντες εξάλλου φέρουν τα δικαστικά έξοδα των παρεμβαινόντων.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)



    αποφασίζει:

    1. Εκδίδεται κοινή απόφαση στις υποθέσεις Τ-213/95 και Τ-18/96.

    2. Το επιβληθέν στο Stichting Certificatie Kraanverhuurbedrijf πρόστιμο μετο άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 95/551/ΕΚ της Επιτροπής,της 29ης Νοεμβρίου 1995, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής τουάρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (IV/34.179, 34.202, 34.216 — StichtingCertificatie Kraanverhuurbedrijf και Federatie van NederlandseKraanverhuurbedrijven), μειώνεται σε 100 000 ECU.

    3. Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις προσφυγές.

    4. Οι προσφεύγοντες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και τα έξοδα τηςΕπιτροπής περιλαμβανομένων και των εξόδων για τις διαδικασίεςασφαλιστικών μέτρων. Φέρουν επίσης τα έξοδα των παρεμβάντων.



LindhLenaerds
Azizi

            Cooke                    Jaeger

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22Οκτωβρίου 1997.

Ο Γραμματέας

H Πρόεδρος

H. Jung

P. Lindh

Περιεχόμενα
Ιστορικό των υποθέσεων και διαδικασία

II - 3

Αιτήματα των διαδίκων

II - 9

Επί της αγωγής αποζημιώσεως (υπόθεση Τ-213/95)

II - 11

    1. Επί της προβαλλομένης παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής

II - 11

        Πρώτος λόγος: παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΑΔ

II - 11

            Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 11

            Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 14

        Δεύτερος λόγος: προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου

II - 19

            Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 19

            Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 20

        Τρίτος λόγος: προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένηςεμπιστοσύνης

II - 20

            Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 20

            Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 21

        Τέταρτος λόγος ακυρώσεως: προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

II - 22

            Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 22

            Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 23

    2. Επί της αιτιώδους συναφείας

II - 24

        Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 24

        Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 24

Επί της προσφυγής περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου ή περί ακυρώσεως της αποφάσεως95/551 (υπόθεση Τ-18/96)

II - 26

    1. Επί των αιτημάτων περί διαπιστώσεως του ανυποστάτου της επίδικηςαποφάσεως

II - 26

        Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 26

        Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 27

    2. Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως

II - 28

        Πρώτος λόγος ακυρώσεως: παράβαση των άρθρων 3, 4, 6 και 9 τουκανονισμού 17

II - 28

            Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 28

            Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 29

        Δεύτερος λόγος ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, τηςΣυνθήκης

II - 29

            Επί του πρώτου σκέλους που αντλείται από τον εσφαλμένο χαρακτηρισμότου SCK ως επιχειρήσεως υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος1, της Συνθήκης

II - 29

                — Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 29

                — Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 30

            Επί του δευτέρου σκέλους το οποίο αντλείται, αφενός, από πλάνη περί τοδίκαιο σχετικά με την χρησιμοποίηση κριτηρίων διαφάνειας, ελευθερίας,ανεξαρτησίας και αποδοχής ισοδυνάμων εγγυήσεων άλλων συστημάτωνκατά την εκτίμηση του συμβιβαστού ενός συστήματος πιστοποιήσεως μετο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και, αφετέρου, από σφάλμαεκτιμήσεως της Επιτροπής επειδή θεώρησε ότι η απαγόρευσημισθώσεως είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό τουανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, τηςΣυνθήκης

II - 31

                — Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 31

                — Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 33

            Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από το ότι η Επιτροπή προέβη σεπεπλανημένη εκτίμηση επειδή θεώρησε ότι το σύστημα συνιστωμένωντιμών και τιμών διακανονισμού είχε ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τονπεριορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 85,παράγραφος 1, της Συνθήκης.

II - 39

                — Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 39

                — Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 41

                α) Το σύστημα των συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού

II - 41

                β) Η ευθύνη της FNK ως προς τον καθορισμό τιμών διακανονισμού

II - 44

            Επί του τετάρτου σκέλους το οποίο αντλείται από σφάλμα εκτιμήσεως τηςεπιδράσεως στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών

II - 45

                — Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 46

                — Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 46

        Τρίτος λόγος ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης

II - 48

            Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 48

                — ΄Οσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής περί χορηγήσεως απαλλαγήςστην απαγόρευση μισθώσεως του SCK

II - 48

                — ΄Οσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής περί χορηγήσεως απαλλαγήςστο σύστημα συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού

II - 49

            Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 51

                — ΄Οσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει απαλλαγή στηναπαγόρευση μισθώσεως του SCK

II - 51

                — ΄Οσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει απαλλαγή στοσύστημα συνιστωμένων τιμών και τιμών διακανονισμού

II - 56

        Τέταρτος λόγος ακυρώσεως: προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

II - 58

            Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 58

            Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 60

        Πέμπτος λόγος ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης

II - 61

            Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 61

            Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 61

    3. Επί των επικουρικών αιτημάτων που σκοπούν την ακύρωση ή τη μείωση τωνπροστίμων

II - 62

        Πρώτος λόγος: παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17

II - 63

            Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 63

            Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 64

        Δεύτερος λόγος: προσβολή της αρχής της αναλογικότητας

II - 65

            Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 65

            Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 67

        Τρίτος λόγος: παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης

II - 69

            Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

II - 69

            Κρίση του Πρωτοδικείου

II - 70


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.