Language of document : ECLI:EU:T:2020:97

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Μαρτίου 2020 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις που χορήγησε η Ισπανία υπέρ ορισμένων επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων – Εγγύηση – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά – Έμμεσος δικαιούχος – Καταλογισμός στο κράτος – Πλεονέκτημα – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή»

Στην υπόθεση T‑901/16,

Elche Club de Fútbol, SAD, με έδρα το Elche (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τις M. Segura Catalán και M. Clayton και τον J. Morant Vidal, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τη M. García‑Valdecasas Dorrego,

παρεμβαίνον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους G. Luengo και B. Stromsky και την P. Němečková,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης (ΕΕ) 2017/365 της Επιτροπής, της 4ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36387 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (πρώην 2013/CP) που χορήγησε η Ισπανία στη Valencia Club de Fútbol, SAD, στην Hércules Club de Fútbol, SAD και στην Elche Club de Fútbol, SAD (ΕΕ 2017, L 55, σ. 12),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, J. Schwarcz και Κ. Ηλιόπουλο, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιανουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα εταιρία, Elche Club de Fútbol, SAD, είναι επαγγελματικός ποδοσφαιρικός σύλλογος με έδρα το Elche, στην επαρχία του Αλικάντε (κοινότητα της Βαλένθια, Ισπανία).

2        Η Fundación Elche Club de Fútbol (στο εξής: Fundación Elche) είναι μη κερδοσκοπική οργάνωση με καταστατικό σκοπό την προώθηση και την άσκηση δραστηριοτήτων συνδεόμενων με τον αθλητισμό. Η πλειονότητα των μελών του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας ήταν επίσης μέλη του διοικητικού οργάνου της Fundación Elche.

3        Στις 17 Φεβρουαρίου 2011, το Instituto Valenciano de Finanzas (στο εξής: IVF), χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Generalitat Valenciana (Κυβέρνησης της Αυτόνομης Περιφέρειας της Βαλένθια, Ισπανία), παρέσχε υπέρ της Fundación Elche εγγύηση για δύο τραπεζικά δάνεια συνολικού ύψους 14 εκατομμυρίων ευρώ, το πρώτο, ύψους 9 εκατομμυρίων ευρώ, χορηγηθέν από την Caja de Ahorros del Mediterráneo και το δεύτερο, ύψους 5 εκατομμυρίων ευρώ, χορηγηθέν από τη Banco de Valencia, με σκοπό την απόκτηση ορισμένων μετοχών που εξέδωσε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αύξησης κεφαλαίου την οποία είχε αποφασίσει η τελευταία. Κατόπιν της αύξησης κεφαλαίου, η Fundación Elche κατείχε το 63,45 % των μετοχών της προσφεύγουσας.

4        Η εγγύηση κάλυπτε το 100 % του κεφαλαίου των δανείων, πλέον τόκων και εξόδων εγγυοδοσίας. Σε αντάλλαγμα, η Fundación Elche ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει στο IVF ετήσια προμήθεια εγγύησης ανερχόμενη σε 1 %. Περαιτέρω, ως αντεγγύηση, το IVF έλαβε ως ενέχυρο μετοχές της προσφεύγουσας τις οποίες είχε αποκτήσει η Fundación Elche. Η διάρκεια των υποκείμενων δανείων ήταν πενταετής. Ως επιτόκιο των υποκείμενων δανείων είχε οριστεί το «Euro Interbank Offered Rate» (Euribor) ενός έτους, προσαυξημένο κατά περιθώριο 3,5 %. Επιπλέον, προβλεπόταν προμήθεια δέσμευσης κεφαλαίου της τάξης του 0,5 %. Προβλεπόταν ότι η αποπληρωμή των εγγυημένων δανείων (κεφαλαίου και τόκων) επρόκειτο να πραγματοποιηθεί με την πώληση των μετοχών της προσφεύγουσας τις οποίες είχε αποκτήσει η Fundación Elche.

5        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πληροφορηθείσα την ύπαρξη εικαζόμενων κρατικών ενισχύσεων τις οποίες χορήγησε η Κυβέρνηση της Αυτόνομης Περιφέρειας της Βαλένθια υπό τη μορφή εγγυήσεων τραπεζικών δανείων υπέρ της Valencia Club de Fútbol, SAD, της Hércules Club de Fútbol, SAD και της προσφεύγουσας, κάλεσε το Βασίλειο της Ισπανίας, στις 8 Απριλίου 2013, να διατυπώσει παρατηρήσεις επί των πληροφοριών αυτών. Το τελευταίο της απάντησε στις 27 Μαΐου και στις 3 Ιουνίου 2013.

6        Με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή κοινοποίησε στο Βασίλειο της Ισπανίας την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2014, το Βασίλειο της Ισπανίας υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της απόφασης για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας.

7        Κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις και πληροφοριακά στοιχεία από το Βασίλειο της Ισπανίας, το IVF, τη Liga Nacional de Fútbol Profesional, τη Valencia Club de Fútbol και τη Fundaciόn Valencia.

8        Με την απόφαση (ΕΕ) 2017/365, της 4ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36387 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (πρώην 2013/CP) που χορήγησε η Ισπανία στη Valencia Club de Fútbol, SAD, στην Hércules Club de Fútbol, SAD και στην Elche Club de Fútbol, SAD (ΕΕ 2017, L 55, σ. 12, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η κρατική εγγύηση που παρέσχε το IVF στις 17 Φεβρουαρίου 2011 προς κάλυψη των δύο τραπεζικών δανείων που χορηγήθηκαν στη Fundación Elche με σκοπό την εγγραφή για αγορά μετοχών της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο της αύξησης του κεφαλαίου την οποία είχε αποφασίσει η τελευταία (στο εξής: επίμαχο μέτρο ή επίδικη εγγύηση), συνιστούσε παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση, ύψους 3 688 000 ευρώ (άρθρο 1). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διέταξε το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει την εν λόγω ενίσχυση από την προσφεύγουσα (άρθρο 2), η δε ανάκτηση έπρεπε να είναι «άμεση και πραγματική» (άρθρο 3).

9        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο του IVF είχε χρηματοδοτηθεί με κρατικούς πόρους και έπρεπε να καταλογιστεί στο Βασίλειο της Ισπανίας. Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε ότι δικαιούχος της ενίσχυσης ήταν η προσφεύγουσα και όχι η Fundación Elche, η οποία ενήργησε ως χρηματοδοτικό όχημα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του σκοπού του μέτρου ο οποίος συνίστατο στη διευκόλυνση της χρηματοδότησης της αύξησης κεφαλαίου της προσφεύγουσας. Ωστόσο, η χρηματοοικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας κατά τον χρόνο λήψης του μέτρου ήταν αυτή μιας προβληματικής επιχείρησης κατά την έννοια της παραγράφου 10, στοιχείο αʹ, καθώς και της παραγράφου 11 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 244, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση). Υπό το πρίσμα των κριτηρίων που καθορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων [107] και [108 ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2008, C 155, σ. 10, στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με τις εγγυήσεις), και λαμβανομένων υπόψη της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας καθώς και των όρων της κρατικής εγγύησης που της είχε χορηγηθεί, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υπήρχε αδικαιολόγητο πλεονέκτημα το οποίο μπορούσε να νοθεύσει ή απείλησε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και μπορούσε να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Εξάλλου, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, προσδιόρισε ποσοτικώς το στοιχείο ενίσχυσης που φέρεται ότι χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα, στηριζόμενη στο εφαρμοζόμενο επιτόκιο αναφοράς σύμφωνα με την ανακοίνωσή της σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ 2008, C 14, σ. 6, στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς), καθόσον δεν υπήρχε δυνατότητα ουσιαστικής σύγκρισης με παρεμφερείς συναλλαγές στην αγορά. Στο πλαίσιο του ποσοτικού προσδιορισμού της επίμαχης ενίσχυσης, η Επιτροπή θεώρησε ότι η αξία των μετοχών της προσφεύγουσας που είχαν ενεχυρασθεί στο IVF ως αντεγγύηση ήταν σχεδόν μηδενική. Τέλος, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά, ιδίως υπό το πρίσμα των αρχών και των προϋποθέσεων που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

11      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Φεβρουαρίου 2017, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να επιτύχει την αναστολή εκτέλεσης των άρθρων 2 έως 4 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον με αυτά διατάσσεται η ανάκτηση από την προσφεύγουσα της ενίσχυσης που φέρεται ότι της χορηγήθηκε.

12      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντίκρουσης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαρτίου 2017.

13      Με απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στο Βασίλειο της Ισπανίας να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας.

14      Η προσφεύγουσα κατέθεσε το υπόμνημα απάντησης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαΐου 2017.

15      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα ανταπάντησης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουνίου 2017.

16      Το Βασίλειο της Ισπανίας κατέθεσε το υπόμνημα παρέμβασης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 2017.

17      Η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρέμβασης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Ιουλίου 2017.

18      Η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρέμβασης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Σεπτεμβρίου 2017.

19      Με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2017, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι επιθυμούσε να αγορεύσει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

20      Με διάταξη της 15ης Μαΐου 2018, Elche Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T‑901/16 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:268), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που αφορούσε την ανάκτηση της ενίσχυσης από την προσφεύγουσα και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

21      Με έγγραφα της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Οκτωβρίου 2018, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε γραπτές ερωτήσεις στο σύνολο των διαδίκων, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του, στις οποίες οι διάδικοι απάντησαν στις 20 και 21 Νοεμβρίου 2018.

22      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που την αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

23      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

24      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

25      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν:

–        ο πρώτος, πλάνη εκτίμησης και έλλειψη αιτιολογίας κατά τον προσδιορισμό της ενίσχυσης και του δικαιούχου·

–        ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ και έλλειψη αιτιολογίας, διαρθρώνεται δε σε πέντε σκέλη τα οποία αφορούν μη συνδρομή των προϋποθέσεων σχετικά με τη δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος, την ύπαρξη πλεονεκτήματος, τον επιλεκτικό χαρακτήρα του εν λόγω πλεονεκτήματος, την ύπαρξη στρέβλωσης του ανταγωνισμού και την ύπαρξη επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών·

–        ο τρίτος, παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον ποσοτικό προσδιορισμό της ενίσχυσης και του προς ανάκτηση ποσού·

–        ο τέταρτος, επικουρικώς προβαλλόμενος, παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της ενίσχυσης.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά πλάνη εκτίμησης και έλλειψη αιτιολογίας κατά τον προσδιορισμό της ενίσχυσης και του δικαιούχου

26      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, προβάλλει ότι η Επιτροπή ούτε αιτιολόγησε ούτε τεκμηρίωσε επαρκώς κατά νόμο τη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ήταν η δικαιούχος της επίμαχης ενίσχυσης.

27      Προκαταρκτικώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους ήρθησαν οι αμφιβολίες της περί της ιδιότητας της Fundación Elche ως δικαιούχου του μέτρου, αμφιβολίες που είχε διατυπώσει με την απόφασή της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας.

28      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν απέδειξε την ύπαρξη νομικής σύνδεσης μεταξύ, αφενός, των χορηγηθέντων στη Fundación Elche δανείων για τα οποία είχε εγγυηθεί το IVF και, αφετέρου, της απόκτησης των μετοχών της από τη Fundación Elche, όφειλε να εξετάσει τις δύο πράξεις χωριστά, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων και διακριτών χαρακτηριστικών τους. Συναφώς, από την περιγραφή του αντικειμένου της χρηματοδότησης που ανέλαβε να πραγματοποιήσει η Fundación Elche δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα δάνεια που της χορηγήθηκαν και η εκ μέρους της απόκτηση των μετοχών της προσφεύγουσας συνιστούν μία και μόνη δικαιοπραξία. Το Βασίλειο της Ισπανίας προσθέτει ότι από τα στοιχεία αυτά δεν αποδεικνύεται ότι σκοπός της Fundación Elche ήταν η βελτίωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει ειδικότερα αν η εκ μέρους της Fundación Elche απόκτηση των μετοχών της προσφεύγουσας συνιστούσε πράξη η οποία δεν εστερείτο κάθε προοπτικής αποδοτικότητας.

29      Πάντως, στο μέτρο που πρόκειται για δύο χωριστές πράξεις, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε, για να είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η προσφεύγουσα έλαβε ενίσχυση, να αποδείξει ότι της μεταβιβάστηκε η ενίσχυση κατά την αγορά των μετοχών της από τη Fundación Elche –πράγμα το οποίο η Επιτροπή ούτε ανέλυσε ούτε εξήγησε.

30      Επιπλέον, η Επιτροπή, δεχόμενη ότι η προσφεύγουσα ήταν δικαιούχος ενίσχυσης, όφειλε, σύμφωνα με την ίδια λογική, να θεωρήσει ότι και οι δανειστές της προσφεύγουσας ήταν, εν τέλει, δικαιούχοι της ενίσχυσης. Η προσφεύγουσα προσθέτει, με το υπόμνημα απάντησης, ότι η Επιτροπή όφειλε επίσης να αναλύσει αν και οι δανείστριες τράπεζες είχαν λάβει ενίσχυση.

31      Εξάλλου, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα και η Fundación Elche αποτελούσαν μία και μόνη δικαιούχο και, ως προς το σημείο αυτό, δεν τήρησε καν την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει. Συναφώς, κατά την προσφεύγουσα, η έννοια της οικονομικής ενότητας, επί της οποίας φαίνεται να στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έχει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ της ίδιας και της Fundación Elche, οι οποίες αποτελούν διακριτές οντότητες με διαφορετικούς εταιρικούς σκοπούς, καθόσον μάλιστα η Fundación Elche δεν ασκεί οικονομικές δραστηριότητες.

32      Κατά την προσφεύγουσα, τα κριτήρια που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 63 της προσβαλλόμενης απόφασης προκειμένου να θεωρηθεί ότι μια οντότητα με πλειοψηφική συμμετοχή σε επιχείρηση μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα της επιχείρησης αυτής, δεν πληρούνται. Συγκεκριμένα, η Fundación Elche δεν ήλεγχε την προσφεύγουσα, καθώς ο βραχυπρόθεσμος σκοπός της συνίστατο στη μεταπώληση των μετοχών της προκειμένου να αποπληρώσει τα δάνεια και, εν πάση περιπτώσει, δεν κατείχε μετοχές της προσφεύγουσας κατά την ημερομηνία χορήγησης της επίδικης εγγύησης.  Ούτε περαιτέρω διόριζε τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας, η οποία, αντιθέτως, αποφάσιζε ισότιμα με τη Fundación Elche για τη σύνθεση του διοικητικού οργάνου της τελευταίας. Τέλος, η Fundación Elche δεν «διαχειριζόταν», όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τα δάνεια με τα οποία παρασχέθηκαν κεφάλαια στην προσφεύγουσα, δεδομένου ότι ενεργούσε ως δανειολήπτρια και ήταν η μόνη που διατηρούσε έννομη σχέση με το IVF, στο πλαίσιο της εγγύησης που χορηγήθηκε μόνο σ’ αυτήν και από την οποία δεν επωφελείτο η προσφεύγουσα. Η εγγύηση αυτή τελούσε, μεταξύ άλλων, υπό την προϋπόθεση της ενεχύρασης υπέρ του IVF των μετοχών της προσφεύγουσας, το δε IVF είχε την εξουσία να δίνει και, πράγματι, έδινε οδηγίες στη Fundación Elche σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων της επί της προσφεύγουσας, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα περιουσιακά συμφέροντα του IVF. Οι δικαστικές διαδικασίες οι οποίες συνδέονταν με την παράλειψη από τη Fundación Elche να αποπληρώσει εξ ολοκλήρου τα συναφθέντα δάνεια αφορούσαν άμεσα μόνον τη Fundación Elche και όχι την προσφεύγουσα. Ελλείψει άλλων στοιχείων, ουδεμία χρηματοοικονομική συμφωνία, υπό την έννοια των κριτηρίων που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 63 της προσβαλλόμενης απόφασης, υφίστατο συνεπώς μεταξύ της προσφεύγουσας και της Fundación Elche.

33      Τέλος, η απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (C-222/04, EU:C:2006:8), στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 63 της προσβαλλόμενης απόφασης, ουδόλως συνδέεται, κατά την προσφεύγουσα, με την υπό κρίση υπόθεση, στο μέτρο που δεν ήταν κρίσιμο να διαπιστωθεί αν η Fundación Elche ήταν επιχείρηση –εξάλλου, η Fundación Elche ήταν επιχείρηση καθόσον ασκούσε οικονομική δραστηριότητα συνιστάμενη στην αγορά μετοχών– και στο μέτρο που η Fundación Elche δεν ήλεγχε την προσφεύγουσα.

34      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

35      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι το επίμαχο μέτρο, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι η εγγύηση που χορήγησε το IVF στις 17 Φεβρουαρίου 2011 για τα δύο δάνεια που συνήψε η Fundación Elche. Διαφωνούν, ωστόσο, ως προς την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου του εν λόγω μέτρου.

36      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 107 ΣΛΕΕ απαγορεύει τις ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους, χωρίς να διακρίνει ανάλογα με το αν τα σχετικά με τις ενισχύσεις πλεονεκτήματα χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑424/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:49, σκέψη 108). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή μπορεί, για να προσδιορίσει τον δικαιούχο της ενίσχυσης, να λάβει υπόψη τον προορισμό που ορίστηκε, ενδεχομένως, κατά τον χρόνο λήψης του μέτρου. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι ιδίως δυνατόν ο δικαιούχος να μην είναι ο συμβαλλόμενος στη σύμβαση του εγγυημένου δανείου (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-457/00, EU:C:2003:387, σκέψεις 56 και 57). Εν τέλει, για να προσδιοριστεί ο δικαιούχος κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να προσδιοριστούν οι επιχειρήσεις που καρπώθηκαν πράγματι την ενίσχυση αυτή (απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-457/00, EU:C:2003:387, σκέψη 55).

37      Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 68 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της σύμβασης εγγύησης της 17ης Φεβρουαρίου 2011, σκοπός της εγγύησης που χορήγησε το IVF ήταν η εξασφάλιση δύο δανείων προς τη Fundación Elche που προορίζονταν αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση της αύξησης κεφαλαίου της προσφεύγουσας. Συναφώς, ούτε η προσφεύγουσα ούτε το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητούν ότι η χορηγηθείσα από το IVF εγγύηση ίσχυε μόνον αν τα εγγυημένα δάνεια χρησιμοποιούνταν για τους σκοπούς που μνημονεύονται στη σύμβαση εγγύησης, ήτοι για τη συμμετοχή στην αύξηση κεφαλαίου της προσφεύγουσας.

38      Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι τα ποσά που ελήφθησαν με τα εγγυημένα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την ανακεφαλαιοποίηση της προσφεύγουσας.

39      Επομένως, ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι η προσφεύγουσα ήταν η δικαιούχος του επίμαχου μέτρου.

40      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλαν η προσφεύγουσα και το Βασίλειο της Ισπανίας.

41      Πρώτον, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε περαιτέρω ότι η Fundación Elche ήταν δικαιούχος κρατικής ενίσχυσης δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, δεδομένου ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει τις ενισχύσεις που χορηγούνται, υπό οποιαδήποτε μορφή, από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους, δεν είναι αναγκαίο, για τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι η επίδικη εγγύηση ωφελεί άλλο πρόσωπο από τον δανειολήπτη υπέρ του οποίου χορηγήθηκε η εγγύηση, να διαπιστωθεί προηγουμένως ότι η παρέμβαση αποτελεί κρατική ενίσχυση υπέρ του δανειολήπτη (απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑457/00, EU:C:2003:387, σκέψη 57).

42      Δεύτερον, όσον αφορά το σφάλμα στο οποίο φέρεται ότι υπέπεσε η Επιτροπή παραλείποντας να προσδιορίσει άλλους δικαιούχους του επίμαχου μέτρου, μεταξύ των δανειστριών τραπεζών και των πιστωτών της προσφεύγουσας, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο προς τεκμηρίωση της ύπαρξης πολλών δικαιούχων της ενίσχυσης. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι αλυσιτελές, στο μέτρο που το γεγονός, αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, ότι και άλλα πρόσωπα επωφελήθηκαν από το επίμαχο μέτρο δεν ασκεί, αυτό καθεαυτό, επιρροή επί της διαπίστωσης ότι και η ίδια η προσφεύγουσα επωφελήθηκε από το επίμαχο μέτρο.

43      Τρίτον, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με την παραπομπή της προσβαλλόμενης απόφασης στην απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (C-222/04, EU:C:2006:8), και με την εφαρμογή των κριτηρίων που διαλαμβάνονται σε αυτή πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελής καθόσον βάλλει κατά αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία πρέπει να θεωρηθεί επάλληλη, καθόσον η αιτιολογία που εκτίθεται στη σκέψη 37 ανωτέρω αρκεί για να στηρίξει τη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ήταν δικαιούχος του επίμαχου μέτρου.

44      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, καθόσον βάλλει κατά της βασιμότητας της εκτίμησης της Επιτροπής.

45      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά το ζήτημα του προσδιορισμού του δικαιούχου της ενίσχυσης. Από την εξέταση των διαφόρων αιτιάσεων που προέβαλε η προσφεύγουσα προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της παρέσχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση των δικαιολογητικών λόγων που υπαγόρευσαν το ληφθέν συναφώς μέτρο και παρέσχε τη δυνατότητα στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ και έλλειψη αιτιολογίας

46      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε πέντε σκέλη τα οποία αντλούνται από μη συνδρομή των προϋποθέσεων σχετικά με τη δυνατότητα καταλογισμού του επίμαχου μέτρου στο κράτος, την ύπαρξη πλεονεκτήματος, τον επιλεκτικό χαρακτήρα του εν λόγω πλεονεκτήματος, την ύπαρξη στρέβλωσης του ανταγωνισμού και την ύπαρξη επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών.

 Επί του πρώτου σκέλους το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ και έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τον καταλογισμό του επίμαχου μέτρου στο κράτος

47      Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή εσφαλμένως συνήγαγε ότι το μέτρο το οποίο έλαβε το IVF ήταν δυνατόν να καταλογιστεί στο κράτος, στηριζόμενη σε αποκλειστικώς οργανικά κριτήρια, και δεν εξήγησε επαρκώς πώς κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό, περιοριζόμενη στη διατύπωση γενικών παραδοχών. Στο μέτρο, όμως, που το IVF ασκεί τόσο εμπορικές δραστηριότητες όσο και δραστηριότητες δημόσιου χαρακτήρα, η Επιτροπή όφειλε να βεβαιωθεί ότι η χορήγηση της επίδικης εγγύησης δεν εντασσόταν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του που ανταγωνίζονται ιδιώτες επιχειρηματίες, αποφασιστικό δε σημείο αναφοράς συναφώς αποτελεί η απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (C-222/04, EU:C:2006:8).

48      Κατά τη νομολογία, για να μπορεί ένα πλεονέκτημα να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει, αφενός, να χορηγείται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους και, αφετέρου, να μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος (απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 24).

49      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν το επίμαχο μέτρο μπορούσε ορθώς να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα συμπεριφοράς καταλογιστέας στο κράτος.

50      Κατά πάγια νομολογία, η δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος ενός μέτρου ενισχύσεως ληφθέντος από δημόσια επιχείρηση μπορεί να συναχθεί από ένα σύνολο αρκούντως συγκεκριμένων και συγκλινουσών ενδείξεων, που προκύπτουν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και από το όλο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λήψη του μέτρου αυτού, και από τις οποίες είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη συγκεκριμένης εμπλοκής των δημοσίων αρχών κατά τη λήψη του μέτρου αυτού (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Συναφώς, οι σκέψεις 55 και 56 της απόφασης της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής (C-482/99, EU:C:2002:294), περιλαμβάνουν έναν μη δεσμευτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ενδείξεων, οι οποίες έχουν ληφθεί ή είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη από τη νομολογία, όπως είναι το γεγονός ότι η δημόσια επιχείρηση που χορήγησε τις ενισχύσεις δεν μπορούσε να λάβει την απόφαση αυτή χωρίς να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις των δημοσίων αρχών, ότι η επιχείρηση αυτή ήταν συνδεδεμένη οργανικώς με το κράτος, ότι όφειλε να λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες διυπουργικής επιτροπής, η φύση των δραστηριοτήτων της δημόσιας επιχείρησης και η άσκησή τους στην αγορά υπό συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, το νομικό καθεστώς της εν λόγω επιχείρησης αναλόγως του αν διέπεται από το δημόσιο δίκαιο ή από το κοινό εταιρικό δίκαιο, ο βαθμός της εποπτείας που ασκούν οι αρχές επί της διαχείρισής της ή η ένταξή της στις δομές της δημόσιας διοίκησης.

52      Εν προκειμένω, η Επιτροπή στηρίζεται, με τις αιτιολογικές σκέψεις 54 έως 56 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε διάφορες ενδείξεις.

53      Το IVF ιδρύθηκε με νόμο υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου τελούντος υπό τον έλεγχο της Κυβέρνησης της Αυτόνομης Περιφέρειας της Βαλένθια, της οποίας ορισμένοι εκπρόσωποι μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο και στην επιτροπή επενδύσεων του IVF. Το IVF υπάγεται στο αρμόδιο για τις οικονομικές υποθέσεις υπουργείο.

54      Βάσει νόμου, αποστολή του IVF είναι να ενεργεί ως κύριο μέσο της δημόσιας πιστωτικής πολιτικής και να συμβάλλει στην άσκηση των εξουσιών της Κυβέρνησης της Αυτόνομης Περιφέρειας της Βαλένθια όσον αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

55      Η επίδικη εγγύηση και οι προϋποθέσεις χορήγησής της ήταν σύμφωνες με τους προϋπολογισμούς που εγκρίθηκαν βάσει των ανωτάτων ορίων ανάληψης υποχρεώσεων που καθορίζονται από την εφαρμοστέα νομοθεσία.

56      Από τα στοιχεία που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 53 έως 55 ανωτέρω συνάγεται καταρχάς ότι η Επιτροπή, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικώς στην ύπαρξη οργανικών δεσμών προκειμένου να διαπιστώσει ότι ήταν δυνατός ο καταλογισμός του επίμαχου μέτρου στο κράτος.

57      Εν συνεχεία, πρώτον, όσον αφορά το νομικό καθεστώς του IVF, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι πρόκειται για νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο ιδρύθηκε με νόμο.

58      Δεύτερον, όσον αφορά τη φύση των δραστηριοτήτων που ασκεί το IVF, από το γράμμα του ιδρυτικού του νόμου προκύπτει ότι το IVF επιτελεί αποστολή γενικού συμφέροντος η οποία συνίσταται στη στήριξη, μέσω δημόσιων χρηματοδοτήσεων, της οικονομίας της κοινότητας της Βαλένθια. Εξάλλου, το IVF επικουρεί την Κυβέρνηση της Αυτόνομης Περιφέρειας της Βαλένθια κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της περί εποπτείας του τοπικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

59      Επομένως, το IVF ενεργεί ως αναπτυξιακή τράπεζα που επιδιώκει σκοπούς γενικού συμφέροντος και όχι ως πιστωτικό ίδρυμα με αμιγώς εμπορικούς σκοπούς (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2013, Nitrogénművek Vegyipari κατά Επιτροπής, T-387/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:98, σκέψη 63). Οι αρμοδιότητες του IVF στον τομέα της προληπτικής εποπτείας επιβεβαιώνουν εξάλλου ότι η δραστηριότητά του εντάσσεται στο πλαίσιο σκοπών που έχουν καθοριστεί από τις δημόσιες αρχές.

60      Τρίτον, πέραν των συνεπειών που ενδεχομένως επέρχονται εξαιτίας του καθεστώτος δημόσιου δικαίου του IVF, οι οργανικές σχέσεις μεταξύ του IVF και της Κυβέρνησης της Αυτόνομης Περιφέρειας της Βαλένθια καθώς και ο βαθμός της εποπτείας που ασκεί η δεύτερη καθίστανται προφανείς με την παρουσία εκπροσώπων της ως άνω κυβέρνησης σε διάφορες δομές διοίκησης του IVF, καθώς και με την υπαγωγή του IVF στο αρμόδιο για τις οικονομικές υποθέσεις υπουργείο.

61      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή βασίμως έκρινε ότι η επίδικη εγγύηση ήταν δυνατόν να καταλογιστεί στο κράτος.

62      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το IVF ασκεί επίσης δραστηριότητες οι οποίες παρουσιάζονται ως εμπορικές, ανταγωνιζόμενο ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αφενός, η προσφεύγουσα διατυπώνει απλώς έναν ισχυρισμό, χωρίς να προσκομίζει στοιχεία που να ανατρέπουν τον εκ του νόμου καθορισμό των αποστολών γενικού συμφέροντος του IVF, όπως αυτός παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι μέρος των δραστηριοτήτων του IVF εκφεύγει του πλαισίου της εκτέλεσης των αποστολών γενικού συμφέροντος που του έχουν ανατεθεί, ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι οι δραστηριότητες αυτές έχουν αμιγώς εμπορικό σκοπό. Αφετέρου, το γεγονός και μόνον ότι το IVF ασκεί τις δραστηριότητές του τελώντας σε σχέση ανταγωνισμού με ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν εμποδίζει τον καταλογισμό των μέτρων που μπορεί να λάβει το IVF στο κράτος (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Σλοβενία κατά Επιτροπής, T‑507/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:35, σκέψη 92).

63      Τέλος, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά το ζήτημα του καταλογισμού του επίμαχου μέτρου στο κράτος. Πράγματι, από την εξέταση ιδίως των διαφόρων αιτιάσεων που προέβαλε η προσφεύγουσα προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέσχε τη δυνατότητα στη μεν προσφεύγουσα να γνωρίσει τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το συγκεκριμένο μέτρο, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

64      Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ και έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος

65      Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε αν οι προϋποθέσεις τις οποίες τάσσει η ανακοίνωση σχετικά με τις εγγυήσεις είχαν εφαρμογή εν προκειμένω. Γενικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει ειδική ανάλυση σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος απορρέοντος από το επίμαχο μέτρο.

66      Η προσφεύγουσα προβάλλει καταρχάς ότι η Επιτροπή δεν ανέλυσε την κατάσταση της Fundación Elche παρότι ήταν η μόνη δικαιούχος της εγγύησης που χορήγησε το IVF. Κατά την προσφεύγουσα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Fundación Elche δεν ασκούσε οικονομικές δραστηριότητες, δεν αντιμετώπιζε χρηματοοικονομικές δυσχέρειες κατόπιν της χορήγησης της εγγύησης ούτε εξάλλου είχε αποκομίσει οποιοδήποτε πλεονέκτημα.

67      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν συνέκρινε τους όρους της επίδικης εγγύησης με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά ούτε έλαβε υπόψη τις αντεγγυήσεις που παρέσχε η Fundación Elche, δηλαδή την ενεχύραση των μετοχών της και μια υποθήκη επί γεωτεμαχίου έξι εκταρίων.

68      Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα είναι η δικαιούχος της επίδικης εγγύησης, τα περιλαμβανόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση στοιχεία σχετικά με την οικονομική κατάστασή της δεν καθιστούσαν δυνατό τον χαρακτηρισμό της ως προβληματικής επιχείρησης και την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητάς της με CCC. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει, συναφώς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει αναφορά σε ανάλυση της φερεγγυότητάς της από τρίτον και προσκομίζει, ως ανταπόδειξη, σύμβαση δανείου την οποία συνήψε με τη Banco de Valencia τον Οκτώβριο του 2010. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί εν πάση περιπτώσει τη διαπιστωθείσα σχέση μεταξύ της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητάς της και της αξίας των μετοχών της.

69      Το Βασίλειο της Ισπανίας στηρίζει τον προβαλλόμενο από την προσφεύγουσα λόγο ακυρώσεως και προσθέτει, όσον αφορά την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασής της, ότι αυτή έπρεπε να εκτιμηθεί από την Επιτροπή υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων του τομέα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, η δε μη αντίκρουση των σχετικών επιχειρημάτων με την προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, έλλειψη αιτιολογίας. Το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει περαιτέρω ότι, παρότι δεν πληρούται η προβλεπόμενη στην ανακοίνωση σχετικά με τις εγγυήσεις προϋπόθεση περί μη κάλυψης άνω του 80 % του εγγυημένου δανείου, εντούτοις το IVF ενήργησε ως ιδιώτης επιχειρηματίας υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, καθόσον έλαβε υπόψη, για τον καθορισμό της έκτασης της εγγύησης, τις σημαντικές αντεγγυήσεις που παρέσχε η Fundación Elche.

70      Η Επιτροπή αντιτείνει, καταρχάς, ότι η προσφεύγουσα στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι δικαιούχος του επίμαχου μέτρου δεν είναι η ίδια, αλλά η Fundación Elche και επισημαίνει ότι η Fundación Elche δεν είχε, εν πάση περιπτώσει, τη χρηματοοικονομική ικανότητα να εξοφλήσει το χρέος που απέρρεε από τα δάνεια που της είχαν χορηγηθεί.

71      Εν συνεχεία, η Επιτροπή προβάλλει ότι πράγματι εξέτασε με την προσβαλλόμενη απόφαση αν η εγγύηση είχε χορηγηθεί υπό τις συνθήκες της αγοράς, στηριζόμενη στη χρηματοοικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας, λαμβανομένης υπόψη της οποίας κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν θα δεχόταν να χορηγήσει δάνειο αντίστοιχο με τα επίμαχα χωρίς δημόσια εγγύηση. Συνέκρινε, επίσης, το επίμαχο μέτρο με πράξεις που πραγματοποιήθηκαν υπό τις συνθήκες της αγοράς, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τις περιλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση αναπτύξεις σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού της ενίσχυσης, σημείωσε δε ότι ούτε το Βασίλειο της Ισπανίας ούτε η προσφεύγουσα ισχυρίστηκαν κατά το διοικητικό στάδιο ότι είχαν χορηγηθεί παρόμοια δάνεια στην προσφεύγουσα. Όσον αφορά τις παρασχεθείσες αντεγγυήσεις, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αφενός, η αξία των μετοχών της προσφεύγουσας που δόθηκαν ως ενέχυρο αντικατόπτριζε τη χρηματοοικονομική κατάσταση του συλλόγου και έπρεπε, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί σχεδόν μηδενική. Αφετέρου, η υποθήκη την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα δεν είχε αναφερθεί από το Βασίλειο της Ισπανίας κατά το διοικητικό στάδιο και, επιπλέον, είχε μικρή αξία (600 000 ευρώ) σε σύγκριση με το ποσό των δανείων που χορηγήθηκαν στη Fundación Elche (14 εκατομμύρια ευρώ).

72      Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ορθώς χαρακτήρισε την προσφεύγουσα ως προβληματική επιχείρηση κατά την ημερομηνία χορήγησης της επίδικης εγγύησης, δεδομένου ότι η βελτίωση της χρηματοοικονομικής κατάστασής της επήλθε το πρώτον μετά τη λήψη του επίμαχου μέτρου. Οι οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η προσφεύγουσα δικαιολογούσαν την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητάς της με CCC. Όσον αφορά το δάνειο από τη Banco de Valencia το οποίο χορηγήθηκε χωρίς δημόσια εγγύηση και το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, το δάνειο αυτό δεν είναι συγκρίσιμο, ιδίως από άποψη διάρκειας και ημερομηνίας σύναψής του.

73      Τέλος, αντικρούοντας τα επιχειρήματα που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η εκτίμηση των δυσχερειών μιας επιχείρησης πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπο αντικειμενικό σε συνάρτηση με την κατάσταση της οικείας επιχείρησης, ενώ ούτε το Βασίλειο της Ισπανίας ούτε η προσφεύγουσα απέδειξαν ότι θα ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί άλλη μέθοδος για τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους. Όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η κάλυψη την οποία διασφάλιζε η επίδικη εγγύηση μπορούσε να υπερβεί το 80 % του εγγυημένου δανείου δεδομένων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, η Επιτροπή αντιτείνει ότι βάσει του γενικότερου πλαισίου, και δη της περιορισμένης έκτασης των προταθεισών αντεγγυήσεων, δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από τη συγκεκριμένη προϋπόθεση της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις, κατά μείζονα λόγο διότι η εν λόγω ανακοίνωση προβλέπει σε μια τέτοια περίπτωση την εκ των προτέρων κοινοποίηση του μέτρου στην Επιτροπή.

74      Το υπό κρίση σκέλος του λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος, διαρθρώνεται σε τρεις αιτιάσεις, με τις οποίες προβάλλεται, πρώτον, ότι δεν ελήφθη υπόψη η Fundación Elche, δεύτερον, ότι δεν εξετάστηκαν, αφενός, οι όροι της επίδικης εγγύησης και των ασφαλειών που χορηγήθηκαν ως αντιπαροχή και, αφετέρου, οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιούνταν παρόμοιες πράξεις στην αγορά και, τρίτον, ότι εκτιμήθηκε εσφαλμένως η χρηματοοικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας κατά τον χρόνο χορήγησης της επίδικης εγγύησης. Το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει την τρίτη αιτίαση πριν από τη δεύτερη αιτίαση, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει στηρίζεται στην προηγούμενη διαπίστωση των οικονομικών δυσχερειών της προσφεύγουσας για να αντλήσει τα συμπεράσματα κατά των οποίων βάλλει η δεύτερη αιτίαση.

–       Επί του παραδεκτού του δευτέρου σκέλους κατά το μέρος που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

75      Κατόπιν ερώτησης την οποία έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αμφισβήτησε το παραδεκτό του υπό κρίση σκέλους κατά το μέρος που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

76      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί έλλειψης αιτιολογίας ή περί ανεπαρκούς αιτιολογίας δεν διακρίνονται, στα δικόγραφά της, από εκείνα που αφορούν το βάσιμο της παρατιθέμενης στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογίας.

77      Κατά πάγια, όμως, νομολογία, η υποχρέωση αιτιολόγησης αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το δεύτερο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης (αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-17/99, EU:C:2001:178, σκέψη 35, και της 18ης Ιανουαρίου 2005, Confédération Nationale du Crédit Mutuel κατά Επιτροπής, T-93/02, EU:T:2005:11, σκέψη 67).

78      Εξάλλου, στο δικόγραφο της προσφυγής, στους σχετικούς με το υπό κρίση σκέλος τίτλους, τονίζεται ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε ανάλυση και εκτίθενται στο πλαίσιο των σχετικών αναπτύξεων είτε οι ελλείψεις ανάλυσης ή επαλήθευσης είτε οι φερόμενες ως εσφαλμένες κρίσεις της Επιτροπής. Παρατηρείται ότι το σύνολο των ως άνω εκτιμήσεων αφορά το βάσιμο και όχι την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Τέλος, στο δικόγραφο της προσφυγής περιλαμβάνονται σποραδικές αναφορές σε έλλειψη ή σε ανεπάρκεια αιτιολογίας, πλην όμως οι αναφορές αυτές συνδέονται συστηματικά με τις εκτιμήσεις περί του βασίμου της προσβαλλόμενης απόφασης.

79      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Η έκθεση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία. Για τον λόγο αυτόν, το ως άνω δικόγραφο πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε η αφηρημένη, απλώς και μόνον, επίκλησή του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας (αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, British Telecommunications και BT Pension Scheme Trustees κατά Επιτροπής, T‑226/09 και T‑230/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:466, σκέψη 232, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου, T‑444/11, EU:T:2014:773, σκέψη 93).

80      Υπό το πρίσμα των αρχών και των στοιχείων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 75 έως 79 ανωτέρω, πρέπει, επομένως, στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι αιτιάσεις κατά της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αντλούνται, κατ’ ουσίαν, από πλάνη εκτίμησης της Επιτροπής κατά τη διαπίστωση της ύπαρξης πλεονεκτήματος.

81      Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Συγκεκριμένα, οι αναλύσεις που ακολουθούν καταδεικνύουν, αφενός, ότι η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να αμφισβητήσει το βάσιμο της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο ήταν σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του επί του ζητήματος αυτού.

–       Επί της αιτίασης η οποία βάλλει κατά της μη συνεκτίμησης της κατάστασης της Fundación Elche στο πλαίσιο της εξέτασης της ύπαρξης πλεονεκτήματος

82      Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε σφάλματα εκτίμησης χαρακτηρίζοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την προσφεύγουσα ως δικαιούχο του επίμαχου μέτρου. Επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία αμφισβητείται η χορήγηση πλεονεκτήματος υπέρ της Fundación Elche, στο μέτρο που στηρίζονται στην παραδοχή ότι το εν λόγω ίδρυμα είναι ο μόνος δικαιούχος της επίδικης εγγύησης, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

83      Αντιθέτως, η προσφεύγουσα, με την αιτίαση αυτή, επικαλείται επίσης το γεγονός ότι το IVF χορήγησε την εγγύηση στη Fundación Elche, πράγμα που θα δικαιολογούσε την εξέταση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της τελευταίας προκειμένου να εκτιμηθεί αν υπάρχει πλεονέκτημα.

84      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω), το γεγονός ότι, κατά το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων, η προσφεύγουσα είναι η δικαιούχος του επίμαχου μέτρου, όπως τούτο επιβεβαιώθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, είναι ανεξάρτητο του ότι η Fundación Elche είναι συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση εγγύησης που συνήφθη με το IVF και ορίζεται, στην εν λόγω σύμβαση, ως η δικαιούχος της εγγύησης, όπως προκύπτει από τη σκέψη 3 ανωτέρω. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η Fundación Elche δεν ορίζεται ως η πραγματική δικαιούχος του επίμαχου μέτρου δεν ασκεί επιρροή στο γεγονός ότι υπέρ αυτής χορηγήθηκε η επίδικη εγγύηση σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης που συνήφθη στις 17 Φεβρουαρίου 2011 με το IVF.

85      Επομένως, η Fundación Elche πρέπει να αναλάβει, έναντι του IVF, τις συνέπειες της μη πληρωμής των υποκείμενων στη σύμβαση εγγύησης δανείων και της επίκλησης της εγγύησης από τις δανείστριες τράπεζες. Περαιτέρω, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι αυτή η πραγματική κατάσταση αποτυπώνεται στην αγωγή, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της και την οποία άσκησε στο μεταξύ το IVF κατά της Fundación Elche, ζητώντας την επιστροφή των ποσών που το IVF κατέβαλε στις δανείστριες τράπεζες που το προσεπικάλεσαν ως εγγυητή, κατόπιν της μη αποπληρωμής από τη Fundación Elche του συνολικού ποσού των δανείων για τα οποία είχε συσταθεί εγγύηση.

86      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η οικονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση της Fundación Elche συνιστά, καταρχήν, κρίσιμο χαρακτηριστικό για την αξιολόγηση του κινδύνου που αναλαμβάνει ο δημόσιος εγγυητής και, ως εκ τούτου, της προμήθειας εγγύησης που θα απαιτούσε, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ένας ιδιώτης επιχειρηματίας.

87      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει αν η Επιτροπή προέβη σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη κάθε κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει αν από το επίμαχο μέτρο απορρέει πλεονέκτημα (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 73, και της 15ης Δεκεμβρίου 2009, EDF κατά Επιτροπής, T-156/04, EU:T:2009:505, σκέψη 221).

88      Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει επομένως να ελέγξει αν τα στοιχεία τα οποία υποστηρίζεται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ασκούσαν εν προκειμένω επιρροή και, στη συνέχεια, σε καταφατική περίπτωση, αν η Επιτροπή τα είχε λάβει υπόψη (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C-73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 77).

89      Πρώτον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 84 έως 86 ανωτέρω, η οικονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση της Fundación Elche αποτελεί, καταρχήν, κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να αξιολογηθεί αν υπάρχει πλεονέκτημα απορρέον από τις προϋποθέσεις χορήγησης της επίδικης εγγύησης.

90      Ωστόσο, η Επιτροπή υποστηρίζει με τα δικόγραφά της ότι η Fundación Elche δεν είχε, εν πάση περιπτώσει, τη χρηματοοικονομική ικανότητα να εξοφλήσει το χρέος που προέκυπτε από τα δάνεια που της είχαν χορηγηθεί, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της μικρής περιουσίας της.

91      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο αληθεύει, γεγονός παραμένει ότι η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων του δανειολήπτη, εν προκειμένω της Fundación Elche, λόγω της χρηματοοικονομικής κατάστασής του, αποτελεί αφεαυτής κρίσιμη περίσταση την οποία η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει (βλ., συναφώς, σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις), υπενθυμίζεται δε ότι μια απόφαση πρέπει να επαρκεί από μόνη της και η αιτιολογία της να μην προκύπτει από εξηγήσεις που δίδονται εκ των υστέρων, ενώ έχει ήδη ασκηθεί προσφυγή κατά της επίμαχης απόφασης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Wabco Europe κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-380/10, EU:T:2013:449, σκέψη 107). Πρέπει επίσης να επισημανθεί, ως απάντηση στο επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση της Fundación Elche, ότι η καθαρή θέση της τελευταίας, καίτοι ασφαλώς περιορισμένη, ήταν εντούτοις θετική κατά την ημερομηνία χορήγησης της επίδικης εγγύησης, ύψους 1,4 εκατομμυρίων ευρώ, σε αντίθεση με την κατάσταση που χαρακτήριζε, κατά τον ίδιο χρόνο, την προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 20 και 22 της προσβαλλόμενης απόφασης).

92      Δεύτερον, στον βαθμό που αποδείχθηκε ότι η οικονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση της Fundación Elche αποτελεί στοιχείο που ασκεί επιρροή, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή έλαβε υπόψη την κατάσταση αυτή κατά την εκτίμησή της σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος.

93      Καταρχάς, η προσβαλλόμενη απόφαση, στην αιτιολογική σκέψη 11 του σημείου 2 το οποίο αφορά την περιγραφή των μέτρων και των δικαιούχων, περιγράφει το επίμαχο μέτρο παραθέτοντας τα στοιχεία που μνημονεύονται στις σκέψεις 3 και 4 ανωτέρω, και εν συνεχεία εκθέτει, στην αιτιολογική σκέψη 22, τα κύρια χρηματοοικονομικά στοιχεία της Fundación Elche μεταξύ Δεκεμβρίου 2009 και Δεκεμβρίου 2011, μετά την αναφορά στους κεφαλαιουχικούς και οργανωτικούς δεσμούς μεταξύ αυτής και της προσφεύγουσας (αιτιολογική σκέψη 21). Ακολούθως, κατόπιν της ανάλυσης που περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 63 και 66 έως 69 της προσβαλλόμενης απόφασης, διαπιστώνεται ότι δικαιούχος του επίμαχου μέτρου δεν είναι η Fundación Elche, αλλά η προσφεύγουσα. Οι αναπτύξεις που ακολουθούν τη διαπίστωση αυτή, στις αιτιολογικές σκέψεις 70 έως 88, αφορούν τη διαπίστωση ύπαρξης πλεονεκτήματος, ενώ οι αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 95 αφορούν τον ποσοτικό προσδιορισμό του στοιχείου ενίσχυσης. Στο στάδιο αυτό, δεν γίνεται πλέον μνεία της Fundación Elche ούτε, κατά μείζονα λόγο, της οικονομικής και χρηματοοικονομικής κατάστασής της.

94      Από την εξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η απόφαση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη την κατάσταση της Fundación Elche προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει πλεονέκτημα, καθόσον τα μόνα σχετικά στοιχεία ανάλυσης εκτίθενται σε προηγούμενο σημείο, στην αιτιολογική σκέψη 68, αποτελούν δε το έρεισμα της διαπίστωσης ότι η κατάσταση της Fundación Elche δεν βελτιώθηκε μετά τη χορήγηση της επίδικης εγγύησης, πράγμα το οποίο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο κίνδυνος ενεργοποίησης της εν λόγω εγγύησης εξηρτάτο, κατά την Επιτροπή, από τις επιδόσεις της προσφεύγουσας, δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της προσφεύγουσας ως μόνης δικαιούχου του μέτρου ενίσχυσης. Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως αναφέρεται στην επιρροή που ασκεί, κατά την αξιολόγηση του συνδεόμενου με τη χορήγηση της επίδικης εγγύησης κινδύνου, η ατομική κατάσταση της Fundación Elche.

95      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την κρίσιμη περίσταση την οποία συνιστά η οικονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση της Fundación Elche προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον υπάρχει πλεονέκτημα και, εξαιτίας της παράλειψης αυτής, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Orange, C-486/15 P, EU:C:2016:912, σκέψεις 88 και 89).

–       Επί της αιτίασης η οποία βάλλει κατά της εσφαλμένης εκτίμησης της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας κατά την ημερομηνία χορήγησης της επίδικης εγγύησης

96      Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 79 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή στηρίζεται στην παράγραφο 10, στοιχείο αʹ, και στην παράγραφο 11 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προκειμένου να χαρακτηρίσει την προσφεύγουσα ως προβληματική επιχείρηση κατά την ημερομηνία σύστασης της επίμαχης εγγύησης.

97      Η παράγραφος 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβλέπει ότι μια επιχείρηση θεωρείται, καταρχήν και ανεξαρτήτως μεγέθους, προβληματική «εάν πρόκειται για εταιρία περιορισμένης ευθύνης, εφόσον έχει απωλεσθεί πάνω από το μισό του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει απωλεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών». Στη συνέχεια, κατά την παράγραφο 11 αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών, «[α]κόμα και στην περίπτωση που δεν συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται [στην παράγραφο] 10, μια εταιρία μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται προβληματική, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν οι συνήθεις ενδείξεις μιας προβληματικής επιχείρησης όπως αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών, διόγκωση των αποθεμάτων, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, φθίνουσα ταμειακή ροή, αυξανόμενη δανειοληψία, αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και εξασθένιση ή εξαφάνιση της αξίας του καθαρού ενεργητικού».

98      Εν προκειμένω, με την αιτιολογική σκέψη 79 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα εμφάνιζε φθίνοντα κύκλο εργασιών μεταξύ της οικονομικής χρήσης που έκλεισε τον Ιούνιο του 2008 και εκείνης που έκλεισε τον Ιούνιο του 2010 (από 7,1 εκατομμύρια ευρώ σε 4,4 εκατομμύρια ευρώ), αρνητικά κέρδη προ φόρων κατά τις οικονομικές χρήσεις που έκλεισαν τον Ιούνιο του 2007, του 2008, του 2009 και του 2010 (από – 6,2 εκατομμύρια ευρώ για την οικονομική χρήση 2006/2007 σε – 1,1 εκατομμύρια ευρώ για την οικονομική χρήση 2009/2010) και αρνητική καθαρή θέση για τις οικονομικές χρήσεις που έκλεισαν τον Ιούνιο του 2009 και του 2010 (‑ 10,2 εκατομμύρια ευρώ για έκαστη των προαναφερθεισών οικονομικών χρήσεων). Επισημαίνεται επίσης ότι το εγγεγραμμένο κεφάλαιο της προσφεύγουσας, η οποία είναι εταιρία περιορισμένης ευθύνης, μειώθηκε πλέον του ημίσεως μεταξύ της οικονομικής χρήσης 2008/2009 και της οικονομικής χρήσης 2009/2010, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλόμενης απόφασης.

99      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα ήταν, κατά την ημερομηνία χορήγησης της επίδικης εγγύησης, προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 10, στοιχείο αʹ, και της παραγράφου 11 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

100    Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση αυτή.

101    Κατ’ αρχάς, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, τα χρηματοοικονομικά στοιχεία που επικαλείται η προσφεύγουσα για την οικονομική χρήση 2010/2011 αφορούν χρήση η οποία έκλεισε μετά τη χορήγηση της επίδικης εγγύησης στις 17 Φεβρουαρίου 2011. Η προσφεύγουσα δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία αυτά είναι παρά ταύτα κρίσιμα για την εκτίμηση της κατάστασής της κατά την ημερομηνία χορήγησης της εν λόγω εγγύησης.

102    Εξάλλου, το γεγονός ότι με την αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλόμενης απόφασης επισημαίνεται ότι οι ζημίες που κατέγραψε η προσφεύγουσα μεταξύ των ετών 2007 και 2010 μειώθηκαν προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν βρισκόταν σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση («situación de crisis grave» στο ισπανικό κείμενο, το οποίο είναι το μόνο αυθεντικό) κατά την έννοια της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις, δεν αντιφάσκει προς τη διαπίστωση, με την αιτιολογική σκέψη 79, ότι η χρηματοοικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας πληρούσε τα κριτήρια της προβληματικής επιχείρησης κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Πράγματι, όπως επιβεβαίωσε η Επιτροπή απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, σκοπός των περιεχόμενων στην αιτιολογική σκέψη 80 διαπιστώσεων είναι, όπως καταδεικνύει ο ποσοτικός προσδιορισμός της προς ανάκτηση ενίσχυσης που διαλαμβάνεται στη συνέχεια της προσβαλλόμενης απόφασης, να προσδιοριστεί κατά πόσον πρέπει να εφαρμοστεί το σημείο 2.2 και το σημείο 4.1, στοιχείο αʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις και να θεωρηθεί, κατ’ εξαίρεση, ότι η προσφεύγουσα έτυχε πλεονεκτήματος ίσου προς το συνολικό ποσό των δανείων για τα οποία είχε συσταθεί εγγύηση (πρβλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Larko κατά Επιτροπής, T‑423/14, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:57, σκέψεις 189 και 190).

103    Ακολούθως, όσον αφορά το άνευ εγγυήσεως δάνειο το οποίο έλαβε η προσφεύγουσα από τη Banco de Valencia τον Οκτώβριο του 2010 (βλ. σκέψη 68 ανωτέρω), στο μέτρο που η προσφεύγουσα επιχειρεί με την επίκλησή του να αμφισβητήσει ότι αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες κατά την ημερομηνία λήψης του επίμαχου μέτρου, πρέπει να επισημανθεί, όπως παρατηρεί η Επιτροπή χωρίς να αντικρουσθεί επί του σημείου αυτού, ότι το δάνειο αυτό στην πραγματικότητα επιδείνωσε το επίπεδο χρέους της προσφεύγουσας σε σχέση με την κατάσταση στην οποία τελούσε κατά το κλείσιμο της οικονομικής χρήσης 2009/2010. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω δάνειο είχε χορηγηθεί με διάρκεια ενός έτους, δηλαδή με διάρκεια σημαντικά μικρότερη από εκείνη των επίδικων δανείων, τα οποία είχαν πενταετή διάρκεια, πράγμα που καθιστά αβέβαιη οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ τους, ιδίως όσον αφορά τους όρους και τα αντίστοιχα επιτόκια τους. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι όροι δανείου βραχυπρόθεσμης λήξης που χορηγήθηκε πολλούς μήνες πριν από την επίδικη εγγύηση μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάστασή της κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου.

104    Όσον αφορά τη μη συνεκτίμηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της ανάλυσης της φερεγγυότητας της προσφεύγουσας, η οποία θα πραγματοποιείτο, ενδεχομένως, από οργανισμό αξιολόγησης ή από μία από τις τράπεζες που χορήγησαν τα δάνεια για τα οποία είχε συσταθεί εγγύηση, διαπιστώνεται ότι, κατά το σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις, στο οποίο παραπέμπει η προσφεύγουσα, η ανάλυση που καθιστά δυνατή «την κατάταξη του δανειολήπτη σε μια κατηγορία κινδύνου […] μπορεί να παρέχεται από διεθνώς αναγνωρισμένο οργανισμό διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας ή, εφόσον υπάρχει, από την εσωτερική διαβάθμιση που χρησιμοποιεί η τράπεζα που παρέχει το υποκείμενο δάνειο». Επομένως, η ανακοίνωση σχετικά με τις εγγυήσεις δεν επιβάλλει συναφώς στην Επιτροπή την υποχρέωση να αναζητεί και να λαμβάνει υπόψη τις αξιολογήσεις τέτοιων φορέων.

105    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι, κατ’ ουσίαν, η οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας έπρεπε να εκτιμηθεί από την Επιτροπή υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων του τομέα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, αρκεί η επισήμανση, αφενός, ότι η οικονομική φύση του τρόπου με τον οποίο ασκείται η δραστηριότητα του ποδοσφαίρου από τους επαγγελματικούς συλλόγους έχει ήδη αναγνωριστεί από το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2005, Piau κατά Επιτροπής, T-193/02, EU:T:2005:22, σκέψη 69) και, αφετέρου, ότι η έννοια της προβληματικής επιχείρησης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 9 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, είναι αντικειμενική έννοια η οποία πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς υπό το πρίσμα συγκεκριμένων ενδείξεων της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κατάστασης της οικείας επιχείρησης (απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, T-219/14, EU:T:2017:266, σκέψη 184), καθώς οι γενικές εκτιμήσεις σχετικά με τις ιδιαιτερότητες του επίμαχου τομέα τις οποίες επικαλείται το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προσφέρονται ώστε να ανατρέψουν τις διαπιστώσεις που διαμορφώθηκαν βάσει των ατομικών χρηματοοικονομικών στοιχείων της προσφεύγουσας.

106    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αιτίασης που βάλλει κατά της παράλειψης εξέτασης, αφενός, των όρων της επίδικης εγγύησης και των ασφαλειών που χορηγήθηκαν ως αντιπαροχή και, αφετέρου, των συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιούνταν παρόμοιες πράξεις στην αγορά

107    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την προβαλλόμενη παράλειψη εξέτασης των όρων της επίδικης εγγύησης και των ασφαλειών που χορηγήθηκαν ως αντιπαροχή, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 86, ότι «[η] ετήσι[α] προμήθει[α] [1] % που [χρεωνόταν] για τ[ην] εν λόγω [εγγύηση] δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντανακλούσ[ε] τον κίνδυνο αθέτησης πληρωμής των εγγυημένων δανείων, δεδομένων των δυσχερειών» που αντιμετώπιζε η προσφεύγουσα. Επομένως, το ύψος των προμηθειών εγγύησης που επιβάλλονταν στο πλαίσιο των συμβάσεων που συνήφθησαν μεταξύ της Fundación Elche και του IVF ελήφθη όντως υπόψη από την Επιτροπή, οπότε η μομφή της προσφεύγουσας είναι αβάσιμη.

108    Όσον αφορά την προβλεπόμενη στο πιστοποιητικό εγγύησης του IVF της 10ης Νοεμβρίου 2010 ειδική υποχρέωση, την οποία υποστηρίζεται ότι αγνόησε η Επιτροπή και σύμφωνα με την οποία τα εγγυημένα δάνεια έπρεπε να χορηγούνται υπό όρους οι οποίοι «δεν αποκλίνουν αισθητά από εκείνους που εφαρμόζονται στην αγορά για τέτοιου είδους πράξεις», πρόκειται για περίσταση που δεν ασκεί επιρροή, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στη διαπίστωση ότι οι δανείστριες τράπεζες, με το να χορηγήσουν τα δάνεια λαμβάνοντας υπόψη την εγγύηση που παρείχε το IVF, ενήργησαν οι ίδιες κατά τρόπο μη συνάδοντα με τις συνθήκες της αγοράς.

109    Στη συνέχεια, όσον αφορά τις προσφερθείσες αντεγγυήσεις, είναι επίσης αβάσιμη η κατά της Επιτροπής στρεφόμενη αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη την ενεχύραση των μετοχών της προσφεύγουσας, στο μέτρο που υπογραμμίζεται ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι «η αξία [των] μετοχών [των δικαιούχων συλλόγων] ως ασφάλεια των δανείων [ήταν] σχεδόν μηδενική».

110    Ωστόσο, η προσφεύγουσα αναφέρεται επίσης σε σφάλμα στο οποίο υπέπεσε, κατ’ αυτήν, η Επιτροπή, καθόσον συνέδεσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της προσφεύγουσας και, αφετέρου, την αξία των μετοχών της.

111    Επισημαίνεται συναφώς ότι, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα περί χαμηλής αξίας των μετοχών της προσφεύγουσας, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο ότι, κατά τον χρόνο λήψης του επίμαχου μέτρου, η τελευταία ήταν προβληματική επιχείρηση, για την οποία δεν υπήρχε αξιόπιστο σχέδιο βιωσιμότητας από το οποίο να προκύπτει ότι η δραστηριότητά της μπορούσε να αποφέρει κέρδος στους μετόχους της.

112    Πάντως, όπως προκύπτει από την εξέταση της τρίτης αιτίασης του υπό κρίση σκέλους στις σκέψεις 96 έως 106 ανωτέρω, ο χαρακτηρισμός της προσφεύγουσας ως προβληματικής επιχείρησης, τον οποίο δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ενέχει πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης.

113    Απομένει να καθοριστεί αν η μέθοδος την οποία χρησιμοποίησε εν προκειμένω η Επιτροπή, βάσει της οποίας συνήγαγε ότι οι μετοχές της προσφεύγουσας είχαν «σχεδόν μηδενική» αξία από το γεγονός ότι ήταν προβληματική επιχείρηση, χωρίς εξάλλου σχέδιο βιωσιμότητας ‑σημείο το οποίο δεν αμφισβητείται‑, ενέχει πρόδηλη πλάνη. Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε ερώτηση στην Επιτροπή, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, καλώντας την να παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποίησε για την εκτίμηση της αξίας των μετοχών της προσφεύγουσας και να αποσαφηνίσει αν η αύξηση κεφαλαίου του 2011 επηρέασε την αξία αυτή. Επ’ αυτού του τελευταίου σημείου, η Επιτροπή απάντησε ότι οι συνέπειες της αύξησης του κεφαλαίου της προσφεύγουσας δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού της αξίας των μετοχών κατά τον χρόνο χορήγησης της επίδικης εγγύησης, στο μέτρο που η εγγύηση προηγήθηκε της εισφοράς κεφαλαίου.

114    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, κρίσιμα για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς είναι τα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης για τη διενέργεια της πράξης (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C-300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115    Εν προκειμένω, η ανακεφαλαιοποίηση της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι αποτελούσε τον σκοπό και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της επίδικης εγγύησης, αποτελεί μια παράμετρο που μπορούσε να προβλεφθεί κατά την ημερομηνία χορήγησης της επίδικης εγγύησης και την οποία ένας ιδιώτης επιχειρηματίας, ευρισκόμενος στην κατάσταση του IVF, θα είχε λάβει υπόψη για την εκτίμηση της αξίας των μετοχών που ενεχυράσθησαν. Επομένως, μη λαμβάνοντας υπόψη το στοιχείο αυτό, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

116    Εξάλλου, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε την ύπαρξη υποθήκης επί γεωτεμαχίου έξι εκταρίων που επίσης δόθηκε ως αντεγγύηση από τη Fundación Elche στο IVF.

117    Πρέπει ευθύς εξαρχής να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν επικαλέστηκε την υποθήκη αυτή με τις παρατηρήσεις του στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Αρκεί να τονιστεί συναφώς ότι, πρώτον, η ύπαρξη της υποθήκης συναγόταν από τα στοιχεία τα οποία ήταν διαθέσιμα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ήτοι από τη σύμβαση εγγύησης που συνήφθη μεταξύ της Fundación Elche και του IVF στις 17 Φεβρουαρίου 2011, δεύτερον, η Επιτροπή φέρει το βάρος προς απόδειξη της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης (πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, T-68/03, EU:T:2007:253, σκέψη 34) και, τρίτον, η Επιτροπή οφείλει να διεξαγάγει τη διοικητική διαδικασία κατά τρόπο επιμελή και αμερόληπτο, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής απόφασης, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία για τον σκοπό αυτόν (απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 63).

118    Εν συνεχεία, πρέπει να εφαρμοστεί η νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 87 και 88 ανωτέρω προκειμένου να εκτιμηθεί αν η επίμαχη υποθήκη αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση της ύπαρξης πλεονεκτήματος και αν, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή την έλαβε υπόψη.

119    Εν προκειμένω, η δοθείσα από την Fundación Elche υποθήκη, ασφάλεια παρασχεθείσα από τον δανειολήπτη υπέρ του οποίου είχε συσταθεί εγγύηση, συνιστά αυτή καθεαυτήν χαρακτηριστικό της επίδικης εγγύησης το οποίο η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει (βλ., συναφώς, σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις). Εξάλλου, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως μνημονεύει την υποθήκη αυτή. Το προβαλλόμενο από την Επιτροπή γεγονός ότι η αξία του υποθηκευμένου γεωτεμαχίου ήταν προδήλως ανεπαρκής ώστε να χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση για τα δάνεια των 14 εκατομμυρίων ευρώ δεν συνδέεται a fortiori με οποιαδήποτε εκτίμηση περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C-73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 87).

120    Επομένως, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, προκειμένου να ελέγξει αν υπάρχει πλεονέκτημα, το κρίσιμο στοιχείο που συνιστούσε η υποθήκη την οποία παραχώρησε η Fundación Elche στο IVF και, ως εκ τούτου, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

121    Τέλος, όσον αφορά, πάντοτε στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτίασης, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιούνταν παρόμοιες πράξεις στην αγορά, η προσφεύγουσα επικαλείται το επιτόκιο που εφάρμοζε η Banco de España το 2011 για πράξεις διάρκειας έως και πέντε ετών για δάνεια ποσού άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, επιτόκιο ελαφρώς μόνον μικρότερο από εκείνο που χορηγήθηκε στο πλαίσιο των εγγυημένων δανείων προς τη Fundación Elche.

122    Πάντως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο η κατάστασή της είναι συγκρίσιμη με εκείνη των δανειοληπτών που καλύπτονται από τα στατιστικά στοιχεία της Banco de España, δεν είναι δυνατόν, εν προκειμένω, να αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα από το επιχείρημα της προσφεύγουσας.

123    Η προσφεύγουσα προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε αν η οφειλόμενη από τη Fundación Elche προμήθεια εγγύησης, η οποία ορίστηκε σε 1 % του καλυπτομένου ποσού, «ήταν σύμφωνη προς τους νόμους της αγοράς». Το επιχείρημα αυτό πρέπει να εξεταστεί από κοινού με την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σύμφωνα με την οποία, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα συμπεραίνοντας ότι δεν υπήρχαν παρόμοιες πράξεις βάσει των οποίων θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι υφίστατο προμήθεια εγγύησης αναφοράς.

124    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο δανειολήπτης δανείου το οποίο τελεί υπό την εγγύηση των κρατικών αρχών κράτους μέλους αποκτά κατά κανόνα πλεονέκτημα, στο μέτρο που το οικονομικό κόστος που φέρει είναι κατώτερο εκείνου που θα έφερε εάν έπρεπε να λάβει την ίδια χρηματοδότηση και την ίδια εγγύηση σε τιμές αγοράς (αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Residex Capital IV, C-275/10, EU:C:2011:814, σκέψη 39, και της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 96).

125    Όπως υπενθυμίζεται στο σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις, προκειμένου να προσδιοριστεί η αντίστοιχη αγοραία τιμή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά της εγγύησης και του υποκείμενου δανείου, στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το ποσό και η διάρκεια της συναλλαγής, η παρεχόμενη από τον δανειολήπτη ασφάλεια και τα άλλα στοιχεία που διαμορφώνουν την εκτίμηση του ποσοστού ανάκτησης και η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων του δανειολήπτη λόγω της οικονομικής κατάστασής του, του τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται και των προοπτικών του.

126    Σε περίπτωση που η τιμή που καταβλήθηκε για την εγγύηση είναι τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη προμήθεια αναφοράς που εφαρμόζεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η εγγύηση δεν περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης (βλ. σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, δεύτερο εδάφιο, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις). Εάν στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν εφαρμόζονται αντίστοιχες προμήθειες εγγύησης αναφοράς, το συνολικό χρηματοοικονομικό κόστος του δανείου που καλύπτεται από την εγγύηση, συμπεριλαμβανομένου του επιτοκίου του δανείου και της καταβληθείσας προμήθειας, θα πρέπει να συγκριθεί με την αγοραία τιμή για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο (βλ. σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις). Τέλος, όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη αγοραία τιμή για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο, πρέπει να χρησιμοποιηθεί το επιτόκιο αναφοράς, το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ανακοίνωση σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς (βλ. σημείο 4.2, δεύτερο εδάφιο, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις).

127    Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποκλείει το ενδεχόμενο η ζητηθείσα προμήθεια εγγύησης να αντανακλούσε τις χρηματοοικονομικές δυσχέρειες της προσφεύγουσας και τον σχετικό με την αθέτηση πληρωμής των εγγυημένων δανείων κίνδυνο (αιτιολογική σκέψη 86, στοιχείο γʹ). Με την αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες δεν μπορεί να βρει χρηματοπιστωτικό ίδρυμα διατεθειμένο να της χορηγήσει πιστώσεις, υπό οποιουσδήποτε όρους, χωρίς κρατική εγγύηση. Η Επιτροπή σε κανένα σημείο αυτών των αιτιολογικών σκέψεων ούτε σε άλλο σημείο των αναπτύξεων σχετικά με τη διαπίστωση της ύπαρξης πλεονεκτήματος (σημείο 7.2 της προσβαλλόμενης απόφασης) δεν αναφέρει ποια είναι η τιμή της αγοράς βάσει της οποίας αξιολογεί την επίμαχη προμήθεια εγγύησης. Η Επιτροπή δεν εξετάζει επίσης, στο στάδιο αυτό, το ενέχυρο που δόθηκε στο IVF ως αντεγγύηση (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω). Γενικώς, η Επιτροπή αρκείται στην εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας προκειμένου να αντλήσει το συμπέρασμα ότι, δεδομένου του ύψους της προμήθειας εγγύησης που καταβλήθηκε στο IVF, η εν λόγω προμήθεια δεν είναι σύμφωνη με τις συνθήκες της αγοράς.

128    Η Επιτροπή διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση σε σύγκριση μεταξύ της οφειλόμενης προμήθειας εγγύησης και της τιμής της αγοράς, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης της προσφεύγουσας, η οποία είναι προβληματική επιχείρηση. Με άλλα λόγια, κατά την άποψή της, ισχύει τεκμήριο κατά το οποίο η προμήθεια εγγύησης δεν είναι σύμφωνη με τις συνθήκες της αγοράς, όταν ο δανειολήπτης στον οποίο χορηγείται η εγγύηση, ή εν προκειμένω ο αποδέκτης του πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι προβληματική επιχείρηση.

129    Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στη σκέψη 126 ανωτέρω, το σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, και το σημείο 4.2 της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις επιτάσσουν την προηγούμενη αναζήτηση ενδεχόμενης αγοραίας τιμής με την οποία να συγκρίνονται οι όροι της οικείας πράξης. Όσον αφορά ειδικότερα τις προβληματικές επιχειρήσεις, η Επιτροπή διακρίνει, στο σημείο 4.1, στοιχείο αʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις, την κατάσταση των προβληματικών επιχειρήσεων ανάλογα με τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους, ο οποίος δεν είναι ενιαίος. Στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω ανακοίνωση διακρίνει την περίπτωση κατά την οποία υπάρχει εγγυητής στην αγορά για μια προβληματική επιχείρηση από εκείνη στην οποία είναι πιθανόν ότι δεν υπάρχει. Επομένως, γίνεται δεκτό ότι μπορεί να υπάρχει αγοραία τιμή ακόμη και όταν η εγγύηση χορηγείται σε προβληματική επιχείρηση.

130    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η προσφεύγουσα «δεν [βρισκόταν] σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, κατά την έννοια του σημείου 2.2 και του σημείου 4.1[, στοιχείο αʹ,] της ανακοίνωσης [σχετικά με τις εγγυήσεις]», μετά τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 79, ότι «ήταν προβληματική κατά την έννοια [της παραγράφου] 10[, στοιχείο]αʹ και [της παραγράφου] 11 των κατευθυντήριων γραμμών [για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση]». Με τον τρόπο αυτό, και η Επιτροπή ερμήνευσε το σημείο 4.1, στοιχείο αʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις, κατά τον τρόπο που εκτίθεται στη σκέψη 129 ανωτέρω, υπό την έννοια ότι διακρίνει, μεταξύ των προβληματικών επιχειρήσεων κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, δύο υποκατηγορίες επιχειρήσεων ανάλογα με τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους. Τούτο είναι ακόμη εμφανέστερο στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης στην ισπανική γλώσσα, το οποίο είναι το μόνο αυθεντικό κείμενο και το οποίο αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 80 ότι δεν υφίσταται «κατάσταση σοβαρής κρίσης» (situación de crisis grave), όπου το επίθετο «σοβαρή» χαρακτηρίζει τον όρο «κρίση» και διακρίνει σαφέστερα την κατάσταση που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 80 από την κατάσταση που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 79 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον αναγνωρίζει μια κατηγορία προβληματικών επιχειρήσεων υπό την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, οι οποίες δεν βρίσκονται σε κατάσταση σοβαρής κρίσης υπό την έννοια του σημείου 4.1, στοιχείο αʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις

131    Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από το σημείο 3.3 της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις δεν προκύπτει ότι δεν υφίσταται αγοραία τιμή για τις εγγυήσεις που χορηγούνται σε προβληματική επιχείρηση. Συγκεκριμένα, το εν λόγω σημείο αφορά το απλουστευμένο σύστημα εκτίμησης το οποίο εφαρμόζεται, κατ’ εξαίρεση, στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και απλώς αναφέρει ότι το σύστημα αυτό δεν έχει εφαρμογή στις επιχειρήσεις των οποίων η πιστοληπτική διαβάθμιση είναι CCC/Caa ή χαμηλότερη.

132    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, τεκμαίροντας ότι κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν επρόκειτο να συστήσει εγγύηση υπέρ προβληματικής επιχείρησης και, ως εκ τούτου, ότι δεν προσφερόταν στην αγορά αντίστοιχη προμήθεια εγγύησης αναφοράς, δεν έλαβε υπόψη την ανακοίνωση σχετικά με τις εγγυήσεις, η οποία τη δεσμεύει (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, C-75/05 P και C-80/05 P, EU:C:2008:482, σκέψεις 60 και 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Για τους ίδιους λόγους, παρέβη επίσης την υποχρέωσή της να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη κάθε κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο, το οποίο θα της παρείχε τη δυνατότητα να κρίνει αν η προσφεύγουσα προδήλως δεν θα ετύγχανε παρεμφερών διευκολύνσεων εκ μέρους ιδιώτη επιχειρηματία (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C-73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 73).

133    Έπειτα από την επισήμανση του σφάλματος αυτού, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή προβαίνει, με την αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε λεπτομερέστερη ανάλυση στο πλαίσιο του ποσοτικού προσδιορισμού του στοιχείου ενίσχυσης. Στο πλαίσιο αυτό, αποκλείει την ύπαρξη αγοραίας τιμής για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο (βλ. σκέψη 126 ανωτέρω), «λόγω του περιορισμένου αριθμού παρατηρήσεων για παρεμφερείς συναλλαγές στην αγορά», ο οποίος δεν «βοηθ[ά] ιδιαίτερα στη σύγκριση».

134    Η προσφεύγουσα, με το δικόγραφο της προσφυγής, έβαλε κατά της παραλείψεως της Επιτροπής να προβεί σε ανάλυση των συνθηκών της αγοράς προκειμένου να καθορίσει την αγοραία τιμή για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο. Με το υπόμνημα αντίκρουσης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, «αντιθέτως προς ό,τι υπαινίσσεται η προσφεύγουσα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες εγγυήσεις παρείχαν πλεονέκτημα, αφού τις συνέκρινε με πράξεις που διενεργήθηκαν υπό τις συνθήκες της αγοράς, πράγμα που αποτυπώνεται σαφώς στον υπολογισμό του ποσού της ενίσχυσης», παραπέμποντας στην αιτιολογική σκέψη 93, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης.

135    Επισημαίνεται συναφώς ότι, στην αιτιολογική σκέψη 93, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εφαρμόζει το ισχύον εν προκειμένω επιτόκιο αναφοράς, το οποίο καθορίστηκε σύμφωνα με την ανακοίνωση για τα επιτόκια αναφοράς. Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στη σκέψη 126 ανωτέρω, η προσφυγή στο επιτόκιο αναφοράς συνιστά την καταρχήν χρησιμοποιούμενη μέθοδο, ελλείψει αγοραίας τιμής προσδιοριζόμενης βάσει παρόμοιων πράξεων. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί στην εφαρμογή της μεθόδου αυτής στο πλαίσιο του υπολογισμού του ποσού της ενίσχυσης προκειμένου να αντλήσει επιχείρημα ότι όντως προέβη σε σύγκριση της επίδικης πράξης με πράξεις που διενεργούνται υπό τις συνθήκες της αγοράς.

136    Παρά ταύτα, το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε στην Επιτροπή ερωτήσεις, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, για να πληροφορηθεί τη φύση και την έκταση των ερευνών που αυτή διενήργησε προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε αγοραία τιμή για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο. Η Επιτροπή με την απάντησή της απλώς ανέφερε ότι δεν είχε παρασχεθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας καμία πληροφορία σχετικά με επιτόκια δανείων χορηγηθέντων σε παρόμοιες καταστάσεις, χωρίς να παράσχει στοιχεία σχετικά με τα μέτρα έρευνας που είχαν ενδεχομένως ληφθεί.

137    Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η Επιτροπή φέρει το βάρος προς απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία –το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω–, σε αυτήν δε απόκειται να αναζητήσει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας όλα τα κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C-405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψεις 33 και 34, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C-300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 24). Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί τον αποσπασματικό χαρακτήρα των πληροφοριών που της διαβιβάστηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή της, στο μέτρο που δεν άσκησε όλες τις εξουσίες τις οποίες διέθετε ώστε να αποκτήσει τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 13ης Απριλίου 1994, Γερμανία και Pleuger Worthington κατά Επιτροπής, C-324/90 και C-342/90, EU:C:1994:129, σκέψη 29). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στη μη προσκόμιση των στοιχείων που είχε ζητήσει η Επιτροπή από το οικείο κράτος μέλος, αλλά στη διαπίστωση ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας δεν θα ενεργούσε με τον τρόπο που ενήργησαν οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, διαπίστωση η οποία προϋποθέτει ότι η Επιτροπή διέθετε όλα τα κρίσιμα στοιχεία που ήταν αναγκαία για την κατάρτιση της απόφασής της (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C-405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 35).

138    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο συνάγει από τις απαντήσεις που έδωσε η Επιτροπή, με το υπόμνημα αντίκρουσης και, στη συνέχεια, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας από το Βασίλειο της Ισπανίας ή από άλλες πηγές πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη δανείων παρόμοιων με τα υποκείμενα δάνεια της επίδικης πράξης. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μη προσκόμιση στοιχείων που είχε η ίδια ζητήσει προκειμένου να συναγάγει το συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι υπήρχε μόνον «περιορισμένο[ς] αριθμ[ός] παρατηρήσεων για παρεμφερείς συναλλαγές στην αγορά», πράγμα το οποίο δεν «βοηθούσε ιδιαίτερα στη σύγκριση».

139    Εξάλλου, η Επιτροπή δεν προβάλλει κανένα άλλο στοιχείο που προέκυψε κατά τη διοικητική διαδικασία προς στήριξη του συμπεράσματός της ότι δεν υπήρχαν συγκρίσιμες πράξεις.

140    Ως εκ τούτου, το επίμαχο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν τεκμηριώνεται επαρκώς κατά νόμο.

141    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, καθόσον η εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος ενέχει πρόδηλα σφάλματα στο μέτρο που, πρώτον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την κατάσταση της Fundación Elche, δεύτερον, δεν έλαβε υπόψη την υποθήκη που χορήγησε η Fundación Elche ως αντεγγύηση, τρίτον, δεν έλαβε υπόψη την ανακεφαλαιοποίηση της προσφεύγουσας προκειμένου να υπολογίσει την αξία των μετοχών που δόθηκαν ως ενέχυρο στο IVF, τέταρτον, θεώρησε ότι κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν επρόκειτο να συστήσει εγγύηση υπέρ προβληματικής επιχείρησης και, ως εκ τούτου, ότι δεν προσφερόταν στην αγορά οποιαδήποτε αντίστοιχη προμήθεια εγγύησης αναφοράς και, πέμπτον, δεν τεκμηρίωσε επαρκώς το συμπέρασμά της ότι δεν υπήρχε επαρκής αριθμός συγκρίσιμων πράξεων προκειμένου να προσδιορίσει την αγοραία τιμή για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο.

142    Κατά συνέπεια, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

143    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

144    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση (ΕΕ) 2017/365 της Επιτροπής, της 4ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36387 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (πρώην 2013/CP) που χορήγησε η Ισπανία στη Valencia Club de Fútbol, SAD, στην Hércules Club de Fútbol, SAD και στην Elche Club de Fútbol, SAD, κατά το μέρος που αφορά την Elche Club de Fútbol, SAD.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Elche Club de Fútbol, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Kanninen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαρτίου 2020.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.