Language of document : ECLI:EU:T:2016:59

Υπόθεση T‑620/11

GFKL Financial Services AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Γερμανική φορολογική νομοθεσία περί μεταφοράς ζημιών σε επόμενα φορολογικά έτη (Sanierungsklausel) – Απόφαση κρίνουσα την ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Ατομικός επηρεασμός – Παραδεκτό – Έννοια “κρατική ενίσχυση” – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Φύση και εν γένει οικονομία του φορολογικού συστήματος – Δημόσιοι πόροι – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα)
της 4ης Φεβρουαρίου 2016

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Ζήτημα εάν πράξη γενικής ισχύος αφορά ατομικά ορισμένο πρόσωπο – Προϋποθέσεις – Απόφαση της Επιτροπής που απαγορεύει τομεακό καθεστώς ενισχύσεων – Προσφυγή ασκηθείσα από επιχείρηση που διαθέτει κεκτημένο δικαίωμα προς εξοικονόμηση φόρων δυνάμει του εν λόγω καθεστώτος – Παραδεκτό

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασύμβατο ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά – Αναστολή της εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων κατόπιν της αποφάσεως της Επιτροπής περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Προσφυγή ασκηθείσα από δικαιούχο του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων – Παραδεκτό

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

3.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση της Επιτροπής σε θέματα κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρα 107 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Μέτρο φορολογικής ελαφρύνσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως – Δικαιολογητικός λόγος αντλούμενος από τη φύση ή από την εν γένει οικονομία του φορολογικού συστήματος

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια – Εκτίμηση της νομιμότητας βάσει των διαθέσιμων πληροφοριακών στοιχείων κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεως της αποφάσεως – Λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία των οποίων δεν έγινε επίκληση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας – Παραδεκτό

(Άρθρα 108 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Μέτρο φορολογικής ελαφρύνσεως – Φορολογικό μέτρο που επιτρέπει τη μεταφορά ζημιών σε επόμενα φορολογικά έτη στην περίπτωση αγοράς, για λόγους εξυγιάνσεως, μιας προβληματικής επιχειρήσεως – Εμπίπτει – Δικαιολογητικός λόγος αντλούμενος από τη φύση ή από την εν γένει οικονομία του φορολογικού συστήματος – Δεν συντρέχει

(Άρθρο 107 ΣΛΕΕ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους – Παραίτηση, εκ μέρους κράτους μέλους, από την είσπραξη φορολογικών εσόδων, που παρέχει τη δυνατότητα στους επενδυτές να αποκτήσουν μερίδια σε ορισμένες επιχειρήσεις υπό ευνοϊκότερες φορολογικές συνθήκες – Εμπίπτει

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 108 ΣΛΕΕ – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Πεδίο εφαρμογής – Εθνική αρχή που γνωστοποίησε μια δεσμευτική πληροφορία ερχόμενη σε αντίφαση με τη νομοθεσία της Ένωσης – Έλλειψη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των δικαιούχων – Ύπαρξη μέτρων φερόμενων ως παρεμφερών εντός άλλων κρατών μελών – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 108 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1, 2η περίοδος)

1.      Μια επιχείρηση δεν μπορεί κατ’ αρχήν να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής απαγορεύουσας τομεακό καθεστώς ενισχύσεων, εάν η απόφαση αυτή αφορά την εν λόγω επιχείρηση απλώς και μόνο λόγω του ότι δραστηριοποιείται στον οικείο τομέα και λόγω της ιδιότητάς της της δυνητικής δικαιούχου του εν λόγω καθεστώτος. Αντιθέτως, όταν η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής θίγει ομάδα προσώπων τα οποία έχουν εξατομικευθεί ή ήταν δυνατό να εξατομικευθούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής και βάσει κριτηρίων που σχετίζονται ειδικώς με τα μέλη της ομάδας, η εν λόγω πράξη δύναται να αφορά ατομικά τα πρόσωπα αυτά, καθόσον αποτελούν μέρος ενός στενού επιχειρηματικού κύκλου.

Ως εκ τούτου, μια επιχείρηση που διαθέτει κεκτημένο δικαίωμα προς εξοικονόμηση φόρων κατ’ εφαρμογήν μιας εθνικής ρυθμίσεως, η οποία χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση με την απόφαση που απαγορεύει το τομεακό καθεστώς ενισχύσεων, πρέπει να λογίζεται ότι αποτελεί μέρος ενός στενού κύκλου επιχειρηματιών, οι οποίοι είχαν εξατομικευθεί, ή τουλάχιστον μπορούσαν ευχερώς να εξατομικευθούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως, κατά την έννοια της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62. Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι, κατόπιν της αποφάσεως της Επιτροπής περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και, εν συνεχεία, της αποφάσεως που απαγορεύει το τομεακό καθεστώς ενισχύσεων, οι εθνικές αρχές έλαβαν μέτρα που αποσκοπούσαν στο να καταστεί ανεφάρμοστη η επίμαχη εθνική ρύθμιση.

Εξάλλου, τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται, κατά τη νομολογία, η διαπίστωση της υπάρξεως ατομικού επηρεασμού κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με τα συστατικά στοιχεία μιας κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

(βλ. σκέψεις 55, 56, 64, 65, 70, 71)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 76-80)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 86-97)

4.      Ο χαρακτηρισμός ενός εθνικού φορολογικού μέτρου ως «επιλεκτικού» προϋποθέτει, πρώτον, τον εκ των προτέρων προσδιορισμό και έλεγχο του κοινού ή «κανονικού» φορολογικού συστήματος που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος μέλος. Ο ενδεχομένως επιλεκτικός χαρακτήρας του πλεονεκτήματος που παρέχεται με το επίμαχο φορολογικό μέτρο πρέπει, δεύτερον, να εξετάζεται και να στοιχειοθετείται σε σχέση με το προμνησθέν κοινό ή «κανονικό» φορολογικό σύστημα, και πρέπει επίσης να αποδεικνύεται ότι το εν λόγω μέτρο παρεκκλίνει από το κοινό αυτό σύστημα, καθόσον εισάγει διαφοροποιήσεις μεταξύ όσων επιχειρηματιών βρίσκονται, από απόψεως του σκοπού τον οποίο επιδιώκει το εν λόγω σύστημα, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, κάτι που απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει. Κατά το πέρας αυτών των δύο πρώτων σταδίων της εξετάσεως, ένα μέτρο μπορεί να χαρακτηρίζεται ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό μέτρο.

Ωστόσο, δεν πληροί την εν λόγω προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα μέτρο το οποίο, ανεξαρτήτως του αν συνιστά πλεονέκτημα υπέρ ορισμένου δικαιούχου, δικαιολογείται από τη φύση ή από την εν γένει οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, κάτι που απόκειται στο οικείο κράτος μέλος να αποδείξει. Κατά το πέρας του εν λόγω ενδεχόμενου τρίτου σταδίου της εξετάσεως, ένα μέτρο χαρακτηρίζεται ως επιλεκτικό μέτρο.

Όσον αφορά τον αντλούμενο από τη φύση ή από την εν γένει οικονομία του φορολογικού συστήματος δικαιολογητικό λόγο για την ύπαρξη ενός εθνικού φορολογικού μέτρου, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των σκοπών τους οποίους έχει οριστεί να υπηρετεί ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς και οι οποίοι είναι εξωγενείς ως προς το καθεστώς αυτό και, αφετέρου, των μηχανισμών που είναι συμφυείς με το ίδιο το φορολογικό σύστημα και οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την επίτευξη τέτοιων σκοπών, λαμβανομένου υπόψη ότι οι ως άνω σκοποί και μηχανισμοί, ως θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του επίμαχου φορολογικού συστήματος, μπορούν να θεμελιώσουν έναν τέτοιο δικαιολογητικό λόγο.

(βλ. σκέψεις 100-102, 153)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 110)

6.      Μέτρο φορολογικής ελαφρύνσεως το οποίο, ως εξαίρεση από κανόνα που περιορίζει τη δυνατότητα μεταφοράς των ζημιών σε περίπτωση αγοράς του 25 % ή μεγαλύτερου ποσοστού των εταιρικών μεριδίων, επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μεταφορά των ζημιών σε επόμενα φορολογικά έτη εφόσον η αγορά μιας προβληματικής επιχειρήσεως έλαβε χώρα για λόγους εξυγιάνσεως είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό μέτρο διότι δεν αφορά όλες τις επιχειρήσεις των οποίων η μετοχική σύνθεση έχει μεταβληθεί σημαντικά, αλλά εφαρμόζεται σε μια σαφώς προσδιορισμένη κατηγορία επιχειρήσεων, ήτοι στις επιχειρήσεις οι οποίες είναι, κατά το χρονικό σημείο της αγοράς, αφερέγγυες ή υπερχρεωμένες ή απειλούνται με αφερεγγυότητα ή υπερχρέωση. Το μέτρο αυτό, ορισμένες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του οποίου δεν συνδέονται με τον σκοπό της προλήψεως των καταχρήσεων και το οποίο δεν καλύπτει όλες τις επιχειρήσεις που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού του επίμαχου φορολογικού καθεστώτος, έχει ως αποτέλεσμα να ευνοούνται οι προβληματικές επιχειρήσεις. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη όταν εκτίμησε ότι το εν λόγω μέτρο εισήγε διαφοροποιήσεις μεταξύ επιχειρηματιών που βρίσκονται, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το φορολογικό σύστημα σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

Το ως άνω φορολογικό μέτρο δεν δικαιολογείται, επίσης, από τη φύση ή από την εν γένει οικονομία του φορολογικού συστήματος, δεδομένου ότι ο πρωταρχικός σκοπός του ως άνω φορολογικού μέτρου, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της εξυγιάνσεως των προβληματικών επιχειρήσεων, δεν εμπίπτει στις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού συστήματος και, επομένως, δεν είναι ενδογενής ως προς αυτό το σύστημα, αλλά εξωγενής ως προς αυτό, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί αν το επίδικο μέτρο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

(βλ. σκέψεις 138, 139, 141, 142, 159, 160)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 175-183)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 186-192)