Language of document : ECLI:EU:T:2011:171

Υπόθεση T-262/09

Safariland LLC

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 – Εκτέλεση από το ΓΕΕΑ αποφάσεως με την οποία ακυρώθηκε απόφαση ενός των τμημάτων του προσφυγών – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Άρθρο 63, παράγραφος 2, άρθρο 65, παράγραφος 6, άρθρα 75 και 76 του κανονισμού 207/2009»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή – Εκτέλεση αποφάσεως περί ακυρώσεως αποφάσεως τμήματος προσφυγών – Νέα απόφαση

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 65 § 6)

2.      Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Καταχώριση την οποία ζητεί ο ειδικός πληρεξούσιος ή ο αντιπρόσωπος του δικαιούχου του σήματος χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου – Ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος – Έννοια

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 3)

3.      Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Καταχώριση την οποία ζητεί ο ειδικός πληρεξούσιος ή ο αντιπρόσωπος του δικαιούχου του σήματος χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου – Λύση της συμβατικής σχέσεως κατά τον χρόνο της καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος – Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 3)

4.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή – Εκτέλεση αποφάσεως περί ακυρώσεως αποφάσεως τμήματος προσφυγών – Νέα εξέταση της προσφυγής – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 63 § 2, και 75)

5.      Κοινοτικό σήμα – Δικονομικές διατάξεις – Αιτιολόγηση των αποφάσεων – Άρθρο 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 – Περιεχόμενο που ταυτίζεται με αυτό του άρθρου 253 ΕΚ – Το τμήμα προσφυγών προσφεύγει σε έμμεση αιτιολόγηση – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 75, πρώτη περίοδος)

1.      Προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απορρέουσα από το άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, υποχρέωσή του να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί ακυρώσεως της αποφάσεως ενός εκ των τμημάτων του προσφυγών, το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) οφείλει να μεριμνήσει ώστε η προσφυγή να οδηγήσει σε νέα απόφαση ενός τμήματος προσφυγών. Συναφώς, μπορεί να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του τμήματος προσφυγών, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση.

(βλ. σκέψη 42)

2.      Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, η καταχώριση κοινοτικού σήματος είναι απαράδεκτη όταν την ζητεί ο ειδικός πληρεξούσιος ή ο αντιπρόσωπος του δικαιούχου του σήματος, ιδίω ονόματι και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου, εκτός εάν ο εν λόγω ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος δικαιολογήσει την πράξη του.

Ως προς τους όρους «ειδικός πληρεξούσιος» και «αντιπρόσωπος» του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να ληφθεί υπόψη, όπως προβλέπεται στις οδηγίες σχετικά με τη διαδικασία ανακοπής ενώπιον του ΓΕΕΑ, όσον αφορά μη επιτρεπομένη αίτηση καταχωρίσεως εκ μέρους των ειδικών πληρεξουσίων του δικαιούχου του σήματος, ότι αυτοί πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως, κατά τρόπο που να καλύπτουν όλες τις μορφές σχέσεων βασιζομένων σε συμβατική συμφωνία βάσει της οποίας ο ένας εκ των συμβεβλημένων εκπροσωπεί τα συμφέροντα του άλλου, αυτό δε ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της συμβατικής σχέσεως που έχει συναφθεί μεταξύ του δικαιούχου ή του εντολέα και του αιτούντος το κοινοτικό σήμα. Κατά τις οδηγίες αυτές, αρκεί, για τους σκοπούς του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, να υφίσταται μεταξύ των μερών συμφωνία εμπορικής συνεργασίας δυνάμενη να δημιουργήσει σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλοντας στον αιτούντα, ρητώς ή σιωπηρώς, γενική υποχρέωση εμπιστοσύνης και εντιμότητας ως προς τα συμφέροντα του δικαιούχου του σήματος. Εντούτοις, πρέπει να υφίσταται συμφωνία μεταξύ των μερών. Αν ο αιτών ενεργεί εντελώς ανεξάρτητα, χωρίς να έχει συναφθεί οιαδήποτε σχέση με τον δικαιούχο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ειδικός πληρεξούσιος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού. Έτσι, ένας απλός αγοραστής ή πελάτης του δικαιούχου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ειδικός πληρεξούσιος» ή ως «αντιπρόσωπος» για τους σκοπούς του άρθρου 8, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν καμία ειδική υποχρέωση εμπιστοσύνης έναντι του δικαιούχου του σήματος.

(βλ. σκέψεις 60, 64)

3.      Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, η καταχώριση κοινοτικού σήματος είναι απαράδεκτη όταν την ζητεί ο ειδικός πληρεξούσιος ή ο αντιπρόσωπος του δικαιούχου του σήματος, ιδίω ονόματι και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου, εκτός εάν ο εν λόγω ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος δικαιολογήσει την πράξη του.

Ως προς την παύση της συμβατικής σχέσεως κατά τον χρόνο της υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι δεν είναι αναγκαίο η συναφθείσα μεταξύ των μερών συμφωνία να εξακολουθεί να ισχύει κατά την υποβολή της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος και ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 εφαρμόζεται επίσης στις συμφωνίες που έληξαν πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, αρκεί το διάστημα που παρήλθε να είναι τέτοιο ώστε να μπορεί θεμιτώς να υποτεθεί ότι η υποχρέωση εμπιστοσύνης και απορρήτου εξακολουθούσε να υφίσταται κατά την υποβολή της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος. Η διασταλτική αυτή ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 αποσκοπεί στην προστασία του δικαιούχου των σημάτων, ακόμη και μετά την παύση της συμβατικής σχέσεως από την οποία απέρρεε υποχρέωση εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψεις 60, 65)

4.      Δεν προβλέπεται καμία ειδική διαδικασία ενώπιον των τμημάτων προσφυγών, ούτε από τον κανονισμό 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, ούτε από τον κανονισμό 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94, στην περίπτωση ακυρώσεως αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο και αναπομπής ενώπιον των τμημάτων προσφυγών, και ότι δεν υφίσταται, κατά συνέπεια, υποχρέωση ακροάσεως εκ νέου των συγκεκριμένων διαδίκων. Αυτή η υποχρέωση θα μπορούσε να απορρέει μόνον από τη γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009.

Όμως, το άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, ουδόλως απαιτεί, μετά την εκ νέου έναρξη της διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) κατόπιν ακυρώσεως της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών από το Γενικό Δικαστήριο, να καλείται εκ νέου η προσφεύγουσα να αναπτύξει τις παρατηρήσεις της επί των νομικών και πραγματικών σημείων επί των οποίων αυτή είχε ήδη τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της στο πλαίσιο της διεξαχθείσας προηγουμένως έγγραφης διαδικασίας, δεδομένου ότι η σχετική δικογραφία περιήλθε στο τέταρτο τμήμα προσφυγών όπως ήταν.

(βλ. σκέψεις 83-84)

5.      Βάσει του άρθρου 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, οι αποφάσεις του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πρέπει να αιτιολογούνται. Η υποχρέωση αυτή έχει το ίδιο περιεχόμενο με την υποχρέωση την οποία καθιερώνει το άρθρο 253 ΕΚ και ο σκοπός της είναι να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου προκειμένου να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους και, αφετέρου, στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως.

Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το γράμμα της, αλλά και με το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα.

Εντούτοις, δεν μπορεί να απαιτείται από το τμήμα προσφυγών να παραθέτει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν ενώπιόν του οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος προσφυγών, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του.

(βλ. σκέψεις 90-92)